Η γραφή του Κουτσί προσφέρει πάντα πολύ λεπτή ευχαρίστηση, είτε στις
αυτοβιογραφικές αφηγήσεις είτε στα καθεαυτού μυθιστορήματα του. Η
οξυδέρκεια δεν του αφαιρεί τον ανθρωπισμό. Χιούμορ και επιείκια για το
ανθρώπινο είδος και τις αδυναμίες του διαπνέουν τη γραφή του. Καθόλου
δεν μοιάζει με τον σαρκασμό του Ουελμπέκ, που σίγουρα δεν συστήνεται για
διάβασμα σε μεγάλες δόσεις.
Πριν προλάβω να σκεφτώ τι ώθησε τον Κουτσί να γράψει αυτό το βιβλίο, πέρα από την ιδέα ότι τον διασκέδαζε ή τον παρηγορούσε σχεδόν διαστροφικά, όπως όταν παιδιά ονειρευόμαστε να βλέπαμε από κάπου την κηδεία μας, σαν τον Τομ Σώγερ, είχα πιάσει και το δεύτερο ‘μετά θάνατον’ βιβλίο, του Ουελμπέκ. Δεν το έκανα επίτηδες, τυχαία έπεσα σε δυο βιβλία που είχαν κατά κάποιο τρόπο την ίδια οπτική. Εδώ ο ήρωας είναι ένας ζωγράφος που κάνει το πορτραίτο του Ουελμπέκ σε κάποια φάση της καλλιτεχνικής του πορείας. Συναντάει έναν άνθρωπο απολύτως απομονωμένο και δυστυχή, που με δυσκολία σέρνει στο τέλος της κάθε μέρα, και ο οποίος κάποια στιγμή βρίσκεται δολοφονημένος στο σπίτι του με τρόπο νοσηρότατο. Ο αστυνόμος ο οποίος αναλαμβάνει την υπόθεση και δεν την ξεδιαλύνει, γίνεται κι ο ήρωας του τρίτου μέρους. Κουρασμένος, πικραμένος, και χορτάτος όπως ο ζωγράφος και όπως όλοι οι προηγούμενοι ήρωες του βιβλίου και των περισσότερων βιβλίων του Ουελμπέκ, μας βομβαρδίζει με τα συνήθη μηδενιστικά του αποφθέγματα, τόσο μανιακά, που είπαμε, πρέπει να διαβάζεται σε μικρές δόσεις. Η ανθρώπινη πρόοδος, οι δυτικές κοινωνίες, όλα τα πράγματα για τα οποία οι άνθρωποι μοχθούν απλώς επιτείνουν τη δυστυχία τους. Εντάξει, ως φιλοσοφική άποψη δεν είναι πρωτότυπη, αλλά οι ειδικοί επί των πραγμάτων στοχασμοί έχουν διεισδυτικότητα, χιούμορ και πίκρα. Υπάρχει μια υπερβολική δόση πίκρας. Ομολογώ ότι δεν καταφέρνω συχνά να τελειώνω τα βιβλία του, και υποπτεύομαι ότι αυτό το κατάφερα όχι επειδή σκοτώνει τον εαυτό του με φριχτό τρόπο μέσα, αλλά επειδή μεγαλώνοντας εκνευρίζομαι κι εγώ λιγότερο εύκολα, και μπορώ να απολαύσω ακόμα τον ευφυή σαρκασμό ακόμα και κάποιου που καταντά να θυμίζει επαρχιώτη γυμνασιάρχη ο οποίος θρηνεί νυχθημερόν τις χαμένες αξίες.
Τελειώνοντας και το δεύτερο βιβλίο αναρωτήθηκα πάντως αν ο καθένας από τους δύο έμαθε ότι ο άλλος είχε ένα παρόμοιο εύρημα και πώς του φάνηκε. Να την πούμε φαινόμενο αυτή τη σύμπτωση, ή να μη δώσουμε σημασία; Αυτοί οι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους συγγραφείς μοιάζει σα να βάλθηκαν ταυτόχρονα να μας πείσουν για το πόσο άχαρη είναι η δουλειά τους και πόσο πρέπει να αποφεύγουμε να γνωρίσουμε από κοντά ανθρώπους σαν αυτούς. Εμένα τα κατάφεραν να με πείσουν. Αν αποφασίσω ποτέ να απολαύσω τη συντροφιά ενός ανθρώπου που με γοήτευσε η γραφή του, θα προσπαθήσω να βρω κάποιο ακόμα γραφτό του.
Πριν προλάβω να σκεφτώ τι ώθησε τον Κουτσί να γράψει αυτό το βιβλίο, πέρα από την ιδέα ότι τον διασκέδαζε ή τον παρηγορούσε σχεδόν διαστροφικά, όπως όταν παιδιά ονειρευόμαστε να βλέπαμε από κάπου την κηδεία μας, σαν τον Τομ Σώγερ, είχα πιάσει και το δεύτερο ‘μετά θάνατον’ βιβλίο, του Ουελμπέκ. Δεν το έκανα επίτηδες, τυχαία έπεσα σε δυο βιβλία που είχαν κατά κάποιο τρόπο την ίδια οπτική. Εδώ ο ήρωας είναι ένας ζωγράφος που κάνει το πορτραίτο του Ουελμπέκ σε κάποια φάση της καλλιτεχνικής του πορείας. Συναντάει έναν άνθρωπο απολύτως απομονωμένο και δυστυχή, που με δυσκολία σέρνει στο τέλος της κάθε μέρα, και ο οποίος κάποια στιγμή βρίσκεται δολοφονημένος στο σπίτι του με τρόπο νοσηρότατο. Ο αστυνόμος ο οποίος αναλαμβάνει την υπόθεση και δεν την ξεδιαλύνει, γίνεται κι ο ήρωας του τρίτου μέρους. Κουρασμένος, πικραμένος, και χορτάτος όπως ο ζωγράφος και όπως όλοι οι προηγούμενοι ήρωες του βιβλίου και των περισσότερων βιβλίων του Ουελμπέκ, μας βομβαρδίζει με τα συνήθη μηδενιστικά του αποφθέγματα, τόσο μανιακά, που είπαμε, πρέπει να διαβάζεται σε μικρές δόσεις. Η ανθρώπινη πρόοδος, οι δυτικές κοινωνίες, όλα τα πράγματα για τα οποία οι άνθρωποι μοχθούν απλώς επιτείνουν τη δυστυχία τους. Εντάξει, ως φιλοσοφική άποψη δεν είναι πρωτότυπη, αλλά οι ειδικοί επί των πραγμάτων στοχασμοί έχουν διεισδυτικότητα, χιούμορ και πίκρα. Υπάρχει μια υπερβολική δόση πίκρας. Ομολογώ ότι δεν καταφέρνω συχνά να τελειώνω τα βιβλία του, και υποπτεύομαι ότι αυτό το κατάφερα όχι επειδή σκοτώνει τον εαυτό του με φριχτό τρόπο μέσα, αλλά επειδή μεγαλώνοντας εκνευρίζομαι κι εγώ λιγότερο εύκολα, και μπορώ να απολαύσω ακόμα τον ευφυή σαρκασμό ακόμα και κάποιου που καταντά να θυμίζει επαρχιώτη γυμνασιάρχη ο οποίος θρηνεί νυχθημερόν τις χαμένες αξίες.
Τελειώνοντας και το δεύτερο βιβλίο αναρωτήθηκα πάντως αν ο καθένας από τους δύο έμαθε ότι ο άλλος είχε ένα παρόμοιο εύρημα και πώς του φάνηκε. Να την πούμε φαινόμενο αυτή τη σύμπτωση, ή να μη δώσουμε σημασία; Αυτοί οι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους συγγραφείς μοιάζει σα να βάλθηκαν ταυτόχρονα να μας πείσουν για το πόσο άχαρη είναι η δουλειά τους και πόσο πρέπει να αποφεύγουμε να γνωρίσουμε από κοντά ανθρώπους σαν αυτούς. Εμένα τα κατάφεραν να με πείσουν. Αν αποφασίσω ποτέ να απολαύσω τη συντροφιά ενός ανθρώπου που με γοήτευσε η γραφή του, θα προσπαθήσω να βρω κάποιο ακόμα γραφτό του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου