27.11.13

Γιάννης Σκαραγκάς: «Αποτύχατε, κύριε Καβάφη»

Ο κόσμος πιστεύει ότι γράψατε για τον έρωτα. Τι είναι ο έρωτας αν όχι μια στιγμιαία παρεξήγηση που συγχέει τη λαχτάρα να σε πεθυμήσουν με την υπόσχεση να τους λείπεις για πάντα·παρεξήγηση ύπουλη και ανεπαίσθητη σαν να μπερδεύεις το παραμιλητό με την προσευχή.
Οι γονείς μου ερωτεύτηκαν όταν ήταν πιτσρίκια. Πιστεύετε ότι έχει κάποιο ιδιαίτερο νόημα το ότι βρήκαν ο ένας τον άλλο; Όχι. Λάτρευαν και οι δύο το γαλάζιο του καλοκαιριού. Η μητέρα μου αγαπούσε τη θάλασσα και ο πατέρας μου τον ουρανό. Κοίταζαν μπροστά και νόμισαν ότι αντικρίζουν την ίδια προοπτική. Δεν πήγε ποτέ το μυαλό τους ότι αυτό που τους κρατούσε μαζί ήταν ο ορίζοντας. Ο ορίζοντας, κύριε Καβάφη, μια υποχρεωτική διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε δύο στοιχεία της φύσης. Μια γραμμή που μπορεί προς στιγμή να σμίγει τα βλέμματα, αλλά δεν είναι τίποτε άλλο από ένα όριο, απαγορευτικό και αναπόφευκτο.
Και, παρ’ όλα αυτά, δεν μπορώ να σας κρατήσω καμιά κακία. Γιατί η μαρτυρία σας είναι η μόνη απόδειξη ότι κανένας δεν πεθαίνει μόνος του. Kανένας δεν μπορεί να πεθάνει χωρίς να πάρει μαζί του το μερίδιο που διεκδίκησε από την ομορφιά. 

Απόσπασμα από το σύντομο πεζογράφημα του Γιάννη Σκαραγκά «Αποτύχατε, κύριε Καβάφη», στο Εντευκτήριο τχ. 101 που κυκλοφορεί.

Ο Γιάννης Σκαραγκάς γεννήθηκε στην Κομοτηνή και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Α.Π.Θ. και στη δραματική σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Η συγγραφική του πορεία στην Ελλάδα περιλαμβάνει τα μυθιστορήματα Επιφάνεια (που μεταφράστηκε στην Γαλλία και μεταφέρθηκε στην τηλεόραση),  Η Πατρίδα της Αφής και Το Αινιγματικό Βλέμμα του Αγγέλου από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα και Πατάκη.
Γράφει τόσο στην ελληνική όσο και στην αγγλική γλώσσα. Διηγήματά του δημοσιεύονται κατά καιρούς σε αμερικανικά και ευρωπαϊκά έντυπα, όπως τα Crannog, World Literature Today, και άλλα.
Είναι μόνιμος συνεργάτης και αρθρογράφος του European Business Review από το 2009, και μέλος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων.
Το αγγλικό θεατρικό του έργο Prime Numbers έκανε πρεμιέρα τον Φεβρουάριο του 2009 στη Νέα Υόρκη σε μία off-Broadway παραγωγή, και ήταν υποψήφιο για τα βραβεία New York Innovative Theatre Awards.
Είναι υπότροφος του Ιδρύματος Fulbright, και το 2012 διακρίθηκε για το έργο του από το αμερικανο-ελβετικό Ίδρυμα Ledig-Rowohlt.
Ως σεναριογράφος έχει εργαστεί από το 2000 στην ιδιωτική τηλεόραση (Mega και Alpha), έχοντας υπογράψει το σενάριο πέντε τηλεοπτικών σειρών, και έχει δουλέψει ως σεναριογράφος και επιμελητής σε κινηματογραφικές εταιρείες όπως η Village Roadshow και η Αργοναύτες. Έχει επίσης δουλέψει στο λογοτεχνικό περιοδικό Φράση, και στο ραδιόφωνο.

24.11.13

Δήμητρα Χριστοδούλου: «Η φύση του πράγματος» (ποίημα)

Η φύση του πράγματος»: ένα από τα πέντε ποιήματα της Δήμητρας Χριστοδούλου (Χριστοδούλου Δήμητρα) που δημοσιεύονται στο νέο τεύχος (Νο 101) του Εντευκτηρίου. Το σχέδιο που το συντροφεύει είναι του Απόστολου Βέττα (αποστολος βεττας).


20.11.13

"μτλγ" (με τα λόγια γίνεται)



το "μτλγ" ξεκινά την 3η του περίοδο
την πέμπτη 21 νοεμβρίου 2013, στις 19:00

στο αναγνωστήριο της κεντρικής δημοτικής βιβλιοθήκης
του ο.π.α.ν. δήμου αθηναίων
[δομοκού 2, απέναντι από τον σταθμό λαρίσης
– επισυνάπτεται χάρτης, όπου με τον κόκκινο αρ. "2" σημειώνεται το κτίριο της βιβλιοθήκης, και με τις δύο κόκκινες κουκίδες, οι δύο είσοδοί του]

με 'νέας εσοδείας', αδημοσίευτα ποιήματα
των ποιητριών λένας καλλέργη και μαρίας τοπάλη
και των 10 πρώτων ποιητ[ρι]ών που θα προσέλθουν εγκαίρως
για μιαν 'ελεύθερη ανάγνωση' / 'open mic'

* όσες/οι θέλετε να διαβάσετε αδημοσίευτα ποιήματά σας σε κάποιο από τα 10 τρίλεπτα των ελεύθερων αναγνώσεων, παρακαλείστε να προσέλθετε από τις 18:30, για να αναγράψετε το όνομά σας στον σχετικό πίνακα. είναι χρήσιμο να έχετε χρονομετρήσει την ανάγνωσή σας εκ των προτέρων, μιάς και τα 3' για καθεμιά/έναν θα τηρηθούν αυστηρά
 
* όσοι/ες από εσάς θέλετε απλώς να ακούσετε ποιήματα ‘νέας εσοδείας’, ελάτε μέχρι τις 19:00, οπότε και θα αρχίσει η εκδήλωση 


σας περιμένουμε!
μτλγ



Δημοσθένης Κούρτοβικ: Οι αρχαίοι δεν ήταν από μάρμαρο

πηγή: http://www.tanea.gr



Δύο ανθολογίες, η μία ηλικίας έντεκα αιώνων και η άλλη πολύ πρόσφατη, μας δείχνουν τους αρχαίους Ελληνες σε ένα φως όχι εκτυφλωτικά και εξαϋλωτικά «κλασικό», αλλά γεμάτο από τα ζεστά χρώματα των καθημερινών συναισθημάτων τους

Αν εμείς στην Ελλάδα μαθαίνουμε για τους αρχαίους Ελληνες λιγότερα από όσα άλλοι Ευρωπαίοι είναι επειδή δεν θέλουμε να ξέρουμε περισσότερα. Μας αρκεί να αναγνωρίζονται και να τιμώνται καθολικά ως μεγαλοφυής λαός με ανυπέρβλητο πολιτισμό. Αγαπάμε τον μύθο τους, όχι το αληθινό πρόσωπό τους, όπως μερικοί άνδρες ερωτεύονται μια γυναίκα από φωτογραφίες της επεξεργασμένες με photoshop, αλλά θα ήταν ανίκανοι ακόμη και να την αναγνωρίσουν στην πραγματική ζωή. Το να μελετάει κάποιος τους αρχαίους ημών προγόνους από πιο κοντά, το να τους κάνει πιο πραγματικούς, το αισθανόμαστε ως απειλή, όχι μόνο για το εγώ μας αλλά και για την ανταλλακτική αξία του τουριστικού προϊόντος μας.
Ετσι, όλοι οι αρχαίοι Ελληνες, όταν δεν «αμύνονταν περί πάτρης», φιλοσοφούσαν από το πρωί ώς το βράδυ (γελοίο, εκτός από εξωπραγματικό, αλλά φαίνεται πως δεν μπορούμε να τους φανταστούμε αλλιώς). Ολοι οι μεγάλοι άνδρες τους ήταν πρότυπα αρετής (στην πραγματικότητα δεν ήταν σχεδόν κανένας). Ο,τι έχτιζαν, έγραφαν ή σμίλευαν ήταν αριστούργημα (ακόμη και στη ζωφόρο του Παρθενώνα υπάρχουν καλλιτεχνικές αδεξιότητες). Οσο για τον έρωτα, έκανε ευσυνείδητα αγώγια ανάμεσα στην παρθενική αβροφροσύνη της Αντιγόνης και τη συζυγική αφοσίωση της Πηνελόπης (η ελληνική παιδεραστία είναι για μας μια αισχρή συκοφαντία των ανθελλήνων ή, στην καλύτερη περίπτωση, μια παρερμηνεία των αρχαίων κειμένων).

Αν σκεφτόμασταν λίγο περισσότερο ή αν είχαμε λίγο περισσότερη εθνική αυτοπεποίθηση, θα βλέπαμε ότι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είναι τόσο αξιοθαύμαστος επειδή τον δημιούργησαν άνθρωποι, όχι ημίθεοι ή εξωγήινοι. Ανθρωποι με ελαττώματα (πολλά), αδυναμίες, πάθη, καθημερινές έγνοιες. Αυτό που τους διαφοροποιεί από εμάς και από τους άλλους λαούς που κληρονόμησαν τον πολιτισμό τους είναι ότι χαίρονταν τη ζωή με πολύ λιγότερες αναστολές (αλλά και πολύ λιγότερες υπερβολές) και αντιμετώπιζαν τον θάνατο με περισσότερη αξιοπρέπεια.
Αμεσότερα από ό,τι στην κλασική λογοτεχνία και τέχνη τους αυτή η στάση ζωής έχει αποτυπωθεί στις μικρές, έντεχνες, αλλά συνήθως χωρίς αξιώσεις υψηλοφροσύνης μορφές λόγου τους. Προπαντός στα επιγράμματα, που τα συνέθεταν με διάφορες αφορμές: ως ερωτικά ή συμποσιακά ποιημάτια, ως αναθηματικές επιγραφές, ως επιτύμβια, ως θυμοσοφικά σχόλια κ.λπ. Η μεγαλύτερη και γνωστότερη συλλογή αρχαιοελληνικών επιγραμμάτων είναι η λεγόμενη «Παλατινή Ανθολογία». Δεν έχει καμιά σχέση με παλάτια. Ονομάστηκε έτσι επειδή ανακαλύφθηκε, το 1606, στο έδαφος του γερμανικού Παλατινάτου και συγκεκριμένα στη βιβλιοθήκη της Χαϊδελβέργης. Ουσιαστικά πρόκειται για την «Ελληνική Ανθολογία», που συνέταξε τον 10ο αιώνα ο βυζαντινός κληρικός και λόγιος Κωνσταντίνος Κεφαλάς, εμπλουτισμένη με έναν μικρότερο αριθμό επιγραμμάτων που πρόσθεσε, τον 13ο αιώνα, ο μοναχός Μάξιμος Πλανούδης. Το σύνολο το αποτελούν γύρω στα 4.000 επιγράμματα όλων των ειδών, που καλύπτουν μιάμιση χιλιετία: από περίπου το 600 π.Χ. ώς περίπου το 900 μ.Χ.
Ολόκληρη αυτή η ανθολογία υπάρχει τώρα μεταφρασμένη στη νεοελληνική (αντίκρυ στα πρωτότυπα κείμενα), σε δεκατρείς μικρούς τόμους χωρισμένους κατά θεματική κατηγορία. Το οφείλουμε στον φιλόλογο Κώστα Τοπούζη (1927-2011), έναν εμπνευσμένο, λατρεμένο από τους μαθητές του δάσκαλο, επιστήμονα με ευρύτερες ανησυχίες και ακάματο μεταφραστή της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, ιδίως της ποίησης. Η δουλειά του στην «Παλατινή/Ελληνική Ανθολογία» δεν είναι απλώς ευσυνείδητη. Φανερώνει έναν μεταφραστή που είχε ο ίδιος ποιητικό ταλέντο.     

Η σεμνοτυφία και οι ιδεοληψίες μας θα κλονιστούν, ας ελπίσουμε εξυγιαντικά, όταν μάθουμε ότι ίσα ίσα δύο βυζαντινοί ιερωμένοι δεν δίστασαν να διασώσουν όχι μόνον επιγράμματα που εξυμνούν τη συμποσιακή ευωχία αλλά, πράγμα πολύ εντυπωσιακότερο, και επιγράμματα αφιερωμένα στην «παιδική μούσα». Δηλαδή, στον ομοφυλοφιλικό έρωτα. Ο τρόπος που οι αρχαίοι Ελληνες αντιμετώπιζαν τον έρωτα μεταξύ ανδρών είναι κάτι που εμείς σήμερα πολύ δύσκολα μπορούμε να κατανοήσουμε. Σίγουρα ο «πλατωνικός έρως» δεν ήταν αυτό που κατέληξε να σημαίνει. Αλλά είναι εξίσου χονδροειδές λάθος να λέμε ότι οι αρχαίοι Ελληνες ήταν ομοφυλόφιλοι όσο και το να λέμε ότι δεν ήταν. Ουσιαστικά, ο όρος «ομοφυλοφιλία», ως περιγραφή ενός φαινομένου των δικών μας κοινωνιών, δεν είναι κατάλληλος για τα πολιτισμικά και παιδαγωγικά συμφραζόμενα που είχε στην αρχαία Ελλάδα η ερωτική έλξη μεταξύ ανδρών. Αυτό το επισημαίνει ο Σπύρος Καρυδάκης στην εξαιρετική εισαγωγή του στο «Καυτό μέλι», παρουσίαση, μετάφραση και εκτενή σχολιασμό αρχαίων ελληνικών ερωτικών ποιημάτων με θέμα τον ανδρικό ομοερωτισμό (αρκετά από αυτά περιέχονται και στην «Παλατινή Ανθολογία»).

Ο 52χρονος Καρυδάκης αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση συγγραφέα, και όχι μόνον ούτε κυρίως επειδή είναι ομολογημένα γκέι. Τα μυθιστορήματά του απηχούν ένα σπαρακτικό, απελπισμένο, μεταφυσικών αποχρώσεων πάθος για πλήρωση της ύπαρξης (το οποίο μου θυμίζει κάπως την ποίηση του Καρούζου), καθώς και μια μοναδική στην πεζογραφία μας αίσθηση για τις σκοτεινές έως καταστροφικές όψεις της ερωτικής επιθυμίας, ομοφυλοφιλικής ή ετεροφυλοφιλικής.
Ο Καρυδάκης δεν επιδίδεται ποτέ στην ωραιοπαθή παρουσίαση του ομοφυλοφιλικού έρωτα ούτε, από την άλλη, στην ομοφυλοφιλική αυτολύπηση, στοιχεία και τα δύο που ενδημούν στην γκέι λογοτεχνία και την κάνουν πολλές φορές απωθητική για τους μη ομοφυλόφιλους αναγνώστες, άλλο αν η πολιτική ορθοπρέπεια δεν τους επιτρέπει να το ομολογήσουν. Εχει όμως το θάρρος και την ειλικρίνεια να μιλήσει για τον ανδρικό ομοερωτικό πόθο χωρίς περιστροφές ή εκλογικεύσεις. Οπως έκαναν και οι αρχαίοι ποιητές που ανθολογεί.
Το αν θα απολαύσει κανείς τα ποιήματα της ανθολογίας του είναι ζήτημα γούστου, και δεν εννοώ μόνο το φιλολογικό γούστο. Αλλά τα σχόλιά του γι' αυτές τις ποιητικές δημιουργίες, τα οποία καταλαμβάνουν όχι λιγότερο από τα τρία πέμπτα του πολυσέλιδου τόμου, είναι, μαζί με την εισαγωγή, ό,τι πιο λεπτομερειακό, λεπτολόγο, οξυδερκές και με μια λέξη ενδιαφέρον έχει γράψει έλληνας συγγραφέας γι' αυτό το θέμα. Αξίζει να τοποθετηθούν πλάι στο κλασικό πλέον βιβλίο του Ντόβερ «Η ομοφυλοφιλία στην αρχαία Ελλάδα», από το 1978. Και δεν χρειάζεται να είναι κανείς ομοφυλόφιλος για να νιώσει πως κέρδισε πολλά διαβάζοντάς τα.

Σπύρος Καρυδάκης (μετάφραση - σχολιασμός)
Καυτό μέλι: Αρχαία ελληνικά ερωτικά ποιήματα από άντρες για άντρες και ερωτολογικός σχολιασμός τους
Σκίτσα: Κωνσταντίνος Μιχαήλ
Αθήνα, Analphabet 2013
Κεντρική διάθεση: Εκδόσεις του 21ου Πρώτου, τηλ. 210 3800 520

Σημειώσεις
1. Γνωρίζω πολλά χρόνια τον Σπύρο Καρυδάκη. Ωστόσο, δεν αντιλαμβάνομαι από πού προκύπτει η αναφορά πως «είναι ομολογημένα γκέι», ούτε τι σχέση έχει αυτή η αναφορά με το κρινόμενο βιβλίο.
2. Είναι ενδεικτικό της ελληνικής εκδοτικής πραγματικότητας στον τόπο μας και στον καιρό μας ότι δεν βρέθηκε "εμπορικός" εκδοτικός οίκος να αναλάβει την έκδοση του σημαντικού αυτού βιβλίου.

Γιώργος Κορδομενίδης

19.11.13

Δημήτρης Αρβανιτάκης: Κολεγιακός κουτσαβακισμός

πηγή: http://www.efsyn.gr  (Εφημερίδα των Συντακτών)




«Οταν βλέπω αυτό, θυμάμαι εκείνο που έλεγε ο Σέξπιρ»: έτσι κατακεραύνωσε ο Σαμαράς την αξιωματική αντιπολίτευση στην πρόσφατη ομιλία του. Για ποιο πράγμα μιλούσε και τι «θυμότανε» από τον Σέξπιρ, δεν τα συγκράτησα, γιατί ούτε και ο ίδιος θυμάται σήμερα τι του έγραψαν να πει. Μπορεί κανείς να φανταστεί τον Σαμαρά να διαβάζει Σέξπιρ και ακόμη περισσότερο να σκέφτεται, να θυμάται κάτι που εκείνος έγραψε; Οι γελοιογράφοι μας εδώ έχουν μείνει πίσω!
 Οι ομιλίες του Σαμαρά θα πρέπει να διδάσκονται στις σχολές υποκριτικής. Ο Αλμπέρ Καμί έλεγε: «Βλέπουμε έναν άνθρωπο να μιλάει και να χειρονομεί μέσα σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο, δίχως να ακούμε τη φωνή του. Αυτό που βλέπουμε δεν έχει νόημα: είναι παράλογο». Εμείς ακούμε και βλέπουμε τον Σαμαρά να μιλάει: δεν ξέρω αν είναι παράλογο, είναι όμως σίγουρα γκροτέσκο (κάποιος μπορεί να ήθελε να πει «γελοίο»): σαν να βλέπεις κάποιον που φοράει ρούχα που δεν του πάνε, που του λένε να πει λόγια που τον ξεπερνούν, που του λένε να κάμει χειρονομίες ασύμμετρες με τον εαυτό του. Τόση ανισορροπία ανάμεσα στον εκφερόμενο λόγο και το εκφέρον σώμα είναι κατόρθωμα. Αν ζούσαμε σε μέρες που μας επιτρεπόταν ακόμα να ανασαίνουμε, θα γελάγαμε, όπως τότε που ο αλήστου μνήμης υπηρέτης της Μεγάλης Ιδέας της Ολυμπιάδας μιλούσε για «τζάμπα μάγκες»: άνθρωποι μικροί, αλλά επικίνδυνοι.
 Ο Σαμαράς μιλάει περισσότερο με το ύφος που του έχουν φορέσει παρά με εκείνα που του έχουν πει να λέει. Το ύφος του είναι τρομοκρατικό. Οπως κάθε απόλυτη εξουσία, έχει ταυτιστεί με τον ρόλο του, με το μέλλον του ρόλου του, με την αιτία και την ύπαρξη του ρόλου του. Κανένας άλλος δεν δικαιούται μερίδιο στην αλήθεια. Το απόλυτο είμαι εγώ, το όριο του πραγματικού είμαι εγώ. Οπως κάθε αυταρχική εξουσία, αποφασίζει με τρόπο απόλυτο και αντιδημοκρατικό ότι είναι ελέω θεού: ο αντίπαλος είναι ανίκανος, γιατί δεν είναι «σοβαρός», δεν στέκεται «στο ύψος» του ρόλου του. Με την ίδια υπεροψία αντιμετώπισαν πάντοτε οι καθεστωτικοί, οι εξουσιαστές, τους αντιπάλους τους. Κάθε φορά που το καθεστώς, έστω η πολιτική τάξη, νιώθει την απειλή της ανατροπής, αποφασίζει ότι οι αντίπαλοι είναι ανήθικοι, ανώριμοι, ανίκανοι. Στη δεκαετία του 1970 τα ακούσαμε ξανά: όταν η Δεξιά αντιμετώπιζε το ΠΑΣΟΚ σαν «μουστακαλήδες», «μπαρμπούδος» και «ζιβάγκο». Ενιωθαν την ανάσα της ανατροπής. Τότε, ο Γεώργιος Ράλλης είχε πει το αμίμητο «δεν θέλω ου!», όταν οι εκπαιδευμένοι οπαδοί γιουχάιζαν τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Ομως ο Σαμαράς δεν είναι κληρονόμος του Ράλλη, είναι κλώνος του Αβέρωφ.
Ετσι, σήμερα ο κολεγιόπαις πρωθυπουργός, ο σπουδαγμένος γόνος του αστισμού, ο εκφραστής των θεσμών, ο υπερασπιστής της δημοκρατίας δεν μπορεί να συγκρατήσει τα γέλια του και χειροκροτάει ειρωνικά τον Τσίπρα, όταν ο τελευταίος λέει ότι «τα μνημόνια θα τα καταργήσει ο λαός με την ψήφο του». Φυσικά. Γιατί ο Σαμαράς βλέπει τη δημοκρατία σαν εμπόδιο, όπως όλοι οι ακροδεξιοί. Να γιατί είναι ανώφελο να καλείται να «απομονώσει» το ακροδεξιό περιβάλλον του. Το μυαλό του, ο κόσμος του είναι αυτοί. Αυτοί λένε εκείνα που ο ίδιος δεν μπορεί να πει ρητά. Ο ΣΥΡΙΖΑ ενοχοποιείται συλλήβδην όταν κάποιο μέλος ή βουλευτής του εκφράσει απόψεις που «δεν συνάδουν» με τον θεσμικό ρόλο του κόμματος. Οταν όμως οι σύμβουλοι του πρωθυπουργού γράφουν για «το σκυλολόι του ΣΥΡΙΖΑ, των αντιεξουσιαστών και τ’ αρχίδια μου τα δυο», το λεπτό αυτί του ατσαλάκωτου πρωθυπουργού μας δεν ιδρώνει: αυτοί λένε εκείνα που και ο ίδιος θα ήθελε να πει. Αλλιώς πώς;
Οι ίματζ μέικερ του καθεστώτος έχουν καταστρώσει το σχέδιο και έχουν εντοπίσει το τάργκετ γκρουπ (έτσι δεν τα λένε αυτά;). Ο κόσμος πρέπει να τρομάξει, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αποκοπεί από την κοινωνία, να στοχοποιηθεί όποια κίνηση κάνει προς την κατεύθυνση της πολιτικοποίησης των κοινωνικών αγώνων. Οσο οι κοινωνικοί αγώνες μένουν απομονωμένοι, ξεκομμένοι (και δυστυχώς εκεί βρισκόμαστε), τότε η εξουσία δεν κινδυνεύει. Η εξουσία ξέρει ότι μόνο όταν τα αιτήματα και οι ανάγκες αρχίσουν να πολιτικοποιούνται, όταν ο κοινωνικός λόγος αρχίσει να μορφοποιείται σε συνολικό και διεκδικητικό πολιτικό αίτημα, τότε τα πράγματα αλλάζουν: εκεί διακυβεύεται η κοινωνική ηγεμονία και κατόπιν η πολιτική εξουσία. Εκεί είναι το σημείο στο οποίο η εξουσία επιμένει, αυτό πρέπει να διεμβολίσει. Ασχετο αν το «ίματζ» του Σαμαρά δεν βοηθάει, όμως ο στόχος είναι αυτός. Η τρομοκράτηση της κοινωνίας και η ενοχοποίηση κάθε επαφής της Αριστεράς με αυτή. Και δεν θα μείνουν μόνο στο γκροτέσκο και ιταμό ύφος, στις ποταπές εκφράσεις και στις ασχημίες του πρωθυπουργού.
 Προχθές, σε πρωινή εκπομπή του Μέγκα, η Σοφία Βούλτεψη, μιλώντας για τα πρόσφατα γεγονότα στην ΕΡΤ και κρίνοντας τη στάση των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ (ίσως όχι μόνο), έλεγε: «Αυτό που δεν έχει δικαίωμα να κάνει ο βουλευτής, και για το οποίο κατηγορούμε άλλα κόμματα, είναι να τεθεί επικεφαλής ομάδας κρούσης». Ως τέτοιοι λοιπόν θα δρούσαν οι βουλευτές, αφού η «ομάδα κρούσης» θα ορμούσε μέσα στην ΕΡΤ, αν οι βουλευτές αφήνονταν να μπουν! Και κατέληγε –τι κάνει νιάου-νιάου;– στο διά ταύτα: «τότε γιατί κατηγορούμε τη Χρυσή Αυγή όταν αναποδογυρίζει πάγκους και βάζει μπροστά τούς βουλευτές με την ασυλία;». Οπερ έδει δείξαι.

Ο Δημήτρης Αρβανιτάκης είναι ιστορικός.

6 πράγματα (από τα χιλιάδες) που μας έμαθε ο Μάνος Χατζιδάκις

πηγή: www.in2life.gr



Ο Μάνος για τον φασισμό 

«Δεχόμαστε να ‘μαστε απάνθρωποι μπρος στους φορείς του AIDS, από άγνοια, αλλά και τόσο «ανθρώπινοι» και συγκαταβατικοί μπροστά στα ανθρωποειδή ερπετά του φασισμού, πάλι από άγνοια, αλλά κι από φόβο κι από συνήθεια». Τάδε έφη για τα «ερπετά» ο Μάνος Χατζιδάκις λίγους μήνες πριν πεθάνει, σε ένα κείμενό του που κάνει «δεύτερη καριέρα» τον τελευταίο μήνα, ελέω εκλογικού παροξυσμού. Ο ίδιος γνώριζε από πρώτο χέρι τι έλεγε, καθώς αποτέλεσε μέλος της Αντίστασης και του ΕΠΟΝ κατά την Κατοχή. 


Ο Μάνος για το ρεμπέτικο... 

«Eπιτρέψατέ μου τώρα να σάς παρουσιάσω δύο από τους πιο γνήσιους και πιο δημοφιλείς εκπροσώπους της σύγχρονης ελλnνικής λαϊκής μουσικής – τον Μάρκο Bαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου με το συγκρότημά της». Το ημερολόγιο γράφει 1949, και το τοπίο της μουσικής στην Ελλάδα είναι τόσο θολό, όσο και οι ιδεολογίες της εποχής. Στην μεταπολεμική Ελλάδα, τα διαμάντια της μουσικής παραμένουν κρυμμένα, αλλά ο Μάνος Χατζιδάκις, στην περίφημη διάλεξη του, αποκαθιστά την «τιμή» ενός από αυτά. Είναι ο πρώτος που μιλά για το ρεμπέτικο, τη στιγμή που όλα τα «φωτισμένα μυαλά» το περιφρονούν ως κατώτερο είδος – η θέση του Χατζιδάκι δικαιώνεται πανηγυρικά μεταγενέστερα, αφού το ρεμπέτικο έχει πάρει την θέση που του αξίζει στην μουσική μας κληρονομιά. 


… και για το «ελαφρύ» 

«Η λαϊκή μουσική της εποχής εκείνης ανακαλύφθηκε από εμένα τον ίδιο. Δεν υπήρχε. Στην εποχή μου τα τραγουδάκια που τραγούδαγε όλος ο κόσμος ήταν ηλίθια και εξακολουθούν να είναι ηλίθια φυσικά. Πάντα είναι ηλίθιο ένα κατασκεύασμα που προσαρμόζεται στις φωνητικές δυνατότητές μας. Το λαϊκό τραγούδι πρέπει να μας εκφράζει… Λοιπόν τα τραγουδάκια που τραγουδάει ο κόσμος είναι βιομηχανικά κατασκευάσματα ­ γίνονται πάντα». Σε μια συνέντευξη του Μάνου Χατζιδάκι που δημοσιεύτηκε στο Βήμα πολύ μετά τον θάνατό του, αποκαλύπτονται οι απόψεις του όχι μόνο για το λαϊκό τραγούδι, αλλά για το σύνολο της μουσικής εν γένει. Μάλιστα, αυτές οι δηλώσεις τοποθετούνται σε μια εποχή, κατά την οποία ο Χατζιδάκις τολμούσε να φιλοξενήσει στο Τρίτο Πρόγραμμα τον Γιάννη Φλωρινιώτη. 
Στην ερώτηση «αν υπάρχει έλλειψη ποιότητας στη μουσική», ο Χατζιδάκις απαντά αποστομωτικά: «Δεν με απασχολεί. Μπορεί να είναι και καλής ποιότητας τραγουδάκια αυτά. Αλλά δεν με απασχολεί, δεν με ενδιαφέρει η εκτόνωση του ακροατή ή η διασκέδασή του. Με ενδιαφέρει η αποκάλυψή του, η επικοινωνία του μαζί μου». Μάλιστα, δήλωσε ακόμη και για το ρεμπέτικο, πως πλέον, τέσσερις δεκαετίες μετά την διάλεξή του, δεν έχει νόημα ύπαρξης, καθώς παλαιότερα εξέφραζε το λούμπεν προλεταριάτο, που πλέον έχει αστικοποιηθεί και διασκεδάζει «στα αηδή σκυλάδικα». Αλλά και για την λεγόμενη «σοβαρή» μουσική, δεν είχε επίσης την καλύτερη γνώμη: «Σήμερα διανύουμε μια εποχή που η μουσική είναι χρεοκοπημένη υπόθεση σε όλες τις χώρες όπως και εδώ. 
Η μουσική τελείωσε. Τώρα η συμφωνική μουσική δεν έχει την επαφή με το σήμερα, όπως είχε πριν από 50-70 χρόνια, πριν από τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Σήμερα η μουσική είναι πια εκτός χώρου και εκτός πραγματικότητας», δήλωσε, προτείνοντας να κλείσουν όλα τα ωδεία και να διαλυθούν όλες οι συμφωνικές ορχήστρες. 




Ο Μάνος και το ραδιόφωνο 

Με βάση την πιο πάνω άποψή του περί χρεωκοπίας της μουσικής, έχτισε και την παρουσία του στο ραδιόφωνο κατά την δεκαετία του ’80 και του ’90: Ανέλαβε το Τρίτο Πρόγραμμα και το μετέτρεψε σε ένα μέσο πολιτικό, σε ένα μέσο όπου η ομιλία, οι απόψεις, η προώθηση του πολιτισμού είχε τον πρώτο λόγο έναντι της μουσικής. Δύο δεκαετίες μετά, η στρατηγική του Χατζιδάκι έχει μετατραπεί για την πλειοψηφία των ραδιοφώνων σε «βασίλειο» του playlist. 


Ο Μάνος και το Όσκαρ των σκουπιδιών 

Αρχές του ’60. Ο Χατζιδάκις συνθέτει τα «Παιδιά του Πειραιά» ως soundtrack του «Ποτέ την Κυριακή», και στην απονομή των Όσκαρ, του δίνεται το χρυσό αγαλματάκι. «Και το επίσημο κράτος με γιόρτασε για το Oscar που πήρα ερήμην μου και έξω απ” τα δικά μου σχέδια. Πάλεψα χρόνια για ν” αφαιρέσω αυτό τον «τίτλο τιμής» από την πλάτη μου…», φέρεται να έχει δηλώσει ο συνθέτης, που μάλιστα, σύμφωνα με την «παρασκηνιακή ιστορία» που κυκλοφόρησε, προσπάθησε να πετάξει το Όσκαρ στο καλάθι των αχρήστων. Σύμφωνα με την αδερφή του, μια ημέρα είδε την οικιακή βοηθό να δυσκολεύεται να κουβαλήσει την σακούλα των σκουπιδιών. Υποψιασμένη λοιπόν, άνοιξε την σακούλα και βρήκε μέσα το αγαλματάκι, το οποίο είχε νωρίτερα πετάξει στα σκουπίδια ο αδερφός της. Εκείνη το κράτησε, και το επέστρεψε στο σπίτι του Μάνου Χατζιδάκι μετά τον θάνατό του. Μάλιστα, άλλη μια μαρτυρία που σχετίζεται με τα «Παιδιά του Πειραιά» αποδεικνύει πως ο Μάνος Χατζιδάκις, αφού χάρισε στην Ελλάδα ένα Όσκαρ, έδωσε στην συνέχεια μαθήματα ποιότητας, τολμώντας να «απαρνηθεί» το ίδιο του το δημιούργημα: Σε ένα παριζιάνικο εστιατόριο, ο Μάνος δειπνούσε με την Μαρία Κάλλας, όταν μια ορχήστρα πλησίασε στο τραπέζι τους και άρχισε να παίζει τα παιδιά του Πειραιά. Τότε, η Κάλλας άρχισε να το σιγοτραγουδά και όλοι γύρισαν και τους κοίταξαν. Αφού το τραγούδι τελείωσε, ο Χατζιδάκις της είπε: «Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι η μεγαλύτερη τραγουδίστρια του κόσμου θα τραγουδούσε τόσο μέτρια αυτό το μέτριο τραγούδι».

Κική Δημουλά. Η πειθαρχία της υπαλλήλου "σωφρόνισε" την ποιήτρια

της Σταυρούλας Παπασπύρου

πηγή: http://www.enet.gr


Η Κική Δημουλά είχε την πρώτη «κατάσαρκη» επαφή της με την «τρομοκρατική φθορά» στα 18 της χρόνια, καταμετρώντας φθαρμένα χαρτονομίσματα ως φρέσκια υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος το 1949.

Η λέξη φθορά τής ήταν άγνωστη ακόμα, αλλά «αυτή η καταμέτρηση σήκωνε μια πηχτή σκόνη που κόλλαγε στα χέρια μου και σαν να λειτουργούσε προειδοποιητικά. Τελικά, ήταν κι αυτό μια εκπαίδευση για ψύχραιμη αποδοχή των αλλοιώσεων που σιγά σιγά επέρχονταν επάνω μου και πάνω στα πράγματα».
Οπως εξομολογούνταν την Παρασκευή, στη λαμπρή εκδήλωση που οργάνωσε η Τράπεζα προς τιμήν της, παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας, χρήσιμη έμελλε να αποδειχθεί και η γνωριμία της με όλους εκείνους τους «απαράβατους κανόνες» - την μπλε ποδιά, τον άσπρο γιακά, την έγκαιρη προσέλευση. Στα 25 χρόνια της υπαλληλικής της θητείας, η Κική Δημουλά ζήτημα, λέει, να έφθασε πάνω από τρεις φορές καθυστερημένη. «Ευσυνειδησία ή τάση προς υποταγή;». Οταν, πάντως, μεγαλώνοντας άρχισε να κολλά το μικρόβιο της δυσπιστίας, λειτούργησε μέσα της και η υποψία «μήπως οι αρετές όπως η πειθαρχία, η υπακοή, η υποχωρητικότητα και η συνέπεια έλκουν την καταγωγή τους όχι τόσο από το ήθος, όσο από κάποιο μη συνειδητό φόβο για τις αστάθμητες συνέπειες που έχει η όποια παράβαση». Αν μη τι άλλο, η περίφημη τραπεζική πειθαρχία «σωφρόνισε σχετικά την ακαταστασία των πρώτων ποιημάτων μου και τις ανώριμες ελευθεριότητες της γλώσσας».
Τα χρόνια του φόβου
Σήμερα πια, εκείνα τα χρόνια του φόβου και του καθήκοντος βρίσκονται πολύ μακριά. Και αυτό που έχει απομείνει, κυρίως, είναι τα γραπτά τεκμήρια του ταλέντου της ως χρονογράφου, διηγηματογράφου και... ρεπόρτερ, τα κείμενα δηλαδή που δημοσίευσε μεταξύ 1960-1967 στο περιοδικό της Τραπέζης «Ο Κύκλος», αποκαλυπτικά της ικανότητάς της να οικειοποιείται όσα πιάνει το βλέμμα της και να τα μετατρέπει σε εικόνες ποιητικές. Κάποια από αυτά έχουν ήδη δημοσιευτεί στη συλλογή «Εκτός σχεδίου» (Ικαρος, 2004), κάποια άλλα απλώνονται τώρα στο αναμνηστικό τεύχος του περιοδικού που εκδόθηκε ενόψει της προχθεσινής εκδήλωσης: ποιήματα, ταξιδιωτικά άρθρα, ανέκδοτα από τους χώρους της δουλειάς, εντυπώσεις από ταινίες, συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις και ανάμεσά τους μια συνέντευξη με τη μητέρα του Σταύρου Ξαρχάκου, συναδέλφου τότε της Δημουλά, που προσφέρει ένα σπαρταριστό πορτρέτο του συνθέτη σε παιδική ηλικία.
Καρπός της επιμονής του αείμνηστου Ξενοφώντα Ζολώτα να πνευματοποιηθεί ενεργά η υπαλληλική ατμόσμαιρα, ο «Κύκλος» εκδιδόταν υπό τη διεύθυνση και την υψηλή αισθητική του Νάσου Δετζώρτζη, ιδανικού δασκάλου δημιουργικής γραφής κατά τη Δημουλά. «Προσωπικότητα οξύτατης εμβέλειας», υπήρξε για την ίδια από μόνος του «μια ανώτατη σχολή γραμμάτων και τεχνών», αλλά -αλίμονο- η πορεία του περιοδικού διακόπηκε απότομα από τη χούντα, που το αντιμετώπισε ως... «αναρχικό όργανο».
Το απόγευμα της Παρασκευής, όσο γυαλιστερά και αν ήταν τα παρκέ και όσο εκτυφλωτικοί οι πολυέλαιοι της επιβλητικής, κατάμεστης αίθουσας των γενικών συνελεύσεων της Τράπεζας, στην ατμόσφαιρα κυριαρχούσε η συναισθηματική ζεστασιά. Ο Κάρολος Παπούλιας δεν μίλησε, αλλά ο τρυφερός του εναγκαλισμός με τη Δημουλά άξιζε όσο χίλιες λέξεις, ενώ στις πρώτες σειρές, πλάι στο διοικητή Γ. Προβόπουλο, είχαν καθίσει από νωρίς σημερινοί συνάδελφοι της ποιήτριας από τις τάξεις των «Αθανάτων», όπως οι Χρύσα Μαλτέζου, Σπύρος Ευαγγελάτος, Αννα Ψαρούδα-Μπενάκη, Παναγιώτης Τέτσης και Μιχάλης Σταθόπουλος. Το πρόγραμμα της εκδήλωσης, που συντόνιζε ο Γιάννης Ευσταθιάδης, περιελάμβανε αναγνώσεις ποιημάτων από τη Μαρία Ναυπλιώτου και τον Δημήτρη Καταλειφό, ένα μικρό απόσπασμα από την εκπομπή «Μονόγραμμα», ένα ιντερμέτζο με μελοποιημένο ποίημα της Δημουλά από τον Νίκο Ξυδάκη και δύο σύντομες αλλά μεστές ομιλίες για το έργο της από τη Σεσίλ Ιγγλέση-Μαργέλλου και τον Νάσο Βαγενά.
Ατρόμητο γέλιο
Η μεταφράστριά της στα αγγλικά διάλεξε να μιλήσει για τη χιουμοριστική πτυχή της ποίησής της, που σπανίως απασχολεί τους μελετητές. «Τα μεγάλα θέματα της Δημουλά», υπενθύμισε η Σεσίλ Ιγγλέση, «είναι η φθορά, η απώλεια, η απουσία, η λύπη, ο θάνατος, ο χρόνος, η σιωπή του Θεού, αλλά η ίδια ξέρει πολύ καλά πόσο κωμική μπορεί να είναι αυτή η τραγωδία... Το άτρωτο και ατρόμητο γέλιο της, στο οποίο δεν υπάρχει τίποτε το μακάβριο ή το βέβηλο, δεν θα μπορούσε να μην αποτυπωθεί στο έργο της. Κι όσο περνάει ο καιρός, το μεταφυσικό της χιούμορ γίνεται όλο κι αιχμηρότερο, όλο και πιο πικρό...».
Ο Νάσος Βαγενάς, από την πλευρά του, φρόντισε να αποδείξει πόσο καλά εναρμονίζεται η ποίηση της Δημουλά με ένα τέτοιο -κομβικής σημασίας- τραπεζικό ίδρυμα: «Η ποιητική γλώσσα της Δημουλά είναι η οικονομικότερη!» είπε. «Με τις λιγότερες λέξεις, λέει τα πιο πολλά. Το γεγονός, επίσης, ότι εκφράζεται ποιητικά καταφεύγοντας στην ειρωνεία κάνει την ποίησή της ακόμη πιο οικονομική».
Στην ομιλία του ο τελευταίος, αντιπαρέβαλε τη γλωσσική, λυρική ειρωνεία της Δημουλά με τη δραματική ειρωνεία του Καβάφη, στάθηκε στην καινοτόμο χρήση των αφηρημένων εννοιών εκ μέρους της και στις αλληγορικές ποιητικές της μεταφορές, επεσήμανε τη λοξή ματιά της πάνω στα πράγματα και στον εαυτό της και υποκλίθηκε στη δεξιοτεχνία της να προβάλλει το στιγμιαίο της καθημερινότητάς μας πάνω στην αβυσσαλαία αιωνιότητα του χρόνου. Κάτι που η Κική Δημουλά φάνηκε διατεθειμένη να κάνει για πολύ καιρό ακόμα, εξαντλώνοντας όλα τα περιθώρια που, ως θνητής, της αναλογούν.

18.11.13

Ο Πάνος Θεοδωρίδης για τον Καβάφη

Ο Πάνος Θεοδωρίδης γράφοντας, στο τχ. 101 του «Εντευκτηρίου», για την αλληλογραφία Ε. Μ. Φόρστερ - Κ. Π. Καβάφη.

«Σπεύδω να σας διαβεβαιώσω πως η άγνοια βασικών κανόνων κοινωνικής συμπεριφοράς με εμποδίζει να δίνω μεγάλη σημασία στον καβαφικό ομοερωτισμό. Ομοερωτικούς γαρ θεωρώ και τους μαμάκηδες, τους νάρκισσους, τους μανιακούς κυνηγούς του ποδογύρου, τους γόητες (οπωσδήποτε τους μοντελοπνίχτες) και τους υπό γράμμωσιν των κοιλιακών στα γυμναστήρια του πλανήτη. Ως αναγνώστης, δεν έχω γνωρίσει ηδονικότερη γραφή και ανδρικότερη γραφίδα από του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη.»

Ο Ντύλαν Τόμας διαβάζει ποίημά του στο ραδιόφωνο



Ο Ντύλαν Τόμας διαβάζει για ραδιοφωνική εκπομή το ποίημά του «Do Not Go Gentle into that Good Night».



Ουαλός ποιητής, πεζογράφος, σεναριογράφος και θεατρικός συγγραφέας Dylan Thomas γεννήθηκε στο Σουόνσι της Ουαλίας στις 27 Οκτωβρίου 1914, σ' ένα περιβάλλον που σημαδεύτηκε από εντάσεις ανάμεσα στην αγγλόφωνη και την τοπική κουλτούρα, παρά το ότι ο ίδιος δεν διδάχθηκε ποτέ ουαλικά. Δημοσίευσε ποιήματά του στα αγγλικά, για πρώτη φορά, στην εφημερίδα "Sunday Referee", στη στήλη "Poet's Corner", τo 1933. Η βράβευσή τους οδήγησε τον εκδότη της Victor Neuburg, την επόμενη χρονιά, να τα τυπώσει σε 250 δεμένα αντίτυπα με τίτλο "18 Ποιήματα". Το 1937 ο Dylan Thomas παντρεύτηκε την Caitlin Macnamara, με την οποία έμελλε να αποκτήσει τρεις γιους. Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στο Laugharne της Ουαλίας. Το 1936 εκδόθηκε η δεύτερη ποιητική συλλογή του με τίτλο "25 Ποιήματα" και το 1940 η συλλογή διηγημάτων "Πορτραίτο του καλλιτέχνη ως νεαρού σκύλου". Εκτός από ποιήματα, ο Dylan Thomas έγραψε διηγήματα, σενάρια για τον κινηματογράφο (Strand Films) και το ραδιόφωνο (BBC), καθώς και το ραδιοφωνικό θεατρικό έργο "Under Milkwood" ("Κάτω από το γαλατόδασος", ελλ. εκδ. Ερμείας, μετάφραση Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ), που παίζεται μέχρι σήμερα. Το 1953, σε ηλικία 39 ετών, με υγεία φθαρμένη από το αλκοόλ, κατά τη διάρκεια του τέταρτου κύκλου διαλέξεών του στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Dylan Thomas κατέρρευσε στο ξενοδοχείο του στη Ν. Υόρκη. Πέθανε στις 9 Νοεμβρίου 1953, στο νοσοκομείο St Vincent's και η σωρός του μεταφέρθηκε και τάφηκε στην πατρίδα του.
Τα έργα του περιλαμβάνουν: "The Map of Love", 1939, "The World I Breathe", 1939, "Portrait of the Artist as a Young Dog", 1940, "New Poems", 1943, "Deaths and Entrances", 1946, "Collected Poems, 1934-1952", 1952, "The Doctors and the Devils", 1953. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν τα: "Under Milkwood", 1954, "Quite Early one Morning", 1954, "Adventures in the Skin Trade and Other Stories", 1955 (ελλ: το ημιτελές μυθιστόρημα "Περιπέτειες στο εμπόριο δέρματος", μετ. Γιώργου Μπλάνα, εκδ. Ροές), και τα διηγήματα "A Prospect of the Sea", 1955 (ελλ: "Προοπτική της θάλασσας", μετ. Μιράντας Σταυρινού, εκδ. Πλέθρον). Ποιήματα του Ντύλαν Τόμας έχουν αποδώσει στα ελληνικά ο Γιώργος Μπλάνας ("Το χρώμα της λαλιάς", εκδ. Ερατώ, 2003, "Κι ο θάνατος δεν θα 'χει εξουσία", εκδ. Ελ. Τύπος, 1989), η Λύντια Στεφάνου ("Ποιήματα", εκδ. Ερμείας, 1982), ο Νάνος Βαλαωρίτης ("Ποιήματα", περιοδικό "Νέα Συντέλεια", 2004), και οι Τ. Πορφύρης και Στ. Ροζάνης ("Ποιήματα", εκδ. Πανδώρα).

Όπως σημειώνει η μεταφράστρια Μιράντα Σταυρινού: "Το συγγραφικό έργο του Ντύλαν Τόμας χαρακτηρίζεται από μια ιδιομορφία που διαφοροποιεί το γράψιμό του σε τέτοιο βαθμό, ώστε ν' αχρηστεύει a priori κάθε απόπειρα σύγκρισής του με το έργο άλλων συγχρόνων του. Όταν στη δεκαετία του 1930 ο σουρεαλισμός ήταν ακόμα η πρωτοπορία στην παγκόσμια λογοτεχνία, ο Τόμας επινόησε νέες λειτουργικές σχέσεις στη λογοτεχνική γλώσσα. Από τα πρώτα αυτοβιογραφικά του διηγήματα έφτασε σταδιακά στη δραματική αντικειμενικότητα της μεταγενέστερης πρόζας και ποίησής του, όπως αναφέρει εύστοχα ο Κ. Φράιερ. Δαιμονικά ποιητική φύση, ο Τόμας ανέσυρε τη λέξη απ' την φθορά της καθημερινής τριβής και την τοποθέτησε σ' ένα συμβολικό εννοιολογικό επίπεδο που επεκτείνεται στο μεταφυσικό όραμα. Ο Ντ. Τόμας παίζει με τις λέξεις, συνδυάζει απαράμιλλα την καθομιλουμένη με την αρχαΐζουσα, εμφυτεύοντας ανάμεσά τους λέξεις ιδιωματικές, αργκό. Οι πυκνά εναλλασσόμενες εικόνες, οι μεγάλες παράγραφοι που τις διατρέχει μια ανάσα, η ιδιόρρυθμη χρήση του συντακτικού, ο πλούτος των συνηχήσεων, η επινόηση λέξεων, τα λογοπαίγνια, η εσκεμμένη κρυπτικότητα των λέξεων, η μουσική ροή της έκφρασής του, μαρτυρούν έναν εξουθενωτικό λογοπλάστη που αναζητά, "πιέζει και πλάθει" τη λέξη, για να της προσδώσει τελικά μία επιλογή νοηματική, ένα φάσμα συγκινησιακών και μεταφυσικών σημασιοδοτήσεων.
Ο Ντ. Τόμας θεωρείται σήμερα μια από τις πιο εξέχουσες μορφές της σύγχρονης πεζογραφίας και ποίησης. Ο κριτικός J. W. Lambert έγραψε στους Sunday Times ότι "... ο Ντ. Τόμας καθιερώθηκε ως καλλιτέχνης που κατόρθωσε να δημιουργήσει ποίηση σε μορφή πρόζας".


(από τη Bιβλιονέτ)

"Ανακάλυψα" το βίντεο αυτό χάρη σε μια ανάρτηση του Γιάννη Παλαμιώτη στο Facebook ― Γιώργος Κορδομενίδης

17.11.13

Απουσιολόγιο: Πέθανε η Ντόρις Λέσινγκ

πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών (www.efsyn.gr)



Είχε περιγραφεί από τη Σουηδική Ακαδημία ως «επική συγγραφέας της γυναικείας εμπειρίας, η οποία με σκεπτικισμό, πάθος και ιδεαλιστική δύναμη υπέβαλε έναν διχασμένο πολιτισμό σε εξονυχιστική έρευνα».

Σε ηλικία 94 ετών απεβίωσε η διάσημη συγγραφέας Ντόρις Λέσινγκ. Η Βρετανίδα συγγραφέας είχε τιμηθεί με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2007. Μάλιστα, είχε περιγραφεί από τη Σουηδική Ακαδημία ως: «επική συγγραφέας της γυναικείας εμπειρίας, η οποία με σκεπτικισμό, πάθος και ιδεαλιστική δύναμη υπέβαλε έναν διχασμένο πολιτισμό σε εξονυχιστική έρευνα».
Αξίζει να σημειωθεί πως έλαβε το Νόμπελ σε ηλικία των 87, με συνέπεια να είναι από τους γηραιότερους συγγραφείς που έλαβαν το Βραβείο.

του Θανάση Λάλα

Η Αμερική με τρελαίνει γιατί έχει πάντα μια έκπληξη στο μανίκι της για μένα. Μια έκπληξη με περιμένει εκεί σαν μακρινός συγγενής.

Η συγγραφέας
* Γεννήθηκε στην Περσία το 1919 από βρετανούς γονείς και μεγάλωσε στη Ροδεσία (σημερινή Ζιμπάμπουε). * Στη Βρετανία εγκαταστάθηκε το 1949. * Το πρώτο μυθιστόρημά της, «Η χλόη που τραγουδά» (The Grass is singing), εκδόθηκε το 1950 και γνώρισε σημαντική επιτυχία στη Βρετανία, στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλες δέκα ευρωπαϊκές πόλεις. * Απέκτησε παγκόσμια φήμη στη δεκαετία του '60 χάρη στο αυτοβιογραφικό «Χρυσό σημειωματάριο» (The golden notebook), ευαγγέλιο των απανταχού φεμινιστριών (στα ελληνικά μεταφράστηκε το 1980). * Στα μυθιστορήματά της συμπεριλαμβάνεται και η πενταλογία «Τα παιδιά της βίας» (Children of Violence), η οποία συμπυκνώνει την αγωνία της για την ανθρώπινη περιπέτεια. * Ως συγγραφέας διακρίθηκε και για τα δοκίμια και τα διηγήματά της.
* Για τη συλλογή διηγημάτων της «Πέντε» (Five) τιμήθηκε με το βραβείο Σόμερσετ Μομ. * Από το 1979 αρχίζει η περίοδος του «διαστημικού» μυθιστορήματός της. * Πρώτο βιβλίο του κύκλου αυτού, η «Σικάστα» (Shicasta). * Το 1981, της απονεμήθηκε το αυστριακό Κρατικό Βραβείο Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας και το 1982 το Βραβείο Σαίξπηρ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. * Για το μυθιστόρημά της «Ο καλός τρομοκράτης» (The Good Terrorist) τιμήθηκε το 1985 με το λογοτεχνικό βραβείο W.Η. Smith. * Πριν από ένα χρόνο εκδόθηκε ο δεύτερος τόμος της αυτοβιογραφίας της.
Ηταν μια ιδιαίτερα κρύα μέρα, ακόμη και για το Λονδίνο. Μια μέρα που ήξερα όμως πως θα τη ζέσταινε με την παρουσία της η γυναίκα που με περίμενε στην κομψή μονοκατοικία της, στα περίχωρα της βρετανικής πρωτεύουσας. Την είχα ξανασυναντήσει την Ντόρις Λέσινγκ, δύο χρόνια πριν. Και τώρα την ξαναέβρισκα όπως ακριβώς την είχα αφήσει. Το ίδιο... επιμελώς ατημέλητη, ντυμένη με ένα απλό μαύρο φόρεμα. Με την ίδια καθαρή σκέψη, την ίδια διάθεση για ζωή... Καθισμένη στην ίδια πολυθρόνα, μπροστά στο ίδιο παράθυρο, στο ίδιο δωμάτιο που με είχε δεχθεί και τότε. Και γύρω της, για άλλη μία φορά, να συνωστίζονται οι μάστορες που διόρθωναν τις ­ συχνές, από ό,τι κατάλαβα ­ βλάβες που παθαίνει ένα παλιό, ένα πολύ παλιό σπίτι. Η Ντόρις Λέσινγκ. Μια γυναίκα που στέκεται έτοιμη να μπει στην όγδοη δεκαετία της ζωής της και εμφανισιακά θα μπορούσε να παραπέμπει και στη γιαγιά μου. Και όμως, η γιαγιά αυτή είναι εντελώς διαφορετική από τις άλλες. Οχι μόνο επειδή θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες συγγραφείς του αιώνα μας. Αλλά και γιατί η ζωή της υπήρξε πάντα μια διαρκής αναζήτηση, ένα ασταμάτητο ταξίδι στις σκέψεις, στις ιδέες... Η ζωή της υπήρξε μια τολμηρή περιπλάνηση μέσα από έρωτες και ανήσυχες επιλογές. Η γιαγιά που καθόταν απέναντί μου είχε υπάρξει κομμουνίστρια, είχε δοκιμάσει απαγορευμένες ουσίες, είχε ταξιδέψει σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου... (Σε όλες σχεδόν εκτός από την Ελλάδα, την οποία επισκέπτεται τώρα γεμάτη χαρά, για να μιλήσει, την ερχόμενη Πέμπτη, στις 17.30, στην αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών, με θέμα «Το μυθιστόρημα», στο πλαίσιο του Φεστιβάλ «Βρετανία και Ελλάδα»). Σήμερα που δεν μπορεί πια, λόγω της μεγάλης ηλικίας της, να ταξιδεύει όσο ταξίδευε παλαιότερα, εξακολουθεί να περιπλανάται καθισμένη στην πολυθρόνα της. Με την ίδια νεανική ορμή που είχε και τα παλιά χρόνια. Με αυτή την ορμή που έκανε κάθε απάντησή της στις ερωτήσεις μου να με παρασύρει ακόμη πιο βαθιά στον μαγικό κόσμο της, να προσπαθώ να κερδίσω όλο και περισσότερη ώρα κοντά της. Μου μίλησε επί δύο περίπου ώρες, για την τέχνη και τη ζωή της. Μου μίλησε για την εικόνα του συγγραφέα σήμερα, για το έργο του, αλλά και για την ανάγκη του κοινού να μαθαίνει την ιδιωτική ζωή του, κάτι που διαφοροποιεί τη... μυστηριώδη σχέση που είχαν συγγραφέας και αναγνώστης ως σήμερα, μέσα από τα βιβλία. Μου μίλησε για τον τρίτο τόμο της αυτοβιογραφίας που ετοιμάζει τώρα, και ο οποίος αφορά τις συναντήσεις της με ανθρώπους που βρίσκονται εν ζωή. Για την ανάγκη της να είναι ειλικρινής, αλλά και τα προβλήματα που μπορεί να δημιουργήσει η ειλικρίνεια. «Η ειλικρίνεια είναι σφαίρα που σκοτώνει τους εν ζωή φίλους και γνωστούς μας». Μου μίλησε για την καθημερινότητα και τα όνειρα μιας γυναίκας τόσο διαφορετικής από τις άλλες. Η Ντόρις Λέσινγκ, την οποία σήμερα σας παρουσιάζω, είναι ένας άνθρωπος διαφορετικός. Τόσο διαφορετικός που μπορεί να κάνει τον ήλιο να ανατείλει ακόμη και σε μια απολύτως ομιχλώδη και ψυχρή λονδρέζικη ημέρα. Απολαύστε την και θυμηθείτε... Η ζωή τελειώνει όταν η πραγματικότητα κατεβάζει τα ρολά της φαντασίας! Αυτά.

Σας αρέσει να ταξιδεύετε;
«Εχω ταξιδέψει πάρα πολύ στη ζωή μου. Τώρα, όσο περνάει ο καιρός, ταξιδεύω όλο και λιγότερο. Μεγαλώνω, βλέπετε... Του χρόνου θα κλείσω τα 80. Δεν μπορώ πια να το σκάω, να δραπετεύω, όπως παλιά. Δεν με βοηθάει η φυσική μου κατάσταση».
Από όλα τα μέρη όπου έχετε πάει υπάρχει κάποιο που θα λέγατε ότι είναι το αγαπημένο σας; ένα μέρος που θα επισκεφτόσασταν ξανά ευχαρίστως;
«Πριν από μερικά χρόνια είχα πάει στη Βραζιλία και στην Αργεντινή και μου άρεσαν πάρα πολύ και οι δύο αυτές χώρες, για διαφορετικούς λόγους. Επίσης μου αρέσει να πηγαίνω και να ξαναπηγαίνω στην Αμερική ­ κάτι που κάνω αρκετά συχνά ακόμη και τώρα. Στην Ελλάδα θα έρθω στα μέσα Νοεμβρίου. Δεν έχω ξανάρθει στην Ελλάδα και, για να σας πω την αλήθεια, το περιμένω πώς και πώς αυτό το ταξίδι».
Υπάρχει κάτι ιδιαίτερο που περιμένετε από αυτή την επίσκεψή σας;
«Οχι αλλά έρχομαι ανοιχτή σε κάθε είδους έκπληξη που μπορεί να μου προσφέρει η χώρα σας και θα χαρώ πάρα πολύ αν καταφέρω να συναντηθώ με την έκπληξη. Για μένα τώρα πια μόνο οι εκπλήξεις είναι συναντήσεις άξιες λόγου».
Τι ήταν αυτό που σας εντυπωσίασε όταν πήγατε στην Αργεντινή και στη Βραζιλία ή που σας εντυπωσιάζει κάθε φορά που πάτε στην Αμερική, ακόμη και τώρα;
«Κατ' αρχάς η Αργεντινή είναι μια εντελώς διαφορετική χώρα από τη Βραζιλία. Αυτό το άκρως αντίθετο με συγκινούσε πολύ σε αυτές τις δύο χώρες. Ετυχε μάλιστα να έχω στην Αργεντινή έναν πολύ γενναιόδωρο εκδότη, ο οποίος με έστειλε με δικά του έξοδα στη Βόρεια Αργεντινή. Η Βόρεια Αργεντινή είναι ένα μέρος όπου συναντάει κανείς μόνο την έρημο και τα ψηλά βουνά. Προσωπικά μου αρέσουν πάρα πολύ και τα ψηλά βουνά και η έρημος. Εμεινα τέσσερις ημέρες εκεί και πραγματικά το κατευχαριστήθηκα. Ηταν υπέροχα. Να 'ναι καλά ο άνθρωπος... Επίσης το Μπουένος Αϊρες είναι μια πανέμορφη, μελαγχολική πόλη. Συνεπώς και εκεί πέρασα πολύ καλά. Η Βραζιλία είναι το ακριβώς αντίθετο, όπως σας είπα. Δεν είναι αξιοποιημένη ως χώρα ούτε το Ρίο είναι τόσο μεγαλοπρεπές όσο το Μπουένος Αϊρες της Αργεντινής. Εκείνο όμως που μου άρεσε πολύ στη Βραζιλία είναι η πολυχρωμία της και κυριολεκτώ λέγοντάς το: στη Βραζιλία μπορεί να συναντήσει κανείς όλα τα χρώματα και όλες τις φυλές που υπάρχουν στον κόσμο. Και βλέπεις ότι αυτοί οι άνθρωποι τα βρίσκουν μεταξύ τους μια χαρά, περνάνε πολύ καλά μεταξύ τους. Δεν τους εμποδίζουν οι διαφορές τους να βρουν τις ομοιότητές τους. Εννοείται ότι μου αρέσει πάρα πολύ και η μουσική αυτών των δύο χωρών. Η Αμερική όμως με τρελαίνει γιατί έχει πάντα μια έκπληξη στο μανίκι της για μένα. Οποτε κι αν πάω στην Αμερική, η έκπληξη σαν μακρινός συγγενής με περιμένει κάπου εκεί για να με υποδεχθεί».
Ποια είναι η κυριότερη απόλαυση του ταξιδευτή κατά τη γνώμη σας;
«Η δυνατότητά του να παρατηρεί συνεχώς το άγνωστο, να συναντάει το νέο, η δυνατότητά του να γεύεται την έκπληξη».
Η ικανότητα παρατήρησης ­ αν δεν κάνω λάθος ­ είναι αυτή που διακρίνει τον συγγραφέα από τον μη συγγραφέα. Ετσι δεν είναι;
«Ναι, η παρατήρηση ίσως παίζει ένα σημαντικό ρόλο στη συγγραφική δουλειά αλλά, για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω αν αυτή η ικανότητα διακρίνει τον συγγραφέα από τον μη συγγραφέα. Αλλωστε υπάρχουν και μη συγγραφείς που είναι πολύ παρατηρητικοί, παρατηρητικοί σαν συγγραφείς». (γέλια)
Το να γράφει κανείς είναι και αυτό ένα ταξίδι;
«Ισως, μόνο που δεν πιστεύω καθόλου ότι μπορεί κανείς να συγκρίνει αυτά τα δύο είδη ταξιδιού. Η συγγραφή είναι μια καθαρά εσωτερική διαδικασία. Είναι ένα ταξίδι προς τα μέσα, ένα εσωτερικό ταξίδι. Με τη γραφή σκαλίζεις συνεχώς μέσα σου για να δεις ουσιαστικά πώς σκέφτεσαι, τι αισθάνεσαι. Γι' αυτό μου αρέσει να γράφω: μαθαίνω πράγματα για τον εαυτό μου αλλά και γενικότερα που δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα μπορούσα να τα μάθω. Ανακαλύπτω μια γνώση που κουβαλούσα τόσα χρόνια μέσα μου χωρίς να ξέρω ότι την κουβαλάω. Θα μου πείτε πώς γίνεται αυτό; Και όμως γίνεται γιατί η γνώση δεν έχει βάρος για να μας υπενθυμίζει την ύπαρξή της. Η γνώση είναι αβαρής, είναι αεράκι... Αν δεν ανοίξουμε εμείς το παράθυρο, δεν πρόκειται να φυσήξει μέσα στα μυαλά μας... Γι' αυτό λατρεύω το γράψιμο. Με το γράψιμο μαθαίνω πάντα κάτι που υπάρχει και όμως ώσπου να το ανακαλύψω το αγνοούσα».
Σε τι διαφέρουν τα εσωτερικά τοπία από αυτά που συναντάει κανείς στα ταξίδια ανά τον κόσμο;
«Το είπατε και μόνος σας: το ένα είναι πραγματικό τοπίο ενώ το άλλο το επινοούμε με τη φαντασία μας, εμείς το φτιάχνουμε. Η διαφορά, με άλλα λόγια, είναι αυτή που υπάρχει μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας».
Επομένως η επινόηση είναι καθαρά δημιούργημα της φαντασίας μας;
«Και μόνο. Αυτό δεν νομίζω ότι χωράει αμφισβήτηση. Γιατί το ρωτάτε;».
Για να μου το επιβεβαιώσετε. (γέλια) Και ποιες είναι οι πρώτες ύλες της επινοητικότητας και της φαντασίας;
«Επειδή το ένα βιβλίο μας διαφέρει από το άλλο, πιστεύουμε ότι για κάθε βιβλίο είναι εντελώς διαφορετικές οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούμε. Στην πραγματικότητα η πρώτη ύλη της φαντασίας και της επινοητικότητας είναι μία. Βέβαια, κάθε φορά οι εμπειρίες που ζεις γράφοντας ένα βιβλίο αλλάζουν επειδή ακριβώς πρόκειται κάθε φορά για κάτι διαφορετικό. Αλλά κάθε φορά η επινοητικότητα και η φαντασία μας στηρίζονται και γεννιούνται μέσα από τη μνήμη μας. Επομένως η μνήμη είναι η πρώτη ύλη της επινοητικότητας και της φαντασίας».
Εχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί γράφετε;
«Οχι γιατί σε όλη μου σχεδόν τη ζωή γράφω. Για μένα είναι σαν να έχω γεννηθεί με αυτό το πράγμα ­ όπως γεννιέται κανείς μουσικός, ζωγράφος κ.ο.κ. Εγώ γεννήθηκα συγγραφέας. Γράφω σχεδόν από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Επομένως, για μένα είναι κάτι φυσικό αυτό που κάνω, δεν χρειάστηκε ποτέ να αναρωτηθώ γιατί το κάνω».
Μήπως τελικά αυτό είναι το ταλέντο; αυτή η δυνατότητα με την οποία γεννιέται κανείς να μπορεί να δημιουργήσει κάτι που για όλους τους γύρω φαντάζει ιδιαίτερο ενώ για τον ίδιο είναι κάτι φυσικό;
«Ακριβώς. Από εκεί και πέρα εξαρτάται πόσο θα καλλιεργήσει κανείς το ταλέντο του, αν θα το καλλιεργήσει ή όχι. Κάποιοι δυστυχώς του ανοίγουν την πόρτα για να φύγει. Ξέρετε πόσα αχρησιμοποίητα ταλέντα υπάρχουν γύρω μας; Οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν τις ζωές τους με τα εννέα δέκατα του ταλέντου τους σε καταστολή, σε λανθάνουσα κατάσταση. Αυτή είναι η τραγωδία του κόσμου μας. Ζούμε σε έναν κόσμο που αντέχει και ας υπάρχουν γύρω μεγάλες δόσεις αχρησιμοποίητου ταλέντου. Ενα από τα πιο λυπηρά πράγματα στον κόσμο είναι να βλέπεις παιδιά που έχουν ταλέντο να μένουν στάσιμα. Αν πάρετε μια ομάδα νέων ανθρώπων ­ όποιοι κι αν είναι αυτοί ­ και τους δώσετε χώρο να κινηθούν, είναι βέβαιον ότι θα γίνετε μάρτυρας μιας έκρηξης».
Τι είναι αυτό που εμπόδισε το δικό σας ταλέντο να χαθεί, που το βοήθησε να αναδειχθεί;
«Νομίζω ότι είναι καθαρά θέμα σκληρής δουλειάς. Πιστεύω ότι στη Δύση υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που έχουν γεννηθεί με το ταλέντο να γράφουν ­ είναι η κουλτούρα μας τέτοια. Αν όμως θες να το αναπτύξεις και να μπορέσεις να γίνεις συγγραφέας, χρειάζεται δουλειά, σκληρή δουλειά. Και αν το ταλέντο της συγγραφής είναι κάτι που στο πλαίσιο της δυτικής κουλτούρας το συναντάς εύκολα, δεν θα έλεγα ότι συμβαίνει το ίδιο και με τη δουλειά. Στη Δύση οι άνθρωποι είναι τεμπέληδες. Συνήθως οι άνθρωποι θεωρούν ότι το ταλέντο από μόνο του είναι αρκετό για να γίνει κανείς συγγραφέας. Υποσυνείδητα το θεωρούν εύκολο πράγμα και αυτό τους κάνει να μη δουλεύουν. Τουλάχιστον τα χειρόγραφα που μου στέλνουν συνήθως νέοι άνθρωποι για να τους πω τη γνώμη μου αυτό δείχνουν. Βλέπεις ότι αυτά τα παιδιά έχουν ταλέντο, απλώς δεν κάθησαν να δουλέψουν όσο έπρεπε για να το αναδείξουν».
Εσείς έχετε κρατήσει δικά σας χειρόγραφα πρωτόλεια; Εννοώ πράγματα που είχατε γράψει στην εφηβεία σας, γραπτά σας όπου να φαίνεται το ταλέντο σας αλλά, αν το συγκρίνει κανείς με τα μετέπειτα γραπτά σας, μπορεί να διακρίνει εύκολα την έλλειψη της σκληρής δουλειάς.
«Αν αναφέρεστε σε ημερολόγια και τέτοια πράγματα, όχι, δεν έχω κρατήσει τίποτε. Ημερολόγιο άρχισα να κρατάω τα τελευταία 25 χρόνια περίπου. Δεν υπάρχει, δηλαδή, κάποιο αρχείο προσωπικό με όλα όσα έχω γράψει για να μπορέσει κανείς να διακρίνει κάτι συγκρίνοντας την ποιότητα της εργασίας στην πρώιμη και στη μετέπειτα δουλειά μου».
Αλήθεια, γιατί δεν κρατήσατε αυτά τα πρωτόλεια; Πίσω από αυτή την ενέργειά σας κρύβεται μια συγκεκριμένη φιλοσοφία ζωής;
«Θα έλεγα πως το ότι δεν έχω σήμερα τίποτε από τα πρωτόλεια γραπτά μου μάλλον οφείλεται στο γεγονός πως κάθε τόσο, όταν ακόμη ήμουν έφηβη, έπρεπε να αλλάζω σπίτι. Στη ζωή μου έχω κάνει πάρα πολλές μετακομίσεις ­ ειδικά τον πρώτο καιρό εδώ, στο Λονδίνο. Από μετακόμιση σε μετακόμιση, όλο και κάτι χανόταν. Δεν είχα, βλέπετε, και πού να τα βάλω όλα αυτά. Ποτέ δεν υπήρχε άνεση χώρου. Ισως, τώρα που το ξανασκέφτομαι, να είναι και θέμα χαρακτήρα. Υπάρχουν φίλοι μου που και το παραμικρό χαρτάκι το κρατούν, δεν πετάνε τίποτε. Γι' αυτούς δεν υπάρχουν άχρηστα και χρήσιμα. Δεν υπάρχει αυτή η διάκριση για τα προσωπικά αντικείμενά τους. Εγώ, ας πούμε, αυτό δεν μπορώ να το καταλάβω, γι' αυτό λέω ότι μπορεί να έχει να κάνει και με τον χαρακτήρα. Εγώ είμαι της γνώμης ότι η ζωή είναι μια άσκηση στο περιττό. Οσο λιγότερα και πιο ουσιαστικά μένουν στη χούφτα μας τόσο πιο πολύ αγγίζουμε την ευτυχία».
Δεν νιώσατε ποτέ χάνοντας κάτι ότι μαζί με αυτό χάθηκε και ένα κομμάτι του εαυτού σας;
«Οχι, καθόλου. Ισα ίσα... Αλλωστε μου άρεσαν πάντα πολύ οι μετακινήσεις και οι μετακομίσεις. Οι μετακομίσεις, παρ' όλο που ήταν τις περισσότερες φορές αναγκαίες, για μένα ήταν και πολύ χρήσιμες. Χρήσιμες για την ψυχική μου υγεία. Η μετακόμιση μπορεί να σε κάνει να χάνεις κάτι λίγο ή πολύ χρήσιμο αλλά νομίζω ότι σε βοηθάει και να μη βαριέσαι. Βέβαια τώρα πια προτιμώ να μη μετακινούμε συχνά. Τώρα πια, από τη στιγμή που ήρθα σε αυτό εδώ το σπίτι, η ιδέα να μετακινηθώ δεν μου φαίνεται καθόλου ελκυστική. Θα έλεγα ότι μάλλον σοκ μού προκαλεί η σκέψη και μόνο». (γέλια)
Μιλώντας πριν για ταλέντο είπατε ότι το ταλέντο είναι κάτι που μπορεί και να χαθεί. Το ίδιο και η έμπνευση;
«Η έμπνευση είναι κάτι το οποίο δεν εμπιστεύομαι, ξέρετε, και πάρα πολύ. Μερικές φορές μπορεί να μην είναι τίποτε άλλο από μια φευγαλέα φαντασίωση. Ιδέες μπορεί να έχεις, ιδέες που να μπορείς να στηρίξεις πάνω τους μια ιστορία ή και ένα ολόκληρο βιβλίο. Αν δεν τις γράψεις όταν σε επισκέφτονται ή αν δεν κρατήσεις γύρω από αυτές κάποιες σημειώσεις, μπορεί και να χαθούν. Δεν ξέρω όμως... Από την άλλη πάλι, θεωρώ ότι, αν σε επισκεφθεί υπό την μορφή εμπνεύσεως κάτι σημαντικό, αν είναι σημαντικό θα ξανάρθει. Πιστεύω, δηλαδή, ότι κάτι που για μας είναι σημαντικό δεν χάνεται τόσο εύκολα. Την έμπνευση όποιος την πιστεύει καλά θα κάνει να την ακινητοποιεί όταν τον επισκέφτεται αλλά εγώ συμπληρώνω ότι, αν κάποια έμπνευση περιέχει το σημαντικό, μην ανησυχείτε, και να το ξεχάσετε, θα σας ξαναεπισκεφθεί το σημαντικό. Αν είναι σημαντικό, είναι γιατί δεν χάνεται με την ίδια ευκολία που χάνονται τα ασήμαντα του κόσμου τούτου».
Για ένα δημιουργό η δημιουργία είναι σημαντικός λόγος για να συνεχίσει να είναι ζωντανός;
«Νομίζω ότι είναι λίγο θεωρητική αυτή η ερώτηση. Φαντάζομαι ότι θα υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που, ενώ δεν έχουν κανέναν ιδιαίτερο λόγο, συνεχίζουν να ζουν επειδή πολύ απλά έτσι πρέπει. Γιατί σίγουρα υπάρχουν κάποιοι που πιστεύουν ότι αυτοί αποφασίζουν για τη ζωή τους και κάποιος άλλος για το τέλος τους. Υπάρχουν βέβαια και μερικοί που αποφασίζουν το τέλος που τους αρμόζει και καθορίζουν όλη την υπόλοιπη ζωή τους βάσει του τέλους που αποφάσισαν γι' αυτούς. Εννοείτε βέβαια ­ επιστρέφοντας στην ερώτησή σας ­ ότι το να είναι κανείς δημιουργικός τον κάνει να αισθάνεται και πιο ζωντανός. Αυτό ισχύει. Γιατί η δημιουργία για τον θάνατο είναι ό,τι ο σταυρός για τον Διάβολο. Με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο όλοι δημιουργούν για να αντέξουν στη ζωή τους την ιδέα του θανάτου αλλά ειλικρινά δεν ξέρω αν αυτό είναι που κάνει την ανθρωπότητα να συνεχίζει να υπάρχει».
Γιατί οι άνθρωποι έχουν ανάγκη την τέχνη;
«Εξαρτάται για ποια μορφή τέχνης μιλάμε. Υπάρχουν διάφορα είδη τέχνης ­ έτσι δεν είναι; Από ποπ ως Μπετόβεν... Στην υψηλότερη μορφή της η τέχνη υπενθυμίζει στους ανθρώπους ότι υπάρχει κάτι ανώτερο από το να τρώμε, να πίνουμε και να έχουμε ωραία ρούχα. Είναι πολλά αυτά που προσφέρει η τέχνη στην ανθρώπινη ύπαρξη».
Η τέχνη είναι ένα είδος μόρφωσης για τον άνθρωπο;
«Ναι, η τέχνη μορφώνει, μας διδάσκει πράγματα. Τα μυθιστορήματα, ας πούμε, σε βοηθάνε να γνωρίσεις πράγματα από άλλους πολιτισμούς. Νομίζω ότι το στοιχείο αυτό, της πληροφόρησης, που έχουν τα μυθιστορήματα είναι κάτι το οποίο συχνά παραβλέπουμε ­ πέρα από τον πλούτο που έχουν να προσφέρουν από αισθητικής άποψης. Κυρίως μέσα από τα μυθιστορήματα μαθαίνουμε πράγματα για άλλους πολιτισμούς και για άλλες εποχές αλλά αυτό είναι κάτι που δυστυχώς συχνά ξεχνάμε, όπως σας είπα».
Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι στις ημέρες μας οι άνθρωποι μοιάζουν να έχουν απομακρυνθεί από την τέχνη;
«Αυτό είναι μια ηλίθια διαπίστωση. Μία από τις πολλές τέτοιες ηλίθιες γενικεύσεις της εποχής μας. Ολοι οι άνθρωποι έχουν επαφή με κάποια μορφή τέχνης. Μπορεί να είναι η μουσική. Οι περισσότεροι άνθρωποι ακούνε μουσική χωρίς καν να αντιλαμβάνονται ή να σκέφτονται εκείνη τη στιγμή ότι έρχονται σε επαφή με μια μορφή τέχνης. Τέχνη δεν είναι μόνο ό,τι αποτελεί υψηλή καλλιτεχνική έκφραση. Ποτέ δεν υπήρξε εποχή όπου όλοι είχαν το ίδιο ενδιαφέρον για την υψηλή τέχνη. Πάντα υπήρχαν διαβαθμίσεις στην καλλιτεχνική δημιουργία και στο καλλιτεχνικό ενδιαφέρον των ανθρώπων. Μην ξεχνάτε ότι ζούμε σε μια εποχή που δίνει προτεραιότητα στην ύλη. Είναι το μόνο πράγμα που δείχνει να ενδιαφέρει τους περισσοτέρους. Τουλάχιστον οι τηλεοράσεις, τα ΜΜΕ και όλα αυτά δείχνουν ότι ο περισσότερος κόσμος ενδιαφέρεται για τα λεφτά, τα έπιπλα, τα ρούχα και τα αυτοκίνητα. Προσωπικά δεν πιστεύω ότι αυτά θεωρούνται τα πιο σημαντικά για τους ανθρώπους. Αμφιβάλλω αν είναι όντως έτσι η κατάσταση του κόσμου γύρω μας όπως μας την περιγράφουν τα ΜΜΕ. Πιστεύω ότι κάποιοι ­ μέσα στα ΜΜΕ κυρίως ­ προσπαθούν να μας πείσουν πως ο κόσμος έπαψε να διακρίνει τα σημαντικά από τα ασήμαντα ή ότι ο κόσμος σήμερα έχει αλλάξει τα κριτήριά του που διακρίνουν τα σημαντικά από τα ασήμαντα. Αυτά είναι χαζά και παιδαριώδη και αυτοί που τα υποστηρίζουν ακόμη πιο αστείοι. Απλώς η ευκολία που έχει σκεπάσει τη ζωή μας μάς κάνει πιο αδιάφορους, μας ναρκώνει. Σκέφτομαι ότι στον πόλεμο, όπου πολλοί άνθρωποι δεν είχαν να φάνε και όπου το πιο πιθανόν θα ήταν να μην έχουν χρόνο ή διάθεση να ακούσουν μουσική, επέλεγαν να ακούσουν την καλύτερη μουσική για εκείνη την εποχή. Πάντα σε εποχές δύσκολες, όταν ο κόσμος πιέζεται, οι άνθρωποι στρέφονται προς την τέχνη. Αυτό δεν είναι τυχαίο».
Πιστεύετε ότι η δυσκολία είναι πηγή γνώσης στη ζωή;
«Σίγουρα. Πάντα μέσα από τα προβλήματα οι άνθρωποι μαθαίνουν περισσότερα πράγματα».
Αρα για σας ο πόνος είναι αναγκαίος στη ζωή...
«Δεν μου αρέσει αυτή η λέξη. Αλλο ο πόνος, άλλο η δυσκολία. Για ορισμένους ανθρώπους ο πόνος μπορεί να είναι και απόλαυση. Αλλά αυτή είναι μια παθητική αντιμετώπιση της ζωής. Γύρω μας βλέπουμε ανθρώπους να βασίζουν την καριέρα τους στην ιδέα του πόνου, να βγάζουν το ψωμί τους συντηρώντας μια κατάσταση που τους υποχρεώνει να πονάνε. Αυτό είναι κάτι που δεν θα μπορούσα ποτέ να δω θετικά. Αντίθετα, η δυσκολία είναι ωφέλιμη όταν γίνεται γέφυρα προς τη γνώση και την ευτυχία. Σκοπός για μένα είναι να βγάλεις κάτι μέσα από τη δυσκολία. Αν είναι να κάθεσαι και να κλαις τη μοίρα σου σε κάθε αναποδιά που σου συμβαίνει, δεν θα μάθεις ποτέ τίποτε».
Πιστεύετε ότι τα παιδιά που έχουν ζήσει τον πόλεμο διαφέρουν από εκείνα που δεν είχαν αυτή την εμπειρία;
«Φυσικά, αν και από την άλλη πιστεύω ότι μπορούν να επιλέξουν και να ξεχάσουν ­ πράγμα που θεωρώ εξίσου υγιές. Οι άνθρωποι γεννιόμαστε με μια γόμα στη διάθεσή μας. Ανά πάσα στιγμή με τη γόμα αυτή σβήνουμε ό,τι θέλουμε από τη μνήμη μας. Επιστρέφοντας στην ερώτησή σας θα ήθελα να διευκρινίσω κάτι: υπάρχουν πόλεμοι και πόλεμοι. Δεν θα μου άρεσε να κάνω συγκρίσεις. Ας πούμε, ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος που ζήσατε εσείς στην Ελλάδα είναι ένας από τους πιο τρομερούς πολέμους, αντίθετα από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο που ζήσαμε εδώ, στη Βρετανία, ο οποίος είχε να κάνει περισσότερο με τη στέρηση και με την προσπάθεια του κόσμου να τα βγάλει πέρα. Δεν πιστεύω ότι τα παιδιά πρέπει απαραίτητα να ζουν τέτοιου είδους εμπειρίες. Υπήρξαν παιδιά τα οποία υπέφεραν πολύ κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ακούω βέβαια σήμερα πολλούς να λένε ότι είμαστε πιο ανθεκτικοί και δυνατοί όλοι εμείς που περάσαμε δυσκολίες. Είναι πολύ χαζά όλα αυτά. Εγώ πιστεύω ότι, παρ' όλο που τα νέα παιδιά έχουν μάθει στην άνεση και στην καλοπέραση, αν χρειασθεί να αντιμετωπίσουν το οτιδήποτε, θα τα καταφέρουν μια χαρά. Δεν πιστεύω στην προετοιμασία για να αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες. Κανένας δεν μπορεί να προβλέψει τις δυσκολίες της ζωής. Οταν βρισκόμαστε μπροστά στη δυσκολία, ανακαλύπτουμε δυνάμεις που ούτε καν φανταζόμασταν ότι διαθέτουμε».
Οι εμμονές που έχουμε ως άνθρωποι μας οδηγούν ή μας βγάζουν από τον δρόμο μας;
«Πάντα ένα μέρος του μυαλού μας είναι απασχολημένο με τις εμμονές. Ενα μέρος... Αλίμονο αν οι εμμονές μας κυριαρχήσουν στο μυαλό μας... Οταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, το αποτέλεσμα συνήθως δεν είναι ό,τι καλύτερο. Πρέπει να κρατάς μια απόσταση από τις εμμονές, για να μπορείς να βλέπεις τα πράγματα πιο ξεκάθαρα ­ οτιδήποτε και αν είναι αυτό το οποίο κάνεις. Η εμμονή συνήθως θολώνει τα πράγματα».
Υπάρχουν ιδέες οι οποίες έρχονται και ξανάρχονται στο μυαλό σας απαιτώντας με την επιμονή τους να τις κάνετε κάτι;
«Αυτό ναι, συμβαίνει ­ δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι συμβαίνει στους περισσότερους συγγραφείς. Από την άλλη όμως, όσο μεγαλώνεις, διευρύνονται αυτά τα οποία σε απασχολούν και οι παλιές ιδέες έχουν να συναγωνιστούν πολλές άλλες νέες ιδέες».
Συγγραφέας είναι κάποιος που βλέπει κάτι εκεί όπου άλλοι άνθρωποι δεν βλέπουν τίποτε;
«Ο συγγραφέας είναι αυτός που βλέπει στο σκοτάδι. Αλλωστε ­ το είπαμε και πριν ­ τι είναι ο συγγραφέας; Ενας παρατηρητής είναι. Και η τάση αυτή προς την παρατήρηση πιθανόν να έχει να κάνει με τη δύσκολη παιδική ηλικία. Δεν εννοώ απαραίτητα ότι γίνεται κανείς παρατηρητικός όταν έχει ζήσει δυστυχισμένα παιδικά χρόνια. Πολλές φορές όμως η δυσκολία είναι αρκετή για να σε κάνει να στραφείς προς την παρατήρηση».

Για σας πότε ένας συγγραφέας διεκδικεί τον τίτλο του μεγάλου;
«Οταν διαθέτει ευρύ πνεύμα. Ο Τολστόι, για παράδειγμα ­ το αρχέτυπο του μεγάλου συγγραφέα. Ενας άνθρωπος ο οποίος προσεγγίζει τα πράγματα με ευρύτητα πνεύματος και γενναιοδωρία, ένας άνθρωπος ο οποίος ακόμη και στην κριτική που ασκεί είναι γενναιόδωρος, γιατί γνωρίζει πολλά για την ανθρώπινη φύση. Διαφορετικά δεν θα ήταν καν συγγραφέας, πόσο μάλλον μεγάλος συγγραφέας. Η κύρια διαφορά ανάμεσα σε έναν καλό και έναν κακό συγγραφέα είναι η ευρύτητα της οπτικής γωνίας και η ικανότητα κλιμάκωσης της σκέψης του».
Τι είναι αυτό που κάνει ένα έργο τέχνης να αντέχει στον χρόνο;
«Αυτά τα προσόντα που προανέφερα για τον μεγάλο συγγραφέα... Αυτά τα προσόντα ισχύουν, ιδιαίτερα όταν αναφέρομαι στην τέχνη του μυθιστορήματος· γιατί με τις εικαστικές τέχνες τα κριτήρια είναι διαφορετικά. Ωστόσο υπάρχουν και σπουδαία μυθιστορήματα τα οποία ο χρόνος τα εξαφάνισε, πράγμα που σημαίνει ότι το μεγαλείο ενός έργου δεν είναι το μόνο απαραίτητο στοιχείο για να κάνει ένα μυθιστόρημα να αντέξει στον χρόνο. Είναι λίγο σχετικό το θέμα της διάρκειας και του χρόνου. Μπορεί ένα μυθιστόρημα, το οποίο κατά τη διάρκεια αιώνων βρισκόταν στην αφάνεια, ξαφνικά να έρθει ξανά στο προσκήνιο και να ζήσει μια νέα δόξα. Είναι μυστήριο, αλλά να που συμβαίνει. Οπως συμβαίνει και με συγγραφείς οι οποίοι, ενώ όσο ζουν θεωρούνται σπουδαίοι, μετά τον θάνατό τους εξαφανίζονται. Και υπάρχουν και άλλοι των οποίων τα έργα βλέπεις ότι διαρκούν και δεν ξέρεις να πεις γιατί. Συμβαίνει κάτι μυστήριο με τον χρόνο. Τουλάχιστον μεταξύ των βρετανών συγγραφέων υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα από όλες τις μεριές που μόλις περιέγραψα. Εκεί που δεν έχεις ανακαλύψει τίποτε ιδιαίτερο στη δουλειά κάποιου, έρχεται ο χρόνος και τον καταξιώνει. Φοβάμαι ότι είναι μια ερώτηση στην οποία δεν μπορώ να σας απαντήσω με βεβαιότητα... Ενώ ξεκινώ να υποστηρίξω με βεβαιότητα μια άποψη γύρω από αυτό, έρχεται ένα άλλο παράδειγμα μέσα από την ιστορία της λογοτεχνίας και μου ανατρέπει αυτή τη βεβαιότητα».
Υπάρχουν συγγραφείς των οποίων τη δουλειά έχετε «ζηλέψει»;
«Υπάρχουν προσόντα συγγραφικά τα οποία θα ήθελα να έχω και νιώθω ότι μου λείπουν. Για παράδειγμα, θα ήθελα πάρα πολύ να μπορώ να γράψω σαν τον Γκόγκολ ­ τον θαυμάσιο αυτόν συγγραφέα κωμικών ιστοριών. Από συγγραφείς οι οποίοι βρίσκονται εν ζωή δεν μου έρχεται στο μυαλό κάποιος που θα μπορούσα να πω ότι τον έχω "ζηλέψει". Γενικά νιώθω άβολα με ερωτήσεις που με υποχρεώνουν να επιλέξω, να μιλήσω για ένα συγκεκριμένο βιβλίο ή για ένα συγκεκριμένο συγγραφέα. Είναι κάτι που δεν μπορώ να το κάνω εύκολα. Αλλάζουν τόσο πολύ οι διαθέσεις μου για τα πράγματα και τις ιδέες... Υπάρχουν πρωινά που σηκώνομαι και μισώ κάτι που την προηγούμενη νύχτα υποστήριζα σαν κάτι το μοναδικό... Οι επιλογές έχουν πάντα να κάνουν με τη συγκεκριμένη στιγμή, ποτέ με τη διάρκεια».
Θυμάστε τα πράγματα που σας άρεσε να διαβάζετε στην εφηβεία σας;
«Είχα διαβάσει όλους τους κλασικούς και μου άρεσαν ιδιαίτερα οι μεγάλοι ρώσοι και γάλλοι συγγραφείς. Αργότερα, ως νέα κοπέλα πια, διάβαζα πολύ Προυστ και Σταντάλ. Και φυσικά βρετανούς συγγραφείς και κάποιους Γερμανούς. Τα διαβάσματά μου τότε ήταν κάπως γενικά. Ποτέ δεν θυμάμαι τον εαυτό μου να διαβάζω αυτό το είδος και όχι ένα άλλο... Ημουν πάντα έρμαιο του τυχαίου, της έκπληξης που κρύβεται εκεί όπου δεν την περιμένουμε και μας κλέβει την προσοχή».
Πιστεύετε ότι ο ήρωας ενός βιβλίου έχει μια δική του ζωή ανεξάρτητη από τη βούληση του συγγραφέα;
«Το έχω ακούσει αυτό που λέτε, αλλά προσωπικά δεν μου έχει συμβεί. Μου έχει συμβεί να με επισκέπτονται ξαφνικά ήρωες, την παρουσία των οποίων δεν είχα προβλέψει ή δεν είχα σχεδιάσει, και να μπαίνουν με το έτσι θέλω στην ιστορία».
Προτού αρχίσετε να γράφετε έχετε ήδη προαποφασίσει όλες τις λεπτομέρειες;
«Οχι, δεν έχω αποφασίσει τις λεπτομέρειες. Ξεκινώντας να γράψω ένα βιβλίο ξέρω από πού αρχίζει, πού θα τελειώσει και ξέρω και πώς περίπου θα εξελιχθεί. Από εκεί και πέρα, με το που ξεκινώ να γράφω, αρχίζω να ανακαλύπτω πράγματα, να επινοώ πράγματα, να μου έρχονται στο μυαλό καινούργιες ιδέες... Πάντα όμως υπάρχει ένα γενικό πλάνο το οποίο δεν εγκαταλείπω. Αλίμονο αν παρασυρθεί ο συγγραφέας από ό,τι καινούργιο του παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια της γραφής ενός μυθιστορήματος. Ενα μυθιστόρημα πρέπει να αντιμετωπίζεται όπως η ζωή. Αλίμονο αν στη ζωή κάθε πρόκληση που παρουσιάζεται στον δρόμο μας μάς παρασέρνει και σε άλλο δρόμο. Τότε ποτέ δεν θα φτάναμε πουθενά. Ο στόχος, ο προορισμός, είναι το παν ­ και στη ζωή και στο γράψιμο ενός μυθιστορήματος. Καλύτερα ένας συγγραφέας να γράψει ένα κακό μυθιστόρημα παρά να αλλάξει προορισμό κατά τη διάρκεια της γραφής του μυθιστορήματός του».
Σε μια ιστορία μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει η αρχή ή το τέλος;
«Η αρχή είναι πάντα κάτι το συναρπαστικό, είναι θαυμάσιο πράγμα να ξεκινάς να γράψεις ένα βιβλίο. Γενικότερα το να ξεκινάς είναι συναρπαστικό... Οπως σας είπα και πριν, ποτέ δεν ξέρεις τι θα ανακαλύψεις στην πορεία. Σου έρχονται ιδέες για πράγματα που ούτε καν φανταζόσουν ότι τα ήξερες. Στο τέλος, έχοντας κάνει όλη αυτή τη διαδρομή, έχεις μάθει πάρα πολλά και αυτός για μένα είναι και ο λόγος που συνεχίζω να γράφω και να ζω. Αυτό είναι που απολαμβάνω περισσότερο στη ζωή μου».
Πείτε μου κάτι που ανακαλύψατε γράφοντας και το οποίο, αν δεν είχατε μπει στην περιπέτεια της γραφής, δεν θα είχατε ανακαλύψει;
«Γράφοντας, ας πούμε, παλαιότερες βιογραφίες μου ανακάλυψα πράγματα για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η μνήμη και για τη φύση των αναμνήσεων. Εκανα σκέψεις που ποτέ πριν δεν μου είχαν περάσει από το μυαλό. Το να γράφεις βιογραφία είναι τελείως διαφορετικό από το να γράφεις ένα μυθιστόρημα. Στο μυθιστόρημα δεν χρειάζεται αυτά που γράφεις να είναι αλήθεια· αφηγείσαι απλώς μια ιστορία. Στην αυτοβιογραφία πρέπει να προσπαθήσεις να είσαι όχι μόνο αληθινός αλλά και ειλικρινής, και όλοι ξέρουμε ότι αυτό είναι κάτι πολύ δύσκολο. Εμαθα λοιπόν πολλά για τον εαυτό μου και για τις σχέσεις με τους γύρω γράφοντας αυτά τα δύο αυτοβιογραφικά βιβλία ­ πράγμα που δεν το περίμενα όταν ξεκινούσα να γράφω».
Ποιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα που μάθατε;
«Σας είπα, το πιο ενδιαφέρον που ανακάλυψα είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η μνήμη. Αν αφηγηθείς σε κάποιους ανθρώπους ένα γεγονός ­ οτιδήποτε από αυτά που μπορεί να συμβούν στη δημόσια ζωή, για παράδειγμα ­ και μετά συζητήσεις μαζί τους, θα δεις ότι ο καθένας από αυτούς θυμάται και κάτι διαφορετικό από το ίδιο γεγονός. Αν τα μαζέψεις μετά όλα αυτά και τα βάλεις μαζί, θα έχεις μια σαφή εκδοχή αυτού που συνέβη. Ετσι είναι η μνήμη, μεροληπτεί. Γράφοντας κανείς μια αυτοβιογραφία ανακαλύπτει ξεκάθαρα τη μεροληψία της μνήμης του».
Τι είναι αυτό που κάνει τη μνήμη να λειτουργεί μεροληπτικά ή, αν θέλετε,επιλεκτικά;
«Κοιτάξτε... Το σίγουρο είναι ότι μερικές φορές ξεχνάμε επειδή θέλουμε να ξεχάσουμε. Εμένα όμως άλλο με απασχολεί. Συχνά θυμάσαι, ας πούμε, ένα Σαββατοκύριακο που έζησες πριν από 40 χρόνια και θυμάσαι ακόμη και την παραμικρή λεπτομέρεια, παρ' όλο που δεν ήταν κάτι σημαντικό. Και ξεχνάς ή με το ζόρι θυμάσαι πράγματα που συνέβησαν πριν από τρεις μήνες. Και αναρωτιέσαι πώς γίνεται να συμβαίνει αυτό. Η απάντηση είναι ότι την εποχή όπου συνέβη αυτό που θυμάσαι ήσουν γενικότερα σε εγρήγορση, παρατηρούσες τα πράγματα που συνέβαιναν γύρω σου και είχες γι' αυτά ένα ζωηρό ενδιαφέρον. Ησουν μέσα σου ζωντανός, γι' αυτό και οι εγγραφές των πραγμάτων στη μνήμη μένουν ανεξίτηλες. Δεν ξέρω τι άλλο να πω, πώς αλλιώς να το εξηγήσω. Βέβαια παραμένει αναπάντητο το ερώτημα, γιατί κάποιες φορές βρισκόμαστε σε εγρήγορση και κάποιες άλλες όχι. Αλλά αυτό είναι ακόμη πιο δύσκολο να απαντηθεί».
Δεν είναι δηλαδή κάτι που έχει σχέση με την ηλικία, με τη νιότη;
«Οχι, καθόλου. Είναι άλλη η διαδικασία καταγραφής ενός γεγονότος στη μνήμη. Εγώ ­ λέγοντας αυτά που λέω ­ δεν αναφέρομαι στην αποκρυστάλλωση των αναμνήσεων με το πέρασμα του χρόνου. Μιλάω για το πώς γίνεται να εστιάζει η μνήμη σε κάποια γεγονότα και να τα συγκρατεί και άλλα να τα προσπερνάει. Αυτό είναι που με απασχολεί».
Για σας υπάρχουν κάποια πράγματα που καλώς η μνήμη σας έχει αποβάλει;
«Εχω πεισθεί πλέον ότι ο λόγος για τον οποίο όλοι οι άνθρωποι δεν θυμόμαστε τα πράγματα που μας συνέβησαν τα πρώτα χρόνια της ζωής μας είναι επειδή για όλους μας τα παιδικά χρόνια είναι φρικτά. Γι' αυτό και κανένας δεν έχει μνήμη πριν από τα τρία του χρόνια. Δείτε τι τραβάει οποιοδήποτε πλάσμα σε εκείνη την ηλικία, που βιολογικά άγεται και φέρεται από τον τρόπο με τον οποίο θα το αντιμετωπίσουν οι γονείς του. Σε ό,τι και αν του συμβαίνει δεν έχει καμία απολύτως δύναμη να αντιδράσει. Γι' αυτό δεν θυμόμαστε τα πρώτα χρόνια μετά τη γέννησή μας ­ δεν έχω πλέον καμία αμφιβολία γι' αυτό... Είναι πολύ φρικτά αυτά τα χρόνια για όλους μας».
Εσείς που έχετε ασχοληθεί γράφοντας αληθινές ιστορίες αλλά και ιστορίες που γεννάει η φαντασία ­ επινοημένες ­ έχετε καταλήξει ποιες έχουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον; Οι επινοημένες ή οι αληθινές;
«Αλλη μια καθαρά θεωρητική ερώτηση. Πού είναι η διαφορά; Αυτά για τα οποία επιλέγεις να μιλήσεις είναι πράγματα που συμβαίνουν γύρω σου. Εχουν από μόνα τους ένα ενδιαφέρον, αλλά αν θέλεις το ενδιαφέρον αυτό να το υποδείξεις και σε άλλους ανθρώπους πρέπει να έχεις μια στοιχειώδη ικανότητα καλού αφηγητή. Και ο καλός αφηγητής είναι αυτός που έχει την ικανότητα να μπολιάζει την πραγματικότητα με το φάρμακο της φαντασίας του. Με τη φαντασία μπορούμε να αφηγηθούμε την πραγματικότητα χωρίς ο ακροατής ή ο αναγνώστης να πλήξει. Ολες οι ιστορίες έχουν τις ρίζες τους στην πραγματικότητα, έχουν τέλος πάντων μια σχέση με αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα ­ δεν βασίζονται μόνο στην επινόηση. Δεν υπάρχει καμία ιστορία που να έρχεται από το πουθενά. Η φαντασία μας άλλωστε δίνει ενδιαφέρον στην πραγματικότητα. Το ενδιαφέρον της πραγματικότητας βρίσκεται στο να τη ζούμε και όχι στο να την αφηγούμαστε...».
Μερικοί πιστεύουν ότι δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη φαντασία και στην πραγματικότητα. Εσείς τι λέτε;
«Φυσικά και υπάρχει. Κοιτάζω αυτή τη στιγμή έξω από το παράθυρο του σπιτιού μου και πάνω σε μια καμινάδα βλέπω να κάθονται δύο περιστέρια. Αυτό είναι μια πραγματικότητα. Αν γυρίσω το κεφάλι μου και φαντασθώ αυτά τα δύο περιστέρια, τότε παύει να είναι πραγματικότητα. Επειδή τα σκέφτομαι, δημιουργώ μέσα στο μυαλό μου την εικόνα τους. Η πραγματικότητα που γίνεται σκέψη δημιουργεί τη φαντασία».
Πού δηλαδή τελειώνει η πραγματικότητα και πού αρχίζει η φαντασία;
«Για μένα είναι ένα και το αυτό. Παίρνεις ένα γεγονός, ένα χαρακτήρα, μια ανάμνηση και την κάνεις ιστορία. Το πού τελειώνει η πραγματικότητα και πού ξεκινά η φαντασία θεωρώ ότι είναι ένα κατασκευασμένο ερώτημα».
Υπάρχουν γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή σας, με την έννοια ότι αν δεν είχαν συμβεί πιθανόν η ζωή σας να ήταν εντελώς διαφορετική;
«Σίγουρα υπάρχουν· για παράδειγμα, αν δεν είχε συμβεί ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, σίγουρα η ζωή μου θα ήταν διαφορετική. Αλλά είναι μια σκέψη καθαρά υποθετική ­ έτσι δεν είναι; Για πολλά πράγματα θα μπορούσα να πω ότι αν δεν είχαν συμβεί η ζωή μου δεν θα ήταν η ίδια».
Ποιο είναι πιο σημαντικό στη ζωή: οι επιρροές ή οι επιλογές μας;
«Συγγνώμη που σας διακόπτω, αλλά πώς μπορεί να ξεχωρίσει κανείς αυτά τα δύο; Με ποια λογική μπορεί το ένα να είναι σημαντικότερο από το άλλο στη ζωή; Νομίζω άλλωστε ότι ελάχιστα πράγματα αποτελούν επιλογές μας σε αυτή τη ζωή. Τις περισσότερες αποφάσεις που παίρνουμε τις καθορίζει είτε η κοινωνία είτε ο τρόπος που μεγαλώνουμε. Στην ουσία δεν είμαστε ελεύθεροι. Είμαστε πάντα διαθέσιμοι να αγωνιστούμε για να αποκτήσουμε την ελευθερία μας, αλλά σχεδόν ποτέ δεν φτάνουμε στην ελευθερία. Ισως επειδή η ανάγκη μας να ζήσουμε ως μέλη μιας κοινωνίας είναι μεγαλύτερη από την ανάγκη μας να ζήσουμε ελεύθεροι. Σπάνια έχουμε τα περιθώρια να κάνουμε επιλογές ως μέλη μιας κοινωνίας. Η κοινωνία τις περισσότερες φορές επιλέγει για εμάς».

Πώς μπορεί να συνεχίσει να αγωνίζεται κανείς για την ελευθερία αν δεχτούμε αυτό που λέτε; Αν κατάλαβα καλά, για εσάς σε μια κοινωνία ελευθερία δεν μπορεί να σημαίνει ελευθερία των επιλογών;
«Καταλαβαίνω πού θέλετε να το πάτε... Νομίζω όμως ότι όσο μεγαλώνεις και βλέπεις σε πόσες περιπτώσεις οι επιλογές σου δεν βασίστηκαν στην ελευθερία της βούλησής σου αλλά στις επιρροές που είχες δεχτεί ως άτομο, απελευθερώνεσαι ολοένα και περισσότερο. Γιατί την επόμενη φορά θα αρνηθείς να ακολουθήσεις τον ίδιο δρόμο. Συνειδητοποιείς ποια είναι τα μοντέλα που προσπάθησαν να σου επιβάλουν και ξέρεις πλέον πώς να ξεφύγεις. Παρ' όλα αυτά επιμένω: κανένας δεν είναι ελεύθερος στην κοινωνία που ζει. Αυτό είναι ένα γεγονός... Δυστυχώς όλοι κουβαλάμε τις επιρροές του παρελθόντος μας, της ανατροφής μας, όλων αυτών που μας έχουν συμβεί. Και αν κάποια στιγμή καταφέρουμε να αισθανθούμε ελεύθεροι, είναι δύσκολο να συντηρήσουμε μέσα μας αυτό το συναίσθημα. Αρκεί να παρατηρήσει κανείς αυτά που συμβαίνουν γύρω του για να δει πόσο εύκολα μπορεί να καταπατηθεί η ελευθερία ενός ανθρώπου. Δεν σας κρύβω ότι συχνά σκέφτομαι πως στην πραγματικότητα ίσως να μην αρέσει και πολύ στους ανθρώπους να νιώθουν ελεύθεροι. Η ανελευθερία συχνά μας βολεύει και γι' αυτό και αναζητούμε συνεχώς φιγούρες που να μπορούν να μας επιβληθούν και να μας πούνε τι πρέπει να κάνουμε. Αν δεν είναι έτσι, πώς εξηγείτε την αδυναμία μας να επιλέξουμε τους κατάλληλους ανθρώπους για να μας κυβερνήσουν ως ελεύθερα όντα; Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι επιλέγουμε πάντα τους λάθος πολιτικούς, τους λάθος καθοδηγητές;».
Πώς το εξηγείτε εσείς αυτό;
«Δεν μπορώ να το εξηγήσω παρά μόνο έτσι όπως σας είπα πριν... Ο άνθρωπος δεν θέλει την ελευθερία του. Δεν τη θέλει γιατί τον βολεύει περισσότερο κάποιος άλλος να παίρνει την ευθύνη της επιλογής; Δεν τη θέλει γιατί δεν την αντέχει ή δεν έχει τι να την κάνει; Δεν ξέρω τι να σας πω. Απλώς βλέπω αυτό να επαληθεύεται από την ίδια την ιστορία. Σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας πάντα κάποιος λέει στους ανθρώπους τι πρέπει να κάνουν ­ ένας ηγέτης ή η Εκκλησία. Ετσι είναι φτιαγμένος ο άνθρωπος. Ψάχνει να βρει αυτούς που θα του υποδείξουν τι πρέπει να κάνει. Η ιδέα να είμαστε ελεύθεροι για να μπορούμε να κάνουμε τις επιλογές μας μάς φαίνεται σχεδόν ανυπόφορη».
Πιστεύετε ότι μπορεί αυτό κάποτε να αλλάξει;
«Ας ελπίσουμε ότι θα αλλάξει, γιατί διαφορετικά ο άνθρωπος δεν θα πάψει ποτέ να πέφτει θύμα κάποιου δικτάτορα ή κάποιων μαζικών κινημάτων».
Πιστεύετε στον Θεό;
«Πιστεύω ότι το μυαλό του ανθρώπου, έτσι όπως είναι φτιαγμένο, μπορεί να αντιληφθεί πολύ συγκεκριμένα πράγματα, τα οποία ίσα ίσα μας βοηθούν να επιβιώνουμε σε επίπεδο καθημερινότητας και ίσως και λίγο παραπάνω. Ως εκεί όμως. Εμείς πάλι νομίζουμε ότι με το φτωχό μας το μυαλό μπορούμε να κρίνουμε και να κάνουμε τα πάντα. Δεν μπορούμε όμως ­ και αυτό είναι δεδομένο και αποδεδειγμένο. Δεν μπορούμε λοιπόν να εξευτελίζουμε λέξεις όπως ο Θεός, για παράδειγμα, νομίζοντας ότι σε όλα μπορούμε να δώσουμε μια ερμηνεία. Σήμερα σε όλες σχεδόν τις γλώσσες του κόσμου η λέξη αυτή έχει εξευτελιστεί σε τέτοιο βαθμό ώστε δεν μπορείς πια καλά καλά να τη χρησιμοποιήσεις. Τι σημαίνει αν σας πω ότι πιστεύω στον Θεό; Τίποτε δεν σημαίνει. Με αυτή τη λογική θα μπορούσα να σας πω ότι πιστεύω και στον Διάβολο. Λοιπόν, τι έγινε; Μόνο σαν λογοπαίγνια μπορώ να τα δω όλα αυτά. Λογοπαίγνιο καταντήσαμε την ελπίδα μας την ίδια... τι άλλο να πω;».
Εσείς ποιο ορισμό θα δίνατε στην έννοια του Θεού;
«Σας είπα, το μυαλό μας είναι μικρό και περιορισμένο, δεν διαθέτει τον κατάλληλο "εξοπλισμό" για να διατυπώνει κρίσεις για το Σύμπαν. Προσωπικά με ενδιαφέρει πολύ να μαθαίνω συνεχώς καινούργια πράγματα γύρω από αυτό το θέμα, αλλά δεν νομίζω ότι βοηθάει σε τίποτε να βγαίνω και να μιλάω για τον Θεό σαν να πρόκειται για ό,τι πιο απλό».
Είστε από αυτούς που ανάγουν αυτά τα θέματα στη σφαίρα της πίστηςαποφεύγοντας να τα ερμηνεύσουν μέσα από λογικές διαδικασίες;
«Η πίστη ­ ιδιαίτερα στη χριστιανική παράδοση ­ δεν είναι τίποτε άλλο από μια επίμονη διαδικασία αυθυποβολής στο να πιστέψουμε πράγματα τα οποία φαντάζουν απίθανα ή που κανονικά το μυαλό μας έχει την τάση να αποβάλλει. Προσωπικά είναι κάτι που δεν με ενδιαφέρει. Πιστεύω πως ό,τι μαθαίνουμε το μαθαίνουμε μέσα από την παρατήρηση. Μου είναι δύσκολο πάντως να συζητήσω ένα τέτοιο θέμα και ειδικά στο πλαίσιο μιας συνέντευξης που εκ των πραγμάτων δεν σου αφήνει και πολλά περιθώρια να εμβαθύνεις. Γενικά θεωρώ ότι οι άνθρωποι προσεγγίζουν με μεγάλη απροσεξία τέτοιου είδους θέματα. Στη χώρα μου υπάρχουν πολλά δημόσια πρόσωπα τα οποία είναι γνωστά για τον ορθολογισμό τους και την κριτική στάση τους απέναντι σε προσεγγίσεις του Θεού ως μιας ευγενικής φιγούρας ενός ηλικιωμένου με λευκή γενειάδα. Ο Θεός σίγουρα δεν μπορεί παρά να είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Σας μιλάω όμως για ανθρώπους "διανοούμενους", για ανθρώπους οι οποίοι υποτίθεται ότι σκέφτονται, βασίζονται όμως σε χιλιοειπωμένες έννοιες για να δώσουν ορισμούς οι οποίοι καταλήγουν στην αμφισβήτηση. Με το να βγαίνουν και να λένε "εμείς δεν πιστεύουμε στον Θεό" παίζουν ένα διανοουμενίστικο παιχνίδι, το οποίο στην ουσία είναι ένα παιχνίδι εγωισμού που ενισχύει την υπερηφάνειά τους και τους κάνει να νιώθουν ανώτεροι σε σχέση με τους απλούς ανθρώπους που πιστεύουν στον Θεό. Σε όλους αυτούς λοιπόν πρέπει να απευθύνει κανείς το ερώτημα: "Τι είναι Θεός; Τι είναι αυτό στο οποίο εσείς λέτε ότι δεν πιστεύετε;". Δεν είναι απλά πράγματα αυτά, κύριε Λάλα, ούτε συζητιούνται τόσο εύκολα».
Σας φοβίζει ο θάνατος;
«Οχι, καθόλου. Δεν με απασχολεί καν. Αλλά πιστεύω ότι αυτό είναι και λίγο θέμα χαρακτήρα. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι κυριολεκτικά τρέμουν στην ιδέα του θανάτου και άλλοι που πιστεύουν στη μετά θάνατον ζωή. Θέλω να πω ότι, επειδή μιλάμε για φόβο, είναι θέμα χαρακτήρα· άλλοι άνθρωποι φοβούνται, άλλοι όχι. Θα μου πείτε "γιατί;". Είναι δύσκολο όμως το ερώτημα και θα σας απαντήσω και πάλι "δεν ξέρω". Καταλαβαίνω ότι ακούγεται πολύ περίεργο να λες δεν ξέρω μετά από 80 χρόνια ζωής... Εμένα όμως όσο περνάει ο χρόνος τόσο περισσότερο με κατοικεί η άγνοια».
Υπάρχουν ήρωες από τα βιβλία σας τους οποίους αισθάνεστε μέλη της οικογένειάς σας;
«Το σίγουρο είναι ότι για μένα είναι σαν να ζουν στην πραγματικότητα, μπορώ και τους αναγνωρίζω, είναι σαν να ζούνε όλοι στο ίδιο δωμάτιο μαζί μου. Ετσι πρέπει να είναι οι ήρωες για τον συγγραφέα τους· διαφορετικά ό,τι βιβλίο και να γράψουμε δεν θα έχει ζωή. Αν γράφεις καλά, ξέρεις ακριβώς τι συμβαίνει στον ήρωα, όχι μόνο στο γεγονός που συμμετέχει στο βιβλίο σου αλλά σε όλη τη ζωή του. Οι αληθινοί ήρωες δεν ζουν μόνο όσο το βιβλίο... Εχουν ένα παρελθόν και ένα μέλλον. Εχουν ζήσει και προτού γίνουν μυθιστορηματικοί ήρωες και συνεχίζουν να ζουν και μετά το τέλος του βιβλίου. Ο καλός συγγραφέας μπορεί να βλέπει όλη τη ζωή τού κάθε ήρωά του σαν να παρακολουθεί μια ταινία. Αυτό είναι που κάνει τον χαρακτήρα ενός βιβλίου αληθινό. Και έτσι τελειώνοντας το βιβλίο ξέρεις πλέον τα πάντα γι' αυτόν, όπως και για όλους τους χαρακτήρες του βιβλίου».
Πώς σας φαίνεται η ιδέα να δείτε ένα βιβλίο σας να μεταφέρεται στην οθόνη;
«Ορισμένα έχουν μεταφερθεί, αλλά δεν πήγαν και πολύ καλά. Δεν ήταν δηλαδή καλές οι ταινίες. Αλλο πράγμα το ένα, άλλο το άλλο».
Πιστεύετε ότι ζούμε στην εποχή του τέλους των ιδεολογιών;
«Μακάρι να το πίστευα. Εδώ οι ιδεολογίες όχι μόνο δεν πεθαίνουν αλλά αναβιώνουν ­ ειδικά οι θρησκευτικές. Μου προκαλεί κατάπληξη. Είτε το πιστεύετε είτε όχι, όταν ήμουν νέα, όλοι οι νέοι της εποχής μου πιστεύαμε ότι είχε έρθει το τέλος των θρησκειών και της τρομοκρατίας. Πώς λοιπόν να πιστέψεις αυτό που γίνεται σήμερα; Ζούμε στην εποχή της αναβίωσης των θρησκειών και της τρομοκρατίας. Και πιστεύω ότι, επειδή στους ανθρώπους αρέσει να βλέπουν τα πάντα σαν άσπρο - μαύρο, θα είναι πολλοί αυτοί που θα στρατευθούν σε αυτά τα καινούργια κινήματα».
Οι πολιτικές ιδεολογίες πεθαίνουν; Κάνω αυτή την ερώτηση σε μια πρώην κομμουνίστρια. (γέλια)
«Εκεί διαφέρουν κάπως τα πράγματα, αλλά πιστεύω ότι σύντομα θα αναβιώσουν και αυτές. Αυτή τη στιγμή είναι σαν να ζούμε ένα ρέκβιεμ. Ο Γκορμπατσόφ είχε πει ότι "ο κομμουνισμός πέθανε, ο καπιταλισμός πέθανε, πρέπει τώρα να σκεφτούμε κάτι καινούργιο". Προς στιγμή φαίνεται σαν να μην έχουμε σκεφτεί απολύτως τίποτε».
Δεν νιώθετε δηλαδή καθόλου αισιόδοξη;
«Εντάξει, σήμερα είμαστε λίγο πιο έξυπνοι από ό,τι παλιά, έχουμε κάνει κάποια βήματα. Νομίζω όμως ότι το μεγαλύτερο βήμα από όλα είναι να μάθουμε να αντιμετωπίζουμε τον κόσμο ως σύνολο και ίσως έτσι κάποτε να μπορέσουμε να σκεφτούμε και κάτι καλύτερο. Το θέμα είναι ότι κανένας δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον. Κανένας από όλους αυτούς τους έμπειρους ειδικούς που παίζουν τον κόσμο στα δάχτυλα δεν είναι σε θέση να προβλέψει τι μέλλει γενέσθαι μέσα στην επόμενη χιλιετία. Οταν πρωτοβγήκαν οι κομπιούτερ, όλοι είχαν τρομοκρατηθεί επειδή δεν ήξεραν τι τους επεφύλασσε το μέλλον. Γενικά νομίζω ότι η ανθρωπότητα έχει επιδείξει μια αδυναμία στο να προβλέπει και να κάνει σχέδια για το μέλλον».
Ο φεμινισμός στις ημέρες μας μπορεί να παίξει ένα ρόλο;
«Νομίζω ότι ήδη παίζει ρόλο, παρ' όλο που έχει αλλάξει. Αντί να παραμείνει ένα ενωμένο κίνημα με συγκεκριμένες απόψεις, διαλύθηκε σε επιμέρους κινήματα πολύ διαφορετικά το ένα από το άλλο. Αυτό που κατάφερε όμως ήταν να κάνει τις γυναίκες της μεσαίας τάξης να μορφωθούν και να βρεθούν σε πολύ καλύτερη μοίρα από αυτήν όπου βρίσκονταν παλαιότερα μιλάω για τη Δύση. Σε καμία όμως χώρα του κόσμου ο φεμινισμός δεν κατάφερε να αγγίξει τους φτωχότερους πληθυσμούς. Ξέρετε πολύ καλά τι συμβαίνει στην Αφρική και γενικότερα στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, όπου οι γυναίκες υφίστανται ακόμη πολύ άσχημη μεταχείριση. Θαυμάζω ιδιαίτερα τις γυναίκες που ζουν στις ισλαμικές χώρες, τις θεωρώ πάρα πολύ γενναίες. Θυμάμαι πριν από 40 χρόνια μια λαμπρή πολιτικό, μια θαυμάσια γυναίκα, η οποία εκείνα τα χρόνια ­ γεγονός που ήταν σπάνιο ­ μιλούσε εναντίον του ρατσισμού, μιλούσε για τα δικαιώματα των γυναικών, για τον σοσιαλισμό... Θυμάμαι λοιπόν που μας έλεγε: "Μη χάνετε τον χρόνο σας με το να κάθεστε και να παραπονιέστε για τους άντρες. Βγείτε έξω και διεκδικήστε ίσα δικαιώματα εργασίας, ίσες ευκαιρίες, ίση αμοιβή. Οταν θα τα έχετε πετύχει όλα αυτά, θα έχετε δώσει στη ζωή σας μια ποιότητα". Δεν βρίσκω κανένα λόγο να διαφωνήσω μαζί της. Κανονικά αυτό θα έπρεπε να κάνουμε και όχι να παραπονιόμαστε για τα όσα συμβαίνουν γύρω μας. Είναι καιρός να σταματήσουμε κάποτε να δίνουμε στα προβλήματα πρόσκαιρες λύσεις».
Σήμερα θα λέγατε ότι εξακολουθείτε να πιστεύετε στον ρόλο της επανάστασης;
«Για πολλά χρόνια η επανάσταση ήταν κάτι σαν θρησκεία. Με το να μην πίστευε κάποιος σε αυτήν ως ιδέα έδειχνε πόσο ηλίθιος και οπισθοδρομικός ήταν. Παρ' όλα αυτά φαίνεται ότι στην εποχή μας οι περισσότερες επαναστάσεις δεν τα πήγαν και τόσο καλά. Εγώ σήμερα δεν έχω πλέον και πολύ χρόνο για επαναστάσεις».
Πιστεύετε δηλαδή περισσότερο στην εξέλιξη των πραγμάτων και λιγότερο στην επανάσταση;
«Είναι καθαρά θέμα πολιτικής μεθόδου. Σκοπός είναι, προσπαθώντας να κάνεις κάτι καλό, να μη σκοτώνεις ανθρώπους και να μην καταστρέφεις τους πολιτισμούς τους. Είμαι όμως πολύ απαισιόδοξη ως προς αυτό. Βλέπω ότι στην πολιτική τώρα πια μπαίνουν όλο και λιγότερο καλοί άνθρωποι».
Σας ευχαριστώ.
«Κι εγώ. Θα σας δω στην Ελλάδα ελπίζω... Θέλω στα μέρη όπου πηγαίνω για πρώτη φορά να έχω φίλους να με περιμένουν».