27.5.07

Η ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΠΟΥ ΕΚΛΕΙΣΕ ΕΝΑΝ ΔΡΟΜΟ

Διαβάστε το καταπληκτικό ρεπορτάζ της Χρύσας Νάνου στην εφημερίδα «Αγγελιοφόρος» (δημοσίευση: Δευτέρα 14 Μαϊου 2007)

Στους λόγους για τους οποίους μπορεί να κλείσει απρόβλεπτα ένας δρόμος (διαδήλωση, εμφάνιση κάποιου σταρ, διέλευση επισήμων) προσθέστε άλλον έναν: μία λογοτεχνική βραδιά. Oχι, όμως, μια οποιαδήποτε βραδιά του είδους. Το βράδυ του Σαββάτου, σε μια Θεσσαλονίκη σχεδόν έρημη από κόσμο, λόγω ζέστης και... Γιουροβίζιον, η οδός Δεσπεραί έκλεισε από τον κόσμο που δεν κατάφερε να μπει στο «Underground Eντευκτήριο», εκεί όπου η Κική Δημουλά διάβαζε ποιήματά της ενώπιον θερμών «φαν» της κάθε ηλικίας και κυρίως νέων, κάτω από τα 30.



Μία μεγάλη οθόνη plasma και ένα ηχείο στο πεζοδρόμιο της Δεσπεραί ανέλαβαν να «αποζημιώσουν» όσους έμειναν εκτός. Oσο για τους «εντός»; Αλλοι είχαν φροντίσει να «πιάσουν σειρά» μία ολόκληρη ώρα προτού αρχίσει η εκδήλωση, άλλοι στριμώχτηκαν στα σκαλάκια του ζεστού (κυριολεκτικά και μεταφορικά) υπογείου, οι περισσότεροι έμειναν όρθιοι. Δεν έλειψαν κι αυτοί που δυσφόρησαν και διαμαρτυρήθηκαν φωναχτά για την επιλογή του χώρου. «Γιορτάζουμε τα 20 χρόνια του Εντευκτηρίου και θελήσαμε να κάνουμε τη γιορτή αυτή στο σπίτι μας», εξήγησε ο Γιώργος Κορδομενίδης, «ψυχή» του λογοτεχνικού περιοδικού, που διοργάνωσε την εκδήλωση «Η Κική Δημουλά διαβάζει ποιήματά της», σε συνεγασία με το Κέντρο Πολιτισμού της νομαρχίας Θεσσαλονίκης και με την υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού.
Όμως, η Κική Δημουλά ήταν χαρούμενη και συγκινημένη μέσα στο γενικό στρίμωγμα κι επιπλέον δεν ήθελε να κακοκαρδίσει κανέναν. «Λυπάμαι πολύ για τους όρθιους, λυπάμαι που δεν μπορώ να γίνω καρέκλα «θα το ήθελα πολύ», είπε, ενώ στο τέλος της εκδήλωσης υποσχέθηκε: «Θα σας δώσω έναν ευρύτατο καναπέ στη μνήμη μου, να στρογγυλοκαθίσετε».
Αν για την 75χρονη ποιήτρια του «Ερέβους», του «Λίγου του κόσμου», της «Εφηβείας της λήθης», η λέξη «μάταιο» δικαιούται δεσπόζουσα θέση στο ποιητικό της λεξιλόγιο, ο κόσμος που συνωστίσθηκε στο «Εντευκτήριο» ήταν γι' αυτήν «ανατροπείς του μάταιου». Ανάμεσά τους οι λογοτέχνες Μαρία Κέντρου - Αγαθοπούλου, Μάρκος Μέσκος, Πρόδρομος Μάρκογλου, αρκετοί ηθοποιοί και μουσικοί. «Αν κουράστηκα μάταια, γιατί δεν είπα τίποτα περί ποιήσεως, είναι γιατί αυτός που γράφει ποιήματα, αυτός είναι κυρίως που δεν ξέρει κατά τη γνώμη μου τι είναι ποίηση. O,τι λέει είναι επινόηση της πολύ ευρηματικής άγνοιάς του και μ' αυτόν τον τρόπο σταθεροποιεί και περιπλέκει το μύθο του», είπε.

Ομως, η γυναίκα που ομολογεί ότι «περπάτησα πολύ στα αισθήματα, τα δικά μου και των άλλων» δε χρειάζεται να νοιαστεί για το «μύθο» της, όπως έδειξε η βραδιά στο «Εντευκτήριο».


Ο χαιρετισμός
«Γενικώς γράφουμε για να απωθήσουμε το πόσο πτερόεντα όντα είμαστε», είναι η διαπίστωση της Κικής Δημουλά. Κι η ίδια, αποφεύγοντας τα «πτερόεντα λόγια», είχε ήδη έτοιμο ένα γραπτό χαιρετισμό. «Θέλησα να είναι γραπτός ο μικρός αυτός χαιρετισμός που απευθύνω σε όσους με τιμούν απόψε, αγαπημένους σπουδαίους φίλους και άλλους πολύ οικείους στην εκτίμησή μου. Δεν ξέρω γιατί απολογούμαι τώρα που στέλνω ένα χαιρετισμό γραπτό, αλλά θέλω να μείνει κάπου για κάμποσο γραμμένος», εξήγησε.
Δεν έκρυψε τη συγκίνησή της για την τιμή που της έγινε από το «Εντευκτήριο», ένα «ανταλλακτήριο πνευματικών αξιών, που ανθεί χάρη στο καλλιεργητικό και δημιουργικό πείσμα του Γιώργου Κορδομενίδη», όπως είπε.
Ομολόγησε ακόμη ότι ο χαιρετισμός της ήταν «ελαφρά, για να μην πω βαριά, τρομοκρατημένος επειδή ξέρω τι αιματηρή ιστορία έχει γραφτεί από το πόσο συχνά οι αναμενόμενοι απογοητεύουν. Εχω και την υπόνοια ότι όλα έχουν ειπωθεί, όλα έχουν διαβαστεί, έχουν δοκιμαστεί και εγώ τώρα, αψηφώντας αυτήν την υπόνοια, έρχομαι σαν μετεξεταστέα στο μάθημα της επανάληψης να ξαναδιαβάσω. Το παρήγορο είναι ότι η τέχνη και όλα τα περί αυτήν είναι ένα κόσκινο με μεγάλες τρυπούλες απ' όπου περνάνε και τα μάταια, τα τόσο αναγκαία».

Με αφοσίωση
Για παραπάνω από μισή ώρα το κοινό στο «Underground Εντευκτήριο» άκουγε με αφοσίωση την Κική Δημουλά να διαβάζει ποιήματά της. Ανάμεσα σε κάθε ποίημα, η ποιήτρια άναβε τσιγάρο, έκανε χιούμορ για τον βήχα της, «έπαιζε» σαν έφηβη με το κοινό, δεχόταν αδιαμαρτύρητα κάποιες «παραγγελιές» από τους συγκεντρωμένους, όσο κι αν αυτό ξένισε κάποιους. Από τα πειράγματά της δε γλίτωσε ούτε ο νομάρχης Θεσσαλονίκης, Παναγιώτης Ψωμιάδης, που έδωσε το «παρών» στην εκδήλωση. «Πλήττετε;», τον ρώτησε σε κάποιο διάλειμμα ανάμεσα στα ποιήματα.

«Πρωτεύουσα των αισθημάτων μου...»
Στην καρδιά της Κικής Δημουλά η Θεσσαλονίκη καταλαμβάνει τη θέση της «πρωτεύουσας των αισθημάτων μου και όχι συμπρωτεύουσας», όπως είπε. «Oχι μόνο γιατί με μαγεύει αυτή η μυστηριώδης ατμόσφαιρα που έχει και που δεν εξαντλείται -κάθε φορά που έρχομαι, νομίζω ότι εγώ την ανακαλύπτω για πρώτη φορά, ότι εγώ την πρωτοβλέπω. Τη λέω πρωτεύουσα, γιατί εδώ ζούνε πρωτεύοντα πρόσωπα, δοκιμασμένα από μακροχρόνιους δεσμούς και βεβαίως μπορεί να μου τους στερεί η Θεσσαλονίκη, από την άλλη όμως τους προφυλάσσει πάρα πολύ καλά από τα τρακαρίσματα που προκαλεί και υφίσταται η συχνή διασταύρωση στις διαβάσεις με την τριβή».

«Μεγάλη υπόθεση ο έρωτας»
Η Κική Δημουλά άρχισε την ανάγνωση με το ποίημα «Πέρασα», «ένα ποίημα παλιό, που βιάστηκα κάποτε να το γράψω. Τότε, όμως, δεν είχα “περάσει” ακόμη, ήμουν νέος άνθρωπος. Τώρα θα ήμουν δικαιολογημένη να το είχα γράψει», είπε. «Περπατώ και νυχτώνει. /Αποφασίζω και νυχτώνει. /Oχι, δεν είμαι λυπημένη».
Διάβασε ακόμη η Κική Δημουλά για «τις νοικοκυρές/έτσι που αγωνίζονται/κάθε πρωί να διώχνουν απ' το σπίτι τους τη σκόνη, /σκόνη, ύστατη σάρκα του άσαρκου. Κέρασε «Κονιάκ μηδέν αστέρων» στο κοινό: «Χαμένα πάνε τα λόγια των δακρύων. /Oταν μιλάει η αταξία η τάξη να σωπαίνει/- έχει μεγάλη πείρα ο χαμός. /Τώρα πρέπει να σταθούμε στο πλευρό/του ανώφελου. /Σιγά σιγά να ξαναβρεί το λέγειν της η μνήμη/να δίνει ωραίες συνταγές μακροζωίας/σε ό,τι έχει πεθάνει».
Διάβασε κι ένα «παραμύθι για τα νέα παιδιά», όπως είπε, τη «Λιποταξία της Χιονάτης»: «Ετσι/χωρίς ποτέ να μου διαβάσεις παραμύθια/ όπως χωρίς σε μεγαλώσανε και σένα/ σπαρτιάτικα - ενώ καλοπερνούν τα ψέματα/ και ψέμα ότι τρέφονται με μέλανα ζωμό. /Τρέφονται με τις ανάγκες μας/ανώτερες κι από βασιλικό πολτό».
Αντέδρασε με ενθουσιασμό όταν κάποιος από το κοινό της ζήτησε να διαβάσει τον «Πληθυντικό αριθμό». «Α, ο έρωτας, μεγάλη υπόθεση ο έρωτας, ακόμη και για τους μεγάλους, τους πολύ μεγάλους», είπε. «O έρωτας, /όνομα ουσιαστικόν, /πολύ ουσιαστικόν, /ενικού αριθμού, /γένους ούτε θηλυκού, ούτε αρσενικού, /γένους ανυπεράσπιστου. /Πληθυντικός αριθμός/οι ανυπεράσπιστοι έρωτες».

Χρύσα Νάνου


[σημείωση του «Εντευκτηρίου»: οι φωτογραφίες από την εκδήλωση εδώ, στο blog, είναι του Γιάννη Κουιτζόγλου]

24.5.07

Ο ΚΩΣΤΑΣ ΡΕΣΒΑΝΗΣ ΕΓΡΑΨΕ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜ. «ΤΑ ΝΕΑ» ΓΙΑ ΤΟ «ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ»

Τα λογοτεχνικά περιοδικά αντιμετωπίζονται από μεγάλη μερίδα των ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδων ως 'συμπαθητικοί παρείσακτοι', που δεν δικαιούνται ούτε καν ένα μονοστηλάκι 50 λέξεων που να ανακοινώνει την κυκλοφορία ενός νέου τεύχους τους.
Τα Νέα είναι η μόνη ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδα που διαθέτει ειδική στήλη, μια φορά την εβδομάδα, για τα περιοδικά. Συντάκτης της ένας καλός γνώστης του πολιτιστικού τοπίου, ο δημοσιογράφος Κώστας Ρεσβάνης.
Δείτε εδώ τι έγραψε πρόσφατα για το τεύχος 76 του Εντευκτηρίου:

Μερικοί ορισμοί για την αγάπη

Κλείνοντας είκοσι χρόνια γόνιμης παρουσίας το Εντευκτήριο του Γιώργου Κορδομενίδη, μπορεί ―με τη σημερινή του μορφή― να χαρακτηριστεί ένα από τα πληρέστερα λογοτεχνικά περιοδικά της χώρας. Και αυτό το τεύχος χαρακτηρίζεται από την πλουσιότατη λογοτεχνική ύλη, τις βιβλιοπαρουσιάσεις και βιβλιοκριτικές αλλά και τη γνωριμία μας με άξιους Θεσσαλονικείς λογοτέχνες όπως ο Τόλης Καζαντζής (1938-1991), στον οποίο αφιερώνονται αρκετές σελίδες.
Ο Χριστόφορος Μηλιώνης θα χαρακτηρίσει τον Καζαντζή ως τον «πιο γνήσιο και αποκλειστικό συγγραφέα της πόλης της Θεσσαλονίκης», ο Βασίλης Καραβίτης τον θεωρεί «ασυμβίβαστο εραστή και εργάτη της τέχνης, που δεν ανεχόταν την πλαστή ποιητική πλείστων ομοτέχνων του». Τέλος, για το αφήγημα του Καζαντζή «Μια μέρα με τον Σκαρίμπα», ο Τάσος Χατζητάτσης θα σημειώσει ότι «η ατομική αντίσταση του Καζαντζή σ' έναν βάναυσο κόσμο μας προσφέρει το πλέον ευτυχισμένο κείμενό του».
Να σταθώ για λίγο και σ' ένα άλλο θέμα, που έδωσε τον τίτλο του σημειώματος. Η Αμερικανίδα συγγραφέας Χάρπερ Λη (γενν. 1926) είναι γνωστή από το μυθιστόρημά της «Σκοτώνοντας τα κοτσύφια» (βραβείο Πούλιτζερ 1960). Το τεύχος φιλοξενεί ένα ολιγοσέλιδο κείμενο της συγγραφέως, που με αφορμή ένα ασήμαντο ιστορικό περιστατικό δίνει με απλότητα ορισμούς για την αγάπη (μετάφραση: Γιάννης Θεοδοσίου). Σταχυολογώ: «Τι είναι αγάπη; Πολλά πράγματα μαζί ― βρίσκεται στη συμπόνοια, στο έλεος, στο ειδύλλιο, στη στοργή...» «Ένα πράγμα χαρακτηρίζει την αγάπη και την ξεχωρίζει από άλλα συναισθήματα: η αυταπάρνηση.» «Απαλλαγείτε από το εγώ και η αγάπη ανεβαίνει στην επιφάνεια της ανθρώπινης ύπαρξης.» «Χωρίς αγάπη η ζωή είναι ανούσια και επικίνδυνη [...]. Ο άνθρωπος διαθέτει τώρα τη δύναμη να αφανίσει το είδος του και τον πλανήτη. Και νά 'στε σίγουροι ότι θα το κάνει ― όταν πάψει ν' αγαπά.»


[εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 2 Μαϊου 2007]

8.5.07

Η Κική Δημουλά διαβάζει ποιήματά της για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη

Η μεγάλη κυρία της νεοελληνικής ποίησης στο «Underground Εντευκτήριο»



Η διακεκριμένη ποιήτρια Κική Δημουλά θα διαβάσει ποιήματά της, για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη, στην εκδήλωση που οργανώνει προς τιμήν της το περιοδικό «Εντευκτήριο», γιορτάζοντας τα 20χρονα από την έκδοσή του (1987), το Σάββατο 12 Μαϊου 2007, ώρα 8 μ.μ., στο «Underground Εντευκτήριο», Δεσπεραί 9.
Η εκδήλωση οργανώνεται σε συνεργασία με το Κέντρο Πολιτισμού της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης, με την υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού.

Χορηγός τεχνικής στήριξης SEVEN FILM GALLERY

Χορηγός-ευεργέτης 2007 του «Εντευκτηρίου»
ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ


Η Κική Δημουλά γεννήθηκε το 1931 στην Αθήνα. Εργάστηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος επί είκοσι πέντε χρόνια, από το 1949 - 1974. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1952. Παντρεμένη από το 1954 με τον ποιητή Άθω Δημουλά (1921-1985) και μητέρα δύο παιδιών, εξέδωσε έκτοτε τα βιβλία: «Έρεβος» (1956), «Ερήμην» (1958), «Επί τα ίχνη» (1963), «Το λίγο του κόσμου» (1971), «Το τελευταίο σώμα μου» (1981), «Χαίρε ποτέ» (1988), «Η εφηβεία της λήθης» (1994), «Ενός λεπτού μαζί» (1998), «Ποιήματα» (συγκεντρωτική έκδοση, 1998), «Ήχος απομακρύνσεων» (2001), «Ο φιλοπαίγμων μύθος» (2003), «Εκτός σχεδίου» (2004), «Χλόη θερμοκηπίου» (2005). Το 2003 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Στο πλαίσιο του εορτασμού της 20ετίας του «Εντευκτηρίου» θα ακολουθήσουν εκδηλώσεις με τον Τίτο Πατρίκο, τη Μαρία Λαϊνά, τον Γιώργο Μαρκόπουλο, τον Μίμη Σουλιώτη, τον Άρη Μαραγκόπουλο κ.ά., καθώς και για τους Νίκο Εγγονόπουλο, Διονύσιο Σολωμό, ενώ ετοιμάζεται πανηγυρικό το τεύχος του φθινοπώρου με κεντρικό θέμα «επέτειοι».

Στο πλαίσιο του εορτασμού της 20ετίας θα ακολουθήσουν εκδηλώσεις με τον Τίτο Πατρίκο, τη Μαρία Λαϊνά, τον Γιώργο Μαρκόπουλο αλλά και για τους Νίκο Εγγονόπουλο, Διονύσιο Σολωμό κ.ά., ενώ ετοιμάζεται πανηγυρικό το τεύχος του φθινοπώρου με κεντρικό θέμα «επέτειοι».

3.5.07

ΝΕΟΤΗΤΑ - ΠΟΘΟΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ

Ένα δίπτυχο πρόγραμμα, με τίτλο «Νεότητα: Πόθος και θάνατος», παρουσιάζουν, το περιοδικό «Εντευκτήριο» και το Θέατρο Τέχνης «Ακτίς Aελίου» τη Δευτέρα 7 Mαΐου 2007, ώρα 9 μ.μ., στο «Underground Eντευκτήριο», με ελεύθερη είσοδο.
To θεατρικό αυτό αναλόγιο αξιοποιεί δύο κείμενα αφιερωμένα στη νεότητα: «Επιτάφιος στον Άδωνη» του αρχαίου ποιητή Βίωνα (μετάφραση: Δήμητρα Κωτούλα) και «Η παλίρροια» του Γάλλου συγγραφέα Andre Pieyre de Mandiargues (μετάφραση: Ευγενία Γραμματικοπούλου). Και τα δύο κείμενα έχουν δημοσιευτεί στο παρελθόν στο «Εντευκτήριο».
Πρόκειται για μια συνομιλία ανάμεσα στη θηλυκή νιότη, προκλητική, αισθησιακή, φυσική, και στην αρσενική νιότη, ατίθαση, ενεργητική, καταστροφική· μιά συνομιλία ανάμεσα στον Πόθο και στον Θάνατο.
Διαβάζουν η κυρία Λίνα Λαμπράκη και ηθοποιοί του Θεάτρου Τέχνης «Ακτίς Αελίου». Σκηνοθετική επιμέλεια: Νίκος Σακαλίδης.

ΒΙΩΝ: «ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΣΤΟΝ ΑΔΩΝΗ»
Ο Βίων γεννήθηκε στη Φλώσσα, κοντά Σμύρνη και άκμασε ανάμεσα στο δεύτερο μισό του 2ου και το πρώτο μισό του 1ου αιώνα π.Χ. Κατέχει την τρίτη και τελευταία θέση στον κανόνα των βουκολικών ποιητών. Από το σύνολο του έργου έχουν φτάσει ως εμάς μόνο οι 98 στίχοι του «Επιταφίου στον Άδωνη» και 17 άλλα ποιητικά αποσπάσματα, από 1 έως 18 γραμμές.
Ο «Επιτάφιος στον Άδωνη», τοποθετημένος στο τέλος μιας ολόκληρης ποιητικής παράδοσης, της βουκολικής ποίησης, θεωρήθηκε από την φιλολογική έρευνα των Αλεξανδρινών ήδη χρόνων, αλλά και των μεταγενέστερων, ως μία μάλλον χαριτωμένη έκφραση κοινότοπων ιδεών εμποτισμένη από μια αβρά επεξεργασμένη φολκλορική διάθεση και ένα ανάλαφρα τρυφερό ερωτικό χρώμα. Ως έργο μπορεί να παραπέμπει στους τελετουργικούς θρήνους για τον νεκρό Άδωνη, με κυριότερους προδρόμους του το έργο του Καλλιμάχου, αλλά θεωρήθηκε ότι οπωσδήποτε στερείται της δικής τους ζωντάνιας και αμεσότητας.
Όπως παρατηρεί η μεταφράστριά του, Δήμητρα Κωτούλα, ο «Επιτάφιος στον Άδωνη» διαβάζεται αδιάκοπα και επηρεάζει καθοριστικά την ιστορία της λογοτεχνίας. Λατίνοι ποιητές, όπως ο Κάτουλλος, τον ανακαλύπτουν με ενθουσιασμό, γίνεται «κείμενο-κανόνας» από τα πιο βασικά, εμπνέει ποιητές και συγγραφείς ως τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό και τους σύγχρονούς του μυθιστοριογράφους. Το κείμενο συμπεριλαμβάνεται σε όλες της μεταγενέστερες ποιητικές ανθολογίες του μεσαίωνα και από τον 16ο αιώνα, οπότε χρονολογούνται και οι πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις του, μπαίνει θριαμβευτικά στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας και τέχνης γενικότερα. Ενδεικτικά αναφέρονται η επιρροή του ύμνου στο σαιξπηρικό «Αφροδίτη και Άδωνης», η περίφημη ωδή του Σέλλεϋ για τον τόσο πρόωρο θάνατο του ομότεχνού του Κήατς, το Κάντο 47 του Έζρα Πάουντ, που στην πραγματικότητα αποτελεί μια γοητευτικότατη προσπάθεια εκ νέου “ανάγνωσης” του έργου του ποιητή των ελληνιστικών χρόνων, η καθοριστικότατη τέλος επιρροή του στο έργο του Ανδρέα Σενιέ.

Η λατρεία του νεαρού θεού του έρωτα και ευνοούμενου της Αφροδίτης πρωτοεμφανίζεται τον 7ο αιώνα. Τα «Αδώνια» είναι ήδη καθιερωμένη γιορτή στην Αθήνα του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ. ― τελούνται αποκλειστικά από γυναίκες έξω από κάθε κρατική επίβλεψη, συμμετοχή ή ανάμειξη. Σύμφωνα με τον μύθο, ο νεαρός έρωτας της Αφροδίτης πληγώνεται θανάσιμα από άγριο κάπρο και την τελευταία στιγμή τον σώζει η χθόνια Περσεφόνη, με τον απαράβατο όμως όρο να περνά έξι μήνες του χρόνου μαζί της, στον Κάτω Κόσμο. Δεν είναι τυχαίο που ο Άδωνης λατρεύτηκε ως σύμβολο και ενσάρκωση της Ανάστασης, της πνευματικής και φυσικής Αναγέννησης, της επιστροφής της Ομορφιάς.

André Pieyre de Mandiargues: «Η παλίρροια»
Ο Ντε Μαντιάργκ (Παρίσι, 1909-1991), με ρίζες από τη Νορμανδία και τη Νότια Γαλλία, εγγονός του συλλέκτη έργων τέχνης Paul Bérard, αναπτύσσει από μικρός ιδιαίτερη σχέση με την τέχνη, πρόδηλη στην αισθητική αρτιότητα του μετέπειτα έργου του. Τη συνακόλουθη κλίση του προς την αρχαιολογία την καλλιεργεί άτυπα ταξιδεύοντας, γοητευμένος κυρίως από χώρες της Κεντρικής Αμερικής και της Δυτικής Μεσογείου. Με ομολογημένες τις επιρροές του από τον υπερρεαλισμό, τον Λωτρεαμόν, το μπαρόκ, το ελισαβετιανό θέατρο και τον γερμανικό ρομαντισμό, ο Ντε Μαντιάργκ είναι ο συγγραφέας ενός πολυσύνθετου έργου (ποιητικές συλλογές, μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, κριτικά κείμενα για την τέχνη, την ποίηση και την πεζογραφία, καθώς και μεταφράσεις από τα αγγλικά, τα ιταλικά, τα ισπανικά και τα ιαπωνικά).
Το 1947 γνωρίζεται με τον André Breton αλλά αρνείται να ενταχθεί στο υπερρεαλιστικό κίνημα, προτιμώντας την επιτακτική μοναξιά του «αμφίβιου ζώου», όπως αυτοαποκαλούνταν, και ιχνηλατώντας τον «Παν-ικό κόσμο», απ’ όπου δηλώνει ότι αντλεί την καλύτερη έμπνευσή του. Διερευνά στο έπακρό τους την εκζήτηση της γλώσσας και τις δυνατότητες του φαντασιακού, το οποίο μαζί με τον ερωτισμό συνιστά το κύριο δίπολο της θεματικής του. Από νωρίς είχε χαρακτηριστεί ως ο «καθ’ όλα πλέον ιδιότυπος συγγραφέας της γενιάς του» και ουσιαστικά καθιερώθηκε ως εστέτ. Τρέφοντας μια σχετική «περιφρόνηση για την πραγματικότητα» και κυριευμένος από μια «δίψα για το ανεπίκαιρο», καταφεύγει στο όνειρο και την ονειροπόληση για να συνθέσει ένα σύμπαν σιβυλλικό, γεμάτο πλάσματα ιδιόμορφα, συχνά αλλόκοτα και συμβάντα παράδοξα.
Το 1951 του απονεμήθηκε το βραβείο Κριτικών για τη συλλογή διηγημάτων «Soleil des Loups »και το 1967 το βραβείο Goncourt για το μυθιστόρημα «La Marge». Στο ευρύτερο κοινό έγινε γνωστός με το μυθιστόρημα «La Motocyclette» (1963).
Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα διηγήματα «Το αίμα του αμνού» («Le Μusée noir», 1946) και «Ροδογύνη» («Feu de braise», 1959) σε μετάφραση Λήδας Παλλαντίου (εκδ. Άγρα, Αθήνα, 1985), το μυθιστόρημα Το περιθώριο («La Marge», 1967) σε μετάφραση Γιώργου Ξενάριου (εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2002) και δύο δημοσιεύσεις σε περιοδικά σε επιμέλεια Ευγενίας Γραμματικοπούλου («Εντευκτήριο», τεύχος 62 και «Ποίηση», τεύχος 25).