27.1.11

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ, ΠΟΛΥΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑ

Ένα ενδιαφέρον άρθρο του Γιώργου Στάμκου (περιοδικό Ζενίθ)


Η μέρα που οι ξένοι εργάτες θα κατακτήσουν τη Δύση είναι αναπόφευκτη. Το μέλλον ανήκει πάντα στους σκλάβους και στους μετανάστες…

E. Cioran

Γράφει ο Γιώργος Στάμκος

Η Ελλάδα αλλάζει. Από χώρα αποστολής μεταναστών μετατρέπεται τα τελευταία χρόνια σε αποδέκτη ενός πρωτοφανούς μεταναστευτικού κύματος. Αυτή η πλημμυρίδα ανθρώπων, που νόμιμα ή παράνομα κατέφθασαν στη χώρα μας αναζητώντας καλύτερη ζωή, αναμένεται να επηρεάσει μακροπρόθεσμα τη φυσιογνωμία της. Ήδη η εθνικά ομοιογενής Ελλάδα αρχίζει να μεταμορφώνεται σε πολυεθνική και πολυπολιτισμική κοινωνία. Δεν υπάρχει φυλή, εθνικότητα και πολιτιστική κοινότητα του πλανήτη μας, που να μην έχει στείλει επαρκή αριθμό εκπροσώπων της στους δρόμους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Το γεγονός αυτό συνιστά μια ιστορική εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας η οποία, από προϊόν «εθνικής μονοκαλλιέργειας», μετατρέπεται σταδιακά σε πολύχρωμο και πολυπολιτισμικό «λιβάδι». Αλλά αυτή η μετάβαση δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση για μια χώρα που οικοδομήθηκε πάνω στο «ιδανικό» της εθνικής ομοιογένειας.

Οικοδομώντας το «Ιδανικό» Εθνικό Κράτος

Η σύγχρονη Ελλάδα, όπως και τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη, βασίστηκε πάνω στην ιδεολογία του εθνικισμού. Το νεοελληνικό κράτος επιδίωξε εξαρχής την εθνική ομοιογένεια αφομοιώνοντας ή εκτοπίζοντας από τα εδάφη του άλλες εθνότητες και μειονότητες. Ο στόχος ήταν προφανής: ένα κράτος, ένα έθνος, μια θρησκεία. Αυτό το «ιδανικό» έπρεπε να επιτευχθεί με κάθε κόστος.

Ύστερα από πολεμικές περιπέτειες δεκαετιών, που είχαν ως αποτέλεσμα κοσμοϊστορικές μετακινήσεις πληθυσμών, η Ελλάδα απέκτησε μια εθνολογική ομοιογένεια, την οποία θα ζήλευαν ακόμη και οι «αποστειρωμένες» Σκανδιναβικές χώρες.

Η ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας (1923), που προκάλεσε ευθανασία στη Μεγάλη Ιδέα, κατέστησε την Ελλάδα, χώρα με εθνολογική ομοιογένεια. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο μονάχα η Ελλάδα (96,5% Έλληνες) πλησίαζε στο «ιδεώδες» του μονοεθνικού κράτους στα Βαλκάνια. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι διαρροές των μειονοτικών πληθυσμών συνεχίστηκαν κι έτσι η Ελλάδα, όπως και τα άλλα βαλκανικά κράτη, ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την εθνική της ομοιογένεια. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να φθάσει η Ελλάδα να κατοικείται κατά 98,5% από Έλληνες, ένα ποσοστό εκπληκτικό ακόμη και για τα σκανδιναβικά δεδομένα. Οι Έλληνες εθνικιστές μπορούσαν πλέον να νιώθουν υπερήφανοι: στη χώρα μας δεν υπήρχαν πλέον μειονότητες!

Η επίσημη πολιτική της Ελλάδας διακήρυττε πως δεν υπήρχαν μειονότητες, θεωρώντας πως τυχόν αναγνώρισή τους θα απειλούσε το ιδεολόγημα του «εθνικά καθαρού» ελλαδικού κράτους. Το παράδοξο ήταν πως όλη αυτή την περίοδο η Ελλάδα, ενώ κόπτονταν για την προστασία των ελληνικών μειονοτήτων και για τη διατήρηση της ελληνική εθνικής ταυτότητας στις κοινότητες της διασποράς αρνούνταν λυσσαλέα σε Έλληνες υπηκόους να διατηρήσουν τη διαφορετική εθνική ή πολιτιστική τους ταυτότητα. Η αντιφατική αυτή στάση αποτελεί για ορισμένους το σημαντικότερο στοιχείο του συνδρόμου «ελληνοκεντρικής εγωπάθειας», που συνεχίζει να χαρακτηρίζει μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας.

Εισαγωγές-Εξαγωγές Ανθρώπων

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 η φτωχή και αναπτυσσόμενη Ελλάδα αποτελούσε μια δεξαμενή φτηνών εργατικών χεριών, τα οποία και έστελνε στις βιομηχανικές χώρες της Δύσης. Αυτή η «ανθρώπινη αιμορραγία» είχε βέβαια και τα πλεονεκτήματά της: η ισχνή οικονομία της χώρας επιβίωνε κυριολεκτικά χάρη στα εκατομμύρια των δολαρίων που έστελναν ως εμβάσματα οι μετανάστες για να στηρίξουν τις οικογένειες τους. Η Ελλάδα «εξήγαγε» ανθρώπους κι έπαιρνε ως αντάλλαγμα χρήματα.

Μετά το 1975 οι «εξαγωγές» ανθρώπινου δυναμικού από την Ελλάδα περιορίστηκαν, ενώ την ίδια περίοδο ξεκίνησε ένα έντονο κύμα παλιννόστησης. Η στασιμότητα της φυσικής αύξησης του ελληνικού πληθυσμού, αποτέλεσμα της ραγδαίας μείωσης των γεννήσεων (αλλά και της μεγάλης αύξησης των αμβλώσεων…), σε συνδυασμό με την οικονομική άνοδο της χώρας αλλά και τις κοσμοϊστορικές πολιτικοοικονομικές αλλαγές που συνέβησαν στην Ανατολική Ευρώπη (κατάρρευση κομμουνιστικών καθεστώτων, διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και της Γιουγκοσλαβίας κ.ά.), είχαν ως αποτέλεσμα από το 1990 και μετά, ένα μεγάλο κύμα μεταναστών και προσφύγων να βρει καταφύγιο στην Ελλάδα.

Από το 1991 πάνω από μισό εκατομμύριο Αλβανοί εγκατέλειψαν την πατρίδα τους και εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, αποτελώντας έτσι την πολυπληθέστερη ομάδα οικονομικών μεταναστών στη χώρα μας.

Κατά τη δεκαετία του 1990 η χώρα μας υποδέχτηκε περίπου ένα εκατομμύριο μετανάστες, οι περισσότεροι από τους οποίους έγιναν μόνιμοι κάτοικοί της. Η ελληνική κοινωνία αιφνιδιάστηκε. Μέσα στην αρχική σύγχυση έχασε την επαφή της με την πραγματικότητα κι εθελοτυφλούσε υποστηρίζοντας ότι οι ξένοι επειδή είναι παράνομοι, δεν υπήρχαν! Χρειάστηκαν χρόνια για να συνέλθει η κοινωνία μας από το σοκ και να αποδεχτεί την πραγματικότητα: οι ξένοι ζουν ανάμεσά μας και δεν είναι προσωρινοί, δεν αποτελούν μια σύντομη επωφελή παρένθεση, αλλά ένα μόνιμο δυναμικό στοιχείο που ενδέχεται να μεταβάλλει μακροπρόθεσμα τη μορφή και τη σύνθεση της ελληνικής κοινωνίας…

Οι Μετανάστες δεν «Παίρνουν τις Δουλειές» μας

Οι μετανάστες είναι λοιπόν εδώ. Ζουν ανάμεσα μας και συμβάλουν στη δημιουργία μιας νέας, πολυπολιτισμικής Ελλάδας. Μιας Ελλάδας, που μετατρέπεται σταδιακά σε γερασμένη και πλούσια ευρωπαϊκή χώρα, η οποία χρειάζεται τους μετανάστες για να φροντίζουν τους ηλικιωμένους, να καθαρίζουν τα σπίτια, να κτίζουν τις οικοδομές, να σκάβουν στα χωράφια, να ξεπουπουλιάζουν τα κοτόπουλα και να καθαρίζουν τα ψάρια στα εστιατόρια. Με άλλα λόγια για δουλειές που ένας μέσος Έλληνας, ακόμη κι αν απειλείται από το φάσμα της ανεργίας, δεν κόπτεται για να τις κάνει. Επίσης, οι αλλοδαπές αποδέσμευσαν από τις οικογενειακές φροντίδες ένα σημαντικό τμήμα του γυναικείου πληθυσμού, διευκολύνοντας έτσι την ένταξή του στην αγορά εργασίας.

Ενώ οι μετανάστες σπεύδουν να στελεχώσουν παραγωγικούς τομείς της οικονομίας με μεγάλη ζήτηση για φθηνή και εντατική εργασία, οι Έλληνες εργαζόμενοι αποφεύγουν όλο και περισσότερο τις κακοπληρωμένες και ανειδίκευτες εργασίες, τις δουλειές στα χωράφια, στις οικοδομές και στα εργοστάσια, κυνηγώντας καλοαμειβόμενα και «χάι» επαγγέλματα κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών. Από αυτήν την άποψη λοιπόν οι μετανάστες όχι μόνον δεν «παίρνουν τις δουλειές» των Ελλήνων, όπως τους κατηγορούν οι ξενόφοβοι ρατσιστές, αλλά και συνεισφέρουν με τη φτηνή ανειδίκευτη εργασία τους στην οικονομική ανάπτυξη και στην πτώση του πληθωρισμού. Όπως μας πληροφορούν έγκριτοι οικονομολόγοι χωρίς τους μετανάστες θα γινόμασταν φτωχότεροι, με ακόμη μεγαλύτερη ανεργία και λιγότερο ανταγωνιστικοί! Οι αλλοδαποί «πριμοδοτούν» την ελληνική οικονομία, αφού με τη φθηνή εργασία τους συμβάλλουν κατά 0,5% στην ετήσια αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ. Επίσης βοήθησαν να επιβραδυνθεί η πορεία επιδείνωσης του ασφαλιστικού συστήματος στην Ελλάδα με τις εισφορές τους (το 20% των εσόδων του ΙΚΑ προέρχεται από εισφορές μεταναστών).

Οι Μετανάστες Είναι Καταδικασμένοι να Πετύχουν

Η μετανάστευση, δηλαδή το να εγκαταλείψει κανείς το σπίτι και την πατρίδα και να ταξιδέψει κάτω από αβέβαιες συνθήκες αναζητώντας κάτι καλύτερο σε μια μακρινή άγνωστη χώρα με διαφορετική κουλτούρα, δεν είναι καθόλου μα καθόλου εύκολη υπόθεση. Είναι μια δύσκολη εμπειρία και μια σκληρή δοκιμασία. Η μετανάστευση απαιτεί έναν συνδυασμό τόλμης και απόγνωσης: και τα δύο αποτελούν συνταγές της επιτυχίας. Έτσι οι μετανάστες είναι «καταδικασμένοι» να πετύχουν, κυρίως οικονομικά. Και στην προσπάθεια τους αυτή βελτιώνουν και την οικονομική κατάσταση των χωρών που τους υποδέχονται.

Σε γενικές γραμμές οι μετανάστες θεωρούνται ευλογία για τη χώρα που τους υποδέχεται. Είναι πράγματι δώρο να δέχεται μια χώρα ανθρώπους σε παραγωγική ηλικία χωρίς να έχει ξοδέψει ούτε ένα Ευρώ για την ανατροφή και την εκπαίδευσή τους. Επιπλέον οι μετανάστες μεταφέρουν ιδέες, πρακτικές και πολιτιστικά στοιχεία που πλουτίζουν και δίνουν χρώμα στη χώρα υποδοχής τους. Με δυό λόγια οι μετανάστες βοηθούν στο άνοιγμα των οριζόντων μιας κοινωνίας. Αρκεί βέβαια η κοινωνία υποδοχής τους να είναι αρκετά ευέλικτη ώστε να τους ενσωματώσει με τις λιγότερο δυνατόν παρενέργειες.

Ο Ελληνικός Ρατσισμός Είναι Εδώ!

Οι μετανάστες δεν είναι απλώς ξένοι εργάτες, είναι ολόκληροι κόσμοι που πρέπει να εξερευνηθούν. Δεν είναι προβλήματα, αλλά άνθρωποι που έχουν προβλήματα. Τα «αγκάθια» της ενσωμάτωσης των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία είναι πολλά. Αν και ονειρεύονται να νιώσουν ευπρόσδεκτοί, διατηρώντας όμως την ιδιαίτερη ταυτότητά τους, οι μετανάστες έρχονται αντιμέτωποι με το ρατσισμό και την ξενοφοβία της ελληνικής κοινωνίας.

Οι Έλληνες έχουν αρχίσει να εκδηλώνουν φαινόμενα επιλεκτικής ξενοφοβίας μπροστά στις μάζες των μεταναστών. Δεν υπάρχουν ωστόσο ακόμη εκδηλωμένα φαινόμενα ενός διογκούμενου γενικευμένου ρατσισμού.

Όσο οι μετανάστες κατακλύζουν τη χώρα, τόσο ενισχύεται κι εκδηλώνεται το φαινόμενο του ελληνικού ρατσισμού. Ο ρατσισμός αυτός δεν είναι πάντα εμφανής, δεν εκδηλώνεται με βίαιες πράξεις ή αποδοκιμασίες. Ο ελληνικός ρατσισμός είναι συχνά ύπουλος, διαβρωτικός και εκδηλώνεται όχι με πάντα με «δεξιό» προφίλ, αλλά ακόμη και με δήθεν αντιρατσιστικές, προοδευτικές και «αριστερές» θέσεις. Γιατί ρατσισμός δεν είναι μόνον οι ομάδες των ακροδεξιών και των νεοναζί με τα ξυρισμένα κεφάλια, που ξαμολιούνται στους δρόμους με σκοπό να δείρουν οποιονδήποτε «σκουρόχρωμο» αλλοδαπό συναντήσουν μπροστά τους ή να κάψουν σπίτια μεταναστών. Ρατσισμός είναι και να πληρώνεις χαμηλό ημερομίσθιο σ’ έναν αλλοδαπό ή να μην του κολλάς τα ένσημα. Είναι να ζητάς υψηλό ενοίκιο όταν νοικιάζεις το σπίτι σου σε μετανάστες. Να εκμεταλλεύεσαι σεξουαλικά τις αλλοδαπές γυναίκες ή να τις ωθείς στην πορνεία. Είναι να μην αφήνεις σε αριστούχο μαθητή αλλοδαπών γονέων να σηκώσει την ελληνική σημαία. Να δυσανασχετείς ακούγοντας αλλοδαπούς να μιλούν τη γλώσσα τους στο λεωφορείο. Να τους αναγκάζεις να ελληνοποιούν τα ονόματά τους ή να βαπτίζονται Ορθόδοξοι…

Μια ανοικτή δημοκρατική κοινωνία θα πρέπει να περιορίσει τα ξενόφοβα και ρατσιστικά αντανακλαστικά της και να αγκαλιάσει το «Άλλο» και το διαφορετικό. Αν δεν το κάνει θα έχει αποτύχει.

Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας, δημοσιογράφος και εκδότης-Διευθυντής του περιοδικού ΖΕΝΙΘ.

Οι μετανάστες δεν είναι απλώς ξένοι εργάτες, είναι ολόκληροι κόσμοι που πρέπει να εξερευνηθούν. Δεν είναι προβλήματα, αλλά άνθρωποι που έχουν προβλήματα.

Η ελληνική κοινωνία αιφνιδιάστηκε. Μέσα στην αρχική σύγχυση έχασε την επαφή της με την πραγματικότητα κι εθελοτυφλούσε υποστηρίζοντας ότι οι ξένοι επειδή είναι παράνομοι, δεν υπήρχαν!

6.1.11

«ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ» ΤΗΣ ΝΤΟΡΙΣ ΛΕΣΙΝΓΚ

Ντόρις Λέσινγκ
Το χρυσό σημειωματάριο: Μυθιστόρημα
Μετάφραση από τα αγγλικά: Μαργαρίτα Μπονάτσου
Αθήνα, Καστανιώτης 2010, 734 σελ.



Το χρυσό σημειωματάριο (1960), ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα και πολυμεταφρασμένα βιβλία της Ντόρις Λέσινγκ, χαρακτηρίζεται από την ίδια πολυπρισματική θεματική που ακολούθησε η συγγραφέας και στο σημαντικότερο ίσως από τα μυθιστορήματά της, Η πολιτεία των τεσσάρων πυλών (Τhe Four-Gated City, 1969): μέσα από το ψυχολογικό οδοιπορικό της ηρωίδας της, της Άννας Βουλφ, μιας χωρισμένης μητέρας και μυθιστοριογράφου, η Λέσινγκ θίγει ένα πλήθος ζητημάτων· πολιτικών, κοινωνικών, φεμινιστικών, ερωτικών.
Το χρυσό σημειωματάριο εστιάζει ακόμη περισσότερο στα ερωτικά προβλήματα της ανεξάρτητης γυναίκας ενώ δοκιμάζεται η ανθεκτικότητα της γυναικείας φύσης της μέσα στο αυστηρά ανδροκρατούμενο περιβάλλον του Λονδίνου στη δεκαετία του 1950.
Νιώθοντας στο σβέρκο της την καυτή ανάσα της τρέλας, η Βουλφ κρατάει τέσσερα διαφορετικά χρωματιστά σημειωματάρια. Στο μαύρο σημειωματάριο καταγράφει τη συγγραφική της ζωή, στο κόκκινο τις πολιτικές της απόψεις, στο κίτρινο τη συναισθηματική της ζωή και στο μπλε καθημερινά γεγονότα. Ωστόσο, είναι το σημειωματάριο –το χρυσό– ενώνει τα νήματα της ζωής της και κρατάει το κλειδί της ανάρρωσής της. Τολμηρό, διαφωτιστικό και απαραίτητο, το Xρυσό σημειωματάριο είναι η συναρπαστική περιγραφή μιας γυναίκας σε αναζήτηση προσωπικής και πολιτικής ταυτότητας, αντιμέτωπης με το τραύμα της συναισθηματικής απόρριψης και της σεξουαλικής προδοσίας, με την επαγγελματική αγωνία και τις εντάσεις της φιλίας και της οικογένειας. Πρόκειται για μια εκτενή αλλά πυκνή και περιεκτική αφήγηση, σε ένα είδος πλατιάς πανοραμικής θεώρησης της ζωής μιας γυναίκας που συμμετέχει έντονα στην εποχή της. Η ατομική απειλή, οι πολιτικοί πρόσφυγες της Κεντρικής Αφρικής, οι φυλετικές διακρίσεις, οι σχέσεις των γονιών με τα παιδιά, αποτυχημένες αυτοκτονίες, συμβιβασμοί, η βιομηχανία της κουλτούρας, οι σχέσεις των αντρών με τους άντρες μέσα σε μια ατμόσφαιρα αμφίβολης ομοφυλοφιλίας, οι σχέσεις των γυναικών με τις γυναίκες, ακαθόριστα διφορούμενες, και ειδικά των γυναικών με τους άντρες...
Το αριστούργημα της Λέσινγκ, που πρωτοκυκλοφόρησε στα ελληνικά το 1980 από τις Εκδόσεις Οδυσσέας (μετάφραση: Τασούλα Καραϊσκάκη), κυκλοφορεί τώρα από τις Εκδόσεις Καστανιώτη σε νέα μετάφραση από την Μαργαρίτα Μπονάτσου.
Στην νέα αυτή έκδοση προτάσσεται χρήσιμο προλογικό κείμενο της Λέσινγκ, γραμμένο το 1971, δηλαδή μετά την πρώτη έκδοση του
Χρυσού σημειωματαρίου.


Η Ντόρις Λέσινγκ γεννήθηκε το 1919 στην Περσία, το σημερινό Ιράν, από Βρετανούς γονείς (ο πατέρας της, Άλφρεντ Τάυλερ, εργαζόταν ως διευθυντής στην Αυτοκρατορική Τράπεζα της Περσίας ενώ η μητέρα της Έμιλυ Μοντ Τάυλερ ασκούσε το επάγγελμα της νοσοκόμας.). Μεγάλωσε στη Νότια Ροδεσία, νυν Ζιμπάμπουε, όπου πήγε η οικογένειά της όταν η ίδια ήταν μόλις 5 χρονών. Φτάνοντας στην Αγγλία, το 1949, εξέδωσε το πρώτο της μυθιστόρημα, με τον τίτλο
Tραγουδώντας το χορτάρι, το οποίο σηματοδότησε την αρχή της λαμπρής λογοτεχνικής της σταδιοδρομίας. Από τότε έχει τιμηθεί με πολλές διεθνείς διακρίσεις, όπως τα βραβεία David Cohen Memorial Prize, Spain Prince of Asturias Prize, ST Dupont Golden PEN Award και, βέβαια, το Νομπέλ Λογοτεχνίας (2007) για τη συνολική προσφορά της στη λογοτεχνία.
Η Λέσινγκ πιστεύει ότι το βρετανικό κατεστημένο ποτέ δεν την συγχώρησε πραγματικά για τη σχέση της με τον σοσιαλισμό στα μεταπολεμικά χρόνια (στα νιάτα της ήταν στρατευμένη κομμουνίστρια) αλλά και για το ότι υπήρξε μαχητική φεμινίστρια. Ζει στο Λονδίνο.

5.1.11

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΧΑΛΙ

Tου Nικου Γ. Ξυδακη

«Πρέπει να καταλάβεις ότι η διαφορά ανάμεσα σε εσένα και εμένα είναι ένα τίποτα, μια “στραβή”. Πριν από λίγα χρόνια είχα σπίτι και όλα τα σχετικά. Ετσι ήρθαν τα πράγματα, ούτε που το κατάλαβα, μάγκα μου». Το ρεπορτάζ της πρωτοχρονιάτικης «Κ» για τους νεοαστέγους έρχεται από μιαν άλλη χώρα. Τη χώρα του Ντίκενς; Τη χώρα των Αθλίων των Αθηνών; Την κοινωνία του ενός τρίτου; Τη χώρα όπου γινόμαστε, τη χώρα όπου ήδη είμαστε;

Εως πριν από μερικά χρόνια, οι άστεγοι ήταν μια μειονότητα σαλών, ανθρώπων που δραπέτευαν από την κοινωνία και τα δεσμά της, που έσπαγαν τους δεσμούς με την κανονικότητα, που τους είχε βρει μια τεράστια ατυχία। Ηταν μια ελάχιστη εξαίρεση. Ηταν σαν τα αδέσποτα στο αστικό δίκτυο: δεν πείραζαν κανέναν, δεν τους πείραζε κανένας και κανείς δεν τους έβλεπε: ήταν λίγοι, τόσο λίγοι που δεν απειλούσαν τη βιτρίνα της κανονικότητας, της αιωνίας προόδου, της διαρκώς αυξανόμενης ευημερίας. Ηταν λίγοι και ήταν σαλοί.


Σήμερα, οι άστεγοι είναι πολλοί και δεν είναι σαλοί. Είναι θύματα ατυχίας και πάλι: αλλά όχι μιας ατυχίας τεράστιας, δεν αφίστανται πολύ από την κανονικότητα των τυχερών. Οχι. Η ατυχία που μετατρέπει σήμερα έναν κανονικό, έναν στεγασμένο, σε άστεγο, σε κλοσάρ και ρακοσυλλέκτη, σε αδέσποτο του δρόμου, αυτή η ατυχία είναι πια πολλή μικρή, ελάχιστη: «η διαφορά είναι ένα τίποτα, μια “στραβή”».

Βρισκόμαστε ενώπιον ιστορικού ρήγματος। Φτώχεια υπήρχε πάντα. Μαζική πτώχευση και ταχεία καταστροφή μικρομεσαίων στρωμάτων, δεν υπήρχε. Κι είναι γενετικά άλλο να γεννιέσαι φτωχός, να μεγαλώνεις με μειωμένες προσδοκίες, αλλά να μπορείς να ελπίζεις ότι θα βελτιώσεις τη θέση σου, να μπορείς να λογαριάζεις ότι σε μια ατυχία θα υπάρχει ένα δίχτυ ασφαλείας, για να μην καταστραφείς, το δίχτυ της διευρυμένης οικογένειας ή της κοινότητας, το δίχτυ του κράτους–πρόνοιας, το δίχτυ της κοινωνικής αλληλεγγύης. Και είναι άλλο να ζεις σε μια σχετική ευημερία, να μην ξέρεις τι ακριβώς σημαίνει απόλυτη ένδεια, και αίφνης, με μια “στραβή”, να τα χάνεις όλα, να χάνεις και τα ολίγα που σε κρατάνε εντός της κανονικότητας, υπό μία στέγη, και να βρίσκεσαι στην ουρά του συσσίτιου, στις λίστες απορίας, στον δρόμο, ντροπιασμένος κάτω από το χαλί...

«Οταν φανεί το πρόβλημα, στην πραγματική του διάσταση, η κοινωνία θα σοκαριστεί. Κάθε εβδομάδα καταφεύγουν στις δομές μας τουλάχιστον δύο περιπτώσεις ατόμων που έχασαν τα σπίτια τους λόγω της κρίσης... Αν βαθύνει η κρίση και συνεχίσουν να χάνονται τόσες θέσεις εργασίας, το ζήτημα θα αποκτήσει εκρηκτικές διαστάσεις», περιγράφει μια νοσηλεύτρια που υποδέχεται καθημερινά νεοαστέγους, τώρα και αποφοίτους πανεπιστημίων και πρώην εμπόρους.

Πίσω από τους αριθμούς των ανέργων ή των πτωχευμένων νοικοκυριών που δίνει η Στατιστική Αρχή, βρίσκονται ανθρώπινα πρόσωπα, δράματα, καταστροφές। Στα πρόσωπα των ηττημένων νεοαστέγων βρίσκεται χαραγμένο το μέλλον, σαν σκοτεινό ενδεχόμενο ημών των κανονικών. Το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε είναι το μέγιστο: δίκτυα αλληλεγγύης. Είναι ένα κάποιο ανάχωμα μπρος στην κοινωνική αποσάθρωση, στην κοινωνία της «στραβής».


[Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 4.1.2011]

ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΣΤΟΝ ΓΟΗΤΕΥΤΙΚΟ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ