11.8.12

Γιάννης Γκούμας, «Ανθολογία 1985-2012»

 του Σπύρου Αραβανή

πηγή: www.poiein.gr





 (Πίνακας εξωφύλλου: Δημήτρης Λαλέτας, 1964-2011)


Δεν ξέρω αν είμαι ο πιο κατάλληλος να μιλήσω για το βιβλίο του Γιάννη Γκούμα αν και «χρεώνομαι» την επιλογή των ποιημάτων και την επιμέλειά του. Κι αυτό γιατί η σχέση μας ξεπερνά κατά πολύ τις λέξεις, είναι, πλέον, ένας βιωμένος χρόνος. Και ως γνωστόν τον βιωμένο χρόνο τον ζεις, δεν τον περιγράφεις. Είναι πάνω από τους στίχους, και πέρα από τη φιλολογική ματιά. Συνεπώς όσο και αν προσπαθήσω και μάλιστα ενώπιον ακροατηρίου να καταθέσω τι εστί για μένα Γιάννης Γκούμας -και η ποιήσή του ως μια πλευρά του- πάντα κάτι θα υπολείπεται ως έκφραση πάντα κάτι θα περισσεύει ως συναίσθημα.

Θα πω μόνο οτι όσοι τον έχουν γνωρίσει έστω και λίγο από κοντά είμαι απόλυτα βέβαιος οτι τους εκφράζει ο στίχος του Σεφέρη: «Τα πεύκα κρατούν το σχήμα του αγέρα, ενώ ο αγέρας έφυγε», με άλλα λόγια η παρουσία του εντυπώνεται μέσα σου από την πρώτη στιγμή γνωριμίας. Αισθάνεσαι την ατμόσφαιρα μιας αλλοτινής επόχής, την αύρα ενός δανδή. Άπό τις κινήσεις των δακτύλων του μέχρι το ιδιοφυές χιούμορ και την ιδιόχρωμη φωνή του. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο ήρωας στα ύστερα ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη εκεί που το μυστηριακό συνδιαλέγεται με το ρεαλιστικό, εκει που τα αντικείμενα συμβολίζουν εποχές και οι εποχές καθρεπτίζουν τα αντικείμενα. Εκεί, δηλαδη, που ένα καπέλο ή μια ομπρέλα στήνουν έναν ολόκληρο κόσμο αθώο, ρομαντικό και συνάμα πληγωμένο. Αυτή ακριβώς είναι και η ποίηση του Γιάννη Γκούμα ένα focus σε μικρά αντικείμενα που αρκούν για να ξετυλίξουν την ιστορία της ζωής του.

Γράφει ο ίδιος:

«γόπα στην άκρη του πεζοδρομίου, το νοημα της ξοφλημένο σε κίτρινο φίλτρο. Άψυχη μα τόσο τυχερή που είχε την αίσθηση ενός στοματος».
 
Ή αλλού:
 
«και καθώς τοποθετώ τις παντόφλες μου πλάι στο κρεβατι για ένα αύριο, αντιλαμβάνομαι οτι όλη μου η ζωή ήταν μια προσπάθεια να βάλω σιγαστήρα στη σιωπή μου».
 
Το πρώτο, λοιπόν, χαρακτηριστικό των ποιημάτων του είναι αυτή η αίσθηση της κάμερας εσωτερικού, κυρίως χώρου, που εστιάζει και ταυτοχρόνως επεκτείνει. Λείπει το θεατρικο και αφηγηματικό στοιχείο αν και ο ιδιος ηθοποιός του θεάτρου με πολλές επιτυχίες στο ενεργητικό του. Γιατί στην ποιήσή του δεν υποδύεται ρόλους, είναι ο ίδιος ρόλος. Μιας ζωής σημαδεμένης από την οικογενειακή του κατάσταση και από τους ρόλους που η ίδια η ζωή του επέβαλλε. Από ένα επωνυμο που τον συνοδεύει όπως η σκιά του και δεν τον άφησε να ξεδιπλώσει όλο του το «είναι».

Γράφει ο ίδιος:

«ένα δέντρο μπονζάι που το βασανίζουν κατευθύνουνε κλαδεύουνε κατσιάζουν με σκοπό μια ευχαριστη όψη, ήταν αυτό το πεπρωμένο μου».

Αυτή η εξομολογητική διάθεση των ποιημάτων του είναι το δεύτερο χαρακτηριστικό της ποιήσής του. Όπως είχα σημείώσει και παλαιότερα για τη συλλογή του «Τα πορτρέτα της ωριμότητας», παίρνει το νήμα από τα χέρια του Σοφοκλή για να ξετυλίξει αλλιώς τον οικογενειακό μύθο, εκπροσωπώντας έτσι όσους δεν τόλμησαν ποτέ να ομολογήσουν πως ο Οιδίποδας ήταν ο παιδικός τους ήρωας…

Γράφει ο ίδιος:

«Ο τσιγαρόβηχας της μητέρας είναι το ξυπνητήρι μου
Όπως με γέννησε, με ξυπνά.
Έχω κι έναν πατέρα. Σπάνια τον φέρνω στο νου μου.
Τούτη τη στιγμή, κάπου στον κόσμο
Θα πρέπει να τραβά το καζανάκι.»

Ο περιβόητος Γιώργος Μίχος σε ένα σχόλιό του στο Ποιείν την ημέρα ανάρτησης ποιημάτων του Γκούμα είχε γράψει: «Ο Γκούμας αποδεικνύεται ισχυρότατος μετακαβαφικός με ένα φλέγμα παιγνιώδες που χτυπάει στα μαλακά τον επαρχιωτισμό της ποίησής μας… ». Έπεσε μέσα και στις τρεις παρατηρήσεις του. Ο Γκούμας προσπαθώντας μες τους στίχους του να συμφιλίωσει τα ασυμφιλίωτα της ζωής και της τέχνης του χρησιμοποποιεί ως όπλα την καβαφική αισθητική, την ειρωνική γλώσσα και τον ιδιοσυγκρασιακό και όχι επιφανειακό εστετισμό του, στοιχεία που αποτελούν και ο τρίτο γενικό χαρακτηριστικό της ποιητικής του. Και πώς αλλιώς να αντιμετωπίσει τα τραγελαφικά του ποιητικού χώρου, το γεγονός, δηλαδή, οτι αν και έχει μεταφράσει περισσότερους από 200 Έλληνες Ποιητές και έχει στηρίξει παμπολλους είτε υλικά είτε σε επίπεδο έργου (δημοσιέυσεις και προβολή τους σε περιοδικά του εξωτερικού) για ένα από τα σημαντικότερα έργα του, τα Δεκαεφτά ελεγεία για τον Σάιτ Σαλίμ Χαλμαν (1986), το νεαρό που σκοτώθηκε στα δεκαεφτά του, και που εμπεριέχονται στο βιβλιο που παρουσιάζεται σήμερα, στην Ελλάδα δεν γράφτηκε ποτέ καμία κριτική αντίθετα με τους διθυράμβους που έλαβε σε άλλες χώρες. Για να μην επεκταθώ σε άλλες πιο προσωπικές ήττες που βίωσε και βιώνει από ανθρώπους του χώρου και τις οποιες εκφράζει οχι ως παράπονο αλλά ως διαπίστωση. Όπως ένας δανδής.

Για να δούμε, λοιπόν, αν δεν αξίζει αυτό το έργο ούτε μιας εγχώριας κριτικής. Σας διαβάζω ένα μικρό τμήμα του:

«Ένα λευκό γαρίφαλο του τάφου σου
μεταμορφώνει το είναι σου
σε μύρο.
Ήδη αφουγκράζομαι λυγμό μιας πεταλούδας.»

Τα συμπεράσματα δικά σας.

Συνεχίζω. Παρόλο όμως που είναι βαθύτατα προσωπικός και γεναία αυτο-αναφορικός ο άξονας της ποίησής του δεν περιστρέφεται μόνο από τον ίδιο. Σε αυτή την Ανθολογία εμπεριέχονται και πολλά ποιήματα που αφορούν τον έξω κόσμο αυτόν που διάφορα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει τα τελευταία χρόνια του τον στερούν. Έχει όμως το ένστικτό και την κρίση να μπορεί να τον περιγράψει, και εδώ αναφέρομαι, και στα Ανέκδοτα ποιήματα που υπάρχουν στο βιβλίο, καλύτερα και από τον πανταχού παρόντα και τα πάντα (ξε)πληρόντα άνθρωπο της εποχής μας. Γράφει:

«Η χώρα με εγκαύματα δευτέρου βαθμού,
ο λαός με εγκαύματα τρίτου βαθμού,
ακόμα και τον ίσκιο του πριονίζουν.
Η ζωή προσπαθεί να χαμογελάσει στους πολιτικούς
και δεν ξέρει πώς.»

Και αλλού:

«Αυτή η χώρα μας εκμεταλλεύεται για να υπάρξει,
κι εμείς την εκμεταλλευόμαστε για να υπάρξουμε.
Είμαστε σαν μανταλάκια σε απλώστρα δίχως ρούχα.
Είμαστε ατρόμητοι σαν τον κεραυνό,
απειθάρχητοι σαν τον άνεμο,
ανεύθυνοι σαν τα πουλιά
που αφήνουν κουτσουλιές παντού.»


Όπως και το ακόλουθο:

«Δοκιμάζω να μετρήσω προβατάκια, αλλά
τους νεκρούς Εβραίους καταλήγω να μετρώ.
Μακάριο λέω το παιδί αυτό που
δεν γνωρίζει ακόμη να μετρά.»

Αγαπημένε μου Γιάννη Γκούμα, θα κλείσω εδώ την σύντομη αυτη παρουσίαση μονάχα με ένα ευχαριστώ που επέλεξες τις εκδόσεις Μετρονόμος και τη Σειρά Ποιείν να στεγάσουν τα ποιήματά σου. Με αυτόν τον εξαιρετικό πίνακα στο εξώφυλλο του προσφάτως αποδημήσαντος, Δημήτρη Λαλέτα, για την παραχώρηση του οποίου θέλω να ευχαριστήσω τον Γιώργο Χρονά. Μην περιμένεις και μην περιμένετε άλλα πιο ευσυγκίνητα καταληκτήρια λόγια. Ο βιωμένος χρόνος τα καλύπτει όλα. Μονάχα ένας παραποιημένος από εμένα στίχος σου:

«Εκτός αυτού, την ανεκτίμητη συλλογή σκέψεων την άφησα στα λόγια που δεν έχουν ειπωθεί».


* Το κείμενο αυτό διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στις 4/7/2012 στο Floral.

[Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μετρονόμος, στη σειρά Ποιείν 03]

Δεν υπάρχουν σχόλια: