9.8.12


του Γιώργου Τσακνιά


πηγή: dimartblog.wordpress.com


Περί γλώσσας, περί ιστορικής συνέχειας, περί αίματος, περί παιδείας και περί των αρχαίων ημών προγόνων


Το ακόλουθο κείμενο, γράφτηκε με αφορμή πρόσφατο άρθρο του Βύρωνα Πολύδωρα στην Καθημερινή με τίτλο «Η ιερότητα της γλώσσας μας». Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει απαντήσεις και σχόλια επί συγκεκριμένων σημείων του άρθρου. Ακολουθεί παράθεση ορισμένων δικών μου σκέψεων επ’ αφορμή του άρθρου.

Κύριε Πολύδωρα,
διάβασα το άρθρο σας στην Καθημερινή της 28/7/2012, καθώς και το ίδιο κείμενο εμπλουτισμένο στη σελίδα σας στο facebook. Επιτρέψτε μου μερικές παρατηρήσεις.
1) Τίτλος του άρθρου είναι «Η ιερότητα της γλώσσας μας». Η γλώσσα μας θεωρείται όντως ιερή από θρησκευτικής απόψεως, για την ακρίβεια είναι μία από τις τρεις ιερές γλώσσες του χριστιανισμού (οι άλλες είναι τα εβραϊκά και τα λατινικά). Πέραν τούτου, δεν αντιλαμβάνομαι την έννοια της «ιερότητας», όταν μιλούμε για γλώσσα σε κοσμικό πλαίσιο.



2) Γράφετε πως δεν λησμονείτε «τον ορισμό του έθνους που μας παρέδωσε ο Ηρόδοτος: το όμαιμον, το ομόγλωσσον, το ομόθρησκον και το “ομότροπον”». Πέραν του ότι δεν τον λησμονείτε, προκύπτει —διορθώστε με αν κάνω λάθος— ότι τον ενστερνίζεστε επίσης. Επιτρέψτε μου να σας ενημερώσω ότι τόσο η ανθρώπινη ιστορία όσο και η θεωρητική σκέψη έχει προχωρήσει αρκετά στα 2.500 χιλιάδες χρόνια που πέρασαν από τον «πατέρα της ιστορίας» μέχρι σήμερα. Μεσολάβησαν επίσης επαναστάσεις, παγκόσμιοι πόλεμοι, εμφύλιοι, μετακινήσεις πληθυσμών, επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις κ.ά. Το ότι ο Ηρόδοτος υπήρξε όντως πρωτοπόρος τον 5ο αιώνα π.Χ. δεν σημαίνει ότι θα δεχτώ σήμερα λέξη προς λέξη τις (κυριολεκτικά αρχαϊκές) απόψεις του περί έθνους — όπως π.χ. δεν δέχομαι την εκτίμησή του ότι οι περσικοί πόλεμοι ίσως έγιναν επειδή κάποιοι απήγαγαν κάτι κοπέλες που σουλατσάρανε στην παραλία και μετά οι άντρες τους ή οι μπαμπάδες παρεξηγήθηκαν και τους ζήτησαν τον λόγο.

3) Το πρώτο στοιχείο στον ανωτέρω ηροδότειο ορισμό, αυτό το «όμαιμον», μπορείτε να μου εξηγήσετε πώς τεκμηριώνεται; Προλαβαίνω μια ενδεχόμενη απάντησή σας: όχι πώς τεκμηριώνεται η συνέχεια της ελληνικής γλώσσας και των φορέων της ιστορικά, αυτό το γνωρίζω, αλλά πώς τεκμηριώνεται το όμαιμον βιολογικά. Μπορείτε κάπως να προσδιορίσετε τις διαφορές του ελληνικού DNA από τα άλλα; Έχετε υπ’ όψιν κάποιο επιστημονικό άρθρο, μια αξιόπιστη δημοσίευση στην οποία θα είχατε την ευγενή καλοσύνη να με παραπέμψετε;

4) Και το ομόθρησκον, κι αυτό συστατικό του έθνους; Νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων; Και οι μουσουλμάνοι ή οι καθολικοί συμπατριώτες μας; Είναι λιγότερο Έλληνες; Και αν κάποιος είναι συνειδητά άθεος; Λιγότερο Έλληνας κι αυτός;

5) Γράφετε πως γνωρίζετε κράτη που δημιουργήθηκαν με τη συνθήκη της Βεστφαλίας ή το συνέδριο της Βιέννης, εσείς ωστόσο έχετε την τύχη να ανήκετε «σε ένα παλιό, παμπάλαιο έθνος». Μήπως εδώ, γράφοντας λίγο βιαστικά, δεν προσέξατε τη σύγχυση μεταξύ των —εξόφθαλμα διακριτών— εννοιών «κράτος» και «έθνος;» Διότι και το δικό μας κράτος, το ελληνικό, ιδρύθηκε το 1830 με το πρωτόκολλο του Λονδίνου. Και, αντιστρόφως, δεν φαντάζομαι να πιστεύετε πως το γερμανικό έθνος δεν υπήρχε προ του 1815 και του συνεδρίου της Βιέννης.

6) Γράφετε πως η λατινική γλώσσα «είχε εν πολλοίς διαμορφωθεί από το λεγόμενο Χαλκιδικό ή Κυμιώτικο αλφάβητο». Εδώ σας χάνω. Δεν αμφισβητώ την προέλευση του λατινικού αλφαβήτου από το ελληνικό, όπως άλλωστε το ελληνικό προέρχεται από το φοινικικό, απλώς δεν καταλαβαίνω πώς η λατινική γλώσσα διαμορφώθηκε «εν πολλοίς» από ένα σύστημα γραφής. Αλληλεπιδράσεις μεταξύ των γλωσσών βεβαίως και συμβαίνουν, και βεβαίως δεν αμφισβητώ την επίδραση της ελληνικής γραμματείας στη λατινική άρα, κατ’ επέκταση, της ελληνικής γλώσσας στη λατινική γλώσσα. Αλλά το αλφάβητο δεν κατανοώ τι σχέση έχει, πώς διαμόρφωσε τη γλώσσα, είτε εν πολλοίς είτε εν ολίγοις.

7) Τι εννοείτε με τη φράση «προσθήκη ηχητικών φαινομένων;» Κατ’ αρχάς, να παρατηρήσω ότι η ίδια η έκφραση «ηχητικό φαινόμενο» ενέχει μια μάλλον οξύμωρη και ελαφρώς αστεία αντίφαση (σχολαστικισμός εκ μέρους μου, αλλά επειδή δηλώνετε ότι αγαπάτε την ελληνική και κόπτεσθε για την τύχη της, τόλμησα να σας κάνω την υπόδειξη αυτή). Πάντως πράγματι δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε: αν αναφέρεστε στην έννοια του φθόγγου, δεν αποτελεί «προσθήκη φαινομένου». Η γλώσσα — όλες οι γλώσσες από φθόγγους αποτελούνται, δηλαδή από ήχους. Εν συνεχεία επινοούνται τα συστήματα γραφής, που προσπαθούν να αποδώσουν με τον πιστότερο αλλά και λειτουργικότερο τρόπο τη γλώσσα. Στα αλφάβητα (γιατί υπάρχουν και άλλοι τρόποι γραφής, όπως τα ιερογλυφικά ή τα συλλαβικά συστήματα), ο κάθε φθόγγος συμβολίζεται από ένα γράμμα ή από ένα σύμπλεγμα λίγων γραμμάτων. Προσωπικά δεν γνωρίζω περίπτωση γλώσσας όπου τα πράγματα να εξελίχθηκαν αντιστρόφως, να προηγήθηκε δηλαδή ο γραπτός λόγος.

[Επιτρέψτε μου εδώ να παραθέσω ένα απόσπασμα από τον Κρατύλο του Πλάτωνα, που έχει πλάκα στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα: Οίσθα ότι οι παλαιοί οι ημέτεροι τω ιώτα και τω δέλτα ευ μάλα εχρώντο, και ουχ ήκιστα αι γυναίκες, αίπερ μάλιστα την αρχαίαν φωνήν σώζουσι. νυν δε αντί μεν του ιώτα ή ει ή είτα μεταστρέφουσιν, αντί δε του δέλτα ζήτα, ως δη μεγαλοπρεπέτερα όντα. [418 b]. Μετάφραση: Ξέρεις ότι οι αρχαίοι μας πρόγονοι χρησιμοποιούσαν το γιώτα και το δέλτα, κυρίως οι γυναίκες, που διατηρούν ως επί το πλείστον ακόμα την παλαιότερη προφορά, ενώ τώρα στη μεν θέση του γιώτα χρησιμοποιούν το έψιλον γιώτα ή το ήττα, στη δε θέση του δέλτα το ζήτα, γιατί τους φαίνονται πιο εντυπωσιακά. Στο απόσπασμα αυτό, ο Σωκράτης περιγράφει ένα γλωσσικό φαινόμενο αλλαγής στην προφορά ορισμένων φθόγγων και το ερμηνεύει κοινωνικά, ειρωνευόμενος τους συμπολίτες του. (Η αναφορά στις γυναίκες δεν έχει στοιχεία σεξισμού, ακόμη και με τα σημερινά κριτήρια: δεδομένου ότι διήγαν πολύ πιο περιορισμένη κοινωνική ζωή απ’ ό,τι οι άντρες, ήταν λογικό η «δική τους» γλώσσα, η ιδιόλεκτός τους, να εξελίσσεται αργότερα και να απηχεί λιγότερο τον κοινωνικό συρμό της εποχής, τον οποίον περιγράφει ο Σωκράτης). Βέβαια, την εποχή εκείνη, παρά την αντιδιαστολή του «τώρα» (νυν) με τους «αρχαίους προγόνους» (παλαιοί ημέτεροι), οι φθόγγοι -ι-, -η-, και -ει- διέφεραν. Προφέρονταν αλλιώς, γι’ αυτό και συμβολίζονταν από διαφορετικά γράμματα. Δεν παραθέτω το απόσπασμα για να υπονοήσω πως είμαι υπέρ της κατάργησης των -η-, -υ- και -ει- προς όφελος του -ι- αλλά απλώς για να καταδείξω πως οι αρχαίοι ημών πρόγονοι συζητούσαν κι εκείνοι για φθόγγους και γράμματα, σε πολύ σοβαρότερη βάση.]

8) Τέλος, πρόσεξα πως το επίθετο «ελληνικός, -η, -ό» το γράφετε με κεφαλαίο Ε (αναφέρομαι στο γράμμα εψιλον, όχι στον φθόγγο < ε >). Η ελληνική γλώσσα στο κείμενό σας είναι Ελληνική, ενώ η λατινική απλώς λατινική. Υποθέτω πως αυτό δείχνει πως θεωρείτε την Ελληνική γλώσσα ανώτερη (δεν ξέρω σε τι ακριβώς) από τις Άλλες. Για μένα πάλι, η ελληνική γλώσσα δεν είναι ούτε ανώτερη ούτε κατώτερη ούτε τίποτα. Η φρέσκια γλώσσα, όμως, είναι ανώτερη από την κατεψυγμένη. Να τα λέμε κι αυτά.



Ιντερλούδιο, πριν από το μέρος Β΄. Μιας και ο λόγος περί ιερότητος, ιδού μερικές από τις περιπέτειες του βασιλιά Αρθούρου και των Ιπποτών της Στρογγυλής Τραπέζης όταν καθώς αναζητούσαν το Άγιο Δισκοπότηρο.

Επιτρέψτε μου τώρα μερικές σκέψεις, εν πολλοίς ασύνδετες, με αφορμή το κείμενό σας, πέραν και όχι επ’ αυτού:

Η περίφημη ιστορική συνέχεια του ελληνισμού κατά τη γνώμη μου δεν είναι ό,τι ιερότερο, σημαντικότερο κλπ. Στο πεδίο του πολιτισμού, καλύτερα να μας απασχολήσουν άνθρωποι: καλλιτέχνες, επιστήμονες, δημιουργοί — στο σήμερα, στο τώρα. Τους θεωρώ σημαντικότερους — και, πάντως, την ενασχόληση με το τώρα χρησιμότερη. Και ο λόγος που κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους εγκαταλείπουν τη χώρα (ή το σκέφτονται) δεν είναι ότι αμφισβητείται η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού. Ούτε βεβαίως πηγαίνουν στο εξωτερικό με κύριο εφόδιό τους την ιστορική συνέχεια ή το ελληνικό αίμα τους — αυτό το διαθέτουν και άλλοι, το έχουν και οι αποτυχημένοι, το έχουν και οι τεμπέληδες, το έχουν και οι εγκληματίες συμπατριώτες μας. Σίγουρα, η ιστορική συνέχεια δεν είναι αυτό με το οποίο οφείλουμε να ασχολούμαστε διαρκώς. Και ακόμη πιο σίγουρα, πιστέψτε με: ουδείς, πλην ημών, ασχολείται σοβαρά με την ιστορική μας συνέχεια. Ουδείς μάλιστα (πλην ελαχίστων, για προφανείς δικούς τους εθνικιστικούς και πολιτικούς λόγους) την αμφισβητεί. Οι πάντες γνωρίζουν ότι εδώ ζούσαν οι αρχαίοι Έλληνες, που έφτιαξαν τον Παρθενώνα και μιλούσαν αρχαία ελληνικά, και τώρα ζούμε εμείς οι Νεοέλληνες, που μιλάμε νέα ελληνικά και χρωστάμε της Μιχαλούς. Δεν κινδυνεύει η πολύτιμη ιστορική μας συνέχεια, παρά μόνο από το δικό μας κόμπλεξ. Ενδεχομένως, αυτό που όντως κινδυνεύει είναι η δική μας παρωχημένη, στρεβλή και κοντόφθαλμη αντίληψη περί της ιστορικής συνέχειας και της σημασίας της. Και καλά κάνει. Κοντεύουν διακόσια χρόνια από τον Φαλμεράγιερ, κι όμως, εμείς εξακολουθούμε να τον μνημονεύουμε. Τα ιστορικά επιχειρήματα του Φαλμεράγιερ απαντήθηκαν πολύ νωρίς, αμέσως, ήδη από τον Καρλ Χοπφ και τον Παπαρρηγόπουλο.

Προσέξτε, εμείς τον βγάζουμε από τη ναφθαλίνη, κάθε φορά που νομίζουμε ότι κάποιος μας θίγει ως έθνος, ότι υπάρχει συνωμοσία εναντίον μας κλπ. Η πλάκα είναι ότι και ορισμένοι αριστεροί που τον θυμούνται πότε πότε, σε επίδειξη αντιεθνικισμού («δε μασάω εγώ, πάω κόντρα στο ρεύμα εγώ, δεν κωλώνω εγώ»), δεν αντιλαμβάνονται ότι κι αυτοί για αίμα μιλάνε, στην ουσία. Το λάθος έγκειται σε αυτή την εμμονή με το αίμα. Αν θέλουμε να μιλήσουμε για αίμα, ας βγούνε στη γύρα οι βιολόγοι με σύριγγες να κάνουνε αναλύσεις κι ας μας πούνε μετά τι βρήκαν. Οι ιστορικοί μιλάνε για ιστορικές πηγές, όχι για αίμα. Και η ιστορία, όπως η κάθε επιστήμη, απαντά στα ερωτήματα που της θέτεις: το να ρωτάς τους ιστορικούς για τη σύσταση του αίματός σου, είναι σαν να πηγαίνεις στα εξωτερικά ιατρεία στο αιματολογικό και να ρωτάς πότε έγινε η μάχη στους Αιγός Ποταμούς.

Προσωπικά, ξέρω μέχρι πέντε, άντε έξι το πολύ γενιές πίσω. Από εκεί και πέρα, δεν έχω ιδέα αν κατάγομαι από τον Περικλή, τον Ξέρξη, τον Ναβουχοδονόσορα, τον Αβραάμ, τον Μωάμεθ ή τον Αταχουάλπα. Και ξέρετε και κάτι; Δεν με νοιάζει. Αν κάποτε βρεθεί κάποιος επιστημονικός τρόπος να μάθω, καλώς. Από περιέργεια και μόνο. Προς το παρόν, μου αρκεί που διαβάζω τον Επιτάφιο του Περικλή ή τη Σικελική εκστρατεία από το πρωτότυπο του Θουκυδίδη, ξανά και ξανά, και δεν τα βαριέμαι. Αν αύριο κάποιος βρει τον τρόπο και μου αποδείξει ότι είμαι τελικά πολύ μακρινός απόγονος του Ξέρξη και όχι του Περικλή, θα θεωρούμαι λιγότερο Έλληνας από τον οποιονδήποτε καθαρόαιμο, που δεν έχει διαβάσει μια λέξη από τον Θουκυδίδη στη ζωή του;

Αλήθεια, πόσοι από αυτούς που επικαλούνται τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη έχουν διαβάσει έστω και δύο γραμμές; Πόσοι ενδιαφέρονται για το τι είπαν και όχι απλώς για το αν το είπαν πρώτοι και καλύτεροι; Και γιατί, εν πάση περιπτώσει, πρέπει ο δικός μας πολιτισμός να είναι ο αρχαιότερος και ο καλύτερος; Δεν μας αρκεί το ότι είναι πάρα πολύ καλός (πλούσιος, ποικίλος, πρωτότυπος); Γιατί χρειαζόμαστε τη βεβαιότητα ότι ο δικός μας είναι καλύτερος από των άλλων;

Αντί να επικαλούμαστε την παιδεία των προγόνων μας, θα ήταν χρησιμότερο να κοιτάξουμε τη δική μας. Όντως, τα παιδιά μας δεν μπορούν να διαβάσουν — όχι Θουκυδίδη, αλλά ούτε καν Παπαδιαμάντη, Βιζυηνό, Ροΐδη. (Γιατί μόνο τα παιδιά μας; Εμείς μπορούμε;) Εδώ που τα λέμε, βέβαια, τα παιδιά ή οι ενήλικες που δεν μπορούν να διαβάσουν Βιζυηνό, κατά κανόνα δεν τρελαίνονται για το διάβασμα, ούτως ή άλλως. Αν πάντως προσθέσετε στο σχολικό πρόγραμμα, στο πλαίσιο του ισχύοντος εκπαιδευτικού συστήματος, μερικές ώρες αρχαία την εβδομάδα, φροντίστε να χορηγήσετε και γουδοχέρια στους δασκάλους και τους καθηγητές, για να στουμπήξουν καλά τα αρχαία κείμενα στο κεφάλι των μαθητών τους· αλλιώς δεν θα κάνετε τίποτα. Κατ’ αρχάς, οι ίδιοι οι καθηγητές, τι σκαμπάζουν από αρχαία; (Το τι σκαμπάζουν από παιδαγωγική δεν το ρωτάω καν…) Λοιπόν, ας δούμε πρώτα την εκπαίδευση, που τη διαλύουμε συστηματικά και ποικιλοτρόπως εδώ και δεκαετίες, και μετά βάζουμε και τα αρχαία ξανά στο πρόγραμμα.

Πιστεύω κι εγώ πως ο ελληνικός πολιτισμός βρίσκεται στη βάση του ευρωπαϊκού (λάθος ρήμα χρησιμοποίησα· στο κάτω κάτω, είναι ζήτημα ιστορίας του πολιτισμού, όχι θέμα πίστης). Δεν πιστεύω όμως ότι γι’ αυτό οι Ευρωπαίοι μάς χρωστάνε. Αν αρκούμαστε στο να επικαλούμαστε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό για να ικανοποιούμε τα εθνικά μας κόμπλεξ, απλώς θα συνεχίσουμε να βουλιάζουμε (ηθικά και πνευματικά, διότι πρωτίστως οικονομικά βουλιάζουμε, αλλά οι λόγοι είναι άλλοι). Αν αποστασιοποιηθούμε αρκετά, αν επιστρέψουμε στην αρχαία γραμματεία και τη διαβάσουμε (μεταξύ άλλων διαβασμάτων) με ανοιχτό μυαλό, έχουμε να ωφεληθούμε, και πολύ μάλιστα.

Δεν είμαι υπερήφανος που γεννήθηκα Έλληνας· αισθάνομαι τυχερός που γεννήθηκα Έλληνας, κυρίως διότι έχω σχετικά καλύτερη πρόσβαση από ό,τι άλλοι σε έναν τόσο πλούσιο και όμορφο πολιτισμό (αρχαίο, μεσαιωνικό, νεότερο — άντε και σύγχρονο). Ήταν ευκολότερο για μένα να μάθω αρχαία ελληνικά απ’ ό,τι είναι για ένα αγγλάκι ή για ένα γαλλάκι. (Αντίστοιχα, βέβαια, το αγγλάκι και το γαλλάκι έχουν πρόσβαση σε επίσης πολύ σημαντικούς πολιτισμούς. Δεν είναι εξίσου αρχαίοι, αλλά αυτό κατά τη γνώμη μου δεν τους καθιστά ούτε κατώτερους ούτε ανώτερους: είναι απλώς άλλοι). Υπερήφανος είμαι για τα δικά μου επιτεύγματα (όπως π.χ. ότι κατάφερα, με τη βοήθεια ενός εξαιρετικού δασκάλου, να μάθω καλά αρχαία, παρά το γεγονός ότι στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου ήμουν σκράπας). Για τα επιτεύγματα των προγόνων μου δεν αισθάνομαι υπερηφάνεια: αισθάνομαι θαυμασμό, αισθάνομαι δέος, αισθάνομαι πολλά πράγματα — αλλά όχι υπερηφάνεια: πώς να το κάνουμε, δεν συμμετείχα, δεν συνεισέφερα κατά κανέναν τρόπο στο κτίσιμο του Παρθενώνα και, ως εκ τούτου, δεν θεωρώ ότι δικαιούμαι να υπερηφανεύομαι.
Να το πω και αλλιώς: ευγνωμονώ τους αρχαίους ημών προγόνους, διότι με έμαθαν μερικά πράγματα: να είμαι περίεργος, να ρωτάω, να σκέφτομαι, να συζητάω, να ακούω, να αμφιβάλλω, να αναρωτιέμαι, να ανέχομαι, να αναθεωρώ, να διακρίνω τα λόγια από τα έργα, να μη σπεύδω, να μην προϋποθέτω… Αυτά, αυτές οι ιδιότητες, μου φαίνονται χρήσιμες στην πράξη, κάθε μέρα της ζωής μου. Όποιος πάλι ευγνωμονεί τους αρχαίους Έλληνες επειδή του έμαθαν ότι είναι ανώτερος από τους άλλους, ας αναρωτηθεί σε τι τον έχει ωφελήσει πρακτικά αυτή η γνώση.

Επειδή όμως οι θεματοφύλακες του πατριωτισμού μού δημιουργούν έναν εκνευρισμό —αντίστοιχο με εκείνον που μου δημιουργούν όσοι κυκλοφορούν με το αριστερόμετρο στο χέρι— θα ήθελα να αποσαφηνίσω κάτι: τον όποιο πατριωτισμό μου — ή, ακριβέστερα και δίχως χρώμα: την όποια σχέση μου με τη χώρα όπου γεννήθηκα, με τους συμπατριώτες μου και με τον πολιτισμό της δεν την εκχωρώ σε κανέναν. Ούτε βέβαια θα δώσω εξετάσεις φρονημάτων ή συνείδησης — ιδίως σε αμαθείς ή ημιμαθείς αυτόκλητους θεματοφύλακες. Όταν ήμουν μικρός, η μαμά μου μου διάβαζε Όμηρο (σε μετάφραση, προφανώς). Στη δική μου Ελλάδα, λοιπόν, ο Τηλέμαχος λέει (εδώ το παραθέτω στο πρωτότυπο) στον άγνωστο ζητιάνο που του χτυπάει νύχτα την πόρτα (η Αθηνά είναι, αλλά εκείνος δεν το ξέρει) χαίρε ξείνε, παρ’ άμμι φιλήσεαι· αυτάρ έπειτα /  δείπνου πασσάμενος μυθήσεαι όττεό σε χρή (καλώς ήρθες, ξένε, εμείς εδώ θα σε φιλοξενήσουμε. Μετά, αφού φας, θα μας πεις γιατί ήρθες). Στη δική μου Ελλάδα, ο Θεμιστοκλής λέει στον Ευρυβιάδη: πάταξον μεν, άκουσον δε. (Και η πλάκα είναι ότι εκείνος τον ακούει, δεν τον χτυπάει). Στη δική μου Ελλάδα, ο Θουκυδίδης καταγράφει την αλήθεια (αυτό που είδε και αντελήφθη, όχι τον ευσεβή πόθο του), ακόμη και για τον άνθρωπο που εμφανώς θαυμάζει, τον Περικλή: εγίνετό τε λόγω μεν δημοκρατία, έργω δε υπό του πρώτου ανδρός αρχή. Στην δική μου Ελλάδα, δεν αποσιωπώ, δεν κρύβω το γεγονός ότι τον Παρθενώνα τον έχτισαν δούλοι —δηλαδή σκλάβοι, άνθρωποι



που η ζωή τους είχε ελάχιστα μεγαλύτερη αξία από αυτή των ζώων—, με χρήματα που οι Αθηναίοι έπαιρναν διά της βίας από τους «συμμάχους» τους, ως «συνδρομή» στο «κοινό ταμείο» της «συμμαχίας», το οποίο μια ωραία μέρα μετακόμισε από τη Δήλο στην Αθήνα «για λόγους ασφαλείας».  (Και αυτοί ήταν οι δημοκράτες της ιστορίας, οι Σπαρτιάτες σκότωναν είλωτες για να περάσει η ώρα). Εξακολουθώ να θαυμάζω τον Παρθενώνα ως ένα από τα ωραιότερα αρχιτεκτονικά μνημεία στον κόσμο· δεν χρειάζομαι όμως, δεν έχω την παραμικρή ανάγκη να τον εξωραΐσω (ύβρις ακόμη και η χρήση της λέξης αυτής για τον Παρθενώνα!) κρύβοντας κάτω από το χαλάκι τη βρομιά της ιστορίας, ακριβώς γιατί μπορώ να δω πόσο όμορφος είναι από μόνος του. Και μπορώ να το δω, γιατί δεν με τυφλώνει καμία περηφάνια. Δεν τον θεωρώ επίτευγμα δικό μου, δεν αποτελεί σύμβολο ενός εξ αντανακλάσεως μεγαλείου: τον εκτιμώ για αυτό που είναι. Αυτό που είναι ο Παρθενώνας, είναι κάτι απείρως μεγαλύτερο και σημαντικότερο από μια υποτιθέμενη απόδειξη του «μεγαλείου της φυλής», η οποία απευθύνεται αποκλειστικά στο συλλογικό φαντασιακό αμόρφωτων κομπλεξικών Ελληναράδων.

Η σχέση μας με τους προγόνους μας μου θυμίζει τη σχέση που αναπτύσσουν καμιά φορά τα παιδιά με τους γονείς τους, όταν αυτοί είναι ιδιαιτέρως ταλαντούχοι, προικισμένοι και λαμπεροί: μια σχέση συμπλεγματική, που συνδυάζει τον θαυμασμό με τη ζήλεια, σχέση αποπνιχτική και καταστροφική. Τα παιδιά δεν τολμούν να ανταγωνιστούν τους σπουδαίους γονείς, αδυνατούν όμως και να τους ξεπεράσουν· αν δεν κάνουν το μεγάλο βήμα της απομυθοποίησης, της δεύτερης και εξίσου σημαντικής αποκοπής του ομφάλιου λώρου, ζουν όλη τους τη ζωή στη σκιά των γονιών, επιδεικνύοντας ως εύσημα τα επιτεύγματα εκείνων γιατί δεν έχουν δικά τους, φθονώντας τους κρυφά, στην ουσία κατηγορώντας τους για τη δική τους ανεπάρκεια —που όμως οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε αυτήν ακριβώς την εμμονική τους ενασχόληση—, νιώθοντας ασυνείδητη ενοχή για τον φθόνο τους, πενθώντας γι’ αυτό που θα μπορούσαν τα ίδια να γίνουν εάν… — και αδικώντας, διαρκώς και συνεχώς, μέσα σ’ αυτόν τον νοσηρό και φαύλο κύκλο, τόσο τον εαυτό τους όσο και τους γονείς, ή τη μνήμη τους.

Υ.Γ. Παρεμπιπτόντως, μια και περί γλώσσας ο λόγος: ο Ηρόδοτος περιγράφει (κάπου στην αρχή του δεύτερου βιβλίου του) ένα πείραμα που έκανε ο βασιλιάς της Αιγύπτου Ψαμμήτιχος για να ανακαλύψει, λέει, ποιος λαός είναι ο αρχαιότερος, ποιος δημιουργήθηκε πρώτος. Πήρε δυο νεογέννητα και τα έδωσε σε έναν βοσκό με την εντολή να τα μεγαλώσει στην απομόνωση, φροντίζοντας να μην τους μιλήσει ποτέ, να μην ακούσουν ποτέ λέξη από άνθρωπο. Και όταν αυτά μιλήσουν (από μόνα τους) να τον ειδοποιήσει. Κάποια στιγμή, ύστερα από δύο χρόνια, ο βοσκός προφανώς ξέχασε να ταΐσει τα παιδιά, κι αυτά λυσσάξανε στην πείνα κι άρχισαν να φωνάζουν «βεκός». Το ανέφερε στον Ψαμμήτιχο κι εκείνος το έψαξε και βρήκε ότι «βεκός» είναι το ψωμί στα φρυγικά. Η ιστορία είναι απολύτως αληθινή, το πείραμα πληρούσε όλες τις επιστημονικές προϋποθέσεις αξιοπιστίας και αποδείχτηκε περίτρανα ότι οι Φρύγες είναι αρχαιότεροι των Ελλήνων και η γλώσσα τους παλιότερη από τη δικιά μας, γαμώτο. Το λέει ο Ηρόδοτος, αφού!
* Laurie Anderson, language is a virus. H Laurie εμπνεύστηκε το κομμάτι αυτό από τη φράση του William Burroughs “language is a virus from outer space” (“η γλώσσα είναι ιός που ήρθε από το διάστημα”). Από εδώ προέρχεται και ο τίτλος του ανά χείρας (ή, μάλλον, ανά οθόνην) κειμένου.


Paradise
Is exactly like
Where you are right now
Only much much
Better.
I saw this guy on the train
And he seemed to have gotten stuck
In one of those abstract trances.
And he was going: “Ugh . . . Ugh . . . Ugh . . . “
And Fred said:
l think he’s in some kind of pain.
I think it’s a pain cry.
And I said: “Pain cry?
Then language is a virus.”
Language! It’s a virus!
Language! It’s a virus!
Well I was talking to a friend
And I was saying:
I wanted you.
And I was looking for you
But I couldn’t find you. I couldn’t find you.
And he said: Hey!
Are you talking to me?
Or are you just practicing
For one of those performances of yours?
Huh?
Language! It’s a virus!
Language! It’s a virus!
He said: I had to write that letter to your mother
And I had to tell the judge that it was you.
And I had to sell the car and go to Florida.
Becaure that’s just my way of saying (It’s a charm.)
That I love you. And I (It’s a job.)
Had to call you at the crack of dawn (Why?)
And list the times that I’ve been wrong.
Cause that’s just my way of saying
That I’m sorry. (It’s a job.)
Language! It’s a virus!
Language! It’s a virus!
Paradise
Is exactly like
Where you are right now
Only much much (It’s a shipwreck)
Better. (It’s a job.)
You know? I don’t believe there’s such
a thing as TV. I mean -
They just keep showing you
The same pictures over ond over.
And when they talk they just make sounds
That more or less synch up
With their lips.
That’s what I think!
Language! It’s a virus!
Language! It’s a virus!
Well I dreamed there was an island
That rose up from the sea.
And everybody on the island
Was somebody from TV.
And there was a beautiful view
But nobody could see.
Cause everybody on the island
Was saying: Look ot me! Look at me!
Look at me! Look at me!
Because they all lived on an island
That rose up from the sea
And everybody on the island
Was somebody from TV.
And there was a beautiful view
But nobody could see.
Cause everybody on the island
Was screaming: Look at me! Look at me! Look at me!
Look at me! Look at me! Why?
Paradise
Is exactly like
Where you are right now
Only much much
Better.

Δεν υπάρχουν σχόλια: