25.12.07

Στην κόψη του ξυραφιού

Ιστορίες ανθρώπων στο χείλος του κοινωνικού περιθωρίου

Γιαν Χένρικ Σβαν
Οι περιπλανώμενοι
Μετάφραση [από τα σουηδικά]: Θεοφανώ Καλογιάννη
Αθήνα, Εκδόσεις Κέδρος 2007, 417 σελ.


του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΡΔΟΜΕΝΙΔΗ*


Προτού καν συμπληρώσει τα 50, ο Σουηδός συγγραφέας Γιαν Χένρικ Σβαν έχει εντυπωσιακό βιογραφικό: Γεννημένος στη Λουντ, μεγάλωσε στην Κοπεγχάγη, φοίτησε στα πανεπιστήμια της Σορβόνης και της Στοκχόλμης, έχει εκδώσει οκτώ μυθιστορήματα, μεταφράζει λογοτεχνία από τα δανέζικα, τα γαλλικά, τα πολωνικά και τα ελληνικά (πρόσφατα κυκλοφόρησε στη Σουηδία μια ανθολογία ελληνικού διηγήματος με δική του επιμέλεια καί μετάφραση), συνεργάζεται με μεγάλες εφημερίδες της πατρίδας του, διετέλεσε διευθυντής του έγκυρου λογοτεχνικού περιοδικού της Σουηδίας BLM.



Εύκολα θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για συγγραφέα του “κατεστημένου”, με ανάλογες επιλογές βίου και θεματογραφίας. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική: πολλά από τα μυθιστορήματα του Σβαν (ο οποίος στον ελεύθερο χρόνο του προσφέρει εθελοντική εργασία στο ανοιχτό σπίτι για τις άστεγες και τοξικομανείς γυναίκες του Ιδρύματος Κλαραγκόρντεν στη Στοκχόλμη) έχουν ως ήρωες πρόσωπα που κινούνται στο όριο του κοινωνικού βίου ή και στο περιθώριο, με τη ζωή τους να συνθλίβεται από μια διαρκή αίσθηση ματαιότητας, στερήσεις και οικονομική ανέχεια, σε έναν συνδυασμό που κορυφώνει τα ψυχολογικά και υπαρξιακά τους αδιέξοδα.
Γνωρίσαμε τον Σβαν με το μυθιστόρημά του Η καταραμένη χαρά (1987, μετάφραση Γιάννη Αλεξάκη, Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2002), όπου το κεντρικό πρόσωπο ήταν ένας αποτυχημένος παλιατζής, άβουλος χαρακτήρας, που ζει μέσα στη βρωμιά και στο αλκοόλ. Ήρωες ταπεινούς και καταφρονεμένους συναντάμε και στο μυθιστόρημά του Ζητιάνοι (1999). Πρόκειται για τον καρπό της τριήμερης εμπειρίας του συγγραφέα κοντά στους άστεγους της Στοκχόλμης, όταν δέχτηκε να κάνει ένα σχετικό ρεπορτάζ για λογαριασμό της μεγαλύτερης σουηδικής εφημερίδας, Ντάγκενς Νύχετερ.
Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και το προτελευταίο μυθιστόρημα του Σβαν, Οι περιπλανώμενοι (2001). (Το για την ώρα τελευταίο του, Η Δράκαινα, που βγήκε το 2005, είναι ελληνικής θεματολογίας.) Σκηνικό της αφήγησης είναι η Στοκχόλμη. Τα πρόσωπα του βιβλίου είναι άνθρωποι που βρίσκονται σε οριακή κατάσταση, λίγο προτού διολισθήσουν στο κοινωνικό περιθώριο. Κατά σειρά εμφανίσεως: Η Μάρθα, μια τσιγγάνα μετανάστρια από την Πολωνία, απελπισμένη που την άφησε ο μη-τσιγγάνος εραστής της, αναζητεί τα ίχνη του πατέρα της αλλά και κάποιον τρόπο για να επιστρέψει στην πατρίδα της. Ο Έμιλ, ένας νέος άντρας που δεν έχει να πληρώσει το νοίκι και ελπίζει να σωθεί όταν κληρώνεται αναπληρωματικός σε ριάλιτι της τηλεόρασης. Μια χοντρή γυναίκα, εγκαταλειμμένη κι από τον ίδιο της τον εαυτό γυναίκα, η Έντιτ, μόνη κι ανέγγιχτη επί δυο δεκαετίες, λες και δεν υπάρχουν στον κόσμο άλλοι άνθρωποι, με αποκλειστική της ενασχόληση να μαζεύει παράταιρα, ξεχασμένα γάντια, μέχρις ότου την ερωτεύεται ένας νεότερός της, εμφανίσιμος άντρας· πρόκειται για τον Νιλς, τον μόνο που τα προβλήματά του είναι κυρίως υπαρξιακά, έναν μελαχρινό Σουηδό που αισθάνεται ξένος στον τόπο του. Τελευταία, αλλά όχι σε λιγότερο δεινή θέση, η Σεσίλια, μητέρα ενός αυτιστικού αγοριού, εγκαταλειμμένη από τον πατέρα του όταν αποκαλύφθηκε το “πρόβλημα”, φορτωμένη επιπλέον με τη φροντίδα ενός πατέρα με παροδικές άνοιες.



Αυτό που ενώνει τους βαθιά μοναχικούς και στριμωγμένους από τή ζωή “ήρωες” του Σβαν που ζουν στη Στοκχόλμη πίσω από την πρόσοψη της ευμάρειας, της καθαριότητας και της τάξης, είναι ένα περίεργο λεωφορείο που διατρέχει τους νυχτερινούς δρόμους· ο οδηγός του τους παροτρύνει να ανεβούν, με μοναδικό ναύλο να αφηγηθεί ο καθένας την ιστορία του.
Χρησιμοποιώντας υποδόριο χιούμορ και ρεαλιστική αφήγηση, ο συγγραφέας φιλοτεχνεί τα πορτραίτα των περιπλανώμενων με επιδεξιότητα και ευαισθησία αλλά και γνώση της ανθρώπινης ψυχής· καταφέρνει μάλιστα να μετατρέψει σε ευ-ανάγνωστο ένα εκ πρώτης όψεως καταθλιπτικό θέμα, καθιστώντας τους ήρωές του συμπαθητικούς, σχεδόν ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Γιατί δεν πρόκειται για ακραίες περιπτώσεις (ανεπιστρεπτί αλκοολικούς ή τοξικομανείς, ας πούμε) αλλά για ανθρώπους που δεν μοιράζονται με την πλειονότητα τον ίδιο κοινωνικό κώδικα. Και που όλοι τους νιώθουν έντονη τη στέρηση του ερωτικού χαδιού στο σώμα τους και στην καρδιά τους.
Κατά κανόνα, η εξιστόρηση της ζωής καθενός γίνεται σε τρίτο πρόσωπο, χωρίς συναισθηματικές υπερβολές, διδακτισμό ή άμεση κοινωνική κριτική. Κι αυτό που μας συμφιλιώνει ευκολότερα με τους σπαρακτικά μοναχικούς ήρωες του Σβαν είναι ο τρόπος με τον οποίο βρίσκουν τον τρόπο να ζήσουν ―άλλοτε με στωικότητα κι άλλοτε με ήρεμη, αξιοπρεπή απελπισία― τον βαρύ κλήρο που τους έλαχε.
Η μετάφραση της Θεοφανώς Καλογιάννη (που προφανώς γνωρίζει όχι μόνο τη γλώσσα αλλά και τη σουηδική πραγματικότητα) μεταφέρει με πολύ καλά αποτελέσματα στα ελληνικά τον σταθερό ρυθμό και την ακριβολογία του πρωτοτύπου.


* Ο Γιώργος Κορδομενίδης είναι εκδότης-διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού «Εντευκτήριο»

29.11.07

Η ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ ΣΤΟ UNDERGROUND ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ




την Παρασκευή, 14 Δεκεμβρίου 2007, 8.30 μ.μ.

Αποσπάσματα από το καινούριο της βιβλίο «Το Νόημα», που μόλις κυκλοφόρησε, παλαιότερα ποιήματα και πεζά της θα διαβάσει η Μαρία Λαϊνά στη βραδιά που θα γίνει προς τιμήν της στον χώρο εκδηλώσεων του περιοδικού «Εντευκτήριο» («Underground Εντευκτήριο», Δεσπεραί 9, Θεσσαλονίκη – περιοχή Διεθνούς Εκθέσεως, τηλ. 2310 283.223) την Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου, ώρα 8.30 μ.μ.. Η συγγραφέας θα απαντήσει σε ερωτήσεις που τυχόν θα της γίνουν, και θα τη συνοδεύουν οι φωτογραφίες της ΄Ένης Κούκουλα.
Την εκδήλωση οργανώνει το περιοδικό «Εντευκτήριο» σε συνεργασία με το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, με την υποστήριξη του Α΄ Δημοτικού Διαμερίσματος του Δήμου Θεσσαλονίκης. Είσοδος ελεύθερη.



Σε μια συνέντευξή της στον Γιώργο Πηλιχό (Τα Νέα, 5.5.1983), η ίδια η Λαϊνά έλεγε: «Αν η ποίηση υποχρεωνόταν ν’ αντανακλά και μόνο την πραγματικότητα, να δείχνει τον κόσμο όπως είναι και μόνο, δεν θα ’ταν και σπουδαίο το έργο που θα επιτελούσε. Εμένα προσωπικά μια πραγματικότητα μου είναι αρκετή. Βέβαια, μακριά από μένα και η σκέψη πως ο καλλιτέχνης έχει δικαίωμα ν’ αγνοεί την πραγματικότητα και να λειτουργεί ερήμην της. Δεν διακρίνω άλλωστε κανένα που να τα κατάφερε. Δεν πιστεύω στα κάτοπτρα της πραγματικότητας, πέρα απ’ όλα αυτά. Όταν κάποιος ισχυρίζεται ότι δείχνει τον κόσμο όπως είναι, συνήθως δεν τον περιγράφει απλώς. Και το λέω αυτό γιατί πιστεύω ότι μια εντελής περιγραφή μπορεί όχι να καθρεφτίσει ―οι διαστάσεις της πραγματικότητας δεν συντάσσονται εύκολα― αλλά ν’ αποκαλύψει την πραγματικότητα.»

Η Μαρία Λαϊνά γεννήθηκε στην Πάτρα. Σπούδασε νομικά. Δούλεψε στη διαφήμιση, στην επιμέλεια βιβλίων, στη διδασκαλία γλώσσας και λογοτεχνίας σε αμερικάνικα κολέγια, σε παραγωγή και παρουσίαση ραδιοφωνικών λογοτεχνικών εκπομπών, σε γραφή σεναρίων για την τηλεόραση. Έχει εκδώσει 14 βιβλία (6 θεατρικά και 8 ποιητικές συλλογές). Της έχουν δοθεί τρία βραβεία, [Κρατικό (1993), Καβάφη και Ραδιοφώνου]. Τα θεατρικά της έχουν παιχτεί σε κεντρικές σκηνές της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και της Πάτρας. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε όλες σχεδόν τις ευρωπαïκές γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, σουηδικά, ιταλικά, ισπανικά, κ.α.). Η μετάφραση ποιημάτων της στα γερμανικά βραβεύτηκε με το βραβείο Μονάχου το 1995. Η ίδια μετέφρασε στα ελληνικά, Πάουντ, Έλιοτ, Μάνσφηλντ, Γουόρτον, Xάισμιθ, Σαρλότ Μπροντέ, Τέννεσσυ Ουίλλιαμς, Άρθουρ Μίλλερ κ.ά. To έργο της έχει παρουσιαστεί σε πανεπιστήμια και διεθνή φεστιβάλ ποίησης.

15.11.07

ΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ, ΑΛΗΘΕΙΑ, ΤΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ;

Του Ανταίου Χρυσοστομίδη

«Δεν ήταν εύκολα τα είκοσι χρόνια που πέρασαν από τότε. Και δυστυχώς τα χρόνια που ακολουθούν φαίνεται πως θα είναι ακόμη δυσκολότερα. Η αίσθησή μου είναι ότι ολοένα και λιγότεροι άνθρωποι χρειάζονται στη ζωή τους τα λογοτεχνικά περιοδικά...»
Ο Γιώργος Κορδομενίδης, ο δημιουργός του «Εντευκτηρίου», του λογοτεχνικού περιοδικού από τη Θεσσαλονίκη, είναι, όπως όλοι σχεδόν οι ευφυείς άνθρωποι, απαισιόδοξος εν τη αισιοδοξία του, ακόμα κι όταν γιορτάζει τα γενέθλια του εντύπου του. Ογδόντα άτομα δηλώνουν την παρουσία τους σε αυτό το γιορταστικό τεύχος, άλλος με κείμενο, άλλος με σκίτσο, άλλος με ποίημα. Και γιορτάζουν κυρίως το πείσμα ενός ανθρώπου που είχε και έχει όραμα.
Όμως: χρειαζόμαστε αλήθεια τα λογοτεχνικά περιοδικά; Ιδού το ενδιαφέρον ερώτημα που θέτει ο Κορδομενίδης όχι μόνο στον πρόλογο του επετειακού του τεύχους αλλά και σε μια τηλεοπτική εκπομπή (της Μπήλιως Τσουκαλά) που έτυχε να παρακολουθήσω. Σε αυτή την τελευταία, μάλιστα, προχωρούσε ακόμα περισσότερο: τα λογοτεχνικά περιοδικά είναι υπολείμματα μιας άλλης εποχής, εξακολουθούμε να τα βγάζουμε αλλά ανήκουν σε μια άλλη εποχή που πέρασε ανεπιστρεπτί.
Δεν έχει όμως άδικο ο Κορδομενίδης. Στην εποχή όμως των blogs (όπου οι παρέες αντί να τηλεφωνιούνται μεταξύ τους ή να βρίσκονται σε φιλικά σπίτια, συνομιλούν μέσω Διαδικτύου σε ένα περισσότερο ή λιγότερο οικογενειακό κλίμα, και με όλους τους καβγάδες που χαρακτηρίζουν τις καλές οικογένειες), στην εποχή που κανένα λογοτεχνικό ή αισθητικό ρεύμα δεν ενώνει ή δεν χωρίζει τους ανθρώπους, τι χρειάζονται τα λογοτεχνικά περιοδικά;
Η αλήθεια είναι πως πάει πολύς καιρός που κάποιο από τα γνωστά λογοτεχνικά περιοδικά δεν τάραξε τα νερά ― ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Καμιά νέα ιδέα, κανένας ασυνήθιστος διάλογος, καμιά νέα σπίθα. Τα λογοτεχνικά περιοδικά εξακολουθούν να διατηρούν περισσότερο ή λιγότερο το καλό τους επίπεδο, να δίνουν χώρο σε εργασίες που δύσκολα θα έβρισκαν χώρο και τρόπο να εκφραστούν (ιδιαίτερα στο χώρο της ποίησης), να παρακολουθούν έστω και με κάποια καθυστέρηση όσα γίνονται συνήθως ερήμην τους. Η πιο σοβαρή συνεισφορά τους, τα τελευταία χρόνια, είναι τα αφιερώματα που κάνουν: νομίζω ότι όλα τα γνωστά περιοδικά του χώρου (από τη «Λέξη» στο «Δέντρο», από το «Εντευκτήριο» στην «Οδό Πανός» και από τη «Νέα Εστία» στο «Διαβάζω», για να αναφέρω τα πιο γνωστά) δίνουν πολύ ενδιαφέροντα αφιερώματα, που λειτουργούν συμπληρωματικά στον δύσκολο έτσι κι αλλιώς βηματισμό του βιβλίου στην Ελλάδα.
Άλλο όμως είναι αυτό που με συγκινεί στα λογοτεχνικά περιοδικά. Είναι ακριβώς αυτή η εμμονή σε ένα χωροχρόνο που μοιάζει καταδικασμένος από τη σύγχρονη ταχύτητα. Είναι ακριβώς αυτή η προσπάθεια να διασωθεί μια αίσθηση συλλογικής ανάγνωσης, η προσπάθεια να δημιουργήσουν σύνολα αναγνωστών σε ένα περιβάλλον που εχθρεύεται τη συλλογικότητα. Είναι, τελικά, η ίδια η ουτοπική τους φύση για τη λογοτεχνία και την κοινωνία αυτή που τα κρατάει ζωντανά.

28.10.07

View master

μικρό πεζό
του Γιώργου Αδαμίδη

πρώτη δημοσίευση

Φοράει μαύρο στηθόδεσμο και κίτρινο σορτάκι. Ωραίο σώμα, μέτριο ανάστημα. Ωραίο πρόσωπο. Όταν σηκώνεται από την πλαστική καρέκλα, εκείνος απλώνει το ηλιοκαμένο, γυμνασμένο μπράτσο του και την σταματάει, περνάει μετά το χέρι του στη μέση της και την τραβάει με ήρεμη δύναμη προς το μέρος του, τότε σκύβει και τη φιλάει στην κοιλιά.
Είναι ψηλός και μυώδης, πολύ κοντοκουρεμένα μαλλιά, ίσως ξυρισμένα που άρχισαν να μεγαλώνουν. Φοράει γαλάζιο μαγιό σλιπάκι με δύο λοξές άσπρες λωρίδες που ανάμεσά τους διακρίνονται τα αντρικά του προσόντα.
Περνάει από κοντά μου με μια φωτογραφική μηχανή στο χέρι· τη δίνει σε έναν νεαρό από το διπλανό τραπέζι. Επιστρέφει κοντά της και την ξαναγκαλιάζει. Ποζάρουν. «Άλλη μια, για κάθε ενδεχόμενο» λέει με το πιο φωτεινό χαμόγελο που έχω δει όλες αυτές τις μέρες στη Σκόπελο. Και τρίτη, τέταρτη φωτογραφία.
Στο ανοιγοκλείσιμο των ματιών μου η φωτογραφία γίνεται θλιβερό δίστηλο “χτυπημένο” στην πρώτη σελίδα της δευτεριάτικης εφημερίδας: Η τελευταία ευτυχισμένη στιγμή της Λέλας Τ., που την παρέσυρε απρόσεκτος μεθυσμένος οδηγός και την εγκατέλειψε αβοήθητη.
Το περήφανο χαμόγελό της δίπλα στον μοντελοειδή συνοδό της έχει παγώσει στον αιώνα τον άπαντα. Το δικό του, πιο συγκρατημένο, σχεδόν αινιγματικό, στην τρίτη ή την τέταρτη λήψη που τύπωσε η εφημερίδα, έχει μια δόση αβεβαιότητας ίσως και μελαγχολίας για το μάταιο των πραγμάτων και για τα απρόσμενα της ζωής. Πόσο καιρό θα τη θρηνήσει προτού χωθεί σε μια καινούρια τρυφερή αγκαλιά;
Το βλέμμα μου ψηλαφεί κάθε λεπτομέρεια του κορμιού του, επίμονα όσο και αργά. Τελείωσαν το φαγητό τους και μοιράζονται τώρα ένα παγωτό Status σοκολάτα με επικάλυψη σοκολάτα υγείας. Τους παρατηρώ καθώς βάζουν τα πράγματά τους σε ένα σακίδιο και μια ψάθινη τσάντα με ξεθωριασμένες καροτί λωρίδες εναλλάξ με άσπρες.
Δεν έχω καμιά τύψη για το αποτρόπαιο σενάριο που έγραψα πίνοντας φρέντο καπουτσίνο στο Λιμνονάρι. Ίσως επειδή ξέρω πως δεν πρόκειται να επαληθευτεί.

8.10.07

ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟ ΤΕΥΧΟΣ ΤΗΣ ΕΙΚΟΣΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟΥ ΣΕ ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ ΣΤΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ






Το «Εντευκτήριο» έκλεισε τα είκοσι χρόνια
και τα γιορτάζει μ’ ένα πανηγυρικό τεύχος

νέα, ανέκδοτα κείμενα των τακτικών συνεργατών του
και πλούσια εικονογράφηση από γνωστούς εικαστικούς δημιουργούς

Με ένα ιδιαίτερα πλούσιο στη σύνθεσή του και πολυσέλιδο τεύχος (αριθ. 78, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2007, 272 σελ., 12 ευρώ), που κυκλοφορεί τη Δευτέρα 15 Οκτωβρίου, το περιοδικό «Εντευκτήριο» γιορτάζει τη συμπλήρωση είκοσι χρόνων ανελλιπούς έκδοσης και παρουσίας στα ελληνικά γράμματα.

1987-2007 Γράφει, μεταξύ άλλων, στο εκδοτικό σημείωμά του ο διευθυντής του περιοδικού, Γιώργος Κορδομενίδης: Tο πρώτο τεύχος του «Eντευκτηρίου» κυκλοφόρησε στις αρχές Nοεμβρίου 1987. Tυπώθηκε σε 3.000 αντίτυπα και αριθμούσε 112 σελίδες [...] Στις δύο δεκαετίες που μεσολάβησαν, πολλοί από τους εθελοντές, τους συγγραφείς και τους συνεργάτες του πρώτου εκείνου τεύχους βγήκαν από τη ζωή του περιοδικού. Kάποιοι άλλοι επιμένουν ακόμη / Στο ίδιο διάστημα, με μεγάλες θυσίες στο παρελθόν και διαρκές κόστος στο παρόν, το «Eντευκτήριο» αξιώθηκε να βρει μια κάποια, έστω και υπόγεια, στέγη [...] Δεν ήταν εύκολα τα είκοσι χρόνια που πέρασαν από τότε· και δυστυχώς τα χρόνια που ακολουθούν φαίνεται πως θα είναι ακόμη δυσκολότερα / H αίσθησή μου είναι ότι ολοένα και λιγότεροι άνθρωποι χρειάζονται στη ζωή τους τα λογοτεχνικά περιοδικά [...] Φυσικά, η μακροβιότητα ενός περιοδικού από μόνη της δεν σημαίνει τίποτε, αν το περιοδικό δεν κατορθώνει να ανανεώνεται.

Πεζογραφία – Ποίηση Στο τεύχος αυτό δημοσιεύουν νέα, ανέκδοτα κείμενά τους, πεζογραφήματα κυρίως, μερικά ποιήματα και δοκίμια, (με αλφαβητική σειρά) οι: Γιώργος Αδαμίδης, Βασίλης Αμανατίδης, Νόρα Αναγνωστάκη (σχέδιο), Διαμαντής Αξιώτης, Γιάννης Βαρβέρης, Άρις Γεωργίου, Μιχάλης Γκανάς, Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Κατερίνα Δασκαλάκη, Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Τιτίκα Δημητρούλια, Κική Δημουλά, Ιωάννης Επαμεινώνδας, Μαρία Ευσταθιάδη, Γιάννης Ευσταθιάδης, Πάνος Θεοδωρίδης, Αλέξανδρος Ίσαρης, Κατερίνα Καριζώνη, Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, Γιώργος Κορδομενίδης, Δημοσθένης Κούρτοβικ, Μαρία Λαϊνά, Άρης Μαραγκόπουλος, Γιώργος Μαρκόπουλος, Ανθή Μαρωνίτη, Δ. Ν. Μαρωνίτης, Κώστας Μαυρουδής, Δημήτρης Μίγγας, Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Θανάσης Θ. Νιάρχος, Σοφία Νικολαϊδου, Δημήτρης Νόλλας, Λευτέρης Ξανθόπουλος, Μανόλης Ξεξάκης, Νίκος Γ. Ξυδάκης, Γιάννης Πατίλης, Τίτος Πατρίκιος, Αλεξάνδρα Πλαστήρα, Γιαν Χένρικ Σβαν (μετ. Μαργαρίτα Μέλμπεργκ), Σάκης Σερέφας, Ντάντη Σιδέρη-Σπεκ, Μαρία Στασινοπούλου, Έρση Σωτηροπούλου, Κάρολος Τσίζεκ, Μισέλ Φάις, Τάσος Χατζητάτσης, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Χρήστος Χρυσόπουλος.

Απουσιολόγιο Ο Κ. Ν Πλαστήρας νεκρολογεί τον πεζογράφο, δοκιμιογράφο και για πάνω από 50 χρόνια εκδότη του περιοδικού «Νέα Πορεία», Τηλέμαχο Αλαβέρα, ενώ ο Σταύρος Ζαφειρίου δημοσιεύει ένα μικρό πεζό του στη μνήμη του Γιώργου Κάτου.

Βιβλιοκρισίες και παρουσιάσεις Πλούσια είναι και στο τεύχος αυτό η ενότητα με τις βιβλιοκρισίες και τις παρουσιάσεις. Γράφουν οι: Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Τιτίκα Δημητρούλια, Μαρία Στασινοπούλου, Λίνα Πανταλέων, Αλέξανδρος Αργυρίου, Γεώργιος Ν. Περαντωνάκης, Νόρα Πυλόρωφ-Προκοπίου, Γιώργος Συμπάρδης, Ιωάννα Λαλιώτου, Κατερίνα Καριζώνη, Παναγιώτης Γούτας, Μιχ. Γ. Μπακογιάννης και ο Γιώργος Κορδομενίδης, με τη στήλη «Βιβλία στο κομοδίνο».

Εικονογράφηση - Φωτογραφικό ένθετο Την ενότητα της λογοτεχνίας κοσμούν με σχέδια και ζωγραφιές τους οι: Χρήστος Αλαβέρας, Καλλιόπη Ασαργιωτάκη, Γιάννης Βαρελάς, Αλέξης Βερούκας, Μανόλης Γιανναδάκης, Περικλής Γουλάκος, Μανώλης Ζαχαριουδάκης, Ναταλία Θωμαϊδη, Απόστολος Κιλεσσόπουλος, Χάρης Κοντοσφύρης, Ξενοφών Μπήτσικας, Χρήστος Μποκόρος, Νίκος Ναυρίδης, Δημήτρης Ξόνογλου, Μαρία Τσακάλη, Αλέξης Ψυχούλης.

Στην Camera Obscura, το ειδικό ένθετο του «Εντευκτηρίου» για την καλλιτεχνική φωτογραφία, που επιμελείται ο Άρις Γεωργίου και που εκδίδεται με χορηγία της Vivartia AE, δημοσιεύεται το πορτφόλιο της Ιωάννας Ράλλη «Οι Μεγάλοι μου Φίλοι». Όπως παρατηρεί η Ζαϊρα Παπαληγούρα, «Η στάση μας [έναντι των ηλικιωμένων] είναι συχνά αντιφατική, καθώς ταυτόχρονα τους βλέπουμε ως σοφούς αλλά και ξεμωραμένους, καλοσυνάτους αλλά και γκρινιάρηδες. […] Τους προσπερνούμε σαν να μην υπάρχουν, προτιμούμε να αρνιόμαστε την πραγματικότητα και εφευρίσκουμε τρόπους να γαντζωνόμαστε με αγωνία στη νεότητα. [...] Oι φωτογραφίες της Ιωάννας Ράλλη μας λένε [...] ότι τά γηρατειά δεν σημαίνουν μόνο μοναξιά, πλήξη, θλίψη, ανημποριά αλλά και χαρά, συντροφικότητα, έκπληξη, σοφία, σωφροσύνη, περιέργεια, ελευθερία.»

6.10.07

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΣΗΜΕΡΑ: «ΘΕΛΩ ΝΑ ΑΓΚΑΛΙΑΣΩ ΚΑΠΟΙΟΝ», του Νίκου Ερηνάκη

Θέλω να αγκαλιάσω κάποιον,
οποιονδήποτε

μια γυναίκα που έκανε έκτρωση
έναν στρατιώτη που έχασε το πόδι του
ένα μωρό εγκαταλελειμμένο από γονείς
μία γιαγιά σε φτηνό γηροκομείο

Θέλω να αγκαλιάσω κάποιον,
οποιονδήποτε

ένα αγόρι που κλέβει τους γονείς του
μια κοπέλα που μεγάλωσε νωρίς
έναν άντρα που χάνει την οικογένεια του
μία γυναίκα που ξέχασε να ονειρεύεται

Θέλω να αγκαλιάσω κάποιον,
οποιονδήποτε

ένα πρεζόνι χωρίς την επόμενη δόση του
μια πόρνη που μόλις κόλλησε aids
έναν αθώο που μπαίνει φυλακή
έναν τρελό που γεννιέται στον κόσμο αυτό


Θέλω να αγκαλιάσω κάποιον,
οποιονδήποτε

που πονάει περισσότερο από μένα,
δεν θα τον σώσω, δεν μπορώ
δεν υπήρξα ποτέ άγγελος,
ίσως ούτε καν καλός άνθρωπος

Θέλω να αγκαλιάσω κάποιον,
οποιονδήποτε

που με θάρρος δακρύζει
κυνηγάει τον πόνο, τον αγγίζει
να κολυμπήσουμε σε όνειρα
και να χορέψουμε σε στάχτες


Θέλω να αγκαλιάσω κάποιον,
οποιονδήποτε..

Νίκος Ερηνάκης

[αναδημοσίευση από το τεύχος 77 του περιοδικού «Εντευκτήριο», Ιούνιος 2007, αφιέρωμα «14 νέες φωνές»]

Ο Νίκος Ερηνάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1988. Είναι δευτεροετής φοιτητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Δημοσιεύει για πρώτη φορά.

22.9.07

ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ... ΚΟΥΖΙΝΑ ΤΟΥ «ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟΥ»

Γράφει ο Γιώργος Κορδομενίδης

(αποσπάσματα από εκτενέστερο κείμενο που περιλαμβάνεται στο υπό έκδοση γιορταστικό τεύχος για τα 20χρονα του Εντευκτηρίου, που θα κυκλοφορήσει στις 15 Οκτωβρίου)


[...]

Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει συνήθως, το Εντευκτήριο υπήρξε καρπός προσωπικής εκφραστικής ασφυξίας αλλά και, κατά κάποιον τρόπο, διαφυγή από το δεσμευτικό πλαίσιο μιας βιοποριστικής εργασίας. Πάντως, δεν το γέννησε ο επαναστατικός οίστρος για ανατροπή του λογοτεχνικού κατεστημένου, ούτε η αναζήτηση της υπερδιέγερσης που προκαλεί σε κάποιον νέο η προετοιμασία ενός περιοδικού και ο έντονος συγχρωτισμός με πρόσωπα από τον χώρο της λογοτεχνίας. Ελπίζω επίσης ότι η έκδοση του Εντευκτηρίου δεν περιείχε τη φιλοδοξία να ασκηθεί, μέσω του περιοδικού, κάποιου είδους εξουσία. Παρά το γεγονός ότι το Εντευκτήριο αποτέλεσε εξαρχής ατομικό άθλημα, δεν υπήρξε, νομίζω, σε οποιαδήποτε φάση του χώρος προνομιακής έκφρασης του δημιουργού του· κι έτσι, ευτυχώς, παραμένει στα λόγια των άλλων «το Εντευκτήριο» (κι όχι το «Εντευκτήριο του Κορδομενίδη» ή «το περιοδικό του Κορδομενίδη»).
«Εμπνεύστηκα» ―ή δανείστηκα, αν θέλετε― το όνομα του περιοδικού από έναν ορισμό της λέξης εντευκτήριο όπως τον διατύπωσε, σε μια συνομιλία μας, ο Nτίνος Χριστιανόπουλος για το βιβλίο του με τίτλο Εντευκτήριο, που συστεγάζει ετερόκλητες μεταφράσεις του, από ποιήματα της Σαπφώς μέχρι ποιήματα Άγγλων και Αμερικανών. Κατ’ αναλογία, το περιοδικό Εντευκτήριο είναι ο «έντυπος χώρος» όπου «συναντώνται» ποικίλα πρόσωπα και ετερόκλητα κείμενα, για μια γόνιμη ανταλλαγή ιδεών και απόψεων.
Το πρώτο τεύχος έκανε την εμφάνισή του στα βιβλιοπωλεία στις 8 Νοεμβρίου 1987. H «Κατάθεση προθέσεων», που δημοσιεύθηκε στο δεύτερο τεύχος, δήλωνε ότι το Εντευκτήριο είναι ανοιχτό περιοδικό: δεν ανήκει σε καμιά ομάδα, δεν προωθεί τη μία ή την άλλη λογοτεχνική τάση. Επίσης, ότι δεν επιδιώκει να εκφράζει μόνο την παραγωγή των Θεσσαλονικέων λογοτεχνών, θέλοντας να διαφοροποιηθεί (και) με αυτόν τον τρόπο από τα άλλα δύο περιοδικά (το Τραμ και τον Παρατηρητή) που μόλις είχαν εκδοθεί τότε στη Θεσσαλονίκη κι έδειχναν να έχουν τέτοια, κυρίως, κατεύθυνση. Oι αρχές που διατυπώθηκαν στην «Kατάθεση προθέσεων» εξακολουθούν να ισχύουν.
Αποκλεισμοί για λόγους γεωγραφικής προέλευσης των συνεργατών ή προσωπικών αντιπαραθέσεων δεν υπήρξαν. Αποφασιστικό μέτρο σε όλες τις επιλογές της ύλης υπήρξε το βεληνεκές των κειμένων και η φυγόκεντρη σχέση τους με τις κυρίαρχες τάσεις της εκδοτικής αγοράς. (Αν θέλετε, βάλτε και λίγο νερό ―αλλά μόνον λίγο!― σ’ αυτόν τον ισχυρισμό, γιατί κάθε άνθρωπος έχει τις αδυναμίες του). Ισχυρίζομαι ότι το Εντευκτήριο: ενδιαφέρεται πρωτίστως για τα αντικείμενα κι όχι για τα υποκείμενα. ενδιαφέρεται δηλαδή για τα κείμενα που του υποβάλλονται και όχι για τα πρόσωπα που τα υπογράφουν. επίσης ότι, όπως και άλλα περιοδικά της Θεσσαλονίκης στο παρελθόν, δεν επιδίωξε να κολακέψει τους αναγνώστες, υιοθετώντας την αντίληψη περί λογοτεχνίας που προωθούν μαζικά κατά τα τελευταία χρόνια οι εκδοτικοί οίκοι και που την πριμοδοτούν δίχως κριτήρια ―ή μάλλον με τα δικά τους κριτήρια― τα περισσότερα ένθετα βιβλίου των εφημερίδων και τα περιοδικά ποικίλης ύλης και λάιφ στάιλ.
Το περιοδικό έτυχε, ήδη από το πρώτο τεύχος του, αρκετά καλής υποδοχής, τόσο από το κοινό όσο και από τον Τύπο, γεγονός που αποτέλεσε σημαντική ενθάρρυνση. Κυρίως όμως το Εντευκτήριο βοηθήθηκε από την ύπαρξη ενός πυρήνα σταθερών συνεργατών, ορισμένοι από τους οποίους εμμένουν σε αυτή τη σχέση από το πρώτο ακόμη τεύχος. Ανάμεσά τους, εκτός από τους οριστικώς απόντες Τόλη Καζαντζή και Νίκο Μπακόλα, ο μέντοράς μου (κι ας μην με αναγνωρίζει για πνευματικό του παιδί), Ντίνος Χριστιανόπουλος, από τους σταθερότερους συμβουλάτορές μου επί σειράν ετών. ο ποιητής, δοκιμιογράφος και βιβλιογράφος Δημήτρης Δασκαλόπουλος και η σύζυγός του, φιλόλογος και κριτικός, Μαρία Στασινοπούλου, πρόθυμοι πάντα να συζητήσουν προβλήματα και να προτείνουν λύσεις. ο άλλος δάσκαλός μου ―εξωπανεπιστημιακώς― Δ.Ν. Μαρωνίτης, από τους ελάχιστους (μαζί με τον προρρηθέντα Χριστιανόπουλο) που σχολιάζουν τα περιεχόμενα κάθε τεύχους ένα προς ένα, με ―κατά περίσταση― μετρημένη αυστηρότητα ή σπανίζουσα γεναιοδωρία. Επίσης, οι κριτικοί Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Μισέλ Φάις και Τιτίκα Δημητρούλια, που συνεργάζονται σταθερά και σχεδόν δίχως διακοπή με το περιοδικό. Τέλος, συγγραφείς που, μαζί με τους προαναφερθέντες, συνεργάστηκαν κατ’ αποκλειστικότητα ή με προνομιακή προς το Εντευκτήριο κλίση, ταυτιζόμενοι κατά περιόδους μαζί του και συμβάλλοντας στην παγίωση της φυσιογνωμίας του, όπως οι: Κλείτος Κύρου, Πάνος Θεοδωρίδης, Σάκης Παπαδημητρίου, Ξενοφών Μπρουντζάκης, Μανόλης Ξεξάκης, Σάκης Σερέφας, Ματούλα Σκαλτσά, Κ.Ν. Πλαστήρας, Δημήτρης Η. Παστουρματζής, Δημήτρης Νόλλας, Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, Διαμαντής Αξιώτης, Μαργαρίτα Μέλμπεργκ, Τάσος Χατζητάσης, Δημήτρης Μίγγας, Σπύρος Καρυδάκης, Βασίλης Αμανατίδης, Σταύρος Ζαφειρίου και άλλοι.
Τον γραφιστικό σχεδιασμό του περιοδικού στην αρχή ανέλαβε εξ Αθηνών ο Ερρίκος Μαυρογένης, κάνοντας ένα γενικό layout, την υλοποίηση του οποίου επωμίστηκε ο Ιωάννης Επαμεινώνδας. O τελευταίος ανέλαβε από το τεύχος 4 την όλη καλλιτεχνική επιμέλεια του Εντευκτηρίου και την κράτησε μέχρι και το τεύχος 36 (Φθινόπωρο 1996). Επιπλέον, όλα αυτά τα χρόνια ο Ι. Επαμεινώνδας υπήρξε ο στενότερος συνεργάτης του Εντευκτηρίου κι ο πρώτος άνθρωπος που συμβουλευόμουν για οτιδήποτε αφορούσε το περιοδικό, από προτεινόμενες συνεργασίες μέχρι γενικότερους σχεδιασμούς και προσανατολισμούς. O ίδιος κλήθηκε αρκετές φορές να συνδράμει στη μεταφορά πακέτων με τεύχη από το βιβλιοδετείο στους διάφορους χώρους αποθήκευσης του περιοδικού. (Στο Εντευκτήριο άλλωστε αυτό είναι κανόνας: όσο υψηλότερος ο τίλος στην “ταυτότητα” του περιοδικού τόσο βαρύτερο το χαμαλίκι).
Το 1997 έκανα μερικές αλλαγές στην εμφάνιση του περιοδικού, κατά τις υποδείξεις του έμπειρου Δημήτρη Καλοκύρη και ανέλαβα και τη σελιδοποίηση. Έκτοτε, το εξώφυλλο σχεδιάζεται από τον Άρι Γεωργίου, που έχει και τη γενική εποπτεία της εμφάνισης του περιοδικού. Oφείλω να πω ότι ο Γεωργίου προσφέρει αφιλοκερδώς τις γραφιστικές του υπηρεσίες όχι μόνο για το εξώφυλλο του περιοδικού αλλά και για τα εξώφυλλα των βιβλίων του, των σιντί, τις αφίσες κτλ.
Ο τυπογράφος Γιάννης Μουγκός στήριξε με κάθε τρόπο το Εντευκτήριο στα δύο πρώτα, κρίσιμα τεύχη του. Από το τεύχος 3 μέχρι και το τέυχος 63 το μοντάζ του περιοδικού γινόταν στο ατελιές του Αρνάλντο Τροϊάνι, ο οποίος έφυγε από κοντά μας βιαστικά όσο και πρόωρα. από το τεύχος 3 άρχισε και η 18χρονη συνεργασία με το τυπογραφείο του Θανάση Αλτιντζή, όπου εκτός από την εκτύπωση γινόταν και η φωτοστοιχειοθεσία μέχρις ότου το περιοδικό απέκτησε, το 1992, δικό του επιτραπέζιο εκδοτικό σύστημα, που το χειρίζεται ο επιγραφόμενος. Tον τελευταίο χρόνο το περιοδικό τυπώνεται από την Grafo AE του Λευτέρη Nτουρανίδη.
Η διακίνηση του περιοδικού από το 1987 μέχρι και το 1999 στη Θεσσαλονίκη, σε μερικές πόλεις της Μακεδονίας και προς τους συνδρομητές γινόταν από τον ομιλούντα (και σπανιότερα με τη βοήθεια, κατά διαστήματα, φίλων όπως η Σίσυ Κανίογλου, ο Γιάννης Ρισάφης, ο Σάκης Σερέφας και ο Δημήτρης Πλαζομίτης). Τα τελευταία χρόνια η διακίνηση στη Βόρειο Ελλάδα γίνεται από το «Κέντρο του Βιβλίου», μέσα σε εξαιρετικά αγαπητικό κλίμα συνεργασίας.
Τη διακίνηση του περιοδικού στην Αθήνα και τη νότιο Ελλάδα ανέλαβαν καταρχάς ο Σάκης Μαραθιάς και ο Σάκης Πομώνης, οι οποίοι, όταν βάρεσαν φαλιμέντο το 1989, φόρεσαν στο Εντευκτήριο (δηλαδή στη μισθοσυντήρητη τσέπη του υποκειμένου μου) ένα καθόλου αμελητέο χρέος 600.000 δρχ., έναντι του οποίου δεν κατέβαλαν έκτοτε ούτε δεκάρα τσακιστή... (Tέτοιου είδους συναλλακτικά “ήθη” να με συγχωρείτε αλλά ,ακόμη και στα μεσήλικά μου χρόνια, αρνούμαι να κατανοήσω.) Μικρότερη ποσότητα διακινούσε επίσης εξαρχής το βιβλιοπωλείο «Νεφέλη» και συνεχίζει το διάδοχό του «Κατάρτι», ενώ τον κύριο όγκο της διανομής στην Αθήνα και τη λοιπή νότια Ελλάδα διεκπεραιώνει από το 1990 και εξής ο παλαιός γνώριμος Σπύρος Μαρίνης.
Το περιοδικό υπήρξε για μεγάλο διάστημα ζημιογόνο. Η χασούρα του αντιμετωπίσθηκε (ως έναν βαθμό) από έσοδα μέσω διαφημίσεων, πενιχρότατη ―και πάντα απολύτως διαφανή― επιχορήγηση από το Κράτος, την ίδια που προνοείται για την πλειονότητα των περιοδικών, και κατά το υπόλοιπο με... αυτοχρηματοδότηση από την αφεντιά μου, που για να έχει την άνεση αυτή μετέρχεται και άλλων (πλην του τραπεζιτικού) επαγγελμάτων. Κανείς συνεργάτης δεν πλήρωσε δραχμή ―ούτε αμέσως ούτε εμμέσως, εγγράφοντας, λ.χ. συνδρομητές― για κείμενό του που τυπώθηκε στο περιοδικό. Αλλά και κανείς, δυστυχώς δεν πληρώθηκε για συνεργασία του, μολονότι αυτός είναι ο μεγάλος καημός του Εντευκτηρίου: να μπορεί να αμείβει, συμβολικά έστω, τους συγγραφείς των κειμένων που δημοσιεύει. Στην οικονομική αντοχή του περιοδικού συνέβαλαν ― καθένας με τον τρόπο του και σε διαφορετικό βαθμό― όλα αυτά τα χρόνια μερικοί φιλότεχνοι επιχειρηματίες αφενός (δίνοντάς μας διαφημίσεις των εταιριών τους), αφετέρου αρκετοί εκδότες, στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, που κράτησαν σταθερά το Εντευκτήριο μεταξύ των εντύπων από τα οποία προβάλλουν τα νέα βιβλία τους. Φυσικά, και αμεσότερα, οι μεγάλοι ευεργέτες του Εντευκτηρίου είναι όλοι οι συνδρομητές του ―πολλοί από αυτούς σταθερά από το πρώτο τεύχος― και οι αναγνώστες του, μόνιμοι ή περιστασιακοί. Γιατί έχει δίκιο ο Νίκος Χουλιαράς να γράφει σε ένα μυθιστόρημά του: O Πασχάλης ο Λάλιζας τα τελευταία χρόνια ζει με τον τρόπο που καταφέρνουν να κρατιούνται στη ζωή όλα σχεδόν τα λογοτεχνικά περιοδικά αυτής της χώρας: με τις συνδρομές των φίλων. Πράγματι, αν εξαιρέσει κανείς τα περιοδικά που βγαίνουν από εκδοτικούς οίκους (για να σταθώ στα περιοδικά που εξακολουθούν να εκδίδονται, η Νέα Εστία από το Βιβλιοπωλείο της «Εστίας», η Ποίηση από τις Εκδόσεις Νεφέλη, η Νέα Συντέλεια από τις Εκδόσεις Άγκυρα, το Κ από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, τα Θέματα Λογοτεχνίας από τις Εκδόσεις Γκοβόστη, κ.ο.κ.), τα λογοτεχνικά περιοδικά στη συντριπτική πλειονότητα τους αποτελούν “ερασιτεχνικές”, δηλαδή μη επαγγελματικές, μη βιοποριστικές δραστηριότητες, που επιβιώνουν χάρη στις διαφημίσεις, τις πωλήσεις (κόντρα σε ένα δυσμενές και ανεπαρκές δίκτυο διανομής), καθώς και χάρη στις συνδρομές ιδιωτών (έτσι όπως οι δημόσιες και σχολικές βιβλιοθήκες είναι εξαιρετικά ολιγάριθμες, αντίθετα με το εξωτερικό όπου σημαντικό μέρος του τιράζ ενός περιοδικού έχει εξασφαλισμένη την απορρόφησή του από τις δημόσιες βιβλιοθήκες).
Είμαι ανέτοιμος (αλλά και απρόθυμος) να αξιολογήσω εγώ την πορεία που διήνυσε όλα αυτά τα χρόνια το περιοδικό, ή τον βαθμό συμμετοχής του στην ελληνική πνευματική ζωή. Μιλώντας πραγματολογικά, αντιγράφω μερικές επισημάνσεις του Κώστα Πλαστήρα στο γιορταστικό τεύχος 50 του Εντευκτηρίου:
Άρχισα να γράφω αυτό το κείμενο με τη φιλοδοξία να τραβήξω την βαριά κουρτίνα που καλύπτει το “μαγειρείο” ενός περιοδικού (που δεν το βγάζει κάποιος εκδοτικός οίκος) από τα μάτια όχι μόνο του “ανειδίκευτου” αναγνωστικού κοινού αλλά και των λογοτεχνών, των κριτικών και των κάθε άλλης κατηγορίας συγγραφέων, ακόμη και συνεργατών των περιοδικών, από τους οποίους συχνά διαφεύγουν οι συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιείται κάθε τέτοια έκδοση, παρότι κάτι τέτοιο θα ωθούσε στο μη περαιτέρω την περιαυτολογία και θα με εξέθετε ως αυτοπροτεινόμενο για «αγιοποίηση». Ίσως μέσα μου ήθελα να διεμβολίσω την αναπόφευκτη σοβαρότητα ενός τέτοιου, απολογιστικού, κειμένου· ή μπορεί να σκόπευα να υπονομεύσω τη σοβαροφάνεια που απειλεί το υποκείμενό μου ― ακόμη ακόμη και για να εκμαιεύσω τη συμπάθειά σας. Ετσι ή αλλιώς, η μεταφορά επί χρόνια από το σπίτι στα βιβλιοπωλεία αντιτύπων του εκάστοτε νέου τεύχους είχε ως συνέπεια μια πρόωρη οστεοαρθρίτιδα, όπως και η έκθεσή μου στην υγρασία ενός υπογείου κατά τη δημιουργία του «Underground Εντευκτήριο» προκάλεσε μία, παροδική ευτυχώς, ρευματοειδή αρθροπάθεια («παίζεις πολύ ποδόσφαιρο; τα γόνατά σου έχουν ηλικία 15 χρόνια πάνω από τη δική σου!», σχολίασε ο ορθοπεδικός μου, Αλέξανδρος Καραθανάσης, όταν με χίλια βάσανα προσκόμισα στο ιατρείο του το τουμπανιασμένο μου γόνατο). προσθέστε σ’ αυτές τις (σχετικά ελαφρές) σωματικές βλάβες, μία βαρύτατη σεξουαλική παρενόχληση από επιθετική ποιήτρια, η οποία θεώρησε ότι επειδή «μου άνοιξε την πόρτα της ψυχής της δίνοντάς μου τα ποιήματά» της, έπρεπε κι εγώ να της ανοίξω την πόρτα του σπιτιού μου και της καρδιάς μου. Ίσως ακούγεται αστείο, αλλά δεν είναι: καταιγισμός τηλεφωνικών κλήσεων με απόκρυψη, ακόμη και αργά τη νύχτα· αισχρό γκράφιτι στην πόρτα του διαμερίσματός μου· καταγγελία (!) εις βάρος μου σε αστυνομικό τμήμα για παρενόχληση! Επειδή όμως ουδέν κακόν αμιγές καλού, μπορεί τουλάχιστον κάποια στιγμή η απίστευτη αυτή ιστορία να αποτελέσει υλικό λογοτεχνικής αφήγησης. (Έχω ήδη διαλέξει τον τίτλο: «Η `“σφυριγμένη”* ποιήτρια που ήθελε να με παντρευτεί και να κάνουμε πολλά παιδιά». Μένει τώρα να γραφεί το διήγημα...)
Υπάρχουν βέβαια και τα μικρότερα (;) “κακά”: η κολακευτική προσέγγιση από φιλόδοξους νέους ή και όχι κατ’ανάγκην νέους που επιθυμούν να δημοσιεύσουν. η κατεδαφιστική ερώτηση «ποιος είσαι εσύ» που εκστομίζει συχνά κάποιος δυσαρεστημένος επειδή δεν γίνεται αποδεκτό για δημοσίευση το κείμενό του ― μια ερώτηση που εκτοξεύεται πιο εύκολα όταν ο διευθυντής του περιοδικού δεν διαθέτει ισχυρό λογοτεχνικό όνομα, ή φιλολογικές περγαμηνές, ή μια πολυπρόσωπη (άρα ανθεκτικότερη στην άμυνα) συντακτική ομάδα. η εξαφάνιση και η θανάσιμη σιωπή μερικών συγγραφέων αφότου τυπωθεί η συνεργασία τους και μέχρις ότου κρίνουν ότι ήρθε η στιγμή να δώσουν την καινούρια τους συνεργασία. η αδιαφορία και η σιωπή επίσης πολλών συνεργατών για τα κείμενα που δημοσιεύονται πριν ή μετά από το δικό τους κείμενο. οι αξιώσεις για «καλή σειρά δημοσίευσης» (αλλά κάθε τεύχος έχει μόνο μία πρώτη σελίδα!...)· οι απόπειρες να μεταφερθούν στο περιοδικό ανταλλαγές φιλοφρονήσεων και επαίνων (του τύπου γράφω εγώ στο Εντευκτήριο για το βιβλίο σου και γράφεις εσύ, πάλι στο Εντευκτήριο, ή σε κάποιο άλλο περιοδικό, λίγο αργότερα, για το δικό μου βιβλίο...). κι ακόμη η έλλειψη κάθε δημόσιας κριτικής για τα περιοδικά, όπως κι η απουσία διαλόγου με και για τα κείμενα που δημοσιεύονται σ’ αυτά.

[η συνέχεια στις σελίδες του τεύχους 78 του Εντευκτηρίου - από τις 16 Οκτωβρίου στα ενημερωμένα βιβλιοπωλεία]

25.8.07

ΟΤΑΝ Ο ΗΡΩΔΗΣ ΔΕΝ ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΜΟΝΟ ΜΙΚΡΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΩΣ ΤΟΝ ΛΕΝΕ;

Το «Εντευκτήριο» έλαβε με mail σήμερα το πρωί, από τον Νεκτάριο Λαμπρόπουλο, το ακόλουθο κείμενο

Έκαψαν που λες τον Καϊάφα. Πέρα από τους ανθρώπους που έχουν από μόνοι τους φορτωμένη στις μνήμες μας τη βαρύτητα της απώλειας - και δεν πρόκειται να γυρίσουν και θα τρίζουν ανάμεσα στ' αποκαήδια τα κόκκαλά τους - κάηκε κι ο Καϊάφας, ένα από τα πιο όμορφα και μοναδικά μέρη της μπουρδελοχώρας αυτής. Δεν επιτρέπεται να μιλάμε άσχημα, αλλά έκαψαν και τον Καϊάφα, έκαψαν και τη Μάνη, έκαψαν και τον Ταϋγετο, έκαψαν και την υπόλοιπη Πάρνηθα (εκτός από το καζίνο), έκαψαν κάποιες ντουζίνες ανθρώπων και κάποιες χιλιάδες δέντρων που θα κάνουν κάποια εκατομμύρια χρόνια να ξαναγεννηθούν αν αθροίσουμε τα χρόνια που κουβαλούσαν. Μπροστά στις ανθρώπινες απώλειες θα μπορούσε να πει κάποιος πως δεν είναι τίποτα ένα δάσος. Κι όμως, πόσες ανθρώπινες απώλειες θα σημάνει μακροπρόθεσμα η απώλεια ενός δάσους; Δυστυχώς, όταν θα έρθει η ώρα να το διαπιστώσουμε δε θα είναι λίγες και θα είναι αργά.
Αύριο, σήμερα, αργά, νωρίς, με τα πουκαμισάκια ανοιχτά, με τα μάτια μαύρα από το ξενύχτι και το κατάλληλο μακιγιάζ, θα βγουν κι οι μέντορές μας, οι πολιτικοί μας ταγοί, τα πονεμένα προσωπάκια τους ίσα που δε θα δακρύσουν για την καταστροφή. Ακόμα κι εκείνοι οι ίδιοι που υπερψήφισαν το άρθρο 24 δίχως ντροπή, στις προεκλογικές τους υποσχέσεις θα βγουν να μιλήσουν με λόγια δυνατά και σταράτα. Θα τα πουν έξω από τα δόντια και μέσα από αυτά θα γελούν, γιατί κανένας από εμάς δε θα πάρει μια πέτρα να τους πάρει στο κυνήγι, δε θα πάρει ένα αναπτηράκι να βάλει φωτιά στα μπατζάκια τους, δε θα πάρουμε εν τέλει την οργή μας - την οργή του λαού, κατά την προσφιλή τους έκφραση - τοις μετρητοίς για να τους ξεμπροστιάσουμε και να τους ξεφτυλίσουμε. Ολόκληροι πρώην υπουργοί (ξέρουν όλοι για ποιον μιλάω) είχαν υποστηρίξει ότι ο Καϊάφας δεν είναι λίμνη που έχει επαφή με τη θάλασσα, η ΕΤΑ (όχι της Ισπανίας, αυτή η άλλη που έχει αποφασιστεί εδώ και χρόνια να ξεπουλήσει όλη την Ελληνική γη, που μια είναι Εταιρία Τουριστικής Ανάπτυξης και μια γίνεται Εταιρία Τουριστικών Ακινήτων και γύρευε πώς θα την πουν σε λίγο) τον είχε παρατημένο στην μοίρα του δίχως έναν κάδο ανά κάποια μέτρα, η τοπική κοινωνία ας μην το κρύβουμε αδιαφορούσε και οι μόνοι που νοιάζονταν έστω λίγο είναι κάποιοι ρομαντικοί κατασκηνωτές ή κάποιοι αληθινοί αγωνιστές που προσέφευγαν στο Συμβούλιο Επικρατείας ή ακόμα και στην κατ' όνομα Ευρωπαϊκή Ένωση για να μην περάσει ο νέος καταπληκτικός δρόμος που βαφτίζεται Ιόνια οδός - ένα έργο πνοής για την δυτική Ελλάδα όπως το το λένε (έτσι δε βαφτίζουν όλα τα εκτρώματα σήμερα και πάντα μετά τη μεταπολίτευση;) με την υπογραφούλα του αγαπητού Σουφλιά, αλλά και με τις προεγκρίσεις άλλων δεκάδων ή εκατοντάδων πολιτικάντηδων και επίδοξων λαμόγιων. Μόνο παγκόσμιους αγώνες θαλάσσιου σκι - ναι, αυτούς που όλοι λένε πως καταστρέφουν τους υγροβιότοπους, γιατί ήταν υγροβιότοπος ο Καϊάφας - μπορούσαν να οργανώνουν, να χαίρονται και να καταστρέφουν, αλλά λίγο προσοχή δεν μπορούσαν να δώσουν σε αυτήν την κουκκίδα του χάρτη. Τον τελευταίο χρόνο είχε κλείσει ακόμα και το περίπτερο που υπήρχε εδώ και χρόνια, ένα ταβερνάκι που βρισκόταν και τάϊζε τους επισκέπτες είχε κλείσει κι αυτό, και είχε μείνει μόνο το παλιό κτίριο του ΟΣΕ που είχε γίνει καφέ με αφεντικό έναν ανεκδιήγητο τύπο που δε σέρβιρε τους κατασκηνωτές όταν δεν φορούσαν μπλούζα, τους έδινε ζεστά μπουκαλάκια νερό και κάθε τρεις και λίγο καλούσε την αστυνομία για να τους γράψουν για ελεύθερο κάμπινγκ που πλέον εδώ και δυο δεκαετίες απαγορεύεται - ό,τι υπαγορεύει δηλαδή η πατροπαράδοτη ηλειακή φιλοξενία ενώ όλοι ξέρουμε πως μόνο οι "άπλυτοι προλετάριοι των παραλιών" αγαπούν τη φύση και γίνονται ένα μαζί της αντί να πάνε να μείνουν σε ένα υπερπολυτελές ξενοδοχείο με πισίνα - ενώ η θάλασσα είναι δίπλα!
Πόσο ντρέπομαι που μπήκα το '95 στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών, αυτών όλων που παιδεύουν και βιάζουν τη φύση μας, τις πόλεις μας, τη ζωή μας δίχως να κοκκινίζουν ένα δράμι. Αλήθεια λέω, ντρέπομαι περισσότερο που μπήκα παρά που για 6 μαθήματα δεν την τέλειωσα κι ο πατέρας μου το 'χει καημό. Κι έρχεται κι ο διάολος κάθε μέρα και μου λέει: "τι το θέλεις το κωλοπτυχίο; Θες να γίνεις κι εσύ γλυκός υπάλληλός μου στην εξ' ορισμού παρανομία, θαμώνας στις αμαρτωλές πολεοδομίες, στις μονόφθαλμες αρχαιολογικές υπηρεσίες ή στα απαρχαιωμένα δασαρχεία με αεροφωτογραφίες του 50;" και λέω μέσα μου, λες να άλλαξε ο διάολος και πάει να με προφυλάξει απ' το κακό; Ντρέπομαι που σε όλη τη διάρκεια αυτής της φοίτησης δεν υπήρχε ένα μάθημα επαγγελματικής δεοντολογίας και ηθικής, ανάμεσα στα μαθηματικά, στη φυσική και στις περιβαλλοντικές επιπτώσεις που μετριούνται και πληρώνονται αδρά. Και όλοι κάνουν - κάνουμε - τα στραβά μάτια. Λαμόγια πάνε και κάνουν επενδύσεις 200 μέτρα από αρχαιολογικούς χώρους και η αρχαιολογία παίρνει αποφάσεις γιατί έπεσε τηλέφωνο από τον κ. τάδε χωρίς μια ενδεικτική τομή στο έδαφος. Και μεθαύριο, τα ίδια λαμόγια, με κάποιον έμμεσο τρόπο θα βρεθούν μπροστάρηδες σε οικολογική πολιτική και θα πουλάνε οικολογικό προφίλ.
Και για να μην ξεχνιόμαστε, έκαψαν τον Καϊάφα. Βρήκα πριν μια βδομάδα τον Θρασύβουλο, μισομεθυσμένο στο καφενείο του Βάκρου να μου λέει πως περιμένει να μεγαλώσει ένα χρόνο ο γιος του για να τον πάρει του χρόνου το καλοκαίρι και να κατασκηνώσουν τσίτσιδοι στον Καϊάφα. Να μου λέει: "Γράψε το άρθρο που μου 'λεγες γιατί είσαι από κει, αν δεν τους φωνάξεις εσύ θα τον πάρουν, θα τον καταστρέψουν τον Καϊάφα, θα τον φάνε", κι εγώ να του απαντάω ναι, θα το γράψω, κάτσε να χαλαρώσω λίγο με τις δουλειές και θα το γράψω. Κι όταν τον ρωτούσα αν θα έρθει σε μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας αν την οργανώσω μέσα στον Αύγουστο, σηκωνόταν όρθιος, και μου 'λεγε "πες στο Βάκρο να με βρει και θα είμαι εκεί". Αλλά δεν πρόλαβα να το γράψω το κείμενο, δεν πρόλαβα να το δημοσιεύσω, δεν πρόλαβα να μαζέψω κανέναν να κατέβουμε μέσα στο δάσος όρθιοι (τώρα μόνο σκυφτοί θα περπατάμε στα καμμένα δέντρα) και να φωνάξουμε πως ανήκει σε όλους και πως πρέπει να το προστατέψουμε από αλήτες πολιτικούς, από αλήτες τοπικούς, από αλήτες της τηλεόρασης που με τα κορκοδείλια δάκρυά τους θα σβήναμε δεκάδες φωτιές αλλά τα φυλάνε για να γεμίσουν τις πισίνες τους στα βόρεια προάστεια, που κι αυτά παραλίγο να καούν. Κι όταν 300.000 στρέμματα κάηκαν στην Αιγιαλεία δόθηκαν υποσχέσεις αλλά ουσιαστικά τίποτα άμεσα. Όσο άμεσα κάηκε ένας από τους τελευταίους παραδείσους της Πελοποννήσου και της Ελλάδας ολόκληρης - ο Καϊάφας ντε, γι' αυτόν μιλάω τόση ώρα! Και την προηγούμενη βδομάδα βγήκαν στους δρόμους οι πληγέντες της Αιγιαλείας για να ζητήσουν χρήματα. Και τι έγινε; Και τι έγινε που βγήκαν στους δρόμους παρόλο που έχουμε εκλογές σε λίγο; (Μην είναι τυχαίο πως δεν δόθηκαν σχεδόν καθόλου μεταθέσεις σε εκπαιδευτικούς στο τέλος της σχολικής χρονιάς, αλλά τώρα που έχουμε εκλογές γίνεται χαμός με τις αποσπάσεις και όταν θα έρθει η ώρα, δε θα υπάρχουν καθηγητές σε κάποια σχολεία να διδάξουν;)
Τόσα χωριά, τόσα κορμιά και τόσα ζωντανά είναι στάχτη και κάποιοι τρίβουν τα χέρια τους, τρίζουν τα δοντάκια τους από αγωνία για το πότε θα μπορέσουν να εκμεταλλευτούν την περίσταση, πότε θα καταλαγιάσει η μπόρα και θα ξεχαστούν όλα, για να πάνε να βάλουν το πρώτο παλούκι-σύνορο, στην εκ του πυρός γεννόμενη περιουσία τους. Και μετά από χρόνια, όταν οι μπόρες θα πέφτουν η μια μετά την άλλη, θα πνίγονται οι νέοι κάτοικοι, θα διαμαρτύρονται γιατί δεν έγιναν τα κατάλληλα αντιπλημμυρικά έργα, στους τόπους που οι ίδιοι καταπάτησαν, οι ίδιοι βρήκαν ως περιουσία από ένα παλιό χαρτί που δηλώνει την ιδιοκτησία τους - κάποτε τσιφλίκι του πατέρα τους, δώρο του βασιλιά, του δικτάτορα, του κατακτητή, του κάθε αλήτη που έχοντας το μαχαίρι και το πυρ, μοιράζει κατάλληλα κι εμείς κοιτάμε τους μπράβους να κλείνουν τις ακτές και τις παραλίες και να μας ζητάνε εισιτήριο.
Κι εμείς τι κάνουμε; Θα πάμε να τους ψηφίσουμε πάλι όπως και την προηγούμενη φορά; Ή θα θυμηθούμε πόσες χιλιάδες στρέμματα έχουν αποχαρακτηριστεί από τις δυο παρατάξεις που εναλλάσσονται στην κυβέρνηση από το 74 και μετά και θα τους μαυρίσουμε και θα τους ρίχνουμε μια καρπαζιά κάθε φορά που θα ξανασηκώσουν κεφάλι συνέλληνες; (όπως λέει κι ένας καραγκιόζης που δε θυμάμαι το όνομά του και μου έχουν πει πως βγαίνει στην τηλεόραση - πούλα πούλα πούλα...).
Για λίγα λεπτά θα έχουμε στα χέρια μας και το μαχαίρι και το καρπούζι. Ας τα χρησιμοποιήσουμε σωστά σε λιγότερο από ένα μήνα. Κι ας χρησιμοποιήσουμε και τη φωνούλα μας και την πένα μας και το αυστηρό μας βλέμμα και για κάτι σημαντικό επιτέλους κι όχι μόνο για να βγάζουμε τα ματάκια μας.
Με μια απέραντη στεναχώρια κι έναν θυμό που σιγοβράζει,

Ν.Λ.

ΚΟΥΙΖ: Οι σημερινοί πολιτικοί, μετά την καταστροφή που έχει συμβεί ποιο ρόλο πιστεύετε ότι παίζουν καλύτερα;

Α. Του διασημότερου εμπρηστή της Ιστορίας, Νέρωνα;
Β. Του Αρχιερέα Καϊάφα;
Γ. Του Καϊάφα της Ηλείας;
Δ. Του Πόντιου Πιλάτου και θα νίψουν τας χείρας τους;

23.8.07

Ω ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΚΟΜΜΑ!

Tης Mαριάννας Tζιαντζή (από την εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 23.8.2007)

«Πείτε μας ονόματα, πείτε μας μεγάλα ονόματα, λαμπερά ονόματα», ζητούσε επιτακτικά το μεσημέρι της Κυριακής η παρουσιάστρια μιας έκτακτης εκπομπής στον Αlpha από έναν δημοσιογράφο. Αυτό που εννοούσε ήταν να αναφερθούν τα ονόματα των επωνύμων που θα περιληφθούν στα ψηφοδέλτια των κομμάτων.

«Θα σας πω ένα πολύ ηχηρό όνομα: Βίκυ Λέανδρος στη Β΄ Πειραιά. Τη βρήκαν στο τηλέφωνο χθες τη νύχτα, στη Σαρδηνία όπου έκανε διακοπές. Της το πρότειναν και δέχτηκε».

Το βράδυ, στις ειδήσεις του ΑΝΤ1, παρουσιάστηκε στην οθόνη ένα τρίπτυχο με φωτογραφίες «επώνυμων» υποψηφίων. Πρώτο αναφέρθηκε το όνομα της Βίκυς Λέανδρος, δεύτερο του Κώστα Σημίτη, τρίτο του Γεράσιμου Αρσένη.

Τα περισσότερα κανάλια δείχνουν ζωηρό ενδιαφέρον για τα λεγόμενα λαμπερά ονόματα και είναι πολύ πιθανό ότι αντίστοιχο είναι και το ενδιαφέρον μιας μεγάλης μερίδας των τηλεθεατών-ψηφοφόρων. Σε δύο κανάλια τέθηκε στον Γιώργο Καρατζαφέρη το ερώτημα γιατί επέλεξε για το ψηφοδέλτιο του ΛΑΟΣ την τραγουδίστρια Εφη Σαρρή, που στα σουξέ της συγκαταλέγονται τα «Γυναίκα ολοκαύτωμα», «Καίγομαι», «Αύριο παντρεύομαι». Και τις δύο φορές έδωσε παρόμοια απάντηση: «Πώς το κανάλι σας έχει και σοβαρές και πιο ευχάριστες, ψυχαγωγικές εκπομπές; Ετσι και στη ζωή και στα κόμματα χωράνε όλοι. Ο αποκλεισμός των καλλιτεχνών θα ήταν αντιδημοκρατικός».

Συχνά οι εκπρόσωποι των καναλιών δικαιολογούν την παρουσία σκουπιδοεκπομπών στο πρόγραμμά τους λέγοντας ότι «αυτά θέλει ο λαός». Αφού λοιπόν ο λαός προτιμά την εκπομπή της Αννίτας Πάνια, π.χ., από το «Παρασκήνιο», γιατί να τον μπουκώσουμε με γράμματα και τέχνες; Αφού ο λαός θέλει να ακούει στις ειδήσεις για τα «λαμπερά πρόσωπα», γιατί να μη συμπεριληφθούν αυτοί οι λαμπεροί στα ψηφοδέλτια; Και αν οι ίδιοι οι λαμπεροί κωλύονται, τη θέση τους μπορούν να πάρουν συγγενείς πρώτου βαθμού. Από τη θρυλική «Μάνα ρέιβερ», περάσαμε στη «Σύζυγο λαμπερού».

Συχνά ακούμε ότι οι παραδοσιακοί διαχωρισμοί σε κέντρο, δεξιά, αριστερά τείνουν να εκλείψουν. Πράγματι, οι υποψήφιοι φαίνονται να διακρίνονται σε λαμπερούς και άχρωμους. Ποιος θα λάμψει στα ντιμπέιτ; Ποιο κόμμα έχει το πιο λαμπερό πρόγραμμα, τις πιο λαμπερές αρχές, τις πιο λαμπερές ιδέες; Ακόμα και οι λαμπερές σύζυγοι, τα λαμπερά παιδιά προσθέτουν στη λάμψη των υποψηφίων. Και φυσικά η τηλεόραση είναι το αλάνθαστο όργανο παραγωγής και μέτρησης της λάμψης.

Καθώς αύριο παίρνω μια σύντομη καλοκαιρινή άδεια, επιτρέψτε μου να σας αποχαιρετήσω με μια νόστιμη ιστορία που την αφηγήθηκε σε μια επιφυλλίδα του ο Διονύσιος Ρώμας. Τον 19ο αιώνα, ένας νεαρός κλητήρας, άρτι διορισμένος στο δημαρχείο της Ζακύνθου από τον τοπικό εκπρόσωπο του κόμματος του Τρικούπη, διδάσκει κάποιον χωριάτη που έμπαινε στη Χώρα με το γαϊδουράκι του:

«Ω ψυχή μου Κόμμα!»

«Τι Κόμμα;» ρωτάει ο αφελής ξωμάχος.

«Με αρχές.»

«Και τι αρχές;»

Τότε ο κλητήρας, πνιγμένος από ενθουσιασμό, του τις εξήγησε μονολεκτικά: «Σφόδρες!»

Σήμερα η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα θα ήταν: «Λαμπερές!»

12.8.07

ΜΕ ΞΕΝΑ ΚΟΛΛΥΒΑ

Διαβάζω στη σημερινή ΑΥΓΗ ότι η κυβέρνηση (δια του κ. Αλογοσκούφη) υποσχέθηκε στην Εκκλησία της Ελλάδος 30.000.000 ευρώ από τα κονδύλια του Δ' Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, προκειμένου να υλοποιήσει (η Εκκλησία) το πρόγραμμά της για κοινωνικό έργο.

Δηλαδή, κανονικά με ξένα κόλλυβα μνημόσυνο! Η (προφανώς πτωχή) Εκκλησία κάνει 'πρόγραμμα για κοινωνικό έργο' και η κυβέρνηση χρηματοδοτεί την υλοποίησή του!

(Υ.Γ. Οι αποζημιώσεις των πυροπαθών της Πελοποννήσου ανέρχονται σε 1,8 εκατ. ευρώ.)

Γιώργος Κορδομενίδης

20.7.07

Η «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ

Εντευκτήριο με 14 νέους συγγραφείς
Χορταστικό και με επίλεκτη ύλη το καλοκαιρινό «Εντευκτήριο» του Γιώργου Κορδομενίδη, κυκλοφορεί ήδη λίγο πριν από την έκδοση του γενέθλιου πανηγυρικού τεύχους για την 20χρονη συνεχή και αδιάλειπτη παρουσία του στην πνευματική ζωή της Θεσσαλονίκης και πέραν αυτής.

Στις σελίδες του συνυπάρχουν οι «νέες φωνές» της ελληνικής λογοτεχνίας μαζί με τα νέα διηγήματα των Θανάση Βαλτινού, Στρατή Χαβιαρά, Βασίλη Αμανατίδη, Γκερτ Χάιντερνράϊχ, Στέλλας Βογιατζόγλου, τα ποιήματα των Μαρίας Καραγιάννη, Βασίλη Καραβίτη, Μαρίας Κουγιουμτζή, Μαρίνο Πιατσόλα, Μάικλ Μαρτς, το μελέτημα της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου για την ποίηση του Γιάννη Καρατζόγλου. «Η ποίηση αποτυπώνει τη βαθύτερη αυθεντικότητα, την εκστατική απορία, την απάντηση στο αναπάντητο. Γι’ αυτό και δεν είναι μόνο τέχνη. Είναι και στάση ζωής. Διαρκής αναζήτηση γνησιότητας πάνω και έξω από τις σχετικές αξίες και μόδες που ορίζουν τη συμβατική ζωή των κοινωνιών...», γράφει ο Στρατής Πασχάλης στον έναν από τους είκοσι πέντε αφορισμούς για την ποίηση.

Το ίδιο τεύχος φιλοξενεί άρθρο του Δημήτρη Α. Φατούρου «Δοκίμιο διαπιστώσεων. Σημειώσεις για την κατασκευή των αντικειμένων», μια πλούσια ενότητα με βιβλιοκρισίες και παρουσιάσεις και ένα αφιέρωμα σε 14 νέες φωνές ποιητών και πεζογράφων από διάφορες πόλεις της Ελλάδος οι περισσότεροι από τους οποίους δημοσιεύουν για πρώτη φορά. Την ενότητα της λογοτεχνίας κοσμούν ζωγραφιές του Στέλιου Σκούλου (σχόλιο Σοφία Καζάζη), ενώ στην Camera Obscura ο Ηρακλής Παπαϊωάννου γράφει για το πορτφόλιο του Ανθιμου Καλπατζίδη «Πορτρέτο πανηγυριού» με ασπρόμαυρες φωτογραφίες από πανηγύρια κυρίως της Μακεδονίας.

δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 20 Ιουλίου 2007

18.7.07

Σελίδες για τις “νέες φωνές” της ελληνικής λογοτεχνίας

μαζί με Θανάση Βαλτινό, Στρατή Πασχάλη, Στρατή Χαβιαρά,
Μαρία Καραγιάννη, Βασίλη Καραβίτη κ.ά.



«Η ποίηση αποτυπώνει τη βαθύτερη αυθεντικότητα, την εκστατική απορία, την απάντηση στο αναπάντητο. Γι’ αυτό και δεν είναι μόνο τέχνη. Είναι και στάση ζωής. Διαρκής αναζήτηση γνησιότητας πάνω και έξω από τις σχετικές αξίες και μόδες που ορίζουν τη συμβατική ζωή των κοινωνιών. Ασκώντας την ποίηση βιώνεις μια εσωτερική περιπέτεια όπου φαντασία και πραγματικότητα συμπλέκονται και δικαιώνονται αμοιβαία, δίνοντάς σου κάθε τόσο την αίσθηση της αληθινής ζωής. Αν αυτή την εμπειρία κατορθώσεις να τη μεταδώσεις στους συνανθρώπους σου μέσα από ένα συναρπαστικό παιχνίδι με τις λέξεις, τότε ελευθερώνεσαι από τον εαυτό σου και υπηρετείς την αγάπη.» Αυτός είναι ένας από τους είκοσι πέντε αφορισμούς του Στρατή Πασχάλη για την ποίηση, που δημοσιεύονται στο νέο, καλοκαιρινό, τεύχος του περιοδικού «Εντευκτήριο» (αριθ. 77, Ιούνιος 2007, 208 σελ., τιμή 10 ευρώ).
Στο ίδιο τεύχος, ανέκδοτη πεζογραφία και ποίηση, ελληνική και ξένη, μικρό αφιέρωμα σε πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς, πλούσια ενότητα με βιβλιοκριτικές και παρουσιάσεις, φωτογραφικό ένθετο και άλλη επίλεκτη ύλη.

Ποίηση και πεζογραφία
Στο τεύχος δημοσιεύονται νέα διηγήματα του Θανάση Βαλτινού, του Στρατή Χαβιαρά, του Βασίλη Αμανατίδη, του Γκερτ Χάιντενραϊχ (μετάφραση: Νόρα Πυλόρωφ-Προκοπίου), της Στέλλας Βογιατζόγλου. Ποιήματα της Μαρίας Καραγιάννη, του Βασίλη Καραβίτη, της Μαρίας Κουγιουμτζή, του Μαρίνο Πιατσόλλα (μετ.: Κρεσέντσιο Σαντζίλιο), του Μάικλ Μαρτς (μετ.: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ). Ακόμη, μελέτημα της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου για την ποίηση του Γιάννη Καρατζόγλου.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το άρθρο του Δημήτρη Α. Φατούρου «Δοκίμιο διαπιστώσεων. Σημειώσεις για την κατασκευή των αντικειμένων». Γράφει, ανάμεσα σε άλλα, ο Φατούρος: « Τα πέδιλα, το αποτσίγαρο, ένα πουκάμισο αγαπητό. Ένα κρεβάτι που περάσαμε εκατοντάδες νύχτες και το αφήνουμε στον παλαιοπώλη. «Σαρξ εκ της σαρκός μας». Μεταβιβάζεται. Γίνεται “άλλος”. Μέσα στο δωμάτιο, όλα αυτά που μας περιτριγυρίζουν γίνονται κάποτε καθρέφτες του εαυτού μας. […]Τα αποτσίγαρα, τα ρούχα που λιώνουν, το λουράκι του ρολογιού που χαλάει, οι πολυθρόνες που καταστρέφονται, όλα αυτά που τα πετάμε κάποια στιγμή, μας γεμίζουν ανησυχία. Περιέργεια για το μέλλον τους σαν ένα μέλλον δικό μας, ένα μέλλον του κορμιού μας. Κάποιο χέρι ή κάποια χείλια που είχαμε και τώρα απομακρύνονται. Συχνότεροι και αραιότεροι θάνατοι. Τα μικρά αποτσίγαρα που τα παίρνει η θάλασσα, ο οχετός ενός πολυσύχναστου δρόμου, μια σκονισμένη γωνιά. Ίσως αγαπάμε τις παλιές πολυθρόνες γιατί είναι πιο δυνατές από μας. Γιατί μας παίρνουν μαζί τους και μας μακραίνουν τη ζωή. Είμαστε 150 χρόνων. δεν είμαστε πεθαμένοι. Δεν πρόκειται τουλάχιστον να πεθάνουμε νέοι. Έχουμε την ηλικία της βαθιάς πολυθρόνας. […]»

Αφιέρωμα: 14 νέες φωνές
Για δεύτερη συνεχή χρονιά, με το σκεπτικό ότι οι νέοι συγγραφείς αποτελούν, δυνάμει, το καινούριο αίμα, την ομάδα κρούσης της λογοτεχνικής καινοτομίας, το «Εντευκτήριο» παρουσιάζει στο καλοκαιρινό του τεύχος κείμενα νέων ποιητών και πεζογράφων από διάφορες πόλεις της Ελλάδας ή και του εξωτερικού, οι περισσότεροι από τους οποίους δημοσιεύουν για πρώτη φορά. Οι «νέες φωνές» που ξεχώρισε το «Εντευκτήριο» και παρουσιάζει σ’ αυτό το τεύχος του είναι: Ιωάννα Αγιοστρατίτη, Ιάκωβος Ανυφαντάκης, Αλέξανδρος Βαναργιώτης, Άννα Βουγιουκλίδου, Ειρήνη Γκόλτσιου, Δημήτρης Γρηγορίου, Νίκος Ερηνάκης, Νίκος Ζαλαώρας, Χρήστος Μιχαήλ, Φωτεινή Νικολαΐδου, Ευτυχία Παναγιώτου, Πάνος Σαρίφης, Νίκος Τζερμιαδιανός, Χάρης Χρήστου. Οι 4 δημοσιεύουν ποίηση και οι 10 πεζογραφία. Ενδιαφέρουσα είναι και η γεωγραφική κατανομή των «νέων φωνών»: 10 ζουν στην Αττική, 1 στην Κατερίνη, 1 στη Βοιωτία, 1 στην Καστοριά, 1 στο Παρίσι).

Βιβλιοκρισίες και παρουσιάσεις
Πλούσια είναι και στο τεύχος αυτό η ενότητα με τις βιβλιοκρισίες και τις παρουσιάσεις.
Γράφουν οι:
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου: Γιώργου Kοζία, Kόσμος χωρίς ταξιδιώτες
Mισέλ Φάις: Θεόδωρου Mπασιάκου, Mαύρα μάτια· Kατερίνας Hλιοπούλου: O κύριος Tαυ
Τιτίκα Δημητρούλια: Γιάννη Kοντού, Δευτερόλεπτα του φόβου· Σάββα Mιχαήλ, Homo Poëticus
Μαρία Στασινοπούλου: Kοσμά Xαρπαντίδη, Tα δώρα του πανικού
Δημήτρης Kόκορης: Xάρη Bλαβιανού, Ποιον αφορά η ποίηση; Xρίστου Λάσκαρη, Ποιήματα· Παναγιώτη Xατζημωϋσιάδη, Kαλά μόνο να βρεις
Λίνα Πανταλέων: Aχιλλέα Kυριακίδη, Mικρή περιοχή
Bαγγέλης Tασιόπουλος: Kώστα Pιζάκη, O κυρίως ναός
Γεώργιος N. Περαντωνάκης: Eλευθερίας Δημητρομανωλάκη, H ηγεμονία της ευτυχίας Βάνα Χαραλαμπίδου: Mουρατχάν Mουνγκάν, Oι τρεις καθρέφτες στα σαράντα δωμάτια
Φίλιππος Φιλίππου: Mαρκ Nτουγκέν, H κατάρα του Έντγκαρ
Pένα Σακελλαρίδου: Γιώργου Πίττα, Σημάδια του Aιγαίου

Εικονογράφηση
Την ενότητα της λογοτεχνίας κοσμούν ζωγραφιές του Στέλλιου Σκούλου, για τις οποίες η Σοφία Καζάζη γράφει μεταξύ άλλων: «[Σχέδια και κείμενα.] Δύο γλώσσες παράλληλες, από το ίδιο χέρι. O πληθωρικός και ανεξερεύνητος Σκούλος. Στα σχέδια: το αρσενικό και το θηλυκό σε πλήρη αντάμωση και σύγκρουση. H χαρά και η πίκρα αντάμα, να συστρέφονται και ν΄ απογειώνονται αενάως. O έρωτας και ο πόνος, η χαρά και η απογοήτευση.

H απελευθέρωση και η υποταγή. Aνάβλυσμα όσων υπάρχουν στο σώμα και στην ψυχή του καλλιτέχνη. Mετά ήρθε η διπλανή στήλη: νέες λέξεις, νέες έννοιες και η γενική πληθυντικού να καρφώνεται στο μυαλό. Σαν χείμαρρος που ξεσπάει και πλημμυρίζει μοιάζει αυτό [το σύνολο], που όμως κανείς αφήνεται να τον παρασύρει, γιατί δεν μπορεί να αντισταθεί σ΄ αυτόν τον κοχλασμό: Σχέδια, λέξεις όμοιες, ανόμοιες, παρόμοιες.»


Φωτογραφικό ένθετο
Στην Camera Obscura, το ειδικό ένθετο του «Εντευκτηρίου» για την καλλιτεχνική φωτογραφία, που επιμελείται ο Άρις Γεωργίου και που εκδίδεται με χορηγία της Vivartia AE, δημοσιεύεται το πορτφόλιο του Άνθιμου Καλπατζίδη «Πορτραίτο πανηγυριού».

Όπως παρατηρεί ο Ηρακλής Παπαϊωάννου, «Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Καλπατζίδη εστιάζουν σε πορτραίτα μικροπωλητών και επισκεπτών από πανηγύρια κυρίως της Μακεδονίας. Τα περισσότερα είναι μετωπικά, με τον εικονιζόμενο να αντικρίζει τον φακό, περιέχουν όμως συχνά τον πάγκο που δουλεύει ή το άμεσο περιβάλλον. Συχνά ανακύπτουν πορτραίτα παιδιών με σοβαρά βλέμματα που ποζάρουν με όπλα-παιχνίδια ή κούκλες, επιβεβαιώνοντας τον επίκτητο κοινωνικό τους ρόλο. Κρίκοι και παιχνίδια τρόμου ξεδιπλώνονται μαζί με μπαλόνια και άδειες καρότσες φορτηγών, ως ένα πολυεπίπεδο σκηνικό και φόντο των μορφών.

» Τα περισσότερα πορτραίτα διαθέτουν μια αφοπλιστική, ανυπόκριτη αμεσότητα που έχουμε ξεχάσει στην εποχή της γενικευμένης, ναρκισσιστικής σκηνοθεσίας του εαυτού. Οι άνθρωποι, λαϊκής κατά βάση τάξης, παραχωρούν την εικόνα τους χωρίς να χαμογελούν στον φακό, διατηρούν μια στάση νηφάλια, αν όχι αυθεντική. Υποδεικνύουν έτσι μια πραγματικότητα γήινη, διαφορετικής τάξης, που επιβιώνει δίπλα μας παράλληλα με την εποχή όπου όλα μοιάζουν επεξεργασμένα, συνθετικά.»

Την ύλη του τεύχους ολοκληρώνουν άρθρο της Κατερίνας Καζολέα για τη μεγάλη έκθεση «Ο καθρέφτης και η μάσκα: Το πορτραίτο στην εποχή του Πικάσο» που παρουσιάστηκε στη Μαδρίτη και τώρα εκτίθεται στο Τέξας, καθώς και ρεπορτάζ της Χρύσας Νάνου για την εκδήλωση του «Εντευκτηρίου» (στο πλαίσιο του εορτασμού των 20χρονων του περιοδικού) στην οποία η Κική Δημουλά διάβασε ποιήματά της στο «Underground Εντευκτήριο».

25.6.07

ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ 1987-2007 (Η ΑΛΛΗ ΟΨΗ)

Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 78, επετειακό για τα 20χρονα του Εντευκτηρίου

― ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΓΙΩΡΓΟ;
― ΥΠΟΜΟΝΗ ΓΙΑΝΝΗ

γράφει ο Ιωάννης Επαμεινώνδας


Το Εντευκτήριο ήταν η πρώτη μου απόπειρα να ασχοληθώ με τη γραφιστική και το σχεδιασμό εντύπων. Απόπειρα δεν είναι η σωστή διατύπωση: καταναγκασμός ήταν, γιατί εγώ κατά βάση ήμουν, και παραμένω, αρχιτέκτονας. Ο Κορδομενίδης είναι εκείνος που με έψησε με το πες-πες να ασχοληθώ και εκείνος φταίει για ότι κακό του συνέβη μετά. Όταν πρωτοβγήκε το Εντευκτήριο, το 1987, υπηρετούσα τη θητεία μου. Τα πρώτα τεύχη τα είχε σχεδιάσει ο Μαυρογένης, και ευτυχώς, γιατί χρειαζόταν ένας σοβαρός επαγγελματίας να στήσει το πρώτο κασέ. Πάνω στα δικά του ίχνη βαδίσαμε κατόπιν, αρχικά αντιγράφοντάς τον ξεδιάντροπα και ίσως χωρίς μεγάλη επιτυχία. Ο Μαυρογένης πάντως μας είχε δείξει έναν πιο "μοντέρνο" δρόμο για την εμφάνιση του περιοδικού. Μετά, ο εκδότης περιέκοψε την πολύ απλόχερη εικονογράφηση –μετρήστε μόνον πόσες ολοσέλιδες φωτογραφίες υπάρχουν στα πρώτα τεύχη– και το περιοδικό οδηγήθηκε στην κάπως στεγνή, γκρίζα μορφή, που έγινε αργότερα η χαρακτηριστική του εικόνα.

Σε αυτό συνέβαλε και το γεγονός ότι και εγώ κατά βάθος δεν ήμουν γραφίστας, αλλά αρχιτέκτονας που έκανε και γραφιστική. Φαίνεται αυτό και από το στήσιμο, τη δομή και την κάποια ακαμψία που αποπνέουν κυρίως τα εξώφυλλα: ως αρχιτέκτονας δεν μπορούσα παρά να δουλεύω με κάναβο, περασιές, κανονικότητα. Δεν είμαι ζωγράφος, άρα το πρωτογενές υλικό ήταν άλλων καλλιτεχνών το οποίο εγώ έστηνα σε εξώφυλλο. Οι καμπύλες, όταν υπάρχουν, δεν ξεφεύγουν από τον έλεγχο του ορθογωνικού, οι διαγώνιες είναι πάντα σε γωνίες 30, 45, 60 μοιρών. Θλιβερό μεν, αλλά πραγματικότητα. Ίσως βέβαια για το Εντευκτήριο –που εμένα μου φαίνεται ως ένα περιοδικό του Μοντερνισμού με "ακαδημαϊκή" νοοτροπία– αυτή να είναι η πιο ταιριαστή εμφάνιση: συνάδει απολύτως με το περιεχόμενο!

Η πιο ενδιαφέρουσα, για τον επιμελητή, φάση ήταν ο σχεδιασμός του εξωφύλλου. Χρησιμοποιούσαμε συνήθως δύο χρώματα –όταν στο τεύχος 17 θέλησα να χρησιμοποιήσω και τρίτο, εισέπραξα το σύνηθες κορδομενίδειο σχόλιο "γιατί, το έχουμε ξανακάνει αυτό;", με αποτέλεσμα να καταργήσω τελικά το μαύρο και η φωτογραφία να βγει, σε πράσινο και μπλε, σαν αρνητικό! Κάθε προηγούμενη εφαρμογή θεωρούνταν κατάκτηση και αποτελούσε κάτι σαν προδεδικασμένο, πρότυπο και όριο ταυτόχρονα για τα επόμενα τεύχη. Από την πλευρά μου υπήρχε διάθεση για συνεχώς καινούργιες λύσεις, αλλά η δεδομένη απειρία μου έκανε –και ευτυχώς– τον εκδότη να με συμμαζεύει όταν οι πειραματισμοί γίνονταν υπερβολικά ριψοκίνδυνοι.


προσχέδια του Ιωάννη Επαμεινώνδα για το εξώφυλλο του τεύχους 16


Κανείς από τους δύο μας πάντως δεν φαίνεται να ξέχασε την περίπτωση του 4ου τεύχους, στο εξώφυλλο του οποίου είχα βάλει –και τελικά εκτυπώσει– ένα δίχρωμο σχέδιο του Γιάννη Σβορώνου. Ο Κορδομενίδης, που το μαύρο-ροζ σχέδιο το βρήκε κακέκτυπο, αχρηστεύει το ήδη τυπωμένο εξώφυλλο και ξανατυπώνει –χωρίς να μου πει τίποτε– νέο εξώφυλλο με μία ολοσέλιδη φωτογραφία του ίδιου του Σβορώνου σε αχνό, αχνότατο ράστερ. Το στέλνει για βιβλιοδεσία και το τεύχος κυκλοφορεί όπως κυκλοφόρησε. Όταν εισέπραξε την αρνητική κριτική των φίλων και αναγνωστών –μετά τα δύο ωραία προηγούμενα εξώφυλλα, αυτό το τελευταίο ήταν αποτυχία– μου λέει: τελικά το αρχικό εξώφυλλο δεν ήταν κακέκτυπο, ήταν απλώς καλύτερο! Έχει και η δουλειά του γραφίστα κάποιες τέτοιες μικρές ικανοποιήσεις.
Από τα αγαπημένα μου εξώφυλλα –που προσδιορίζουν κατά κάποιον τρόπο και τις διαδοχικές κατακτήσεις, από μέρους μου, της τεχνολογίας της γραφιστικής– είναι του τεύχους 3 με το σχέδιο του Τσαρούχη: η εφαρμογή του έκκεντρου κατακόρυφου άξονα, του τεύχους 7 με το Λούβρο: η ανακάλυψη των ντεγκραντέ ράστερ, του 16 με το τρένο του Μαυρομάτη: η διτονική φωτογραφία, του 19 γιατί εικονογραφούσε κάποια κείμενά μου για την αρχιτεκτονική, επίσης του τεύχους 28-29 για την πολυπλοκότητα των χρωματικών συνδυασμών. Τέλος, τα εξώφυλλα 34 με τον Λάιος Σαλάι, 35 με το κόμπο της Κεραμέα στην Πάτμο και 36 με τον Ασλάνογλου, γιατί είναι οι πιο ώριμες στιγμές.
Όταν ξεκινήσαμε δεν υπήρχε το desk top publishing και όλα τα ωραία σημερινά συστήματα. Τα κείμενα διορθώνονταν και εκτυπώνονταν μέχρι δύο φορές. Μετά, οι διορθώσεις γίνονταν πάνω στην τελευταία εκτύπωση του χαρτιού της φωτοσύνθεσης με το χέρι: αφαιρούσες με το κοπίδι τη λάθος λέξη (το γράμμα, τον τόνο, την τελεία) και πρόσθετες τη σωστή. Σωστή κοπτοραπτική! Κάποια στιγμή ψάξαμε να βρούμε έναν τίτλο, μια περιγραφή για τη δική μου απασχόληση: γραφίστας, επιμελητής, layout-ίστας, σχεδιαστής, ή –τα βαρύγδουπα– καλλιτεχνικός υπεύθυνος, διευθυντής, μάνατζερ και τα τοιαύτα. Αφού περάσαμε από διάφορα αμήχανα, καταλήξαμε στο "καλλιτεχνική επιμέλεια", παρόλο που εμένα μου θύμιζε εκείνα τα ύποπτα "καλλιτεχνικά" πρακτορεία!


αριστερά: το εξώφυλλο του τεύχους 4 που σχεδίασε ο Ιωάννης Επαμεινώνδας· 
τυπώθηκε αλλά δεν χρησιμοποιήθηκε


δεξιά: μακέτα πρότυπης σελίδας του περιοδικού όταν άρχισε να γράφεται και να σελιδοποιείται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή (classic tης Μacintosh, 1993)

Η εμπλοκή μου ήταν ανισοβαρής από τεύχος σε τεύχος. Έκανα από στήσιμο των σελίδων μέχρι τη χειροτεχνία της φωτοσύνθεσης ενώ, στο τεύχος 37, που ήταν και το τελευταίο με το οποίο ασχολήθηκα, μόνο το σχεδιασμό του εξωφύλλου. Η –γενικά φθίνουσα– ενασχόλησή μου με το περιοδικό σχετιζόταν με την αυξομειούμενη επαγγελματική μου δραστηριότητα ως αρχιτέκτονα, με την έμφυτη κωλοπαιδαροσύνη μου απέναντι στα χρονοδιαγράμματα και τις προθεσμίες –ο εκδότης μπορεί να περίμενε και μήνες μέχρι να αποφασίσει η ευγένειά μου να ασχοληθεί με το τρέχον κάθε φορά τεύχος– αλλά και με την αυξανόμενη ικανότητα του Γιώργου Κορδομενίδη να μαθαίνει, άρα και να φορτώνεται όλο και περισσότερες ευθύνες του περιοδικού, επομένως, γιατί όχι και την καλλιτεχνική επιμέλεια. Πέρα από αυτό, τον τιμά η απόφαση να ξεκαθαρίσει κάποια στιγμή τα της συνεργασία μας –πράγμα που εγώ δεν φαινόμουν ικανός να κάνω– και να πει: ας σταματήσουμε καλύτερα, μπας και σώσουμε τίποτα από την ψυχή μας.

Η εικοσάχρονη φιλία είχε περάσει πάνω από σαράντα κύματα και άντεξε σε διαφωνίες, καυγάδες, ψύχη και καύσωνες. Επιβίωσε μέσα από τη διαφορετικότητα, τις παρεξηγήσεις και μια δύσκολη συνεργασία. Άντεξες, Γιώργο, στις κυκλοθυμικές μου ιδιορρυθμίες και επιβίωσα από τα "επαναλαμβανόμενα αστεία" σου. Μου έδωσες τη δυνατότητα να μάθω και έμαθα πάνω στην καμπούρα του Εντευκτηρίου ένα δεύτερο επάγγελμα, να διευρύνω τους ορίζοντές μου, ακόμη και τους συγγραφικούς. Κι αν η αρχιτεκτονική έφτασε να καταλαμβάνει τον μισό μόνον από τον συνολικό επαγγελματικό μου χρόνο, αυτό οφείλεται σε σένα και στο Εντευκτήριο. Όπως το είχες προβλέψει, με κατέστρεψε, εκείνος ο άνθρωπος. Θα συμπλήρωνα: και αυτό το περιοδικό!

24.6.07

ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ 1987-2007

ΜΕΣΑ ΓΙΑ ΜΕΣΑ

Γράφει ο Γιώργος Κορδομενίδης



Όλα άρχισαν το 1986, όταν βρέθηκα ξέμπαρκος από κάθε δημοσιογραφική δραστηριότητα· είχα πάψει από χρόνια να γράφω στον «Ελληνικό Βορρά», εκείνο τον καιρό είχα αναγκαστεί να διακόψω τη συνεργασία μου με το κρατικό ραδιόφωνο, με είχε ... απολύσει κι ο Καλοκύρης από «Το Τέταρτο»... Τότε έπεσε στα χέρια μου το «Πλανόδιον», που έβγαινε ακόμη ολιγοσέλιδο και πιασμένο με σύρμα· αυτό μου έβαλε την ιδέα ενός περιοδικού με λίγες επίσης σελίδες, κάποιες λογοτεχνικές συνεργασίες και πολλά σχόλια ― κυρίως για την πολιτιστική ζωή και κίνηση στη Θεσσαλονίκη, θέμα που τότε με απασχολούσε πολύ. Η σχετική αυτοπεποίθησή μου ότι θα μπορούσα να τα βγάλω πέρα οφειλόταν κυρίως στη μέχρι τότε σχέση μου με ποικίλα περιοδικά· είχα θητεύσει, ποικιλοτρόπως, στη «Διαγώνιο» κατά την τελευταία της περίοδο, είχα συνεργαστεί για ένα διάστημα σποραδικά με «Το Δέντρο» και με «Το Τέταρτο», ενώ σποραδικά μόνο με το «Τραμ» στη δεύτερη διαδρομή του και με τον «Παρατηρητή». Κυρίως όμως πόνταρα στην εμπειρία μου από δύο αφιερώματα στη Θεσσαλονίκη που οργάνωσα, το 1985, με αφορμή τον εορτασμό των 2.300 χρόνων της πόλης: στο «Διαβάζω» και στο «Εμείς», το περιοδικό της Εθνικής Τράπεζας για το προσωπικό της.

ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ σκέφτηκα να εμπλέξω στην έκδοση του περιοδικού τον αδελφικό φίλο Μανόλη Ξεξάκη, κι έτσι συζητήσαμε γι' αυτό αρκετές φορές, καταναλώνοντας συνεταιριστικά κρασιά, κριθαρένια παξιμάδια κι εξαιρετική γραβιέρα Κρήτης. Τελικά, αποφάσισα να κάνω το μεγάλο τόλμημα μόνος. (Μου έμεινε βέβαια η φιλία με τον Ξεξάκη αδιατάραχτη· μου έμεινε και η προτίμηση στα κριθαρένια παξιμιάδια και την γραβιέρα Κρήτης...) Με ενθάρρυναν πολλοί· και με πάγωσε, ευτυχώς προσωρινά, η απαισιόδοξη οικονομική ανάλυση του εγχειρήματος από τον Ηλία Ευθυμιόπουλο, εκδότη τότε (1986) του περιοδικού «Οικολογία», αργότερα υφυπουργό ΠΕΧΩΔΕ επί κυβερνήσεως Πασόκ. Ας είναι καλά ο επιστήθιος φίλος, τυπογράφος Γιάννης Μουγκός, που ανέλαβε χρέη όχι μόνο τεχνικού συμβούλου αλλά και εμψυχωτή, σε κάθε κρίσιμη στιγμή αμφιταλάντευσης.

ΕΜΠΝΕΥΣΤΗΚΑ τον τίτλο του περιοδικού από έναν ορισμό της λέξης “εντευκτήριο” που άκουσα διά χειλέων Χριστινόπουλου, σχετικά με ομότιτλο βιβλίο του που περιλαμβάνει διάφορες μεταφράσεις του.
Η αλήθεια είναι πάντως ότι το «Εντευκτήριο» ―ασχέτως του όποιου ρόλου διαδραμάτισε, πιθανόν, με την έκδοσή του, προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση― υπήρξε καθαρώς ατομικό διάβημα κι όχι απόρροια κάποιου συλλογικού, σιωπηλού έστω, αιτήματος· όπως δεν υπήρξε όργανο καμιάς ομάδας, λογοτεχνικής ή άλλης, ούτε μέσον προώθησης κάποιου συγκεκριμένου αισθητικού ρεύματος.
Η αντίστροφη μέτρηση για την έκδοση του περιοδικού άρχισε το επόμενο βράδυ αφότου ο πατέρας μου πέρασε ήσυχα στην άλλη όχθη· φαίνεται πως ήταν η στιγμή να επινοήσω για τον εαυτό μου έναν νέο ρόλο. Η κυοφορία του πρώτου τεύχους κράτησε δύο συναπτούς μήνες. Στις 8 Νοεμβρίου 1987 το «Εντευκτήριο» διεκδικούσε μία θέση στους πάγκους και στις προθήκες των βιβλιοπωλείων της Θεσσαλονίκης, και μερικές ημέρες αργότερα και της Αθήνας και μερικών ακόμη, λίγων πάντων, άλλων μεγάλων πόλεων.



Στο εξώφυλλο του πρώτου τεύχους, πλάι στον τίτλο, υπήρχε ένα σχέδιο που είχε φιλοτεχνήσει, για να χρησιμοποιηθεί ως λογότυπος, η πρόωρα χαμένη φίλη μου, γλύπτρια Χριστίνα Ζερβού. Κανείς όμως δεν φαίνεται να κατάλαβε πως το σχέδιο εκείνο αντιπροσώπευε ένα έψιλον ― μολονότι όλες οι προτάσεις της Ζερβού δημοσιεύονταν σε σελίδα του τεύχους― κι έτσι, με βαριά καρδιά, το απέσυρα.

ΤΟ ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ αποφάσισε, από μιας αρχής, να μην εκφράζει μόνο την παραγωγή των Θεσσαλονικέων λογοτεχνών, θέλοντας να διαφοροποιηθεί (και) με αυτόν τον τρόπο από τα άλλα δύο περιοδικά που μόλις είχαν εκδοθεί τότε στη Θεσσαλονίκη και έδειχναν να έχουν τέτοια, κυρίως, κατεύθυνση. Ένα σύντομο κείμενο, με τίτλο «Κατάθεση προθέσεων», που δημοσιεύτηκε στο δεύτερο τεύχος, διευκρίνιζε ακόμη ότι το «Εντευκτήριο» δεν είναι ούτε αυτοσκοπός ούτε μέσον βιοπορισμού, κι ότι θα εκδίδεται όσο κατορθώνει να πληροί το μίνιμουμ των προδιαγραφών που είχαν τεθεί εξαρχής. Οι προγραμματικές αυτές αρχές εξακολουθούν να ισχύουν.
Αποκλεισμοί για λόγους γεωγραφικής προέλευσης των συνεργατών ή προσωπικών αντιπαθειών δεν υπήρξαν. Θέλω να πιστεύω ότι αποφασιστικό κριτήριο σε όλες τις επιλογές της ύλης υπήρξε το βεληνεκές των κειμένων και η φυγόκεντρη σχέση τους με τις κυρίαρχες τάσεις της εκδοτικής αγοράς. Αν θέλετε, βάλτε και λίγο νερό ―αλλά μόνον λίγο!― σ' αυτόν τον ισχυρισμό, γιατί κάθε άνθρωπος έχει τις αδυναμίες του. Οι περισσότεροι πάντως από όσους, στη διάρκεια αυτής της εικοσάχρονης διαδρομής, κατέβηκαν από το τραίνο, πήραν οι ίδιοι την απόφαση. Σπάνια το «Εντευκτήριο» απομάκρυνε κάποιον συνεργάτη, πιστεύοντας ότι δεν ανταποκρίνεται στις αρχές του.


από τη συνέντευξη Τύπου για την παρουσίαση του πρώτου τεύχους του «Εντευκτηρίου», 11.11.1987, στα γραφεία του Συνδέσμου Εκδοτών Βόρειας Ελλάδας. Στο δεξί άκρο ο διευθυντής του περιοδικού, Γιώργος Κορδομενίδης και δίπλα του οι βασικοί, τότε, συνεργάτες του «Εντευκτηρίου», Ντίνος Χριστιανόπουλος, Νίκος Μπακόλας, Μανόλης Ξεξάκης και Σάκης Παπαδημητρίου



ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ έτυχε, ήδη από το πρώτο τεύχος του, αρκετά καλής υποδοχής, τόσο από το κοινό όσο και από τον Τύπο, γεγονός που αποτέλεσε σημαντική ενθάρρυνση. Κυρίως όμως το «Εντευκτήριο» βοηθήθηκε από την ύπαρξη ενός πυρήνα σταθερών συνεργατών, ορισμένοι από τους οποίους εμμένουν σε αυτή τη σχέση από το πρώτο ακόμη τεύχος. Ανάμσά τους, σε διακεκριμένη θέση, πρώτα πρώτα οι οριστικώς απόντες: Τόλης Καζαντζής, Νίκος Μπακόλας και, προς το τέλος της ζωής του, Ανέστης Ευαγγέλου. Ακόμη, ο μέντοράς μου (κι ας μην με αναγνωρίζει για πνευματικό του παιδί) Ντίνος Χριστιανόπουλος, από τους σταθερότερους συμβουλάτορές μου κυρίως στην πρώτη δεκαετία· ο ποιητής, δοκιμιογράφος και βιβλιογράφος Δημήτρης Δασκαλόπουλος, πρόθυμος πάντα (μαζί με τη σύζυγό του, φιλόλογο, κριτικό και πεζογράφο, Μαρία Στασινοπούλου) να συζητήσει προβλήματα και να προτείνει λύσεις, ήδη από την προ-εκδοτική περίοδο του «Εντευκτηρίου»· ο άλλος δάσκαλός μου ―εξωπανεπιστημιακώς, εννοείται―, Δ. Ν. Μαρωνίτης (που τον γνώρισα, έμφοβος, μόλις το 1989, χάρη στην επιμονή της Νατάσας Πεπονή), από τους ελάχιστους που σχολιάζουν τα περιεχόμενα κάθε τεύχους ένα προς ένα, με ―κατά περίσταση― μετρημένη αυστηρότητα ή σπανίζουσα γενναιοδωρία. Επίσης, οι κριτικοί Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Μισέλ Φάις, Τιτίκα Δημητρούλια και η νεότερη Λίνα Πανταλέων, που συνεργάζονται αδιάκοπα με το περιοδικό. Τέλος, συγγραφείς που μαζί με τους προαναφερθέντες, συνεργάστηκαν κατ’ αποκλειστικότητα ή με προνομιακή προς το «Εντευκτήριο» κλίση, ταυτιζόμενοι κατά περιόδους μαζί του και συμβάλλοντας στην παγίωση της φυσιογνωμίας του, όπως οι: Πάνος Θεοδωρίδης, Σάκης Παπαδημητρίου, Ξενοφών Μπρουντζάκης, Μανόλης Ξεξάκης, Σάκης Σερέφας, Ματούλα Σκαλτσά, Κ. Ν. Πλαστήρας, Δημήτρης Η. Παστουρματζής, Δημήτρης Νόλλας, Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, Διαμαντής Αξιώτης, Μαργαρίτα Μέλμπεργκ, Τάσος Χατζητάτσης, Βασίλης Αμανατίδης, Σπύρος Καρυδάκης και άλλοι πολλοί.

ΤΟΝ ΓΡΑΦΙΣΤΙΚΟ σχεδιασμό του περιοδικού στην αρχή ανέλαβε εξ Αθηνών ο Ερρίκος Μαυρογένης, κάνοντας ένα γενικό layout, την υλοποίηση του οποίου επωμίστηκε ο Ιωάννης Επαμεινώνδας. Ο τελευταίος ανέλαβε από το τεύχος 4 την όλη καλλιτεχνική επιμέλεια του «Εντευκτηρίου» και την κράτησε ―μορφάζοντας ενίοτε από δυσαρέσκεια― μέχρι και το τεύχος 36 (φθινόπωρο 1996), ενώ για το τεύχος 37 περιορίστηκε στον σχεδιασμό του εξωφύλλου. Για να πω και του στραβού το δίκιο πάντως, όλα αυτά τα χρόνια ο Επαμεινώνδας υπήρξε ο στενότερος συνεργάτης του «Εντευκτηρίου» κι ο πρώτος άνθρωπος που συμβουλευόμουν για οτιδήποτε αφορούσε το περιοδικό, από προτεινόμενες συνεργασίες μέχρι γενικότερους σχεδιασμούς και προσανατολισμούς. Οφείλω επίσης να αποκαλύψω ότι κλήθηκε επίσης αρκετές φορές να συνδράμει στη μεταφορά πακέτων με τεύχη από το βιβλιοδετείο στους διάφορους χώρους αποθήκευσης του περιοδικού. (Στο «Εντευκτήριο» άλλωστε αυτό είναι κανόνας: όσο υψηλότερα τα καθήκοντα τόσο βαρύτερο το χαμαλίκι.)
Το 1997 έκανα μόνος μερικές αλλαγές, ακούγοντας τις υποδείξεις του έμπειρου Δημήτρη Καλοκύρη (και ελάχιστο διάστημα αργότερα τον αδίκησα με ένα λοξό και επιπόλαιο σχόλιό μου για τα περιοδικά της Πολιτιστικής!) Έκτοτε το εξώφυλλο σχεδιάζεται από τον Άρι Γεωργίου, που έχει και τη γενική εποπτεία της εμφάνισης του περιοδικού, ενώ ο ίδιος ανέλαβα και τη σελιδοποίηση.

Ο ΤΥΠΟΓΡΑΦΟΣ Γιάννης Μουγκός στήριξε με κάθε τρόπο το «Εντευκτήριο» στην πρώτη, κρίσιμη περίοδό του. Όμως από το τεύχος 3 το περιοδικό αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το ατελιέ-τυπογραφείο Μουγκού, που δεν διέθετε πια μηχανή offset. Τότε άρχισε η συνεργασία μας με το ατελιέ του Αρνάλντο Τροϊάνι (ο πρόωρος θάνατός του μας βύθισε σε μεγάλη λύπη, που κρατάει ακόμη) και με το τυπογραφείο του Θανάση Αλτιντζή, όπου τυπωνόταν το «Εντευκτήριο» μέχρι και το καλοκαίρι του 2006. Έκτοτε η εκτύπωσή του μεταφέρθηκε στην εταιρεία Grafo ― η επεξεργασία των εικόνων γίνεται και πάλι στο ατελιέ Τροϊάνι (De novo), τώρα πλέον από τα παιδιά του, Βαλεριάνο και Μικέλε Τροϊάνι. Τέλος, βιβλιοδέτες του περιοδικού ήταν: στα τεύχη 1-8 ο Μυρώδης Μπακιρτζίδης, στα τεύχη 9-10 ο Γιώργος Δεληδημητρίου και έκτοτε, σταθερά, ο Ιωακείμ Τρικαλιάρης.
Η διακίνηση του «Εντευκτηρίου»» από το 1987 μέχρι και το 1999 στη Θεσσαλονίκη, μερικές πόλεις της Μακεδονίας και προς τους συνδρομητές γινόταν συνήθως από τον επιγραφόμενο (και σπανιότερα με τη βοήθεια, κατά διαστήματα, φίλων όπως η Σίσυ Κανίογλου, ο Γιάννης Ρισάφης, ο Σάκης Σερέφας και ο Δημήτρης Πλαζομίτης ― καλή τους ώρα!) Τα τελευταία χρόνια η διακ΄κινηση στη Βόρεια Ελλάδα γίνεται από το «Κέντρο του Βιβλίου».
Τη διακίνηση στην Αθήνα και τη νότια Ελλάδα ανέλαβαν καταρχάς ο Σάκης (Διονύσης) Μαραθιάς (γνώριμος από τον καιρό που κρατούσε το βιβλιοπωλείο των εκδόσεων Οδυσσέας στη Θεσσαλονίκη) και ο Σάκης Πομώνης, οι οποίοι, όταν βάρεσαν φαλιμέντο το 1989, φόρεσαν στο «Εντευκτήριο» (δηλαδή στη μισθοσυντήρητη τσέπη μου) ένα καθόλου ευκαταφρόνητο χρέος 600.000 δραχμών (το 1989, επαναλαμβάνω), έναντι του οποίου δεν κατέβαλαν έκτοτε ούτε δεκάρα τσακιστή. Αν αυτά είναι τα συναλλακτικά “ήθη” της ελληνικής αγοράς, μερσί, δεν θα πάρω... (Ελπίζω πάντοτε ότι ο “πτωχεύσας” προ ετών Μαραθιάς δεν είναι το ίδιο πρόσωπο με τον φερώνυμο σημερινό εκδότη βιβλίων bloggers...) Μικρότερη ποσότητα διακινούσε επίσης εξαρχής το βιβλιοπωλείο «Νεφέλη» και συνεχίζει το διάδοχό του «Κατάρτι» του Γεράσιμου Τούμπα, ενώ τον κύριο όγκο της διανομής στην Αθήνα και τη λοιπή νότια Ελλάδα ―μετά την ολιγόμηνη, ευτυχή πάντως συνεργασία με την «Πρόοδο» του Τάσου Κωσταμπάρη, που κι αυτός αργότερα φαλίρισε― διεκπεραιώνει από το 1990 και εξής ο παλαιός γνώριμος Σπύρος Μαρίνης.

ΤΟ ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ υπήρξε για μεγάλο διάστημα ζημιογόνο. Η χασούρα του αντιμετωπίστηκε (ως έναν βαθμό) από έσοδα μέσω διαφημιστικών καταχωρίσεων, πενιχρότατη ―και πάντως απολύτως διαφανή― επιχορήγηση από το Κράτος, την ίδια που προνοείται για την πλειονότητα των περιοδικών, και κατά το υπόλοιπο με... αυτοχρηματοδότηση από τον διευθυντή-εκδότη του. Κανείς συνεργάτης δεν πλήρωσε ποτέ δραχμή ―ούτε αμέσως ούτε εμμέσως, εγγράφοντας λ.χ. συνδρομητές― για συνεργασία του που τυπώθηκε στο περιοδικό. Αλλά και κανείς, δυστυχώς (με την εξαίρεση των γραφιστών Μαυρογένη και Επαμεινώνδα) δεν πληρώθηκε για συνεργασία του, μολονότι αυτός ήταν ο μεγάλος καημός του «Εντευκτηρίου»: να μπορεί να αμείβει, συμβολικά έστω, τους συγγραφείς των κειμένων που δημοσιεύει.
Στην οικονομική αντοχή του περιοδικού συνέβαλαν ―καθένας με τον τρόπο του και σε διαφορετικό βαθμό― όλα αυτά τα χρόνια όχι λίγοι άνθρωποι. Μνημονεύω, ίσως πρόχειρα, με κίνδυνο μάλιστα (αν λησμονώ κάποιους) να φανώ αχάριστος και άδικος, τους: Αθηνά Καλαϊτζόγλου, Γιώργο Τσοκόπουλο, Αλίκη Τέλλογλου, Γιάννη Μπουτάρη, Χρήστο Μπακαλάκο και Κώστα Φέκκα, Λουκία Σαράντη, Αντώνη Κιούκα, Γιώργο Δαυίδ (της 3Ε), Μαργαρίτα Μιχαλά, Δημήτρη Μαντέ και Στέλλα Ιατρού, Αχιλλέα Έξαρχο, Μίμη Φατούρο, Άρη Κυλίτη, Γιώργο Κωνσταντινίδη, Θεόδωρο Καρατζά και Τάκη Αράπογλου (διοικητές της Εθνικής Τράπεζας), Παναγή Βουρλούμη (διοικητή του ΟΤΕ), Γιώργο Ορφανό (υφυπουργό Αθλητισμού), καθώς και πολλούς εκδότες στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, που κράτησαν σταθερά το «Εντευκτήριο» μεταξύ των εντύπων από τα οποία προβάλλουν τα βιβλία τους. Φυσικά, και αμεσότερα, όλοι οι συνδρομητές του ―πολλοί από τους οποίους σταθερά από το 1ο τεύχος― και οι αναγνώστες του, μόνιμοι ή περιστασιακοί, στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ, είναι αλήθεια, ανέτοιμος (αλλά και απρόθυμος) για κάθε αξιολόγηση της πορείας που διήνυσε όλα αυτά τα χρόνια το περιοδικό, ή του βαθμού συμμετοχής του στην ελληνική πνευματική ζωή. Μου φαίνεται ευκολότερο και πιο τίμιο να αναγνωρίσω πόσο ωφελήθηκα ο ίδιος από την εμπειρία του «Εντευκτηρίου», πόσους ανθρώπους γνώρισα ουσιαστικότερα και από πόσους ευεργετήθηκα, τιμώμενος με την εμπιστοσύνη της συνεργασίας τους αλλά και της αναγνωστικής τους εμμονής.
Τα προβλήματα, οι στενοχώριες, οι απογοητεύσεις φυσικά δεν έλειψαν. Αλλά γι’ αυτά δεν υπάρχει εδώ χώρος.
Ευχαριστίες και ευχές σε όλους: συνεργάτες, αναγνώστες, φίλους.

8.6.07

ΤΑ «ΟΡΙΑ» ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ Η ΕΛΛΕΙΨΗ ΟΡΙΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ

Σε έναν τόπο και σε μια εποχή όπου τα μείζονα θέματα ευτελίζονται στα τηλεοπτικά δελτία των 8 και υποβαθμίζονται στη μεγαλύτερη μερίδα του Τύπου, τα κείμενα που λένε το αυτονόητο σπανίζουν και ξεχωρίζαν σαν τη μύγα μες στο γάλα.
Διαβάστε το εύστοχο σχόλιο του Φώτη Γεωργελέ στην Athens Voice που κυκλοφορεί.

http://www.athensvoice.gr/100/3/7/0/1/61/7/showdoct.html

27.5.07

Η ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΠΟΥ ΕΚΛΕΙΣΕ ΕΝΑΝ ΔΡΟΜΟ

Διαβάστε το καταπληκτικό ρεπορτάζ της Χρύσας Νάνου στην εφημερίδα «Αγγελιοφόρος» (δημοσίευση: Δευτέρα 14 Μαϊου 2007)

Στους λόγους για τους οποίους μπορεί να κλείσει απρόβλεπτα ένας δρόμος (διαδήλωση, εμφάνιση κάποιου σταρ, διέλευση επισήμων) προσθέστε άλλον έναν: μία λογοτεχνική βραδιά. Oχι, όμως, μια οποιαδήποτε βραδιά του είδους. Το βράδυ του Σαββάτου, σε μια Θεσσαλονίκη σχεδόν έρημη από κόσμο, λόγω ζέστης και... Γιουροβίζιον, η οδός Δεσπεραί έκλεισε από τον κόσμο που δεν κατάφερε να μπει στο «Underground Eντευκτήριο», εκεί όπου η Κική Δημουλά διάβαζε ποιήματά της ενώπιον θερμών «φαν» της κάθε ηλικίας και κυρίως νέων, κάτω από τα 30.



Μία μεγάλη οθόνη plasma και ένα ηχείο στο πεζοδρόμιο της Δεσπεραί ανέλαβαν να «αποζημιώσουν» όσους έμειναν εκτός. Oσο για τους «εντός»; Αλλοι είχαν φροντίσει να «πιάσουν σειρά» μία ολόκληρη ώρα προτού αρχίσει η εκδήλωση, άλλοι στριμώχτηκαν στα σκαλάκια του ζεστού (κυριολεκτικά και μεταφορικά) υπογείου, οι περισσότεροι έμειναν όρθιοι. Δεν έλειψαν κι αυτοί που δυσφόρησαν και διαμαρτυρήθηκαν φωναχτά για την επιλογή του χώρου. «Γιορτάζουμε τα 20 χρόνια του Εντευκτηρίου και θελήσαμε να κάνουμε τη γιορτή αυτή στο σπίτι μας», εξήγησε ο Γιώργος Κορδομενίδης, «ψυχή» του λογοτεχνικού περιοδικού, που διοργάνωσε την εκδήλωση «Η Κική Δημουλά διαβάζει ποιήματά της», σε συνεγασία με το Κέντρο Πολιτισμού της νομαρχίας Θεσσαλονίκης και με την υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού.
Όμως, η Κική Δημουλά ήταν χαρούμενη και συγκινημένη μέσα στο γενικό στρίμωγμα κι επιπλέον δεν ήθελε να κακοκαρδίσει κανέναν. «Λυπάμαι πολύ για τους όρθιους, λυπάμαι που δεν μπορώ να γίνω καρέκλα «θα το ήθελα πολύ», είπε, ενώ στο τέλος της εκδήλωσης υποσχέθηκε: «Θα σας δώσω έναν ευρύτατο καναπέ στη μνήμη μου, να στρογγυλοκαθίσετε».
Αν για την 75χρονη ποιήτρια του «Ερέβους», του «Λίγου του κόσμου», της «Εφηβείας της λήθης», η λέξη «μάταιο» δικαιούται δεσπόζουσα θέση στο ποιητικό της λεξιλόγιο, ο κόσμος που συνωστίσθηκε στο «Εντευκτήριο» ήταν γι' αυτήν «ανατροπείς του μάταιου». Ανάμεσά τους οι λογοτέχνες Μαρία Κέντρου - Αγαθοπούλου, Μάρκος Μέσκος, Πρόδρομος Μάρκογλου, αρκετοί ηθοποιοί και μουσικοί. «Αν κουράστηκα μάταια, γιατί δεν είπα τίποτα περί ποιήσεως, είναι γιατί αυτός που γράφει ποιήματα, αυτός είναι κυρίως που δεν ξέρει κατά τη γνώμη μου τι είναι ποίηση. O,τι λέει είναι επινόηση της πολύ ευρηματικής άγνοιάς του και μ' αυτόν τον τρόπο σταθεροποιεί και περιπλέκει το μύθο του», είπε.

Ομως, η γυναίκα που ομολογεί ότι «περπάτησα πολύ στα αισθήματα, τα δικά μου και των άλλων» δε χρειάζεται να νοιαστεί για το «μύθο» της, όπως έδειξε η βραδιά στο «Εντευκτήριο».


Ο χαιρετισμός
«Γενικώς γράφουμε για να απωθήσουμε το πόσο πτερόεντα όντα είμαστε», είναι η διαπίστωση της Κικής Δημουλά. Κι η ίδια, αποφεύγοντας τα «πτερόεντα λόγια», είχε ήδη έτοιμο ένα γραπτό χαιρετισμό. «Θέλησα να είναι γραπτός ο μικρός αυτός χαιρετισμός που απευθύνω σε όσους με τιμούν απόψε, αγαπημένους σπουδαίους φίλους και άλλους πολύ οικείους στην εκτίμησή μου. Δεν ξέρω γιατί απολογούμαι τώρα που στέλνω ένα χαιρετισμό γραπτό, αλλά θέλω να μείνει κάπου για κάμποσο γραμμένος», εξήγησε.
Δεν έκρυψε τη συγκίνησή της για την τιμή που της έγινε από το «Εντευκτήριο», ένα «ανταλλακτήριο πνευματικών αξιών, που ανθεί χάρη στο καλλιεργητικό και δημιουργικό πείσμα του Γιώργου Κορδομενίδη», όπως είπε.
Ομολόγησε ακόμη ότι ο χαιρετισμός της ήταν «ελαφρά, για να μην πω βαριά, τρομοκρατημένος επειδή ξέρω τι αιματηρή ιστορία έχει γραφτεί από το πόσο συχνά οι αναμενόμενοι απογοητεύουν. Εχω και την υπόνοια ότι όλα έχουν ειπωθεί, όλα έχουν διαβαστεί, έχουν δοκιμαστεί και εγώ τώρα, αψηφώντας αυτήν την υπόνοια, έρχομαι σαν μετεξεταστέα στο μάθημα της επανάληψης να ξαναδιαβάσω. Το παρήγορο είναι ότι η τέχνη και όλα τα περί αυτήν είναι ένα κόσκινο με μεγάλες τρυπούλες απ' όπου περνάνε και τα μάταια, τα τόσο αναγκαία».

Με αφοσίωση
Για παραπάνω από μισή ώρα το κοινό στο «Underground Εντευκτήριο» άκουγε με αφοσίωση την Κική Δημουλά να διαβάζει ποιήματά της. Ανάμεσα σε κάθε ποίημα, η ποιήτρια άναβε τσιγάρο, έκανε χιούμορ για τον βήχα της, «έπαιζε» σαν έφηβη με το κοινό, δεχόταν αδιαμαρτύρητα κάποιες «παραγγελιές» από τους συγκεντρωμένους, όσο κι αν αυτό ξένισε κάποιους. Από τα πειράγματά της δε γλίτωσε ούτε ο νομάρχης Θεσσαλονίκης, Παναγιώτης Ψωμιάδης, που έδωσε το «παρών» στην εκδήλωση. «Πλήττετε;», τον ρώτησε σε κάποιο διάλειμμα ανάμεσα στα ποιήματα.

«Πρωτεύουσα των αισθημάτων μου...»
Στην καρδιά της Κικής Δημουλά η Θεσσαλονίκη καταλαμβάνει τη θέση της «πρωτεύουσας των αισθημάτων μου και όχι συμπρωτεύουσας», όπως είπε. «Oχι μόνο γιατί με μαγεύει αυτή η μυστηριώδης ατμόσφαιρα που έχει και που δεν εξαντλείται -κάθε φορά που έρχομαι, νομίζω ότι εγώ την ανακαλύπτω για πρώτη φορά, ότι εγώ την πρωτοβλέπω. Τη λέω πρωτεύουσα, γιατί εδώ ζούνε πρωτεύοντα πρόσωπα, δοκιμασμένα από μακροχρόνιους δεσμούς και βεβαίως μπορεί να μου τους στερεί η Θεσσαλονίκη, από την άλλη όμως τους προφυλάσσει πάρα πολύ καλά από τα τρακαρίσματα που προκαλεί και υφίσταται η συχνή διασταύρωση στις διαβάσεις με την τριβή».

«Μεγάλη υπόθεση ο έρωτας»
Η Κική Δημουλά άρχισε την ανάγνωση με το ποίημα «Πέρασα», «ένα ποίημα παλιό, που βιάστηκα κάποτε να το γράψω. Τότε, όμως, δεν είχα “περάσει” ακόμη, ήμουν νέος άνθρωπος. Τώρα θα ήμουν δικαιολογημένη να το είχα γράψει», είπε. «Περπατώ και νυχτώνει. /Αποφασίζω και νυχτώνει. /Oχι, δεν είμαι λυπημένη».
Διάβασε ακόμη η Κική Δημουλά για «τις νοικοκυρές/έτσι που αγωνίζονται/κάθε πρωί να διώχνουν απ' το σπίτι τους τη σκόνη, /σκόνη, ύστατη σάρκα του άσαρκου. Κέρασε «Κονιάκ μηδέν αστέρων» στο κοινό: «Χαμένα πάνε τα λόγια των δακρύων. /Oταν μιλάει η αταξία η τάξη να σωπαίνει/- έχει μεγάλη πείρα ο χαμός. /Τώρα πρέπει να σταθούμε στο πλευρό/του ανώφελου. /Σιγά σιγά να ξαναβρεί το λέγειν της η μνήμη/να δίνει ωραίες συνταγές μακροζωίας/σε ό,τι έχει πεθάνει».
Διάβασε κι ένα «παραμύθι για τα νέα παιδιά», όπως είπε, τη «Λιποταξία της Χιονάτης»: «Ετσι/χωρίς ποτέ να μου διαβάσεις παραμύθια/ όπως χωρίς σε μεγαλώσανε και σένα/ σπαρτιάτικα - ενώ καλοπερνούν τα ψέματα/ και ψέμα ότι τρέφονται με μέλανα ζωμό. /Τρέφονται με τις ανάγκες μας/ανώτερες κι από βασιλικό πολτό».
Αντέδρασε με ενθουσιασμό όταν κάποιος από το κοινό της ζήτησε να διαβάσει τον «Πληθυντικό αριθμό». «Α, ο έρωτας, μεγάλη υπόθεση ο έρωτας, ακόμη και για τους μεγάλους, τους πολύ μεγάλους», είπε. «O έρωτας, /όνομα ουσιαστικόν, /πολύ ουσιαστικόν, /ενικού αριθμού, /γένους ούτε θηλυκού, ούτε αρσενικού, /γένους ανυπεράσπιστου. /Πληθυντικός αριθμός/οι ανυπεράσπιστοι έρωτες».

Χρύσα Νάνου


[σημείωση του «Εντευκτηρίου»: οι φωτογραφίες από την εκδήλωση εδώ, στο blog, είναι του Γιάννη Κουιτζόγλου]

24.5.07

Ο ΚΩΣΤΑΣ ΡΕΣΒΑΝΗΣ ΕΓΡΑΨΕ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜ. «ΤΑ ΝΕΑ» ΓΙΑ ΤΟ «ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ»

Τα λογοτεχνικά περιοδικά αντιμετωπίζονται από μεγάλη μερίδα των ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδων ως 'συμπαθητικοί παρείσακτοι', που δεν δικαιούνται ούτε καν ένα μονοστηλάκι 50 λέξεων που να ανακοινώνει την κυκλοφορία ενός νέου τεύχους τους.
Τα Νέα είναι η μόνη ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδα που διαθέτει ειδική στήλη, μια φορά την εβδομάδα, για τα περιοδικά. Συντάκτης της ένας καλός γνώστης του πολιτιστικού τοπίου, ο δημοσιογράφος Κώστας Ρεσβάνης.
Δείτε εδώ τι έγραψε πρόσφατα για το τεύχος 76 του Εντευκτηρίου:

Μερικοί ορισμοί για την αγάπη

Κλείνοντας είκοσι χρόνια γόνιμης παρουσίας το Εντευκτήριο του Γιώργου Κορδομενίδη, μπορεί ―με τη σημερινή του μορφή― να χαρακτηριστεί ένα από τα πληρέστερα λογοτεχνικά περιοδικά της χώρας. Και αυτό το τεύχος χαρακτηρίζεται από την πλουσιότατη λογοτεχνική ύλη, τις βιβλιοπαρουσιάσεις και βιβλιοκριτικές αλλά και τη γνωριμία μας με άξιους Θεσσαλονικείς λογοτέχνες όπως ο Τόλης Καζαντζής (1938-1991), στον οποίο αφιερώνονται αρκετές σελίδες.
Ο Χριστόφορος Μηλιώνης θα χαρακτηρίσει τον Καζαντζή ως τον «πιο γνήσιο και αποκλειστικό συγγραφέα της πόλης της Θεσσαλονίκης», ο Βασίλης Καραβίτης τον θεωρεί «ασυμβίβαστο εραστή και εργάτη της τέχνης, που δεν ανεχόταν την πλαστή ποιητική πλείστων ομοτέχνων του». Τέλος, για το αφήγημα του Καζαντζή «Μια μέρα με τον Σκαρίμπα», ο Τάσος Χατζητάτσης θα σημειώσει ότι «η ατομική αντίσταση του Καζαντζή σ' έναν βάναυσο κόσμο μας προσφέρει το πλέον ευτυχισμένο κείμενό του».
Να σταθώ για λίγο και σ' ένα άλλο θέμα, που έδωσε τον τίτλο του σημειώματος. Η Αμερικανίδα συγγραφέας Χάρπερ Λη (γενν. 1926) είναι γνωστή από το μυθιστόρημά της «Σκοτώνοντας τα κοτσύφια» (βραβείο Πούλιτζερ 1960). Το τεύχος φιλοξενεί ένα ολιγοσέλιδο κείμενο της συγγραφέως, που με αφορμή ένα ασήμαντο ιστορικό περιστατικό δίνει με απλότητα ορισμούς για την αγάπη (μετάφραση: Γιάννης Θεοδοσίου). Σταχυολογώ: «Τι είναι αγάπη; Πολλά πράγματα μαζί ― βρίσκεται στη συμπόνοια, στο έλεος, στο ειδύλλιο, στη στοργή...» «Ένα πράγμα χαρακτηρίζει την αγάπη και την ξεχωρίζει από άλλα συναισθήματα: η αυταπάρνηση.» «Απαλλαγείτε από το εγώ και η αγάπη ανεβαίνει στην επιφάνεια της ανθρώπινης ύπαρξης.» «Χωρίς αγάπη η ζωή είναι ανούσια και επικίνδυνη [...]. Ο άνθρωπος διαθέτει τώρα τη δύναμη να αφανίσει το είδος του και τον πλανήτη. Και νά 'στε σίγουροι ότι θα το κάνει ― όταν πάψει ν' αγαπά.»


[εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 2 Μαϊου 2007]