25.9.20

Περί ευτυχιοκρατίας


 
γράφει ο Τέλλος Φίλης


Σ’ αυτό το βιβλίο βρήκα όλες τις απαντήσεις σε ερωτήσεις που δεν τολμούσα να κάνω τόσους μήνες στον εαυτό μου. Ουσιαστικά, η ανάγνωσή του δημιούργησε μία "συνθήκη σχέσης" σχεδόν σαν μια ερωτική ιστορία, όταν διαπιστώνεις ότι ο σύντροφός σου είναι αυτός που σου απαντά σε ό,τι δεν ρωτάς, είτε από ανασφάλεια, είτε από μιά άγουρη ακόμη οικειότητα, είτε από έναν ανομολόγητο υπαρξιακό φόβο γι’ αυτό που εσύ ήδη είσαι, αλλά με τεχνάσματα ακόμη αποκρύπτεις ακόμη κι από τον ίδιο σου τον εαυτό.

Το σημαντικότερο όμως είναι ότι, ενώ ουσιαστικά αποτελεί μία κοινωνιολογική μελέτη, λειτουργεί περισσότερο σαν άτυπη ψυχαναλυτική συνεδρία 300 σελίδων, όπου το τελικό συμπέρασμα είναι ότι "δεν είσαι τρελός" ― τουλάχιστον αν σκέφτεσαι και ιεραρχείς τα "θέματά" σου όπως εγώ.

Έτσι ακριβώς λειτούργησε σε μένα λοιπόν, που ο εγκλεισμός, τα νέα της πανδημίας, οι ανομολόγητοι φόβοι κι οι εμμονές φίλων και γνωστών, με την ταυτόχρονη επίδειξη μιας ευημερίας ακατανόητα επιφανειακής σε μένα, στα κοινωνικά δίκτυα, είχαν φτάσει να μου προξενούν διάφορες υπαρξιακές εκρήξεις του τύπου: "ποιος είμαι εγώ, ποιος είναι ο κόσμος".

Οι συγγραφείς με εξαιρετικά γλαφυρό και ευκολοδιάβαστο λόγο με βοήθησαν να εξηγήσω πολλά από τα παράξενα που ένιωθα να συμβαίνουν, να σταθούν αφορμή να ξανασκεφτώ αυτή την επιμονή "ότι δεν τρέχει και τίποτε, όλα είναι περαστικά" των κοινωνικών δικτύων, ειδικά από νεαρότερες ηλικίες, ή "χτίσε κοινωνικό προφίλ σαν να είσαι πίτσα κι όχι άνθρωπος με ψυχολογικές διακυμάνσεις".

Από την άλλη βεβαίως είναι κι ένα απολύτως κατατοπιστικό εγχειρίδιο που σου εξηγεί γιατί το ζητούμενο δεν είναι η πάση θυσία ευτυχία, αλλά πως η γνώση, η σκληρή κι ανελέητη αυτογνωσία, είναι ο μόνος επαναστατικός ηθικός προορισμός, αν θέλουμε να πούμε ότι κάποια στιγμή "ζήσαμε" και δεν είμαστε από χρόνια ήδη "νεκροί". 



Edgar Cabanas, Eva Illouz

Ευτυχιοκρατία

Πώς η βιομηχανία της ευτυχίας κυβερνά τη ζωή μας

Μετάφραση: Βασιλική Πέτσα

Αθήνα, Πόλις 2020

352 σελ.



16.9.20

Δίπλα σου


γράφει ο Θάνος Λουμπρούκος


Εκείνο το βλέμμα του
εκείνο το βλέμμα του δεν
θα το ξεχάσεις ποτέ.
Ευθυτενής και σίγουρος
κοίταζε τη ρίζα της ελιάς
και το καψαλισμένο πεύκο.
Τις σηκωμένες πλάκες
από το πεζοδρόμιο.
Κι εσύ άκουγες το “Πέραμα”
με τη Βίκυ Μοσχολιού
και σκεφτόσουν πόσο πολύ εκείνος
έμοιαζε του Ξέρξη.
Πόσο μόνη η ζωή του
στο άδειο παράθυρο 
που εκείνος στεκόταν.
Και βρήκες κοινά στοιχεία.
Κάπου βρήκες τη Βίκυ Μοσχολιού
μέσα στους τόσους Πέρσες.
Εκείνος ατένιζε τη ζωή που δεν
περνούσε από μπρος του
με ακίνητα τα μάτια του.
Το βαθύ του βλέμμα το σίγουρο
δεν θα το ξεχάσεις ποτέ.


[ διαβάστε το ποίημα με την παρακάτω ηχητική υπόκρουση ]

 https://www.youtube.com/watch?v=tJUKONveQQ4

14.9.20

Αυτός ο κύριος Μπι




γράφει η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου


Αυτός ο κύριος Μπι είναι και εβραίος και γνωστός. Εγώ δεν τον ήξερα. Τον έμαθα το προηγούμενο σαββατοκύριακο στο Συνέδριο Ερευνών και Ευρεσιτεχνιών. Πλήθος μελετητές ανακοίνωναν τα αποτελέσματα των μακροχρόνιων ερευνών τους· παρακολούθησα ενδιαφέρουσες ομιλίες και εντυπωσιάστηκα. Το κακό όμως είναι ότι οι πολλές πληροφορίες με μπέρδεψαν, έχασα τον ειρμό της σκέψης μου και δεν μπορούσα να τις ταξινομήσω. Άρπα-κόλλα σημειώσεις κράτησα· όχι από το συνέδριο αλλά από τον διπλανό μου, θερμό θαυμαστή αναλόγων εκδηλώσεων. Παρόλο που ζήτησα τη βοήθειά του, οι επεξηγήσεις του με μπέρδεψαν περισσότερο αφού ―για να μπω στο πνεύμα γρήγορα, μιας και μου δόθηκε η ευκαιρία― τις σταχυολόγησα όπως όπως.


Παρότι πήγα στο συνέδριο για να σκοτώσω την ώρα μου, το παρακολούθησα ανελλιπώς, πλην όμως το κατανόησα ανεπαρκώς. Αυτό το συνειδητοποίησα εκ των υστέρων, καθόσον δεν ήθελα να το παραδεχθώ, αν και μου το είχε επισημάνει ο διπλανός μου. Καθόμουν λοιπόν στη θέση μου, εντυπωσιασμένος απ’ όσα μάθαινα, και σκεφτόμουν: Για κοίτα, πρώτη φορά ήρθα σε συνέδριο κι αμέσως γνώρισα έναν διάσημο, που είναι και εβραίος και γνωστός, όπως είπε ο συντονιστής. Δηλαδή, δεν γνώρισα τον ίδιο αλλά αυτόν που τον είχε μελετήσει· επειδή δεν συγκράτησα το όνομά του, τον αναφέρω ως Μελετητή. Εδώ πρέπει να σημειώσω πως, καθώς δεν φημίζομαι για τη μνήμη μου, ούτε το όνομα τού διπλανού μου θυμάμαι. Κατάφερα όμως να συγκρατήσω δύο ανακοινώσεις, μιας και είχαν κοινό παρονομαστή τη θάλασσα. Κατά περίεργη σύμπτωση, και οι δύο περιέγραφαν ανακαλύψεις τού κυρίου Μπι. 




Η μία μελέτη υποστήριζε ότι, παρά τον εξανθρωπισμό μας, διατηρούμε συμπεριφορές από τη μακρινή εποχή που ήμασταν ψάρια. Εξηγούσε και επιβεβαίωνε, με απλά λόγια, μία παλιά θεωρία, η οποία έλεγε ότι το ζάρωμα των δακτύλων μέσα στο νερό έχει τις ρίζες του στο εξελικτικό παρελθόν του ανθρώπου, όταν, για να επιβιώσει, έπρεπε να πιάνει με γυμνά χέρια πράγματα μέσα στο νερό δίχως να του γλιστράνε, καθώς επίσης και να στηρίζεται καλύτερα όταν περπατούσε με γυμνά πόδια σε ρηχούς και γλιστερούς βραχώδεις βυθούς.


«Τα αυλάκια που σχηματίζονται στα ακροδάχτυλα λειτουργούν ως κανάλια που διώχνουν μακριά το νερό και επιτρέπουν στο δέρμα να έρχεται σε καλύτερη επαφή με το αντικείμενο» είπε ο Μελετητής και εξήγησε πως το ζάρωμα των δαχτύλων είναι μία αναγκαία λειτουργία, που δεν έχει σχέση με την είσοδο νερού στο δέρμα αλλά συμβαίνει για να δημιουργείται τριβή και να μην ολισθαίνουμε.


«Είναι μία αντίδραση που οφείλεται στη συστολή αιμοφόρων αγγείων κάτω από το δέρμα και ελέγχεται από το αυτόνομο νευρικό σύστημα» μου εξήγησε ο διπλανός μου, κι εγώ το κατάλαβα.


Η δεύτερη ανακοίνωση ανέφερε τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν για την επαλήθευση της θεωρίας «Δεν ξαρμυρίζει η θάλασσα με τη βροχή». Ο Μελετητής, παρότι είχε αρχίσει να κουράζεται από την πολύωρη παραμονή του πάνω στο βάθρο, συνέχισε να μιλάει, να μιλάει και να μη σταματάει. Εγώ, παρόλο που αντιλαμβανόμουν τη σημασία τής κάθε φράσης του τη στιγμή που την έλεγε, μόλις άρχιζε τον επόμενο συλλογισμό ξεχνούσα ό,τι είχα καταλάβει μέχρι τότε. Όμως, φαίνεται πως και αρκετοί άλλοι είχαν το ίδιο πρόβλημα με εμένα, αφού άρχιζαν να μιλάνε μεταξύ τους για διευκρινίσεις, αφού δεν επιτρέπονταν οι ερωτήσεις προς τον ομιλητή. Ο Μελετητής εκνευρίστηκε και φώναξε αρκετές φορές «Παρακαλώ, κάνετε ησυχία». Τελικά, ησυχία έγινε, αλλά ο Μελετητής, που ήταν πολύ ταραγμένος, κάποια στιγμή έριξε όλο το βάρος του πάνω στο πόντιουμ, που ήταν γεμάτο από τις σημειώσεις του, αυτό δεν άντεξε, έγειρε και τον πήρε μαζί του· ακριβώς τη στιγμή που εξηγούσε το πείραμα και όλες τις προσπάθειες του κυρίου Μπι να ελαφρύνει τη θάλασσα από το αλάτι της. Έτσι, άρχισε νέα φασαρία, που όλο και μεγάλωνε, διότι  κάποιοι αντιδρούσαν τόσο στη λογική όσο και στην αναγκαιότητα της ανάλυσης. 


«Το ξέρουμε πως δεν ξαρμυρίζει η θάλασσα με τη βροχή» φώναζαν ενδιάμεσα στις παύσεις του, εμποδίζοντας κάθε προσπάθεια τού Μελετητή να συνεχίσει. Ειδικά στο σημείο που ανέλυε τις συνθήκες τής εποχής που ήμασταν όλοι ψάρια. Τότε του επιτέθηκαν, αν και ο Μελετητής είχε εξηγήσει προκαταβολικά πως αυτά δεν τα έλεγε ο ίδιος αφ’ εαυτού του αλλά ο πρόγονός του, ο κύριος Μπι, που είχε κάνει και την έρευνα. Έτσι τον είπε, «πρόγονό» του, και κάποιοι από τους ακροατές δεν μπορούσαν ν’ αποδεχτούν πώς γίνεται μία αμφιλεγόμενη φιγούρα του λόγου, σαν τον Μελετητή, να είναι απόγονος ενός μεγάλου ερευνητή, που ήταν και εβραίος και γνωστός.


 «Αφού δεν ξαρμυρίζει η θάλασσα με τη βροχή, τότε γιατί με τόσο αλάτι τα ψάρια δεν γίνονται παστά;» ρώτησε κάποιος και ακούστηκαν δυνατά γέλια.


«Για τον ίδιο λόγο που δεν μιλούν γαλλικά όσα ψάρια έφαγαν τους Γάλλους θαλασσοπόρους, που πνίγηκαν στις βόρειες θάλασσες» απάντησε ειρωνικά ο Μελετητής, και τότε από το ακροατήριο ακούστηκαν οι έντονες αντιρρήσεις των Γάλλων παρευρισκομένων.


Μέχρι τώρα απέφευγα τις συνελεύσεις και τα συνέδρια γιατί δεν άντεχα τις έντονες συγκινήσεις, τις συνεχείς αντιρρήσεις που μπερδεύουν τον ακροατή, αλλά και το πήγαιν-έλα όλων αυτών που αφήνουν πίσω τους την πόρτα ανοιχτή, αδιαφορώντας αν οι ακατάληπτοι ήχοι τού διαδρόμου φτάνουν στην αίθουσα και αποσυντονίζουν το ακροατήριο. Για παράδειγμα, ετούτη τη φορά έτυχε να συμβούν αλλόκοτες φασαρίες. Όχι πως θα με επηρέαζε αν η θάλασσα ξεπλενόταν από τη βροχή ή αν ξαρμύριζε με τα νερά των ποταμών. Να ξεχαστώ ήθελα και, με ενδιαφέρουσες πληροφορίες, να ενισχύσω τη δραστηριότητα του προμετωπιαίου φλοιού του εγκεφάλου μου, ο οποίος ευθυνόταν για τη συγκέντρωση γεγονότων και συμπεριφορών, που μού προκαλούσαν έντονες αντιδράσεις. Ήλπιζα πως θα κατάφερνα να στρέψω την προσοχή μου σε άλλα πράγματα ώστε ν’ απαλλαγώ ―επιτέλους― από το άγχος που κυνηγούσε τη ζωή μου. Κάτι σαν άσκηση δηλαδή· μία σύγχρονη ψυχιατρική τεχνική, που είχε σκοπό ν’ αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο αισθάνομαι ώστε να ξεφορτωθώ όσα με ενοχλούν.


Επισημαίνω ότι ενδιαφέρομαι για κάθε πρωτοποριακή μέθοδο και, καθόσον οι δύο προαναφερθείσες ανακοινώσεις ήταν αποτέλεσμα πολύχρονων, σημαντικών (αλλά και ασυνήθιστων για την εποχή τους) ερευνών, ένιωσα ιδιαίτερα υπερήφανος επειδή τις παρακολούθησα. Επίσης, παρότι οι πληροφορίες τους μου φάνηκαν πολλές, συγκράτησα όσες, εκτός από σημαντικές, ήταν και ευκολονόητες. Μπορώ να πω μάλιστα πως, μετά από αρκετή εκ των υστέρων μελέτη, κατάφερα να κατανοήσω περισσότερα γι’ αυτές. Έτσι, δίπλα στο όνομα του κυρίου Μπι, μετά το «εβραίος και γνωστός», πρόσθεσα και το «κατανοητός», κατατάσσοντάς τον αυτόματα στους πλέον σοφούς ερευνητές της εποχής του. Βέβαια, τον υπαινιγμό του Μελετητή δεν τον πολυκατάλαβα αλλά δεν του έδωσα και ιδιαίτερη σημασία, αφού η απόδειξη ήταν ήδη μπροστά μου: όσες φορές κι αν είχα δοκιμάσει θαλασσινό νερό ήταν αρμυρό. Όπως και να είχε η κατάσταση, εμένα τα ψάρια δεν θα μου άρεσαν, είτε γαλλικά μίλαγαν είτε άλλη γλώσσα. Και δεν θα μου άρεσαν γιατί μυρίζουν ψαρίλα. Αλλά τι να έλεγα;


Τη συζήτηση που ακολούθησε μετά την τελευταία ανακοίνωση δεν την παρακολούθησα μέχρι το τέλος. Όταν άκουσα την αποστομωτική απάντηση τού Μελετητή για τα ψάρια που δεν μιλάνε γαλλικά, σηκώθηκα και έφυγα. Τι άλλο να έκανα; Άλλωστε, οποιαδήποτε κι αν ήταν η συνέχεια στο εν λόγω σκεπτικό, δεν θα μπορούσε ν’ αλλάξει τον τρόπο που αισθάνομαι και αντιδρώ.


Μετά από αρκετόν καιρό και πολλή σκέψη, κατάλαβα γιατί ο κύριος Μπι, που ήταν και εβραίος και γνωστός και κατανοητός –επιμένω–, έπαψε να εμφανίζεται σε διαλέξεις περί των ερευνών του. Ακούστηκε πως, σε κάποιες έρευνες που έκανε στις κρύες βόρειες θάλασσες, έπεσε στο νερό και τον έφαγαν τα ψάρια. Σε καμία περίπτωση δεν θέλω αυτό να θεωρηθεί υπαινιγμός. Άλλωστε, δεν μαθεύτηκε ποτέ αν αυτός ο κύριος Μπι ήτανε Γάλλος.


Η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου γεννήθηκε το 1956 στην Αμφίκλεια Φθιώτιδας. Ζει στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνογραφία-ενδυματολογία. Εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα.

Αποφοίτησε από το Μεταπτυχιακό Τμήμα Δημιουργικής Γραφής

του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, στην κατεύθυνση της συγγραφής. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. 

Από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου κυκλοφορεί το βιβλίο της Η Μακρυγιαλού και άλλες ιστορίες [2017].