31.3.18

Γιατί δεν πρέπει να αλλάζουν τα ονόματα των δρόμων της πόλης




γράφει η Ελένη Χοντολίδου
Στη μνήμη της μητέρας μου που έμπαινε στο ταξί
και έλεγε: Κισσάβου, ε, Πολωνίας,
ε, Πρίγκηπος Νικολάου, ε, Σβώλου!

Με αφορμή την τελευταία αλλαγή ονομασίας δρόμου η οποία προτάθηκε από την Ε΄ Κοινότητα του Δήμου Θεσσαλονίκης και πυροδότησε συζήτηση μεγάλης διάρκειας, έντασης και κοινοτυπίας στο δημοτικό συμβούλιο, θα ήθελα να κάνω κάποιες παρατηρήσεις.
Η ανάγνωση και ερμηνεία της ιστορίας είναι υποκειμενική και βαθιά ιδεολογική. Επιπλέον, γράφεται πάντοτε από τους νικητές, οι οποίοι προχωρούν ενίοτε και σε βαρβαρότητες. Μία από αυτές είναι η μαζική αλλαγή ονομάτων δρόμων (συνοικία βαρώνου Χιρς), πλατειών, χωριών (στα σλαβομακεδόνικα χωριά) κ.ο.κ., αλλά και ανθρώπων (μαζικές βαφτίσεις Αλβανών μεταναστών).
Τα δημοτικά συμβούλια σε μία δημοκρατική χώρα δεν έχουν καμιά δουλειά να κάνουν ιδεολογικές συζητήσεις, που είναι, κατά την ταπεινή μου άποψη, μικρο-μεγαλισμοί αχρείαστοι. Δεν είναι αρμοδιότητά τους και δεν έχουν τα προσόντα να το κάνουν. Η ιστορία και η επιστημολογία της δεν είναι και δεν μπορεί να είναι αντικείμενο συζήτησης στα δημοτικά συμβούλια. Ο καθένας στη μικρή μας πόλη ξέρει ποιος ήταν, με ποιον και τι έκανε στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και στον εμφύλιο. Η ιστορία παράγεται από ιστορικούς και ελέγχεται στις δημοσιεύσεις, στα συνέδρια, στα επιστημονικά fora.
Εν προκειμένω, η οδός Χρυσοχόου (στρατιωτικού στους κρίσιμους καιρούς και μάρτυρα υπεράσπισης του … Μέρτεν [!] στη δίκη του) μετονομάστηκε σε οδό Αλμπέρτου Ναρ! Εάν δεν ήταν σοβαρό, θα έλεγα ότι είναι ένα πολύ κακόγουστο αστείο. Αντιπαραθέτουμε έναν ευγενή διανοούμενο με έναν στρατηγό που υπήρξε εχθρός του; Μετά από 70 χρόνια σιγής της πόλης και των θεσμών της απέναντι στους εβραίους, ερχόμαστε τώρα να αντιπαραθέσουμε στα θύματα τους θύτες! Ωραία τιμή, μα την αλήθεια.
Οι ιστορικοί του ΚΙΘ, όπως και όλοι οι ιστορικοί, ερευνούν, κατανοούν και γράφουν. Δεν υπάρχει μία μοναδική ερμηνεία της ιστορίας, καθώς αυτή ως επιστήμη είναι βουτηγμένη στην ιδεολογία. Οι δρόμοι και οι ονομασίες τους είναι ένας μικρός θεσμός που σχετίζεται με τη μνήμη. Πολλές μικρές ιστορίες· ιστορίες παραφροσύνης, πολλές φορές. Σβήνουμε κεφάλαια της ιστορίας επειδή διαφωνούμε; Όχι! Η αλλαγή στην ονομασία των δρόμων είναι μία βίαιη πράξη από όποιον κι αν γίνεται, από εμάς που είμαστε πάντοτε οι καλοί είτε από τους άλλους που είναι πάντοτε οι … κακοί! Είναι μία μικρή παραχάραξη της ιστορίας της πόλης και της μνήμης της. Υπάρχει η δυνατότητα οι αλλαγές αυτές να γίνονται αενάως. Λ.χ., ας υποθέσουμε πως ο επόμενος δήμαρχος Θεσσαλονίκης είναι από τους νικητές, αυτούς που έγραψαν την ιστορία. Τι επιχειρήματα θα έχουμε εάν αλλάξει και πάλι το όνομα της οδού Αλμπέρτου Ναρ; Η εάν δοθεί το όνομα του Χρυσοχόου σε άλλον δρόμο;


Οι μόνες, κατά την ταπεινή μου άποψη, επιτρεπόμενες πρακτικές είναι οι εξής δύο:
1. Δίνουμε ονόματα ανθρώπων που θέλουμε να τιμήσουμε εκεί όπου δεν υπάρχει όνομα (βλ. πλατεία Μανόλη Αναγνωστάκη).
2. Επαναφορά ονομασίας και διαγραφή με κόκκινη διαγώνιο εκεί όπου διεπράχθη έγκλημα (βλ. περίπτωση συνοικίας Βαρόνου Χιρς, υπόσχεση του Δημάρχου).
Οι δρόμοι πρέπει να μείνουν ως έχουν για να μας θυμίζουν αυτό που ήμασταν. Και ήμασταν πολύ, μα πάρα πολύ και πολλοί συντηρητικοί. Κάψαμε τους πολύτιμους φακέλους σε μία στιγμή αφροσύνης, που ακόμα την πληρώνουμε ερευνητικά αλλά και προσωπικά. Ας μην επαναλάβουμε το λάθος μας. Ας μην αναμοχλεύουμε τα εμφύλια πάθη και τα τραύματά μας. Ας μην παραχαράσσουμε τη μνήμη της πόλης. Έχουμε να ασχοληθούμε με πολύ σοβαρότερα πράγματα.

26.3.18

Philip Kerr (22.2.1956-13.3.2018)



γράφει η Αθηνά Καλαϊτζόγλου

Δεν θα μάθουμε ποτέ αν πεθαίνει ο Μπέρνι Γκούντερ. Θα παραμείνει ζωντανός μέσα στα βιβλία του Philip Kerr, που άφησε τα εγκόσμια στις 23 Μαρτίου, σε ηλικία μόλις 62 χρόνων. Ήταν ο πιο γνωστός ήρωάς του, με αυτόν ταυτίστηκε τόσο πολύ, είχαν την ίδια ηλικία, μπορούσε λοιπόν να τον περιγράψει πιο εύκολα, όπως είχε πει άλλωστε και σε συνεντεύξεις του. Όλο τον άφηνε και όλο γυρνούσε σ’ αυτόν. Ακόμη και το τελευταίο βιβλίο του, που ήταν έτοιμο να κυκλοφορήσει επίσημα στις 3 Απριλίου, έχει πάλι ήρωα τον Μπέρνι Γκούντερ. Διαδραματίζεται μάλιστα στην Ελλάδα. Ο τίτλος του: «Greek bearing gifts» ― σε ελληνική απόδοση: «Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες».
Την αγάπησε την Ελλάδα ο Kerr, αλλά και το ελληνικό αναγνωστικό τον αγάπησε επίσης. Είκοσι δύο από τα τριάντα και πλέον βιβλία του συγγραφέα έχουν μεταφραστεί στη γλώσσα μας. Του άρεσε να κάθεται στο ρουφ γκάρντεν του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία» και να αγναντεύει τον ορίζοντα και την Ακρόπολη. Και στη Θεσσαλονίκη πήγε· της επιφύλαξε μάλιστα μία ιδιαίτερη τιμή στο τελευταίο βιβλίο του, το οποίο έχει να κάνει με την εξόντωση των εβραίων της πόλης. Ας ευχηθούμε να μεταφραστεί και αυτό στα ελληνικά.
Τα βιβλία του Σκωτσέζου συγγραφέα έχουν πολλή ιστορία, αλλά δεν τα χαρακτηρίζεις ιστορικά. Έχουν αστυνομική πλοκή, αλλά ούτε και αστυνομικά τα λες. Αυτό πιθανόν να είναι και το μυστικό της επιτυχίας τους. Ο συνδυασμός των δύο, η εμμονή του Kerr με τη ναζιστική Γερμανία, η υποβόσκουσα υπόμνηση της ανατριχιαστικής αναβίωσης πολιτικών και συμπεριφορών στο σήμερα, το κοινωνικό του σχόλιο, με μια γλώσσα πάλλουσα, και το βιτριολικό χιούμορ του ήρωά του, προεξοφλούσαν τη συνταγή για την υψηλή αναγνωσιμότητα των βιβλίων του. «Συχνά μοιάζει να γράφω για το παρελθόν, στη ουσία ωστόσο επιχειρώ να ερμηνεύσω το παρόν», έχει πει. Πιθανόν, γιατί, όπως έχει επισημάνει, «Δεν υπάρχει τίποτα πιο απρόβλεπτο από το μέλλον. Μόνο η εκ των υστέρων γνώση μάς επιτρέπει να διακρίνουμε τα όποια επαναλαμβανόμενα μοτίβα». Γι’ αυτό και φρόντιζε πάντα να κάνει έρευνα προτού γράψει μια ιστορία, ακόμη ακόμη να επισκέπτεται και τις πόλεις όπου εκτυλίσσεται, για να έχει σαφή εικόνα.
Πίστευε ότι η λογοτεχνία έχει να πει ενδιαφέροντα πράγματα για την ιστορία. «Οι ιστορικοί το φοβούνται αυτό. Νιώθουν ότι δεν μπορείς να πεις κάτι αν δεν το έχεις επιβεβαιώσει από κάποια ιστορική πηγή. Οι ιστορικοί μισούν εμάς τους μυθιστοριογράφους, επειδή μπορούμε να πηγαίνουμε σε μέρη στα οποία δεν έχουν πρόσβαση. Το υλικό μου τους ενοχλεί, ακριβώς επειδή ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Επειδή συμπληρώνει κάποια ιστορικά κενά. Η μεγάλη, η υψηλή λογοτεχνία είναι κάτι περισσότερο από το να πεις μια ιστορία. Είναι φιλοσοφία. Τις περισσότερες φορές είμαι ένας μυθιστοριογράφος. Αλλά στοχεύω σ’ εκείνες τις λίγες στιγμές που νιώθω φιλόσοφος. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η στιγμή που η λογοτεχνία γίνεται φιλοσοφία. Όταν αρθρώνεται κάτι καθολικό για την ανθρώπινη κατάσταση.»
Έχει γράψει όμως και παιδικά βιβλία. Θεωρώντας ότι είναι «το ελιξήριο της αέναης νιότης». Πριν από τέσσερα χρόνια αποφασίζει και στρέφεται σε έναν άλλον κόσμο, του ποδοσφαίρου, με φόντο πάντα μια αστυνομική ιστορία. Γιατί; «Πρώτον, γιατί όλα τα βιβλία για το ποδόσφαιρο ήταν βαρετές και δυσανάγνωστες αυτοβιογραφίες πρώην παικτών και προπονητών. Και δεύτερον, γιατί κανείς άλλος δεν σκέφτηκε να γράψει κάτι αντίστοιχο. Είναι ένας συναρπαστικός κόσμος που δεν έχει εξεταστεί αρκετά στη λογοτεχνία. Διαθέτει εγκληματικότητα, ίντριγκα, πακτωλούς χρημάτων, διαφθορά». Άδικο έχει; Μάλιστα, ένα από τα βιβλία της σειράς αυτής έχει θέμα την Ελλάδα, και ως συνεπής ερευνητής ο Kerr ήρθε για να παρακολουθήσει αγώνα Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού.
Με τον Μπέρνι ξεκινήσαμε, με αυτόν θα τελειώσουμε. Τα δικαιώματα των ιστοριών του έχουν αγοραστεί από το αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο HBO και θα γυριστούν σε τηλεοπτική σειρά. Την παραγωγή έχει αναλάβει ένας ακόμη λάτρης της Ελλάδας, ο Τομ Χανκς, που φυσικά είναι φαν του Kerr!








21.3.18

Eύη Δαναδιάδου: Εαρινή περιοδεία




Άνοιξη, κι από τα ανοιχτά παράθυρα
τρυπώνουν αδιάκριτα οι ζωές των διπλανών.

― Βαρέθηκα το ίδιο τροπάριο κάθε χρόνο!
(φωνή ολόφρεσκη, κοριτσιού σαν πρωινό λουλούδι).
― Χάθηκε μια χρονιά να πάμε κι εμείς
όπως όλος ο κόσμος μια εκδρομή;
Κάθε Απρίλη φεύγεις. Με αφήνεις ολομόναχη
μην χάσεις την ηλίθια περιοδεία σου.
Να έκανες κάτι πρωτότυπο, διαφορετικό
να πω ότι το καταλαβαίνω!
Όμως κάθε χρονιά το ίδιο σκηνικό, τα ίδια μέρη,
οι ίδιοι πρωταγωνιστές, τα ίδια λόγια, λέξη προς λέξη.
Απορώ. Δεν σε βαρέθηκε ακόμα το κοινό σου;
― Μοιάζει να το έχουνε ανάγκη αγάπη μου!
(φωνή ήσυχη, άντρα νεαρού σαν βιολέτες επιτάφιου).

― Τα πήρες όλα; Πάντα αφήνεις κάτι πίσω.
― Μόνο τον έρωτά μου για εσένα.

Σιωπή… Φαντάζομαι αγκαλιές, φιλιά,
δάκρια τρυφερά αποχαιρετισμού.
Μετά, ήχος πόρτας που κλείνει
βήματα που απομακρύνονται
ξαφνικά η φωνή της, ματωμένη
σαν ρόδο εσπερινού να σκίζει το στερέωμα
― Μωρό μου! Ξέχασες το ακάνθινο στεφάνι!

[ Γεννήθηκα το 1957 στη Θεσσαλονίκη. Δεν την άφησα ποτέ. Σπούδασα νομικά στο ΑΠΘ και είμαι δικηγόρος. Έχω δύο ενήλικα αγόρια. Λατρεύω τη λογοτεχνία ως αναγνώστρια και την υπηρετώ διστακτικά ως γραφιάς. ― Ε.Δ. ]

20.3.18

Η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης στο Εντευκτήριο



Το Εντευκτήριο, για πέμπτη συνεχή χρονιά, δεν συμμετέχει στον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης, λόγω οικονομικής αδυναμίας να λειτουργήσει τον χώρο εκδηλώσεών του, το Underground Εντευκτήριο.
Συμμετέχει ωστόσο διαδικτυακά, υπενθυμίζοντας μερικά από τα βίντεο με ανάγνωση ποίησης που έχουν αναρτηθεί στο κανάλι του στο youtube. 

Θεατρικό αναλόγιο βασισμένο στο ποίημα του Κ. Π. Καβάφη «Μύρης. Μέρες του 340 μ.Χ.». Σκηνοθεσία: Γιάννης Σκαραγκάς. Χορογραφία: Ιωάννα Μήτσικα. μουσική επιμέλεια: Τέλλος Φίλης. Διαβάζουν: Δημήτρης Δασκαλόπουλος (ελληνικά), Mohammed Owda (αραβικά), Μπάμπης Ματεντζίδης (γαλλικά), Θοδωρής Τσομίδης (γερμανικά), Jan Hernik Swahn (σουηδικά), Ardian Tenko (αλβανικά), Ιωάννης Κιουρτσόγλου (βουλγαρικά), Mehmet Ali Ozçobanlar. Συμμετέχουν: Έλιο Φοίβος Μπέικο, Απόστολος Κολίτσας. Πραγματοποιήθηκε τη δεύτερη μέρα (15 Σεπτεμβρίου) της Λογοτεχνικής Σκηνής 2013, στο πλαίσιο του «Παρά θίν' αλός» του Δήμου Καλαμαριάς.



Η Κική Δημουλά διαβάζει το ποίημά της «Πέρασα> (σε εκδήλωση στο Underground Εντευκτήριο, 2008)




Ο Πάνος Θεοδωρίδης διαβάζει τρία ποιήματά του από την ανέκδοτη συλλογή «Αrabien» (2012)




Η Αλεξάνδρα Πλαστήρα διαβάζει οκτώ ποιήματά της




Κ. Π. Καβάφη, «Στον ίδιο χώρο». Ανάγνωση και βίντεο: Μάρα Τσικάρα



Δέκα ξένοι ποιητές, οικονομικοί ή πνευματικοί μετανάστες από διάφορες χώρες, παρουσιάζονται και διαβάζουν ποιήματά τους στα ελληνικά (και, ενδεικτικά, στην πρωτότυπη γλώσσα) στην εκδήλωση που οργάνωσε το περιοδικό Εντευκτήριο, σε συνεργασία με το Κέντρο Πολιτισμού της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης, το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου καθώς και το Ινστιτούτο Βιβλίου και Ανάγνωσης, στο πλαίσιο της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης (21 Μαρτίου 2007, στο «Underground Εντευκτήριο», Δεσπεραί 9, Θεσσαλονίκη).
Είναι έξι Αλβανοί ποιητές (Εβις Κάγια· Ζίκο Καπουράνι, γενν. 1951· Μπουγιάρ Μούτσα, γενν. 1959· Ανίλα Ρέζντα-Ματθαίου, γενν. 1967· Ντασνόρ Σελίμι, γενν. 1966· Μπεντρί Χότζα, γενν. 1975), ένας Αμερικανός (Ντον Σκόφιλντ, γενν. 1949), δύο Γερμανοί (Ντέρτε Κατσάκογλου· Φέλιξ Λέοπολντ, γενν. 1962), και μία Ρουμάνα (Αγκάτα Γκαμπριέλα Ντούνκα-Στεφανίδου, γενν. 1977), που ζουν τα τελευταία χρόνια στη Θεσσαλονίκη και πολλοί από αυτούς εμφανίζονται δημόσια για πρώτη φορά, καθώς είτε οι βιοποριστικές ανάγκες είτε η ιδιότητα του “ξένου” τους κρατούν μακριά από την πνευματική κίνηση. 
Την εκδήλωση ανοίγει η φωνή του Χριστόφορου Λιοντάκη, που ακούγεται ηχογραφημένος να διαβάζει το ποίημά του «Μετανάστης». Επίσης, ακούγονται ηχογραφημένοι να διαβάζουν ποιήματά τους ο Διονύσης Κυρζίδης και ο Ρομέο Τσολάκου, που ζουν στην Αθήνα. Διαβάζονται ακόμη (από τον Βασίλη Αμανατίδη), “τιμής ένεκεν”, ποιήματα του Χε Γουέι (Κίνα, 1967 - Θεσσαλονίκη, 1996), που γράφτηκαν στα ελληνικά, στη Θεσσαλονίκη.
Στη βραδιά συμμετέχει το, πολυεθνικής σύνθεσης, ερασιτεχνικό μουσικό σχήμα «Φωνές των λαών», που υφίσταται στο πλαίσιο της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης «Κοινωνική Αλληλεγγύη».
Η καταγραφή της εκδήλωσης οφείλεται στην Εριφύλη Χοντολίδου.




Η Μαρία Λαϊνά διαβάζει αποσπάσματα από το βιβλίο της «Το νόημα», που μόλις είχε κυκλοφορήσει, καθώς και παλαιότερα ποιήματα και πεζά, στη βραδιά που οργάνωσε προς τιμήν της το περιοδικό «Εντευκτήριο» στο «Underground Εντευκτήριο», Δεσπεραί 9, Θεσσαλονίκη – περιοχή Διεθνούς Εκθέσεως, στις 14 Δεκεμβρίου 2007. 
Παρεμβαίνει ο Δ. Ν. Μαρωνίτης
Η Μαρία Λαϊνά γεννήθηκε στην Πάτρα. Σπούδασε νομικά. Δούλεψε στη διαφήμιση, στην επιμέλεια βιβλίων, στη διδασκαλία γλώσσας και λογοτεχνίας σε αμερικάνικα κολέγια, σε παραγωγή και παρουσίαση ραδιοφωνικών λογοτεχνικών εκπομπών, σε γραφή σεναρίων για την τηλεόραση. Έχει εκδώσει 15 βιβλία (6 θεατρικά και 9 ποιητικές συλλογές). Της έχουν δοθεί τρία βραβεία, [Κρατικό (1993), Καβάφη και Ραδιοφώνου]. Τα θεατρικά της έχουν παιχτεί σε κεντρικές σκηνές της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και της Πάτρας. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε όλες σχεδόν τις ευρωπαïκές γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, σουηδικά, ιταλικά, ισπανικά, κ.α.). Η μετάφραση ποιημάτων της στα γερμανικά βραβεύτηκε με το βραβείο Μονάχου το 1995. Η ίδια μετέφρασε στα ελληνικά, Πάουντ, Έλιοτ, Μάνσφηλντ, Γουόρτον, Xάισμιθ, Σαρλότ Μπροντέ, Τέννεσσυ Ουίλλιαμς, Άρθουρ Μίλλερ κ.ά. To έργο της έχει παρουσιαστεί σε πανεπιστήμια και διεθνή φεστιβάλ ποίησης. 
Έχει τιμηθεί με το βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου της.




Η Ζωή Καρέλλη διαβάζει ποίησή της (ένα video του «Εντευκτηρίου», ειδική παραγωγή για τη Λογοτεχνική Σκηνή 2012.




Ο Μάνος Ελευθερίου διαβάζει για το «Εντευκτήριο» τους στίχους του για το τραγούδι «Γεύμα με τον Φραντς Κάφκα», που μελοποίησε ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας.
Οι στίχοι του τραγουδιού δημοσιεύονται στο τεύχος 104 του «Εντευκτηρίου», Ιανουάριος-Μάρτιος 2014.




Η Μπίλη Βέμη διαβάζει ποιήματά της για τη Λογοτεχνική Σκηνή 2012 (του φεστιβάλ του Δήμου Καλαμαριάς «Παρά θίν' αλός»).




Ο ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ




Ποιήματα του νέου Τούρκου ποιητή Μεχμέτ Αλί Οζτσομπανλάρ




Ο Σταύρος Ζαφειρίου, η Μαρία Καραγιάννη, ο Δημήτρης Λεοντζάκος, ο Βασίλης Αμανατίδης, ο Σάκης Σερέφας και η Δήμητρα Κατιώνη διαβάζουν ποιήματά τους στο «Underground Εντευκτήριο» (2009)




Ο Τίτος Πατρίκιος διαβάζει ποιήματά του που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Εντευκτήριο




5.3.18

Διασώζοντας τη μνήμη, καταφάσκοντας στη ζωή


«Είκοσι χρόνια μετά, μπρος στο μπλοκ που μέναμε»
Φωτογραφία και λεζάντα από το βιβλίο.
Ο Λεών Περαχιά είναι ο μεσαίος της φωτογραφίας


του Γιώργου Κορδομενίδη

Λεών Χ. Περαχιά. Μαζάλ: Αναμνήσεις από τα στρατόπεδα του θανάτου (1943-1945). Θεσσαλονίκη, [ιδιωτική έκδοση] 1990, 144 σελ.

Η αναγγελία μιας κηδείας σε τοπική εφημερίδα έκανε γνωστό τον θάνατο, σε ηλικία 79 ετών, του Λεών Χανανέλ Περαχιά, ενός από τους ελάχιστους Θεσσαλονικείς Εβραίους οι οποίοι επέζησαν από τη γενοκτονία των ναζιστικών στρατοπέδων συγκεντρώσεως.

Ο Περαχιά έφυγε πλήρης ημερών, όπως λένε σε τέτοιες περιπτώσεις, έμεινε όμως το χνάρι του: το βιβλίο του Μαζάλ: Αναμνήσεις από τα στρατόπεδα του θανάτου, που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1990, με ένα σχέδιο του Κάρολου Τσίζεκ στο εξώφυλλο και γενική επιμέλεια του Ντίνου Χριστιανόπουλου.

Είναι η προσωπική του μαρτυρία για τα οριακά γεγονότα που έζησε, βλέποντας την κάποτε ακμαία εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης να αποψιλώνεται με απίστευτη ταχύτητα και βιαιότητα, αλλά και συγγενείς, φίλους ή γνωστούς να χάνονται στη δίνη της παράλογης απανθρωπιάς που τύλιξε την Ευρώπη πριν από εξήντα χρόνια. 

Το βιβλίο του Λεών Περαχιά αναφέρεται κυρίως στη ζωή των κρατουμένων στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως Μπιρκενάου και Αουσβιτς. Η αφήγησή του ακολουθεί το ίδιο μοτίβο με τις περισσότερες αφηγήσεις επιζώντων από τη γενοκτονία του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου: σύντομη εξιστόρηση της ζωής του αφηγητή πριν από τη σύλληψή του, περιγραφή του ταξιδιού με το τρένο προς τα στρατόπεδα, αφήγηση της ζωής στα ίδια τα στρατόπεδα. Ο Περαχιά ανήκει, μαζί με τον Μαρσέλ Νατζαρή, στις ελάχιστες εξαιρέσεις, που στα κείμενά τους αναφέρονται σε γεγονότα της ελληνικής ιστορίας, όπως είναι ο ελληνοαλβανικός πόλεμος και το αντάρτικο.

Ο Περαχιά επίσης έχει το σπάνιο ταλέντο να μας κάνει εξαρχής συμπάσχοντες, καθώς μας ενώνει με μια φράση που μας περιέχει όλους, «Ο κάθε γονιός κοπιάζει και μοχθεί για τα παιδιά του», συμφιλιώνοντάς μας με την ανάγνωση ενός βιβλίου που ξέρουμε τι περιέχει: κακουχίες, εξευτελισμούς, απόλυτη βία, εκατόμβες θυμάτων με σκελετούς και στάχτες...

Η ματιά του πάνω στον κόσμο των στρατοπέδων συγκεντρώσεως δεν είναι αφελώς μανιχαϊστική: από εδώ οι εγκληματίες και από εκεί τα θύματα. Γερμανοί και έγκλειστοι μοιράζονται την ίδια κόλαση. Ο σαδισμός των πρώτων κολλάει, σαν κακιά αρρώστια, στους δεύτερους, ο χαρακτήρας των οποίων αλλοιώνεται κάτω από την ανελέητη πίεση του ενστίκτου αυτοσυντήρησης. 

Ο Περαχιά βλέπει τον γερμανικό λαό ως σύνολο αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να περιγράψει τη διαφορετική συμπεριφορά απέναντί του ενός Γερμανού αξιωματικού, με τον οποίο θα αναπτύξει την ισχυρότερη σχέση του βιβλίου. Ακόμη, κρίνει ελεύθερα τους ομοθρήσκους του, συμμερίζεται την κατακραυγή κατά του αρχιραββίνου Κόρετς και του προδότη Χασόν, αλλά και κατακρίνει την έλλειψη αντίδρασης εκ μέρους των τοπικών αρχών της Θεσσαλονίκης στις διώξεις κατά των Εβραίων συμπολιτών τους.



Η αφήγηση του Περαχιά είναι δομημένη με τέχνη, με ιδιαίτερη ικανότητα στη δημιουργία ατμόσφαιρας και στην περιγραφή χαρακτήρων, σχολιάζει στο βιβλίο της Το Ολοκαύτωμα στις μαρτυρίες των Ελλήνων Εβραίων (Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής 1993) η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, η οποία έχει μελετήσει και παρουσιάσει διεξοδικά και τεκμηριωμένα τις προφορικές και γραπτές μαρτυρίες των Ελλήνων Εβραίων. Ο συγγραφέας, συνεχίζει, επιμένει περισσότερο από τους άλλους στην προβολή μιας κεντρικής μορφής ήρωα-αφηγητή, γύρω από τον οποίο οργανώνεται η ιστορία, που περιλαμβάνει προσωπικά παθήματα αλλά και πολλά κατορθώματα. [...] Αποδίδει την επιβίωσή του όχι μόνο στην τύχη αλλά και στις δραστηριότητες που ανέπτυξε στο Αουσβιτς ως τραγουδιστής και ως πεπειραμένος εργάτης. 

Η παρουσία ενός τόνου χιούμορ στην αφήγησή του μπορεί να ερμηνευθεί ως ψυχολογικός αμυντικός μηχανισμός αλλά και ως επιθυμία του συγγραφέα να υποστηρίξει την ύπαρξη μιας θετικότητας στα σκοτεινά εκείνα χρόνια και να υπογραμμίσει τη σημασία του αγωνιστικού πνεύματος.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ότι ο Περαχιά αποδίδει ξεχωριστή σημασία στην προέλευσή του: Ελληνας από τη Θεσσαλονίκη. Αντιγράφω τη σχετική επισήμανση από άρθρο του Χρήστου Καββαδά, από τα πρώτα και λιγοστά που γράφτηκαν γι' αυτό το βιβλίο (Εντευκτήριο, τχ. 13, Δεκέμβριος 1990): Η πρώτη εκατονταρχία της νυκτερινής βάρδιας αποτελείται μόνον από Θεσσαλονικείς Εβραίους και πηγαίνει στη δουλειά τραγουδώντας [...]. Την επανάσταση στα κρεματόρια αποπειρώνται Ελληνες, και σε όλη την περιγραφή της Ελληνες αποκαλεί τους έγκλειστους ομοθρήσκους του, θεωρώντας ότι μια τέτοια υψηλή και απόκοτη πράξη είναι απαραίτητο να την αποδώσει στη γενικότερη και πιο ουσιαστική τους ιδιότητα: Αυτήν του Ελληνα. Αλλά και σε μία από τις σπάνιες φορές του βιβλίου που προβάλλει τον εαυτό του στο επίκεντρο ενός επεισοδίου προσωπικού ηρωισμού, στο τέλος και σε ερώτηση του Γερμανού Γενικού, «Οι Γραικοί είναι σαν εσένα;», θα απαντήσει: Οχι, εγώ είμαι σαν τους Γραικούς. 

Αν και ο Περαχιά δεν θέλησε ίσως να αφήσει τίποτε περισσότερο από την προσωπική του μαρτυρία, το βιβλίο του είναι γοητευτικό, καμωμένο με την ίδια επιδεξιότητα με την οποία χειριζόταν τον τόρνο... Εχει τη σφραγίδα του προσωπικού του πάθους, της αγάπης του για τη χειρωνακτική δουλειά του, για το τραγούδι, για τη ζωή. Ανοίγει, μ' αυτόν τον τρόπο, μικρές χαραμάδες που ξανοίγουν το αναπόφευκτο, βαθύ σκοτάδι: Απ' τη Θεσσαλονίκη φύγαν 19 αποστολές με ένα σύνολο 45.650 ανθρώπων. Στα στρατόπεδα ανδρών μπήκαν 6.742 άτομα και στα στρατόπεδα γυναικών 4.234. Οι υπόλοιποι εστάλησαν κατευθείαν στα κρεματόρια.

Παρά ταύτα, το βιβλίο του είναι μια επίμονη κατάφαση ζωής, μιας ζωής κερδισμένης σίγουρα με τύχη αλλά και με βαρύ, δύσκολο, ανυποχώρητο αγώνα. 

[Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αγγελιοφόρος της Κυριακής, 26.9.1999]