5.10.19

Φθινόπωρο στη μικρή μας πόλη

-->

Νίκη Μιχαηλίδου, Εύκολες διαδρομές, ακρυλικό σε καμβά


γράφει η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου


Η κωμόπολη έδειχνε την εγκατάλειψή της σαν παλιό τραύμα από ξεχασμένο πόλεμο. Η παροδική συννεφιά βοηθούσε να νετάρει το βλέμμα και να πατήσουμε τα πεντάλ με μανία, θα έλεγες, μέχρι την επόμενη εμφάνιση του ήλιου ανάμεσα από τα σύννεφα. Ο ζεματιστός ήλιος του Σεπτέμβρη έκανε ακόμα πιο έντονες τις στιγμές της καλοκαιριάτικης ξεγνοιασιάς, που μόλις είχε περάσει. Τα ξενιτεμένα χαλίκια πάνω στην άσφαλτο τινάζονταν κάτω από τις ρόδες του ποδηλάτου κι έφταναν μέχρι τις γριές που περίμεναν στο πρακτορείο με το εισιτήριο στο χέρι. Κάποιοι μαγαζάτορες, που λαγοκοιμόνταν στις ψάθινες καρέκλες τους, περιμένοντας τον πελάτη που ξεχάστηκε, άνοιγαν τα μάτια τους από τον θόρυβο του χαλικιού πάνω στο τζάμι κι αφού δεν υπήρχε ζημιά τα ξανάκλειναν. Δυο-τρεις εργάτες έτρωγαν το μεσημεριανό τους στη σκιά της οικοδομής κι ένας ψαράς έβγαζε τ’ απόνερα από τη βάρκα του. Το μικρό της γειτόνισσας έσκουζε σε συνέχειες, επειδή η μάνα του δεν το άφηνε να παίξει στον ήλιο το καταμεσήμερο. Μια παραθαλάσσια κωμόπολη ξανάβρισκε τον ρυθμό της, καλωσορίζοντας το φθινόπωρο.

Δεν στέριωνα σε άλλες παρέες, είχα τον αδελφό μου. Εννιά μήνες διαφορά είχαμε αλλά μοιάζαμε για δίδυμοι. Τον χειμώνα παίρναμε στο κατόπι τους μεγαλύτερους για θελήματα, μέχρι να μας βαρεθούν. Τα καλοκαίρια παρακολουθούσαμε από μακριά τους παραθεριστές. Μερικές φορές γνωρίζαμε και κάποιους συνομήλικους. Όταν έφευγαν, αφήναμε τις έγνοιες μας στη σκιά, μαζί με τα ποδήλατά μας, και σκορπίζαμε το μυαλό μας στα πέλαγα. Δεν χρειαζόταν να μιλάμε. Γνωρίζαμε καλά ο ένας τον άλλο. Μόλις έμπαινε το φθινόπωρο και άρχιζαν οι βροχές, αφήναμε τη θάλασσα στην ησυχία της. Μέσα σε λίγες ώρες η σανίδα από τη διπλανή οικοδομή, με την οποία δέρναμε τη θάλασσα κάθε φορά που ένα κύμα μας ανάγκαζε να καταπιούμε την αρμύρα της, γινόταν παρελθόν. Προς το τέλος του Σεπτέμβρη άρχιζαν τα σχολεία και τα δύσκολα μαζί.



Αυτόν τον Σεπτέμβρη η ζέστη είχε πάρει παράταση. Μετράγαμε τις τελευταίες ανάσες τού καλοκαιριού με ορθοπεταλιές. Καταμεσήμερο. Θα περνάγαμε απ’ όλα τα μέρη που είχαμε αρμέξει στιγμές, σαν τελική επιβεβαίωση φόρτωσης πριν από ταξίδι. Εμείς δεν θα φεύγαμε. Δεν φεύγαμε ποτέ… ακόμα. Μόνο με το ποδήλατο φτάναμε μέχρι το τέλος της μικρής πόλης, σαν να παίρναμε αμπάριζα, και πάλι πίσω. Μόνο εμείς οι δύο αποχαιρετούσαμε αυτούς που έμπαιναν στο λεωφορείο. Ύστερα, θα πηγαίναμε στο σπίτι και θα περιμέναμε το επόμενο καλοκαίρι να επιστρέψουν κάποιοι από τους παλιούς παραθεριστές ή θα φανταζόμασταν τους καινούργιους που θα έρχονταν. 

Τη βλέπαμε γυρνώντας από τη θάλασσα. Εκείνη κατέβαινε με το ρομπάκι της το σκούρο και το ψάθινο καπέλο με την παρδαλή κορδέλα, που της είχε χαρίσει μια παραθερίστρια, όταν το θαύμασε. Σταματούσε πάντα έξω από τον φράχτη κοντά στη συκιά μας και μάζευε τα ώριμα. Ανέβαζε τα μαύρα γυαλιά της στο κούτελο, για να βλέπει καλύτερα, και ξεφλούδιζε τα γινωμένα. Πόσο να ήταν τότε; Καμιά πενηνταριά, πενήντα πέντε; Παραπάνω δεν ήταν. Θα μπορούσε να είχε φτιάξει τη ζωή της αλλά μπα, έλεγαν οι γειτόνισσες. Ο ένας ήθελε να κλείσει το παιδί της στο ορφανοτροφείο, ο άλλος να το στείλει στον αδερφό της στη Γερμανία, προκοπή δεν είδε. Το παιδί της μεγάλωσε, έφυγε μετανάστης κοντά στομ θείο του, παντρεύτηκε εκεί, και αυτή έμεινε μόνη της να καθαρίζει τα δωμάτια των εποχιακών ξενοδοχείων.  
 «Καλόμαθε η Άκολη στα σύκα θα φάνει και τα ξέφλουδα» μουρμούριζε η μάνα μου αλλά τίποτα παραπάνω δεν έκανε. Μια φορά που παραπονέθηκα ότι μας έτρωγε τα σύκα μας ,με βούτηξε από το γιακά και με τράνταξε: «Δεν έχει δικιά της συκιά. Τι δεν καταλαβαίνεις;». Δεν ξαναμίλησα, μόνο την παρατηρούσα μέχρι να τελειώσει το άρμεγμα και να πάρει την κατηφόρα προς την αμμούδα με τα βούρλα. Στα νύχια περπατούσε, σαν να χόρευε, με την κοιλιά μπροστέλα, άκολη η τυραννία της μοδίστρας ― τότε που έραβε κάνα ρούχο, γιατί ύστερα βγήκαν τα «έτοιμα». Αυτά έλεγαν στη γειτονιά με μισόλογα, που εγώ δεν καταλάβαινα. Το «Άκολη» τής το κόλλησε η μοδίστρα, επειδή δεν έστρωναν καλά τα λούκια στις ρόμπες της, μας είπε η μάνα μας, όταν τη ρωτήσαμε.

*

Τα ποδήλατά μας ήταν καλά κρυμμένα στους θάμνους. Μπροστά μας τα ξερά χορτάρια και ύστερα η αμμούδα με τα βούρλα προσκύναγε τα λαίμαργα της γέρικης ελιάς. Πώς είχε ξεμείνει αυτή η ελιά μοναχή της τόσο κοντά στη θάλασσα ρωτούσανε οι ξένοι αλλά κανένας δεν ήξερε να τους πει. Θα πέρναγε σίγουρα από δω η Άκολη. Κάθε φθινόπωρο πήγαινε για μπάνιο μεσημεριάτικα, για να μην τη δει κανένας να κολυμπάει.  
Ο Αποστόλης σύρθηκε πρώτος ανάμεσα στα ξερά χορτάρια όσο μπορούσε πιο ήσυχα μέχρι να βολευτεί. Τον ακολούθησα κι εγώ. Ήταν τόσο μεγάλη  η περιέργειά μας που ξεχνούσαμε τα φίδια, προσέχαμε μόνο μην τυχόν και μας πάρουν είδηση τα σκυλιά και προδοθούμε. Κάποια στιγμή πήγε να μετακινηθεί για ν’ αποφύγει τον ήλιο που τον τύφλωνε και την είδε να φτάνει. «Έρχεται» είπε μόνο κι εγώ κοκάλωσα. Ό,τι είχε προβάλει από τη στροφή, μετά τη συκιά. Περπατούσε αργά, γλείφοντας τα ξέφλουδα και τα δάχτυλά της. Πέρασε από μπροστά μας χωρίς να μας δει και χάθηκε πίσω από την αμμούδα. Ο Αποστόλης σύρθηκε έως εκεί και ανασηκώθηκε με προσοχή ανάμεσα από τα ξεσταχυασμένα βούρλα, που ανέβαζαν τα κοτσάνια τους έως τον ουρανό. Από κοντά κι εγώ. Η Άκολη είχε ακουμπήσει με προσοχή τα πράγματά της κάτω από την ελιά και ξεκούμπωνε τη ρόμπα της. Γύρισε κάνα-δυο φορές και κοίταξε πίσω της, μην τυχόν και είχε θεατές. Εμείς μείναμε ακίνητοι και κρατήσαμε την ανάσα μας, μην μας προδώσει ο αέρας που πήγαινε προς το μέρος της.
Την έβλεπα αλληθωρίζοντας, ανάμεσα από δύο κοτσάνια, πότε με το ένα μάτι και πότε με το άλλο, αλλάζοντας κάθε φορά εκείνο που θόλωνε. Οι ακτίνες του ήλιου σαν να ’τανε πιο φωτεινές, μου φάνηκε, έτσι όπως αντανακλούσαν πάνω στο άσπρο δέρμα της και με τύφλωναν. Χαμήλωσα τα μάτια για να τις αποφύγω και άρχισα ν’ ανεβαίνω αργά.
Οι γάμπες της, μαρμάρινες κολόνες, στήριζαν τους μηρούς που έφταναν ώς τους σκληρούς γοφούς της. Ο θαυμασμός μου με ταξίδεψε στην απορία. Τζάμπα της είχε βγει το όνομα. Κάθε άλλο παρά άκολη ήταν.
Θα ορκιζόμουν ότι τα κολομέρια της ήταν τα καλύτερα που είχα δει στη ζωή μου. Και είχα δει πολλά, αν εξαιρέσεις της μάνας μου, μια φορά που άλλαζε με γυρισμένη πλάτη στον καθρέφτη της ντουλάπας, και της γιαγιάς μου, όταν την πλένανε κατάκοιτη από εγκεφαλικό. Δεν κατάφερα να προχωρήσω παραπάνω. Η Άκολη γύρισε απότομα προς το μέρος μας, λες και διαισθάνθηκε την παρουσία μας. Ο Αποστόλης έπεσε μονοκόμματος προς τα πίσω και με παρέσυρε κατρακυλώντας στον αμμόλοφο. Ούτε «ωχ» δεν έκανα, μην τυχόν και ακουστεί. Τρέχοντας φτάσαμε μέχρι τα ποδήλατα, τα καβαλήσαμε και εξαφανιστήκαμε.
Στο σπίτι η μάνα μας είχε σφουγγαρίσει τη βεράντα και καθόταν να ξεκουραστεί μέχρι να στεγνώσει το μωσαϊκό, για να μπει και να συνεχίσει τις δουλειές της. Εκείνο το απόγευμα ήταν το τελευταίο των παιδικών καλοκαιριών μας. Η νύχτα που ερχόταν θα άνοιγε την πόρτα τής ερωτικής μας ζωής. Η Άκολη με τα τορνευτά καπούλια της θα έμενε για πάντα η πρώτη ερωμένη μας.