29.1.10

ΠΕΘΑΝΕ Ο ΤΖ. ΝΤ. ΣΑΛΙΝΤΖΕΡ (Ο ΦΥΛΑΚΑΣ ΣΤΗ ΣΙΚΑΛΗ)

Σε ηλικία 91 ετών πέθανε στο Νιου Χαμσάιρ των Ηνωμένων Πολιτειών ο Αμερικανός συγγραφέας Τζ. Ντ. Σάλιντζερ.
Ο Σάλιντζερ, συγγραφέας του κλασικού αριστουργήματος Ο φύλακας στη σίκαλη, άφησε την τελευταία του πνοή στο σπίτι του, στο Κόρνις του Νιου Χαμσάιρ.
Εκεί δηλαδή όπου ζούσε απομονωμένος εδώ και δεκαετίες, αποτραβηγμένος από τη δόξα που του έφερε Ο φύλακας στη σίκαλη, το βιβλίο του που εκδόθηκε το 1951.
«Πέθανε χθες στο σπίτι του. Ήταν 91 ετών» δήλωσε λακωνικά ο Φίλις Γουέστμπεργκ, συνεργάτης του.

Διαβάστε τι έγραψε ο Αναστάσης Βιστωνίτης στην εφημερίδα Το Βήμα, 29 Ιανουαρίου 2010:

Πέθανε ο αντισυμβατικός «Φύλακας στη σίκαλη»

Ο Αμερικανός Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, συγγραφέας ενός από τα σημαντικότερα μεταπολεμικά μυθιστορήματα, ήταν 91 ετών

O δημιουργός του θρυλικού μυθιστορήματος Ο φύλακας στη σίκαλη Τζ. Ντ. Σάλιντζερ απεβίωσε προχθές στο Νιου Χαμσάιρ σε ηλικία 91 ετών. Γεννημένος το 1919, ο Σάλιντζερ εξέδωσε τον Φύλακα το 1951 (στα ελληνικά κυκλοφόρησε τη δεκαετία του 1970 σε μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη) και αμέσως σφράγισε μια ολόκληρη γενιά με το αντισυμβατικό του πνεύμα. Ωστόσο, ο Σάλιντζερ δεν κυκλοφόρησε άλλο βιβλίο από το 1965 και δεν έδωσε άλλη συνέντευξη μετά το 1980. Ζούσε απομονωμένος και περιφρουρούσε με μανία την ιδιωτική του ζωή, ενώ δεν φωτογραφιζόταν ποτέ: υπάρχει μόνο μία φωτογραφία του, αυτή που το 1951 χρησιμοποιήθηκε στο εξώφυλλο του Φύλακα, για να αποσυρθεί κατόπιν απαίτησης τού συγγραφέα εν μια νυκτί και να αντικατασταθεί με ένα κολλάζ από δακτυλογραφημένες σελίδες.

Η λογοτεχνική καριέρα του κράτησε λιγότερο από μία δεκαπενταετία: Ο φύλακας στη σίκαλη (1951), Ιδανική μέρα για μπανανόψαρα (1953), Φράνι και Ζούι (1961), Ψηλά σήκωσε τη σκεπή (1963)... και τέλος. Ζούσε κρυμμένος στη βίλα του, στο Κόρνις του Νιου Χαμσάιρ, πίσω από ένα συμπαγές τείχος δυόμισι μέτρων, απροσπέλαστο για κάθε φανατικό θαυμαστή ή ανεπιθύμητο παπαράτσι. Ο Σάλιντζερ είχε επιλέξει την τέλεια απομόνωση και άφηνε τη σιωπή να γιγαντώνει τον μύθο του. Είχε αρνηθεί να γίνει ταινία ο Φύλακας: « Δεν υπάρχει τίποτε περισσότερο στον Χόλντεν Κόλφιλντ. Ξαναδιαβάστε το βιβλίο. Ολα είναι εκεί. Ο Χόλντεν Κόλφιλντ είναι απλώς μια παγωμένη στιγμή στον χρόνο ». Ο φύλακας στη σίκαλη έχει πουλήσει περισσότερα από 60 εκατ. αντίτυπα διεθνώς.

Ο φύλακας στη σίκαλη ανήκει στα σημαντικότερα μυθιστορήματα της εφηβείας, ενώ ανήκει επίσης στα αντιπροσωπευτικότερα έργα του μεταπολεμικού ρεαλισμού. Ο Χόλντεν, ο οποίος βρίσκεται στο τέλος της εφηβείας του, ανήκει στους παρείσακτους, στους outsiders. Είναι ο κατ΄ εξοχήν αντιήρωας, ένα είδος σύγχρονου Χακ Φιν των μεγαλουπόλεων, ο οποίος διακατέχεται από αισθήματα αγάπης και απέχθειας για τον κόσμο και τους άλλους, αισθήματα ωστόσο που εκφράζουν μια αναμφισβήτητη αθωότητα, η δύναμη της οποίας πολλαπλασιάζεται από την αφοπλιστική αμεσότητα της γλώσσας του Χόλντεν, την απαράμιλλη φρεσκάδα της και την αριστοτεχνική απλότητα του ιδιώματος, με τις επαναλήψεις, τα στερεότυπα και την επιτηδευμένη «μαγκιά» που χαρακτηρίζει τη γλώσσα των εφήβων. Ο Χόλντεν δεν έχει μεγάλα όνειρα και φιλοδοξίες, ο κόσμος δεν του αρέσει (όπως συχνά δεν του αρέσει και ο εαυτός του), γι΄ αυτό και θέλει να φύγει για τα δυτικά. Στην αφήγησή του ξεδιπλώνεται ο εσωτερικός κόσμος εκείνου που δεν ξέρει τον πραγματικό κόσμο: τον μαθαίνει σιγά σιγά μέσα από τις μικρές διαψεύσεις του- και με την πίκρα της αμεσότητας. Ο Φύλακας διαρκώς πάει να αποκτήσει μυθιστορηματική πλοκή και διαρκώς ο συγγραφέας μοιάζει να την «αναστέλλει» ― όπως ο Χόλντεν, που συνεχώς φεύγει για τα δυτικά και «συνεχώς» παραμένει στη Νέα Υόρκη.

Αναστάσης Βιστωνίτης


Διαβάστε παρακάτω το άρθρο του Δημήτρη Αθηνάκη, που δημοσιεύεται στο τεύχος Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2010 του Bookpress


«Όνειρα γλυκά, μάπες!»

Tου Δημήτρη Αθηνάκη

Ένα μυθιστόρημα για έναν έφηβο που καθρεφτίζει όλες τις ηλικίες, που ταράζει τα νερά της γνωστής γραφής για εφήβους.

Ο φύλακας στη σίκαλη

J. D. Salinger

Μτφρ. Τζένη Μαστοράκη

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ 1978

ΣΕΛ. 255, ΤΙΜΗ € 15,15

Αυτό το βιβλίο μ’ ακολουθεί παντού. Λειτουργεί μάλλον ασυνείδητα. Το χρονικό ενός εφήβου, ενός παιδιού που πήρε τη μεγάλη του απόφαση, διατάζοντας εαυτόν να τρέξει προς την ελευθερία. Ο ήρωας μιας χαμένης εφηβείας και μιας δρασκελιάς

από τ’ αμερικανικά (εφηβικά) πρότυπα. Βιβλίο του μεταπολεμικού ρεαλισμού και πηγή του ύστερου ρεύματος που ονομάστηκε νεορεαλισμός ή βρόμικος/μινιμαλιστικός ρεαλισμός. Αλλά τι σημασία έχουν όλ’ αυτά όταν μιλάς για ένα τέτοιο βιβλίο;

Ο Χόλντεν Κόλφιντ, στο τέλος της εφηβείας του, λαμβάνει τον ρόλο του αντιήρωα, ενός γνήσιου παρία, με την έννοια της άγουρης ακόμα οντότητας που απορεί για όλα και αμφισβητεί τα πάντα και που θέτει ερωτήματα (αναπάντητα για πολλούς, ανύπαρκτα για άλλους). Η ανολοκλήρωτη ιστορία του Χόλντεν περνά μέσα από μιαν απαράμιλλη αγνότητα, από μιαν επίδοση σε γλώσσα του δρόμου, από τον ίδιο τον δρόμο όμως (που σήμερα γίνεται καφετέρια, ίντερνετ, ευτυχώς φορές-φορές και διαδήλωση), έτσι όπως μόνον ένας έφηβος (όχι κατ’ ανάγκην Αμερικανός) μπορεί ν’ αποδώσει, με όλες εκείνες τις επαναλήψεις (το «… και τα ρέστα» κυριαρχεί παντού)· ικανά όλ’ αυτά να σε οδηγήσουν σε μιαν απολαυστική εξατομίκευση και οικειοποίηση του κειμένου. Είναι ο αντιήρωας εκείνος που αποδρά από τον κόσμο, που ξέρει ότι σύντομα θα γίνει κομμάτι του. Κι ενώ ο Salinger, παρ’ όλα τα αυτονόητα –για τους «μεγάλους»– διάσπαρτα στο κείμενο, προσπαθεί να χτίσει τον Χόλντεν μέσα στο πλαίσιο μιας μυθιστορηματικής πλοκής που διαρκώς μένει ανολοκλήρωτη, εσύ, ο αναγνώστης όποιας ηλικίας, επανέρχεσαι για να διασώσεις ένα κομμάτι της ζωής που ονειρεύτηκες ή της μνήμης που έχασες στην πορεία.

Ο δεσμός που δένει τον αναγνώστη με αυτό το βιβλίο είναι μια εσωτερική δικτατορία που σε στοιχειώνει, όχι, βεβαίως, γιατί υποκλίνεσαι στο μέγεθος του συγγραφέα του, αυτό είναι δεδομένο, αλλά πολύ απλά γιατί το κείμενο αυτό ποτέ δεν λέει την τελευταία του λέξη. Ο «Φύλακας στη σίκαλη» είναι εκείνο το αδηφάγο μυθιστόρημα που σε τραβά απ’ το μανίκι και σε ρωτά, παιδί κι αυτό, σε πόση ώρα φτάνουμε. Πού όμως;

Το τέρμα που ο καθένας από εμάς είχε βάλει στόχο να φτάσει παραμένει ακατάληπτο – άγνωστο, θα μπορούσαμε να πούμε. Ο Χόλντεν και η Φοίβη, η αδελφή του, απαλλαγμένοι απ’ οποιαδήποτε έννοια και ιδέα που δεν πατά στο πραγματικό, γυμνοί και καθαροί πια από τα ρούχα κάποιας ενοχής, ταξιδεύουν μέσα στη συνείδηση των μεγάλων. Με λόγο απλό και μετρημένο: Ο φύλακας στη σίκαλη είναι ο αέρας που πνέει και μας κάνει να ονειρευόμαστε σε μιαν –αθώα ή μη– εφηβεία, μας ζωντανεύει μνήμες αργότερα, αλλά και μας ωθεί –βεβιασμένα είναι η αλήθεια– σε μια χοάνη που κρύβει μέσα της όλους τους προορισμούς που πετύχαμε ή εξακολουθούμε να ονειρευόμαστε, ως εφιαλτικά και συνάμα μαγευτικά απωθημένα.

Ο Salinger ήξερε ότι ο Χόλντεν δεν είναι ούτε το Κοριτσάκι με τα σπίρτα ούτε ο εν πολλοίς αδιάφορος Ντέιβιντ Κόπερφιλντ. Είναι ακριβώς το αντίθετο: ένα ενηλικιωμένο παραμύθι χτισμένο με μιαν αλήθεια που ένας έφηβος αποζητά να δοκιμάσει, όχι για να δικαιολογήσει τη στάση του, αλλά για να νιώσει ακόμη μια φορά ότι ο κόσμος είναι η φθορά της εφηβείας. Ό,τι υπάρχει όπως το ξέρουμε σήμερα, στο κάθε σήμερα, είναι απόρροια μιας απώλειας: της εφηβείας, που δεν ασχολείται μόνο με τα σπυράκια και τις όψιμες εισαγωγές σε κάποιο πανεπιστήμιο (που είναι τόσο σημαντικά κι αυτά, τόσο ψυχοφθόρα και διαμορφωτικά), αλλά με τον φόβο (και τη σιγουριά) ότι θα γίνει μέλος της ζωής που αντιτάσσεται με νύχια και με δόντια.

Αυτά μπορεί να μοιάζουν σαν ένας πρωθύστερος συμβιβασμός. Ο Χόλντεν γνωρίζει τι τον περιμένει, ξέρει καλά πού θα χαθεί και πού θα τρέξει να κρυφτεί. Ωστόσο, αν δούμε λίγο πέρα απ’ όλα αυτά, η συνθηκολόγηση με την ιδέα του ερχόμενου δίνει τη σπιρουνιά που χρειαζόμαστε όλοι για ν’ αμυνθούμε αρχικά και να επιτεθούμε, με μιαν ακατάληπτη ηρεμία, αργότερα: «Γνώρισμα του ανώριμου ανθρώπου είναι πως θέλει να πεθάνει ευγενικά για μια υπόθεση. Γνώρισμα του ώριμου ανθρώπου είναι πως θέλει να ζήσει ταπεινά γι’ αυτήν» (σ. 226).

Τέλος, ο Salinger κατάφερε να συμβάλει καθοριστικά σ’ ένα ζήτημα που τίθεται συχνά. Είναι άραγε ανάγκη ένας έφηβος να διαβάζει τα γνωστά εφηβικά βιβλία ή μπορεί τελικά να βρει τον αναγνωστικό του δρόμο (και) αλλού; Η απάντηση δίνεται ολοκάθαρη μετά το πέρας της ανάγνωσης.

Και κάτι ακόμη: σήμερα, μπορούμε ακόμα να ξεκοκαλίζουμε το βιβλίο, γιατί η ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη μάς το χάρισε με όλη την αγάπη, τη γνώση και την ικανότητα που ένας μεταφραστής μπορεί να διαθέσει στη δουλειά του. Ήδη απ’ το 1978 που πρωτοεκδόθηκε.


Διαβάστε το άρθρο του Νίκου Βατόπουλου, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Η Καθημερινή, 30.1.2010

Το ίχνος του Σάλιντζερ

Tου Νικου Βατοπουλου

Ο Σάλιντζερ, ο συγγραφέας του Ο φύλακας στη σίκαλη, μπορεί να πέθανε 91 ετών, αλλά έφυγε με το μυστήριο ενός θανάτου νεανικού. Η ανθρωποφοβία του και η επιθυμία του να ζήσει μόνος και ήσυχος τού είχαν προσδώσει την ετικέτα του ερημίτη, ιδιότητα ενοχλητική, μεν για τους δημοσιογράφους που θα ήθελαν να στραγγίσουν κάθε χυμό από το πνεύμα του, αλλά ωστόσο βολική για όσους αρέσκονται στη δημιουργία κατηγοριών βάσει αυθαίρετα καθορισμένων ανθρώπινων συμπεριφορών.

Ο θάνατος του Σάλιντζερ επισφραγίζει την πορεία τέλους της θρυλικής πρώτης μεταπολεμικής γενιάς που θέλησε να μετουσιώσει σε δημιουργικό σπασμό το αίσθημα απελπισίας. Ηταν μία ρήξη. Το πέρασμά του στην αντίπερα όχθη μας θυμίζει τους κύκλους των γενεών και επιβεβαιώνει το κύλισμα του 20ού αιώνα πίσω στο παρελθόν όχι μόνο του βιολογικού αλλά και του ιστορικού χρόνου. Γεννημένος αμέσως μετά τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου, ο Σάλιντζερ, όπως και οι συνομήλικοί του, μεγάλωσε με τα συλλογικά τραύματα της γενιάς του. Κάθε οικογένεια είχε τους νεκρούς της από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και η ίδια οικογένεια θα ζούσε και πάλι την απώλεια στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ηταν ένα μεταίχμιο ατυχίας για εκατομμύρια οικογένειες του δυτικού κόσμου. Αυτοί οι κύκλοι προσωπικής ζωής και κοινής ιστορίας δημιούργησαν τις κορυφώσεις στο σώμα του 20ού αιώνα, αρχικά στη δεκαετία του 1920 και μετέπειτα στη δεκαετία του 1950 (που ίσως οι ιστορικοί του μέλλοντος τη βάλουν πιο ψηλά από την υπερεκτιμημένη ίσως δεκαετία του ’60). Οπως οι άνθρωποι του 1910 αποχαιρετούσαν τον 19ο αιώνα με κάθε απώλεια προσωπικότητας που είχε δώσει σχήμα και νόημα σε ζωές εκατομμυρίων, έτσι και εμείς, οι άνθρωποι του 2010 αποχαιρετούμε σιωπηλά κάθε μέρα τον 20ό αιώνα, που κάποτε θεωρούσαμε ανίκητο. Στο λείψανό του, εμείς οι κληρονόμοι του, αποδεχόμαστε τη μετακίνησή μας προς την άγνωστη, ακόμη, καρδιά του 21ου αιώνα. Στη διάρκεια αυτής της μετακίνησης αποχαιρετίσαμε και τον Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, ο οποίος μας άφησε ως «διαθήκη» ένα μυθιστόρημα με ήρωα έναν έφηβο που θα ζει για πολλά χρόνια ακόμα και μετά από εμάς.


Στις 9 Ιανουαρίου 2009, ο Ηλίας Μαγκλίνης έγραφε στην Καθημερινή:

Ηλιας Μαγκλινης

Σάλιντζερ: 90 χρόνων και πάντα μοναχικός

Ο «Φύλακας στη σίκαλη» έκλεισε 90 χρόνια ζωής. Για την ακρίβεια, ο δημιουργός του θρυλικού αυτού μυθιστορήματος έκλεισε προχθές ενενήντα χρόνια ζωής. Ο ερημίτης Τζ. Ντ. Σάλιντζερ πέρασε τα γενέθλιά του όπως ακριβώς το κάνει όλες αυτές τις δεκαετίες: Μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Ο γεννημένος το 1919 Σάλιντζερ εξέδωσε τον «Φύλακα» το 1951 (στα ελληνικά κυκλοφόρησε τη δεκαετία του ’70 σε πολύ καλή μετάφραση της ποιήτριας Τζένης Μαστοράκη) και αμέσως σφράγισε μια ολόκληρη γενιά αλλά όχι μόνο: Η περιπετειώδης περιπλάνηση του Χόλντεν Κόλφιλντ συνεχίζει να συγκινεί και να εμπνέει. Ωστόσο, ο Σάλιντζερ δεν έχει κυκλοφορήσει άλλο βιβλίο από το 1965 και δεν έχει δώσει άλλη συνέντευξη μετά το 1980. Σε εκείνη τη συνέντευξη (στην Boston Sunday Globe) είχε δηλώσει: «Σας διαβεβαιώ πως αγαπώ το γράψιμο και συνεχίζω να γράφω τακτικά. Αλλά γράφω για μένα και θέλω να με αφήσουν στην ησυχία μου». Εξι χρόνια νωρίτερα, ο Σάλιντζερ είχε δηλώσει σε άλλη συνέντευξή του ότι «η έκδοση ενός βιβλίου συνιστά τρομακτική εισβολή στην ιδιωτική μου ζωή». Ο Σάλιντζερ ζει πάντα απομονωμένος και περιφρουρεί με μανία την ιδιωτική του ζωή. Λίγα χρόνια πριν, η κόρη του Μάργκαρετ δημοσίευσε τα απομνημονεύματά της όπου χαρακτήριζε τον συγγραφέα «αυταρχικό». Ο Σάλιντζερ έχει αρνηθεί να γίνει ταινία ο «Φύλακας». «Δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο στον Χόλντεν Κόλφιλντ. Ξαναδιαβάστε το βιβλίο. Ολα είναι εκεί. Ο Χόλντεν Κόλφιλντ είναι απλώς μια παγωμένη στιγμή στον χρόνο».

15.1.10

8+3 ΕΣΠΕΡΙΝΟΙ: ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΑΣΟ ΧΑΤΖΗΤΑΤΣΗ

Εκδήλωση προς τιμήν του πρόωρα χαμένου συγγραφέα Τάσου Χατζητάτση οργανώνουν την Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010, στις 8.30 το βράδυ, στο «Underground Εντευκτήριο» (Δεσπεραί 9, περιοχή Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης), το λογοτεχνικό περιοδικό «Εντευκτήριο» και οι Εκδόσεις Πόλις, με αφορμή την κυκλοφορία του τελευταίου βιβλίου του, «Ακροτελεύτιοι Εσπερινοί» (Εκδόσεις Πόλις).

Η εκδήλωση τιτλοφορείται «8+3 Εσπερινοί: Μια βραδιά για τον Τάσο Χατζητάτση».

Για το βιβλίο, που κυκλοφόρησε μετά τον θάνατο του συγγραφέα, θα μιλήσει η πεζογράφος Σοφία Νικολαΐδου. Φίλοι του Χατζητάτση θα σκιαγραφήσουν τον άνθρωπο που εκείνοι γνώρισαν.


Ο Τάσος Χατζητάτσης γεννήθηκε το 1945 στη Θεσσαλονίκη, όπου και πέθανε τον Νοέμβριο του 2008. Εργάστηκε επί χρόνια ως οδοντίατρος. Πρωτοεμφανίστηκε ως πεζογράφος στο περιοδικό «Χάρτης» το 1984, εξέδωσε όμως το πρώτο του βιβλίο μόλις το 1997 («Έντεκα σικελικοί εσπερινοί», Εκδόσεις Εντευκτηρίου) και τιμήθηκε γι’ αυτό με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού «Διαβάζω». Το 2000 εξέδωσε, πάλι από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου, το βιβλίο «Στη σφενδόνη». Το 2003 εξέδωσε το «Σα σπασμένα φτερά» (Εκδόσεις Πόλις), για το οποίο του απονεμήθηκε το βραβείο μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω». Ακολούθησαν τα βιβλία «Μονόξυλο στο ποτάμι» (Εκδόσεις Πόλις, 2006) και «Ασκήσεις μνήμης» (Εκδόσεις Πόλις, 2008, επανέκδοση σε έναν τόμο των δύο πρώτων του βιβλίων).

Με τα πεζογραφήματά του, ο Χατζητάτσης αναδείχθηκε στον πιο «πολιτικό» από τους λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης. Στα κείμενά του, η εσωτερική μετανάστευση, η ξενιτιά αλλά και η προσφυγιά βρήκαν την καίρια έκφραση και αποτύπωσή τους. Ο πυκνός και μεστός, οικονομημένος λόγος του, πλούτισε τη μεταπολεμική μας πεζογραφία με έργα που συνδυάζουν τον σεβασμό στον πόνο που συνεπάγεται η ζωή, την ανησυχία για ένα μέλλον που διαγράφεται σιβυλλικό και την πικρία για τα στοιχήματα που δεν κερδήθηκαν.

Στο σύνολο του έργου του Χατζητάτση, «η γραφή του υπαγορεύεται από την ηθική επιταγή να διασωθεί η μνήμη του δικού του προσώπου, των αγαπημένων του και κατ΄ επέκταση της γενιάς του», παρατήρησε ο Ευριπίδης Γαραντούδης («Βιβλιοδρόμιο», εφημ. «Τα Νέα», 7.11.2009).

Ενώ ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου («Επτά», εφημ. «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 6.12.2009) σχολίασε: Πεζογράφος χαμηλών τόνων, με φανερά ποιητική διάθεση, η οποία δεν τον εμποδίζει να συγκεντρωθεί στον φωτισμό και στην ανάδειξη της λεπτομέρειας, ο Τάσος Χατζητάτσης, που έφυγε πριν από έναν χρόνο από τη ζωή, σε ηλικία 63 ετών, εμφανίστηκε με κατακτημένα τα μέσα και το ύφος του από το πρώτο του κιόλας βιβλίο, «Εντεκα Σικελικοί Εσπερινοί», καταφέρνοντας μέσα στα δέκα όλα κι όλα χρόνια της παρουσίας του στα γράμματα να σχηματίσει ένα εξαιρετικά πυκνό και κατασταλαγμένο σύνολο».

Από την πλευρά της, η Μαίρη Μικέ, σε άρθρο της (υπό δημοσίευση στο «Εντευκτήριο») φωτίζει «ένα ακόμη βασικό χαρακτηριστικό: τον έντονο σαγηνευτικό ερωτισμό που διαποτίζει όλα τα κείμενα του Χατζητάτση, άλλοτε καταυγάζοντας με την παρουσία του και άλλοτε δρώντας υπόγεια, ένοχα, μυστικά και κρυφά. Σχέσεις ανομολόγητες, φαντασιώσεις διεκδικούν με αξιώσεις το μερίδιό τους. [...] Δεν πρόκειται ωστόσο (μόνο) για δοξολογία μιας ανεξέλεγκτης ερωτικής επιθυμίας, ανεπίδοτης συνήθως, ουδέτερης και αθώας, τοποθετημένης στην καταστατική αρχή της ανθρώπινης Φύσης, εγκλεισμένης απλώς στην περιοχή της ενστικτώδους ορμής. Πρόκειται και για τη συνάφεια της ερωτικής επιθυμίας με τα πολιτικά τεκταινόμενα, με τους ιστορικούς μηχανισμούς καθώς λαδώνονται από το σαράκι του πάθους ή ακόμη μπορεί να πρόκειται για συνδυασμό τους [...]».

3.1.10

ΑΦΙΕΡΩΜΑ «ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ» ΣΤΟ ΝΕΟ «ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ»

Ιστορίες «Γύρω από το τραπέζι»

Μεγάλο αφιέρωμα στο νέο τεύχος του «Εντευκτηρίου»
(Τεύχος 87, Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2009, 208 σελίδες, 12 ευρώ)


Ο πολυσήμαντος ρόλος του τραπεζιού στη ζωή μας, με τις ποικίλες χρήσεις του, αναδεικνύεται με τα πεζογραφήματα, τα ποιήματα και τα άλλα κείμενα που συγκροτούν το πολυσέλιδο αφιέρωμα με τίτλο«Γύρω από το τραπέζι», που δεσπόζει στο νέο τεύχος του περιοδικού «Εντευκτήριο». Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Νίκος Γ. Ξυδάκης, «το Μεγάλο Τραπέζι [...] στήθηκε πριν από αιώνες πολλούς και το βρήκαμε εμείς στρωμένο, καθίσαμε νήπια και θα σηκωθούμε μια για πάντα. Το Μεγάλο Τραπέζι απαρτίζεται από πολλά μικρά τραπέζια, αρίφνητα, πολλά μικρά φιλμάκια η ζωή του καθενός, και τους χωράει όλους τους ανθρώπους της ζωής μας [...]. Τα έχει όλα το Τραπέζι το Μεγάλο, αισθήματα, ουλές, προίκες, δόξες, καημούς κι απωθημένα [...]».
Τα κείμενα του αφιερώματος υπογράφουν οι: Μάρω Δούκα, Γιάννης Βαρβέρης, Άκης Δήμου, Ζαν-Πωλ Σαρτρ (μετάφραση: Κώστας Τσίγκας), Γιαν-Χένρικ Σβαν (μετάφραση: Ρέα Ιωάννου), Πάνος Θεοδωρίδης, Δημήτρης Νόλλας, Φρεντ Μαρσάντ (μετάφραση: Στρατής Χαβιαράς), Στρατής Χαβιαράς, Αργύρης Χιόνης, Μαργαρίτα Μέλμπεργκ, Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης, Γεωργία Τριανταφυλλίδου, Γιώργος Τούλας, Βασίλης Αμανατίδης, Γιάννης Ατζακάς, Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Σπύρος Γιανναράς, Μπόγουμιλ Γράμπαλ (μετάφραση: Κάρολος Τσίζεκ - Μαρία Καραγιάννη), Κατερίνα Δασκαλάκη, Ιωάννης Επαμεινώνδας, Σάκης Σερέφας, Παναγιώτης Κουσαθανάς, Μανόλης Ξεξάκης, Μισέλ Φάις, Μαρία Στασινοπούλου, Νίκος Γ. Ξυδάκης, Γιάννης Χρυσάφης.
Ενδεικτικά ανθολογούνται κείμενα του Ευαγγελιστή Ματθαίου (η σκηνή του Μυστικού Δείπνου, στη μετάφραση του Ντίνου Χριστιανόπουλου), του Αντώνη Σουρούνη, του Τζέιμς Τζόυς (μετάφραση Μαντώς Αραβαντινού), του Ανδρέα Στάικου και του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Εικονογράφηση του αφιερώματος: Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Ανδρέας Βουρλούμης, Άρις Γεωργίου, Μανώλης Ζαχαριουδάκης, Τζούλιο Καΐμη, Δ. Κοκκινίδης, Εδουάρδος Σακαγιάν, Θ. Τριανταφυλλίδης, Γιάννης Τσαρούχης, Νίκος Χουλιαράς, Μαρκ Κρικ, Πωλ Σεζάν, Έντουαρντ Χόππερ (ζωγραφική) και Άρις Γεωργίου, Γεώργιος Θεοδοσιάδης, Γιώργος Κορδομενίδης (φωτογραφία).
ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ Πολυσέλιδη είναι και στο τεύχος αυτό η ενότητα των βιβλιοκρισιών και παρουσιάσεων. Γράφουν: Βαγγέλης Χατζηβασιλείου (Παναγιώτης Αγαπητός)· Λίνα Πανταλέων (Αγγελική Στρατηγοπούλου)· Ευριπίδης Γαραντούδης (Χάρης Βλαβιανός), Δημήτρης Κόκορης (Πρόδρομος Μάρκογλου), Δημήτρης Αθηνάκης (Γιάννης Στίγκας, Νικόλας Ευαντινός, Γιώργος Αλισάνογλου, Μαίρη Αλεξοπούλου, Ελένη Νανοπούλου)· Τούλα Κόντου (Χούλιο Κορτάσαρ, Ρομπέρτο Αρλτ), Άρις Γεωργίου (Ηρακλής Παπαϊωάννου), Ελένη Κοσμά - Στέργιος Μήτας (Απόστολος Δοξιάδης – Χρίστος Χ. Παπαδημητρίου, Γιώτα Κραβαρίτου)· στη στήλη «Βιβλίαστο κομοδίνο» ο Γιώργος Κορδομενίδης ρίχνει λοξές ματιές σε μεγάλο αριθμό πρόσφατων εκδόσεων.

ΚΑΠΝΙΣΤΗΡΙΟ Ο Ηλίας Μαγκλίνης γράφει για τη συνάντηση, στο «Underground Εντευκτήριο» στη Θεσσαλονίκη, νέων συγγραφέων από τα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο, στο πλαίσιο του προγράμματος «Word Express» (αναδημοσίευση από την «Καθημερινή»), ενώ η Βάλια Τσάιτα-Τσιλιμένη σχολιάζει από το Παρίσι το πρόσφατο εκδοτικό και φιλολογικό ενδιαφέρον για την ποίηση και τη ζωή του Ρεμπώ.
ΑΠΟΥΣΙΟΛΟΓΙΟ O επικήδειος του Γιάννη Βούλγαρη στη Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου (αναδημοσίευση από την «Αυγή»).
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΝΘΕΤΟ Στην Camera Obscura, το ένθετο του «Εντευκτηρίου» για τη δημιουργική φωτογραφία, που επιμελείται ο Άρις Γεωργίου, παρουσιάζεται η φωτογραφική ενότητα «Κόσμοι της αίγλης και της καθημερινότητας» του Παναγιώτη Πλουμή. Όπως παρατηρεί η Άννα-Μαρία Παράσχου, «ο Πλουμής αντιλαμβάνεται τη ‘συνάντηση’ των ανθρώπων της πόλης με τις γιγαντοαφίσες σαν μια συνύπαρξη, μια συνεχή συνομιλία, μια ερωτοτροπία, εστιάζοντας τη ματιά του στη διαφήμιση […]. Άλλοτε βροντοφωνάζει την ύπαρξή της ανάμεσα στο πλήθος κι άλλοτε είναι ο μοναχικός πρωταγωνιστής της σκηνής, πάντοτε όμως ως ισχυρή παρουσία, με τη δική της ταυτότητα, κυρίαρχη οντότητα στον κόσμο που αντιλαμβάνεται και συνθέτει ο φωτογράφος.»

2.1.10

ΠΕΘΑΝΕ Η ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΣΑΡΑΝΤΗ

Σε ηλικία 89 ετών πέθανε στις 28 Δεκεμβρίου 2009 η πεζογράφος και ακαδημαϊκός Γαλάτεια Σαράντη. Γεννημένη στην Πάτρα και με σπουδές Νομικής, η Σαράντη ήταν η πρώτη γυναίκα που εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, το 1997, στην έδρα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.
Στα ελληνικά γράμματα εμφανίστηκε το 1945 στο περιοδικό Νέα Εστία, με το διήγημα «Το Κάστρο», ενώ το μυθιστόρημά της Επιστροφή τιμήθηκε το 1953 με το «Βραβείο των Δώδεκα». Ακόμη δύο βιβλία της Γαλάτειας Σαράντη απέσπασαν βραβεία: Το παλιό μας σπίτι, το 1969, απέσπασε το β' Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος και το Να θυμάσαι τη Βίλνα, το 1979 , το α' Κρατικό Βραβείο Διηγήματος.

Η Ακαδημία Αθηνών της είχε απονείμει το 1979 το Βραβείο Ουράνη για το μυθιστόρημα Ρωγμές.

Κατά καιρούς η Γαλάτεια Σαράντη συνεργάστηκε με την κρατική ραδιοφωνία σε λογοτεχνικές εκπομπές, καθώς και με αρκετά λογοτεχνικά περιοδικά.