31.1.15

Ο Γιώργος Ιωάννου διαβάζει ένα απόσπασμα από τον «Επιτάφιο θρήνο»



Το νέο τεύχος του Εντευκτηρίου (αριθ. 106), που κυκλοφορεί στα μέσα Φεβρουαρίου, θα συνοδεύεται από το cd Ο Γιώργος Ιωάννου διαβάζει πεζογραφήματά του, χωρίς επιβάρυνση στην τιμή πώλησης, χάρη στην ευεργετική χορηγία των Εκδόσεων Κριτική.
Ο δίσκος περιλαμβάνει κείμενα ή αποσπάσματα από τα βιβλία Σαρκοφάγος, Η μόνη κληρονομιά, Καταπακτή, Η πρωτεύουσα των προσφύγων, Επιτάφιος θρήνος.

Ακούστε στο βίντεο ένα απόσπασμα από τον Επιτάφιο θρήνο.



Αδέσποτες ιστορίες: Ο σκύλος (του Παναγιώτη Σιδηρόπουλου)



πηγή: Facebook


Κοίταξε το φαγητό του. Δεν είχε καμία όρεξη να φάει. Μόνο νερό θα του ήταν αρκετό, και αυτό έκανε. Μετά; Ο δρόμος για να πάει ίσα στην κρεβατοκάμαρα. Ξάπλωσε στο κάτω μέρος του κρεβατιού, όπως συνήθιζε για να ξεκουραστεί. Όχι. Δεν ήταν άνθρωπος. Ήταν ο Τζόνι, ο σκύλος του κυρ-Λάμπρου. 
Γύρω του είχαν μαζευτεί όλα τα αφεντικά του. Πρώτος απ’ όλους ο κυρ-Λάμπρος, μετά οι δύο του κόρες, και τέλος ο άνθρωπος που πάντα τον πονούσε, ο κτηνίατρος. Η αγαπημένη του κυρία, η γυναίκα του κυρ Λάμπρου, πριν πολύ καιρό έφυγε και δεν ξαναγύρισε. Αυτό είχε γεμίσει θλίψη τον Λάμπρο, και εκείνος έκανε τα πάντα για να του την πάρει. Μερικές φορές τα κατάφερνε, και χαιρόταν γι’ αυτό. Κουνούσε την ουρά του και πήδαγε πάνω του όλο χαρά.
 Ο γιατρός τον εξέτασε. Δεν μπορούσε να του αντισταθεί, ως συνήθως. Ο γιατρός γύρισε στον Λάμπρο και του έκανε ένα νόημα. Ήταν και αυτός λυπημένος, όπως και όλοι τους. Του ήταν δύσκολο να κουνήσει ακόμα και το κεφάλι, και δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο τι έλεγαν, παρά μόνο κούρνιασε ξανά στο τελείωμα του κρεβατιού. 
Το βράδυ ήρθε και κανένας από αυτούς, εκτός από τον γιατρό, δεν έφυγε από κοντά του. Στα δεκατρία χρόνια που ήταν σε αυτό το σπίτι, ποτέ πριν δεν τους είχε, έτσι,  όλους μαζί, και του άρεσε. Μόνο που δεν μπορούσε να τους χαρεί, γιατί ήταν κουρασμένος. 
Μέσα στη βραδιά, από το παράθυρο του μπαλκονιού, είδε μια λάμψη. Αυτή ήρθε κοντά του και πήρε την μορφή ανθρώπου. Αν και στην αρχή ήθελε να του γαυγίσει, αισθάνθηκε ότι ήταν τόσο καλός… Τον κοίταξε μόνο με τα μεγάλα του μάτια. Ο άγγελος του χαμογέλασε.
- Έλα. Πάμε, ήρθε η ώρα να φύγουμε.
 Κατά παράξενο τρόπο, καταλάβαινε απόλυτα αυτά που του έλεγε.
― Να πάμε; Πού;

― Στην κυρά σου, σε περιμένει.

― Και μετά; Θα γυρίσουμε; 

― Όχι.

― Δεν μπορώ. Δεν θα τους αφήσω εδώ. Δεν γίνεται.

― Τους έδωσες ό,τι ήταν να τους δώσεις. Τώρα πρέπει κι εσύ να ξεκουραστείς. Θα τα καταφέρουν, μην φοβάσαι.

― Όχι, όχι. Άσε με να μείνω λίγο ακόμα. Να παίξω λίγο με τον Λάμπρο … Να … έλα τώρα. Έχουμε περάσει τόσα μαζί. Δεν μπορούν χωρίς εμένα. Τι θα κάνει ο Λάμπρος μόνος του; Θυμάμαι όταν έφυγε η κυρία… ήταν κάτι …

― Μη φοβάσαι. Όλα θα πάνε καλά. Έχεις δίκαιο να τους αγαπάς τόσο. Πάντα σε σκεφτόντουσαν και πάντα σε αγαπούσαν.
― Ω!, ναι … ναι. Πάντα. Ο Λάμπρος μου χτυπούσε τα καπούλια και γελούσε. Ήταν η ώρα του παιχνιδιού. Με έπαιρνε αγκαλιά και έκλαιγε στο πρόσωπο μου… είναι τόσα πολλά… και ποτέ…  ποτέ δεν με… τους αγαπώ τόσο… δεν θέλω να φύγω μακριά τους, σε παρακαλώ.

― Πρέπει. Τους βλέπεις; Έχεις φυτέψει μέσα τους έναν σπόρο. Τον σπόρο της αγάπης. Αυτός σιγά σιγά θα μεγαλώσει και… Τελείωσες εδώ, φίλε μου. Ώρα να γευτείς τους καρπούς της επιτυχίας σου. Εκεί που θα πάμε, θα μπορείς να τους βλέπεις. Αυτά που θα δεις είναι πέρα από τη φαντασία σου. Βλέπεις τις κόρες του κυρ-Λάμπρου;

Οι κόρες του ήταν ξαπλωμένες δίπλα του. Αυτές τις κρίσιμες στιγμές δεν μπορούσαν να τον αφήσουν μόνο. Είχαν αποκοιμηθεί, χαϊδεύοντας το κουρασμένο κορμάκι του. Τις κοίταξε και σαν ένα δάκρυ να κύλησε από τη μουσούδα του. Με αυτά τα κορίτσια είχε κάνει πανέμορφα παιχνίδια στα τόσα χρόνια. Τι κι αν έφυγαν κάποτε από το σπίτι; Πάντα ερχόντουσαν για να παίξουν μαζί του.
― Αυτές θα πάρουν την αγάπη και την ευλογία σου. Από εκεί πάνω θα δεις τον σπόρο που τους φύτεψες να γίνεται πανέμορφο, πολύχρωμο λουλούδι, που θα μυρίζει σε όλον τον τόπο με τέτοιο άρωμα… Εσύ το κατάφερες αυτό. Έλα, πάμε.

Ο σκύλος σήκωσε το κεφάλι του για τελευταία φορά, με σκοπό να τους αποχαιρετήσει όλους. Κοιμόντουσαν, μα τα χέρια των κοριτσιών σαν να χάιδεψαν τη ράχη του. Ο Τζόνι χάρηκε. Κατέβασε το κεφάλι και έκλεισε τα μάτια οριστικά. Κατάλαβε και ο ίδιος ότι ήταν η ώρα. 
Έγινε λάμψη και στάθηκε δίπλα στον άγγελο. Τότε, χωρίς να το περιμένει, όλη η αγάπη που ένιωθε, όλη η αγάπη που νιώθανε και οι άλλοι γι’ αυτόν, τον γέμισαν. Τον έκαναν τόσο λαμπερό… Για πρώτη φορά αισθάνθηκε τόσο ευτυχισμένος. Τόσο σημαντικός. Πέρασε από έναν  έναν ξεχωριστά και έβαλε λίγη από τη λάμψη του στις καρδιές τους, έτσι, για να απαλύνει τον πόνο τους. Στον κυρ-Λάμπρο όμως… Έμεινε λίγο παραπάνω μαζί του. Του είπε λόγια που δεν μπορούσε σαν σκύλος να του πει. Κατά παράξενο τρόπο, γνώριζε ότι αυτά του τα λόγια ο Λάμπρος θα τα ακούσει.
Ο άγγελος του χαμογέλασε. Είχε δίκιο σε ό,τι του είπε. Ο σκύλος, χωρίς δισταγμό, του άπλωσε το χέρι. Και οι δύο μαζί χάθηκαν στον καθαρό ουρανό.

Λίλυ Εξαρχοπούλου: Ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα



της Λίλυς Εξαρχοπούλου



Πρώτη φορά, στη μέση ηλικία, βρίσκεσαι στη θέση ψηφοφόρου που ψήφισε το κόμμα-νικητή των εκλογών. Το συναίσθημα πρωτόγνωρο, δύσκολα εκφράζεται, δύσκολα αποτυπώνεται.  Χαρά (Επιτέλους!), χαρμολύπη (Μήπως δεν ψήφισα το σωστό κόμμα;), λύπη (Πόσοι και πόσοι συμπολίτες δεν πρόλαβαν να το ζήσουν;). Η εσωτερική σου γιορτή δεν έχει πυροτεχνήματα, φωνές, χορούς, φέρνει όμως μια ξαφνική ευεξία. Μήνες, χρόνια έχεις να αισθανθείς τόσο καλά με κάτι μη προσωπικό. Οι μνήμες μιας εν πολλοίς χαμένης συλλογικότητας θεριεύουν μέσα σου, δηλώνουν παρουσία.
Πρωί της 26ης βαδίζεις ανάλαφρα σε κεντρικό εμπορικό δρόμο της περιοχής σου και ακούς κόσμο να συζητά φωναχτά τα αποτελέσματα, το πολιτικό διακύβευμα, το αύριο.  Αυτό το αύριο που είχε εξοριστεί από τη σκέψη των περισσότερων ανθρώπων, καθώς προτεραιότητα είχε το σήμερα, και μάλιστα κυριολεκτικά.  Οι άνθρωποι είχαν ξεχάσει να ονειρεύονται, να προσδοκούν, να παλεύουν. Τα κενά βλέμματα σκαρφάλωναν βιαστικά στα πεζοδρόμια, μη χάσουν ούτε λεπτό, περιεργάζονταν τις λακκούβες των πεζοδρομίων –μην τύχει και πέσουν και χάσουν αξιοπρέπεια και μισθό. Με ίδιο άδειο βλέμμα στέκονταν στις ουρές των τραπεζών, στα ΚΕΠ, στα υπουργεία, στα εξωτερικά ιατρεία, αντεπεξέρχονταν στα γέλια των παιδιών, απόφευγαν το βλέμμα των αστέγων και των ανέργων.

Σκέφτεσαι: θα τα καταφέρει/ουμε;  Και ακούς στο ραδιόφωνο ότι ο νικητής-αρχηγός και εφεξής πρωθυπουργός θα ορκιστεί με πολιτικό όρκο: στην τιμή και στη συνείδησή του.  Καλοδέχεσαι την ιστορική είδηση (γιατί περί αυτού πρόκειται όταν κάτι τέτοιο δεν έχει ξανασυμβεί στη χώρα σου) και περνάς στην επόμενη, την επίσκεψη στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής.  Μια υποχρέωση της πολιτείας γίνεται πράξη, όλοι οι αδικοχαμένοι εμφανίζονται πίσω από τη μάντρα, χαμογελούν κι ανταποδίδεις το χαμόγελο. Στο Μέγαρο Μαξίμου ένας τσιφούτης, «απ’ έξω και από μέσα» πρωθυπουργός, αρνείται να παραδώσει, άφαντος, μια ακόμη πρωτιά.
Το ξεκίνημα σου δίνει κάποια εχέγγυα για την επόμενη μέρα που τόσο φοβάσαι/όμαστε.  Το αύριο εγγυάται έναν ωραίο αγώνα, δεν είναι λίγο κι αυτό. Η Ευρώπη μιλά για κάτι καινούργιο που ξεκινά από την Ελλάδα, δεν είναι κι άσχημο να ακούς κάτι τέτοιο μετά τον Μεσαίωνα, την εποχή δηλαδή που βρέθηκαν κι άρχισαν να αξιολογούνται τα αρχαία κείμενα που είχαν διασώσει οι Άραβες. Πάλι οι σαββοπουλικές ριπές/ρίμες ηχούν στ’ αυτιά σου:  «Κάτι αλήθεια συμβαίνει εδώ/ κάτι μυστικό/ κάτι πλούσιο και παράξενο…» που αποτυπώνεται grosso modo στο υπουργικό συμβούλιο, στην άμεση αντίδραση για αποφάσεις που λαμβάνονται στην Ε.Ε. χωρίς την ενημέρωση-συμμετοχή των «μικρών».
Δεν έχει ανακοινωθεί ακόμη το κυβερνητικό πρόγραμμα, αλλά κάποιες πρώτες ενδείξεις υπάρχουν από τα στόματα των νέων υπουργών.  Αισθάνεσαι  ότι, για να πραγματοποιηθούν όλα αυτά, δεν αρκεί μόνο η χρηματοδότηση, πρέπει να ’σαι και εσύ έτοιμος/η να ελέγξεις τυχόν ατοπήματα αλλά και να στηρίξεις τις θέσεις ή πρωτοβουλίες που πιστεύεις: «Τώρα όμως πλάι σου/και πάλι περπατώ/μες στα χρώματα του κήπου σου/και δίπλα στο νερό» (που δεν θα ιδιωτικοποιηθεί).

Τελικά, ακόμα κι αυτή η πρώτη φορά, η πρώτη φορά που έχεις ψηφίσει κόμμα που νικά σε εκλογές (κάτι που δεν περίμενες ότι θα συμβεί ποτέ, όχι από μοιρολατρία αλλά από πραγματισμό που ευτυχώς η Ιστορία ξεπέρασε), δεν διαφέρει καθόλου με την πρώτη φορά που έκανες (κάναμε;) έρωτα: μεγάλες προσδοκίες με άτσαλη εφαρμογή αλλά ένα γλυκό, τρυφερό συναίσθημα εγγύτητας και πολύ πολύ μέλλον. «Κοντά μου φωσφορίζοντας/ σκύβεις και με φιλάς/ για τη νύχτα με σκεπάζεις, ναι/ και με παρηγοράς.»


Η Λίλυ Εξαρχοπούλου έχει σπουδάσει αρχαία ιστορία και αρχαιολογία, αγγλική γλώσσα και λογοτεχνία, και έχει ειδικευτεί στο μυθιστόρημα του 19ου και 20ού αιώνα. 
Έχει εργαστεί στην ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση,  καθώς και σε εφημερίδες και περιοδικά, κι έχει ασχοληθεί με τη διοργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων. 
Έχει μεταφράσει στα ελληνικά αρκετά λογοτεχνικά και δοκιμιακά έργα. 
Ασχολείται με τη συγγραφή πεζογραφίας και ποίησης και με την κριτική βιβλίου.



Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2006) Κανάλι 35, Δέλτος
(2006) Μια αγάπη σαν Κέρκυρα, Κέδρος
(2003) Ανοίκεια μέθη, Γαβριηλίδης
(2001) Παρών και αμέτοχος, Κέδρος
(1995) Σοφίας το ανάγνωσμα, Εκδόσεις Καστανιώτη

30.1.15

To τιμόνι του πολιτισμού σε καλά χέρια


"Γνώρισα" τον Νίκο Ξυδάκη το 2005, όταν άρχισα να συνεργάζομαι με τις σελίδες βιβλίου της εφημερίδας Η Καθημερινή, στην οποία εκείνος ήταν αρχισυντάκτης υπεύθυνος για τις σελίδες πολιτισμού. Έκτοτε, επικοινωνούσαμε συχνά τηλεφωνικώς, ωστόσο τον έχω συναναστραφεί μόνο 2-3 φορές. Δεν έχω ούτε σκοπό ούτε πρόθεση να "πουλήσω μούρη" παριστάνοντας πως είμαστε φίλοι. (Κρίνω σκόπιμο να το διευκρινίσω αυτό, καθώς οι καιροί είναι πονηροί, έχουνε δει πολλά τα αθώα, έκπληκτα ματάκια μας, και οι παρεξηγήσεις/παρερμηνείες είναι εύκολες. Ούτε προσβλέπω, ούτε περιμένω οτιδήποτε.) Ουσιαστικά λοιπόν τον γνωρίζω μέσα από τα κείμενά του, στην εφημερίδα ή στο blog του. Κείμενα στα οποία, τα τελευταία κυρίως χρόνια της ανελέητης κρίσης, έπιασε όσο λίγοι τον σφυγμό της εποχής και του τόπου μας, όχι μόνο σχολιάζοντας το καταθλιπτικό παρόν μας αλλά και ανατρέχοντας στο παρελθόν, όποτε αυτό ήταν χρήσιμο, κυρίως όμως προσβλέποντας και σε ένα μέλλον που δικαιούμαστε να είναι καλύτερο, δικαιότερο και πιο ανθηρό. Δεν το κρύβω: η τοποθέτηση του Ξυδάκη ως αρμόδιου για τον πολιτισμό στη νέα κυβέρνηση με έκανε πιο αισιόδοξο. Επιτέλους, ο κατάλληλος άνθρωπος σε μια θέση που δεινοπάθησε από πολλούς και διάφορους καριερίστες της πολιτικής, άσχετους με το αντικείμενο, που τοποθετήθηκαν εκεί επειδή για λόγους κομματικών ισορροπιών και επετηρίδας "έπρεπε" να γίνουν υπουργοί, σε κάποιο υπουργείο τελοσπάντων, «ας ήταν και του Πολιτισμού». Η έλλειψη αξιοκρατίας είναι ένα από τα πιο σοβαρά, κατά την κρίση μου, δεινά που μαστίζουν τον ελληνικό δημόσιο βίο και τις λειτουργίες του. (Το έζησα, εκτός από αυτά που ακούω και διαβάζω, στο πετσί μου εργαζόμενος επί 35 χρόνια στην Εθνική Τράπεζα. Όπου δεν είχες στον ήλιο μοίρα αν δεν διέθετες την υποστήριξη κάποιου κομματικού μηχανισμού. Είχα την ατυχία (ή την τύχη;) οι μεν Νεοδημοκράτες να με θεωρούν αριστερό, οι δε Πασόκοι δεξιό. Καμιά φορά, αναρωτιέμαι πώς κατάφερα να επιβιώσω και να σταδιοδρομήσω "ευδοκίμως" μέσα στον λάκκο με τόσα ανθρωποφάγα λιοντάρια. Μια τέτοια επιβίωση, υπό τις επικρατούσες τότε, ίσως και σήμερα ακόμη, συνθήκες δεν ήταν θέμα προσόντων ή ικανοτήτων, κάθε άλλο μάλιστα...)
Διανοούμενος λοιπόν από τους λίγους που δικαιούνται να φέρουν αυτόν τον τίτλο, ο Ξυδάκης αναλαμβάνει να διαχειριστεί τα θέματα του πολιτισμού σε ένα πεδίο πολλαπλώς ναρκοθετημένο από τους κατά καιρούς μέχρι τώρα διαχειριστές του (με μεγαλύτερους ολετήρες τους υπουργούς των τελευταίων ετών, Τζαβάρα και Παναγιωτόπουλο). Μακάρι να τα καταφέρει, για το κοινό καλό.

Γιώργος Κορδομενίδης

ΥΓ.
Προσυπογράφω στο ακέραιο το παρακάτω κείμενο του Γιώργου Τούλα.


φωτογραφία: Παύλος Φυσάκης

Γράφει ο Γιώργος Τούλας

Κάνω πολιτιστικό ρεπορτάζ σχεδόν 27 χρόνια και έχω να πω πως το υπουργείο του πολιτισμού αποτέλεσε τις τελευταίες δεκαετίες ένα αποπαίδι. Έκτος από τις περιόδους που είχε πολύ χρήμα να διαχειριστεί, οπότε και το κρατούσαν οι πρωθυπουργοί για πάρτη τους (Κώστας Καραμανλής επί Ολυμπιάδας), το Πολιτισμού δυστύχησε να έχει στο τιμόνι του ανθρώπους που η σχέση τους με την Τέχνη εξαντλούνταν στο πόσα χειροκροτήματα θα μαζέψω αν πάω στην παράσταση. Από το 1974 και μετά ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, η Μελίνα, άντε και ο Μικρούτσικος δικαιολόγησαν το ρόλο τους, ενώ υπήρξαν και περίοδοι που όσοι ήρθαν σε επαφή με το υπουργείο και τον υπουργό έμειναν άφωνοι (Βουλγάρακης, Λιάπης, Τασούλας κλπ). Τέλος υπάρχουν και αυτοί που το χρησιμοποίησαν για πρεστίζ (Βενιζέλος, Ντόρα, Σαμαράς, Παναγιωτόπουλος κλπ). Γενικά το υπουργείο την τελευταία δεκαετία για να μη γελιόμαστε κυβερνούσε άτυπα η ισχυρή του κυρία, η Λίνα Μενδώνη. Η κυρία με τη στέκα όπως την αποκαλούν οι άνθρωποι του πολιτισμού, που γνωρίζουν και κυρίως έχουν υποστεί τις συνέπειες της παντοδυναμίας της. Αυτή ήταν η άτυπη υπουργός στην πραγματικότητα που έλυνε και έδενε.
Η αλλαγή στην κυβέρνηση έφερε για πρώτη φορά στην καρέκλα του πολύπαθου υπουργείου μια προσωπικότητα έξω από κάθε αμφισβήτηση. Έναν πραγματικό διανοούμενο του καιρού μας που χαίρει μεγάλης εκτίμησης από το μεγαλύτερο μέρος του πνευματικού κόσμου και τους ανθρώπους της Τέχνης, τον Νίκο Ξυδάκη.
Αναλαμβάνει τα ηνία του πολιτισμού σε μια από τις πιο ζόρικες στιγμές του. Χρήματα δεν υπάρχουν και οι δομές βρίσκονται σε κατάρρευση. Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και Μέγαρο ακέφαλα, τα δυο Κρατικά Θέατρα στην κόψη του ξυραφιού, το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη σε οριακό σημείο με χρηματοδότηση μικρότερη και από τη μισθοδοσία του, τα μικρότερα Μουσεία με διαρκή απειλή λουκέτου, οι ορχήστρες με έλλειψη ρευστότητας, η Λυρική μπροστά στις χρηματοδοτικές ανάγκες της μετακόμισης.
Πέρσι τέτοιες μέρες καταγράψαμε εδώ τα σοβαρότατα προβλήματα του Πολιτισμού και των φορέων του στη Θεσσαλονίκη. Από τότε οι συνθήκες χειροτέρεψαν πολύ. Υπάρχουν φορείς αυτή τη στιγμή που με το ζόρι κρατιούνται σε λειτουργία, χάρη στην υπέρ-προσπάθεια των εργαζομένων τους. Οι προτεραιότητες του νέου υπουργού θα φανούν τις επόμενες μέρες. Εκείνο που πάνω από όλα χρειάζεται είναι ευαισθησία και διάθεση επικοινωνίας. Οι προκάτοχοι του ήταν ανύπαρκτοι. Στη δική μου πόλη δεν εμφανίζονταν ποτέ, η γνώση δεν των προβλημάτων σταματούσε στους τίτλους των εφημερίδων, όταν γινόταν ο πολιτισμός πρωτοσέλιδος, δηλαδή σπάνια.


φωτογραφία: Παύλος Φυσάκης

Μπορεί ο πολιτισμός στα μάτια κάποιων να μην μοιάζει προτεραιότητα σε σχέση με άλλα φλέγοντα ζητήματα της οικονομίας και της κοινωνίας όμως αν από κάπου η χώρα μπορεί να βρει μια σανίδα σωτηρίας για τις επόμενες γενιές είναι στις δικές του θάλασσες. Ας ελπίσουμε σε καλύτερες μέρες του...



28.1.15

Νίκος Ξυδάκης: Τραπεζώματα


[αναδημοσίευση από το αφιέρωμα «Γύρω από το τραπέζι», Εντευκτήριο 87, 2009]

ΜΕΤΕΩΡΙΣΜΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Στο πετσί μας φέρουμε την πανσέληνο και το μελτέμι, τις μυρωδιές του φασκόμηλου και του θυμαριού, την κάπαρη. Στα μάτια μας έχουμε ακόμη τον βαθύ Αύγουστο, τις νύχτες που σαλεύουν μοναχικές, τις ταράτσες που θροΐζουν ολιγοπρόσωπες. Μια τέτοια νύχτα οπωσδήποτε, πυρωμένη, οι απομείναντες, αστοί και ακτήμονες καλλιεργητές, μαζεύονται στη συγκλονιστική ταράτσα. Είναι κρεμαστή, αιωρείται κάτω απ’ τον φέγγαρο, πλάι στον Βράχο, πλάι σε γερανογέφυρες, πάνω από ήσυχους δρόμους και κοιμισμένα παράθυρα.

Τώρα δεν έχει πια αυλές. Ούτε «δώμα, μ’ ανοιχτά τα παράθυρα σε κήπους βαθιούς και μ’ όλα απάνωθέ τους τ’ άστρα...» Τώρα ο αστός στην κορυφή ανεβαίνει, να δει τον άναστρο ουρανό και ορισμένως το φεγγάρι. Σ’ ένα θερμό ρουφ-γκάρντεν.

Μα το τραπέζι του αυγουστόδειπνου ίδιο είναι στρωμένο. Ιδιο... σχεδόν. Το ψάρι στη μέση θυμίζει τους απόντες και δίνει παραμυθία στους παρόντες, το κρασί φερμένο από την Magna Grecia, το iPod σκορπάει τις μουσικές του κόσμου. Ολίγοι, κουρασμένοι, φίλοι. Από κάθε νησί φερμένοι, με έγνοιες, συνεπείς ωστόσο στο ραντεβού, την τελετή. 

Η τελετή. Δείπνο εν μετεωρισμώ. Μετέωροι στην κάψα, στην τούλινη νύχτα, στην πανσέληνο, στη σιγαλιά. Μετέωροι στις ομιλίες που γλιστρούν αβίαστα, στις μάταιες κουβέντες που συντροφεύουν και παρηγορούν, σπρώχνουν τη νύχτα έως τον όρθρο τον βαθύ.

«Κι αμίλητοι γευόμαστε μποροστά μας το λιτό δείπνο, τί άθελά μας όλοι την ίδια σκέψη εκλώθαμεν...»

Λευκή η σάρκα του ψαριού, σπιθίζει το κρασί μες στο ποτήρι, το μαύρο ψωμί βουλιάζει στις σκιές. Το παγωμένο απόσταγμα ψυχραίνει και ανάβει. Όλο το δείπνο είναι τούτη η προσφορά πάνω σε άσπρο μάρμαρο, το σύρσιμο των ποτηριών, το ασημόχρυσο φως άνω, η πορτοκαλιά διαύγαση κάτω, η αιώρηση στο ύψος των ονείρων.

Τώρα, οι αυλές σηκώθηκαν στο ύψος των ονείρων. Όνειρα δύσκολα, σπάνια. Κι όμως συμβαίνουν, σαρκώνονται, και τότε οι άνθρωποι σηκώνο­νται κι αυτοί, και μουρμουράνε ακατάληπτες ευχές πλάι στον Βράχο.

Και νιώθουν σαν τον ποιητή, ψυχές να κυκλώνουν τον δείπνο και τον κόσμο: 

ανηφορούσαν σιωπηλοί στα βράχια
να πιουν στου θάρρους την πηγή· μα κι άλλες
παλιές ψυχές αρίθμητες, μα κι άλλες
παλιές ψυχές τη νύχτα οπού γεμίζουν
― τί τώρα είν’ πιότεροι οι νεκροί κι απ’ όλους
της γης τους ζωντανούς―, που από τη ζέστα
της σιωπηλής καρδιάς μας τραβηγμένες,
καθώς οι πεταλούδες απ’ τις φλόγες
τραβιώνται των κεριών, να ξεκινάνε
τις νιώθω από παντού, κι αφήστε τις
 να φτάσουνε ώς εδώ, ν’ απλοχερίσουν
αόρατες σε τούτο το τραπέζι του Πλούτωνα...*

Ετσι επέρασε ο Αύγουστος. Μπήκαμε στο φθινόπωρο.




ΤΑ ΙΔΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΙΔΙΑ ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΙΚΑ,
ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ

Ξαναγράψε τα. Αλλιώς, πάλι, τα ίδια... 

Γράφω λοιπόν ξανά: Ποτέ δεν τελειώνει η συγκίνηση ενός τραπεζιού με φίλους, αυτός είναι ο πολιτισμός μας ο κυτταρικός, ο πολιτισμός του πλατωνικού Συμπόσιου, των επιγραμμάτων, της τάβλας και της ταβέρνας, του γαμήλιου και του νεκρόδειπνου, ένα τραπέζωμα είναι η ζωή, με αλκοολικούς ατμούς και διαχύσεις αισθημάτων, με γενεές διαδόχων, με ψάρι του πένθους και πιλάφι του γάμου, με α­-γκαλιές ανοιχτές τα σπίτια των κουμπάρων και των προσφιλών, με την Ακρόπολη να στέφει το Σπίτι των Δείπνων και των Πανσελήνων, τις Καρυάτιδες καλόγνωμες να παραστέκονται και να σκορπάνε ευζωΐα και αγάπη. 

Γράφω λοιπόν για ώρες αττικές και ώρες κυκλαδίτικες, για ώρες μεσσηνιακές, κυπριακές, μακεδονίτικες και ηπειρώτικες, για ώρες αρχαίες μεσογειακές που σκάνε παφλάζοντας στο 2009 απαράλλαχτες, σε αστικά σπίτια φθινοπωρινά πλάι σε οθόνες plasma με μεζέδες εκλογών, ώρες των φίλων και των οικείων, των τωρινών και των ερχόμενων, και των κεκοιμημένων, Γιώργου του γιατρού και Δημήτρη του εμπόρου, καλόγνωμων συνδαιτυμόνων που τους θυμάμαι πάντα με τραπεζώματα στα ζεστά τους σπίτια των Εξαρχείων, ανθρώπους θυμόμαστε πάντα, χαμόγελα, φωνασκίες, χωρατά, πρόσωπα, πρόσωπα, πρόσωπα ανθρώπων, άνθρωποι είναι τα τραπέζια, τα δείπνα, τα τσιμπούσια, οι μυστικές αυλές και οι μεταφυσικές ταράτσες, τα ραχατλίδικα σαλόνια με πούρα κι αποστάγματα, τα καλβαντός, οι γυναίκες μας λεπτές αισθαντικές, και ο αυτοσαρκασμός εκείνο τον τρομερό Δεκέμβρη με λαμπαδιασμένο δέ­ντρο και προσέκο, με no future χού­-ντις και μελαγχολική ανάκληση Saint-Juste και Sans-Culottes, πρόσωπα, άνθρωποι, ομιλίες και συναναστροφές. Γύρω από τραπέζια. 

Γύρω από κάθε τραπέζι κουβαλάμε τον παρόντα βίο και τα φορτία μνήμης, χωνεμένα, αχώνευτα, αχνά, μισοσβησμένα, έτοιμα ωστόσο πάντα να αποδώσουν τον ηλεκτρισμό τους, να φωτίσουν και το τραπέζι μας το τωρινό σαν να ’ναι τελευταίο. Σε κάθε τραπέζι έρχεται υπόκωφα το αθηναϊκό γκιουβέτσι του Παπαδιαμάντη και του παιδικού Πειραιά, τσου­γκρίσματα σε βαφτίσια, κλαρίνα και βιολιά, ροκιές ρομαντικές, αστική ευωχία και λυμένες γραβάτες, ασπρόμαυρες φωτογραφίες και μεθυσμένα βίντεο, θραύσματα και αποσπάσματα μιας ζωής μονταρισμένης με λαχάνιασμα, με κρίσιμα κενά, με κενά που συμπληρώνονται μόνο εκεί, γύρω απ’ το τραπέζι, με φλας μνημονικά, με ανασυνθέσεις, με επανεγγραφές, με προς στιγμήν ολόκληρες εικόνες ζωηρές, που ύστερα ξανασβήνουν αλλιώτικες πια, ύστερα: αφού αφήσεις πια το τραπέζι. 

Γράφω λοιπόν για το Μεγάλο Τραπέζι, αυτό που στήθηκε πριν από αιώνες πολλούς και το βρήκαμε εμείς στρωμένο, καθίσαμε νήπια και θα σηκωθούμε μια για πάντα. Το Μεγάλο Τραπέζι απαρτίζεται από πολλά μικρά τραπέζια, αρίφνητα, πολλά μικρά φιλμάκια η ζωή του καθενός, και τους χωράει όλους τους ανθρώπους της ζωής μας, χωράει κι όσους μακρινούς ευλόγησαν τα τραπέζια με το παράδειγμά τους. Τα έχει όλα το Τραπέζι το Μεγάλο, αισθήματα, ουλές, προίκες, δόξες, καημούς κι απωθημένα· κι όλα γλυκαίνουν, μαλακώνουν, μεταμορφώνονται ωραία και ίπτανται πάνω από ποτήρια και ευχές, πειράγματα και παλλιλογίες.

Τα ίδια και τα ίδια λέμε, κι όλο διαφορετικά, τα ίδια πάντα, και πάντα ζωογόνα. Τα ίδια και τα ίδια, παρηγορητικά. Γύρω από το τραπέζι. 



ΒΑΘΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ

Στοιχηθείτε.

Σε ποια τραπέζια καταλήγουμε αργά τη νύχτα, με ποιους στοιχιζόμαστε, για να κορέσουμε την πείνα, θερισμένοι από αλκοόλ ή ξέπνοοι από δουλειά; Στα μικροσκοπικά τραπέζια των μπαρ και των μπιστρό, που ξενυχτάνε και περιμένουν τις παρέες της στιγμής. Σαν νυχτοπεταλούδες φτάνουμε, από επαγγέλματα της νύχτας ή από εφηβική συνήθεια, ξενύχτηδες κατά συρροήν, αναζητώντας μακαρονάδα, σούπα, ένα κρέας, ζεστό ψωμί, ένα μπουκάλι δροσερό κρασί, έναν ακόμη γύρο μπέρμπον.

Όλα χωράνε στα μικρά τραπέζια. Ποτά, ψωμιά, σαλάτες, τσιγάρα, κινητά. Όλοι χωράνε. Μες στους ατμούς του αλκοόλ, βαθιά μέσα στη νύχτα, κανείς δεν περισσεύει. Η ευφυΐα υποχωρεί, οι λαμπερές ατάκες αργοσβήνουν, το θέατρο και η ταινία, τα επαγγελματικά, το θάψιμο, όλα υποχωρούν, και στο τραπεζάκι ανεβαίνουν λόγια ελαφρά και βαθιά, λόγια ελευθερωμένα από το οινόπνευμα, ελαφρά και ριψοκίνδυνα, λόγια που γιατρεύουν και πληγώνουν.

Σκιρτούν τα σώματα μες στο ντεκόρ, σκιρτούν ακόμη και στομωμένα απ’ τη μέθη, ραγίζουν καρδούλες στο μπαρ Ξενύχτης, τα εξατμισμένα αισθήματα σμίγουν με τους καπνούς, παλαιές γνωριμίες αναθερμαίνονται, σπιθίζουν και κρατούν όσο κρατήσει αυτό το τραπεζάκι.

Ο πιο βουλιμικός ή πιο ουισκοθερισμένος ορμάει πρώτος στο ζεστό φαΐ, αναστενάζει, και σιγαλά ευλογάει. Τούτο το φαΐ ενώνει περισσότερο απ’ όλα, είναι η κυριακάτικη εστία των εκτροχιασμένων, είναι η λοιδωρία του γκουρμέ, είναι φαγάκι υποστύλωσης και παρηγοριάς, είναι η αποθέωση του ό,τι-να-ναι, είναι το λάθος ανώτερον της τέχνης.

Στο ημίφως δεν διακρίνεις τις nuances, δεν ξεχωρίζεις μουσικές, απολαμβάνεις το μουρμουρητό της όποιας παρέας σου ’τυχε, νιώθεις τη ζεστή μπουκιά να αργοκυλά και σφίγγεις όποιο φυλαχτό είν’ εύκαιρο: κλειδί σπιτιού, κινητό, αναπτήρα, ζεστό χέρι. 
Κρατιέσαι απ’ την ανάμνηση, μιας βότκας, ενός στίχου ριγμένου στον δρόμο σαν ψωμί, από του Τέλλου Αγρα μια στροφή, κι από ’να καλοκαίρι του Μολύβου.

Γυρνούν τις καρέκλες ανάποδα, χαμηλώνει η αόριστη μουσική (σαν ν’ άκουσα «Wild is the wind»), φώτα αναβοσβήνουν φευγαλέα. Να πληρώσουμε. Να βγούμε στ’ αγιάζι ― «χαράζει στήθος βαθύ περιστεριού».


Ζωγραφική: Μανώλης Ζαχαριουδάκης

* Οι στίχοι στον «Μετεωρισμό Αυγούστου» προέρχονται από τον «Ελληνικό Νεκρόδειπνο» του Άγγελου Σικελιανού.

Ο Νίκος Ξυδάκης είναι από σήμερα αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού.

Γιώργος Κορδομενίδης: Intercity 57, 27 Ιαν. 2015



Στη Θεσσαλονίκη είχε έναν τυπικό «καιρό Θεσσαλονίκης». Εκνευριστικό ψιλόβροχο, σκοτεινός ουρανός, πολλή κίνηση στους δρόμους. 

Μόλις ανέβηκα και τακτοποίησα τα πράγματά μου (το φωτογραφικό τριπόδι κάτω από τα καθίσματα ― μόνο να μην το ξεχάσω εκεί), ένας άγνωστος αριθμός στο κινητό, μια άγνωστη φωνή στο τηλέφωνο, με γύρισε σχεδόν 40 χρόνια πίσω. Ένας συσστρατιώτης είχε διαβάσει το κείμενό μου «Πρωτοχρονιά στην υπερυψωμένη» και έψαξε, βρήκε τον αριθμό μου (!) και πήρε να μου πει μια καλημέρα. Το επώνυμό του δεν μου έλεγε τίποτε. Αλλά ήξερε ―και θυμόταν― ονόματα άλλων συσστρατιωτών και φίλων (όπως του «Γερμανού» Μιχάλη Βάνη ― καλή του ώρα όπου και να βρίσκεται), θυμόταν ποια πυροβολαρχία διοικούσα (!)... 

Στο απέναντι κάθισμα, ένας αντιπαθητικός μεσήλικας, στα χρόνια μου πάνω-κάτω (αλλά πώς γίνεται και οι πιο πολλοί συνομήλικοι στα μάτια μου φαντάζουν ... γέροι;) είχε απλώσει επεκτατικά τα πόδια του, σαν να μου έλεγε «άλλαξε θέση, εγώ κάθισα πρώτος». Του έκανα τη χάρη και μετακόμισα σε ένα άλλο, εντελώς άδειο κουπέ. Ωραία ήταν, μέχρι που ανέβηκε (από την Κατερίνη;) μια νέα κοπέλα, κάτι είπα, άρχισε να κελαϊδάει κοινοτοπίες για την πολιτική κατάσταση στηριγμένες στις βλακείες που λένε τα κανάλια, ούτε εκεί μπορούσα να μείνω, επέστρεψα στην αρχική μου θέση. 

Ταξίδεψα βασανιζόμενος από έναν επίμονο βήχα (πρέπει να κόψω επειγόντως το κάπνισμα!). Ο βήχας δεν με άφησε ούτε να κοιμηθώ, εκτός από λίγο ίσως. Κατάφερα να δω μια ωραία ταινία: The Skeleton Twins. Μόνον αυτήν, σε ένα ταξίδι πεντέμισι ωρών. Γιατί, ναι, αυτή τη φορά το τραίνο έφτασε στην Αθήνα ακριβώς στην ώρα του. 

Καθώς πλησιάζαμε στην πόλη, ένας τρυφερός ήλιος στη δύση του μου θύμισε τη διαφορά κλίματος και ατμόσφαιρας μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αθήνας.


Νίκος Ξυδάκης: ένας πολιτισμένος για το Πολιτισμού!



της ΝΑΤΑΛΙ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

πηγή: http://www.e-tetradio.gr

«Να γράψουμε για τον Νίκο; Μωρέ μήπως φανεί σαν γλείψιμο μόλις ανέλαβε…». Ε, ναι. Κάπως λειτούργησαν τα παλιά μου αντανακλαστικά κι ας θέλω να ελπίζω πώς η πιο αρνητική τους πλευρά θα λειτουργεί πια όλο και λιγότερο έτσι, μια που εύχομαι να εκλείψουν τα πλονζόν και τα «τρουπώματα» (που έλεγε κι η Βασιλειάδου). 
Φρέσκια κυβέρνηση, φρέσκα πρόσωπα, μακάρι και φρέσκα ήθη. Και όχι. Δεν θα φανεί γλείψιμο εάν επισημάνουμε ένα αυτονόητο. Ο ΝίκοςΞυδάκης είναι ο πρώτος επικεφαλής του χαρτοφυλακίου Πολιτισμού εδώ και χρόνια που έχει σχέση και γνώση του αντικειμένου του.

Η επιλογή του ως φήμη είχε διεγείρει αυτά τα παλιά μου αντανακλαστικά που λέγαμε κι ένα 24ωρο πριν από την επίσημη ανακοίνωση της ανάληψης από τον ίδιο της θέσης του αναπληρωτή υπουργού Πολιτισμού. «Και για το Πολιτισμού ποιος ακούγεται;» ρώτησα ένα φίλο, πιο ενημερωμένο… «Ο Ξυδάκης» μου απάντησε. «Μακάρι αλλά…too good to be true», σχολίασα συνηθισμένη από κυβερνητικές επιλογες στις οποίες το αυτονόητο υπήρχε για να ανατρέπεται! Καμιά φορά μάλιστα δεν υπήρχε καθόλου…

Διότι τις περισσότερες φορές τα τελευταία χρόνια το υπουργείο Πολιτισμού αντιμετωπίστηκε σαν ένα δευτεροκλασάτο κυρίως υπουργείο το οποίο έλυνε τα χέρια των ιθυνόντων που ήθελαν να τακτοποιήσουν όποιο στέλεχος περίσσευε της επιλογής τους-κι ας μην είχε αυτό ιδέα από πολιτισμό (λέγε με π.χ. Πάνο Παναγιωτόπουλο). Με τη σειρά του ο υπουργός έφτανε χαρούμενος αντιμετωπίζοντας το ΥΠΠΟ ως ένα εύκολο και άνετο κυβερνητικό «θέρετρο» όπου οι ιθύνοντες απολαμβάνουν πρώτες θέσεις στα θεάματα (αν πατάνε βεβαίως), εύκολα φλας και συγχρωτισμό με τους χαριτωμένους και ιδιόρρυθμους καλλιτέχνες. Εκ των υστέρων όταν ανακάλυπτε την έλλειψη κονδυλίων από τα ταμεία του υπουργείου, αλλά και τα τεράστια κονδύλια που αφορούσαν τον πολιτισμό και πηγαινοέρχονταν πιο άνετα από ό,τι άλλα ποσά σε άλλα υπουργεία (αφού είπαμε ο πολιτισμός αντιμετωπιζόταν συνήθως ακόμα κι από τη δημοσιογραφία ως το ιλουστρασιόν, ναζιάρικο παραπαίδι), τις καυτές πατάτες, τις… χαριτωμένες και ιδιόρρυθμες ίντριγκες, τις αδικίες, τα πρόσωπα-κλειδιά, τα πρόσωπα-νονούς, τα τεράστια προβλήματα και δη τα οικονομικά της συντριπτικής πλειονότητας των κρατικών πολιτιστικών φορέων, την προαιώνια υπουργική διαμάχη του… αρχαίου πολιτισμού με τον σύγχρονο, ήταν συνήθως αργά. Ηταν ώρα να παραδώσει ο υπουργός τη θέση του έχοντας εν τω μεταξύ κατορθώσει να καταφέρει με τις αποφάσεις του σε πολλές περιπτώσεις καίρια πληγματα στον χώρο. Μερικοί βεβαια είχαν θράσος όπως ο Γιώργος Βουλγαράκης που άσχετος μπήκε στο ΥΠΠΟ, άσχετος βγήκε αλλά στο ενδιάμεσο συνέγραψε και πόνημα με τις απόψεις του για τον πολιτισμό!

Να τέλος πάντων γιατί το όνομα του Ξυδάκη συνοδεύτηκε τουλάχιστον από έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Και όχι μόνον. Από χαρά!

Δεν ξέρω τι περιθώρια δράσης θα έχει ο Ξυδάκης σ΄ ένα υπουργείο ελάχιστων κονδυλίων και τεράστιων προβλημάτων (η τύχη του Μεγάρου, τα εγκαίνια του ΕΜΣΤ, η μετακόμιση της Λυρικής στο Φάληρο είναι μόνον η κορυφή του παγόβουνου). Εύχομαι να έχει τουλάχιστον το περιθώριο να ακολουθήσει τη δική του εμπειρία, γνώση και ενστικτο περισσότερο και πολύ λιγότερο εκείνο το κείμενο των βασικών πολιτιστικών αρχών του ΣΥΡΙΖΑ που σε πολλές περιπτώσεις «έμπαζε» και έπασχε (το παραδέχονταν κατ΄ ιδίαν τραβώντας τα μαλλιά τους πολλά στελέχη του κόμματος).


Αυτό που ξέρω περισσότερο είναι τι άνθρωπος είναι ο Ξυδάκης. Είναι π.χ .ένας δημοσιογράφος που έχει διανύσει χιλιόμετρα στον κανιβαλιστικό χώρο μας διατηρώντας την αξιοπρέπεια και την καλή του φήμη. Ότι είναι ένας κορυφαίος αρθρογράφος με το μοναδικό προνόμιο να συνδυάζει στον λόγο του μία επί της ουσίας ποιητικότητα με μία επί της ουσίας γνώση και καταννόηση του σύγχρονου κόσμου. Συναίσθημα-ορθολογισμός σημειώσατε Χ. Παράδοση-σύγχρονος κόσμος σημειώσατε Χ. Γνώση, ψυχραιμία, εμπειρία, νηφαλιότητα. Αισθητική. Αυτό που έλειπε περισσότερο από το υπουργείο Πολιτισμού. Αισθητική. Μακάρι, μακάρι, μακάρι να τα καταφέρει. Τα προσόντα τα έχει. Εάν τον αφήσουν (έσωθεν και έξωθεν παράγοντες) μπορεί να τα καταφέρει.
«Να γράψουμε για τον Νίκο; Μωρέ μήπως φανεί σαν γλείψιμο μόλις ανέλαβε…». Ε, ναι. Κάπως λειτούργησαν τα παλιά μου αντανακλαστικά κι ας θέλω να ελπίζω πώς η πιο αρνητική τους πλευρά θα λειτουργεί πια όλο και λιγότερο έτσι, μια που εύχομαι να εκλείψουν τα πλονζόν και τα «τρουπώματα» (που έλεγε κι η Βασιλειάδου).  - See more at: http://www.e-tetradio.gr/article/11788/Nikos-KSudakis-enas-politismenos-gia-to-Politismou#sthash.izwpk8K9.Y8QYMRLT.dpuf
«Να γράψουμε για τον Νίκο; Μωρέ μήπως φανεί σαν γλείψιμο μόλις ανέλαβε…». Ε, ναι. Κάπως λειτούργησαν τα παλιά μου αντανακλαστικά κι ας θέλω να ελπίζω πώς η πιο αρνητική τους πλευρά θα λειτουργεί πια όλο και λιγότερο έτσι, μια που εύχομαι να εκλείψουν τα πλονζόν και τα «τρουπώματα» (που έλεγε κι η Βασιλειάδου).  - See more at: http://www.e-tetradio.gr/article/11788/Nikos-KSudakis-enas-politismenos-gia-to-Politismou#sthash.izwpk8K9.Y8QYMRLT.dpuf

25.1.15

Γ. Κοντογιώργης: Το ελληνικό πείραμα και οι εκλογές της 25 Ιανουαρίου



Στις 25 Ιανουαρίου η Ελλάδα θα έχει καθόλες τις ενδείξεις μια νέα κυβέρνηση. Η ιδέα μιας κυβέρνησης Σύριζα δημιουργεί ανάμεικτα συναισθήματα απέχθειας, οργής, ανησυχίας στην πολιτική Ευρώπη και στον κόσμο των αγορών. Για την ελληνική κοινωνία αποτελεί ένα αναγκαίο κακό, εάν αναλογισθούμε ότι μόλις πριν από λίγες εβδομάδες σε έρευνα του Ευρωβαρόμετρου το 91% δηλώνει ότι απορρίπτει πλήρως το πολιτικό/κομματικό σύστημα, ενώ στο μέσον της καταστροφής το κόμμα αυτό δεν καταφέρνει να συγκεντρώσει πάνω από το 33% της χρήσιμης ψήφου του εκλογικού σώματος.

Από την αρχή της κρίσης δεν έπαψα να επισημαίνω -και από αυτήν εδώ την εφημερίδα- ότι η ελληνική κρίση παρουσιάζει μια ιδιαιτερότητα: Είναι βαθιά πολιτική, οφείλεται στην προ-πολιτική φύση του νεοτερικού πολιτικού συστήματος, με το οποίο συζεί η κοινωνία. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι εξολοκλήρου υπεύθυνο γι'αυτήν. Η διεθνής κρίση απλώς εξέθεσε την κομματοκρατία και έβαλε την χώρα σε νέες περιπέτειες.

Όμως, από τη στιγμή που η ελληνική κομματοκρατία έριξε την χώρα βορά στην "τρόικα", οι δυνάμεις που διαμορφώνουν την βούλησή της, εξαπέλυσαν εναντίον της κοινωνίας μια επιθετική πολιτική, η οποία συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά της βαρβαρότητας: οδήγησε στην ανεργία και στην εξαθλίωση τεράστια στρώματα του πληθυσμού, υπέταξε τη χώρα σε ένα καθεστώς απροσχημάτιστης κατοχής, κατήργησε ως προς αυτήν το ευρωπαϊκό κεκτημένο, το κράτος δικαίου και πρόνοιας, έθεσε στο περιθώριο σημαίνουσες διαστάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, απαξίωσε το ίδιο το Σύνταγμα και ευτέλισε τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Ο ωμός εκβιασμός μετονομάσθηκε "συμφωνία", η συστηματική αποδόμηση της παραγωγικής δομής της χώρας σε "μεταρρύθμιση", η καταφρονητική αλαζονεία σε "αλληλεγγύη", η λεηλασία του ιδιωτικού και του εθνικού πλούτου σε "εσωτερική υποτίμηση".  

Εντέλει, στα μάτια μιας ολόκληρης κοινωνίας η έννοια του "μνημονίου" κατέληξε να ισοδυναμεί με την δεδηλωμένη πρόθεση των "εταίρων" να την ταπεινώσουν, να της αποστερήσουν την αξιοπρέπεια, να την "χαλιναγωγήσουν". Στο πλαίσιο αυτό, όχι μόνο ταύτισαν την κοινωνία με τους εσωτερικούς της δυνάστες, τους φορείς της κομματοκρατίας, αλλά και την ενοχοποίησαν με έναν ρατσιστικό ορυμαγδό "ιδιοτήτων" που προφανώς άφηναν ρητά να εννοηθεί ότι προσιδιάζουν μόνο στους Έλληνες. Στο όνομα της δήθεν τιμωρίας των "πολυ-απατεώνων" Ελλήνων, η "τρόικα" συμμάχησε στενά με εκείνους που οργάνωσαν την απάτη εις βάρος της κοινωνίας και οδήγησαν τη χώρα στην καταστροφή, προκειμένου να επιβάλει το καθεστώς της.



Εάν παρατηρήσει κανείς το "μεταρρυθμιστικό" πρόγραμμα της "τρόικας" θα διαπιστώσει ότι το "λογαριασμό" κλήθηκαν να πληρώσουν εξ ολοκλήρου τα θύματα της κομματοκρατίας. Οι πυλώνες που οδήγησαν στην κρίση σταδιακά από τη 10ετία του 1980 δεν αγγίχθηκαν στο παραμικρό. Αναφέρομαι στο πολιτικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένου και του πολιτικού προσωπικού, στο κράτος (δημόσια διοίκηση κλπ) και στους νόμους που οικοδομούν την διαπλοκή και τη διαφθορά. Όλα τα σκάνδαλα αμνηστεύθηκαν, η νομοθεσία που θέτει το πολιτικό προσωπικό υπεράνω του νόμου, στο απυρόβλητο, παραμένει στη θέση της, για να συνεχίζει ανενόχλητο να λεηλατεί το δημόσιο αγαθό, η μεγάλη φοροδιαφυγή του παρελθόντος και του παρόντος έμεινε ανέγγιχτη. Όλα παραμένουν στη θέση τους για να θυμίζουν στην κοινωνία ότι την "τρόικα" δεν την ενδιαφέρει η διάσωση της χώρας, αλλά η νομή της.

Είναι προφανές ότι το "άγγιγμα" του πολιτικού συστήματος θα αποστερούσε την "τρόικα" από την δυνατότητά της να ελέγξει ολοκληρωτικά την χώρα και θα έφερνε στο προσκήνιο τις ευθύνες χωρών, ιδίως της Γερμανίας (αλλά και πολλών άλλων) που βασίστηκαν ακριβώς στην ελληνική κομματοκρατία και στους διαπλεκόμενους με αυτήν νομείς του δημόσιου αγαθού, για να λεηλατήσουν τη χώρα. Για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος της διαπλοκής αυτής αρκεί να επικαλεσθώ μια έρευνα η οποία απέδειξε ότι εάν ο πλούτος που παρήχθη στη χώρα και αυτός που εισήχθη από το εξωτερικό (την ελληνική ναυτιλία, την Ευρωπαϊκή Ένωση κλπ) επενδύετο παραγωγικά, η Ελλάδα θα κατείχε μια από τις υψηλότερες θέσεις στην Ευρώπη. Τούτο αποδεικνύει προφανώς ότι η υπερχρέωση του κράτους έγινε προκειμένου να ικανοποιηθεί η ακόρεστη βουλιμία των εσωτερικών και εξωτερικών δυναστών της. Περιττεύει να πω ότι οι συνεργάτες των Γερμανών (της Ζήμενς κλπ) στη διαφθορά είτε φυγαδεύτηκαν στη Γερμανία, η οποία τους παρέχει πλήρη προστασία, είτε αμνηστεύθηκαν με "νόμους" της βουλής, μαζί με την εγχώρια πολιτική τάξη. Παρόλ'αυτά, ο βιασμός μιας ολόκληρης κοινωνίας, βαφτίσθηκε σε θυσίες, προφανώς για να εμφανισθεί ως συναινούσα στον βιασμό της.



Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η ελληνική κοινωνία στοχοποίησε εξ αρχής το πολιτικό σύστημα για την κρίση. Αποδόμησε τα κόμματα εξουσίας, αρνούμενη να δώσει εκλογική ηγεμονία ακόμη και σε πολιτικές δυνάμεις που δεν μετείχαν ιστορικά στην άμεση άσκησή της. Και τούτο διότι και αυτά, όπου βρέθηκαν σε θέσεις εξουσίας ή επιρροής (λχ ο Σύριζα στα πανεπιστήμια ή σε επιχειρήσεις του Δημοσίου), πολιτεύθηκαν πανομοιότυπα, ενώ η όλη πολιτική τους συμπεριφορά στη διάρκεια της κρίσης δεν έπεισε την κοινωνία ότι επιδιώκουν την υπέρβαση του συστήματος. Άλλωστε, η πολιτική των ισορροπιών που ακολούθησε η ηγεσία του Σύριζα στο εσωτερικό του κόμματος, η διατήρηση σε καίριες θέσεις των αμφιλεγόμενων στελεχών της εποχής που η δύναμή του δεν υπερέβαινε το 4%, ή άλλων που αναζήτησαν στέγη εξουσίας μετά την κατάρρευση του Πασόκ, ο φόβος της να ανοιχθεί στις υγιείς όσο και προοδευτικές δυνάμεις της κοινωνίας, εξηγεί γιατί στο μέσον της καταστροφής, το κόμμα αυτό διατηρεί μια μειοψηφική θέση στο σύνολο εκλογικό σώμα και κινδυνεύει να μην συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Η διαφαινόμενη εκλογική υπεροχή του Σύριζα οφείλεται βασικά στην απόρριψη των κομμάτων που υιοθέτησαν τον "μνημονιακό" λόγο και όχι γιατί το πρόγραμμά του εμπνέει την κοινωνία.

Εντούτοις, η ψήφος στον Σύριζα έρχεται να αναδείξει την άλλη πλευρά της ελληνικής κοινωνίας. Οι Έλληνες με την ψήφο τους θέλουν να υποδείξουν με ρητό τρόπο ότι η πολιτική Ευρώπη υπερέβη τα όρια των ανοχών τους. Παρόλο ότι στις δημοσκοπήσεις δηλώνουν μια σαφή φιλοευρωπαϊκή προτίμηση, προσέρχονται στις κάλπες με την πρόθεση να διακηρύξουν ότι δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους σε μια Ευρώπη που προτάσσει το συμφέρον των αγορών υπεράνω εκείνου των κοινωνιών, που στερεί τους λαούς της από το όραμα της ελευθερίας, της ευημερίας και της ισότητας που εγγράφεται στα θεμέλιά της, που της στέρησε την αξιοπρέπεια και την μεταχειρίζεται όχι ως εταίρο αλλά ως παρία της Ένωσης. Να δηλώσουν με απλό τρόπο ότι εάν έπρεπε να μπει η χώρα στην Ε.Ε. για να υποταχθεί στο γερμανικό ράιχ -μετά από μια χωρίς προηγούμενο αντίσταση κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου-, να στερηθεί ότι κατέκτησε ήδη πριν από την είσοδό της σ'αυτήν, να υποστεί απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό ανάλογο εκείνου της γερμανικής κατοχής, να σύρεται ταπεινωμένη στο περιθώριο, είναι έτοιμοι να πουν το μεγάλο "όχι ευχαριστώ, δεν θα πάρω. Αρκετά". Η πρωτοφανής ταπεινωτική μεταχείριση στην οποία υποβάλλεται καθημερινά από τους υπαλλήλους της "τρόικας" η χώρα είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού: την μια ημέρα το κοινοβούλιο ψηφίζει έναν νόμο και οι υπάλληλοι της "τρόικας" με ένα φαξ τον ακυρώνουν. Όταν τους επισημαίνεται η ασύμμετρη ανθρωπιστική κρίση στην οποία υπέβαλαν την ελληνική κοινωνία, αυτοί απαντούν ότι τους ενδιαφέρουν μόνο οι "δικοί" τους αριθμοί. Από την μια ομολογούν οι ίδιοι ότι το μείγμα της πολιτικής που ακολουθούν απέτυχε παταγωδώς και από την άλλη το αιτιολογούν με το επιχείρημα του "εικονικού πνιγμού". 

Κατά τούτο, η άνοδος, καθόλες τις ενδείξεις, του Σύριζα στην εξουσία, δεν αποτελεί επιλογή της ελληνικής κοινωνίας. Είναι ευθέως υποπροϊόν της συγκεκριμένης διαχείρισης της κρίσης, δηλαδή του βιασμού της κοινωνίας από τις δυνάμεις που κινούν τα νήματα της νέας Ευρώπης. Η διαφαινόμενη πλειοψηφία του πρέπει να αποδοθεί ευρέως στην σύνθεση ενός "αντι-μνημονιακού λόγου" και μιας υπόσχεσης ότι θα αγωνισθεί για την αποκατάσταση της εθνικής αξιοπρέπειας μέσα στην πολιτική Ευρώπη. Από την άλλη, η "ριζοσπαστική" ρητορική του Σύριζα επέτρεψε στην κοινωνία να συνειδητοποιήσει ότι η υπερφίαλη αλαζονεία των ηγεμόνων της Ευρώπης, που διακινούν το λεγόμενο Grexit, αποτελεί μια μεγάλη μπλόφα που αποσκοπεί να την τρομάξει και να εκβιάσει το εκλογικό αποτέλεσμα. Όχι μόνο διότι δεν είναι θεσμικά εφικτό αλλά και θα αποτελέσει την θρυαλλίδα για το ξήλωμα της Ένωσης. Άλλωστε, αντιμέτωπη με τη λαιμαργία της "τρόικας", που δεν έχει τέλος, ήταν εύκολο να συναγάγει ότι, μην έχοντας εφεξής να χάσει πολλά πράγματα, η δύναμή της είναι ακαταμάχητη. Ιδίως, από τη στιγμή που η καταστροφή συνδυάζεται με την καθημερινή δοκιμασία στην εθνική της αξιοπρέπεια. Την εκρηκτική αυτή δύναμη, που προικίζει με "αλόγιστη" αντίσταση την κοινωνία, αμέλησε να συνεκτιμήσει στη διαχείριση του ελληνικού προβλήματος η αλαζονεία του ηγεμόνα.



Εν ολίγοις, στο ελληνικό πρόβλημα συναντώνται δύο μείζονος σημασίας παράμετροι, που εάν δεν ληφθούν υπόψιν έγκαιρα, θα σημάνουν πολλά δεινά για την Ευρώπη. Αφενός, το γεγονός ότι η Γερμανία, στη φιλοδοξία της να μεταβάλει τα θεσμικά και αξιακά θεμέλια της πολιτικής Ευρώπης, εξακολουθεί να μην έχει αίσθηση των ορίων της δύναμης. Το σύνδρομο αυτό, που υπονόμευσε στο παρελθόν το εγχείρημά της να ηγεμονεύσει στην Ευρώπη, επανέρχεται σήμερα, με δραματικό τρόπο, θέτοντας σε κίνδυνο συγχρόνως το ευρώ και την συνοχή της Ε.Ε. Η ίδια θα είχε ηγεμονεύσει ήδη στην Ευρώπη, εάν γνώριζε πού να σταματήσει. Και αφετέρου, ότι η συνεκτική δύναμη του ελληνισμού, που τροφοδοτεί την αντίσταση της ελληνικής κοινωνίας, κάθε φορά που βάλλεται η θεμέλια βάση της ύπαρξής της. Ο συνδυασμός τους, μπορεί να αποτελέσει μια πολιτική "βόμβα μεγατόνων" εάν δεν απασφαλισθεί στον παρόντα χρόνο. Μια κυβέρνηση Σύριζα οφείλει να αποτελέσει την ευκαιρία προς την κατεύθυνση αυτή.
Έλεγα σε άρθρο μου, στην εφημερίδα αυτή, ότι οι Έλληνες έχουν την ικανότητα "να διαχέουν το πρόβλημά τους στην 'αυλή' των καταπατητών της ελευθερίας της". Εάν η κυβέρνηση Σύριζα ακούσει τη φωνή της κοινωνίας, είναι βέβαιο ότι το δίλημμα που θα τεθεί στην πολιτική Ευρώπη θα είναι απλό: Ή η Ελλάδα θα ανακτήσει τη θέση της ως εταίρου στο κοινό ευρωπαϊκό σπίτι ή θα συμπαρασύρει μαζί της και τους υβριστές της. Υπό τις παρούσες συνθήκες η Ελλάδα δεν μπορεί να πέσει μόνη της. Εκείνοι που ξορκίζουν το πρόβλημα με τη διακίνηση της απειλής ενός "Grexit" είναι καλό να συνεκτιμήσουν τις συνέπειες ενός τέτοιου εγχειρήματος. Με διαφορετική διατύπωση, θέλω να υποσημειώσω ότι όσοι επέλεξαν της Ελλάδα ως "παράδειγμα" για να επιβάλλουν την ηγεμονία τους στην Ευρώπη, προτάσσοντας ως σκοπό της Ένωσης το συμφέρον των αγορών, και να καταλύσουν ό,τι οι λαοί τους επέτυχαν σε διάστημα δύο αιώνων, καλούνται να αντιληφθούν έγκαιρα ότι ίππευσαν σε λάθος άλογο.

Η πολιτική Ευρώπη ή θα προσέλθει σε ένα νέο πολιτικό συμβόλαιο, που θα επαναφέρει ως σκοπό της πολιτικής τις κοινωνίες ή δεν θα υπάρξει. Το ελληνικό πρόβλημα είναι από τη φύση του μεταδοτικό, επειδή συναντώνται σ'αυτό ένας "κακός ασθενής" με ένα οικουμενικό ζήτημα που αγγίζει την καρδιά του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Στην Ελλάδα καταπατείται βίαια το αξιακό και το πολιτειακό σύστημα της Ευρώπης, του ίδιου του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα εγγράφεται ως καταισχύνη στον ευρωπαϊκό πολιτισμό, και μπορεί να συγκριθεί μόνο με τη ναζιστική θηριωδία.

Υπό την έννοια αυτή, η εκλογή του Σύριζα δεν πρέπει να εκληφθεί ως μια νίκη της Αριστεράς. Αποτελεί πράξη αντίστασης στην κακή τροπή που επήρε το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και, κυριολεκτικά, στην οπισθοδρόμηση, σε μια εποχή που οι θιασώτες των Φώτων ήρθαν αντιμέτωποι με τη μεσαιωνική βαρβαρότητα, με πρόταγμα τη μετάβαση στον ανθρωποκεντρικό πολιτισμό και στο βάθος στη δημοκρατία. Η Ευρώπη χρειάζεται επειγόντως να εισέλθει σε έναν νέο "αιώνα των Φώτων", που θα την μεταθέτει στο μέλλον, με πρόσημο την πρόοδο. Πριν είναι πολύ αργά.

Σε τελική ανάλυση, εάν τώρα δεν επανέλθει η φρόνηση στη διαχείριση των ευρωπαϊκών πραγμάτων, όσοι νομίζουν ότι ελληνικό εγχείρημα τους προσφέρει τη μοναδική ευκαιρία να σιγάσουν την αμφισβήτηση στην Ευρώπη, εκτιμώ ότι σφάλλουν βαριά. Διότι, όπως είναι γνωστό, το νέο, που λυτρώνει τις κοινωνίες και οδηγεί τις εξελίξεις προς το μέλλον, αναδύεται μόνο μέσα από τον ανθρώπινο πόνο. Και το μέλλον είναι βέβαιο ότι ανήκει στις κοινωνίες των πολιτών, όχι στους Ολιγάρχες. Κατά τούτο, οι εραστές μιας νέας βαρβαρότητας για την Ευρώπη έχουν "κοντά πόδια".

Σε κάθε περίπτωση, εκτιμώ ότι με την άνοδο του Σύριζα στην εξουσία τα πράγματα θα οδηγηθούν σε μια "συναντίληψη" με την πολιτική Ευρώπη, που δεν θα αγγίζει τις προτεραιότητές της, θα αφήνει όμως ανοιχτό στο μέλλον το θεμελιώδες διακύβευμα. Εντέλει, οι αγορές δεν φοβούνται τον Σύριζα αλλά μια τυχόν οργανική συνάντησή του με την συλλογική βούληση της κοινωνίας. Ο Σύριζα, ως εκ της φύσεώς του, δεν είναι βέβαιο ότι θα επιδιώξει τη συνάντηση αυτή. Διαφορετικά θα έχει περιορισμένες αντοχές έναντι μιας πολιτικής Ευρώπης με σημαντικές ικανότητες να απορροφά τους κραδασμούς. Η τελευταία, έχει ήδη αρχίσει να εξοικειώνεται με την ιδέα μιας "συμφωνίας" που θα της επιτρέψει να ενδύσει το "αποτέλεσμα" του εγχειρήματός της στην Ελλάδα, με νομιμοποίηση, αφήνοντάς τον να εμφανισθεί ως λυτρωτής στα μάτια της ελληνικής κοινωνίας.

23.1.15

Ίταλο Καλβίνο: Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου



Ίταλο Καλβίνο

Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου

Mετάφραση: Τόνια Τσίτσοβιτς-Radin

Αθήνα, Εκδόσεις Κριτική 2012, 111 σελίδες

ΙSBN 9789602187654


Ο Italo Calvino παρουσιάζει με το γνωστό διορατικό, καυστικό και συναρπαστικό του ύφος το πάντα επίκαιρο θέμα της ψηφοθηρίας και της νοθείας στην πιο ακραία τους μορφή, συμπυκνώνοντας σε λίγες σελίδες διαχρονικές αλήθειες.

Βράδιαζε. Το «αποσπασμένο τμήμα» εξακολουθούσε να διασχίζει τους θαλάμους: γυναικείους αυτή τη φορά. Για να συλλέξουν τα ψηφοδέλτια, γυρνούσαν από κρεβάτι σε κρεβάτι μ’ εκείνα τα παραβάν που έπρεπε να μετακινούν κάθε φορά. Δεν είχαν τελειωμό… «Τελειώσατε, κυρία; Μπορούμε να έρθουμε να μαζέψουμε;» Η καημενούλα απ’ την άλλη μεριά του παραβάν μπορεί και να ψυχορραγούσε. «Κλείσατε το ψηφοδέλτιο; Ναι;» Έβγαζαν το παραβάν: Το ψηφοδέλτιο ήταν ακόμη εκεί, διπλωμένο, λευκό ή με μία μουτζούρα, με μερικές μπερδεμένες γραμμές…
Ο Αμερίγκο επαγρυπνούσε… Από τη στιγμή που είχε νιώσει λιγότερο ξένος απέναντι σ’ εκείνους τους δυστυχισμένους, η αυστηρότητα του πολιτικού του ρόλου τού είχε γίνει επίσης λιγότερο ξένη. Θα ‘λεγε κανείς ότι σ’ εκείνον τον πρώτο θάλαμο ο ιστός που τον κρατούσε τυλιγμένο σ’ ένα είδος παραίτησης είχε σκιστεί, και τώρα ένιωθε νηφάλιος, σαν να του ήταν όλα πια ξεκάθαρα, σαν να κατανοούσε τι έπρεπε ν’ απαιτεί κανείς από την κοινωνία και τι αντίθετα δεν έπρεπε να απαιτεί, μα ήταν αναγκαίο να φτάσει σ’ αυτό το συμπέρασμα μόνος του, αλλιώς ήταν ανώφελο.


Ο Αμερίγκο Ορμέα, μέλος κάποιου αριστερού κόμματος, ορίζεται αντιπρόσωπος σ’ ένα εκλογικό κέντρο, προπύργιο των χριστιανοδημοκρατών: ένα εκκλησιαστικό ίδρυμα για ανίατους ασθενείς και άτομα με ειδικές ανάγκες. Η πλήρης εξάρτησή τους από το προσωπικό και τη διεύθυνση του ιδρύματος μετατρέπει αυτούς τους ανθρώπους σε εύκολα θύματα της πιο αναίσχυντης πολιτικής εκμετάλλευσης, εμπλέκοντάς τους σε μια αντιπαράθεση που ούτε τους ενδιαφέρει ούτε τους αφορά πραγματικά. Τα όσα βλέπει και ακούει τη μέρα εκείνη ο Ορμέα τον χαράζουν βαθιά και τον οδηγούν σε δρόμους και λύσεις που δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Μια αληθινή, στην ουσία της, ιστορία με φανταστικούς πρωταγωνιστές, βασισμένη στην εμπειρία του Calvino.


Κριτική παρουσίαση από την Όλγα Σελλά (Η Καθημερινή, 28.4.2012)

«Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου»

«Θυμόταν την εμφάνιση των ανθρώπων εκείνου του καιρού, που έμοιαζαν όλοι εξίσου φτωχοί και που έμοιαζαν να ενδιαφέρονται περισσότερο για τις γενικές παρά για τις ιδιωτικές υποθέσεις. Θυμόταν τις πρόχειρες έδρες των κομμάτων, γεμάτες καπνό, γεμάτες από τον θόρυβο των στυλογράφων, των ατόμων των τυλιγμένων μέσα στα παλτά τους, που συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλο σε εθελοντικό ενθουσιασμό (κι αυτά ήταν όλα αληθινά, αλλά μόνο τώρα, μετά από τόσα χρόνια, εκείνος μπορούσε να τα δει, να σχηματίσει μια εικόνα, ένα μύθο). Σκέφτηκε ότι μόνο εκείνη η νεογέννητη δημοκρατία μπορούσε ν' αξίζει να λέγεται δημοκρατία. Ηταν εκείνη η αξία που αναζητούσε άδικα πριν λίγο μέσα στη μετριότητα των πραγμάτων και δεν την έβρισκε. Γιατί εκείνη η εποχή είχε πια περάσει και σιγά σιγά είχε ξαναγυρίσει για να καταλάβει το πεδίο η γκρίζα σκιά της γραφειοκρατίας, ο παλιός διαχωρισμός σε διοικητές και διοικούμενους, ίδιος πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το φασισμό».

Είναι απόσπασμα από ένα βιβλίο που είχε γίνει βιβλίο αναφοράς τη δεκαετία του '80.
«Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου» γράφτηκε από τον Ιταλο Καλβίνο το 1963, πριν από 49 χρόνια, και θέμα του είχε τη νοθεία, τη γραφειοκρατία και την ψηφοθηρία. Από τις εκδόσεις «Κριτική» είχε κυκλοφορήσει σ' εκείνη την πρώτη έκδοση του 1988, από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησε ξανά, σε μετάφραση Τόνιας Τσίτσοβιτς-Radin.

Φαινόμενο άλλων εποχών η νοθεία, φαινόμενο κάθε εποχής η ψηφοθηρία, το μικρό αφήγημα του Ιταλο Καλβίνο, «Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου» είναι ίσως το πιο ταιριαστό ανάγνωσμα και γι' αυτές τις προεκλογικές μέρες. Μέσα από την ιστορία του Αμερίγκο Ορμέα, μέλος ενός αριστερού κόμματος, ορίζεται εκλογικός αντιπρόσωπος σ' ένα εκλογικό κέντρο που είναι προπύργιο των Χριστιανοδημοκρατών. Παρότι μας χωρίζουν αρκετά χρόνια από το 1963 που γράφτηκε, ίσως ανακαλύψουμε ότι ο τρόπος που πολιτεύονται τα κόμματα, αλλά ίσως και ότι ο τρόπος με τον οποίο οι πολίτες συμμετέχουν στη δράση των κομμάτων να μην απέχει πολύ από εκείνη την εποχή. Μ' ένα επιπλέον κίνητρο: ότι χάρη στις εκλογές θα έχουμε διαβάσει μερικές σελίδες καλής λογοτεχνίας, θα έχουμε παρακολουθήσει τα συναισθήματα των ανθρώπων, τους φόβους τους και τον «προαιώνιο» αγώνα των κομμάτων για να κερδίσουν ψηφαλάκια με κάθε τρόπο! Και τι περίεργο; Και τότε, όπως και σήμερα, αρκετοί ήταν εκείνοι που αναζητούσαν τις αξίες και τα ήθη άλλων εποχών και με θλίψη έβλεπαν άλλες αξίες να έχουν καταλάβει τη θέση των παλιών.


«Υπήρχε η συνήθεια ανάμεσα στους οπαδούς της αντιπολίτευσης να θεωρείται καλό σημάδι η βροχή την ημέρα των εκλογών», λέει ο Ιταλο Καλβίνο στην αρχή του βιβλίου. Για να δούμε, θα βρέχει στις 6 Μαΐου;

Ο συγγραφέας

Ο Ίταλο Καλβίνο (1923-1985) γεννήθηκε στην Κούβα, αλλά σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε με τους γονείς του στην Ιταλία. Το 1943 προσχωρεί στους παρτιζάνους της ιταλικής αντίστασης. Πρωτοεμφανίστηκε στα ιταλικά γράμματα το 1947 με το μυθιστόρημα "Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές" με θέμα την Αντίσταση, θέμα που πραγματεύεται και στο επόμενο βιβλίο του, μια συλλογή από διηγήματα με γενικό τίτλο "Τελευταίο έρχεται το κοράκι". Ακολουθεί η τριλογία που τον έκανε διάσημο, τρία σύντομα μυθιστορήματα που συνθέτουν τον κύκλο "Οι πρόγονοί μας: Ο διχασμένος υποκόμης", "Ο αναρριχώμενος βαρόνος" και "Ο ανύπαρκτος ιππότης". Ακολουθεί, το 1956, μια συλλογή ιταλικών λαϊκών παραμυθιών που μετέγραψε ο συγγραφέας με τον τίτλο "Ιταλικοί μύθοι", ενώ δυο χρόνια αργότερα εκδίδει τα "Διηγήματα", συλλογή που περιέχει και την πολύ γνωστή ενότητα διηγημάτων "Οι δύσκολοι έρωτες". Ακολουθούν δύο σύντομα μυθιστορήματα, το "Μαρκοβάλντο ή οι εποχές στην πόλη" και το "Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου" (1963) που ολοκληρώνουν τη "νεορεαλιστική" του φάση. Το 1965 και το 1967 εκδίδει δύο συλλογές "φανταστικών" διηγημάτων με τίτλους "Τα κοσμοκωμικά" και "Ταυ με μηδέν", ενώ το 1969 εκπλήσσει όλο τον κόσμο με το "Κάστρο των διασταυρωμένων πεπρωμένων". Ακολουθούν τα έργα "Οι αόρατες πόλεις" (1972), "Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης" (1979) και "Πάλομαρ" (1983). Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν τα έργα "Κάτω απ' τον ιαγουάρο ήλιο", "Σχετικά με το παραμύθι" (δοκίμιο), "Αμερικανικά μαθήματα" (δοκίμιο), "Ο δρόμος του Σαν Τζιοβάνι", "Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς" (δοκίμιο) και "Πριν να πεις "εμπρός"".