23.1.19

Μάρκου Μέσκου, «Εν Βοδενοίς»



Μάρκος Μέσκος 
Εν Βοδενοίς: Κείμενα εκτός εμπορίου από την ενδοχώρα της Έδεσσας
Έδεσσα 2016

Όταν ο Μάρκος Μέσκος γράφει κείμενα πέραν της ποίησης, πεζογραφήματα δηλαδή ή ιδιότυπα κριτικά κείμενα, η ποίηση εμφιλοχωρεί και από πεζοπορία μετατρέπεται σε πτήση. Αν διατρέξουμε τις πεζογραφικές του καταθέσεις, θα επιβεβαιώσουμε αυτή την παρατήρηση.
Έχοντας ήδη βγάλει επτά (7) συλλογές ποιημάτων σε διάστημα είκοσι (20) ετών, το 1978 εκδίδει ιδιωτικά στην Αθήνα τα Παιχνίδια στον Παράδεισο και την επόμενη χρονιά την Κομμένη γλώσσα στον Έρασμο. Μεσολαβούν δύο δεκαετίες, και το 1999 κυκλοφορεί από τη Νεφέλη το Μουχαρέμ, διηγήματα, με εκτενέστερο το ομότιτλο, που επισημάνθηκε από την κριτική και τοποθετήθηκε ισότιμα δίπλα στον Μοσκώβ Σελήμ του Βιζυηνού. Το 2005 εκδίδεται η συλλογή πεζογραφημάτων Νερό Καρκάγια’ από τον Ίκαρο.
Παράλληλα, ο Μέσκος γράφει κείμενα που αναφέρονται στην ανθρωπογεωγραφία της γενέτειράς του. Τα εκδίδει ιδιωτικά, ιδίοις αναλώμασιν. Αυτά τα κείμενα θεωρήσαμε πως έπρεπε να συγκεντρωθούν σε ένα τομίδιο για να γίνουν προσιτά σε ευρύτερο κοινό, καθώς αυτές τις αυτοτελείς εκδόσεις τις χάριζε μόνο σε φίλους. Ο χρόνος γραφής τους εκτείνεται χρονικά από το 1979 έως το 2016. Αυτό το βιβλίο, με τίτλο Εν Βοδενοίς: Κείμενα εκτός εμπορίου από την ενδοχώρα της Έδεσσας, θα προσπαθήσω να παρουσιάσω, με σύντομες αναφορές.


«Ο Όμηρος Πέλλας στην Έδεσσα» (1991)

«Στον κεντρικό δρόμο της Έδεσσας […] (σε) […] διώροφο κτίριο στεγάζονταν τα γραφεία της επιθεώρησης Κατωτέρας Εκπαιδεύσεως. Εκεί, φαντάζομαι τον Οδυσσέα Γιαννόπουλο –Όμηρον Πέλλα, μόλις χλωρόν απόφοιτον της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης, να παραδίδει τα σχετικά διαπιστευτήρια της τοποθέτησής του: Δάσκαλος στο χωριό Σωτήρα Νομού Πέλλας. […] Αυτά το φθινόπωρο του 1940».

Η αφήγηση του Μέσκου συνεχίζεται με αναφορές στη ζωή του στο χωριό με ένθετα αποσπάσματα από το σημαντικό βιβλίο του Όμηρου Πέλλα STALAG VIC: Χρονικό της ομηρίας του στα γερμανικά στρατόπεδα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου). «Μ’ αυτόν τον τρόπο αμύνεται, αγωνίζεται, ελπίζει, πιστεύει».
Ένα κείμενο καταθέσεων της βαρβαρότητας, των μαρτυρίων και μία διά του πόνου αυτογνωσία. Επιστρέφοντας, ζων και ελπίζων, στον ίδιο χώρο το 1951, μετά από αλλεπάλληλες περιπέτειες, ενσωματώνεται στις παρέες της Έδεσσας και στον Φιλοπρόοδο Σύλλογο Έδεσσας «Μέγας Αλέξανδρος», κάνοντας αρκετές ομιλίες. Πολύπλευρη προσωπικότητα, δοκιμάζει και δοκιμάζεται σ’ όλα τα είδη του λόγου, στη ζωγραφική, στη γλυπτική και στην ενεργή πολιτιστική παρέμβαση. Σ’ αυτό το κείμενο ο Μέσκος σκιαγραφεί την παρουσία του Πέλλα στην ευρύτερη περιοχή της Έδεσσας, τις ανθρώπινες σχέσεις του, και αναγνωρίζει στο πρόσωπό του έναν «δάσκαλο» για τον ίδιο, που τον σημάδεψε κι έγινε «μέτρο» για το δικό του έργο.


 «Ο ποιητής Θανάσης Πάσχος δυό χρόνια μετά τον θάνατό του» (2010)
«Αν θελήσουμε να τον τοποθετήσουμε κάπου στο μήκος της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ο χώρος αυτός είναι του μεσοπολέμου με τα ποικίλα αδιέξοδά του και του έμμετρου λόγου της χαμηλόφωνης ποίησης […].
Κοντά και δίπλα στις ήπιες φωνές της γενικότερης ανθρώπινης μοίρας».

Στο κείμενο αυτό ο Μέσκος μιλά για «μία συμπαγή ηθική προσωπικότητα», τον ποιητή Θανάση Πάσχο, από τους Λύκους (Βαλκογιάνοβο) της Έδεσσας. Έναν άνθρωπο, που υπήρξε μέντορας του και τον ενέπνευσε με την, πέραν πάσης αμφιβολίας, ανιδιοτελή κι ακέραια στάση του στη ζωή και στην τέχνη του. Και σαν συμπέρασμα από το ομώνυμο ποίημα του παραθέτω:

«Έτσι περίπου είν’ η ζωή μας, αδερφή
κάτι σαν μια παράσταση από δράμα,
που αρχίζει με χαρά μι’ αυγούλα γελαστή
τελειώνει κάποιο βράδυ με το κλάμα».


Χρ. Νέπκας (1979)
«Το σπαραγμένο σώμα του Χρήστου Νέπκα» είναι εισαγωγή σε μία συλλογή είκοσι τραγουδιών, που η προφορική παράδοση έσωσε τους στίχους τους, ακέραιους ή αποσπασματικούς. Στην εισαγωγική παράγραφο συναντούμε έναν από τους πυρήνες του λυρισμού του Μέσκου, την εκστατική αγάπη του προς τη φύση, που κάνει το κείμενο πεζό-ποίημα. Για ν’ ακολουθήσουν τα βιογραφικά στοιχεία του Χρήστου Νέπκα, στο ιστορικό περιβάλλον της εποχής του Μεσοπολέμου και κατόπιν της σκληρής δεκαετίας της Κατοχής και του Εμφυλίου.
Ο Μέσκος αναρωτιέται: «Τι θα ’ταν ο Χρήστος Νέπκας σήμερα; […]. Της αγάπης αυτοδίδακτος τροβαδούρος ή σπίνος που κελαηδεί;».

«Το κάντρο» (2009)
Στο «Κάντρο» ο ποιητής, ξεκινώντας από την περιγραφή μιας παλιάς φωτογραφίας, μας οδηγεί στην αιματηρή εποχή της δεκαετίας του ’40, την εποχή που «η μια μέρα μισούσε την άλλη μέρα» κι ο θάνατος, ο πόνος, καθημερινοί εφιάλτες στον διαρκώς ανήσυχο βίο των ανθρώπων. Μέσα σ’ αυτό το «Κάντρο» ενσωματώνει τα πριν και τα μετά, διηγούμενος τις περιπέτειες μιας οικογένειας συγγενών του, που ανάγονται σε στερεοτυπική απεικόνιση της ζωής πολλών ανθρώπων της ζοφερής εκείνης εποχής. Αποτίοντας τον οφειλόμενο φόρο τιμής στη μνήμη τους, αλλά και στη μνήμη ανθρώπων που τους πήραν και τους σήκωσαν οι θύελλες του Μινώταυρου εμφύλιου πολέμου.

«Στο κάντρο, τώρα βλέπω τη σημασία της μελανής συστάδας των φύλλων από δεξιά (ένα κρεμασμένο στον ήλιο πουκάμισο και η ποδιά της Τέτας μάταια υπάρχουν στο ανοιχτό χρώμα). Είναι το Μαύρο που πλησιάζει για τον θείο και τη θεία, κυρίως».

«Οι Κλοσάρ των Βοδενών» (2010)

«Συχνά πυκνά προβάλει μπροστά μας η κακιά μοίρα ή δυστυχία ή σύμπτωση τρελή κι αδιέξοδη· συνήθως το Νοέμβρη μήνα καθώς οι ομίχλες σέρνονταν στις πλαγιές όταν τα δέντρα βυζαίνουν το γάλα της ομίχλης· τότε περίπου, η μνήμη φέρνει πάλι στο προσκήνιο τους Κλοσάρ των Βοδενών, έτσι ας τους πούμε, μία κοινοτική μικρογραφία του μεγάλου κόσμου». […]
«Ρεμάλια, παραλογισμένοι, έντιμοι στη δυστυχία τους οι περισσότεροι Κλοσάρ των Βοδενών και όσοι περαστικοί, στο μπουγάζι του αέρα και στην αντοχή της αξιοπρέπειας.». […]
Έτσι μας εισάγει ο Μ.Μ. στον κύκλο της δυστυχίας αυτών των συμπολιτών μας, που ζήσαν στη μοναξιά τους, απόκληροι, «προσκολλημένοι στις άκρες της κοινωνίας». Η ματιά του τρυφερή, πονετική, τυλίγει σαν αγκαλιά αυτούς που η ζωή τους στράβωσε κι έμειναν να περιμένουν ένα χέρι ν’ ακουμπήσει πάνω τους. Αλλοπαρμένοι διάβηκαν τον δρόμο που τους έλαχε.


«Ο Πασίφιλος» (2014)

«Ήταν περίεργος άνθρωπος, αγαπούσε τα ζώα, ό,τι ―εκτός των ανθρώπων― κινούνταν στο χώμα, στον αέρα και στο νερό. Όλα τα πετεινά τ’ ουρανού, ό,τι βάδιζε φανερά-κρυφά, ό,τι μπορούσε να δει μέσα στο νερό. […]».

Αφήγηση σε δεύτερο πρόσωπο, για τ’ αγαπημένα του ζώα: εδώ την αρκούδα και τα περιστέρια. Ξαναγυρνά, όπως και σ’ όλο το έργο του ―ποιητικό και πεζογραφικό― στη φίλια ματιά και στην αγαπητική του σχέση μ’ ό,τι πετά, με ό,τι περπατά και με ό,τι κολυμπά. Θα ’ταν ενδιαφέρον για τους φιλόλογους ερευνητές να καταγράψουν την παρουσία της πανίδας αλλά και της χλωρίδας στο έργο του. Ο κατάλογος θάναι μακρύς. Ο πασίφιλος λοιπόν φίλων όλων Μάρκος Μέσκος.


«Η χοϊκή αγιοσύνη της ενδοχώρας και οι φωτογραφίες του Ντίνου» (2010)

«Το καλλιτεχνικό παιχνίδι του Ντίνου έγκειται στην πολύπλευρη σημασία της εικόνας που επιλέγει κρυφά, ερήμην του φωτογραφιζόμενου, καθώς η φαντασία του ανταμώνει τον δημιουργικό παλμό, τους μύθους και την πραγματικότητα. Συνοπτικός, πολύπλευρος, ενδιαφέρων με τραγικά σώματα και "αγράμματη" αισθητική των πορτραίτων».

Ο Ντίνος (Τουσίμτσης), επίμονος καλλιεργητής των εικόνων, χρόνια τώρα με τη μηχανή του έχει διασώσει πρόσωπα (κυρίως) και χώρους της πόλης, συνθέτοντας το άλμπουμ των ανωνύμων, σε μία εν εξελίξει σπειροειδή διαδρομή, που αφήνει πίσω της αποτυπώσεις, που πρέπει ν’ ανακαλυφθούν. «Είναι η καθημερινότητα που τον τυλίγει με τα υψηλόφρονα ταπεινά θέματά του […]. Είναι ο κόσμος […] κοντολογής της Ενδοχώρας».


«Τα καφενεία των Βοδενών» (2015)
«Το καυτό σίδερο της μνήμης, ο Λόγος που προβαίνει από κάποια γωνιά και συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες μπορεί να περισώσει τα χαμένα;» ΄Ενα παρόμοιο σημείο τα Καφενεία των Βοδενών, που συγκέντρωναν τη δυναμική του ανώνυμου λαϊκού στοιχείου. Μέσα από την περιδιάβαση των παλιών καφενείων και την τοπογραφία τους περνά όλη η ιστορία της πόλης και των ανθρώπων της. Τόποι συναθροίσεων τα καφενεία, άλλοτε με αμιγή κοινωνική-ταξική πελατεία κι άλλοτε υπερταξικά, είναι ψηφίδες του πολύχρωμου μωσαϊκού της πόλης. Χώροι, ονόματα, άνθρωποι και γεγονότα υφαίνονται με τον τρόπο του Μέσκου, παραδίδοντάς μας έναν, εν κινήσει, ζέοντα πίνακα, όπου όλα βρίσκουν τη σωστή τους θέση. Με το υγρό βλέμμα να χάνεται στης μνήμης το πηγάδι.


«Πορεία προς την ποίηση» (2016)
«Ναι, εν Βοδενοίς γεννήθηκε, Χουνικάρ στα παλιότερα Βοδενά, στη σημερινή Έδεσσα ― το φρύδι, ιδεώδης τόπος αυτοκτονιών, πόσους δεν πήρε ο καταρράκτης ― για να βλέπουν τα πουλιά μόνο από τη ράχη επάνω…». Γεννήθηκε λοιπόν το φθινόπωρο εκείνος, μια εποχή που πολύ θ’ αγαπήσει αργότερα. […]
Έτσι, φθινόπωρο του 1958 θα δώσει  να εκδοθούν τα πρώτα του ποιήματα στη «Νέα Πορεία» του πεζογράφου Τηλέμαχου Αλαβέρα, στη Θεσσαλονίκη. Ο τίτλος: Πριν από τον θάνατο. Θ’ ακολουθήσει πέντε χρόνια μετά (1963) η συλλογή Μαυροβούνι. Τα πρώτα του ποιήματα όμως, δύο χρόνια πριν στην Επιθεώρηση Τέχνης (1956). [...] «Μικρά, ολιγόστιχα ποιήματα, εκεί, στην αφετηρία, την αμεσότητα και την πληρότητα του μηνύματος προτιμώντας. Σαν το κλεφτό φιλί».
Αφήγηση–απολογισμός και αποτίμηση–τριτοπρόσωπη, για να κρατηθούν οι αποστάσεις, το βλέμμα να ’ναι όσο γίνεται καθαρό. Η «δεκαετία όμως της παιδικής του ζωής, που χαράκωσε την ψυχή του με το πυρωμένο της σίδερο» θα γίνει μία σταθερά της ποίησής του και θα δώσει ποιήματα, από τα πλέον άρτια, υψηλής συναισθηματικής θερμοκρασίας. «Η αναζήτηση του ιδανικού Έρωτα, της Ουτοπίας σχεδόν»: η δεύτερη θεματική σταθερά, θα είναι παρούσα σ’ όλες τις συλλογές του, με κορυφαία, κατά τη γνώμη μου, ως προς τη σύνθεση και τη συμπύκνωσή της, τα Άνθη στο καταραμένο φίδι. «Οι σκέψεις γύρω από την Ποίηση και τη Γραφή της» καταλήγουν σε ποιήματα ποιητικής, ματιές στο εργαστήρι του ποιητή, στους προβληματισμούς και στα αδιέξοδά του, έως ότου το ποίημα σαρκωθεί, αποκτήσει υπόσταση. «Πολλά τα μυστήρια που προσπαθούσε να πετρώσει στις Γραφές του, αποκαλύπτοντάς τα».


«Μνήμες ζωής ο θάνατος» (2015)
Με αφορμή μία φωτογραφία του παλιού νεκροταφείου (όπου σήμερα το πάρκο των Καταρρακτών) κατά τον Μεσοπόλεμο, ο Μέσκος «συνθέτει ένα κείμενο καμωμένο από τα άχραντα υλικά του δημοτικού τραγουδιού με γενναιόδωρη λύπη», κατά τον Θανάση Νιάρχο, δημοσιευμένο στην εφημερίδα Τα Νέα- Σαββατοκύριακο 14-15 Νοεμβρίου 2015, με τίτλο «Μνήμες ζωής ο θάνατος».

«Γιατί τότε ονομάστηκε ‘Παυσίλυπον’ αφού ανασαίνουν οι νεκροί του κάντρου με την ολιγοήμερη άδεια από τον Άδη σκορπώντας τη λύπη πάλι. Δεν πέρασε στη λησμονιά. Ο τόπος αυτός, ένας σωρός ανωνύμων, νανουρισμένων από τα νερά των ποταμών πλάι. Πόσο καιρό άραγε θ’ αντιστέκεται η Μνήμη;»


«Το φωτοστέφανο του νεώτερου αγίου Βοδενιώτη του λαϊκού» (2002)
Μία αργή χαμηλή πτήση, αυτό το κείμενο, αφιερωμένο στους «αγαπημένους κεκοιμημένους», πάλι ανοιχτό πλάνο της Έδεσσας, της φύσης και των ανθρώπων της, με την υγρασία των ποταμιών και των αισθημάτων. Κι εδώ ο Μέσκος επιστρέφει στη γενέτειρα, για να θυμίσει ονόματα και τοπία της σαν την «κυκλοθυμία της βίδας καθώς ξεχαρβαλώνει και καθώς οικοδομεί».

«Ασβέστης, λοιπόν, άμμος της Μπέλιτσας και χαλίκι, Κιουπρί, γεφύρι το φωτοστέφανο, ψηφί το ψηφί, πέτρα την πέτρα, ο νεώτερος άγιος Βοδενιώτης, ο λαϊκός, με το ψηφιδωτό των ονομάτων Αυτού: […] Λάμπουν».
«Το φωτοστέφανο του Αγίου χρυσόσκονη, μαλαμόσκονη, σκόνη εις τον αιώνα. Άπαντες κεκοιμημένοι ενταύθα και μνημονευόμενοι για τους λόγους που έζησαν και απέθαναν».

Αυτά τα λόγια, χαράγματα σε πλάκες επιτύμβιες για να μείνουν στη μνήμη των ανθρώπων, που πέρασαν αφήνοντας όλοι, το μικρό ή μεγάλο, ίχνος τους σ’ αυτή την πόλη.

Έδεσσα, Νοέμβριος 2016.


[Το κείμενο εκφωνήθηκε στην εκδήλωση: «Μάρκος Μέσκος-60 χρόνια στη λογοτεχνία», στις 6 Νοεμβρίου 2016, στο παλαιό Παρθεναγωγείο, Βαρόσι, Έδεσσα].

10.1.19

«Σ’ έναν καρπό σταριού»




Στην πρόσφατη κριτική της της Μαίρης Γιόση για το βιβλίο ποίησης του Αργύρη Παλούκα «Άνθρωποι που γελάνε» (Εκδόσεις Κριτική), δημοσιευμένη στο τεύχος 92 του The Books' Journal, η Γιόση εστιάζει στη λέξη-κλειδί της ποιητικής του Παλούκα «πραγματογνωσία». Γράφει, ειδικότερα:
«[...] Η ιδιότυπη πραγματογνωσία του Αργύρη Παλούκα ξεκινά με τη φράση "κοιτάζω όσα ένιωσα", καθώς το αντικείμενο του βλέμματος δεν είναι ένα απτό, υλικό σώμα, αλλά ένα πράγμα περιβαλλόμενο από την αύρα ενός συναισθήματος όταν δεν είναι το ίδιο το συναίσθημα. Υλικά σώματα ή βιωματικά υλικά αυτονομούνται μέσω της ποίησης και μεταμορφώνονται μυθικά σε τοπία ή πρόσωπα. Οι αισθήσεις επιστρατεύονται όλες για να κάνουν απτό αυτό που σε λίγο θα μεταμορφωθεί σε κάτι άυλο [...]».


Αυτή η εύστοχη και διεισδυτική εστίαση μού θύμισε το κείμενο της ομιλίας της στον αθηναϊκό «Ιανό», το 2007, για το πρώτο βιβλίο ποίησης του Παλούκα, Το ξέφτι (2007), κείμενο που έως τώρα παρέμενε άστεγο. Παρατίθεται κατωτέρω. 


Γιώργος Κορδομενίδης 


της Μαίρης Γιόση

-->
Λαλεῖ πουλί, παίρνει σπυρί, κι μάνα τζηλεύει.
Διονύσιος Σολωμός, «Ελεύθεροι πολιορκημένοι», σχεδίασμα Β

Κλεμμένος από το ποίημα «Διαδοχικά» του Αργύρη Παλούκα ο στίχος που έβαλα για τίτλο στο σύντομο αυτό σημείωμά μου για την ποίησή του. Το «Διαδοχικά» δημοσιεύτηκε το 1997 στον τόμο 16 νέοι Έλληνες ποιητές, που εκδόθηκε από τη Θεατρική Εταιρεία «Πράξη». Σήμερα, δέκα χρόνια μετά, κρατώ το πρώτο του βιβλίο, Το ξέφτι, που κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Μανδραγόρας.
Στην ποιητική του ελάχιστου, κάθε λέξη και κάθε σιωπή γνωρίζει το βάρος της. Σε καλεί σε μαθήματα αναπνοής. Και όρασης. Γιατί, ακολουθώντας το υποκείμενο που μιλά (πότε «εγώ», πότε «εμείς»), ακολουθώντας το βλέμμα του, τρυπώνεις σε δωμάτια σπιτιών, γλιστράς σε δρόμους και σε πλατείες, κατρακυλάς σε σπλάγχνα ή σε πηγάδια, και ακόμα πιο βαθιά, εκεί που «ο θάνατος συγυρίζει κι απλώνει ρίζες σαν ευκάλυπτος», δεμένος στην τρυφερή τροχιά του σπόρου που πάει να καλλιεργήσει «νέα μυστικά χωράφια»:
      ΕΔΩ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΧΑΝΕΤΑΙ
      Πέφτει σύρμα και τυλίγει την εβδομάδα.
      Τη βραδινή του δροσιά πόσο να κρατήσει
      το σώμα;
      Το πρόσωπό σου
      για πόσο να φαντάζομαι
      τεντωμένο αντίσκηνο σε ερημική παραλία;
      Τουλάχιστον για τους νεκρούς μας ανθίζει ένα λουλούδι
       οι σπόροι του πέφτουν ξανά στα κοιμητήρια
       καλλιεργούνται νέα μυστικά χωράφια.
Στο μικροσκόπιο της ποίησης του Αργύρη Παλούκα παρακολουθείς τη μεταμόρφωση της σκόνης σε παλλόμενη υπόσταση, τη συνεχή μετάπτωση του άψυχου σε έμψυχο, του οργανικού που τυφλά συσπάται σε σώμα ερωτικό, του αφηρημένου που γίνεται «τόσο συγκεκριμένο όσο ο ενθουσιασμός».
Το βλέμμα του ομιλητή σε εξοικειώνει με αυτό το γίγνεσθαι και παραδίδεται το ίδιο σ’ αυτό, παρά τον ομολογημένο φόβο του και τη γλυκειά αποδοχή μιας θλίψης που κάποτε γίνεται φυλαχτό. Στο κάτω κάτω:
Ό,τι ο δυνατός αέρας είναι για τα δέντρα
είναι για εμάς ο φόβος,
μας σπρώχνει να ριζώσουμε.
                                        («Χωρίς θαύματα»)
Και υπάρχει πάντα η δυνατότητα, εκεί που το θαύμα λειτουργεί ακόμα, να καλοπιάσεις τη νύχτα «να ξημερώνει αργότερα την πρωινή της λύπη»: με αυτό το «ξέφτι» που, όσες φορές κι αν το κατεβάσεις στα σκουπίδια, θα επιστρέφει ανεξήγητα παρόν, ακατανόητα επίσημο, σαν ξόρκι.
Κλείνω τη σύντομη αυτή περιδιάβαση με έναν «Πρόλογο». Είναι από τη συλλογή Στους φίλους μιας άλλης χαράς (1940) του Γιώργου Σαραντάρη, ενός ποιητή που σίγουρα διεκδικεί μία θέση δίπλα στον Σαχτούρη και τον Γονατά στο εικονοστάσι του Αργύρη Παλούκα. Το διαβάζω ως αφιέρωση στον Αργύρη και σε σας, και ως εξομολόγηση: «Δεν μπορώ να βρω πια τι θέλει να πει η ποίηση. Μου διαφεύγει. Το ήξερα, αλλά τώρα μου διαφεύγει. Αν κάποιος με ρωτήσει αυτή τη στιγμή, θα ντροπιαστώ. Γιατί εξακολουθώ να είμαι ενδόμυχα βέβαιος πως η ποίηση είναι μια ουσία απαράλλαχτη, όπως και η ζωή. Και κρύβω, κρύβομαι, κάτι κρύβω, από κάποιον κρύβομαι. Σαν ν’ αρχίζω να γίνομαι τρελλός και να ντρέπομαι».

Το παρόν αποτελεί την ομιλία της ποιήτριας Μαίρης Γιόση στο πλαίσιο της παρουσίασης του βιβλίου στον Ιανό, στις 20 Νοεμβρίου 2007.

6.1.19

Ο Μάρκος πάνω στον λόφο




γράφει η Tζένη Οικονομίδη


Πού ’ναι ο Έλμερ, ο Χέρμαν, ο Μπερντ, ο Τομ κι ο Τσάρλι,
Ο άβουλος, ο χεροδύναμος, ο αστείος, ο μπεκρής, ο μαχητής;
Όλοι, όλοι αναπαύονται στο λόφο απάνω

Θα πηγαίναμε οπωσδήποτε, είπαμε. Δεν γινόταν αλλιώς. Ξεκινήσαμε το πρωί καμιά εικοσιπενταριά άτομα. Μας οργάνωσε ο «Λαικός Στρατός», όπως έλεγε την Ε.Χ. Μετά την εκκλησία, ξαναμπήκαμε στο λεωφορείο να συνοδέψουμε τον Μάρκο στον δρόμο για το σπίτι. Αφήσαμε το Μουχαρέμ και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε. Όλα γύρω χιονισμένα. Φτάσαμε στην πλατεία του Γραμματίκοβου. Ένας νεαρός παπάς με πλεχτό σκούφο αντί για καλυμμαύχι διάβασε κάτι ευχές. Ύστερα, πήραμε τον ανηφορικό δρόμο για τον λόφο με τα πόδια. Ο Μάρκος στην κορυφή της πορείας. Χιόνιζε αραιά. Ήπιο τοπίο, παρ’ όλη την απεραντοσύνη. Περπατούσαμε χωρίς δυσκολίες, ανεβαίναμε χωρίς λαχάνιασμα, μία μακριά πομπή σκούρων κηλίδων μέσα στο κάτασπρο σκηνικό, τα βουνά γύρω μας, τα δέντρα γυμνά, χωνόμασταν στην ενδοχώρα του Μάρκου, ένα ζωντανό ταμπλό της ποίησής του, ένα τελευταίο του ποίημα αυτή η πομπή. (Μας το υπαγόρευσε άλλωστε στους Δώδεκα Μάηδες, κάνοντας ρίμα με το μνήμα, μας το τραγούδησαν κι οι φίλοι του εκεί: «Εσύ Ποίημα»!).
Αφήσαμε τον Μάρκο πάνω στον λόφο, στο δικό του Σπουν Ρίβερ. Ο Μάρκος ο Ποιητής στο Σπουν Ρίβερ. Ως αποχαιρετισμός λοιπόν η επιτύμβια πλάκα του ποιητή από το έργο που τόσο αγαπούσαμε και οι δύο.
Όταν ήσουνα παιδί, Θεόδωρε, κάθισες με τις ώρες
Στην ακροποταμιά του θολερού Σπουν
Μ’ ερευνητική ματιά προσέχοντας την πόρτα της φωλιάς της καραβίδας,
Περιμένοντάς την να φανεί, βγάζοντας πρώτα εμπρός
Τις κυματιστές κεραίες της σαν αχυρένιο θύσανο
Κι έπειτα το κορμί της, σε χρώμα στεατίτη,
Στολισμένη με μάτια από μαυρόπετρα.
Κι απορούσες με σκέψη εκστατική
Τι να καταλάβαινε, τι να επιθυμούσε και γιατί να ζούσε τελικά.
Όμως αργότερα η ματιά σου παρατηρούσε άντρες και γυναίκες
Που κρυβόντουσαν στα μοιραία καταφύγια μέσα σε τεράστιες πολιτείες,
Προσμένοντας να προβάλουν οι ψυχές τους,
Έτσι που να μπορούσες να δεις
Πώς ζούσαν, και για ποιο λόγο,
Και γιατί σούρνονταν τόσο επίμονα
Μέσα σε δρόμο αμμουδερό όπου το νερό χάνεται
Όσο το καλοκαίρι προχωρεί στο τέλος.

Edgar Lee Masters, Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ, μετάφραση: Σπύρος Αποστόλου, Gutenberg.