29.4.14

Ο οικουμενικός ποιητής Κ. Π. Καβάφης: θεατρικό αναλόγιο


Το θεατρικό αναλόγιο «Ο οικουμενικός ποιητής Κ. Π. Καβάφης», βασισμένο στο ποίημα του Αλεξανδρινού «Μύρης. Αλεξάνδρεια, 340 μ.Χ.», ήταν για μένα από τις πιο σημαντικές και συγκινητικές στιγμές της φετινής διοργάνωσης του φεστιβάλ Λογοτεχνική Σκηνή, στο πλαίσιο του «Παρά θίν' αλός» του Δήμου Καλαμαριάς. 




Ευχαριστώ για μία ακόμη φορά, και δημόσια, τον Γιάννη Σκαραγά (Gianni Skaragas), που μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα υλοποίησε τόσο πετυχημένα μια αχνή αρχική ιδέα. Φυσικά και όλους τους άλλους συντελεστές (Ιωάννα Μήτσικα, Tellos Filis, Δημήτρη Δασκαλόπουλο, @Moha Owda, Babis Matentzidis, Θοδωρή Τσομίδη, Ioannis Kiourtsoglou,Jan Henrik SwahnArdian Tenko και Mehmet Ali Özçobanlar Hadjidakis, που υπηρέτησαν με τόσο ενθουσιασμό την πρότασή μας για τον οικουμενικό Καβάφη. Ευχαριστώ και τον Κώστας Εφραιμίδης για την υποδειγματική βιντεοσκόπηση.


Γιώργος Κορδομενίδης

Δείτε το βίντεο:



28.4.14

Η Βασιλική Χρίστου γράφει για «Τα μηχανάκια του Μανόλη», του Γιαν Χένρικ Σβαν


της Βασιλικής Χρίστη

πηγή: http://www.diavasame.gr


Μνήμη Γιώργου Πιπερόπουλου

Ο Μανόλης είναι ένας ηλικιωμένος κτίστης και ζει σε ένα ελληνικό νησί (αν και η λέξη Ελλάδα ποτέ δεν αναφέρεται στο μυθιστόρημα). Βρίσκεται στο πέμπτο μηχανάκι – αν είχε πάρει γάιδαρο, θα ήταν στον τρίτο. Χρειαζόταν ένα μεταφορικό μέσο για να πηγαίνει στις δουλειές του, από τη μία μέχρι την άλλη άκρη του χωριού (ήταν καλός κτίστης, αν και τώρα η δουλειά έχει πέσει), και από το καφενείο του Γιάννη στο καλύβι του πάνω στον λόφο. Ο Μανόλης είναι παντρεμένος κι έχει ένα σπίτι στο χωριό, όπου μένει με τη γυναίκα του.

Τα μηχανάκια του Μανόλη βρίσκονται παραταγμένα στην πίσω αυλή. Τα ανταλλακτικά τους κρέμονται στις ελιές – γιατί; «Α, ναι, θυμάται. Γιατί όταν στεκόταν σε κάποια απόσταση, τα διαφορετικά κομμάτια ενώνονταν και δημιουργούσαν ένα σύνολο. Το μηχανάκι των ονείρων του. Κάποια μέρα θα αναστηθεί και αυτό. Κάποια μέρα θα ακουστεί ένας ήχος σαν θρόισμα μέσα από το καλύβι, όταν παξιμάδια, βίδες, ελατήρια, μπουζιά, κεφαλές κυλίνδρων και βαλβίδες αρχίσουν να βγαίνουν από τα κουτιά και τα συρτάρια και, με έναν σχεδόν ανεπαίσθητο ήχο σαν κροτάλισμα, μετακινηθούν το ένα πίσω από το άλλο, σαν καραβάνι, προς τη μεριά του κήπου» (σελ. 55-56).


Ο Γιαν Χένρικ Σβαν διαβάζει σελίδες
από Τα μηχανάκια του Μανόλη
στη Λογοτεχνική Σκηνή του Παρά θίν' αλός
(Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβριος 2013)
Φωτογραφία: Χάρης Μαρκίδης

Ο Μανόλης θα μπορούσε κάλλιστα να πάρει έναν γάιδαρο για να κάνει τις δουλειές του. Αλλά διάλεξε μηχανάκι. Και στον γιο του πήρε, με τις οικονομίες του, αυτοκίνητο. Χάθηκε σε μια στροφή, έπεσε σε έναν γκρεμό ή: «Ίσως να μην υπήρχε κανένας γκρεμός. Ίσως να υπήρχε ένα δέντρο ή ο τοίχος κάποιου σπιτιού. Έτσι, το αυτοκίνητο συμπιέστηκε σαν ακορντεόν∙ ένα ακούρδιστο ακορντεόν που διαμαρτύρεται με θυμό, που ένας τεράστιος, κτηνώδης μουσικός έχει βγάλει από το φυσερό του όλον τον αέρα» (σελ. 58).

Αλλά ο Μανόλης έχει επίσης έναν άλλο Μανόλη, πολλούς Μανόληδες, αυτόν που πήρε γάιδαρο αντί για μηχανάκι, που φωτογραφήθηκε με ξένες τουρίστριες, ιδίως με μιαν απ’ αυτές, που θα ξανάρθει σίγουρα. Σκέφτεται όλο και πιο πολύ τον θάνατο: «Ίσως υπάρχει ένας μικρός τόπος και γι’ αυτόν. Όποιος και να είναι. Θυμάται τη ζωή του σαν να ήταν κάποιου άλλου. Τη ζωή του, την αληθινή ζωή του, την έχει ξεχάσει, την έχει διαγράψει, γιατί δεν υπάρχει πια κανένας Μανόλης να την ποτίσει. Ο Μανόλης που ακόμη υπάρχει δεν αφήνει καθόλου ίχνη, τα παίρνει μαζί του. Έχει το καλύβι πάνω στον λόφο, όντως, έτσι είναι, αλλά κάθε βράδυ το λάστιχο μικραίνει, τα όρια του χωραφιού μικραίνουν, και τελικά δεν θα υπάρχει άλλη γη γι’ αυτόν παρά ένα κομματάκι ίσα ίσα για να κυλιέται ένας γάιδαρος» (σελ. 123-124). Όμως: «Ακούγεται ένα απαλό σούρσιμο, εκτός και αν είναι απλώς τα αυτιά του που βουίζουν, τα φτερά του ανεμόμυλου που γυρίζουν. Πιάνει το μαστίγιό του και, με ένα χτύπημα, σηκώνει τα μηχανάκια σούζα. Θα κρατήσει τα ηνία και στα πέντε, όρθιος πάνω στις σέλες. Κάνοντας κύκλους στην πίστα. Έπειτα μπορούν να τον πάνε όπου θέλουν» (σελ. 124).

Το βιβλίο του Σουηδού Γιαν Χένρικ Σβαν (γενν. 1959) είναι μελαγχολικό, αν και ο ίδιος παραμένει μάχιμος όπως διαβάζουμε στο εξαιρετικό επίμετρο της Μαργαρίτας Μέλμπεργκ, η οποία αναφέρεται αναλυτικά στο έργο του. Η πλοκή είναι υποτυπώδης αλλά αυτό δεν κάνει το μυθιστόρημα λιγότερο ενδιαφέρον. Ο συγγραφέας διεισδύει βαθιά στον εσωτερικό κόσμο του ήρωά του, διατηρώντας την πρόσδεσή του με το περιβάλλον που τον γέννησε και τον διαμόρφωσε. Οι απολήξεις της πραγματικότητας μεταμορφώνονται σε ποιητικές εικόνες προσφέροντας απελευθερωτικές διεξόδους.

Διαυγής η μετάφραση της Μαρίας Φραγκούλη στην ωραία έκδοση του «Εντευκτηρίου».

Ποιήματα που αγγίζουν (Συνέντευξη: Βασίλης Αμανατίδης)



της Χάιδως Σκανδύλα

πηγή: http://www.agelioforos.gr


Η Μητέρα ως χώρα, ως Αλλος και την ίδια στιγμή ως εμείς οι ίδιοι, αποτελεί το θεματικό πυρήνα της νέα ποιητικής δουλειάς του Βασίλη Αμανατίδη, με τίτλο «μ_otherpoem» που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Νεφέλη» (στο υπέροχο εξώφυλλο βλέπουμε φωτογραφία Λεωνίδα Παπάζογλου, «Γυναίκα», περ. 1900-18, Συλλογή Γιώργου Γκολομπία). Δημιουργός, νέος σε ηλικία αλλά ήδη με έξι βιβλία ποίησης -αυτό είναι το έβδομο- στο ενεργητικό του, δύο συλλογές διηγημάτων καθώς και πολλές μεταφράσεις, μιλά στον «ΑτΚ» ανάμεσα σε άλλα για την ποίηση την εποχή της ψηφιοποίησης και την πρόκληση της μετάφρασης ενός έργου.

Η συνομιλία μας μαζί του αρχίζει με τον τίτλο της νέας του ποιητικής συλλογής και το λογοπαίγνιο σε αυτόν: «Καταρχήν είναι βιβλίο ποίησης και όχι ποιητική συλλογή, όπως συμβαίνει και με τα προηγούμενα βιβλία μου», με διορθώνει ο ίδιος κατευθείαν. Και δικαίως, καθώς δεν πρόκειται για μία συλλογή ανεξάρτητων μεταξύ τους ποιημάτων, αλλά αντίθετα υπάρχει μια εσωτερική ενότητα ανάμεσα στα ποιήματα, μία συνοχή που φτάνει σε αυτήν του θεατρικού κειμένου.

Φωτογραφία: Πάνος Μιχαήλ


Η Μητέρα τελικά είναι ο Αλλος ή εμείς οι ίδιοι;
 Ισχύουν και τα δύο. Ενα κομμάτι της θα είμαστε πάντα, αλλά όχι η ολότητά της, και όχι ο λόγος ύπαρξής της. Αυτός είναι ο κίνδυνος. Οταν η μητέρα μεγαλώνει το παιδί της ως καρμπόν του εαυτού της ή ως αιτιολογία δικής της ύπαρξης. Κάτι σαν σωτηρία έρχεται μόνον όταν δεχτούμε ότι εμείς, πέρα από την ομοιότητα, είμαστε οπωσδήποτε κάτι άλλο. Θα έλεγα, μάλιστα, πως σε σχέση με τη μητέρα μας είμαστε ο όμοιος άλλος. Εδώ δεν υφίσταται θέμα διάζευξης. Κι αν υφίσταται, η διάζευξη μάς ενώνει. Λέμε: διαζευκτικός σύνδεσμος. Η διάζευξη είναι πάντα τρόπος σύνδεσης.
Επειτα, με ενδιαφέρει το θέμα της μητέρας ως χώρας. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο που αυτά τα ποιήματα εκδίδονται σε αυτήν τη χρονική συγκυρία. Δεν είναι τυχαίο, θεωρώ, ότι τα τελευταία χρόνια πολλοί νέοι δημιουργοί, κυρίως κινηματογραφιστές, όπως ο Γιώργος Λάνθιμος, ο Αλέξανδρος Αβρανάς και άλλοι, ασχολούνται μέσα από το έργο τους με θέματα όπως η καταπίεση στην ελληνική οικογένεια. Συντηρητική, γεμάτη μυστικά, νοσηρή σε πολλές περιπτώσεις, η οικογένεια είναι το αντικαθρέφτισμα της κοινωνίας μας. Με ενδιαφέρει αυτή η οπτική.

Ο υπότιτλος του βιβλίου σας, «Μόνο λόγος», αναφέρεται σε μια επιστροφή στα βασικά, στις λέξεις δηλαδή, σε αντιδιαστολή με το «διακαές αίτημα αφής», για το οποίο είχατε μιλήσει στο παρελθόν, σε συνέντευξή σας για το βιβλίο «Ο σκύλος της χάρυβδης»;
Δεν το είχα σκεφτεί έτσι, όμως, θα μπορούσε να ισχύει και αυτό. Εχουμε την έννοια του μονολόγου, καθώς το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί και έτσι, ως μονόλογος. Αλλά λόγος είναι και η αιτία, είναι η λογική, είναι οι λέξεις. Ο «λόγος» έχει τόσεις έννοιες και αποχρώσεις που ανάλογα φορτίζεται νοηματικά. Οσον αφορά το αίτημα αφής, πιστεύω ότι το αίτημα συνεχίζει να ισχύει με το λόγο. Τι άλλο είναι το ποίημα από την ανάγκη του να αγγίξεις τον άλλον; Να τον ακουμπήσεις; Να τον κινήσεις και να τον συγκινήσεις; Το ποίημα θέλει να γίνει απτό, θέλει να ακουμπήσει πάνω στον αναγνώστη.

Εχετε πει ότι ο καλός μεταφραστής πρέπει να είναι και ηθοποιός και περφόρμερ. Τι εννοείτε με αυτό;
Ο μεταφραστής έχει την ευθύνη να παρουσιάσει ένα έργο ενός ξένου δημιουργού στη δική του χώρα, σε ανθρώπους που πιθανόττα να μην τον γνωρίζουν, μέσα από τη δική του γλώσσα. Δεν είναι καθόλου εύκολο ή δεδομένο κάτι τέτοιο. Ο μεταφραστής καλείται να μεταφέρει το πνεύμα του συγγραφέα. Με αυτήν την έννοια, το μεταφράζει και το ερμηνεύει στην προσπάθειά του να το κάνει κατανοητό στο κοινό της χώρας του. Αυτό εννοώ, λοιπόν, όταν λέω ότι είναι κάτι αντίστοιχο με αυτό που κάνει ένας ηθοποιός επί σκηνής ή ένας περφόρμερ. Μάλιστα, είναι πολύ μεγαλύτερες οι προκλήσεις και δυσκολίες που συναντά ο μεταφραστής, καθώς αυτός δεν έχει τη δύναμη της εικόνας, της φυσικής παρουσίας που έχει ένας ηθοποιός στο θέατρο, για να τον βοηθήσει.

Ανήκετε στους ανθρώπους των γραμμάτων της νεότερης γενιάς που έχει μια αρκετά έντονη παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Υπάρχει αντίφαση σ' αυτό κατά τη γνώμη σας;
Πιστεύω ότι είναι πολύ νωρίς για να καταλήξει κανείς σε συμπεράσματα ως προς τη χρήση των μέσων δικτύωσης τόσο γενικότερα όσο και ειδικότερα στην περίπτωση των συγγραφέων, καλλιτεχνών και διανοουμένων. Αυτό θα το δούμε στο μέλλον. Ομως, πιστεύω ότι δεν γίνεται να είμαστε απόντες. Θεωρώ δηλαδή ότι δεν μποορύμε να απέχουμε από κάτι που έχει τέτοια δυναμική σήμερα όπως η επικοινωνία μέσω του facebook, twitter κ.λπ. λόγω φόβου.

Παραμένω στο θέμα της ψηφιακής επανάστασης. Πιστεύετε ότι ταιριάζει η ποίηση με e-books; Διαβάζεται η ποίηση σε συσκευές ηλεκτρονικής ανάγνωσης;
Ναι, γιατί όχι; Αν και πιστεύω ότι θα συνεχίσουν να υπάρχουν χάρτινα βιβλία. Ομως, όσον αφορά τα e-books δεν είμαι τεχνοφοβικός. Επειτα, μου αρέσει η εικόνα ενός ποιήματος σε μία φωτεινή οθόνη. Αυτό το παιχνίδι ανάμεσα στο φωτεινό και το σκοτεινό, το «είναι» και το «μη». Ισως αυτός ο χώρος να ταιριάζει περισσότερο στην ποίηση. Αλλωστε, η ποίηση προϋπήρχε του γραπτού λόγου, ανήκε στον προφορικό...

27.4.14

Η φοβία για τη μετανάστευση


του Πάνου Θεοδωρίδη

πηγή: http://www.thegreekcloud.com

To έτερον ζήτημα που θα φέρει το άπερκατ στον Σύριζα, σύμφωνα με τις πηγές και τα ράδιο αρβύλα που διαθέτω, είναι η φοβία για την μετανάστευση. Ο μήνας Μάιος, μαθαίνω πως θα αφιερωθεί από την παρούσα κυβέρνηση, στον «χύμα» Σύριζα, που θα μας βουλιάξει από τους «κσένους».
 
Με τους μετανάστες και τους «ξένους» ως νέο κράτος,μετά το 1830, έχουμε μια δοκιμασμένη σχέση. Ο Χατζηχρήστος, επικεφαλής του επαναστατικού ιππικού ήταν «Βούργαρος», ο Καρατάσος όχι Ρουμελιώτης η Μοραϊτης, άρα από μια παράξενη φάρα.
 
Αλλά η δοκιμασμένη σχέση μας έσωσε. Και απορώ που δεν την υιοθετούμε αμέσως.
 
Δηλαδή, να ενσωματώσουμε στο κράτος μας την οικονομική τους παρουσία. Τίποτε άλλο. Τί-πο-τε. Όλα τα άλλα ,θα έρθουν φυσικά και αυτόκλητα. Αυτόματα.
 
Παρά τις καύσεις του Ιούδα και τα απερίγραπτα δυσώδη ανέκδοτα για τους Εβραίους, οι άνθρωποι υπήρξαν μαζί μας όσο είχαμε κράτος, εννοώ όταν δεν είχαμε κατοχική στρατιωτική διοίκηση που ευνόησε τους μεταξύ μας ξεσαλωμένους.
 
Πλήρωναν φόρους, κινούσαν κατά το δυνατόν την αγορά και επηρέαζαν ακόμη και την κίνηση του Σαββάτου, των άλλων εννοώ. Αν τηρούσαν κόσερ και Χάνουκα, ζήτημα δικό τους. Επί δεκαετίες.
 
Παράδειγμα: στην Αγγλοκρατία των Επτανήσων, οι Εβραίοι ζούσαν σε γκέττο, επειδή εσείς πιστεύετε ότι τον αντισημιτισμό τον δίδαξαν στον κόσμο οι Γερμαναράδες. Οταν συνέβη η Ένωση, το 1864, οι Εβραίοι κυριολεκτικά ελευθερώθηκαν, επειδή το ελληνικό Σύνταγμα ήταν απείρως πιο φιλελεύθερο από την τρέχουσα αποικιακή πολιτική.
 
Το αν τους τάραξε  ο Πολυλάς και οι μικρέμποροι στις αμπελοφιλοσοφίες ,είναι τελείως άλλο ζήτημα.Διαβάστε σε καμιά Wiki την σάγκα με τα λεμόνια της Κέρκυρας, να καταλάβετε.
 
Με τους γύφτους ρίχναμε αμέτρητα μπινελίκια, επειδή ζούσαν σε καθεστώς ρηγάτου, ενμέρει δικαιολογημένου, επειδή ο τρόπος της ζωής τους, δεν έθελγε τον «αχ-ένα-κεραμίδι-πάνω-από το καυκάκι –μου» γραικό.
 
Δηλαδή τους αφήναμε να κορφολογούν ό,τι εκινείτο, κρατούσαν και οι ίδιοι από πίκα και παραδόσεις το απαρτχάιντ, φτάσαμε σε δυο τρία μέρη να συνυπάρχουμε σχετικώς αρμονικά.
 
Από τα τριακόσια μέρη που τσακωνόμαστε. Μέσα σε δύο αιώνες, καλυτέρευση σχέσεων κατά 1%, είναι νεοελληνικό ρεκόρ. Άσε που τραγουδάμε και το Εντερλέζι.
 
Τους Αλβανούς, όταν ήρθαν στην χώρα, τους βλεπαμε οι πολλοί, φιλανθρωπικώς. Αισθανόμασταν ότι με τρία χιλιάρικα που έγιναν πέντε, αργότερα, μπορούσαμε να φτιάξουμε καπάκι στο κοτέτσι μας, να στρώσουμε καλντερίμι στην πίσω αυλή.
 
Αλλά επειδή οι δικοί μας Αρβανίτες, οι προεπαναστατικοί εννοώ, ήσαν ήδη επιφανείς πολιτικοί, κτηνοτρόφοι ,ταβερνιάρηδες και καλλιτέχνες, ήσαν δηλαδή αρκούντως γραικωμένοι, ξέχασαν να ειδοποιήσουν την όψιμή μας ομογένεια,εμάς δηλαδή, ότι ο Αλβανοί γίνονται έξαλλοι όταν τους ρίχνεις, και ότι πιστεύουν στην μπέσα.
 
Όταν λοιπόν, οι δικοί μας οι πανέξυπνοι, παράγγελναν σε αλβανικές κομπανίες να σοβατίζουν εργολαβικώς το νέο τους σπίτι στο ένα τρίτο της τιμής και δεν τους πλέρωναν, αλλά ειδοποιούσαν το μπατσικό να έρθει να τους απελάσει,οι άνθρωποι κατάλαβαν ότι έπρεπε να συσσωματωθούν, να φτιάξουνε μάγκες (μάγκα είναι μια ομάδα αλληλοϋποστηριγμένη, που ενίοτε τραμπουκίζει, συνήθως δε σαχλαμαρίζει) μήπως και στρώσουν οι Έλληνες.
 
Θυμάμαι πόσο φοβισμένοι ήταν οι Αλβανοί στα πρώτα χρόνια. Όποιος ψείριζε από μια απλωμένη μπουγάδα ένα μπουφάν, του κάναμε λαϊκό δικαστήριο. Τους βαφτίζαμε εν μεγαλειότητι.  Εμένα μου εμπιστεύονταν ακόμη και τα λεφτά τους για να τα γλυτώσουν «από τους Αλβανούς» εννοώντας άλλες φάρες. Οι περισσότεροι ήταν με τελείως πλαστά, στον βαθμό της γελοιότητας, χαρτιά.
 
Ενώ ήταν πεντακάθαρα μουσουλμάνοι (δεν έτρωγαν χοιρινό, παρά μετά το 1992,3) είχαν όλοι ονόματα Γιάννης, Κώστας, κι ας τους έλεγαν Έλβις και Κοστέλο.
 
Αυτοί, μόλις παντρεύτηκαν και τεκνοποίησαν, τα παιδιά τους, σήμερα δεκαοχτάρηδες ,είναι ελληνάκια απολύτως.
 
Αξεχώριστα. Με τις πρέπουσες αλβανίζουσες ουρίτσες στην συμπεριφορά τους, συμπεριφορά που ανιχνεύεται ακόμη και σε συμπατριώτες μας αλβανούς όγδοης γενιάς.
 
Τα χουν αυτά οι Καππαδόκες, οι Πομάκοι, οι Σμυρνιοί, οι Σταμπολήδες, οι Τσετσένοι, οι Καραγκούνηδες, οι Πόντιοι, οι Καρσλήδες και λοιποί εμείς. Θυμούνται. Θυμούνται τρελά.
 
Τους Αλβανούς τους ρήμαξε η επίθεση της μάγκας των Ρώσων, που ήταν αμείλικτη. Οι ίδιοι δεν είχαν σχηματίσει μαφίες, αλλά περισσότερο εμπιστεύονταν έναν «κάπο», έναν καπετάνιο, που τους μοίραζε την δουλειά.
 
Μετά, έπεσε πολύ ξύλο. Με διάφορους.
 
Λιγότερο, με τους Βούλγαρους,που δούλευαν στην αρχή ομαδικά, μαθημένοι σε σκοτεινές μάγκες και παρέες από τα τελευταία χρόνια του Ζίφκωφ.
 
Απορώ:κανένας δεν θυμάται την κλεμμένη βενζίνη στους βουλγάρικους δρόμους, στην δεκαετία του ογδόντα και την μάκινα με τα πλαστά χαρτονομίσματα ,στα οποία διέπρεπαν οι Βιετναμέζοι;
 
Γιατί δεν παρήχθη η σχετική λογοτεχνία και ο «ξένος» στην ελληνόφωνη κειμενογραφία περιορίζεται να μπαίνει ως Λιάπκιν ή ως παπαδιαμαντικός δερβίσης, ένας-ένας στο κάδρο και παράξενα;
 
Και συνεχώς υπό φιλανθρωπικό μάτι της καλύβας του Μπαρμπα Θωμά ; ξεχνώντας ότι για κάθε μπαρμπαΘωμά, ετοιμάζεται ένας Γκρίφφιθ, με την γέννηση ενός έθνους, αλλά και το όσα παίρνει ο Άνεμος και άχ ο καημένος ο Νότος;
 
Δεν καταλαβαίνουμε ότι η υπέρ των ξένων κλαψομουνίαση, δημιουργεί ανύπαρκτους ακροδεξιούς ήρωες;
 
Οι Αλβανοί αραίωσαν, άρχισαν να επενδύουν στην χώρα τους, σε δέκα χρόνια θα είναι μεγάλη επιτυχία να παραθερίζουμε εκεί,έτσι που το πάμε.
 
Ότι ήμασταν τελείως αδιάφοροι για τους μετανάστες, αποδεικνύεται από το ότι έως πρόσφατα που ψιλορωτούσα,δεν ξέρω κανέναν μικτό γάμο, μήτε πήγα επίσκεψη στις κυράδες που καθάριζαν το σπίτι, μήτε ήξερα πόσα παιδιά είχαν. Μήτε ήξερα που έμεναν. Δεν μοιράστηκα τραπέζι μαζί τους, δεν συμπέσαμε πουθενά, εκτός από κάτι γεωργιανούς διάσημους αρσιβαρίστες που κι αυτοί έχαιραν μιας περιορισμένης ασυλίας.
 
Ώσπου στο τέλος, έχει τέσσερα χρόνια, ρώτησα έναν καλό τεχνίτη πως τον λένε και μου είπε Erik. Aπό το «Ερρίκος;» απόρησα. Ο νεαρός Γεωργιανός αρνήθηκε: «από το Έρυξ, του Έρυκος» μου απαντά. «Συγγενής του Ποσειδώνα, ε;» ρώτησα αναθυμούμενος κάτι αόριστο, σικελικό.
 
Χάρηκε. «Είσαι ο πρώτος που ξέρει την ιστορία μας» απάντησε. Δεν την ήξερα, αλλά δεθήκαμε.
 
Με λίγα λόγια, δένονται με τις πλάγιες ελληνόφωνες μυθολογίες μας, που ήκμασαν στην αρχαιότητα σε Δωριείς στην Λιγυρία και μαυροθαλασσίτες που έβαζαν τους Αργοναύτες να κάνουν σλάλομ στον Ευρωπαϊκό χάρτη. Κανένα παιδί ελληνάκι, κανένας διανοούμενος τραγικός ή οργανικός δεν θυμάται άνευ παραπομπής τον Έρυκα και την Διομήδου νήσον.
 
Αλλά ο Ερικ και τα παιδιά του,θα πιστεύουν εσαεί ότι κατάγονται από τον Έρυκα, τον πανέλληνα, προέλληνα και παντέλληνα.
 
Επειδή ως τραντέλληνες, αναπαυόμαστε πάνω στα τυπικά μυθολογικά της Απολλοδώρειας  μυθολογίας.
 
Οχι αυτοί.
 
Αυτοί αναβιώνουν την αδέσποτη μυθολογία. Έχουν παραπάνω μυαλό από τον Λιακόπουλο που θεωρεί ελληνικό καθετί που σημειώνει στην Αλμαγέστα του ο Πτολεμαίος.
 
Βλέπετε, από την ποντιακή μου καταγωγή, δεν διστάζαμε ποτέ να είμαστε περήφανοι που από τα μέρη μας, είδαν οι μύριοι του Ξενοφώντα την «θάλαττα, θάλαττα», αλλά και από το ότι εμείς υπαγόμασταν στην επισκοπή Χαλδίας. Είμεσθεν δηλαδή Χάλδοι, όπως θέλει η παράδοση τους Μάγους.
 
Και από την πλευρά της μάνας μου, βλάχοι απέναντι από το Μορίχοβο, με δηλωμένη καταγωγή απο τα Μογλενά, όπου έφτασαν ως Κομάνοι ή Πατσινακίτες.
 
Και βλεπετε τα ελληνικά που γράφω, όσα και οποία εισίν.
 
Διακόπτω τον ειρμό, γιά να συνοψίσω μιά δημιουργικη άποψη.
 
Οποιος μπαίνει στη χώρα, καλώς τονα. Αρκεί να τακτοποιήσει τα οικονομικά του. Να έχει δουλειά, να ανοίξει μαγαζί, να κατοχυρώσει το πτυχίο του, αν έχει, να σπουδάζει και να κυκλοφορεί ελευθέρως. Αλλά δουλειά θα έχει εκεί που οι ανάγκες της χώρας και του όποιου οικονομικού συστήματος επιβάλουν. Αν είναι πτωχός, στο πτωχοκομείο κι όχι σε στρατόπεδο. Να δικαιούται ανεργίες και τα λοιπά, αλλά όχι ως ζήτουλας, παρά ως εργαζόμενος στην χώρα. Να έχει μια πράσινη κάρτα. Μετά από ένα διάστημα, και εφ΄όσον θέλει, να παίρνει και ιθαγένεια. Αλλά αν έχει την πράσινη κάρτα, αν δουλεύει και παλεύει και ζει όπως θέλει, να μου το θυμηθείτε ότι μπορεί και να μη θέλει πάρα πολύ να αποκτήσει υπηκοότητα ή ιθαγένεια, πράγμα που θα πληγώσει βαναύσως πολλούς.
 
Και τα εθνίκια που πιστεύουν ότι είναι προικισμένοι του Σειρίου, όσο και ταις συμπονετικές καρδιές που συμπονούν τους συμπονεμένους (άν ήταν τόσο ψυχοπονιάρηδες, δεν θα υπήρχε σήμερα κανένα αγκάθι, κανένα πρόβλημα με τους γύφτους.)
 
Δηλαδή υποστηρίζω ό,τι και γιά το Μακεδονικό.
 
Λύστε το οικονομικά, ξεχάστε τις ιστορικές ερμηνείες και την ανθρωπολογία.
 
Απλά,πολύ απλά,αν τους βάζαμε να πληρώσουν το ένα πέμπτο από αυτά που τους παίρνουν οι δουλέμποροι ως βίζα, ή αν μας το χρωστούσαν και τους το παίρναμε έναντι άυλων ανταλλαγμάτων,η στάση μας θα άλλαζε.
 
Μα κανένας δεν είδε τις μελέτες στη Γερμανία, τι ευεργετήματα έχουν οι ντόπιοι από τα εκατομμύρια των Τουρκώνε που ζουν, εργάζονται, ξοδεύουν και προσεύχονται εκεί;
 
Μια παροικία Πακιστανών, δέκα παροικίες Πακιστανών, που κατοικούν στη χώρα μας νόμιμα, και πληρώνουν φόρους και πληρώνουν ασφάλειες και λοιπά, από   μόνη της θα πολεμάει τους Ταλιμπάνηδες. Και αν έχει Ταλιμπάνηδες εντός, είναι δικό τους ζήτημα, αφού κι αυτοί θα κατοικούν στη χώρα μας υπό τους νόμους μας.
 
Η επίδρασή τους στην τοπική κοινωνία θα είναι όση και οία ενός ΤΕΙ. Λεφτά στον τόπο. Πολλοί φοιτητές από μεγάλες πόλεις, εξάλλου, ζουν πολύ πιό παράξενα και προβλεπόμενα κι από τους Σιίτες.
 
Τα επιχειρήματα του τύπου "είναι ξένοι και έχουν άλλο αίμα και αμάν χανόμαστε" τα βαρυέμαι. Αν καποιος το θελησει, να του κοινοποιήσω τα βυτία ξένου αίματος που ήρθαν στη χώρα τους τελευταίους 30 αιώνες, να στανιάρει και να το βουλώνει ολοταχώς.Και να μου πει αν τα θέλει σε γαλόνια ή μετρικούς τόνους.
 
Εκεί είναι το πρόβλημα. Φοβόμαστε ότι με πολλούς νομιμόφρονες μετανάστες, πολίτες πλέον, που δεν θα κλέβουν την  εφορεία και τον Ικα (ο όρος απο τον Κώστα Χατζηχρήστο)  το κράτος θα τους έχει μεγαλύτερη ανάγκη από εμάς τους ρεμπεσκέδες.
 
Αυτοί έχουν ήθη και έθιμα. Μπορεί να μας φαίνονται άγρια,αλλά δεν μας καλούν κι όλας να ραβδιζόμαστε. 
 
Γι΄αυτό και τα μεταναστευτικά που θεωρούνται από την κυβέρνηση θεσμικά ,πρέπει προηγουμένως να έχουν τελεσιδικήσει μέσα σε μαγαζιά, σε χωράφια, σε υπηρεσίες, σε ΑΣΕΠ, σε τέτοια.
 
Να υπάρχει πρώτα πράσινη κάρτα.
 
Μετά όλα γίνονται.Και γρήγορα, και χωρίς φασαρίες. Μη βλέπετε πολιτιστικά τους μετανάστες. Μη βλέπετε ιστορικά το Μακεδονικό.  Να τα βλέπετε οικονομικά, και μάλιστα, οικονομικά νεοφιλελεύθερα και υπό δυτικήν έποψιν.
 
Μη έχετε ελπίδες "εθνικών" ή "σοσιαλιστικών" δικαίων. Κοστίζει ένα διάολο λεφτά και μπόλικους τσακωμούς άνευ λογου.
 
Οι μετανάστες, αν ενταχθούν στην παραπαίουσα οικονομία μας, θα το σώσουν το γκουβέρνο.Παραπαίουσα οικονομία, σημαίνει άμεση ανάγκη να υπάρξουν ενεργές οικονομικές ελεύθερες ζώνες. Εμπορίου, δικτύων, βιομηχανίας ή μεταποίησης. Επομένως να ξέρουν οι εισερχόμενοι πως το Ελλάντα τους χρειάζεται σε συγκεκριμένες οικονομικές ζώνες.
 
Όπως Γερμανία, λέμε.
 
Αν ,από την άλλη, ενταχθούν ως κοριτσάκια με τα σπίρτα, που θέλουν προστασία από τον Σύριζα, θα το κάψουν το ρημάδι.
 
Επειδή θα σφάζονται τα εθνίκια με τα μπαχαλάκια. Τα ελληνάκια εθνίκια με τα ελληνάκια μπαχαλακια, βέβαια.
 
Δεν θέλω η χώρα μου να μακελευτεί.
 
Θέλω ίσα δικαιώματα για όλους.
 
Θέλω πολιτική ισότητα και πολιτιστική δικαιοσύνη.
 
Θέλω να πάψω να ασκώ πολιτιστική φιλανθρωπία. Δε γουστάρω την φιλανθρωπία.
 
Κοστίζει ένα κάρο λεφτά για να αποκτηθεί από τους «άλλους» η δέουσα απανθρωπιά…

H Σύλβα και ο δράκος


του Τέλλου Φίλη

πηγή: www.parallaximag.gr

Όταν πέφτει η πρώτη πενιά από τα ηχεία, κι η Νένα Μεντή ανεβαίνει στο  πάλκο  με το ξανθό μαλλί και το τιγρέ φουστάνι, ξέρεις ήδη ότι δεν είναι απλά η Συλβάνα, η λαϊκή τραγουδίστρια του ’60, αλλά η φωνή της πόλης, που δεκαετίες μετά βρίσκει αφορμή ένα βραβευμένο λογοτεχνικό  κείμενο, για να μετουσιωθεί σε θεατρική πράξη και  να ακουστεί.
   Κι όπως οτιδήποτε σημαντικό έχει συμβεί σε αυτή την πόλη, έτσι κι αυτή η παράσταση έχει τη λιτότητα και την αμεσότητα που απαιτείται, ώστε να λειτουργήσει πέρα από τις θεατρικές φόρμες, σαν ένα αναπάντεχα καλοδεχούμενο μάθημα ιστορικής ανθρωπολογίας, χωρίς διδακτισμούς και συμπεράσματα.
   Η Συλβάνα, η Σύλβα, θέλει να μας πει τον νταλγκά της για τον Αρίστο της, τον Αριστείδη Παγκρατίδη, τον δράκο του Σέιχ Σου, που αγάπησε, αλλά τα χρόνια έχουν αλλάξει πολλά,  κι έτσι μας μιλάει για την πόλη, τα νιάτα της και την καριέρα της, μήπως και καταλάβουμε κι εμείς οι σύγχρονοι γιατί «Η αμαρτία έχει χρώμα λαϊκό», όπως είναι κι ο τίτλος του κεφαλαίου του μυθιστορήματος «Ο Γύρος του Θανάτου» του Θωμά Κοροβίνη, στο οποίο βασίζεται αυτός ο τόσο συναρπαστικός θεατρικός μονόλογος.
    Είναι ο Επτάλοφος που αγάπησε την Τούμπα. Το Καραμπουρνάκι κι η Αρετσού.Το Καπάνι κι ο Βαρδάρης. Η μνήμη της πόλης μέσα από το σώμα της Συλβάνας- Θεσσαλονίκης. Η πόλη μετά τον εμφύλιο και λίγο πριν τη Χούντα, μια Θεσσαλονίκη πέρα από τη γραφικότητα που της δίνει ο χρόνος που πέρασε, φωτισμένη με προβολείς μιας αλήθειας που αποφεύγει να ονομάσει κι ήρθε τώρα η ώρα να ακουστεί σαν υπενθύμιση μιας μνήμης τόσο απαραίτητης για να κατανοήσουμε τα σύγχρονα και τα μελλούμενά μας.
    Κι ενώ σε ένα πρώτο επίπεδο είναι η εξομολόγηση μιας γυναίκας ντερμπεντέρισσας, που έφαγε τη νύχτα  με το κουτάλι, καθώς ο λόγος ξετυλίγεται και το ακορντεόν του Παναγιώτη Τσεβά παίζει τραγούδια της εποχής, ανακατεμένα με τις αναμνήσεις της ηρωίδας, η συγκίνηση μπερδεύεται με τον θυμό, γίνεται μια μέθεξη, κι όλο αυτό μετατρέπεται σε μια πεντακάθαρη πράξη σύγχρονου πολιτικού θεάτρου, δίνοντας χώρο στη λαϊκή μνήμη, μόνο για να ακουστεί για πρώτη φορά τόσο καθαρά, τόσο οδυνηρά, η αλήθεια, η αλήθεια της Συλβάνας, μέσα στην επίσημη Ιστορία, λειτουργώντας σαν ένα πρώτο ράγισμα στις μέχρι τώρα βεβαιότητές μας για τα γεγονότα και τι μένει από την Ιστορία, όταν οι ήρωες φεύγουν.  
     Το μονόπρακτο «Η Σύλβα και Δράκος» είναι ένα βήμα μπροστά, μετά τη συναισθηματικά φορτισμένη «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου» που με τόση επιτυχία είχε παρουσιάσει η Νένα Μεντή. Εδώ, με βάση το συναίσθημα, απογυμνώνει οτιδήποτε συναισθηματικό, για να αφήσει τη ζωή να φανεί σκέτη ως το μεδούλι της. Σκληρή κι αδυσώπητη, χωρίς δικαιοσύνη και happy end. Είναι η στιγμή που η θεατρική πράξη μετουσιώνεται, πέρα από μια κοινωνική κατασκευή ευαισθητοποίησης, σε μια σκληρή κραυγή επιβίωσης του κοινωνικού ασυνειδήτου, σε περιβάλλον καθολικής αδικίας. Κι είναι ακριβώς αυτό που κάνει αυτό το μονόπρακτο τόσο μοντέρνο πολιτικό θέατρο, χωρίς ίχνος από τις πεπερασμένες ευκολίες που μπορεί να φανταστεί κανείς όταν ακούει τον όρο.
    Είναι η πόλη που, μετά από σιωπή ετών, αποφασίζει να εξηγήσει τι σημαίνει η φράση «Τούμπα ΠΑΟΚ και ΕΔΑ» στους σημερινούς χουλιγκάνους, στους αυριανούς Παγκρατίδηδες που νομίζουν ότι ζουν στο περιθώριο της Ιστορίας, αγνοώντας ότι ―θέλουν δεν θέλουν― είναι μέρος της κι αυτοί που την γράφουν.
Η Νένα Μεντή, ηθοποιός με γνώση και πλήρη έλεγχο των εκφραστικών της μέσων, κι ο Παναγιώτης Τσεβάς, ο μοναδικός ακορντεονίστας που μπορεί να παίζει με το βλέμμα του, είναι οι ιδανικοί συντελεστές για την τελική απογείωση του κειμένου.
Μια θεατρική εμπειρία που, προσωπικά, τη θεωρώ ό,τι πιο δυνατό έχει παρουσιαστεί  αυτήν τη σεζόν στην πόλη.
*Πληροφορίες για την παράσταση εδώ

25.4.14

Θανάσης Θ. Νιάρχος: Ιστορίες από το ΕΑΤ-ΕΣΑ



πηγή: www.tanea.gr

Ο συγγραφέας θυμάται τη θητεία του ως εσατζής στο κρατητήριο της χούντας


Σε τρία χρόνια συμπληρώνεται μισός αιώνας από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Οσο υπάρχουν άνθρωποι που ζήσανε την εφτάχρονη διάρκειά του, ενδέχεται οι αναμνήσεις τους να μην εγείρουν την οργή που αισθάνονταν να τους πλημμυρίζει τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια. Δεν έχει καμιά σημασία, φτάνει να παραμένει ενεργής η κρίση για την κοινωνική – επομένως και ατομική – εκβαρβάρωση που προκάλεσε η χούντα. Ο συναισθηματικός αντίκτυπος από τα γεγονότα πάντα μικραίνει και χάνεται – σημασία έχει να παραμένουν αμείωτες μέσα μας οι ηθικές τους διαστάσεις. Τότε μόνον υπάρχουν πιθανότητες να μην επαναληφθούν λάθη και εγκλήματα. Αν η 21η Απριλίου συνιστά μια συμφορά, όπως όλες οι μεγάλες εθνικές δοκιμασίες, είναι κατά τούτο: ότι το σύνολο σχεδόν του λαού στερείται τη δυνατότητα να ταυτιστεί με κάτι ωραίο και γνήσια δημιουργικό. Για να επιβιώσει, χρειάζεται να υποβαθμιστεί. Το κείμενο που ακολουθεί ας θεωρηθεί μια έμμεση μαρτυρία αυτής της αλήθειας.



Γράφεις τόσα χρόνια και σου είναι αδύνατον να συμφιλιωθείς με τον πρώτο ενικό. Ακόμη κι όταν επιβάλλεται, από τον φόβο μην τυχόν και θεωρήσουν οι άλλοι ότι υπεκφεύγεις, προτιμάς να εκτεθείς παρά να φανεί ότι λογαριάζεις τον εαυτό σου τόσο σπουδαίο ώστε να μπορείς να μιλάς σε πρώτο πρόσωπο. Ο καθείς και τα συμπλέγματά του.
Εχουν περάσει ακριβώς 45 χρόνια από τότε που παρουσιάστηκες στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Στρατιωτικής Αστυνομίας (ΚΕΣΑ), στου Παπάγου. Για την ακρίβεια στις 29 Μαρτίου 1969, την ημέρα που ο Γιώργος Σεφέρης έκανε τη γνωστή δήλωση κατά της χούντας αλλά και ημέρα που πριν από δεκαοχτώ χρόνια, το 1951, είχε πεθάνει η μητέρα σου. Είναι η πρώτη φορά σήμερα που ανοίγεις το στόμα σου να μιλήσεις για τη θητεία σου ως εσατζή. Και μάλιστα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, όπου τοποθετήθηκες ως γραφέας υπασπιστηρίου, όταν τελείωσε η εκπαίδευση στο ΚΕΣΑ, στα μέσα Ιουνίου του ίδιου χρόνου. Εχοντας μέσα στον ενάμιση χρόνο που έμεινες στο ΕΑΤ-ΕΣΑ τρεις διαδοχικά διοικητές: τον Κούτρα (καλή του ώρα αν ζει, θα εξηγήσεις παρακάτω το γιατί), τον Χατζηζήση και τον Θεοφιλογιαννάκο (για τους δύο τελευταίους δεν θα μπορούσες να κάνεις την ίδια ευχή, και δεν χρειάζεται να εξηγήσεις το γιατί).



Οι ΦΑΝΤΑΡΟΙ. Το ΕΑΤ-ΕΣΑ τον ενάμιση αυτόν χρόνο «φιλοξένησε» πλήθος ανθρώπων που είχαν κατηγορηθεί ότι ενεργούσαν κατά της χούντας. Από έναν άγνωστο επιπλοποιό, που είχε το μαγαζί του στην Ηλιούπολη, έως τον κατοπινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Χρήστο Σαρτζετάκη. Το κτίριο του ΕΑΤ-ΕΣΑ, προορισμένο να λειτουργεί ως κέντρο λήψης αποφάσεων, σε συνδυασμό με τον Ιωαννίδη που είχε το γραφείο του στο υπουργείο Αμυνας, αλλά και ως μονάδα δίωξης, με τους ίδιους τους εσατζήδες (απλούς φαντάρους που κάνανε τη στρατιωτική τους θητεία), να παρακολουθούν και να συλλαμβάνουν, επόμενο ήταν να μην έχει κελιά. Με αποτέλεσμα να μετατρέπονται σε χώρους κράτησης τα ίδια τα γραφεία - κατά περιόδους είχε χρησιμοποιηθεί για αντίστοιχους λόγους και το γραφείο του επιλοχία.

Αν την κουβέντα σου λοιπόν με τον επιπλοποιό από την Ηλιούπολη δεν θα υπήρχε κανείς στον κόσμο που μπορεί πια να την μαρτυρήσει, για την επαφή σου με τον Χρήστο Σαρτζετάκη υπάρχει ο αψευδέστερος μάρτυρας που είναι ο ίδιος. Η γνωριμία έγινε κάτω από συνθήκες μυθιστορηματικές, όταν, επιστρέφοντας ένα βράδυ στη μονάδα, έμαθες πως όσο έλειπες είχαν συλλάβει και είχανε φέρει τον διαπρεπή νομικό στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Κρατούνταν όρθιος μέσα σ' ένα στενόχωρο δωματιάκι, κάτι σαν παράρτημα του ΚΨΜ. Ενας από τους 45 εσατζήδες - τόση ήταν η δύναμη της μονάδας - τον φυλούσε, προσέχοντας κυρίως μην τυχόν κι ο κρατούμενος καθήσει κατάχαμα αφού δεν υπήρχε μια καρέκλα ή κάποιο σκαμνί. Επρεπε να βηματίζει διαρκώς ή να μένει ακίνητος - αυτό μόνο επιτρεπόταν - χωρίς να μπορεί καν να πιαστεί από το περβάζι ενός υπερυψωμένου παραθύρου - διαφορετικά τι είδους δοκιμασία θα ήταν.



Χωρίς να έχεις υπάρξει θαρραλέος στη ζωή σου - μάλλον το ακριβώς αντίθετο φανταζόσουν για τον εαυτό σου - έσπευσες στον χώρο του ΚΨΜ και, ξενύχτης από κούνια καθώς είσαι, πρότεινες στον συνάδελφό σου φρουρό να πάει να κοιμηθεί. Θα έμενες εσύ στο πόδι του, για δύο ώρες, ώς την επόμενη βάρδια. Ο κατοπινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας είδε την αλλαγή του φρουρού με την απάθεια του εξουθενωμένου ήδη ανθρώπου. Με ποιον τρόπο θα μπορούσες τώρα να επικοινωνήσεις μαζί του, αφού η ώρα, ο τόπος, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, η ίδια η εποχή, θα έκαναν τον καθένα να πιστέψει ότι αν δεν ήσουν βαλτός για να τον ψαρέψεις, με το πρόσχημα ότι τον ανακουφίζεις, δεν μπορεί παρά να είσαι και συ ίδιος με όλους τους άλλους που είναι εδώ μέσα;

Κρατικά βραβεία λογοτεχνικής μετάφρασης



πηγή: www.in.gr

Tο υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού ανακοίνωσε τα ονόματα αυτών στους οποίους απονέμονται τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνικής Μετάφρασης, που αφορούν στις εκδόσεις του 2012.
Το βραβείο μετάφρασης έργου ξένης λογοτεχνίας στην ελληνική γλώσσααπονέμεται ομόφωνα εξ ημισείας στον Συμεών Σταμπουλού για τη μετάφραση του έργου «Ελεγείες από το Ντουίνο» του Ρίλκε (εκδόσεις Στιγμή), και στον Διονύση Καψάλη για τη μετάφραση του έργου «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» του Σαίξπηρ (εκδόσεις Άγρα).
Το βραβείο απόδοσης έργου της αρχαίας ελληνικής γραμματείας στα νέα ελληνικά απονέμεται ομόφωνα εξ ημισείας στον Γιώργη Γιατρομανωλάκη για τη μετάφραση του έργου «Ιεροί λόγοι του Αίλιου Αριστείδη» (εκδόσεις Άγρα) και στον Λίνο Μπενάκη για τη μετάφραση του έργου Προτρεπτικός επί φιλοσοφίαν του Ιαμβλίχου Χαλκιδέως, εκδόσεις Ακαδημίας Αθηνών.
Το βραβείο μετάφρασης έργου ελληνικής λογοτεχνίας σε ξένη γλώσσααπονέμεται κατά πλειοψηφία στις Σεσίλ Ιγγλέση-Μαργέλλου και Rika Lesser για τη μετάφραση ποιημάτων της Κικής Δημουλά, στον τόμο Selected Poems:The brazen plagiarist, της Κικής Δημουλά (εκδόσεις Yale University Press-New Haven & London).

Η «Αυγή» για το «Εντευκτήριο» (Νο 102-103) που κυκλοφορεί



Ωραία, καλογραμμένη παρουσίαση του εν κυκλοφορία τεύχους (Νο 102-103) 
του Εντευκτηρίου, συνταγμένη με αγάπη από την υπεύθυνη πολιτιστικών της εφημερίδας, Πόλυ Κρημνιώτη. Στις σελίδες του τεύχους περιλαμβάνεται και ένα κείμενό της, 
για την εκδημία της Νόρας Αναγνωστάκη. (Και) Δημόσιες ευχαριστίες.

24.4.14

Ο Κύκλος της Υστερίας



του Νίκου Γεωργιάδη

πηγή: http://www.athensvoice.gr


Η ηγέτιδα των Γάλλων ακροδεξιών Μαρίν Λεπέν αρνήθηκε να αντιπαρατεθεί σε τηλεοπτικό debate με τον επικεφαλής των ευρωσοσιαλιστών Μάρτιν Σουλτς στη France 2 καθότι Γερμανός, όπως δήλωσε χαρακτηριστικά. Στην Ελλάδα ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κ. Αλέξης Τσίπρας υπέγραψε άρθρο στην «Εφημερίδα των Συντακτών» με τίτλο « Ή με τον ΣΥΡΙΖΑ ή με τη Μέρκελ». Θα ανέμενε κανείς από έναν αριστερό να συμπεριελάμβανε στο δίλημμα κάποιον ιδεολογικό όρο και όχι ένα όνομα παραπέμποντας σε ανακλαστικά του τύπου «ή μαζί μας ή με τους Γερμανούς».
Επί της ουσίας ωστόσο η επιχειρηματολογία της κυρίας Λεπέν, αλλά και η βάση εκκίνησης των επιχειρημάτων της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, ξεκινούν και καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα. Τον αντιευρωπαϊσμό με το πρόσχημα της γερμανικής κυριαρχίας και με άλλοθι την οικονομική πολιτική του Βόφγκανγκ Σόιμπλε. Κάπου εκεί εξαντλούνται και τα επιχειρήματα. Με μία διαφορά. Ο υπεραπλουστευμένος λαϊκισμός έχει ήδη κάνει τη δουλειά του.
Δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί η υπόθεση της «προστατευμένης» εξόδου της χώρας στις αγορές και οι γνωστοί κονδυλοφόροι του λόμπι της δραχμής και θεωρητικοί της «παύσεως πληρωμών» επανήλθαν. Αν δεν πρόκειται για εμφανή σημάδια άτακτης υποχώρησης της λογικής, τότε κανείς θα πρέπει να αναρωτηθεί στα σοβαρά για το πραγματικό παιχνίδι που έπαιζαν έως τώρα ευαγγελιζόμενοι θεωρίες και αναλύσεις. Λέγεται πως όταν ο κ. Σόρος εξελίσσει ένα μεγάλο παιχνίδι στις διεθνείς χρηματαγορές, βομβαρδίζει την κοινή γνώμη με δημοσιεύματα που καταγράφουν τις ακριβώς αντίθετες θέσεις από εκείνες στις οποίες έχει επενδύσει ο γνωστός διεθνής παίκτης. Αν ισχύει αυτή η φήμη τότε ποιος ήταν ο ρόλος εκείνων που ενίσχυαν τις φωνές των διεθνών λεγόμενων κερδοσκόπων για την επικείμενη χρεοκοπία της Ελλάδας και την έξοδο από το ευρώ;
Αυτοί οι άνθρωποι που αγκάλιασαν την πλατεία των αγανακτισμένων επιχειρώντας να εκφράσουν τη λαϊκή οργή είτε μέσω αρθρογραφίας και τηλεοπτικών καβγάδων είτε μέσω τηλεοπτικών shows, τώρα φιγουράρουν στις ευρωλίστες της αντιπολίτευσης. Κατάντια του ορθού λόγου ή απλώς ευτελές δούναι και λαβείν; Προφανώς το δεύτερο. Συνταγματολόγοι παντός καιρού, δήθεν τάχα μου ενταγμένοι στον αριστερό πολιτικό λόγο, ποδοσφαιριστές, τηλεοπτικές περσόνες κύρους αλλά και τηλεοπτικά σκουπίδια, όπως κάποιοι πικραμένοι δημόσιοι υπάλληλοι, συνωστίζονται στις κομματικές λίστες των υποψηφίων. Ψάχνουν για ασφαλές μεροκάματο και μία παχουλή ευρωσύνταξη, τώρα που το κλίμα αλλάζει.
Στα Βόρεια Προάστια και το Κολωνάκι εμφανίστηκαν μετά από απουσία τεσσάρων ετών τα μεγάλα τζιπ με τις κοντές νεόπλουτες κυρίες, τη Φιλιππινέζα στο πίσω κάθισμα και τους χοντρούς κυρίους. Μυρίστηκαν «φρέσκο κρέας» και επανέκαμψαν. Στο μυαλό τους «η μπόρα πέρασε». Περιμένουν τώρα να ξαναφουσκώσει η τσέπη τους και παίρνουν θέσεις για το επερχόμενο τσίρκο. Δεν κατάλαβαν τίποτε.
Οι δημοσκόποι αναθάρρησαν. Το πολιτικό σκηνικό τούς έχει ανάγκη. Όταν το Μαξίμου ή η Κουμουνδούρου διαφωνούν με κάποια έρευνα τότε απλά «τη λαμβάνουν υπ’ όψιν ως στιγμιαία εικόνα της κοινωνίας διότι οι δημοσκοπήσεις είναι… εργαλείο». Όταν συμφωνούν με την έρευνα τότε τα τσιράκια των κομματικών γραφείων στέλνουν με αστραπιαία ταχύτητα τα δεδομένα της δημοσκόπησης μέσω των κοινωνικών δικτύων.
Ακόμη και πανεπιστημιακοί θεσμοί μπήκαν στο παιχνίδι του προεκλογικού ΠΡΟΠΟ. Το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και εκείνο της Πάτρας, διαθέτοντας άφθονο και φτηνό εργατικό δυναμικό (τους φοιτητές), διεξάγουν δημοσκοπήσεις και τολμούν να ισχυρίζονται πως τα «επιστημονικά δεδομένα» είναι απολύτως εγγυημένα. Οι ίδιοι οι πρυτάνεις επιχειρούν να εξαργυρώσουν την κομματική προσφορά τους με κάποια θεσούλα σε κάποιο ψηφοδέλτιο, κυρίως της αντιπολίτευσης, με προτίμηση την Αριστερά, συμμετέχοντας στο πολιτικό τάχα μου πάρτι.
Λες και δεν πέρασε ούτε μια μέρα από εκείνη την υπογραφή του πρώτου μνημονίου. Λες και οι άνεργοι δεν έφθασαν ποτέ το 30%. Λες και δεν μετανάστευσαν κάπου 300.000 νέοι άνθρωποι για να βρουν δουλειά στην αλλοδαπή.
Το γνωστό ηγετικό στέλεχος της Κουμουνδούρου επιζητεί την τηλεοπτική συντροφιά της κυρίας Τσιμτσιλή και εκδίδει και ανακοίνωση για να το εμπεδώσουμε. Τηλεφωνεί με αναίδεια σε διάφορους τηλεοπτικούς παράγοντες για να διασφαλίσει την… ανοχή τους. Δημοσιογράφοι πρώτης γραμμής εξαργυρώνουν χρόνια κομματικού ξεσκονίσματος και πολιτικού παραγοντισμού για μία θέση στις νέες ηγετικές ομάδες των κομματικών μηχανισμών. Λες και δεν πέρασε ούτε μια μέρα από το δραματικό εκείνο εικοσιτετράωρο της καταστροφής εκεί κάτω στο Καστελόριζο. Λες και δεν κάηκε η Αθήνα, δεν νέκρωσε η Σταδίου, δεν υποχώρησε σε μεγέθη πολεμικής καταστροφής το ΑΕΠ. Σαν να μη συνέβη τίποτε.
Στα «Χρόνια της Χολέρας» κάποιοι ρομαντικοί πίστεψαν πως το γονίδιο της λαϊκιστικής υστερίας που τρέφει αυτή τη γωνιά της γης εδώ και αιώνες, θα υποχωρούσε μπροστά στην αναμφισβήτητη πειθώ της πραγματικότητας. Ε, λοιπόν, έσφαλαν. Κάποτε ένας καλός φίλος, ο Βαγγέλης, μαθηματικός ως προς τις σπουδές του και «γεωμέτρης» ως προς τη σκέψη του, με είχε προϊδεάσει. «Οι επόμενες εκλογές θα αναδείξουν όλη τη φύρα της ελληνικής κοινωνίας. Θα δεις. Θα χρειαστούν πολλά χρόνια για να απαλλαγεί η χώρα από το συρφετό που έχει συγκεντρωθεί σαν κατακάθι στον πάτο του βαρελιού».
Η αλήθεια είναι πως δεν θα ανέμενε κανείς πρωτοβουλίες αυτοκάθαρσης από τα δεξιά, συντηρητικά σχήματα. Ούτε θα ανέμενε επίκτητη γνώση και συνειδητοποίηση από εκείνους τους μηχανισμούς που οδήγησαν την πολιτική ζωή της χώρας στην πλήρη απαξίωσή της. Θα ανέμενε ωστόσο από εκείνο το κομμάτι του πολιτικού σκηνικού που αρθρώνει αριστερό και κεντροαριστερό λόγο να αναλάβει την πρωτοβουλία της ρήξης. Θα περίμενε κανείς από τους «Αθλίους» να εκφράσουν την πολιτική ανανέωση. Τελικά η άσκηση πολιτικής σε αυτή τη χώρα αρχίζει και τελειώνει στον τηλεοπτικό χρόνο μιας μεντιακής παραγωγής. Εκφράζεται μέσα από τις λίγες αράδες ενός δελτίου τύπου ή ενός ηλεκτρονικού μηνύματος μαζικής αποστολής από την ομάδα εθελοντών κάποιου πολιτικού γραφείου. Έτσι αντιλαμβάνονται ακόμη και οι νεότεροι πολιτικοί παράγοντες την παραγωγή πολιτικής σκέψης και τη μετουσίωσή της σε πολιτική πράξη. Με μεγέθη και παράμετρους πολιτικής επικοινωνίας και μόνον. Λες και δεν πέρασε ούτε μία ημέρα από την πρώτη εμφάνιση στην Αθήνα κάποιου Τόμσεν.
Ο πρωθυπουργός της χώρας σε στιλ ταπεινού ιεροδιακόνου ανακοίνωσε μέτρα για τους αστέγους. « Έλληνες είμαστε και δεν χάσαμε την ανθρωπιά μας» είπε. Η θεατρική απόδοση της αμετροέπειας, δηλαδή. Ο Φύσσας δολοφονήθηκε, οι τρομοκράτες δολοφόνησαν, οι φυλακές γέμισαν από ναζί Χρυσαυγίτες, οι Αιγύπτιοι ψαράδες βασανίστηκαν, τα μέλη του ΠΑΜΕ στο Πέραμα γλίτωσαν από του χάρου τα δόντια, ο Πακιστανός δολοφονήθηκε στα Πετράλωνα, ο Κασιδιάρης χαστούκισε on line, οι εργοδότες απέλυσαν μαζικά τους εργαζόμενους και προσέλαβαν στη μαύρη νέους εργάτες χωρίς ασφάλεια που δεν τους πληρώνουν, τα ενεχυροδανειστήρια γέμισαν τις γειτονιές, οι μαγαζάτορες σφάλισαν τα μαγαζιά τους, οι βιομηχανίες γάλακτος διατήρησαν ως καρτέλ τις υψηλές τιμές, όλα αυτά διότι είμαστε Έλληνες και δεν χάσαμε την ανθρωπιά μας. Μα τι μας λέτε, κύριε πρωθυπουργέ; Επικοινωνείτε άραγε με την πραγματικότητα εκτός των τειχών ή απλώς φλυαρείτε;

20.4.14

Τιμές αρχηγού κράτους στον αρχηγό του σύμπαντος;



του Αντώνη Νικολή

πηγή: http://www.athensvoice.gr

Πλησιάζει η Μεγάλη Εβδομάδα του ορθόδοξου Πάσχα και μαζί της η πλέον γκροτέσκα και δηλωτική του αδιεξόδου της κοινωνίας μας τελετή, η υποδοχή του «Αγίου Φωτός» στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» με τιμές αρχηγού κράτους.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που είδα το πράγμα σε τηλεοπτικό ρεπορτάζ. Έγειρα το κεφάλι και το χάζευα σαν την πιο απίθανη παλαβομάρα. Το κόκκινο χαλί, το άγημα, την μπάντα, ένα δεσπότη, έναν αρχιμανδρίτη, τους άλλους ιερωμένους, τον υπουργό ή τον υφυπουργό, βουλευτές εκπροσώπους κομμάτων, τους υπόλοιπους συνοδούς της ειδικής πτήσης προς και από τα Ιεροσόλυμα, τη… νεοελληνικότατη –ούτως ειπείν– κουστωδία και πομπή.
Όταν ένα κομμάτι του πληθυσμού πιστεύει ότι κάπου συντελείται κάποιο θαύμα, ένα κράτος, ένα σοβαρό κράτος, έχει δύο εναλλακτικές. Είτε αποδέχεται την ύπαρξη του υπερφυσικού γεγονότος, εν προκειμένω την εμφάνιση του «αγίου, ιερού και ανεσπέρου φωτός» και εξ αυτού συνεκδοχικά του Θεού, οπότε, θεοκρατικό καθεστώς πια, υποδεικνύει στους υπηκόους του γονυκλισίες και μπρουμυτίσματα, την άκρα ευλάβεια, τις τιμές θέλω να πω που αρμόζουν στον υπέρτατο αρχηγό του σύμπαντος κόσμου, είτε εκτιμά πως πρόκειται για δοξασία ενός μόνο θρησκευτικού δόγματος και δεν επιτρέπει το πράγμα να κοστίσει στο δημόσιο ταμείο δεκάρα τσακιστή ούτε ως τελετή να αποκτήσει κύρος κρατικό - θεσμικό.
Η δεύτερη περίπτωση είναι αυτό που ονομάζουμε και δημοκρατικό πολίτευμα. Το οποίο αφήνει τις σχετικές μέριμνες στο ενδιαφερόμενο ιερατείο, και εκείνο εφόσον το θεωρεί αναγκαίο, με δικά του έξοδα, πηγαίνει και έρχεται από τα Ιεροσόλυμα π.χ., κομίζει δείγματα του θαύματος στους πιστούς του. Όπως περίπου συνέβαινε μέχρι το 1988, που το «Άγιο Φως» ταπεινό –κατά πώς ταιριάζει στους αγίους– ταξίδευε με το βαπόρι, έφτανε στην Αθήνα μία εβδομάδα μετά την Ανάσταση. Κι εδώ που τα λέμε, αυτά τα πράγματα έχουν από τη φύση τους το ακαταλόγιστο. Κάποτε φυλάσσονταν σε μοναστήρια φιαλίδια με σταγόνες γάλα από το στήθος της Θεοτόκου ή σταγόνες ορού από το λογχισμένο πλευρό του Εσταυρωμένου, – που θα πρόσθετε και ο Ροΐδης.
Άλλωστε, αν δεν ήμασταν κράτος αμφιβόλου δημοκρατικότητας και αναμφιβόλου φαιδρότητας, οποιοσδήποτε θα καταλάβαινε ότι είναι πράγμα βλάσφημο να υποδέχεσαι τον Θεό με τις τιμές που υποδέχεσαι π.χ. τον αρχηγό της Μάλτας.
Το ορθόδοξο ιερατείο πάντως δεν είναι φαιδρό. Κάνει τους δικούς του υπολογισμούς και απ’ ό,τι φαίνεται βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον λογιστικά σωστούς. Ενεργεί με στρατηγικό στόχο να παραμείνει η εκκλησία δημόσια επιχείρηση, με το προσωπικό και τα έξοδά της καλυπτόμενα από το δημόσιο ταμείο, ένας από τους κύριους στυλοβάτες της κοσμικής εξουσίας. Απειλείται από τον πολιτικό φιλελευθερισμό, την πραγματική συνταγματική κατοχύρωση της ανεξιθρησκίας, το διαχωρισμό κράτους - εκκλησίας.
Τα νεοελληνικά συντάγματα, οι καταστατικοί χάρτες του πολιτεύματος, ξεκινούν πάντοτε –το άκρον άωτον του οξύμωρου– με τη φράση: «στο όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος», μιλούν για «επικρατούσα θρησκεία», θεωρούν αποστολή του κράτους την «ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης», για ξεκάρφωμα κάνουν λόγο και για ανεξιθρησκία, – ο Θεός να την κάνει. Δεν είναι άσχετα αυτά με τη γενικότερη νεοελληνική κακοδαιμονία. Το ελληνικό κράτος υπήρξε δημιούργημα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, τον οποίο η ελληνική κοινωνία ουδέποτε αφομοίωσε.
Η δημοκρατία είναι το πολίτευμα που απελευθερώνει το άτομο από την κοινωνία. Με τη θεσμοθέτηση των αναφαίρετων δικαιωμάτων και τη διάκριση των εξουσιών. Καμιά πλειοψηφία δεν μπορεί να διεκδικήσει για τα μέλη της διακρίσεις σε βάρος των μελών εκείνης ή της άλλης ομάδας της μειοψηφίας.
Υπάρχουν Έλληνες πολίτες ετερόδοξοι ή αλλόθρησκοι ή άθεοι. Πώς βιώνεται από έναν καθολικό Συριανό, για παράδειγμα, το «ελληνισμός και ορθοδοξία», η σταθερή συσχέτιση πολιτείας και ορθόδοξης εκκλησίας, τα χαράτσια και οι φόροι που πληρώνει και που μερίδιό τους γίνεται μισθοδοσία των ιερέων της «επικρατούσας», όχι των ιερέων του δικού του δόγματος, που τα παιδιά του όπως κι ο ίδιος παλιότερα εξαιρούνται από το μάθημα των θρησκευτικών, περιπλανώμενα σε άλλες αίθουσες ή μόνα στην άκρη του προαύλιου; Ή τι σημαίνει για έναν μουσουλμάνο Έλληνα πολίτη η κωλυσιεργία να δοθεί η άδεια για ένα (αριθμητικώς: 1) δικό του τέμενος στην πρωτεύουσα της χώρας; Όσοι βιώσαμε τον αποκλεισμό, την αρνητική διάκριση, ξέρουμε τι λεπίδια είν’ όλ’ αυτά.
Οι κοινωνίες που δεν κατανόησαν τη νεωτερικότητα, όπως η νεοελληνική, δεν αντιλαμβάνονται ότι η ελευθερία είναι η προϋπόθεση όχι το επιστέγασμα της ανάπτυξης. Για τον απλούστατο λόγο ότι, αν δεν απελευθερώσεις τα άτομα, δεν μπορείς να διευρύνεις την κατανάλωση. Δίχως κατανάλωση, δεν έχεις παραγωγή. Νομίζουμε πως αρκεί να ρίξουμε στην (ανελεύθερη) αγορά χρήμα, και θα ακολουθήσει η ανάπτυξη. Λάθος. Πάλι θα υπάρξει μεγέθυνση κυρίως, πάλι φούσκα, και πάλι κάποια στιγμή αργότερα θα χρειαστεί να ξεφουσκώσουμε επώδυνα.
Είναι ένα φασαριόζικο κομμάτι της κοινωνίας μας που φωνάζει: είμαστε Έλληνες, χριστιανοί ορθόδοξοι, ετεροφυλόφιλοι, σύζυγοι, πατεράδες, και άρα είμαστε εμείς που δικαιούμαστε τα αγαθά της χώρας μας, του κράτους μας. Λάθος. Καμιά από τις προηγούμενες ιδιότητες δε συνεπάγεται αυτόματα κάποιο επιπλέον δικαίωμα. Όλοι οι νομοταγείς πολίτες είναι (πρέπει να είναι) ίσοι και δικαιούνται (πρέπει να δικαιούνται) ανάλογα με το πόσο συμμετέχουν στην παραγωγή του πλούτου.
Κάτι τέτοια απλά πράγματα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε αυτό τον καιρό, και είναι φυσικό τα πολιτικά μορφώματα όπως τα ξέραμε σταδιακά να διαλύονται, αλλά και δυστυχώς όσο αραιώνουν τα παραδοσιακά πελατειακά δίκτυα των πολιτικάντηδων, τόσο να πυκνώνουν τα ακροατήρια στους κυριακάτικους άμβωνες, οι οποίοι ήδη αναδεικνύονται σε οπισθοφυλακή της υπανάπτυξης. Από εκεί, όλο και περισσότερο από εκεί, όπως και από τα ενδυναμωμένα λόγω της κρίσης πολιτικά άκρα, θα εξαπολύονται οι εθνικιστικές κορόνες και οι μύδροι ενάντια σε Δύση και Ευρώπη, όσο και ενάντια στον ορθό λόγο, τη λογική.
Η ελευθερία δεν είναι εύκολη επιλογή. Θέλει λογική, θέλει πραγματισμό, δε θέλει ιδεολογίες ή ηθικολογίες. Θέλει και αρκετή τόλμη.

Η επιστολή του Ρ. Βαρσάνο προς τον υποψήφιο δήμαρχο Θεσσαλονίκης, Τρ. Μηταφίδη

πηγή: http://jungle-report.blogspot.gr


Θεσσαλονίκη, 16 / 4 / 2014

Αγαπητέ Τριαντάφυλλε,


Όταν µε πληροφόρησαν για την κινησή σου να κατεβάσεις τα πορτρέτα των κατοχικών δηµάρχων της Θεσσαλονίκης, ήταν σαν να ανέβαζες το δράµα µου, το δράµα των Εβραίων της πόλης µας τόσο ψηλά, ώστε να το βλέπουν όλοι και να θυµούνται. Όχι από µίσος, είµαι πολύ γέρος πια και έχω τη σοφία να µην µισώ, αλλά γιατί σταµάτησε το διαρκές έγκληµα της επιβράβευσης, όσων έµµεσα ή άµεσα συνέβαλαν στην τραγωδία µας. Ήταν κάτι που έπρεπε να είχε γίνει εδώ και δεκαετίες. Όµως, δεν έγινε. Κι εγώ, όπως και όλοι όσοι ζήσαµε τον διωγµό από τους ναζί , ποτέ δεν καταλάβαµε το γιατί. Αντί για καταδίκη, επιβράβευση. Αντί για αποκαθήλωση, έπαρση κι αποθέωση του µίσους. Μέχρι τώρα πολλές φορές είχαµε εκφράσει την δυσφορία µας γι αυτό. Μας αγνόησαν, χωρίς να µας εξηγήσουν το γιατί. Χαιρετίζω και τιµώ την πράξη σου, σαν ένα από τα θύµατα που από σύµπτωση γλίτωσε το κρεµατόριο, επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη, και συνέχιζα να ζω. 

Αυτό ήταν το δικό µου καθήκον: να ζήσω και να γίνω ένα ζωντανό "όχι" στον ναζισµό και τον φασισµό, όπως και όλοι εκείνοι που επέστρεψαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το καθήκον των «αρχόντων» της πόλης ήταν, όχι να προστατέψουν εµένα , αλλά την µνήµη των εκατοντάδων χιλιάδων που χάθηκαν αποδοκιµάζοντας τους κατοχικούς δηµάρχους για ουσιαστικούς και συµβολικούς λόγους. Δυστυχώς δεν το έκαναν µε αποτέλεσµα να αποθρασυνθούν οι νοσταλγοί του Χίτλερ. Και να που σήµερα το αυγό του φιδιού έσπασε και βγήκαν τα φίδια κι άρχισαν πάλι να απειλούν και να ασελγούν στη µνήµη των θυµάτων. Και ήρθε η πράξη σου αυτή να αποκαταστήσει την ιστορική µνήµη και να διορθώσει το λάθος όλων των προηγούµενων .

Έστω και τώρα, η πόλη έκανε το καθήκον της. Και σήµερα αισθάνοµαι την ανάγκη να πω ένα µεγάλο ευχαριστώ για ότι έκανες και να στείλω ένα µήνυµα: το να διαπράττεις ένα έγκληµα είναι κακό. Αλλά, είναι δύο φορές κακό να το επιβραβεύεις έµµεσα ή άµεσα.

Με εκτίµηση & σεβασµό,
Ρόµπυ Βαρσάνο