7.6.22

Για τον ποιητή Δημήτρη Παπαστεργίου


 


















γράφει η Κλεονίκη Δρούγκα

πηγή: https://www.fractalart.gr


Δημήτρης Παπαστεργίου 

Τα μεροκάματα ενός έρωτα

Εκδόσεις Εντευκτηρίου

Θεσσαλονίκη, 2019


Ο Δημήτρης Παπαστεργίου γράφει ποίηση με ειλικρίνεια και  απλότητα για τα καθημερινά, τον άνθρωπο, τις βαθύτερες σκέψεις και επιθυμίες του, δημιουργεί εικόνες, στήνει σκηνικά, αναστατώνει την αναπνοή μας. Επέλεξα να μιλήσω για ορισμένα ποιήματά του από τη συλλογή «Τα μεροκάματα ενός έρωτα», Εντευκτήριο, 2019 που μας συντονίζουν με το ερωτικό στοιχείο της ποίησής του.

Από τα πλέον ερωτικά ποιήματα είναι το ποίημα «Δικαιοσύνη»· αρχικά, αποτυπώνει μια αγχωμένη στιγμή, κινήσεις στη δουλειά μικρές και φαινομενικά ασήμαντες μέσα στην καθημερινότητα

Κάθε μέρα στη δουλειά
κόβεις το ζυμάρι
σε ίσα κομμάτια

και ξαφνικά δημιουργεί μια ρωγμή κι ο ποιητής μεταθέτει τον χρόνο και τα αλλάζει όλα· μεταβάλλει το ποιητικό κλίμα και κερνά ερωτισμό, τραβώντας μας απ' το μανίκι να τον ακολουθήσουμε στο βάθος του ποτηριού με όλες μας τις αισθήσεις.

Κάθε βράδυ
κάνω το ίδιο
με τις ηδονές σου

Εγκαταλείπουμε ―για όσο διαρκεί το ποίημα και λίγο περισσότερο― τηνσκέψη  για τον διαρκώς επιδεινούμενο κόσμο, αποτραβάμε το βλέμμα από ό,τι μας δαγκώνει, νιώθουμε το άγγιγμα στον λαιμό μιας ανάσας και αναπνέουμε πιο βαριά ευτυχισμένοι.

Συνδηλωτικά, το ποιητικό υποκείμενο σμιλεύει το ποίημα στο καλούπι του σώματος της γυναίκας που ποθεί, ξεδένει τα κορδόνια των αισθήσεων, τα αφήνει λυτά και οραματίζεται την δικαιοσύνη στον έρωτα, βιώνοντας το ερωτικό πάθος.

Σε βάζω στα ποιήματα
―μικρά καλούπια γεμάτα με τη γλύκα σου―
όπως ακριβώς
ο νεαρός
ξεμυάλισε τη σαραντάρα.

Δικαιοσύνη στον έρωτα,
όνειρο μέσα σ’ όνειρο
.

Το ερωτικό κάλεσμα υπάρχει όμως παντού για τον ποιητή ― ακόμη και στις πιο απλές συνηθισμένες στιγμές στο ποίημα «Το Σχόλασμα» από την ίδια ποιητική συλλογή· αυτές οι στιγμές διεγείρουν τη φαντασία του και μεθούν τις αισθήσεις του.

Κάθε μέρα
δεν βλέπω την ώρα να σχολάσουμε.
Τη στιγμή
που βγάζεις το λευκό σκουφάκι
τινάζεις το κεφάλι
κι εξαπολύεις δεξιά-αριστερά
τα πύρινα μαλλιά σου
»

Κάνει συνειρμούς, ακουμπώντας την καθημερινότητα με όχημα τη φαντασία και συνθέτει ένα σκηνικό ερωτικού πάθους που ομοιοκαταληκτεί με τις βαθύτερες επιθυμίες του χαρακτήρα του αλλά και τις δικές μας, ενώ εμείς συνεχίζουμε να κρατάμε την ανάσα μας.

Είναι η ώρα που βλέπω
ένα στιγμιότυπο
από τους οργασμούς σου
.

 


Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου

 

Ο ποιητής εμπιστεύεται τη άνοιξη κι όσα η άνοιξη φέρνει στο ποίημα «Βουκολικό» της προηγούμενης ποιητικής συλλογής. Και η άνοιξη διεγείρει τη φύση, στραγγαλίζει τους δισταγμούς, δυναμώνει την ερωτική επιθυμία. Ο ποιητής μιλά σε β΄ ενικό πρόσωπο, στήνει το σκηνικό και καλεί Εκείνη και Εμάς

Έλα

σκάνε χρώματα
ανθίζουν τα λουλούδια

 Άνοιξη

να κοιτάξουμε με εμμονή τη φύση στην αναγέννησή της, σε στιγμές απρόσμενες, να τον ακολουθήσουμε,

Έλα στην πίσω αυλή του εργοστασίου
στη ρεματιά
και πιο εκεί προς τα χωράφια

να ανοίξουμε τα μάτια και τις αισθήσεις μας και να νιώσουμε, πατώντας στο γκαζόν και το χώμα, την ερωτική παλίρροια:


πώς ζευγαρώνουν να σου δείξω
οι χελώνες
οι λαγοί
οι νευρικοί κρεμμυδοφάγοι
το αχαλίνωτο πουλάρι κι η φοράδα
οι πελαργοί
ο καψωμένος φασιανός με την πουλάδα

και το δείλι που όλα αλλόκοτα φαντάζουν
ο μεθυσμένος Σειληνός με τη Μαινάδα
.

Οι λέξεις υπηρετούν το νόημα χαμηλόφωνα, το νόημα υποκλίνεται στην ακρίβειά τους, το αισθητικό αποτέλεσμα είναι υψηλό, ο ποιητής κερνά διακριτικά εικόνες, τις ανανεώνει, τις ζωντανεύει, χωρίς να βαραίνει τη σελίδα, ο ποιητής Δημήτρης Παπαστεργίου γράφει απολαυστική ποίηση.



1.6.22

Ρεαλιστική συμφωνία (για το «Διάψαλμα» της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου)


της Κατερίνας Ι. Παπαδημητρίου

πηγή: https://www.culturebook.gr/



Ο Θεοδώρητος αναφέρει ότι διάψαλμα σημαίνει «μέλους εναλλαγή», αλλαγή του μέλους, του μέτρου, της μουσικής και συναντάται συχνά στα μουσικά κείμενα. Ενώ ο Μέγας Αθανάσιος αναφέρεται σ' αυτό μεταφράζοντάς το ως νοήματος εναλλαγή. Κατ' αυτήν την έννοια, η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου, με περισσή τεχνική και επιμέλεια, διαπλέκει τη μουσική τής γραφής της με μεγάλη φροντίδα και άριστη τεχνική.

Η συγγραφέας και κριτικός Κατερίνα Παναγιωτοπούλου επανέρχεται, μετά την πρώτη της συλλογή διηγημάτων, τη «Μακρυγιαλού», με ένα νέο βιβλίο πεζογραφίας το οποίο περιλαμβάνει δεκαοχτώ διηγήματα σε τριτόπρόσωπη, κυρίως, αφήγηση, όπου η συγγραφέας ξετυλίγει την τεχνική της με ιδιαίτερη επιμέλεια και γνώση των αφηγηματικών τεχνικών. Ο λόγος της πυκνός, συχνά ασθματικός, υπαινικτικός και, αρκετά συχνά, άκρως ρεαλιστικός ντύνεται συχνά τον ποιητικό μανδύα, απαλλαγμένος από τα πολλά επίθετα, και τούτο είναι αξιοπρόσεκτο ([…] «Μέσα απ' τα βλέφαρά τους προβάλλονταν εικόνες από πράσινα λιβάδια και ήλιους ζεστούς, περίτεχνες σαν δύο παράλληλα σύμπαντα που αέναα συνέκλιναν.»), αποδίδοντας τα πάθη των χαρακτήρων της με ρήματα κίνησης και συχνή xρήση ιδιωματικής γλώσσας. Τα σύμβολα δεν λείπουν από τη γραφή της Παναγιωτοπούλου, που τα χειρίζεται δεξιοτεχνικά, εν μέσω ρεαλιστικών εικόνων και ζωηρών περιγραφών. Το ζεϊμπέκικο της Ρένας στο «Ροζ πιάνο» δίνει το σήμα για ισότητα, για συμφιλίωση δύο αντρών που διεκδικούν την πατρότητα, την ίδια στιγμή που η γερμανική καταγωγή τους τείνει χείρα αποδοχής και συμφιλίωσης: «[…] Από την μεριά τους, οι δύο άντρες δεν πίεζαν τη διαδικασίαμαθαίνοντας τη γλώσσα της, κέρδιζαν παραπανίσιο χρόνο κοντά της, μιας και στο τέλος μόνον ένας θα μπορούσε να μείνει.»

Τα κείμενα της Παναγιωτοπούλου στοχεύουν στο θυμικό και, μολονότι ο βασικός καμβάς τους είναι οι τραγικές μνήμες της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου, ο απόηχος των ταραγμένων ημερών είναι που ταλανίζει τις λέξεις της. «[…] Η νύχτα στο βουνό δεν ξεχώριζε εποχές. Άντρες-γυναίκες, για να προφυλαχτούν, κουρνιάζανε ο ένας πλάι στον άλλον σε απάγκια βράχων και χαλάσματα μαντριών» («Ο γάμος). Ο πολιτικός και ο δημόσιος βίος, το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη, η ισότητα που αφορά το φύλο και την καταγωγή, βαριανασαίνουν στις ζωές των χαρακτήρων της. Το "Άλλο" στις λέξεις της Παναγιωτοπούλου, ως πολιτική, κοινωνική κατασκευή, βρίσκει βήμα στους χαρακτήρες της, υψώνει τη φωνή του και αναζητά δικαίωση, την ίδια στιγμή που η συγγραφέας δεν αμελεί μια βαθιά ενδοσκόπηση της εσωτερικότητας του ανθρώπου.

Η γραφή της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου σκαλίζει βαθιά αγγίζοντας, στιγμές, τα όρια του μαγικού ρεαλισμού: «[…] Τις νύχτες, όταν δεν μπορούσε να κοιμηθεί, έσφιγγε την ψυχή της με όση δύναμη είχε και κατέβαζε από τη σκεπή, ένα ένα, όλα τα κεραμίδια. Άφηνε ξέσκεπο το σπίτι ν' αερίζεται κι ανάγκαζε τα πουλιά να κουρνιάζουν στη σκιά του "καβαλάρη", του κεντρικού μαδεριού της σκεπής, για να μην βάφονται απ' το φεγγάρι ασημένια και τρομάζουν μεταξύ τους», υπηρετώντας ταυτόχρονα τις ιστορικές συνθήκες της εποχής, καθώς στηλιτεύει τα κοινωνικά στερεότυπα και αναδεικνύει την αμφισημία που κομίζει η είσοδος της γυναίκας στην παραγωγή και στα πολιτικά δικαιώματα, σε μια εποχή όπου οι ρόλοι συγχέονται και το σκοτάδι του πολέμου εξυφαίνει τα δηλητηριώδη πέπλα του: «[...] Η Ρήνη δεν ήθελε φωτογραφίες. […] Ήταν σκληρή γυναίκα και περήφανη, ίδια με άντρα, δεν κοίταζε στα μάτια τους ανθρώπους μη τυχόν και διακρίνουν κάποια αδυναμία της. Μονάχη της μεγάλωσε [...]». Έτσι, η ανώνυμη ηρωίδα της δραπετεύει μια χειμωνιάτικη νύχτα, παρακινούμενη από τη δική της μάνα, φοβούμενη την κοινωνική κατακραυγή και την τιμωρία του αρσενικού Άλλου ―του ίδιου του πατέρα της―, γεννά αποδιωγμένη κι αβοήθητη, μέσα στην ερημιά, ένα παιδί εκτός γάμου. Ανήμπορη πια από έναν ανηλεή τοκετό, καταλήγει εκείνη και το νεογέννητο τροφή για τα σκυλιά («Τα σκυλιά»).

,Το διακείμενο είναι παρόν στην αφήγηση της Παναγιωτοπούλου, μαρτυρώντας τη βαθιά μελέτη της ως αναγνώστρια. Από τις σελίδες της ξεπηδούν διακειμενικές μνείες όπως εκείνη του Κ. Θεοτόκη και του αριστουργηματικού διηγήματός του με τίτλο «Πίστομα»: «[…] Η νύφη δεν πρόλαβε να δει τη θάλασσα στο κάδρο τηςδέχτηκε εννέα σφαίρες στην κοιλιά κι έπεσε πίστομα» («Ο γάμος»). Τα κείμενα που ακολουθούν, παραμένουν αλληλένδετα θεματικά, καθώς, πέραν της κοινωνικο-πολιτικής δομής που τα διακρίνει, όπου είναι εμφανής η γνώση και η διεξοδική μελέτη της συγγραφέως, ώστε να αναταποκρίνεται πιστά στο ιστορικό γίγνεσθαι, η Παναγιωτοπούλου ψηλαφεί τον σφυγμό μιας «διαχρονικής καθημερινότητας». «[…] Αυτό το φθινόπωρο η ζέστη είχε πάρει παράταση. Μετράγαμε τις τελευταίες ανάσες του καλοκαιριού με ορθοπεταλιές. […] Γυρνώντας από τη θάλασσα, τη βλέπαμε να κατεβαίνει με το ρομπάκι της το σκούρο και το ψάθινο καπέλο με την παρδαλή κορδέλα [...] και οι αφηγήσεις της καθηλώνουν με την εσωτερικότητα που τις διακρίνει, χωρίς να τους λείπει ένα υποδόριο εσωτερικό χιούμορ που γοητεύει: «[…]  "Καλόμαθε η Άλωλη στα σύκα, θα φάει και τα ξέφλουδα" μουρμούριζε η μάνα μου αλλά τίποτα παραπάνω δεν έκανε.»

Η κοινωνική ισότητα, η δικαιοσύνη, η ανεξιθρησκία, η έμμεση καταδίκη του θρησκευτικού φανατισμού, ξεπηδούν από τη γραφή της Παναγιωτοπούλου. Ωστόσο, κυρίαρχος χαρακτήρας παραμένει η μάνα. Το Άλλο στο πρόσωπο της Ελληνίδας μάνας βρίσκει στις γραμμές της συγγραφέως τη δικαίωση. Ωστόσο, είναι εμφανείς οι αιχμές της Παναγιωτοπούλου, κυρίως με τον τρόπο που συνδέονται δύο κείμενα, «Τα σκυλιά», και «Το λάθος», ένα από τα δύο κείμενα της συλλογής σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, όπου οι αιχμές της συγγραφέως στηλιτεύουν την ταυτότητα του φύλου και όσα στερεότυπα κληρονόμησε και αποδίδει στις επόμενες γενιές. Τα κείμενα της Παναγιωτοπούλου αντλούν την καταγωγή τους από την αρχαία ελληνική τραγωδία, καθώς η συγγραφέας δεν λησμονεί τον έλεο και τον φόβο που επιβάλλει η κοινωνική και η πολιτική ταγή. Η ηρωίδα, σαν άλλη Αντιγόνη, σαν άλλη μάνα κουράγιο, οδηγείται στη θυσία και στον ίδιο της τον αφανισμό, και το τίμημα είναι η αγάπη.
Ιστορίες. Ιστορίες καθημερινής τρέλας οδηγούν από τον «Κύριο πτέραρχο» και την ενοχοποιητική του άνοια, στο κύκνειο άσμα της συλλογής της Παναγιωτοπούλου με σαφείς διακειμενικές αιχμέςστο «Διάψαλμα». Εκεί όπου θεματικά κλείνει ο κύκλος του αίματος, εκεί όπου η αγάπη δικαιώνεται, εκεί όπου γεννιέται η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο και η ιστορία δίνει το δικό της φινάλε. Ο έρωτας κι ο πόλεμος, τα δίπολα ―ιστορικά, κοινωνικά, πολιτικά― ενώνονται σ' ένα διάψαλμα, όπου η Παναγιωτοπούλου ξετυλίγει την ποιητική της φλέβα ανάμεσα από παρομοιώσεις, Ανάμεσά τους η σιωπή σαν αίμα μύριζε, σαν να 'χε μέσα της σημάδια προδοσίας χαραγμένα, κι έδιωχνε την ανάγκη των ματιών να ενωθούν. «[…] Πένες από φτερά πουλιών και δέρματα, ελεύθερες κινούμενες γλωσσίδες κι ελατήρια, κράτησαν ζωντανό τον απόηχο μέχρι το επόμενο μελωδικό χόρδισμα, όταν οι νότες και τα βλέμματά τους ακούμπησαν την ίδια χορδή και άρχισε η συνήχηση των γειτονικών φθόγγων.»
   Έτσι επιλέγει η Παναγιωτοπούλου να αποχαιρετήσει τον αναγνώστη, μ' εκείνο που ποθεί η ψυχή του ανθρώπου. Την ελπίδα, το φως, την αρμονία· και ο ήρωάς της συμφωνεί.
[…] "Η ζωή και η φύση έχουν τη σοφία ν' απαλύνουν τις έχθρες που η ιστορία θρέφει, αλλιώς ο κόσμος θα καταντούσε ένας λάκκος με ηρωϊκά πτώματα", σκεφτόταν ο δάσκαλος εκείνο το βράδυ, πέφτοντας να κοιμηθεί.»

*  Κατερίνα Παναγιωτοπούλου, Διάψαλμα, εκδόσεις Εντευκτήριο, Θεσσαλονίκη 2021