29.3.17

Μίλτος Σαχτούρης: 29.7.1919 - 29.3.2005


Ιδιόχειρο βιογραφικό σημείωμα του Μ.Σ. 
(από την εικονογράφηση των «Σελίδων για τον Μίλτο Σαχτούρη»,
Εντευκτήριο 84, 2009, με ανέκδοτα ποιήματά του, άγνωστο αρχειακό υλικό 
και άρθρα που καλύπτουν ευρύ θεματικό φάσμα 
+ cd με τη φωνή του να διαβάζει ποιήματά του)

Το αφιέρωμα ανοίγει με τέσσερα ποιήματα του Σαχτούρη χαρισμένα σε φίλους του:  τον Στάθη Αρφάνη, τον Θάνο Κωνσταντινίδη, τον Γιώργο Στενό και τον Θέμη Λιβεριάδη. Ακολουθεί χρονολόγιο βίου και έργου του Μίλτου Σαχτούρη που συνέταξε ο Αργύρης Παλούκας. Αν και συνοπτικό, παρουσιάζει τη διαδρομή του ποιητή στη ζωή και την τέχνη: από τη γέννησή του, στις 29 Ιουλίου 1919, μέχρι τον θάνατό του, στις 29 Μαρτίου 2005, στον οίκο ευγηρίας «Βασιλάκειο».



Η πρώτη σελίδα του Χρονολογίου Σαχτούρη που συνέταξε με αγάπη για τον ποιητή
αλλά και για το Εντευκτήριο ο ποιητής Αργύρης Παλούκας


Για την εκ μέρους της πρόσληψη της ποίησης του Σαχτούρη γράφει η Βερονίκη Δαλακούρα, που παρατηρεί μεταξύ άλλων: «Ο Σαχτούρης βίωσε τα γεγονότα σαν τον τυφλό που, ψαύοντας, φαντάζεται, κι αυτή η διαδικασία ερεθίζει ακόμη περισσότερο το φαντασιακό του. Φαίνεται σαν να μην επινόησε· το καθετί στην ποίησή του είναι πραγματικό όσο και παράλογο».

Προσωπική είναι και η προσέγγιση του Θέμη Λιβεριάδη, που συναιρεί όνειρα, πραγματικά περιστατικά και επιλεγμένους στίχους του Σαχτούρη.



Ο Αμερικανός Τζον Τέιλορ, ποιητής, πεζογράφος και μεταφραστής έργων πολλών Ελλήνων λογοτεχνών στα αγγλικά, γράφει για τις θεματολογικές εμμονές του ποιητή, επισημαίνοντας: «Πλημμυρισμένοι από βίαια σχήματα λόγου που συμπεριλαμβάνουν μαχαίρια, περίστροφα, απωλεσθείσα όραση και ακρωτηριασμένα άκρα (οι στίχοι τώρα τα χέρια και τα πόδια μας/ κρέμονται στα δέντρα αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα ενός συχνά εμφανιζόμενου θέματος ταπείνωσης και απελπισίας), οι στίχοι του Σαχτούρη μοιάζουν συχνά να ανταποκρίνονται ρεαλιστικά στους φόνους, τα βασανιστήρια και την απάνθρωπη όψη του πολέμου».

Στο υπερρεαλιστικό περιεχόμενο του ποιητικού έργου του Σαχτούρη αναφέρεται ο Ανδρέας Παγουλάτος: «Υπερρεαλιστικής προέλευσης εικονοποιΐα, με εξπρεσιονιστικούς, όμως, ζωγραφικούς χρωματισμούς και τόνους, μια δραματική ένταση, με τραγικά ξεσπάσματα, καθώς και τη διαλογική θεατρικότητα του παραλόγου: ένας παράδοξος, πράγματι, συνδυαστικός χαρακτήρας που καταφέρνει και δίνει στην ποίησή του ο Σαχτούρης».

Ο ποιητής Αργύρης Παλούκας παρουσιάζει στο άρθρο του μια όχι ιδιαίτερα γνωστή πτυχή του έργου του ποιητή των «Εκτοπλασμάτων»:  με αφορμή τις σκοτεινές πεζογραφικές δοκιμές του Σαχτούρη (ήδη από το 1938), συσχετίζει το πρώτο ―άγνωστο― διήγημα του ποιητή με μοτίβα του κατοπινού έργου του.

Ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου γράφει για την ποίηση και την ποιητική του ώριμου Σαχτούρη: «Χωρίς να μπορεί να τεκμηριωθεί επακριβώς ένας θεματικός αναπροσανατολισμός του ή μια μεταστροφή του ποιητικού του ψυχισμού, ο Σαχτούρης της ώριμης ηλικίας μετατοπίζεται βαθμιαία από τον πανικό τον οποίο προκαλεί ο παραλογισμός του πολιτικο-ιστορικού ή του καθημερινού περιβάλλοντος, στον τρόμο τον οποίο συνεπιφέρει η εικασία ή η πρόβλεψη του ατομικού θανάτου».

Ο Βασίλης Αμανατίδης δημοσιεύει ένα «ποίημα σκηνικής χρήσης, με προοίμιο, θέσεις, άρσεις και φινάλε», που το αποτελούν 88 εικόνες – όλες απομονωμένοι, σκόρπιοι στίχοι ποιημάτων του Σαχτούρη από το σύνολο του έργου του (1945-1998), θραύσματα επανασυναρμολογημένα και μερικές φορές ελαφρώς παραλλαγμένα.

Στην προσωπική ανάγνωση επιμένει κι ο Θανάσης Τριαρίδης: «Στον Σαχτούρη η ποιητική τέχνη, έτσι όπως τη σκέφτηκαν ο Σολωμός και ο Καβάφης (μιλάω σκόπιμα για δυο ποιητές που ο ίδιος λέει πως τον σημάδεψαν), δεν υπάρχει· στη θέση της υπάρχει ποιητική ανάγκη. Ο Σαχτούρης όντως γράφει μια ποίηση που δεν ποιήθηκε ― και μακάρι να μην διαβαστεί αυτό ως λογοπαίγνιο. Τα ποιήματά του μοιάζουν να κόβονται με το μαχαίρι: από ένα καρβέλι, από ένα σώμα, από έναν ουρανό».


Σύντομο, όσο και περιεκτικό, το άρθρο του Λίνου Ιωαννίδη τιτλοφορείται «Αμετάβλητη γραφή»: «Ο Σαχτούρης που βρέθηκε στον χρόνο τ’ ουρανού, που κράτησε κι ένιωσε όσο κανένας την Απουσία, ο έκπτωτος που ήρθε με τη στιγμή χαμένη, ο λεπτός και φοβισμένος διαρκώς που αντίκρισε το Τρομερό, είναι ο Πλήρης. Κοντά του παρηγορείται ο Πόνος. Για όλα αυτά, θα παραμένει λυτρωμένος και δέσμιος, αθάνατος και χτυπημένος απ’ το πένθος, πιστός και απελπισμένος, υγιής και πάσχων. Αθέατος ο Μίλτος Σαχτούρης, φωτεινός και ασύλληπτος θα φεύγει συνεχώς και γι’ αυτό θα παραμένει ο πιο στερεωμένος».

Ο συλλέκτης Γιώργος Ζεβελάκης ανασύρει από το φημισμένο αρχείο του μια συνέντευξη του Σαχτούρη δημοσιευμένη στην εφημερίδα «Μεσημβρινή» στις 13.9.1963 (δοσμένη πιθανότατα στον Αλέξανδρο Κοτζιά), τεκμήρια της πνευματικής σχέσης του Σαχτούρη με τον Τάκη Σινόπουλου (τις αφιερώσεις των συλλογών του πρώτου προς τον δεύτερο και σύντομο χειρόγραφο κριτικό σημείωμα του Σινόπουλου, που παρατηρεί: «η ποίηση του Μ. Σ. μου δίνει την εντύπωση μιας δύσκολης λέξης στο στόμα ενός Τραυλού. Η δύσκολη λέξη είναι η σύγχρονη ποίηση και ο Μ.Σ. κάνει πιπί ποίηση. Πράγματα εξαρθρωμένα και γι’ αυτό η δυσκολία σπασμένη τού γίνεται ευκολία»), και μια κριτική του Τάσου Λειβαδίτη για τη συλλογή «Τα στίγματα», όπου μεταξύ άλλων σχολιάζει: «Ο Σαχτούρης δεν βασανίζεται ούτε απ’ το υπαρξιακό άγχος, ούτε από την αναζήτηση μιας μεταφυσικής εξόδου. Ανήκει σ’ ένα τρίτο είδος εκφυγής. Πρόκειται για τυπική περίπτωση καλλιεργημένης παραισθητικής, με αιτιολογικό την αυτοπροστασία. Θα μπορούσε ίσως να θυμηθεί κανείς τον Κάφκα, με την μέγιστη όμως διαφορά ότι στον Τσέχο συγγραφέα, αντίθετα με τον Έλληνα ποιητή, όλα τα σύμβολα, παρά τον εφιαλτικό χαρακτήρα τους, έχουν όχι μόνο κοινωνική καταγωγή αλλά και κοινωνικό στόχο».


Ο Σαχτούρης με τον σκηνοθέτη και ποιητή Λευτέρη Ξανθόπουλο, που τον φιλμογράφησε επίμονα

Σκηνοθέτης δύο ταινιών με (και για) τον Μίλτο Σαχτούρη, ο Λευτέρης Ξανθόπουλος παρουσιάζει την υποδοχή από την κριτική των πρώτων συλλογών του ποιητή, από τον λίβελο κατά του ελληνικού υπερρεαλισμού εκ μέρους του ψευδώνυμου Άρτζη Μπούρτζη [ο Ξανθόπουλος θεωρεί πως πρόκειται για τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Κώστα Παράσχο] μέχρι τα σχόλια του Αλέξανδρου Αργυρίου (1944), του Κώστα Κουλουφάκου (1956), της Νόρας Αναγνωστάκη (1960) και του Γιώργου Ιωάννου (1981).

Το αφιέρωμα συμπληρώνουν ποιήματα αφιερωμένα στον Σαχτούρη: των Γιώργου Στενού, Θανάση Μίχου και Δημήτρη Στενού, σημειώματα του Γιάννη Παλαμιώτη, του Πάνου Θεοδωρίδη και του Νίκου Γ. Ξυδάκη, καταγραφή της βασικής δισκογραφίας (από τον συλλέκτη Δημήτρη Μπαγέρη) και της φιλμογραφίας Σαχτούρη.

Στη σκιαγράφηση του πορτραίτου του Σαχτούρη πίσω από τα ποιήματά του βοηθά η αναδημοσίευση δύο ακόμη συνεντεύξεών του: η πρώτη στον Γιάννη Φλέσσα («Το Βήμα της Κυριακής», 14.12.1980) και η δεύτερη στον Γιώργο Πηλιχό («Τα Νέα», 21.5.1983).

Η εικονογράφηση του αφιερώματος προέρχεται από το αρχείο του Θάνου Κωνσταντινίδη και του Λευτέρη Ξανθόπουλου.


Το αφιέρωμα συνοδεύεται από σιντί, στο οποίο ο Σαχτούρης διαβάζει τα ποιήματά του:
Η ΄Υδρα, Συμπέρασμα, Το φεγγάρι γελάει, Ο στρατιώτης ποιητής, Ο τρελός λαγός, Κλεψύδρα, Το χρυσάφι, Επεισόδιο, Στιγμές, Θρήνος, Κοιτάμε με τα δόντια, Το καναρίνι, Βενιαμίν, Κεφάλια, Η τριανταφυλλιά, Η εισβολή της μαύρης πεταλούδας του Πόρου, Τα λυπημένα Χριστούγεννα των ποιητών (οι ηχογραφήσεις προέρχονται από τα αρχεία των Γιώργου Ζεβελάκη, Λευτέρη Ξανθόπουλου και Μισέλ Φάις).
Η παραγωγή του σιντί δεν θα ήταν δυνατή δίχως τη γενναιοδωρία της Ελένης Μ. Λαζαρίδου.

Το τεύχος αποστέλλεται με αντικαταβολή 13,00 ευρώ.
Παραγγελίες και πληροφορίες: τηλ. 2310 279607, entefkti@otenet.gr


Βιρτζίνια Γουλφ: μια ψυχή κομμάτια

του Γιώργου Κορδομενίδη




«Θα περπατήσω δίπλα στο ποτάμι [...]. Tώρα θα χαλαρώσω· τώρα θ' αφεθώ. Τώρα θ' αφήσω ελεύθερη πια τη συγκρατημένη, αναχαιτισμένη επιθυμία μου να δοθώ, να εξαντληθώ. Θα καλπάσουμε μαζί [...] εκεί που το χελιδόνι βουτάει τα φτερά του σε σκοτεινές λίμνες και οι κίονες στέκουν ατόφιοι. Στο κύμα που σπάει στην ακτή, στο κύμα που ραντίζει τον άσπρο του αφρό μέχρι τις εσχατιές της γης, πετάω τις βιολέτες μου, την προσφορά μου στον Πάρσιφαλ», γράφει στο βιβλίο της Τα κύματα (1931) η Βιρτζίνια Γουλφ.
Δέκα χρόνια αργότερα, στις 28 Μαρτίου 1941, θα θέσει τέρμα στη ζωή της με τον ίδιο μυθιστορηματικό τρόπο, πέφτοντας στα νερά του ποταμού, με τις τσέπες της ήδη γεμάτες πέτρες, ώστε το σώμα της να οδηγηθεί κατευθείαν στη λάσπη της κοίτης.
Η ζωή
Μετά από δύο εβδομάδες, κάτι παιδιά που έπαιζαν δίπλα στο ποτάμι, βρήκαν το άψυχο σώμα της Βιρτζίνια Γουλφ. Είχαν προηγηθεί, ήδη από το 1895, αλλεπάλληλοι νευρικοί κλονισμοί, κυρίως με αφορμή θανάτους των γονιών της και του αγαπημένου της αδελφού, Τόμπι· κλονισμοί που διατάραξαν την ψυχική της υγεία από την απλή μελαγχολία μέχρι τη μανιοκατάθλιψη. Η Γουλφ είχε αποπειραθεί και στο παρελθόν να αυτοκτονήσει, κυριευμένη από εμμονές και φοβίες, καθώς και από αμφιβολίες για τα έργα της, για την ποιότητα και την απήχησή τους στο κοινό, μολονότι καθιερώθηκε σχετικά εύκολα ως συγγραφέας.
Γεννημένη στις 26 Ιανουαρίου 1882 στο Λονδίνο, η Άντελιν - Βιρτζίνια ήταν το τρίτο από τα τέσσερα παιδιά που απέκτησαν από τον ―δεύτερο, και για τους δύο― γάμο τους η Τζούλια Ντάκγουορθ, μια από τις ωραιότερες Λονδρέζες της εποχής της, και ο σερ Λέσλι Στήβενς. Από τη μητέρα της η Βιρτζίνια κληρονόμησε ένα όμορφο, συμμετρικό, οβάλ πρόσωπο, που ελάχιστους άφηνε αδιάφορους καθώς το αντίκριζαν: ψηλό μέτωπο, λεπτή μύτη και υπέροχα μάτια, κρυμμένα βαθιά στις κόχες· συνολικά, μια ομορφιά που μερικοί την έβρισκαν μάλλον ψυχρή, ενώ οι φίλοι της την παρομοίαζαν με γοτθική Παναγία.
Ο πατέρας της, παρότι χαρακτηριζόταν ως φιλελεύθερος άνθρωπος με πλατιά σκέψη, παρέμενε αρκετά συντηρητικός όσον αφορά τα δικαιώματα των γυναικών. Αποτέλεσμα, να στερηθεί η Βιρτζίνια ―μόνο και μόνο επειδή ήταν κορίτσι― το σχολείο και τις ακριβές σπουδές που έκαναν οι αδελφοί της. Καθώς μεγάλωσε πάντως σε περιβάλλον γεμάτο βιβλία και σε συχνή συναναστροφή με διανοουμένους, αναπλήρωσε μόνη της την τυπική παιδεία που δεν είχε.
Μετά τον θάνατο του πατέρα της (1904), η Βιρτζίνια εγκαταστάθηκε στη σκυθρωπή περιοχή του Μπλούμσμπερυ, όπου πρωτοστάτησε στη δημιουργία της λεγόμενης Ομάδας του Μπλούμσμπερυ, μιας συντροφιάς που την αποτελούσαν συγγραφείς, ζωγράφοι, ιστορικοί, οικονομολόγοι και κριτικοί. Η ομάδα αυτή κυριάρχησε στην αγγλική κουλτούρα του μεσοπολέμου.
Το 1912 παντρεύτηκε τον δημοσιογράφο και πολιτικό επιστήμονα Λέοναρντ Γουλφ, αφού του διευκρίνισε ότι δεν έπρεπε να περιμένει από αυτήν και πολλά στο θέμα του έρωτα: Υπάρχουν στιγμές ―όταν με φιλάς όπως χθες― που δεν αισθάνομαι τίποτα περισσότερο απ' ό,τι μια πέτρα. Ίσως αυτό, καθώς και η παράλληλη έλξη που ένιωθε για τις ομόφυλές της, να φωτίζονται από το γεγονός ότι σε ηλικία έξι μόλις ετών υπέστη σεξουαλική επίθεση από τον ετεροθαλή αδελφό της, Τζωρτζ. Πέντε χρόνια μετά τον γάμο τους ιδρύει, μαζί με τον σύζυγό της, τον εκδοτικό οίκο Hogarth Press, που παρουσίασε και καθιέρωσε συγγραφείς άγνωστους μέχρι τότε, όπως ο Τ. Σ. Ελιοτ και η Κάθριν Μάνσφιλντ.
Τα θέματα
Στο έργο της η Γουλφ θέτει έντονα το θέμα της γυναικείας χειραφέτησης, αν και ήδη η θέση της γυναίκας στην πολιτική και κοινωνική ζωή στη Μεγάλη Βρετανία έχει αρχίσει να βελτιώνεται. Στα πρώτα μυθιστορήματά της η ηρωίδα καθρεφτίζει ακόμη πιστά τον προηγούμενο αιώνα. Η ίδια χρησιμοποιεί σκληρές λέξεις για την οικιακή σκλαβιά της γυναίκας, και ιδιαίτερα της γυναίκας - συγγραφέα. Πρέπει να σκοτώσουμε τον άγγελο του σπιτιού, γράφει κάπου, αυτή την αφοσιωμένη σπιτική νεράιδα, την ντροπαλή και αγνή, που πνίγει στο στήθος της, σαν ανομολόγητη αμαρτία, τον τρομερό λογοτεχνικό πειρασμό.
Η ζωή τη διασκεδάζει μόνον όταν νιώθει το ακροατήριο να δονείται γύρω της. Θέλει να μετρά τον αντίκτυπο όσων λέει· θέλει να είναι το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Και φαίνεται πως η μεγαλύτερη στέρηση που της επέβαλε ο πόλεμος ήταν η απότομη απομόνωσή της από τους φίλους της, το αναγκαίο της κοινό.
Τα μυθιστορήματα της Γουλφ είναι αξεχώριστα από το εκάστοτε φυσικό τους πλαίσιο: τη θάλασσα, τα ποτάμια, τα δάση. Άλλωστε, η σταθερή παρουσία της φύσης, σαν ήρεμου καθρέφτη που αντανακλά τη ζωή των ανθρώπων, χαρακτηρίζει σχεδόν όλη την αγγλική μυθιστοριογραφία. Το τοπίο στη Γουλφ δεν είναι απλός διάκοσμος: είναι φυσικό περιβάλλον, απόθεμα συμβόλων, σχολιάζει η Μονίκ Νατάν. Το ίδιο και το νερό, είτε ως φυσικό στοιχείο (θάλασσα, ποτάμι) είτε ως φαινόμενο (βροχή, ομίχλη, σύννεφο), δεν είναι διακοσμητικό στοιχείο μα η ουσία του μυθιστορήματος.
Στα βιβλία της επανέρχονται, από μυθιστόρημα σε μυθιστόρημα, τα ίδια πρόσωπα σε παρόμοιες συνθήκες και σχεδόν με τα ίδια ονόματα. Έτσι, θα μπορούσε κανείς να πει πως η Γουλφ συνέθεσε ένα μεγάλο μυθιστόρημα με ένα πρόσωπο, θηλυκό ― τον εαυτό της. Κι είναι εντυπωσιακή η ισχνή, ισχνότατη ανδρική παρουσία στον κόσμο των μυθιστορημάτων της, όπου το μόνο δεδομένο είναι η γυναίκα. Άλλοτε εγκλωβισμένη στις καθημερινές συναλλαγές με την εξωτερική πραγματικότητα, άλλοτε στραμμένη σε βαθύτερα προβλήματα της ζωής. Ο γυναικείος κόσμος της Γουλφ είναι διχασμένος: από τη μια μεριά γυναίκες ελεύθερες και δραστήριες, που εκφράζονται με ανδρικό κύρος στην οικογενειακή, κοινωνική και πολιτική δράση· κι από την άλλη, άτομα παθητικά, εσωστρεφή και ανικανοποίητα.
Τα έργα 
Η Γουλφ, εκτός από μυθιστορήματα, έγραψε δοκίμια και κριτικά κείμενα, διηγήματα και ημερολόγια. Στα ελληνικά κυκλοφορούν αρκετά βιβλία της. Ανάμεσα σε αυτά:
― Η κυρία Νταλλογουαίη (1925), με ηρωίδα τη σύζυγο ενός συντηρητικού βουλευτή, φύλακα της οικιακής ευτυχίας και πλεονέκτημα για την καριέρα του, η οποία αρχικά φαίνεται να απολαμβάνει τη ζωή του επιπόλαιου Λονδίνου, για να οργιστεί αργότερα με την κενότητα αυτού του τρόπου ζωής.
― Στον φάρο (1927), όπου ασχολείται με την αντίθεση ανάμεσα στις ανθρώπινες σχέσεις και την πραγματικότητα.
― Ορλάντο (1928), ανορθόδοξη βιογραφία ενός προσώπου που, αρχικά ως άντρας και κατόπιν ως γυναίκα, γεύεται όλες τις εμπειρίες της ζωής.
― Το δωμάτιο του Τζάκομπ (1929), ένα «ελληνικό» μυθιστόρημα, όπου όχι μόνο υπάρχουν αναφορές σε ελληνικά θέματα αλλά και μεγάλο μέρος των γεγονότων διαδραματίζεται στην Ελλάδα.
― Ένα δικό σου δωμάτιο (1929), δοκίμιο για τις διαφορές που αντιδιαστέλλουν τα δύο φύλα.
― Πώς είναι να είσαι άρρωστος (1930), ένας καταρράκτης από σκέψεις, που υπερβαίνουν το θέμα της αρρώστιας, θίγοντας ζητήματα όπως η γλώσσα, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, η συμπόνια, η μοναξιά αλλά και η ανάγνωση.
― Τα κύματα (1931), μυθιστόρημα - δοκίμιο πάνω στην ανθρώπινη απομόνωση.
― Οδηγίες πλεύσεως σε νέους ποιητές (1932), δοκίμιο που φωτίζει το ζήτημα της ποίησης που γράφεται από νέους ποιητές, την ποιότητά της, τι διαφορετικό ή καινούργιο έχει να πει η ποίηση των νέων και πώς το εκφράζει.
― Τρεις γκινέες (1938), βιβλίο με το οποίο προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα «πώς μπορούμε να αποφύγουμε τον πόλεμο».
Στα ελληνικά κυκλοφορεί επίσης η βιογραφία της από τον Βέρνερ Βάλντμαν, Βιρτζίνια Γουλφ. Ιδιοφυής και μόνη.
  
Εδώ η μοναδική ηχογράφηση της Γουλφ ενώ διαβάζει ένα δοκίμιό της (BBC, 29.4.1937).
Εδώ το σπίτι της Βιρτζίνια και του Λέοναρντ Γουλφ στο Ρόντμελ.
Εδώ η Πάτι Σμιθ διαβάζει Βιρτζίνια Γουλφ.

24.3.17

Σονέτο



γράφει ο Τέλλος Φίλης


μου μαθαίνεις τις αισθήσεις αλλιώς 
ανάμεσα στις μέρες, ασκήσεις νύχτας 
άλυτες 
σε περιβάλλον θερμοκηπίου 
με αναπτύσσεις 
και με βαθμολογείς 
καθημερινά φροντίζω να παραμένω 
επιμελής 
αποκολλώ περιόδους μνήμης ενοχλητικές 
αποστηθίζω τα νέα συνθήματα 
είμαι υποχείριο ενός μέλλοντος 
σβήνοντας κεριά, 
όπου δεν προσδοκώ 
παρά μόνο έναν ανώφελο θάνατο

22.3.17

Τι καίει τα λ(ε)ίπη;



γράφει η Στέλλα Λουίζα Κατσαμπή

Λίπη έχουν οι πίτσες, το αλκοόλ και τα γλυκά
Τρως χωρίς υπόλοιπα
Στο νεροχύτη τα κατάλοιπα
Καίγονται με καθαριστικά

Λύπη έχουν το δέρμα, τα χείλη και τα χέρια
Αφέθηκαν ανέγγιχτα
Ή αγγίχτηκαν οικτρά
Καίγεται σαν μελάνι σε χαρτιά

Λείπει κάτι στο προσάναμμα
Μια χόβολη κι ένα φανταχτερό πουκάμισο
Να γίνω παρανάλωμα
Μα δεν ρίχνεις λάδι στη φωτιά

Η λύπη, τα λίπη κι ό,τι λείπει
Καίγονται με λιπαντικά
Με ποίηση και ορθογραφικά
Τα φχαριστιέσαι σε μονόπρακτα

Όλα γινήκαν υγρά σωματικά
Λύπης με δάκρυα
Λίπους με ιδρώτα
Και τα λοιπά και τα λοιπά



-->
Φεβρουάριος 2017


-->
Η Στέλλα Λουίζα Κατσαμπή γεννήθηκε το 1995 στη Θεσσαλονίκη, από πατέρα Κύπριο και μητέρα Ελληνίδα. Σπουδάζει στο Τμήμα Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ασχολείται με τις πολεμικές τέχνες. Διατελεί το τελευταίο εξάμηνο της Σχολής της σε πανεπιστήμιο της Φινλανδίας, στην πόλη Γυβάκσυλα, στo πλαίσιo του προγράμματος ανταλλαγής φοιτητών Erasmus.