21.2.17

Κύκλος η ζωή



γράφει η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου
εικόνα: Βιβή Τουρόγιαννη


Κύκλος η ζωή. Γραπώνεσαι πάνω της και, όπως κυλάει, σε λιώνει ή σε σπρώχνει στην άκρη και την αντέχεις. Κι όταν κάνεις τις αναδρομές σου, ανάλογα τις μυρωδιές συνέρχεσαι ή προσμετριέσαι στ’ απολεσθέντα.

Ασκήσεις υπομονής έκανα με τις αναδρομές, μέχρι να κυλήσει ο καιρός, να φτάσει η ώρα να σηκωθώ και να σταθώ στα πόδια μου. Πήγα πίσω, χρόνια, κι οσμίστηκα λέξεις και μυρουδιές και, δεν ξέρω πώς, στάθηκα σ’ εκείνες της γιαγιάς Λένης από το γλαροχώρι και της κυρά Παρής από τη Σμύρνη, που έδεσε κάβο η προσφυγιά της στην ορεινή γειτονιά μας. Κι οι δύο πιστές και φευγάτες από χρόνια. Η πρώτη γέμιζε με λιβάνι στις τσέπες της και η άλλη τον κόρφο της με τα χαρτάκια απ’ τις βανίλιες, που έριχνε στα γλυκά της. Έχωσα το κεφάλι μου στις ποδιές τους κι ανέπνευσα, μεθυστικά, τ’ αρώματα της καθεμιάς. Κι ονειρεύτηκα τις μυρουδιές τους να ενώνονται μ’ εκείνες που ανέδυαν τα σπαρματσέτα τα οποία φύλαγε η γραία στα εικονίσματα, και τις άλλες, που έστελναν ζεστές οι λαμαρίνες με το σάμαλι, όταν το σιρόπιαζε η, ακόμα, αφράτη Σμυρνιά. 

Οι δύο γυναίκες πέρασαν τη ζωή τους σε διαφορετικές μεριές της γης, κι εγώ ταξίδευα ανάμεσά τους με δρομολόγια κανονισμένα όπως και τώρα, που τις ψάχνω για να γεμίσω της καρδιάς μου τις απώλειες. Δεν συναντήθηκαν ποτέ κι όμως γνωρίζονταν μέσα από τις ιστορίες, που τους μετέφερα με το τραίνο, από το βουνό έως τη θάλασσα κι ανάποδα.    

«Τι κάνει η κυρα-Παρή;», με ρωτούσε η γιαγιά μου, τρώγοντας το σάμαλι που της έφερνε η αφεντιά μου πεσκέσι, κάθε φορά, από τη γειτόνισσα. Κι όταν επέστρεφα στο βουνό έπαιρνα μαζί και τους μπεζέδες με τα χαιρετίσματά της. Μ’ αυτά τα πηγαιν-έλα ανακάτευα τις μυρουδιές τους. Άφηνα τα λιβανάκια της γιαγιάς Λένης να κυλήσουν από τις τσέπες μου, να τα μαζέψει η κυρά Παρή, να τα βάλει στον κόρφο της, να σμίξουν οι ευωδιές τους, να μοιάζουν. 

Κύκλος η ζωή, κι εγώ γραπώνομαι πάνω της, σήμερα Ψυχοσάββατο. Να σηκωθώ θέλω, να μυρίσω το άρωμα του πρωινού καφέ και του φρεσκοπλυμένου ρούχου, να φύγει η οσμή του ανήμπορου σώματος από πάνω μου. Να περπατήσω, να ενώσω με την όσφρηση θάλασσα και βουνό. Να κολλήσω το κερί μου πάνω σ’ ένα μνήμα, να στάξει στο λιβάνι που θα κάψω ανακατωμένο με βανίλια, και να κλάψω που δεν μπορώ να τις φέρω πίσω, κι ούτε να τις ξεχάσω. Κι ύστερα να έρθουν στον νου μου τα στάχια μετά τη βροχή, να με λιγώσουν με τον ιδρώτα τους, ίδια εποχή όλα ―όταν γυρνάει ο νους τ’ ανθρώπου πίσω― κι αφημένα εκεί που τώρα δεν υπάρχει ζωή, μόνο αναμνήσεις. 

Η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου γεννήθηκε το 1956 
στην Αμφίκλεια Φθιώτιδος και ζει στην Αθήνα. 
Εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. 
Σπούδασε τεχνικός κινηματογράφου. 
Είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια Δημιουργικής Γραφής. 
Ποιήματα και διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. 
Σύντομα θα κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου 
η πρώτη της συλλογή διηγημάτων. 


10.2.17

Η ΘελωΝαΤαΞερωΟλα


πηγή: Facebook

Η κυρά-Ευτέρπη ή η ΘελωΝαΤαΞερωΟλα. Στο νούμερο 27 του δρόμου στη δουλειά. Το σπίτι δεν εχει πια στέγη αλλά δεν την ενδιαφέρει.

Σ' ένα παράθυρο χωρίς λόγο ύπαρξης πλέον. Κάθεται και τσεκάρει ποιος περνάει, ποιος μίλησε, ποιος έβηξε.


Μόλις ακούσει κροκέτα να πέφτει κατεβαίνει στο ισόγειο. Δεν κάθεται να την αγγίξεις ούτε για πλάκα. Τρώει και ξανά μανά σεργιάνι.


Πού και πού χαιρετιόμαστε απ' τα παράθυρα.
― Όλα καλά, κυρα-Ευτέρπη;
―Καλά, παιδί μου. Κροκέτα να υπάρχει.

9.2.17

Νίκη για πάντα




του Ανδρέα Καραγιάν

πηγή: Facebook


Για τη Νίκη Μαραγκού



Σημερα κλεινουν τεσσερα χρονια απο τοτε που εφυγε η Νικη μας.

Η ΝΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ. Η Νίκη είχε το χάρισμα να τα πηγαίνει καλά με όλο τον κόσμο. Κουβαλούσε πάντα μαζί της μια τεράστια κόκκινη τσάντα με όλα τα παραφερνάλια της ζωγραφικής. Συχνά την συναντούσα σε κάποιο λαϊκό καφενείο να κάθεται και να σχεδιάζει, αφού πρώτα είχε γίνει φίλη με όλους τους θαμώνες. Όταν δεν τύχαινε να περάσει να πει μια καλημέρα, ο μαγαζάτορας με ρωτούσε με σπασμένα αγγλικά: «Where is madame Niki today?»

*** Την φιλοξενούσα στο δωμάτιο όπου ζωγράφιζα και έτσι κάθε βράδυ έβγαζα στο διάδρομο πίνακες, μπογιές, καβαλέτα και το «στούντιο» γινόταν η κρεβατοκάμαρά της. Καθόμασταν στο μπαλκόνι με θέα τη Μεσόγειο και τους φοίνικες απέναντι στο Union Club, ή εκείνη χανόταν στους δρόμους της Αλεξάνδρειας με τις ακουαρέλες της και γυρνούσε πίσω με ανατολίτικα, χαριτωμένα, παραμυθένια εργάκια. Σιχαινόταν τα διάφορα υπερσύγχρονα Mall που ξεφύτρωναν στα νότια της πόλης, αλλά γοητευόταν όταν σε κάποιες στοές στην Manshieh Square ανακαλύπταμε, παρά τη φθορά, μια ωραία αψίδα ή κάποια υπολείμματα από την παλιά αίγλη της πόλης.

***Ως Αιγόκερως, ήμουν πολύ προσεκτικός στις κινήσεις μου, η αλήθεια είναι ότι έχω την τάση να γίνομαι «μισάνθρωπος», και η Νίκη για μένα ήταν η γέφυρα με τον έξω κόσμο. Μου γνώρισε ένα σωρό εξαιρετικούς ανθρώπους και με κρατούσε σε εγρήγορση. Τώρα αυτή η γέφυρα καταποντίστηκε. Η ιστορία με το Φαγιούμ δεν άρεσε στον Άντχαμ, και της το είπε, αλλά αυτή πού ν' ακούσει; Πάντα του κεφαλιού της έκανε ή μήπως πήγε κει να συναντήσει το πεπρωμένο της; Ίσως να ήταν σε μια προηγουμένη ζωή κάποια Πατρικία, Ρωμαία Δέσποινα, που το ελληνιστικό πορτρέτο της φαντάζει στο Αιγυπτιακό Μουσείο. Άλλωστε υπήρξε Αθηναία Δέσποινα την εποχή του Βύρωνος −έτσι δεν της είχε πει και ο Αττεσλής;− και από αυτή την ιστορία βγήκε το τελευταίο της μυθιστόρημα με τον τίτλο «Γεζούλ» που στα αραβικά σημαίνει: «όλα φεύγουν».




***Η Νίκη ήταν προσκεκλημένη σε διεθνές καλλιτεχνικό σεμινάριο στο Φαγιούμ της Αιγύπτου. Αυτά είναι τα τρία e-mails που έλαβα από τη Νίκη πριν το τραγικό συμβάν: 4/2/2013 Επιτέλους έχουμε ίντερνετ. Το μέρος είναι εντελώς πρωτόγονο, δεν υπάρχουν πχ σεντόνια, τα δωμάτια δεν είναι καθαρά, αλλά ο κόσμος που είναι εδώ έχει ενδιαφέρον και έτσι αντέχω την κακουχία. Νομίζω θα δυσκολευόσουν εσύ. Κάθε βράδυ μαγειρεύει κάποιος, και παρουσιάζει τη δουλειά του. Μετά πρέπει να πάω πίσω στο ξενοδοχείο μέσα από τα χωράφια, θεοσκότεινα, ευτυχώς δανείστηκα από κάποιον ένα κλεφτοφάναρο. Μόνο εγώ είμαι στο ξενοδοχείο, οι άλλοι είναι στην Ακαδημία, αλλά στο ξενοδοχείο έχω μπάνιο, ενώ εκεί δεν έχουν. Κάμνουμε κολάζ, και αύριο θα μας δείξει κάποιος χαρακτική με κόλλα. Δεν έχει τίποτε γύρω, ξιμαρισιά στο χωριό, δεν υπάρχει ούτε μαγαζί, ούτε τίποτα, αλλά μαθαίνω από τους άλλους και τελικά περνώ καλά. Την ημέρα είναι ζεστά, αλλά τη νύχτα έχει κρύο και κοιμούμαι ντυμένη. Αυτά σε γενικές γραμμές, αλλά έχω κάμει ωραία δουλειά. Νίκη

***5/2/2013 Είμαστε γύρω στα 20 άτομα, υπάρχει και μια κοπέλλα που είναι χορτοφάγος, αλλά δεν βρίσκει πάντα κάτι να φάει. Τρώμε πρόγευμα στις 9, φούλια, μελιτζάνες με σκόρδο, και φαλάφελ και ξανά το βράδυ στις 6-7. Μετά μιλά κάποιος για τη δουλειά του ή βλέπουμε βίντεο τέχνης. Έκαμα 9 έργα κολάζ. Νίκη

***6/2/2013 Σήμερα έχουν πάει ιππασία το πρωί και έτσι έχει ησυχία στο πρόγευμα. Για μένα που δεν πέρασα από κολλέγιο τέχνης είναι σπουδαία εμπειρία, έκαμα κάτι πολύ ωραία μονοπρίντς χτες. Για σένα ίσως είναι γνωστά αυτά, πάντως νομίζω πως θα βγάλω έκθεση από αυτή τη δουλειά.
Αν έχεις skype μπορεί να μιλούμε το πρωί, που δεν έχουν μαζευτεί ακόμα γιατί το ίντερνετ εδώ είναι πολύ αδύνατο και μόνο 3-4 κομπιούτερς μπορεί να δουλεύουν ταυτόχρονα. Νίκη

Η Νίκη Μαραγκού σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στο Φαγιούμ της Αιγύπτου στις 7/2/2013.

Η ποιήτρια, πεζογράφος και ζωγράφος Νίκη Μαραγκού (1948-2013) γεννήθηκε στη Λεμεσό. Σπούδασε κοινωνιολογία στο Βερολίνο. Με την επιστροφή της στην Κύπρο συνεργάστηκε με τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου, με την εφημερίδα "Ο Φιλελεύθερος" και ασχολήθηκε με την επιμέλεια εκδόσεων. Το 1980 ίδρυσε το βιβλιοπωλείο "Κοχλίας" στη Λευκωσία, το οποίο έγινε σημείο αναφοράς για τους συγγραφείς και τους πνευματικούς ανθρώπους της Κύπρου, που το διηύθυνε έως το 2007, παράλληλα με τις υπόλοιπες δραστηριότητές της ως ζωγράφος, χαράκτρια και κεραμίστρια. Δημοσίευσε βιβλία ποίησης, πεζογραφίας και βιβλία για παιδιά: τις ποιητικές συλλογές "Τα από κήπων" (Άγρα, 1980), Κρατικός Έπαινος Ποίησης στην Κύπρο, 1981, "Αρχή Ινδίκτου" (ιδιωτική έκδοση, Λευκωσία, 1987), Κρατικό Βραβείο Ποίησης στην Κύπρο, 1988, και τη συγκεντρωτική έκδοση "Divan 1967-2000" (2005), η οποία βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών· τις συλλογές διηγημάτων "Μια στρώση άμμου" (Καστανιώτης, 1990), Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας στην Κύπρο, 1991, "Ο δαίμων της πορνείας" (Μελάνι, 2007)· τα μυθιστορήματα "Είναι ο πάνθηρας ζωντανός;" (Καστανιώτης, 1998, με ήρωα τον Ευάγγελο Λουίζο, οικοδεσπότη του Γ. Σεφέρη στην Κύπρο όταν υπηρετούσε ως πρέσβης στη Βηρυττό), "Γιατρός από τη Βιέννη" (Το Ροδακιό, 2003), "Γεζούλ" (Εστία, 2010)· τις αναμνήσεις της από τη συμβίωση με τον Αλέξη Ακριθάκη στο Βερολίνο, "Μια νύχτα με τον Αλέξη" (Το Ροδακιό, 2007). Συνέλεξε και απέδωσε στην κοινή ελληνική "Παραμύθια της Κύπρου" (Αρμός, 1994) και διασκεύασε τα λαϊκά κυπριακά παραμύθια "Ο τσαγκάρης και ο βασιλιάς" (Ταξιδευτής, 2005) και "To παλικάρι με το τάσι" (Ταξιδευτής, 2005). Επίσης, δημοσίευσε τις συνταγές μαγειρικής "Συνταγές για την Κατερίνα" (Ερμής, 2001). Το τελευταίο της βιβλίο ήταν οι "Δεκαοχτώ αφηγήσεις" (Το Ροδακιό, 2012), μια συλλογή από ιστορίες γυναικών της Κύπρου που κατέγραψε στη διάρκεια πολλών χρόνων, οι οποίες, κατά την ίδια, εμπεριείχαν την ιστορία της Κύπρου, διέσωζαν λαϊκές αφηγήσεις και κατέγραφαν μια χυμώδη προφορική γλώσσα που χάνεται σιγά σιγά. Μετέφρασε από τα γερμανικά ποίηση του Γιοαχίμ Σαρτόριους. Μεταφρασμένα κείμενά της στα γερμανικά έχουν περιληφθεί στη διεθνή ανθολογία ποίησης "Nachrichten von der Poesie" του Joachim Sartorius, που συνοδεύεται από CD με απαγγελίες γνωστών γερμανών ηθοποιών. Ως ζωγράφος, έκανε επτά ατομικές εκθέσεις και έλαβε μέρος με έργα της στις Μπιενάλε Χαρακτικής της Λουμπλιάνας, το 1993, και του Καΐρου, το 1996. Είχε μία κόρη, την Κατερίνα, που είναι κι αυτή ζωγράφος. Έφυγε από τη ζωή την Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013 σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα που συνέβη κοντά στην πόλη Φαγιούμ της Αιγύπτου, 100 χιλιόμετρα νότια του Καΐρου, σε ηλικία 65 ετών. (πηγή: Βιβλιονέτ)

Ο Ανδρέας Καραγιάν γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1943 και σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου πήρε το δίπλωμά του το 1967. Ταξίδεψε στο Λονδίνο για ειδικότητα, αλλά γοητεύτηκε από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των late '60s και εγκατέλειψε την Ιατρική, για να σπουδάσει Ζωγραφική στο Camberwell και το Central School of Art. Στη συνέχεια σπούδασε Xαρακτική στη Γερμανία και έζησε αρκετό καιρό στο Βερολίνο. Το 1978 έκανε την πρώτη του έκθεση στην γκαλερί "Ώρα", στην Αθήνα. Ως ζωγράφος αντιπροσώπευσε την Κύπρο στην Μπιενάλε της Βενετίας (2001) και στην Μπιενάλε του Καΐρου (2006). Από το 1978 έως το 2004 ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και την κριτική κινηματογράφου και θεάτρου. Επίσης εικονογράφησε ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη. Το 2007, κατόπιν προσκλήσεως της βιβλιοθήκης Αλεξανδρείας, δημιούργησε μια σειρά έργων με αλεξανδρινά θέματα τα οποία εκτέθηκαν στη Βιβλιοθήκη. Ζει και εργάζεται στη Λευκωσία, Αλεξάνδρεια και Αθήνα. (πηγή: Βιβλιονέτ)

7.2.17

Bρεγμένα ονόματα




γράφει ο Τέλλος Φίλης

― Πώς σε λένε;
― Ελένη

― Πώς σε λένε;
― Ναουζάντ
― Αλεξέι
― Γκαλίνα
― Μαμουτσάρ
― Σαρίφ
― Μοχάμετ
― Αϊσέ

― Πώς σε λένε;
― Προς το παρόν είμαι μια ποσόστωση
ένας ακόμη αριθμός στο βραδινό συσσίτιο
στο βενζινάδικο της Ειδομένης

― Πώς σε λένε;
― Με λένε Άνθρωπο.

Κάποτε θα στεγνώσω
κι από τη θάλασσα
κι από τα δάκρυα
και τότε θα τα πούμε.