29.9.13

Ευγένιος Αρανίτσης: Αφύπνιση

πηγή: http://www.enet.gr


Μάρτιος 1985, Εξάρχεια. Ο Μάκης [εκ του Μαυρουδής] Βορίδης (με μαύρο μπουφάν 
και μπλουτζίν) κρατάει στο αριστερό του χέρι αυτοσχέδιο τσεκούρι. 
Τον Νοέμβριο 2011 μετείχε στην κυβέρνηση Παπαδήμου ως υπουργός Μεταφορών 
και Δικτύων. Σήμερα είναι κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας
[Φωτογραφία και λεζάντα προστέθηκαν από το Εντευκτήριο]



Διασκεδαστικό είναι να ακούει κανείς τον Μάκη Βορίδη καθώς εξηγεί, με τη μεγαλοπρέπεια της αυθεντίας, τις αιτίες για τις οποίες η κυβέρνηση αμέλησε, λέει, να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της φασιστικής ακροδεξιάς εν τη γενέσει.
Αναφέρθηκε σε χειρισμούς στρατηγικού περιεχομένου με νομικό πρόσημο, υπογραμμίζοντας ότι τα μέχρι πρότινος αδικήματα εντοπίζονταν στη βαθμίδα του πλημμελήματος και, ως εκ τούτου, οι κυρώσεις θα ήταν απλώς συμβολικές. Αφησε να εννοηθεί ότι τα αδικήματα, πέραν των ενίοτε αιματηρών μεμονωμένων επεισοδίων, εξαντλούνταν ως επί το πλείστον σε φραστικές επιθέσεις εντός και εκτός Βουλής και σε ποικίλα κρούσματα προκλητικής διαγωγής σε επίπεδο ύφους και ήθους. Απ' αυτά, είπε, το πολιτικό σύστημα, και χωρίς επομένως τη δυνατότητα να στοιχειοθετήσει νομικά την αντίδραση απέναντι σε κάτι που, τώρα πια, μπορούσε να θεωρηθεί δραστηριότητα εγκληματικής οργάνωσης, δεν ήταν σε θέση να αντλήσει επιχειρήματα για έναν ριζικό περιορισμό του φαινομένου. Μη μου πεις!
Μας παραπέμπουν δηλαδή, ακόμη μια φορά, στο παμπάλαιο ερώτημα σχετικά με το εάν και κατά πόσον ο λόγος συνιστά πράξη, ενώ διόλου δεν προϋποτίθεται να είναι κανείς φιλόσοφος για να αντιληφθεί ότι η εμπράγματη βαρύτητα εκείνου που εκάστοτε λέγεται ισχύει αυτονοήτως στη σκηνή των ρεαλιστικών συνεπειών. Εξάλλου, η Ιστορία βρίθει παραδειγμάτων που δείχνουν πως οι συνέπειες του λέγειν ήταν συχνά καταλυτικές - αμέτρητοι άνθρωποι διακινδύνευσαν τη ζωή τους, και αρκετοί την έχασαν, μόνον και μόνον επειδή πρόφεραν ένα «ναι» ή ένα «όχι», που εν τέλει κόστισε ακριβότερα από οιανδήποτε πράξη. Εδώ που τα λέμε, η Γη δεν θα κινούνταν γύρω απ' τον Ηλιο αν δεν το είχε πει ο Γαλιλαίος.
Ετσι, η δικαιολογία ότι η κυβέρνηση περίμενε, υποχρεωτικά, με τα χέρια δεμένα μέχρις ότου τα μέλη του ναζιστικού κόμματος προχωρήσουν σε δολοφονίες, απευθύνεται σε νήπια. Αν τα λόγια έπρεπε να μένουν ατιμώρητα, τότε, αντίστροφα, η ετυμηγορία του δικαστηρίου δεν θα έπρεπε να επιβάλλεται στην πράξη. Ηδη το υπάρχον νομικό σύστημα προβλέπει ποινική μεταχείριση ατόμων που προτρέπουν και παρακινούν τους άλλους σε κολάσιμες συμπεριφορές, και η αύρα της εγκληματικότητας ήταν και παραήταν αισθητή στη ρητορική του φασιστικού μετώπου προ πολλού. Ναι μεν εκείνο που δεν τιμωρείται είναι η σιωπηρή πρόθεση («η σκέψη δεν δικάζεται»), όμως ο λόγος δεν είναι κατά καμίαν έννοια άνευ συνεπειών, αλλιώς η ψευδορκία, φέρ' ειπείν, δεν θα αποτελούσε αδίκημα.
Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση μαγείρευε και μαγείρευε ώσπου το φαΐ κάηκε. Τώρα θα σερβίρουν φαγητό της ώρας.

28.9.13

[Δημήτρης Ρηγόπουλος] Επάγγελμα αθηναιογράφος

του Ντίνου Ρητινιώτη

πηγή: http://www.metropolispress.gr




Η πορεία του στη δημοσιογραφία ξεκίνησε το 1993, τότε που πέρασε την πόρτα της «Καθημερινής» ως μαθητευόμενος από τη Σχολή Επικοινωνίας και ΜΜΕ της Παντείου. Οπως όλοι οι… νιούφηδες του χώρου, ασχολήθηκε αρχικά με το ελεύθερο ρεπορτάζ, ενώ στην πορεία εντάχθηκε στο αντίστοιχο πολιτιστικό. Σήμερα, ο 42χρονος Δημήτρης Ρηγόπουλος αφιερώνεται σχεδόν ολοκληρωτικά σε θέματα πόλης, τα οποία καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της αρθρογραφίας του.
«Αθηναιογράφος;» τον ρωτάω χωρίς να είμαι βέβαιος ότι θα συμφωνήσει με την… ταμπέλα μου. «Αθηναιογράφος, ναι. Αποδέχομαι τον όρο με χαρά». Αθηναιογράφος και αθηναιολάτρης λοιπόν ο Δημήτρης, φρόντισε ο έρωτάς του με την πόλη να μη μείνει πλατωνικός, παντρεύοντας τη θεωρία με την πράξη. Ετσι, εκτός από τη συνεισφορά της αρθρογραφίας του στα της Αθήνας, υπήρξε -πριν από τρία περίπου χρόνια- ένας από τους πρωτεργάτες που δημιούργησαν την πλέον πολυπληθή και ενεργή συλλογικότητα πολιτών που γνώρισε ποτέ η πρωτεύουσα, τους atenistas. «Δεν μου έφτανε μόνο να γράφω για την πόλη, ήθελα να ενεργήσω και υπέρ αυτής. Κάπως έτσι ξεκινήσαμε την προσπάθεια με τον Τάσο Χαλκιόπουλο, τον οποίο ήξερα από το μπλογκ του (σσ: το γνωστό athensville)», εξηγεί.
Το βήμα αυτό του Δημήτρη (το οποίο παρεμπιπτόντως εμένα μου μοιάζει με… άλμα) ήταν η απαρχή μιας εξέλιξης που είχε πραγματικά ανάγκη η πόλη: άνθησε η συμμετοχική συμπεριφορά των πολιτών της. Η ομάδα έγινε ταχύτατα και ευρύτατα γνωστή πραγματοποιώντας πολυποίκιλες δράσεις. Ωστόσο, ύστερα από ενάμιση χρόνο κοινής πορείας, o Δημήτρης αποχώρησε. «Τι συνέβη;» τον ρωτάω. Εκφράζει αρχικά μια διστακτικότητα, αλλά εν τέλει απαντάει: «Από ένα σημείο και μετά δεν ακολούθησα, όχι επειδή δεν μου άρεσαν οι δράσεις της ομάδας, αλλά επειδή στο μυαλό μου το είχα πλάσει κάπως διαφορετικά. Πίστευα σε κάτι πιο ‘πολιτικό’ με την ευρεία έννοια του όρου». Του ζητάω να γίνει πιο συγκεκριμένος. «Στις αρχικές μας δράσεις, για παράδειγμα, υπήρξε ένα περιορισμένο αλλά έντονο ιντερνετικό bullying από μειοψηφίες που διαφωνούσαν με τις δράσεις μας. Ως δημοσιογράφος ίσως ήμουν περισσότερο συνηθισμένος στις επιθέσεις αυτές, οι υπόλοιποι όμως δεν ήταν. Ενδεχομένως και να τρόμαξαν. Πείστηκαν έτσι ότι δεν θα πρέπει να ‘ενοχλούμε’ και να ‘προκαλούμε’ μέσα από τις δράσεις των atenistas. Ισως τελικά, μιλώντας κατόπιν εορτής και βλέποντας πόσα σπουδαία πράγματα έχουν πετύχει από τότε, θα πρέπει να ομολογήσω ότι είχαν δίκιο».
Δεν τάσσεται αναφανδόν υπέρ όλων των ομάδων πολιτών που δρουν στην Αθήνα, ωστόσο ξεχωρίζει τη δράση ορισμένων από αυτές. «Για παράδειγμα, θεωρώ πολύ σημαντικό αυτό που κάνει ο Νίκος Βατόπουλος με την ομάδα του ‘Κάθε Σάββατο στην Αθήνα’. Και δεν το λέω επειδή τυχαίνει να είναι καλός φίλος και εξαιρετικός συνάδελφος», τονίζει και εξηγεί. «Με έναν τρόπο ήπιο και διαφορετικό ενεργοποιεί πάρα πολύ κόσμο σε μια κατεύθυνση θετική. Χωρίς φωνές και φανφάρες. Πράος και κατευναστικός, βγάζει προς τα έξω στοιχεία που γενικά απουσιάζουν από την εποχή μας». Η εμπειρία του γύρω από τις ομάδες αυτές του δίνει τη δυνατότητα και να διαβάζει ανάμεσα στις γραμμές των… άτυπων καταστατικών λειτουργίας τους. «Πίσω από πάρα πολλά εθελοντικά ή ακτιβίστικα πράγματα στην ουσία υπάρχει η ανάγκη του κόσμου να συναντηθεί με τον άλλον. Υπάρχει ένα αίτημα, μια ανάγκη κοινωνικότητας γύρω από όλα αυτά, η οποία εκπληρώνεται μέσα από τέτοιου είδους ομάδες».
Η συζήτηση πηγαίνει και στον ρόλο της τοπικότητας μέσα στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία. «Θεωρώ πως το τοπικό αναδεικνύεται πλέον ακόμη περισσότερο. Σε έναν κόσμο τόσο μπερδεμένο, με έναν καταιγισμό πληροφοριών, απόψεων και ιδεολογιών, χρειάζεται να ακουμπήσει κανείς κάπου. Και ακουμπάει σε αυτό ακριβώς που ξέρει καλύτερα, σε αυτό που τον περιτριγυρίζει, σε αυτό που έχει μεγαλύτερη σχέση με την καθημερινότητά του. Στη γειτονιά του, στην πόλη του». Στο τοπικό επίπεδο εντοπίζει και τη λύση για την πολιτικοκοινωνική απαξίωση της εποχής. «Για να επιστρέψει ο κόσμος στην πολιτική και στα κοινά, δεν χρειάζονται οι μεγάλες ιδέες-ιδεολογίες, ούτε τα μεγάλα οράματα. Αυτά ούτως ή άλλως δείχνουν πιο μπερδεμένα και ουτοπικά από ποτέ. Αυτό που προβάλλει ως αναγκαιότητα είναι η ενασχόληση με τη μικροκλίμακά μας, με τη γειτονιά, η γνωριμία με τους ανθρώπους γύρω μας». Η στροφή προς το τοπικό, σύμφωνα με τον δημοσιογράφο της «Καθημερινής», φαίνεται και από το ενδιαφέρον που αναπτύσσουν για αυτό τα μίντια. «Η ‘Metropolis’ είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της νοοτροπίας που εστιάζει στις ατομικές ιστορίες που έχουν να αφηγηθούν κάτι πολύ ευρύτερο», εξηγεί ευλογώντας τα γένια μας.
Από τα της μικροκλίμακας τον πάω στην αντίπερα όχθη. Στα σπουδαία και μεγάλα που λαμβάνουν (ή που αναμένεται να λάβουν) χώρα στην Αθήνα. Στα έργα του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος στο Φαληρικό Δέλτα, στην αποκατάσταση του Φιξ, στο Rethink Athens… «Για κάθε έργο υπάρχουν υπέρ και κατά που μπορείς να κάθεσαι και να τα αναλύεις με τις ώρες. Συμμερίζομαι κάποιες από τις αντιρρήσεις που ίσως έχουν μερικοί επιστήμονες για διάφορα projects, αλλά είμαι υπέρ του να γίνονται και κατά του να το συζητάμε και να παραμένουμε στάσιμοι».
Περπατάμε στο πάρκο Ριζάρη, στην αγαπημένη του γειτονιά, το Παγκράτι. Λίγο πριν τελειώσουμε τη συζήτηση, προλαβαίνουμε μερικές ακόμα κουβέντες: Για την επίκαιρη Χρυσή Αυγή, που «η αντισυσπείρωση του πολιτικού κόσμου και η οικονομική εξομάλυνση θα μειώσουν τη δυναμική της». Για τα λατρεμένα του αθηναϊκά στέκια, «το Duende στη Μακρυγιάννη και Το Τσάι στη Σούτσου». Για τις Πλειάδες, «το βιβλιοπωλείο που τόσο έλειπε από το Παγκράτι». Για το νέο του μπλογκ, τοathensnotes.wordpress.com, που σύντομα θα πάρει τη μορφή site και θα μετονομαστεί σεmyathensnotes.com. «Είναι η προσωπική μου γωνιά στην οποία θα συγκεντρώνω όλα όσα γράφω και όλα όσα φωτογραφίζω με τη νέα μου μηχανή. Στο μέλλον σκοπεύω να συγκεντρώνω σε αυτό μονάχα πρωτότυπο υλικό». Τα ραντεβού μας, λοιπόν, με την αθηναϊκή του ματιά θα συνεχιστούν. Οχι μονάχα στο παραδοσιακό χαρτί της εφημερίδας που υπηρετεί εδώ και δύο δεκαετίες, αλλά και στη δυναμικότατη πια μπλογκόσφαιρα.

Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης: Από το life style στον αντιφασιστικό αγώνα...

πηγή: http://www.topontiki.gr

[από το χτεσινό φύλλο της εφημερίδας, δηλαδή πριν από τις σημερινές συλλήψεις]




Όλοι μας παρακολουθούμε πα­γωμένοι τις εξελίξεις. Την κοι­νωνία την πλακώνει μια βαριά μελαγχολία και μια γενικευ­μένη απογοήτευση. Δεν μπορεί να ανα­σάνει, δεν μπορεί να ελπίσει, αδυνατεί να πιστέψει.
 
 Από την άλλη, παρακολουθού­με τις προσπάθειες του πολιτικού συστή­ματος, το οποίο καλείται για μια ακόμα φορά να διεκπεραιώσει μια στοιχειώδη υποχρέωσή του για λογαριασμό της κοι­νωνίας: να απαντήσει στη ναζιστική θη­ριωδία – σ’ αυτό το μόρφωμα που όταν εμφανίστηκε, όπως εμφανίστηκε, αντι­μετωπίστηκε με όρους life style από ένα μεγάλο κομμάτι του συστήματος. Είχαμε εθιστεί στις νερόβραστες αναλύσεις που έδιναν υπόσταση στον κάθε ανυπόστα­το και με περισσή άνεση έκαναν «πρώ­τη μούρη» στη χώρα τον κάθε καραγκι­όζη και ό,τι αυτός εκπροσωπούσε, δίχως καμιάν αντίσταση, δίχως τη δυνατότητα μιας αποστομωτικής απάντησης.
 
 Μέσα σε μια-δυο γενιές αποκαθηλώθηκαν από τα εφηβικά δωμάτια ο Τσε Γκεβάρα και ο Τζιμ Μόρισον προκειμένου να αναρτη­θεί ο Λάκης, η Τζούλια, ο Ηλίας – και ό,τι αυτοί οι «χρυσοί επώνυμοι» αντιπροσώ­πευαν. Ωστόσο, κανείς δεν αναρωτήθη­κε στα σοβαρά πώς μπορούσε να αντέξει μια ολόκληρη χώρα στις αδύναμες πλά­τες του κάθε Λάκη, τον οποίο ανέδειξαν σε υπέρτατη άξια ο Πέτρος, ο Θέμος, ο Στρατής και όλη αυτή η αηδιαστική στρα­τιά των θρασύτατων λαϊφσταϊλάδων χλεχλέδων που γελοιοποιούσαν συστηματι­κά και με μεθοδικότητα κάθε προσπά­θεια αναλυτικής σκέψης, κάθε απόπειρα να μιλήσει κάποιος… στοιχειώδη ελληνι­κά, κάθε δυνατότητα να είναι σκεπτι­κός, μελαγχολικός ή προβληματισμένος! Ένας τηλεοπτικός εσμός ασημαντοτήτων «που περνούσε υπέροχα» επέβαλε την παρουσία του επί δεκαετίες κακαρίζοντας ανηλεώς, εδραιώνοντας την αφα­σία και επιβραβεύοντας την ηλιθιότητα από όπου κι αν αυτή προέρχεται και σε όλους τους τομείς του ιδιωτικού και δη­μόσιου βίου.
 
«Οργάνωσαν» μια νεολαία που παραλη­ρούσε για τα παπούτσια, σκότωνε για τα μπλουζάκια και συναγωνιζόταν στα γυ­μναστήρια για τα πιο καλλίγραμμα… κό­καλα. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια εξαρ­τιόταν από τις σωματικές αναλογίες, το ύψος, την περίμετρο της περιφέρειας και παρομοίου κύρους αξίες. Είναι αυτοί - και οι άξιοι επίγονοί τους - που από την ακλόνητη θέση που διατη­ρούνε ακόμα στο πολιτικομιντιακό σύ­στημα, απορούν γιατί η Χρυσή Αυγή έχει τόσο μεγάλα ποσοστά στη νεολαία που απώλεσε τα φιρμάτα αξεσουάρ της και καταρρακώθηκαν τα ινδάλματά της…

27.9.13

Μιχάλης Μητσός: Σ' έναν μικρόψυχο καιρό

πηγή: εφημερίδα Τα Νέα (24.9.2013)




Σκηνή πρώτη: αρχές της δεκαετίας του '70. Ο Γ.Χ. Οντεν φτάνει στο Εδιμβούργο για να διαβάσει ποιήματά του στην Τζορτζ Σκουέαρ. Ο ποιητής μπαίνει στην αίθουσα συνοδευόμενος από μέλη της Σκωτικής Ενωσης για τη Διάδοση των Στίχων. Φορά ένα τσαλακωμένο και λεκιασμένο γκρίζο κοστούμι γεμάτο στάχτες, παπούτσια που φέρνουν περισσότερο σε παντόφλες, ενώ το πρόσωπό του μοιάζει με «γαμήλια τούρτα που την είχες αφήσει στη βροχή». Ανεβαίνει στο βήμα, κι ενώ ετοιμάζεται να απαγγείλει, ακούγεται ένα μουρμουρητό: το φερμουάρ του παντελονιού του είναι ανοιχτό. Αλλά η αμηχανία δεν κρατά πολύ. Σύντομα το ακροατήριο μαγνητίζεται από τον ποιητή που ο Γιόζεφ Μπρόντσκι χαρακτήρισε «το σπουδαιότερο μυαλό του 20ού αιώνα».

Σκηνή δεύτερη: Σεπτέμβριος 2001. Αφού οι Νεοϋορκέζοι ξεπεράσουν το πρώτο σοκ από την κατάρρευση των Δίδυμων Πύργων, αρχίζουν να στέλνουν ο ένας στον άλλο αντίγραφα ενός ποιήματος. Εχει γραφτεί για μια προηγούμενη, πολύ μεγαλύτερη κρίση, και έχει τίτλο «1 Σεπτεμβρίου 1939». Οσοι το διαβάζουν παρηγοριούνται και ημερεύουν από τους στίχους, παρ' όλο που πολλοί δεν γνωρίζουν τον ποιητή. Είναι ο Γ.Χ. Οντεν.

Σκηνή τρίτη: 15 Ιανουαρίου 2013. Ο Λευτέρης Βογιατζής ανεβαίνει στη σκηνή του θεάτρου Σφενδόνη, κάθεται στο τραπέζι με τα κόκκινα τριαντάφυλλα και διαβάζει δύο ποιήματα του Οντεν στη μνήμη του Βασίλη Διοσκουρίδη. Το πρώτο είναι το «Πένθιμο μπλουζ», σε μετάφραση Ερρίκου Σοφρά, που έγινε γνωστό σε όλο τον κόσμο από την ταινία «Τέσσερις γάμοι και μια κηδεία». Είναι ένα ποίημα που γράφτηκε για τον φίλο του ποιητή που χάθηκε. Κι είναι η τελευταία δημόσια εμφάνιση του Βογιατζή.

Κόψτε τα τηλέφωνα, πάψτε τα ρολόγια,
Το πιάνο κλείστε, πνίξτε τύμπανα και λόγια.
Δώστε ένα κόκαλο στο σκύλο να ησυχάσει.
Ο θρήνος άρχισε, το φέρετρο ας περάσει.

Τα αεροπλάνα από πάνω μας στενάζουν
"Πέθανε τώρα αυτός" στον ουρανό να γράψουν.
Μαβιές κορδέλες βάλτε στ' άσπρα περιστέρια,
Οι τροχονόμοι μαύρα γάντια έχουν στα χέρια.

Ανατολή και Δύση μου, Βορρά και Νότε,
Χαρά της Κυριακής, της εβδομάδας μόχθε.
Ήσουν φωνή, τραγούδι μου, μέρα, σκοτάδι,
Πίστευα αιώνια τη δική μας την αγάπη...

Τα αστέρια δεν τα λαχταρώ, πάρτε τα, σβήστε.
Τον ήλιο ρίξτε τον και το φεγγάρι κρύψτε.
Αδειάστε τον ωκεανό, κάψτε τα δάση,
Τίποτα πια καλό, ποτέ, δε θα χαράξει.

Ο Οντεν πέθανε πριν από σαράντα χρόνια, στις 29 Σεπτεμβρίου 1973. Είναι παρών, όμως, χωρίς αμφιβολία στο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Αθηνών που άρχισε χθες και θα κρατήσει όλη την εβδομάδα. Και μόνο αυτός ο ποιητής να είχε περάσει από τη γη, μόνο αυτός και κανένας άλλος, το ερώτημα που τέθηκε πρώτη φορά από τον Χέλντερλιν, «κι οι ποιητές τι χρειάζονται σε ένα μικρόψυχο καιρό;», ένα ερώτημα που αναπαρήχθη στη συνέχεια από σχετικούς και ασχέτους, αφελείς και επιτήδειους, θα είχε αυτομάτως μια απάντηση.

Άκης Δήμου: Δέκα σημεία σε έναν άδειο ορίζοντα

πηγή: http://www.parallaximag.gr




ΕΝΑ
Αντιγράφω από ένα κείμενο του Μάνου Χατζιδάκι, δημοσιευμένο το 1993, λίγο πριν το θάνατό του:«Βιώνουμε μέρα με τη μέρα περισσότερο το τμήμα του εαυτού μας που ή φοβάται ή δεν σκέφτεται, επιδιώκοντας όσο γίνεται περισσότερα οφέλη. Ώσπου να βρεθεί ο κατάλληλος «αρχηγός» που θα ηγηθεί αυτό το κατάπτυστο περιεχόμενό μας. Και τότε θα ‘ναι αργά για ν’ αντιδράσουμε. Ο νεοναζισμός είμαστε εσείς κι εμείς – όπως στη γνωστή παράσταση του Πιραντέλο. Είμαστε εσείς, εμείς και τα παιδιά μας. Δεχόμαστε να ‘μαστε απάνθρωποι μπρος στους φορείς του AIDS, από άγνοια αλλά και τόσο «ανθρώπινοι» και συγκαταβατικοί μπροστά στα ανθρωποειδή ερπετά του φασισμού, πάλι από άγνοια, αλλά κι από φόβο κι από συνήθεια.»
ΔΥΟ
Στη θέση της φωτογραφίας του προφίλ που διατηρεί στο facebook ο Γιώργος Ρουπακιάς  (με το όνομα Giwrgos RpK), εικονίζεται ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Στη μεγαλύτερη φωτογραφία (ένας φίλος μου είπε ότι τη λένε «φωτογραφία εξωφύλλου»),  ένας ρασοφόρος ανεμίζει μια ελληνική σημαία με φόντο έναν ουρανό που διασχίζεται από ένα μαχητικό αεροσκάφος. Στο άλμπουμ του μπορείς να δεις κι άλλες φωτογραφίες: ένα όπλο με την επιγραφή «Μολών Λαβέ», τον Ηλία Κασιδιάρη (κι από κάτω η λεζάντα «Αίμα και Τιμή Ηλία»), ενσταντανέ από εκδηλώσεις της Χρυσής Αυγής, την αφίσα της συγκέντρωσης διαμαρτυρίας του κόμματος «ενάντια στην εγκληματικότητα κατά των Ελλήνων»… Ο Ρουπακιάς - 45 χρονών, γεννημένος στην Αθήνα, από γονείς μετανάστες στη Γερμανία, έγγαμος και πατέρας ενός γιου και μιας κόρης - παλιότερα είχε δουλέψει σαν οδηγός βυτιοφόρου σε εταιρία πετρελαιοειδών και, ακόμα πιο παλιά, σε ιχθυοπωλεία που έχουν συγγενείς του στην ιχθυόσκαλα Κερατσινίου. Μετά, δεν δούλευε πουθενά. Στη θέση του επαγγέλματος στο προφίλ του δηλώνει εθνικιστής. Πληροφορίες λένε ότι πληρωνόταν για τις υπηρεσίες του στο Κόμμα.
ΤΡΙΑ
Στη διάρκεια συνέντευξής του στην τηλεόραση του ΣΚΑΙ την Τρίτη 13/2/2013, ο Ανδρέας Λοβέρδος – πρώην ΠΑΣΟΚ, πρώην Υπουργός, νυν αρχηγός κόμματος με το όνομα  « Συμφωνία για τη Νέα Ελλάδα», συγγραφέας του βιβλίου «Θέσεις για τη Νέα Ελληνική Ανόρθωση» - χαρακτήρισε την Χρυσή Αυγή «το πρώτο κίνημα που γεννιέται αυθεντικά μετά την Μεταπολίτευση». Είπε επίσης, ότι «βγάζοντας τα γενικά πολιτικά τους προτάγματα, η Χρυσή Αυγή μοιάζει με την υπόλοιπη αντιπολίτευση, λέει ό,τι λέει και ο ΣΥΡΙΖΑ. Πάνω σε μεγάλα προβλήματα, όπως το μεταναστευτικό, το παρεμπόριο και η έλλειψη ασφάλειας και αστυνόμευσης κάνει ακτιβισμό η ελληνική Χεζμπολάχ και παράγει εμπιστοσύνη και απολαμβάνει ποσοστά. Αυτό γιατί να το καταγγείλει κανείς;» Στα ξεφωνητά που σήκωσαν οι παραπάνω δηλώσεις, ο ίδιος απάντησε τσαντισμένος: «Σε ό,τι με αφορά προσωπικά, μαθήματα δημοκρατίας δεν δέχομαι από κανέναν. Πέρασα τις εξετάσεις μου στην κατάληψη του Πολυτεχνείου στη Θεσσαλονίκη, στις 16-17 Νοεμβρίου του 1973.» Με τι βαθμό απέφυγε να πει (μάλλον από σεμνότητα). Τις προάλλες, ο Ανδρέας Λοβέρδος –που δεν έχω καταλάβει τι και ποιους ακριβώς εκπροσωπεί- συναντήθηκε με τον Φώτη Κουβέλη και, σύμφωνα, με τα πολιτικά ρεπορτάζ, συμφώνησαν να συμπορευτούν προς την κατεύθυνση της άμεσης συγκρότησης του χώρου του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού, ενός τρίτου πολιτικού πόλου, μ’ άλλα λόγια, ανάμεσα στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ.

ΤΕΣΣΕΡΑ
Από την επιφυλλίδα του Δ. Ν. Μαρωνίτη, στο «Βήμα» της 22ας Σεπτεμβρίου: «Μήπως, μιλώντας για την κεντροαριστερά στις μέρες μας, μιλάμε για ένα φάντασμα; ένα όνομα που δεν φαίνεται να έχει πια (αν είχε ποτέ) πραγματικό (πολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό) αντίκρισμα, μήτε κεντρώο, μήτε αριστερό; Για να το πω αλλιώς: Αν υπάρχει έλλειμμα πολιτικής γραμμής και ουσίας τόσο στον κεντρώο όσο και στον αριστερό χώρο, αν το κομματικό Κέντρο (παροπλισμένο προς το παρόν) επωνύμως μόνο σοσιαλίζει, αν η κομματική Αριστερά (τριχοτομημένη πια) αριστερίζει τριπλώς, είτε ξεφωνίζοντας είτε ψελλίζοντας, μήπως τότε, με τους όρους αυτούς, προτείνεται η κεντροαριστερή συνουσία στο κενό;»
ΠΕΝΤΕ
Τη μέρα της κηδείας του Παύλου Φύσσα, στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, η Γιάννα Αγγελοπούλου, παρουσίασε την ελληνική έκδοση του αυτοβιογραφικού, διδακτικού της πονήματος που φέρει τον μινιμαλιστικό τίτλο «Γιάννα». Η συγγραφέας μίλησε, διαβάζω, «σε ένα ιδιαίτερα πυκνό και θερμό, στην πλειοψηφία του γυναικείο, κοινό», ανάμεσα στο οποίο - συμπληρώνω, έχοντας δει και τις σχετικές φωτογραφίες που τραβήχτηκαν και μοιράστηκαν αφειδώς, για ν’ ανοίξει λίγο η καρδιά μας - μπορείς να διακρίνεις πολλές «επώνυμες», αν και άνευ συγκεκριμένης ιδιότητας, κυρίες της πόλης μας, που έσπευσαν να μοιραστούν με την τιμώμενη συγγραφέα τα αποστάγματα της σοφίας της  και να ανταλλάξουν μετά, στο κοκτέιλ πάρτι που ακολούθησε, θαυμαστικά χαμόγελα και διευθύνσεις πλαστικών χειρουργών. Την εκθαμβωτική αυτή φθινοπωρινή βραδιά – ορόσημο για τον πολιτισμό της ταλαίπωρης πόλης μας,  διοργάνωσε το μηνιαίο life style γυναικείο περιοδικό “Close Up”. Κεντρικός ομιλητής στην εκδήλωση, ο δήμαρχος της πόλης, κ. Γιάννης Μπουτάρης.
ΕΞΙ
Αντιγράφω και πάλι, αυτή τη φορά από παλιότερη συνέντευξη του Βασίλη Παπαβασιλείου στην Έφη Μαρίνου:  «Ο άνθρωπος πρέπει να διαμορφώνει έναν εσωτερικό τόπο, ένα “αλωνάκι” με το οποίο θα έχει αλισβερίσι. Δεν είμαστε η δουλειά μας με όποιο εισόδημα, αλλά αυτό που μας προσπορίζει λόγο ύπαρξης. Ο άνθρωπος είναι πάντα μεγαλύτερος από το έργο που παράγει. Να μην είμαστε φροντιστηριακής νοημοσύνης, να αγαπάμε τις ερωτήσεις, να προσερχόμαστε στην απορία χωρίς τρόμο, να μπορούμε να αξιολογούμε πιο σοβαρά τα ερωτήματα παρά τις έτοιμες απαντήσεις των πάσης φύσεως λυσσάρηδων. Αυτό μας κρατά μ’ έναν τρόπο».
ΕΠΤΑ
Την περασμένη Κυριακή, η εφημερίδα «Πρώτο Θέμα», πιστή στο ραντεβού της με την ενημέρωσή μας, τη χυδαιότητα και την ασέβεια απέναντι στο νεκρό, κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδη μια φωτογραφία του Παύλου Φύσσα την ώρα που ξεψυχάει στην αγκαλιά της συντρόφου του. Οι αναγνώστες της προσήλθαν κοπαδιαστά στους πάγκους και την αγόρασαν με γλαρωμένα μάτια. Την άλλη μέρα, ψαλίδισαν προσεκτικά τα κουπόνια του σούπερ μάρκετ, που γενναιόδωρα προσφέρει η εφημερίδα, στέλνοντας το υπόλοιπο φύλλο (στην καλύτερη περίπτωση) στην ανακύκλωση. Ας σημειωθεί ότι, εκτός των κουπονιών, σε μια κίνηση άκρως υπαινικτική αλλά και εξόχως αυτοσαρκαστική, αυτή την εβδομάδα, η δημοφιλής εφημερίδα διένειμε και την ταινία «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους.»
ΟΚΤΩ
«Ο νεοναζισμός δεν είναι θεωρία, σκέψη και αναρχία. Είναι μια παράσταση. Εσείς κι εμείς. Και πρωταγωνιστεί ο Θάνατος.» Ο Μάνος Χατζιδάκις τότε. Για τώρα.
ΕΝΝΕΑ
Σε εκτενές άρθρο του στο τεύχος της 6ης Σεπτεμβρίου, το περιοδικό Newsweek αναφέρεται στους μετανάστες στην «σκληρά αφιλόξενη» Ελλάδα με αφορμή τους 1700 περίπου μετανάστες που «φιλοξενούνται» στο στρατόπεδο της Αμυγδαλέζας, ένα «αλά Γκουαντάναμο» στρατόπεδο, μακριά από την πόλη, μια «άσχημη θάλασσα τσιμέντου, που όμως το βράδυ με τα φώτα μετατρέπεται σε κάτι αόριστα όμορφο».  Ξεκινώντας με την τραγική ιστορία του Shehzad Luqman που δολοφονήθηκε βάναυσα στις 17 Ιανουαρίου στα Πετράλωνα από «νεοναζί δράστες», το άρθρο μιλάει για την ανεργία που έχει φτάσει στο 30% και που έχει τροφοδοτήσει την οργή στους δρόμους και την ξενοφοβία που οδηγεί σε εγκλήματα μίσους. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, σημειώνει το περιοδικό, περίπου 700.000 νόμιμοι μετανάστες αποτελούν το 6,5 τοις εκατό του πληθυσμού στην Ελλάδα. Το μέγεθος της πακιστανικής κοινότητας, μία από τις μεγαλύτερες, εκτιμάται ότι είναι περίπου 80.000. Μόνο 30.000 από αυτούς είναι νόμιμα στην Ελλάδα. Και συνεχίζει κάνοντας λόγο παρακάτω για ολιγωρία της αστυνομίας και για διασύνδεση της με εξτρεμιστικές οργανώσεις, επισημαίνοντας παράλληλα ότι «τα ΜΜΕ, σε μια προσπάθεια να μετατοπίσουν την προσοχή μακριά από  την οικονομική δυσπραγία της χώρας και τη συνεχή αύξηση των φόρων συχνά παπαγαλίζουν την ακροδεξιά ατζέντα. Αλλά και η κυβέρνηση προσπαθεί να δείξει τους μετανάστες ως συνυπεύθυνους για την κρίση και την υψηλή ανεργία, για να καλοπιάσει τους ψηφοφόρους. Έτσι δίνει στους εξτρεμιστές μεγαλύτερη βαρύτητα.»
ΔΕΚΑ
Ξανά ο Βασίλης Παπαβασιλείου: «Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, όσο αντέχεις, πρέπει να θυμίζεις ότι μια φορά δίνεται η ζωή. Κοιτάζω προς τα έξω, βλέπω όλα αυτά που στοιχειοθετούν λόγους άρνησης του κόσμου. Αλλά η ζωή είναι μία, πρέπει να τη ζήσω.(…) Κανείς δεν αναβάλλει τη ζωή του μέχρι ο κόσμος να γίνει δίκαιος. Αυτή την αντίφαση ζούμε: τη σκληρότητα του κόσμου και τη μοναδικότητα της ζωής.»  Κι αλλιώς, με τα λόγια του Χρήστου Βακαλόπουλου: «Το καλύτερο πράγμα που θα μπορούσε να μας συμβεί είναι αυτό που μας συμβαίνει κάθε στιγμή, γιατί οτιδήποτε άλλο δεν υπάρχει καν.»

26.9.13

Κυριάκος Αθανασιάδης: [Μετά το φονικό]

πηγή: http://www.exostispress.gr



竹刀  [Διορθώσεις]

   

Μετά το φονικό που όλοι αναμέναμε (ψέματα: προσδοκούσαμε — μη το γελιέστε), και εν όψει τής ανάληψης της προεδρίας τού Συμβουλίου τής ΕΕ από την Ελλάδα —δηλαδή, κατόπιν όχι και πολύ διακριτικών πιέσεων από την Ευρώπη—, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να κάνει κατιτί ας πούμε αυτονόητο: να ψάξει μέσα στα πολιτειακά όργανα για ναζί κρατικούς λειτουργούς που συνεργάζονται στενά με τη συμμορία του παράφρονος Μιχαλολιάκου και τη βοηθούν με ποικίλους τρόπους στα χτυπήματά της — αίφνης, στρατιωτικούς και αστυνομικούς. Είμαι μαζί της, έστω και έτσι, έστω και τόσο αργοπορημένα, έστω και τώρα που μοιάζει πρακτικώς αδύνατον να το πετύχει, καθώς το έργο είναι κολοσσιαίο, και οι αριθμοί των «έστω» απλών ψηφοφόρων των δολοφόνων μέσα στις τάξεις τής ΕΛΑΣ πελώριοι. Κι όλ’ αυτά, αν φυσικά υποθέσουμε, που εγώ δεν δύναμαι να το υποθέσω, ότι το εννοεί και θα το πάει μέχρι το τέλος — γιατί ούτε το εννοεί, ούτε θα το προχωρήσει: θα τεθούν σε διαθεσιμότητα μια χούφτα δευτεροκλασάτοι το πολύ. Όσο και να θέλουμε να πιστεύουμε το αντίθετο, η κυβέρνηση αυτή δεν εννόησε μέχρι σήμερα τίποτε από τα αυτονόητα που εκλήθη να διαχειριστεί, δεν προέβη σε καμία απολύτως μεταρρύθμιση, δεν τήρησε καμία συμφωνία με τους εταίρους μας. Οπότε, ας φανταστούμε, και ας ευχηθούμε, χάριν λόγου και παιδιάς (αλλά κυρίως: από ανάγκη), ότι τώρα δα θα τα καταφέρει. Και ότι ο στρατός και η αστυνομία θα χάσουν πολλά από τα ναζιστικά τους στελέχη, και οι μπράβοι της νύχτας τούς ένστολους προστάτες τους. Ας υποθέσουμε επίσης ότι θα ξαναρχίσει επιτέλους η συζήτηση για το Αντιρατσιστικό Νομοσχέδιο, που μπήκε στο δεξί κάτω-κάτω συρτάρι προ μηνών, και ότι θα καρποφορήσει και θα ψηφιστεί και θα περάσει, άμποτε, από τη Βουλή. Ας υποθέσουμε, ακόμη-ακόμη, με όπλο το νομοσχέδιο αυτό καταρχάς, αλλά και με το κυνήγι των ποινικών που απαρτίζουν τις ορδές τής ΧΑ, και που δε χρειάζονται κανέναν καινούργιο νόμο για να συλληφθούν, ότι θα ανασταλεί η λειτουργία της, θα τεθεί εκτός νόμου, δε θα κατέβει στις Ευρωεκλογές, θα φύγει από τις τηλεοράσεις και θα περιθωριοποιηθεί. Ναι. Θα είναι μια ωραία μέρα αυτή, που θα οφείλαμε να τη γιορτάσουμε με πανηγυρισμούς: ουσιαστικά, θα σήμαινε το πέρασμά μας σε μία εντελώς νέα περίοδο της Μεταπολίτευσης. Σωστά; Σωστά. Με μία διαφορά: όλα αυτά τα ωραία και απαραίτητα και χαρμόσυνα θα ξεπλύνουν τη δική μας ενοχή για τη φρίκη που αφήσαμε να γεννηθεί, και για τους φόνους που βοηθήσαμε να διαπραχθούν, και για τον πόνο που επιτρέψαμε να σκεπάσει τα πάντα — θα κάνουν να ξεχαστεί η βία που ξέρασε το δικό μας το στόμα, οι κατακόκκινες δικές μας σκέψεις μας, το τρίξιμο των δικών μας μυτερών κυνοδόντων. Και, μολονότι το φίδι θα έχει πατηθεί στο κεφάλι, αυτό, η αμεριμνησία του ανοήτου, θα κλωσήσει τα νέα του αβγά. Μέσα στο σπίτι μας. Κάτω από το κρεβάτι μας.

25.9.13

Τα καινούρια φρένα του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου;

του Τέλλου Φίλη

πηγή: http://www.parallaximag.gr/



Από την ταινία ΛΟΥΤΟΝ του Μιχάλη Κωνσταντάτου, που συμμετέχει αυτές τις μέρες                                        στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ του Σαν Σεμπάστιαν 
Τι είναι αυτό που ενόχλησε τόσο πολύ τον υπουργό Πολιτισμού κι αποφάσισε να αντικαταστήσει τον Γιώργο Παπαλιό στην προεδρία του ΕΚΚ; Φαντάζομαι πως το ίδιο αναρωτηθήκαμε όλοι μας όταν μάθαμε την παραίτηση του Παπαλιού ―για «προσωπικούς λόγους»―, η οποία έγινε αμέσως αποδεκτή. Λίγοι όμως θα μπορούσαν να υποθέσουν την ακατανόητη ενέργεια της αντικατάστασής του, με κάτι από τη μυρωδιά των χρόνων που η Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών και οι λοιπές συνδικαλιστικές δυνάμεις έλυναν κι έδεναν στο Κέντρο. Κι ενώ η επίσημη πολιτική της κυβέρνησης, μόλις 100 μέρες πριν, μιλούσε για «ιερές αγελάδες» στην ΕΡΤ και με τα γνωστά της, ακατανόητα επίσης, επιχειρήματα και πράξεις, έβαζε μαύρο στις δημόσιες συχνότητας, η ίδια αυτή κυβέρνηση, διά του υπουργού της, μοίρασε το παρακάτω δελτίο Τύπου:
Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού κ. Πάνου Παναγιωτόπουλου ανατίθενται τα καθήκοντα του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου στον σκηνοθέτη κ. Τώνη Λυκουρέση. Τα καθήκοντα του αντιπροέδρου αναλαμβάνει η παραγωγός κινηματογράφου κα Φοίβη Αγγελοπούλου, ενώ ο συγγραφέας και σεναριογράφος κ. Πέτρος Μάρκαρης θα είναι το νέο μέλος του διοικητικού συμβουλίου. Η υπόλοιπη σύνθεση του Δ.Σ. παραμένει ως έχει. Τα καθήκοντα του γενικού διευθυντή του ΕΚΚ θα εξακολουθήσει να ασκεί ο κ. Γρηγόρης Καραντινάκης. «Η διοίκηση του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου υπό τη νέα της σύνθεση κάνει ένα νέο ξεκίνημα», δήλωσε σχετικά ο κ. Παναγιωτόπουλος. «Ο ελληνικός κινηματογράφος διανύει μια περίοδο κατά την οποία οι οικονομικοί πόροι είναι λίγοι. Και όμως οι ελπίδες είναι πολλές. Αυτό οφείλεται στο ταλέντο, στο πείσμα, στη φαντασία, στη δημιουργικότητα και στη σκληρή δουλειά όλων των ανθρώπων του χώρου. Να στηρίξουμε μαζί τη νέα προσπάθεια. Το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού είναι έτοιμο να ακούσει όλους και να συνεργαστεί με όλους για το καλύτερο».
Μάλιστα. Πέρα από το αναμφισβήτητο συμπέρασμα ότι η σύνταξη στα 68 είναι μύθος, αναρωτιέμαι αν το να επιλέξεις άτομα που βεβαίως αντιπροσωπεύουν μια άλλη γενιά δημιουργών, άλλης αισθητικής και νοοτροπίας, βοηθά σε κάτι το ΕΚΚ, και μάλιστα σε μια από τις καλύτερες στιγμές του· του ΕΚΚ που εξακολουθεί και υπάρχει έστω και με γενναία περικοπή της χρηματοδότησής του, έχοντας μια θριαμβευτική πορεία στα φεστιβάλ του κόσμου, κι έχοντας στα σκαριά ταινίες όπως τις: ΛΟΥΤΟΝ του Μιχάλη Κωνσταντάτου ΞΕΝΙΑ του Πανου Κούτρα, ΓΚΡΙΖΟ ΦΩΣ του Γιαννη Οικονομίδη, ΣΑΡΩΜΑ του Σύλλα Τζουμέρκα, ΟΧΘΕΣ του Παναγιώτη Καρκανεβάτου, ΤΕΤΑΡΤΗ 04:45 του Νίκου Αλεξίου.
H Φ. Αγγελοπούλου έχει διατελέσει production manager σε 11 ταινίες από το 1971 έως σημερα.Οι 8 απ'αυτες ήταν του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Ο Τ. Λυκουρέσης έκανε την πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο ως ηθοποιός στην Αναπαράσταση του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ενώ ο Πέτρος Μαρκαρης υπήρξε σεναριογράφος σε 11 ταινίες του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, ηθοποιός σε 2 ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου και σεναριογράφος σε 1 ταινία του Τόνυ Λυκουρέση. 
Σκέφτομαι αν η επιλογή των συγκεκριμένων προσώπων, που είναι καθ’ όλα σεβαστά, κι έχουν όλα ένα παρελθόν στον κινηματογράφο, είναι η καλύτερη επιλογή για την συνέχιση της εντυπωσιακής πορείας που ξεκίνησε με τους Γιώργο Λάνθιμο, Αθηνά-Ραχήλ Τσαγγάρη, Μενέλαο Καραμαγγιώλη, Βαρδή Μαρινάκη, Φίλιππο Τσίτο, Πέννυ Παναγιωτοπούλου, Έκτορα Λυγίζο, Αλέξανδρο Αβρανά, και τόσους άλλους νέους δημιουργούς, οι οποίοι έχουν κατακτήσει ―όχι με τη συνδικαλιστική τους δράση ή βάσει κάποιας νοητής επετηρίδας στη χρηματοδότηση των ταινιών τους― την παγκόσμια κινηματογραφική κριτική κι αρκετοί απ’ αυτούς μέρος του ελληνικού κοινού που αντιστέκεται στις τηλεοπτικότητες. 
Κι αναρωτιέμαι: γιατί αυτή η κυβέρνηση μισεί τόσο αυτόν τον σύγχρονο κινηματογράφο; Γιατί πιστεύει τόσο στο παρελθόν; Γιατί κοιτάει καχύποπτα το μέλλον; Γιατί δεν τολμά πραγματικά να κάνει το ριζοσπαστικά κοσμοπολίτικο άνοιγμα προς τα έξω; Και τέλος: γιατί ενώ υπάρχουν, όχι πολλά, αλλά αρκετά πρόσωπα να επανδρώσουν το ΕΚΚ, με πείρα και συμμετοχή σε ξένα φεστιβάλ και κατέχοντα τη γλώσσα των διεθνών αγορών του κινηματογράφου σήμερα, επιλέγει πρόσωπα που τη νέα θέση τους ―και λογικό είναι― θα τη δουν ως επιβράβευση της μέχρι τώρα πορείας τους στον χώρο, αλλά που φύσει και θέσει αδυνατούν να οδηγήσουν το ελληνικό σινεμά στη μονή προοπτική που του αξίζει. Την προοπτική των ξένων αγορών, των συμπαραγωγών, των συμμετοχών σε φεστιβάλ και της αποτύπωσης της νέας αισθητικής των δημιουργών μας, πέρα και πάνω από μικροπολιτικές σκοπιμότητες κι επιρροές.
Δεν έχω παρά να ευχηθώ γερό στομάχι κι υπομονή στον ακάματο Γρηγόρη Καραντινάκη, τον βετεράνο Αλέξη Γρίβη και σε 2-3 κορίτσια ακόμη, που ξέρω ότι “σκίζονται” για το καλύτερο, για την απρόσκοπτη συνέχεια της τόσο καλής εικόνας του ελληνικού κινηματογράφου διεθνώς.
Γιώργος Παπαλιός και Τέλλος Φίλης στην πρεμιέρα του Κυνόδοντα στα σκαλιά του «Δαναού» στην Αθήνα

Μεγαλοκοπέλα, άσχημη και χωρίς γκόμενο

Α, και εκπαιδευτικός. Και χρυσαυγίτισσα. 

του Μ. Ηulot

πηγή: www.lifo.gr



Κυριακή, νωρίς το απόγευμα στην Αυλή, το «καπηλειό» στου Ψυρρή. Το στενό που κάποτε ήταν ο κοινόχρηστος χώρος των αντικριστών σπιτιών, τώρα είναι ένα φοιτητοστέκι που είναι πάντα τίγκα, ό,τι ώρα και να περάσεις. Πρέπει να έχεις μεγάλη τύχη για να βρεις τραπέζι. 

Χθες σταθήκαμε τυχεροί. Έτσι νομίσαμε. Την ώρα που μπαίναμε, ένα ζευγάρι πλήρωνε για να φύγει. Έτσι, καθίσαμε δίπλα σε τρεις μεγαλοκοπέλες που δεν ξέρω αν είχαν ήδη φάει ή μπορούσαν να μιλάνε με γεμάτο το στόμα, πάντως δεν το έκλεισαν ούτε λεπτό. Η μία είχε μία βραχνή, εκνευριστική φωνή που τη χρησιμοποιούσε με όλη την ένταση και επαναλάμβανε συνέχεια και συνέχεια ότι δεν έχει γκόμενο, ότι είναι σε διάσταση με τον σύζυγό της και ότι είναι από τη Μυτιλήνη. Επίσης, διαλαλούσε ότι είναι δασκάλα. Αν έτσι είναι οι δασκάλες του σημερινού σχολείου, θα προτιμούσα το παιδί μου να μείνει στο σπίτι, δεν θα ήθελα να έχει καμία επαφή με τέτοιον εκπαιδευτικό. [ΟΚ, δεν έχω παιδί]. 

Αφού λογόφερε με τον απέναντι, έναν πάρα πολύ ανεκτικό και ήρεμο κύριο -που τον συνόδευαν δύο επίσης ευγενικές κυρίες, τέρατα ψυχραιμίας- επειδή της έκανε μία παρατήρηση [δεν άκουσα τι της είπε, αλλά εκείνη ούρλιαζε: «δεν έχω κανένα πρόβλημα να πω ότι δεν έχω γκόμενο»] άρχισε ένα παραλήρημα ασυναρτησιών περί ελευθερίας και δημοκρατίας -ότι δεν πιστεύει στη δημοκρατία κι ότι πρέπει να καταργηθεί. Κι όταν ο κύριος της είπε «τότε, Εύα» [Εύα την έλεγαν] «να σταματήσει εδώ η κουβέντα μας, γιατί δεν θέλω να κάνω διάλογο με φασίστες», την έπιασε αμόκ και άρχισε να φωνάζει «ναι, φασίστρια είμαι και ψηφίζω χρυσή αυγή, έχεις ’κανα πρόβλημα;» (υπενθυμίζω ότι αυτή η κοπέλα είναι δασκάλα).  

Η Εύα δεν είχε κανένα πρόβλημα να φωνάζει σαν τρελή «είμαι φασίστρια και ψηφίζω χρυσή αυγή, ρε», όση ώρα οι τρεις απέναντί της συνέχιζαν να της μιλούν κόσμια και προσπαθούσαν να την καλμάρουν, αλλά κανείς από τα γύρω τραπέζια δεν αντέδρασε, συνεχίσαμε να τρώμε το φαΐ μας και να πίνουμε μπίρες. Θα μου πεις τι να κάνεις; Να ασχοληθείς με μια τρελή που μπορεί και να είχε γίνει τύφλα και να μην ήξερε τι έλεγε; Να επέμβεις στο παραλήρημα κάποιας που τσίριζε και έλεγε επανειλημμένα «δεν έχω γκόμενο» [θα πρέπει να το ακούσαμε πάνω από είκοσι φορές σε σαράντα λεπτά] και διαλαλούσε ότι ψηφίζει χρυσή αυγή; Τι ωφελεί ο διάλογος με κάποιον ανεγκέφαλο, ηλίθιο, αγριάνθρωπο; 

Είναι μάταιο να προσπαθείς να τα βάλεις με τη βλακεία. Είναι πολύ δύσκολο να τη διαχειριστείς και χρειάζεται να είσαι τέρας ψυχραιμίας για να την αντέξεις [θαύμασα πραγματικά τη μία από τις δυο κυρίες που της μιλούσε λες και απευθυνόταν σε 5χρονο παιδάκι, απίστευτα γλυκά και συγκρατημένα, ακόμα κι όταν η ακαταλόγιστη ετοιμαζόταν να τους φέρει όλο το τραπέζι στο κεφάλι].     

Η αλήθεια είναι ότι ελάχιστες φορές έχω συγχιστεί τόσο. Μέσα στο κεφάλι μου έφαγε πολλές μπουνιές κι άλλα τόσα χαστούκια, κι ευτυχώς που έχεις κι αυτή τη δυνατότητα να κάνεις ό,τι θέλεις μέσα στο μυαλό σου για να εκτονώνεσαι και να προλαβαίνεις το κακό. Και μη μου πεις ότι δεν έχεις «σκοτώσει» κανέναν κάγκουρα οδηγό που περνάει τα φανάρια με κόκκινο ή τον νταλικιέρη που σου κλείνει το δρόμο και δεν σε αφήνει να τον προσπεράσεις, ή δεν έχεις «χαστουκίσει» την ξινή στην υπηρεσία που βαριέται να σε εξυπηρετήσει. Δεν το κάνεις όμως στ’ αλήθεια. Συγκρατιέσαι, γιατί αν δεν συγκρατηθείς γίνεσαι ίδιος και χειρότερος με αυτά που μισείς, επειδή η βία δεν είναι λύση κλπ. κλπ. Παίρνεις βαθιές ανάσες, σκέφτεσαι λογικά και χαλαρώνεις. Και μετά, όταν γυρίσεις στο σπίτι, το ξανασκέφτεσαι και ξανασυγχίζεσαι και αισθάνεσαι βλάκας που δεν ξέρεις ούτε πώς είναι ορθό να αντιδράσεις ούτε πώς να το χειριστείς.   

Μετά από ένα μαρτυρικό 40λεπτο πλήρωσαν το λογαριασμό, αντάλλαξαν και τηλέφωνα με τους απέναντι και έφυγαν. Και μας ησύχασε λίγο το κεφάλι. Βγαίνοντας από το μαγαζί μετά από ώρα, είδαμε την Εύα και τις φίλες της έξω στο δρόμο να παίρνουν τα τηλέφωνα δυο νεαρών με ξυρισμένα κεφάλια -ο ένας από αυτούς έλεγε στην ακαταλόγιστη «θα περιμένω να με πάρεις». Τα γκαρίσματά της «δεν έχω γκόμενο» είχαν πιάσει τόπο.

24.9.13

Τα μηνύματα και οι αποδέκτες τους

του Δημήτρη Χριστόπουλου

πηγή: www.kathimerini.gr




Προσπαθώ να βάλω σε τάξη τα μηνύματα που στέλνει η δολοφονία Φύσσα και καταλήγω στα εξής:

1ον: προς τη Δεξιά. Φαίνεται πως ένα κομμάτι της ελληνικής Δεξιάς, το οποίο εκφράζεται κυρίως στο επικοινωνιακό επιτελείο του πρωθυπουργού, νομίζει πως έχει εκλογικό κέρδος από τη στρατηγική της έντασης που έχουν επιλέξει οι ναζί. Πιστεύει δηλαδή ότι τα στυγερά κακουργήματα, όπως το προχθεσινό, θα επαναπατρίσουν στην ιστορική κοιτίδα του, το πολιτικό ακροατήριο που απομακρύνθηκε αγανακτισμένο προς τη Χ.Α. Ετσι, λοιπόν θα επιβεβαιωθεί η θεωρία των «δύο άκρων», με το «κέντρο», δηλαδή τη Δεξιά, να προσπαθεί να βάλει σε τάξη τον τόπο. Η θεωρία αυτή είναι επικίνδυνη και ανιστόρητη. Η ελληνική, αλλά και ολόκληρη η ευρωπαϊκή ιστορία του 20ού αιώνα δείχνει ότι, σε συνθήκες πόλωσης, η Δεξιά ωθείται στη συνεργασία με το άκρο της με προφανές κίνητρο την πολιτική εδραίωση απέναντι στην αριστερή απειλή και αποτέλεσμα την αλλοίωση του δημοκρατικού χαρακτήρα του πολιτεύματος. Το μήνυμα εδώ είναι να σταματήσει αυτή η τοξική καραμέλα που θέτει εκποδών το πολίτευμα και να απομονωθούν πολιτικά οι εκφραστές της.

2ον: προς την Αριστερά. Ενα κομμάτι της Αριστεράς είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμο να πατήσει την πεπονόφλουδα της στρατηγικής της έντασης και να απαντήσει. Αν ολισθήσει στη βία, τότε η πρόκληση αυτή θα έχει επιτελέσει τον στόχο της που είναι ακριβώς η εξώθηση των πιο ακραίων τμημάτων της Αριστεράς και τμημάτων του μεταναστευτικού πληθυσμού στη βία και κατόπιν στη σύρραξη. Αυτή είναι ακριβώς η στόχευση της Χ.Α.: να εμφανιστεί η ίδια ενώπιον των Ελλήνων νοικοκυραίων και να θέσει το ερώτημα «με μας ή με αυτούς;». Ετσι, η αυτοεκπληρούμενη προφητεία του εμφυλίου πολέμου που έχουν θέσει οι νεοναζί θα εκπληρωθεί. Η Αριστερά πρέπει όμως να προσέξει και κάτι άλλο: τη συλλήβδην πρόσληψη της Δεξιάς ως Ακροδεξιά. Οι παλαιότεροι θα θυμούνται ότι στη δεκαετία του ’80, η λέξη «φασίστας» ήταν καραμέλα στο στόμα κάθε «δημοκρατικού πολίτη» και έδειχνε έναν πολιτικό χώρο πολύ πιο διευρυμένο από τον φασιστικό που τότε είχε σιγήσει. Σήμερα που το κτήνος βρυχάται, το να τσουβαλιάζεται στον ίδια μήτρα -αυτή του φασισμού- κάθε ταξική πολιτική, είναι εγκληματικό. Το μήνυμα εδώ είναι ότι ο παν-φασισμός είναι νοσηρή συνταγή και για τον λόγο αυτό πρέπει να πάψει.

3ον: προς την Πολιτεία. Ιστορικά, η συντεταγμένη εξουσία στην Ελλάδα έχει αναπτύξει δυναμικά ειδύλλια με την ακροδεξιά, τα οποία παρά τη διακοπή τους, δείχνουν να αντέχουν στον χρόνο. Ο στρατός, η εκκλησία, η δικαιοσύνη και η εκκλησία έχουν υπάρξει οι κατεξοχήν βραχίονες ενός κράτους «εθνικού και ιδεολόγου», όπως το ελληνικό στη μείζονα διαδρομή του στον 20ό αιώνα. Φαίνεται πως στις μέρες μας, κάποιοι θύλακες στο εσωτερικό αυτών των πολιτειακών μηχανισμών επιθυμούν να ανασυστήσουν το ειδύλλιο αυτό. Η ατιμωρησία της ναζιστικής βίας, είτε είναι προϊόν ανοχής λόγω συμπάθειας είτε απόστασης λόγω φόβου, είναι πραγματικά καινοφανής για ευρωπαϊκά δεδομένα. Η απροσχημάτιστη εκφορά μισαλλόδοξου λόγου από πολιτειακούς λειτουργούς, που σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες θα οδηγούσε σε ενεργοποίηση του Ποινικού Κώδικα, και το απόλυτο έλλειμμα λογοδοσίας είναι ένας ακόμη δίαυλος τροφοδοσίας του ναζισμού. Εδώ λοιπόν θέλει πολιτική βούληση. Χρειάστηκε μια δολοφονία προκειμένου να ζητηθεί η εφαρμογή της σχετικής ποινικής νομοθεσίας περί εγκληματικής οργάνωσης για 32 εγκλήματα που έχουν ήδη γίνει. Τόσο καιρό, η δικαιοσύνη τι περίμενε; Για τον λόγο αυτό, η συζήτηση περί ενίσχυσης του ποινικού οπλοστασίου μου φαίνεται ένας επικοινωνιακός αντιπερισπασμός. Οταν μια έννομη τάξη τιμωρεί τον βιασμό και οι βιαστές κυκλοφορούν ελεύθεροι, το ζητούμενο δεν είναι να αυστηροποιήσουμε τη νομοθεσία, αλλά να την εφαρμόσουμε. Αν την εφαρμόσουμε και δούμε ότι έχει κενά, το συζητάμε. Αυτό το μήνυμα σημαίνει κράτος δικαίου.

4ον: προς τους διεθνείς παράγοντες. Η υφήλιος παρακολουθεί εμβρόντητη την ολίσθηση της «χώρας που γέννησε τη δημοκρατία» στην πολιτική βία και τον διχασμό. Αν όμως οι θεράποντες της τρόικας είχαν διαβάσει το ιστορικό του ασθενούς θα έβλεπαν ότι η θεραπεία της ανατροφοδοτούμενης λιτότητας και ύφεσης έχει τραγικές, πλην όμως προβλέψιμες, παρενέργειες στο πολιτικό πεδίο: την άνοδο της ακροδεξιάς. Η τοξικότητα αυτή δύσκολα συμμαζεύεται μόνο σε ένα κράτος. Η «Καθημερινή» προσφέρει από την προηγούμενη Κυριακή το έξοχο βιβλίο «Σκοτεινή ήπειρος» του Μ. Μαζάουερ. Διαβάζω λοιπόν στο οπισθόφυλλο: «Η Ευρώπη στον εικοστό αιώνα δεν ήταν η φυσική πατρίδα της ελευθερίας και της δημοκρατίας, αλλά μάλλον ένα εφιαλτικό εργαστήρι κοινωνικού και πολιτικού πειραματισμού. Εκεί κατέλυσε και ανάπλασε πολλές φορές τον εαυτό της μέσα από τον πόλεμο, την επανάσταση, τον οικονομικό και ιδεολογικό ανταγωνισμό». Κάποιοι διανοούμενοι (και) στην Ελλάδα νόμιζαν ότι αυτή η ιστορία τελείωσε (με happy end). Τώρα αντιλαμβάνονται ότι το ευρωπαϊκό έργο είναι ουσιωδώς απρόβλεπτο. Το μήνυμα εδώ είναι ότι το ελληνικό είναι, υπ’ αυτήν την έννοια, ένα ακραίο ευρωπαϊκό σύμπτωμα.

Αν ληφθούν τα μηνύματα αυτά, τότε μπορεί να φτάσει με πειστικό τρόπο το κυρίως μήνυμα στον αυτουργό του εγκλήματος. Για να δούμε...


Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Μνήμες Λογοτεχνικής Σκηνής


του Κώστα Μαρίνου


πηγή: www.makthes.gr (εφημερίδα Θεσσαλονίκη, 23.9.2013)



Από τα αφιερώματα της Λογοτεχνικής Σκηνής στον Καβάφη
(φωτογραφία: Χάρης Μαρκίδης)

Μπορεί η Λογοτεχνική Σκηνή να ολοκληρώθηκε, αλλά αφήνει πίσω της μια κληρονομιά σημαντική και μία υποθήκη που δεν πρέπει να αγνοηθεί την επόμενη χρονιά.

Θα αρκούσαν και μόνο τα αφιερώματα στον Κ.Π. Καβάφη που έγιναν το τριήμερο, για να αντιληφθούν οι πάσης φύσεως υπεύθυνοι πόσες ευθύνες αναλαμβάνουν, ώστε να συνεχισθεί και να τονωθεί η Λογοτεχνική Σκηνή, ο θεσμός ο αφιερωμένος στη λογοτεχνία του “παρά θίν’ αλός” του δήμου Καλαμαριάς.

“Και να σκεφθείς ότι είναι ερασιτέχνες” έλεγε ο Γιώργος Κορδομενίδης το βράδυ του Σαββάτου 14 Σεπτεμβρίου, μετά το αναλόγιο με θέμα “Ο οικουμενικός ποιητής Κ.Π. Καβάφης”. Με τη σκηνοθετική φροντίδα του Γιάννη Σκαραγκά, ακολουθώντας τη χορογραφία της Ιωάννας Μήτσικα και σε επιμέλεια του Τέλλου Φίλη, εννέα άντρες με επικεφαλής τον ποιητή, βιβλιογράφο και κριτικό Δημήτρη Δασκαλόπουλο, που εκπροσωπούσε τη φωνή του ποιητή, είχαν αποδώσει σε πολλές γλώσσες ένα ποίημα του Καβάφη ως μια λειτουργία, καθώς οι Έλιο Φοίβος Μπέικο και Απόστολος Κολίτσας απέδιδαν με τη σωματικότητά τους το πνεύμα του ποιήματος αλλά και τη μετάπλαση από τον Καβάφη των πιθανών βιωμάτων του σε ποιητικό λόγο.


Από το χάπενινγκ «Ο οικουμενικός ποιητής Κ. Π. Καβάφης»,
σκηνοθεσία: Γιάννης Σκαραγκάς, χορογραφία: Ιωάννα Μήτσικα
(φωτογραφία: Χάρης Μαρκίδης)

Ο όρος περφόρμανς ίσως δεν αποδίδει το περιεχόμενο εκείνου του αφιερώματος, όμως το υψηλό γούστο με το οποίο στήθηκε θα πρέπει να αποτελέσει υπόδειγμα. Σε ανάλογο υψηλό επίπεδο κινήθηκαν και οι αποδόσεις του “Θυμήσου, σώμα” από την ομάδα “Εκτός Άξονα” και από τη ΝΕΜ/ΜΕΝ τα βράδια της Παρασκευής και της Κυριακής στα άλλα δύο αφιερώματα στον αλεξανδρινό ποιητή.

Όμως η βάση της Λογοτεχνικής Σκηνής είναι ο λόγος των ποιητών και των πεζογράφων, “αυτός που συνήθως δεν ακούγεται” όπως έλεγε πριν από καιρό ο Γιώργος Κορδομενίδης. Φέτος στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Καλαμαριάς ανέβηκαν ο Τίτος Πατρίκιος και ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος. Η Τζένη Μαστοράκη και η Μαρία Στασινοπούλου και τόσοι άλλοι από τη Θεσσαλονίκη, την Κοζάνη, την Καβάλα, τη Βέροια, τη Δράμα. Αλλά και ξένοι που μετέφεραν διά στόματος Σουηδών, Τούρκων, Σέρβων και Βουλγάρων τον μουσικό ήχο της ποίησης και τον ρυθμό των λέξεων στο πεζογραφικό τους έργο.


Επάνω, από αριστερά: Τίτος Πατρίκιος, Νάντια Ραντούλοβα, Τόντορ Τόντοροβ, Δημήτρης Δασκαλόπουλος
Κάτω, από αριστερά: Τζένη Μαστοράκη, Μαρία Στασινοπούλου, Γιάννης Σκαραγκας, Γλυκερία Μπασδέκη
(φωτογραφίες: Μεχμέτ Αλή Οζτσομπανλάρ, Χάρης Μαρκίδης)

Αυτό είναι το μεγάλο δώρο που είχε κάνει πέρυσι η Λογοτεχνική Σκηνή και το πρόσφερε και φέτος. Το ποίημα και το πεζογράφημα αποκτά ένα επιπρόσθετο νόημα όταν λέγεται από τον ίδιο τον δημιουργό του με το κόμπιασμα ή τη βραχνάδα της φωνής, με τη στάση του σώματός του να προσδίδει νέα νοήματα σε όσα λέγονται. Και δεν πρέπει να ανησυχεί κανείς. Η ζωντανή παρουσία τους κάθε άλλο παρά οδηγεί στην απομυθοποίηση της έννοιας “λογοτέχνης”.

22.9.13

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος για τα 100 τεύχη του «Εντευκτηρίου»

Χειρόγραφο του Ντίνου Χριστιανόπουλο για τα 100 τεύχη του Εντευκτηρίου.


Δείτε τα περιεχόμενα του τεύχους 100 εδώ. Το τεύχος θα βρίσκεται στα ενημερωμένα βιβλιοπωλεία μέχρι τις 20 Οκτωβρίου.

21.9.13

Ο Επίλογος από το αξεπέραστο «Χάος» των Ταβιάνι

«Τώρα που πέθανες και δεν με σκέφτεσαι πια δεν είμαι ζωντανός για σένα. Και δεν θα είμαι ποτέ.» Έχω βουρκώσει αμέτρητες φορές στα λόγια αυτά του Λουίτζι (Πιραντέλο) προς τη φιγούρα της νεκρής μητέρας του. 

Γ.Κ.

Η Τζένη Μαστοράκη διαβάζει ποίημα

του Άκη Δήμου

πηγή: www.parallaximag.gr



«Τα σπίτια που έφτιαχναν άλλοτε, έμεναν κούφια από κάτω, και τους χώρους εκείνους τούς έλεγαν τότε «κελάρι». Εκεί μέσα φυλάγονταν διάφορα πράγματα: παλαιός ρουχισμός, υποδήματα, τιμαλφή και ωραία γυαλιά, παγερά νυφικά και λευκώματα, υπολείμματα επίπλων με δύσκολο όνομα και, συχνά, κάποια πρόσωπα
που πολύ αγαπήθηκαν.
Στην περίπτωση αυτή, τα φιλούσαν σφιχτά και τα κλείδωναν, και αμέσως μετά
χτίζαν όλες τις πόρτες, για να μην τις ανοίξουν και φύγουν.
Και καθώς δεν υπήρχε διέξοδος, και οι τοίχοι γερά μαγκωμένοι, εκρατούσαν καλά των παλιών οι αγάπες, και τις νόμιζαν όλοι γι’ αθάνατες.»
Τριάντα χρόνια με ακολουθεί αυτό το ποίημα. Από το 1983, που το βρήκα τυπωμένο στις «Ιστορίες για τα βαθιά», ένα σωρό φορές πήγα κι ήρθα μεταφέροντας το κρυμμένο φορτίο του. Με τα πολλά, το ‘μαθα πια απ’ έξω και  σε ανύποπτο χρόνο με πιάνω να το νοσταλγώ, απορώντας που δεν έχει ακόμη θαμπώσει η πρώτη μου εντύπωση. Τις «Ιστορίες..» εκείνες, ακολούθησαν μερικές άλλες, έξι χρόνια μετά, τυπωμένες όλες σε μια συλλογή που τη λένε «Μ’ ένα στεφάνι φως». Κάποιες τις έμαθα και κείνες και τις περπατάω κανένα απόγευμα, δεν είναι τώρα η ώρα… Από τότε, η Τζένη Μαστοράκη δεν έγραψε άλλο ποίημα. Ή μπορεί και να έγραψε, μπορεί, ανάμεσα στα «έγγραφά της» να φέγγουν κάποια ακόμα και μερικά βράδια, αργά, πολύ αργά, να σκύβει και να τα διορθώνει ξανά και ξανά, αποφασισμένη, ωστόσο, να τα κρατήσει θαμμένα. Σίγουρα έχει τους λόγους της. Εξάλλου, «κανένας στίχος δεν παρηγόρησε στ’ αλήθεια κανέναν», η ίδια το λέει.  Μπορεί και να ‘χει δίκιο, αν και κάποιους που ξέρω, μερικοί στίχοι τους σήκωσαν λίγο, καλύτερα να πεις τους έσπρωξαν - πώς καμιά φορά εκεί που περπατάς περνάει ένας αέρας δίπλα σου κι αλλάζεις για μια στιγμή βλέμμα και βήμα για να τον κρατήσεις και να κρατηθείς από πάνω του;

Ας είναι. Το θέμα είναι ότι η Τζένη Μαστοράκη δεν τα θέλει πια τα ποιήματα, κερδίζει αλλιώς το παιχνίδι των χρησμών, μεταφράζει για το θέατρο, μεταφράζει λογοτεχνία, καταπιάνεται πάλι με το τον Salinger και το “Catcher in the rye”, καιρό πολύ μετά την πρώτη της εκείνη μυθική μετάφραση συνεχίζει να ξεφλουδίζει τη σάρκα των  λέξεων, πεισμωμένη που «καμιά λέξη δεν διαρκεί για πάντα». Τα βράδια, λέω, το σπίτι της θ’ ανοίγει σαν δάσος κι  εκείνη, κουλουριασμένη, θα παραφυλάει στις κουφάλες επίθετα, ρήματα και ουσιαστικά, διώχνοντας κάθε τόσο τους ξυλοκόπους που πάνε να την ξεγελάσουν με τα τρισβάρβαρα ελληνικά τους. 
Πολλές φορές αναρωτήθηκα πόση καθημερινότητα χωράει σ’ όλο αυτό κι ύστερα ξεχνούσα να ρωτήσω, ξεχνούσα και την ίδια τη Μαστοράκη, για να την ξαναθυμηθώ μετά –όλο και κάποια αφορμή επινοούσα-  και ν’ αρχίσω να την ψάχνω από δω κι από κει, συλλέγοντας πληροφορίες κι αδέσποτα λόγια της από συνεντεύξεις και κείμενά της.
Την Κυριακή που μας πέρασε ανέβηκα στην Καλαμαριά να την ακούσω. Είχε αναγγελθεί η ανάγνωση ποιημάτων της από την ίδια, σε μια από τις σπάνιες εμφανίσεις της, που πρέπει να πιστωθεί στον Γιώργο Κορδομενίδη που την έπεισε. Στη Λογοτεχνική του Σκηνή εξάλλου, και στη σκηνή του θεάτρου Μελίνα Μερκούρη θα συνέβαινε.
Στο λεωφορείο σκεφτόμουν δυο – τρία πράγματα που ήξερα γι’ αυτήν: ότι  στα πιο κρυφά της όνειρα ήθελε να γίνει μπαλαρίνα και κάποιος συγγενής της δώρισε ένα ζευγάρι  ροζ πουέντ που αποδείχτηκαν δυο νούμερα μικρότερες. Ότι δεν πιστεύει στις αρετές (αλλά εκτιμάει πολύ τη γενναιοδωρία) κι ότι στην παιδική της ηλικία ένα κουνέλι –που την αγαπούσε δυο μήνες και την έμαθε να μην εμπιστεύεται κανέναν - την επηρέασε καθοριστικά. Ότι έκλαψε στο τελευταίο επεισόδιο του Homeland και, πολύ πιο μικρή, στο «Κορίτσι με τα παραμύθια» με τη Βουγιουκλάκη κι ότι, αν ήταν να ξαναγυρίσει στη ζωή, θα ήθελε να βρεθεί αδέσποτη γάτα σε ζωόφιλη γειτονιά – στίξεις μιας βιογραφίας ανορθόδοξης, που ίσως και να την περιγράφουν καλύτερα. Θυμήθηκα κι ένα άλλο ποίημά της, αυτό για τον Δούρειο Ίππο που είπε «όχι, δε θα δεχτώ δημοσιογράφους, κι είπαν γιατί, κι είπε πως δεν ήξερε τίποτα για το φονικό. Κι ύστερα, εκείνος έτρωγε ελαφρά τα βράδια και μικρός είχε δουλέψει ένα φεγγάρι αλογάκι σε λούνα παρκ.»
Με τούτα και με κείνα, κατέβηκα δυο στάσεις παρακάτω. Γύρισα πίσω κι έκατσα στην πλατεία. Μια ομάδα μουσικών (καθηγητών στο Α.Π.Θ.) έπαιζαν τζαζ. Δεν ήμασταν πολλοί, ήμασταν τόσοι όσοι έπρεπε, πράγμα που μου φάνηκε λογικό και απολύτως συνεπές για μια γυναίκα που αποτελεί κεφάλαιο, το οποίο ποτέ δεν διανοήθηκε να εξαργυρώσει με οποιασδήποτε μορφής δημοσιότητα, για μια στιλπνή, αθόρυβη γυναίκα, τέλος πάντων, που ανέβηκε στη σκηνή με κάτι απ’ τη σιγουριά του έφηβου που τον βλέπει το φράχτη μπροστά του αλλά λέει από μέσα του δεν υπάρχει κανένας φράχτης, πάρε τα πόδια σου, οι μπίλιες είναι στην άλλη μεριά, κατρακυλάνε, μη χάνεις χρόνο…  
Περίμενα ότι θα διαβάσει «Τα κελάρια», ήθελα δηλαδή να τα διαβάσει. Δεν τα διάβασε. Διάβασε ενότητες από το « Μ’ ένα στεφάνι φως», μερικές σελίδες για αρχαία φονικά, πνιχτούς έρωτες και επιτάφια νερά, πάνε χρόνια που τα ‘γραψε σαν τα τελευταία της, επιθυμώντας να εμποδίσει (ίσως) μια πληγή να κλείσει οριστικά.
Εκεί, ανάμεσα στις άδειες θέσεις των μουσικών και στις ανοιχτές θήκες των οργάνων τους, ημιφωτισμένη, μπροστά σ’ ένα αναλόγιο, τζιν, λευκό πουκάμισο κι αθλητικά (μου φάνηκαν, δεν καλοέβλεπα) παπούτσια, χαμηλόφωνα, ίχνος ναρκισσισμού ή πόζας, καμία αγωνία για την ανταπόκριση, καμία κωλοτούμπα «για να κερδίσουμε το κοινό», να το κρατήσουμε στη θέση του αποσβολωμένο, προς τι, εξάλλου; Κανένας στίχος δεν παρηγορεί κανέναν, τα ‘παμε αυτά.
Όταν τελείωσε, ο κόσμος χειροκρότησε.
Είναι περίεργο αλλά δε θυμάμαι να τη χειροκρότησα κι εγώ.
Βγήκα έξω πατώντας στα νύχια.
Είχε δροσίσει.
Στη Θεσσαλονίκη  η Έκθεση κατέβαζε τα ρολά της.
Νομίζω ότι είχε φεγγάρι, δεν παίρνω όρκο.-

Λουίς Θερνούδα, «Ο νωθρός»

παρουσίαση και μετάφραση: Χρήστος Σιορίκης



Ο Λουίς Θερνούδα (Luis Cernuda) γεννιέται στις 21 Σεπτεμβρίου 1902 στη Σεβίλλη. Ανήκει στη λεγόμενη γενιά του ’27 της ισπανικής ποίησης, μαζί με ποιητές όπως ο Λόρκα, ο Αλμπέρτι, ο Γκιγιέν. Σπουδάζει νομικά στη Σεβίλλη και παρακολουθεί τα μαθήματα λογοτεχνίας που παραδίδει ο καθηγητής και ποιητής Πέδρο Σαλίνας, ο οποίος τον στηρίζει και ενθαρρύνει την ενασχόλησή του με την ποίηση. Ο Θερνούδα, μέσω του Σαλίνας, έρχεται σε επαφή με τη γαλλική λογοτεχνία. Σημαντικός συγγραφέας γι’ αυτόν αποδεικνύεται ο Αντρέ Ζιντ, καθώς η επαφή με τα έργα του βοηθά τον Θερνούδα να συμφιλιωθεί με την ομοφυλοφιλία του. Το 1928 ο ποιητής μετακομίζει στη Μαδρίτη, όπου έρχεται σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους της γενιάς του. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, ο Θερνούδα συνεργάζεται με επαναστατικά περιοδικά και ραδιοφωνικούς σταθμούς. Το 1938 αυτοεξορίζεται από την Ισπανία για να μην ξαναγυρίσει ποτέ πια. Το αίσθημα της εξορίας ―όχι μόνο, στενά εννοούμενο, από την πατρίδα― είναι διαρκές στην ποίηση του Θερνούδα. Ο ποιητής διδάσκει κάποιες περιόδους στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης, με θέση λέκτορα της ισπανικής γλώσσας, κατόπιν στις Ηνωμένες Πολιτείες και αργότερα καταλήγει στο Μεξικό, όπου και μένει μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1963.

Χαρακτηριστικοί τίτλοι συλλογών του είναι «Η κατατομή του αέρα» (1927), «Εκεί που κατοικεί η λησμονιά» (1932), «Η απόγνωση της χίμαιρας» (1962). Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά διαστήματα ο Θερνούδα εκδίδει το σύνολο του έργου του, αναθεωρημένο, κάτω από τον τίτλο «Η πραγματικότητα και η επιθυμία» (La realidad y el deseo). Το δίπολο αυτό αποτελεί και ένα από τα κλειδιά για την προσέγγιση και κατανόηση της ποίησής του.

Στην Ελλάδα αφιερώματα λογοτεχνικών περιοδικών στον ποιητή έχουν γίνει από τον «Εκηβόλο» (τ. 10, 1982) και το «Πλανόδιον» (τ. 22, 1995), ενώ υπάρχουν μεταφρασμένα δύο βιβλία του από τις Εκδόσεις Ίκαρος, «Παραλλαγές πάνω σε ένα μεξικάνικο θέμα» (1994) και «Όκνος» (2001).  




El indolente

Con hombres como tú el comercio sería
Cosa leve y tan pura que, sin sudor ni sangre
De ninguno comprada, dejaría a la tierra
Intactos sus veneros. Pero a tu pobreza
El comercio podría allanarle un camino.

Durante las tardes meridionales del verano,
A través de una clara ciudad, solas las calles,
Llevarías en cestillo guirnaldas de jazmines,
Y magnolias, por un nido fragante de hojas verdes
Oculto su blancor, como alas de paloma.

Tras de las rejas bajas, si una mujer quisiera
Para su gracia oscura tal vez la fresca gala
De una flor, y prenderla en su pelo o en su pecho,
Donde ha de parecer nieve sobre la tierra,
Una moneda a cambio dejaría en tus manos.

Así, al ponerse la tarde, tú podrías
De un vino trasparente beber el calor rubio,
Mordiendo la delicia de un pan y de una fruta,
Y luego silencioso, tendido junto al río,
Ver latir en la honda noche las estrellas.




Ο νωθρός

Με ανθρώπους σαν εσένα το εμπόριο θα ήταν
Πράγμα ελάχιστο και τόσο καθαρό που, αγορασμένο
χωρίς ιδρώτα ούτε αίμα κανενός, θα άφηνε στη γη
Ανέγγιχτες τις φλέβες της. Αλλά στη φτώχεια σου
Το εμπόριο θα μπορούσε να ανοίξει ένα δρόμο.

Τα νότια μεσημέρια του καλοκαιριού,
Μέσα από μια πόλη ολόφωτη, άδειοι οι δρόμοι,
Θα κρατούσες σε καλάθι στεφάνια από γιασεμιά,
Και μανόλιες, από μια ευωδιαστή φωλιά πράσινων φύλλων
κρυμμένη η λευκότητά τους, σαν φτερά περιστεριού.

Πίσω από τα χαμηλά κάγκελα, αν μια γυναίκα ήθελε
Ίσως για τη σκοτεινή της χάρη το δροσερό στολίδι
Ενός λουλουδιού, να το πιάσει στα μαλλιά ή στο στήθος της,
Όπου θα ’μοιαζε χιόνι πάνω στο χώμα,
Ένα νόμισμα για αντάλλαγμα θα άφηνε στα χέρια σου.

Έτσι, πέφτοντας το σούρουπο, θα μπορούσες εσύ
Από ένα διάφανο κρασί να πιεις τη χρυσαφένια ζέστη,
Δαγκώνοντας την απόλαυση ενός ψωμιού κι ενός φρούτου,
Και μετά σιωπηλός, ξαπλωμένος δίπλα στο ποτάμι,
Να βλέπεις να πάλλονται στη βαθιά νύχτα τα αστέρια.