31.5.14

Η γεννήτωρ και το τραύμα: άλωση και επούλωση



του Βασίλη Αμανατίδη

πηγή: http://www.poema.gr

Το έβδομό μου βιβλίο ποίησης είναι ένα ενιαίο σπονδυλωτό ποίημα (εξήντα ποιημάτων), που περικυκλώνει τη μητέρα ως «χώρα», χρησιμοποιώντας συνήθως την αμεσότητα θεατρικού μονολόγου. Το έργο στοχεύει στην υποκειμενική αποτύπωση του ατομικού οικογενειακού βιώματος (πηγής και κάθε «εγκλήματος»), υπονοώντας όμως και άλλους ομόκεντρους –και πολύ καθολικότερους– κύκλους του Μητρικού. Εδώ, η χώρα-μητέρα εγκαλείται όχι τόσο για να κατακτηθεί ή να αποκαθηλωθεί (αυτό είναι όντως αδύνατον), όσο για να ομολογηθεί κατά τρόπο μη εξωραϊσμένο το επώδυνο μητρικό χάος.
Στο «μ_otherpoem: μόνο λόγος», το τραύμα μεταπλάθεται σε γλώσσα, μυθοπλασία και μορφή. Τα ποιήματα αναπτύσσονται γύρω από μια εξαντλητική «υπόθεση εργασίας», εναλλασσόμενα σαν μικρά θεωρήματα. Ωστε στο τέλος πλέον του βιβλίου, το ατομικό να έχει γίνει κατ' ευχήν ευρύχωρο (αγγίζοντας ακόμη και το αρχέτυπο) και η οδύνη να έχει μετασχηματισθεί σε κοινό λόγο (έναν λόγο που μας ενώνει).
Εδώ, το ποιος έχει «δίκιο» και «άδικο» δεν έχει σημασία. Η κίνηση προς την ομολογία μόνο. Η κίνηση προς μια ρήξη που επιθυμεί να συντελέσει στην ωριμότητα της από 'δω και πέρα συλλογικής μοναξιάς μας. Οι στίχοι «στην εστία αυτή, ενωμένους μας κρατούν μαζί/ οξείες αιχμές από μια έδρα που λείπει» φτιάχτηκαν για να εφαρμόσουν τόσο στο ατομικό όσο και στο συλλογικό πεδίο.
Ακροβατώντας ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό, το «μ_otherpoem: μόνο λόγος» αφηγείται αντιμελοδραματικά τον δύσκολο τοκετό του κρισιμότερου, ίσως, αποχωρισμού της ζωής μας. Βαθύτερος σκοπός του, ωστόσο, παραμένει η πραγματοποίηση μιας επανόρθωσης: η εκ νέου ένωση με ό,τι δικό μας οφείλουμε να «σκοτώσουμε» προτού το αγαπήσουμε πραγματικά γι' αυτό που όντως είναι. Αφού είναι το κόψιμο του λώρου που θα ενισχύσει τον δεσμό, απαλλάσσοντας τις μορφές από τα δεσμά.
Τα βιβλία ποίησης που ώς τώρα έχω γράψει εγκιβωτίζουν –ή χτίζονται κάθε φορά γύρω από– έναν αριθμό. Τούτο εδώ είναι το «2». Η αναγνώριση πως είμαστε 1 + 1, και όχι 1. Οι υπόλοιποι ώς τώρα αριθμοί, προς τα πίσω: 7 («7: ποίηση για video games», 2011) / 4 («4-D: Ποιήματα τεσσάρων διαστάσεων», 2006) / 6 («Καλοκαίρι στο σπίτι + έξι αποδείξεις ικανοτήτων», 2004) / 3 («Τριαντατρία», 2003) / 1 («Σπίτι από πάγο όλο», 2001) / 9 («Υπνωτήριο – Εννιά νυχτικές παραβολές», 1999).



[υπεροχή: το αίνιγμα]

Η μητέρα διατηρεί όλη την αμφισημία της.
Κατορθώνεται μέσω εκείνου που λέγεται άλεκτον.
Γιατί ναι, είναι και άλεκτη εκτός από αλέξανδρη.
Τούτο της εξασφαλίζει μια υπεροχή.
Θέτει το ον της σε ερμηνεία από τους άλλους.
Κάτι που μας καθιστά όλους ερμηνευτές της ερμηνεύτριας.
Είμαστε το κοινό της.



[τυφλότητα - ανεστιότητα]

Ωστε να μην τρομάζει από την όραση,
η μητέρα έχει μετατραπεί σε είδος τυφλής.
Της αρκεί μόνο που μέσα της υπάρχουμε σαν σχήματα.
Στην κατάστασή της φοβάται πια και να ρωτά τι κάνουμε.
Η διακριτικότητά της είναι τερατώδης.
Τόσο που δεν μας βλέπει, δυσκολευόμαστε να τη δούμε και εμείς.
Η τυφλότητά της τείνει να την καταστήσει αόρατη.

Επειτα, οι τρεις άντρες ψάχνουμε για άλλα σύμβολα δικά μας.
Να καταλάβουμε, να μπούμε μέσα τους, να προφυλαχθούμε.
Μα δεν υπάρχει γύρω μας κανένα άδειο φανερό.
Εχουν καταληφθεί απ' τη μητέρα.


Και περιφερόμαστε ανέστιοι σαν μαλάκια δίχως κοχύλια.

30.5.14

Ντροπή μας



της Κύας Τζήμου

πηγή: http://www.parallaximag.gr

Ήταν το 2013, ξημερώματα της 23ης Μαΐου του 2013, όταν ο 40χρονος Μαμαντού Μπα, από τη Γουινέα της δυτικής Αφρικής, γύριζε σπίτι του απ΄τη δουλειά στην οποία εργαζόταν εδώ και 6, περίπου, χρόνια ως λαντζέρης. Με νόμιμα χαρτιά πολιτικού πρόσφυγα, σταθερή δουλειά και διεύθυνση, πίστευε ότι μπορούσε να κάνει μια καινούργια αρχή σ΄αυτή τη χώρα. Το όνειρο θόλωσε με την άνοδο των «παλικαριών» της Χρυσής Αυγής και τη νομιμοποίησή τους από μια μεγάλη μερίδα ελλήνων ψηφοφόρων που ήξεραν πολύ καλά τι έκαναν όταν τους ψήφιζαν (ας μην κρυβόμαστε πίσω απ΄το δάχτυλό μας). Τους ψήφισαν για να κάνουν αυτό που έκαναν πάντα. Τραμπουκισμούς και επιβολή του δικού τους νόμου που περιελάμβανε τυφλές εκκαθαρίσεις...
Όταν ο σιδηρολοστός κατέβηκε με φόρα στο κεφάλι του Μαμαντού Μπα, ήρθε και η συνειδητοποίηση ότι οι νόμοι αυτής της χώρας δεν μπορούν πια να τον προστατεύσουν. Το θέμα έγινε είδηση, ίσως μόνο και μόνο επειδή ο συγκεκριμένος μετανάστης διέθετε τα νόμιμα χαρτιά. Η δημοσιοποίηση συχνά είναι το μόνο όπλο που έχουν αυτοί οι άνθρωποι για να γλυτώσουν από επιθέσεις. Αλλά συχνά ούτε αυτό φτάνει αφού δεν υπάρχει ξεκάθαρη νομοθεσία και καμία νομική προστασία για τα θύματα ρατσιστικών επιθέσεων.


Ένα χρόνο μετά, το Βέλγιο έκρινε ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να παρέχει στον 40χρονο Μαμαντού προστασία απέναντι στην εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής. Και ποιος μπορεί να αντικρούσει αυτήν την κρίση. Σα να λέμε ότι στην Ελλάδα δεν τηρούνται τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνει η Ευρωπαϊκή Συνθήκη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Με την Χρυσή Αυγή να καταγράφεται ως τρίτο κόμμα στη χώρα, αφού έχει δείξει το πρόσωπό της, χωρίς φόβο και με πολύ πάθος, σε όλους τους Έλληνες, η ελπίδα οποιοσδήποτε μετανάστης με διαφορετικό χρώμα να κάνει μια καινούργια ασφαλή αρχή στη χώρα μας ξεθωριάζει. Και μαζί της ξεθωριάζουν πολλά πράγματα. Το αίσθημα της δικαιοσύνης, της ισότητας, της αναγνώρισης του δικαιώματος σε κάθε άνθρωπο να ζει και να ευτυχεί. Που σ΄αυτή τη χώρα θα έπρεπε να ήταν αυτονόητα. Είχαμε πολλές πρωτιές στην ιστορία μας. Για τις περισσότερες από αυτές είμαστε περήφανοι. Για την συγκεκριμένη, αυτήν την πρώτη φορά που χορηγείται πολιτικό άσυλο σε άτομο που κινδυνεύει σε άλλη χώρα της ΕΕ, θα πρέπει να ντρεπόμαστε. Και να θυμώνουμε. Προς την σωστή κατεύθυνση όμως.


νύχτες skype



του μπλόγκερ Κάπα Κάπα Μοίρη

πηγή: http://amancalledkkmoiris.wordpress.com

Ο φίλος μου ξυπνάει και κοιμάται σε μια πόλη στη Γερμανία που ακόμη ζορίζομαι να μάθω πώς προφέρεται. Ξυπνάει μόνος, φεύγει πέντε λεπτά -με το ποδήλατο- μακριά και καταγίνεται με χαρτιά, μελάνια και μηχανές που κάνουν θόρυβο ως αργά το απόγευμα, πηγαίνει στο μάρκετ για γάλατα, λαχανικά, μπίρες και κωλόχαρτα, επιστρέφει σπίτι και ανοίγει το skype. Του το υποσχέθηκα δέκα φορές, μπορεί και είκοσι, μα δεν μιλάμε στο skype. Θα έπρεπε να το ΄χω φτιάξει αλλά επίτηδες το αφήνω ρημάδι. Έχω έτοιμο το βιβλιαράκι και το φάκελο με τη διεύθυνσή του, μέρες τώρα. Δεν το έστειλα, δεν ξέρω τι να του γράψω, όλο φτάνει η μύτη απ’ το στυλό λίγα χιλιοστά απ’ το χαρτί κι όλο μετανιώνω. Ξέρω τι να του γράψω δηλαδή μα δεν θέλω να τον ματώσω κι άλλο. Μετά που θα φάνε όλη η οικογένεια μαζί στο skype κι εκείνος θα μαζέψει το πιάτο του και θα το αφήσει στο νεροχύτη, ανοίγει την τηλεόραση μέχρι να τον πάρει ο ύπνος. Που και που ανοίγει και κανένα βιβλίο, το αφήνει όμως στην δέκατη σελίδα γιατί ως εκεί ήδη βρήκε τρακόσες λέξεις που τον στέλνουν πίσω στο σπίτι του. Εδώ. Εκεί δεν είναι το σπίτι του. Ένα κουκούλι με λίγα τετραγωνικά είναι, που πασχίζει να τον κάνει alien.
Ο φίλος μου δεν θα γίνει ποτέ alien.

28.5.14

Εκτός από την αποχή, υπάρχει κι ο αποκλεισμός




της Άννας Δαμιανίδη

πηγή: www.efsyn.gr (Εφημερίδα των Συντακτών)


Ο ψιλικατζής της γωνίας ζει στην Ελλάδα από το 1993. Είναι Αλβανός, δεν ψηφίζει. Πληρώνει εφορία, ΙΚΑ, δημοτικά τέλη και δεν ξέρω τι άλλο, πολιτικά δικαιώματα δεν του αναγνωρίζονται όμως. Ούτε καν στις δημοτικές εκλογές. Τις Κυριακές των εκλογών, όταν περνώ μπροστά από το μαγαζί του, με τη μητέρα μου α λα μπρατσέτα, περήφανες που πάμε να ασκήσουμε το εκλογικό μας δικαίωμα, ομολογώ πως τον ντρέπομαι. Περνούν τα χρόνια, περνάμε κι εμείς, εκείνος στέκεται και μας κοιτάζει, μαζί του οι φίλοι του, κι οι άλλες παρέες, μετανάστες που ζουν εδώ καιρό, που έκαναν οικογένειες, πληρώνουν φόρους κ.λπ., αλλά δεν ψηφίζουν. Και τα παιδιά τους δεν έχουν ελληνική ιθαγένεια.

Αυτή είναι η γειτονιά μου και δεν με αφήνει να ξεχαστώ. Μιλάμε για την αποχή, για ανθρώπους αδιάφορους να συμμετέχουν στην επιλογή πολιτικής, ξεχνάμε τον αποκλεισμό. Υπάρχουν άνθρωποι που θα ήθελαν να ψηφίσουν και δεν τους επιτρέπουμε. Μην τα βάζουμε με τη γραφειοκρατία και τις προθεσμίες, τους νόμους και τις προϋποθέσεις, το βασικό εμπόδιο είναι η αντίδραση που συναντά κάθε σχέδιο νόμου που προσπαθεί να τους δώσει δικαιώματα, κάθε ιδέα και κάθε συζήτηση σχετική. Στις προεκλογικές περιόδους δεν το θίγουμε το ζήτημα, μην ξυπνήσουμε τα αρνητικά αντανακλαστικά, μη βάλουμε αποχρώσεις εκεί που χωράνε μόνο ασπρόμαυρα. Είναι επικίνδυνο θέμα οι μετανάστες. Τώρα που πέρασαν οι εκλογές, και πριν μας τσακίσει η υστερία για τις επόμενες, να το θίξουμε λίγο; Τώρα που βγήκε δήμαρχος ξανά ο Καμίνης και η βασική του αντιπολίτευση είναι αριστερή, είναι λογικό να ελπίζουμε ότι θα προσπαθήσουν μαζί, με τόση πολιτική δύναμη μαζεμένη, να βρουν μια λύση;
Μέχρι να μπορέσουν να συνεργαστούν για θέματα βασικά, όπως είναι αυτό, διάφορα κόμματα και παρατάξεις μαθημένα στην αντιπαράθεση τόσο πολύ που ξεχνάνε ότι υπάρχει και η συμφωνία σ' αυτόν τον κόσμο, σκεφτείτε λίγο την ψυχολογική κατάσταση που διαμορφώνει η ζωή αυτή στο υποχρεωτικό περιθώριο για χιλιάδες ανθρώπους. Δεν είναι μόνο η άρνηση της αξιοπρέπειας προς αυτούς, επαναλαμβανόμενη άρνηση, που τους ωθεί φυσιολογικά σε αρνητική στάση απέναντι στην πολιτεία και τους πλήρεις δικαιωμάτων πολίτες της. Είναι και η δήθεν ανωτερότητα που υποσυνείδητα υιοθετούμε απέναντί τους εμείς οι εκ γενετής Ευρωπαίοι, η οποία μας οδηγεί σε ένα ύπουλο είδος ηθικού εκφυλισμού. Σκεφτείτε τη συμβίωση με ανθρώπους χωρίς πολιτικά δικαιώματα για χρόνια και χρόνια, τι μπορεί να προκαλέσει κι από τις δύο πλευρές. Είναι σαν να θεσμοθετούμε ξανά διακρίσεις νέου τύπου, σαν να δημιουργούμε δούλους, να ετοιμάζουμε βουβά και συστηματικά ένα νέο καθεστώς θεσμοθετημένης αδικίας, διά των παραλείψεων. Κι αυτό δεν ωφελεί τους προνομιούχους που έχουμε πολιτικά δικαιώματα, κι ας φαίνεται ότι μας δίνει ανώτερη θέση. Ας φαίνεται ότι δημιουργεί ανωτερότητα διά της κατωτερότητας των άλλων. Αυτή η εντύπωση είναι που μας διαφθείρει με τρόπο ανεπανόρθωτο. Και μας κάνει αναίσθητους στις φυλετιστικές θεωρίες μετά, και ψάχνουμε να βρούμε τις αιτίες ανόδου των ναζί στον ουρανό.

24.5.14

98' με την Τζένη Μαστοράκη



της Τίνας Μανδηλαρά


πηγή: www.lifo.gr



Υπάρχει ένα σημείο στο σώμα μας, κοντά στην κοιλιά, στο λεγόμενο διάφραγμα, όπου οι αρχαίοι πίστευαν ότι ήταν το κέντρο του θυμικού. Ο Όμηρος το έλεγε «πραπίδες» και μέσα από αυτό εξηγούσε το τσαγανό και το σθένος των ανθρώπων που τολμούν και πάνε κόντρα στο ρεύμα – μια τέτοια περίπτωση είναι ο Χόλντεν Κώλφηλντ, αυτό το αιώνιο σύμβολο της εφηβείας, της επανάστασης και του αντικομφορμισμού που δεν συμβιβάστηκε ούτε με το περιβάλλον του, ούτε με την εποχή του. Μια άλλη αντίστοιχη περίπτωση είναι η μεταφράστρια και ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη: γιατί, σίγουρα, θέλει μεγάλη τόλμη να λατρεύεις οτιδήποτε αμερικανικό, όταν όλοι οι συνομήλικοί σου σηκώνουν κόκκινες παντιέρες και τραγουδάνε επαναστατικά άσματα, όπως θέλει ακόμα μεγαλύτερο σθένος να μετατρέψεις τον τίτλο που εσύ πρωτοαπέδωσες ως Ο φύλακας στη Σίκαλη του Ντ.Τζ. Σάλιντζερ σε Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης.

Η ίδια, με έναν καφέ στο χέρι, κάπου στη μέση της Φωκίωνος Νέγρη, ένα γλυκό απόγευμα με τον ήλιο να αφήνει πίσω του ένα κατακόκκινο χρώμα και τις κυρίες δίπλα μας με τα ροζ μαλλιά να διαβάζουν τόμους από εγκυκλοπαίδειες πίνοντας κονιάκ, βάλθηκε να μου εξηγήσει τι σημαίνει να τα βάζεις με ένα κείμενο που σήμερα θεωρείται κλασικό. Στην κουβέντα της ξεχειλίζει από λέξεις, εξηγήσεις και αγάπη, σε σημείο που δεν ξέρεις τι να πρωτοσυγκρατήσεις: τις ρυθμικές της παύσεις ή το ζεστό της βλέμμα. Αυτό για το οποίο καταρχάς αναρωτιέμαι είναι πώς αλήθεια πρωτοήρθε σε επαφή, την πολύπαθη δεκαετία του '70, με ένα κείμενο ενός άγνωστου στην Ελλάδα συγγραφέα, που μιλάει για τη Νέα Υόρκη, αναφέρεται σε όρους μπέιζμπολ και περιγράφει τις εσωτερικές σκέψεις που θα έκανε ένα αγόρι στο μακρινό Μανχάταν. Γιατί, αλήθεια, ο Σάλιντζερ, γιατί ο Catcher και πώς έπεσε σε εκείνη ο κλήρος να το μεταφράσει; «Ήταν καλοκαίρι του '68 όταν έτυχε να χαζεύουμε παρέα με τον φίλο μου τον Νίκο –πού λεφτά για ξενόγλωσσα βιβλία τότε– στο πατάρι του παλιού Ελευθερουδάκη ένα ασημί βιβλίο ενός συγγραφέα που ούτε είχα ξανακούσει. Επειδή είχε τύχει να μου συστήσει κι άλλα βιβλία που μου άρεσαν, τον εμπιστεύτηκα και το πήρα. Το ίδιο κιόλας βράδυ είχα πάθει τη ζημιά. Φαντάσου μια νύχτα, τρεις μόλις μήνες μετά τον παρισινό Μάη, μέσα στη χούντα, εγώ να παρατάω τα πάντα, διαβάσματα και αντιπαραθέσεις, να ξεχνάω ακόμα και το ελληνικό καλοκαίρι και να σκέφτομαι τον Χόλντεν στο Σέντραλ Παρκ καταχείμωνο. Λίγο πριν ξημερώσει και μόλις το τελείωσα είχα καταλάβει και τον τίτλο».


Ωστόσο, η 19χρονη μόλις τότε Τζένη Μαστοράκη ούτε καν είχε σκεφτεί –πώς άλλωστε;– να το μεταφράσει, αλλά έκτοτε ο Σάλιντζερ έγινε εμμονή. Κάποια στιγμή, λίγα χρόνια αργότερα, που συζητούσε με τον Γιώργο Βαμβαλή για αγαπημένα αναγνώσματα και λατρεμένους συγγραφείς, επέμενε –όπως το κάνει ακόμη και σήμερα– ότι το αγαπημένο της βιβλιαράκι ήταν ο Catcher. Ο Βαμβαλής των εκδόσεων Επίκουρος της πρότεινε πάραυτα να το μεταφράσει και το βιβλίο έγινε, από την 28χρονη τότε Τζένη Μαστοράκη, ο περίφημος Φύλακας στη Σίκαλη. Ο τίτλος ήταν, κατά κάποιον τρόπο, λύση αναγκαστική, αφού ο «μακαρίτης δεν επέτρεπε παρεκβάσεις από τον πρωτότυπο, αλλά ήταν και η μόνη απόδοση που θα μπορούσε να είναι κατανοητή σε έναν λαό που τη δεκαετία του '70 δεν ήξερε καν τι είναι το μπέιζμπολ». Σήμερα, όμως, τι την έκανε να αλλάξει έναν τίτλο που θεωρείται πλέον κλασικός; Τη ρωτάω αν επηρεάστηκε από την απόδοση του ποιήματος του Ρόμπερτ Μπερνς που παραθέτει ο ίδιος ο Χόλντεν στο βιβλίο. «Ήθελα έναν κυριολεκτικό catcher πια – όπως τον ήθελε και ο Σάλιντζερ. Και, ναι, στον τίτλο χρειάστηκα τον πιάστη μέσα στο ποίημα. Τον έβαλα, λοιπόν, σ' έναν σπασμένο δεκαπεντασύλλαβο από το "gin a body meet a body / comin thro' the rye", όπου "a body" σημαίνει "κάποιος", αλλά προτίμησα το κυριολεκτικό "κορμί", γιατί το ποίημα (κι ας έγινε παιδικό τραγούδι) μιλάει για κρυφές ερωτικές συναντήσεις στα χωράφια. Τα στάχια τα πρόσθεσα γιατί η "σίκαλη", σκέτη, δεν είχε ούτε μια εικόνα. Φοβήθηκα πολύ τα τέσσερα "στ". Ύστερα, λίγο-λίγο, τα συνήθισα».

Της λέω ότι κάποιος φίλος, χωρίς να ξέρει ότι ο τίτλος αφορά ποίημα, είχε ενθουσιαστεί με το ρυθμικό άκουσμα και την ποιητικότητά του. Κάποιος άλλος, ωστόσο, απόρησε πώς η ίδια κατάφερε να ξαναδουλέψει –και μάλιστα από την αρχή– ένα βιβλίο που είχε μεταφράσει τόσα χρόνια πριν, αφού, ως γνωστόν, οι καλοί συγγραφείς και οι μεταφραστές σπάνια επιστρέφουν στα έργα που έχουν περατώσει. «Η αλήθεια είναι ότι ξαναγυρίζω σε παλιές μου μεταφράσεις όποτε χρειαστεί, αλλά χωρίς να το δηλώνω» – αν και, όντως, κι εκείνη δύσκολα ξαναδιαβάζει ολοκληρωμένα της έργα. «Εδώ η επιστροφή δημοσιοποιήθηκε αναγκαστικά από το 2010, με τον θάνατο του Σάλιντζερ. Δεν γινότανε αλλιώς. Και ξαναγύρισα γιατί χρωστούσα στον Χόλντεν. Εγώ μεγάλωνα και μιλούσα ολοένα και πιο καινούργια ελληνικά, ωστόσο αυτός έμενε πίσω, στη δεκαετία του '70, και τα ελληνικά του πάλιωναν. Αλλά και πάλι, ο καινούργιος Χόλντεν δεν μιλάει όπως μιλάνε τα σημερινά παιδιά. Ούτε, βέβαια, όπως μιλάω εγώ – άσχετο που εγώ, με το πες-πες, κοντεύω να μιλάω πια όπως μιλάει αυτός». Μου ομολογεί ότι για να αποδώσει πιο πειστικά την αργκό των νέων «έκλεβε» φράσεις από παντού – από τα πιτσιρίκια που έπαιζαν στον πεζόδρομο της Φωκίωνος Νέγρη αλλά και από κάποιους περίεργους τύπους που μιλάνε δυνατά στα κινητά. Για παράδειγμα, το «φάσωμα» ομολογεί ότι το πρωτοάκουσε από κάτι εφήβους τη δεκαετία του '90, κι ενώ στην αρχή το μίσησε, ύστερα το χώνεψε και στο τέλος έφτασε να το υιοθετήσει στην τελευταία μετάφρασή της. «Έτσι απέδωσα το necking – γιατί πού να μιλήσεις για "κουτούπωμα" το '78, άσε που το "χαϊδολόγημα" παραήταν γραφικό για να ακούγεται από το στόμα ενός παιδιού στο Μανχάταν».


Γι' αυτό και όταν πρωτομετέφραζε το βιβλίο τη δεκαετία του '70, αναγκαστικά οι λύσεις των όρων αργκό του βιβλίου και της έντονης προφορικότητας που το χαρακτηρίζει είτε θα προέρχονταν από τη γλώσσα του υποκόσμου είτε από τη μάγκικη ιδιόλεκτο του Πειραιά – που πόρρω απείχε από τα αμερικανικά δεδομένα της Νέας Υόρκης. Επιπλέον, ο ήρωας του βιβλίου, αν και υιοθετεί την αργκό, σπάνια βρίζει – κι αν το κάνει, ακόμα και σε στιγμές παραφοράς, θα χρησιμοποιήσει λέξεις ενός ιδιόμορφου καθωσπρεπισμού. Για να τον ακολουθήσει η μεταφράστριά του βρήκε διάφορους τρόπους, ψάχνοντας ανάμεσα στη γλώσσα των νέων κι εφευρίσκοντας νέες, δικές της λέξεις. Προς έκπληξή μου μού ομολογεί πως αποδόσεις όπως η «ψυχοπλάκωση» είναι παλιά της επιλογή και όχι τωρινή. «Τη λέγαμε τότε, τη λέμε και τώρα. Οι "σαδισμάρες" γεννήθηκαν κατ' αναλογία προς τις "γελοιομάρες" και τις "ηλιθιομάρες" που έκλεψα από έναν παλιό μου φίλο, αφού επί χρόνια τον πείραζα που τις έλεγε. Του το 'πα όταν πια τυπώθηκε το βιβλίο». Στο βιβλίο, βέβαια, υπάρχει σε μεγάλο βαθμό αναθεώρηση των παλιών όρων αργκό («λαμόγιο», «κωλώστρα», ακόμα και το επαναλαμβανόμενο «ξερωγώ»). Τη ρωτάω κατά πόσο ήθελε, με αυτό τον τρόπο, να έρθει πιο κοντά στους νέους του σήμερα κι αν θεωρεί ότι στον αναθεωρημένο Σάλιντζερ θα βρουν τον Κώλφηλντ που έκρυβαν μέσα τους. «Όχι, όχι, καθόλου. Ούτε και θα 'ξερα ποτέ τι θέλουν οι πολύ νέοι. Απλώς, με τόσες πολιτικές λαμογιές φάτσα-φόρα πια στα χρόνια που δούλευα δεν θα υπήρχε περίπτωση να πω διαφορετικά τους crooks. Τα "ξερωγώ", "δενξερωτί" και διάφορα άλλα παρακολουθούν τα τικ του Χόλντεν (and all, or something / or anything) με δικά μας προφορικά τικ που τα ακούω καθημερινά από ανθρώπους όλων των ηλικιών. Η "κωλώστρα", λέξη που κερδίσαμε με τον καιρό, ήταν (για μένα) πιο κοντά στο yellow που λέει ο Χόλντεν».

Υπάρχει, ωστόσο, μια λέξη που διατρέχει διαρκώς τις σελίδες του βιβλίου και το ασυνείδητο του Χόλντεν: το ιμιτασιόν –όπως αποδίδει η Μαστοράκη το phoney– φαίνεται να είναι η βασική απέχθεια του ήρωα. Δεν αντέχει τις ιμιτασιόν συμπεριφορές, τους ιμιτατιόν ανθρώπους, ακόμη και τις ιμιτασιόν λέξεις. Ρωτάω τη μεταφράστριά του αν πιστεύει ότι υπάρχουν λέξεις ιμιτασιόν, όπως το «περίφημος» που έλεγε ο Χόλντεν στο βιβλίο. «Ναι. Το "περίφημος", που το έχει και ο Φύλακας, είναι μια ενοχλητική λέξη. Όπως και το "έκτακτος". Με ενοχλούν οι λέξεις "φήμη" και "τάξη"». Σε αντίθεση με οτιδήποτε ιμιτασιόν, ο Χόλντεν φαίνεται να αναζητά το βάθος-βάθος και την ουσία των πραγμάτων. «Οι άλλοι δεν πιστεύουν ποτέ για τίποτα πως θα 'ναι τίποτα στο βάθος βάθος» λέει ο Χόλντεν, γνωρίζοντας πως αυτή είναι η μόνιμη σύγκρουση – του βάθους με την απατηλή επιφάνεια... «με τη γυαλάδα ενός χρυσαφικού "ιμιτασιόν", όπως το 'λεγαν οι μαμάδες μας στα προ "φo μπιζού" χρόνια του '50» συμπληρώνει η Τζένη, αν και η ίδια προτιμάει να τη λέω γιαγιά της Αλίνας, της μεγάλης της αδυναμίας. «Το να είμαι γιαγιά είναι ο καλύτερος ρόλος της ζωής μου, με ξεκουράζει αφάνταστα» επαναλαμβάνει ενθουσιασμένη. Άλλωστε, η ίδια, σε αντίθεση με τον ήρωά της, τον Χόλντεν, δεν βλέπει πια τον κόσμο με τον ίδιο θυμό, αν και συμφωνεί μαζί μου όταν της λέω ότι εκείνη η παλιά ποιητική της συλλογή Το Σόι (1978) είχε πολλά κοινά με τον Χόλντεν, ήταν πολύ κοντά στη δική του ιδιοσυγκρασία. «Όντως ήταν γραμμένο με θυμό, ήταν οργισμένο, αν και, παραδόξως, αυτό που βλέπω τώρα, τόσα χρόνια αργότερα, είναι ο κοινός ρυθμός». Τώρα, επομένως, που ο νεανικός θυμός έχει καταλαγιάσει, στη θέση του υπάρχουν μόνο η χαρά και η αγάπη, αφού η γιαγιά πλέον Τζένη Μαστοράκη απολαμβάνει να μοιράζεται τον χρόνο της με την εγγονή της, να την πηγαίνει βόλτες, να την ακούει. Και όταν τη ρωτάω αν της λέει ιστορίες η απάντησή της είναι κατηγορηματική. «Καμία. Θα τις ανακαλύψει μόνη της. Θα τις φτιάξει κιόλας. Μαζί λέμε και κάνουμε βλακείες. Και γελάμε πολύ. Μόνο έτσι θέλω να με θυμάται».














Αριστείδης Χατζής: Οι ζωές των ανθρώπων



παρουσίαση: Μανόλης Σαββίδης

πηγή: http://www.thegreekcloud.com

Αυτήν την Κυριακή εμένα ένα πράγμα θα με απασχολεί. Δεν μ’ ενδιαφέρει αν ο ΣΥΡΙΖΑ τελικά κατορθώσει να πάρει τη μεγάλη διαφορά που του χρειάζεται για να μπορέσει να ασκήσει ακόμα πιο δημαγωγική και ανεύθυνη αντιπολίτευση και να σύρει την κυβέρνηση νωρίτερα σε εκλογές. Δεν με νοιάζει αν η κυβέρνηση τελικά κατορθώσει να περάσει το εκβιαστικό δίλημμα για σταθερότητα διατηρώντας μικρή διαφορά και κερδίζοντας πίστωση χρόνου για τις ψευτομεταρρυθμίσεις της. Δεν έχω καμία αγωνία για το ποσοστό του Ποταμιού και για το αν θα επιβιώσει η Ελιά και η Δημ.Αρ.
 
Αυτό που πραγματικά με απασχολεί είναι το ποσοστό που θα πάρει η Χρυσή Αυγή. Δεν με νοιάζει αν θα είναι τρίτη ή τέταρτη αλλά το πόσοι συμπολίτες μας θα την επιλέξουν και πάλι.
 
Πραγματικά δεν ξέρω ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να τη σταματήσεις. Ξέρω μόνο ποιος είναι ο χειρότερος: με εκπτώσεις στο Κράτος Δικαίου. Ο μεγάλος αντίπαλος του εθνικοσοσιαλισμού ήταν, είναι και θα είναι πάντα η Φιλελεύθερη κοινοβουλευτική Δημοκρατία, ο Διαφωτισμός, ο Ορθός Λόγος, το Κράτος Δικαίου. Θα τη νικήσουμε με τα δικά μας όπλα γιατί μόνο έτσι θα μπορέσουμε να τη νικήσουμε πραγματικά.
 
Σκεφτόμουν λοιπόν τι πρέπει να κάνω εγώ. Ποια είναι η δική μου υποχρέωση γι’ αυτές τις εκλογές. Νομίζω ότι το καλύτερο που μπορώ να κάνω είναι να μιλήσω και να γράψω όπου και όπως μπορώ.
 
Εδώ, αυτό το μέσο είναι σπουδαίο. Μπορεί να διαδώσει ιδέες σε δευτερόλεπτα. Σας ζητώ λοιπόν να διαδώσετε αυτό το post και ειδικά αυτό το άρθρο που επισυνάπτω. Είναι ένα κείμενο που είναι πολύ σημαντικό για μένα. Αν μου επιτρέπεται να διαλέξω ανάμεσα στα κείμενά μου αυτό θα ήταν το πιο αγαπημένο μου. Το είχα αναρτήσει πρώτα στο blog μου και μερικούς μήνες μετά δημοσιεύθηκε στο The Books' Journal του φίλου μου Elias Kanellis.
 
Θα σας παρακαλέσω λοιπόν να το διαδώσετε. Έχει ήδη διαβαστεί στο blog μου από 20.000 άτομα. Αλλά είναι πολύ λίγα. Πρέπει νομίζω να διαβαστεί από περισσότερα. Και πρέπει να διαβαστεί μέχρι την Κυριακή. Αν επηρεάσει έστω και ένα άτομο (έστω και ένα!) θα έχει εξυπηρετήσει το σκοπό του.


Αριστείδης Χατζής

Οι ζωές των ανθρώπων

πηγή: Books Journal, Νοέμβριος 2011


Μια μέρα αυτός ο τρομερός πόλεμος θα τελειώσει.
Θα έρθει καιρός που θα ‘μαστε άνθρωποι ξανά και όχι μόνο Εβραίοι.
Άννα Φρανκ, 9 Απριλίου 1944







Ήταν η τρίτη φορά που βρισκόμουν στο Amsterdam αλλά η πρώτη φορά που επισκεπτόμουν το σπίτι της Άννας Φρανκ. Τα μουσεία για το ολοκαύτωμα που είχα ήδη επισκεφτεί (το μεγάλο στην Ουάσινγκτον και το μικρό στην Πράγα) με είχαν συγκλονίσει, αλλά στο σπίτι της Άννας Φρανκ τα πράγματα για μένα ήταν πολύ διαφορετικά. Βλέπετε την Άννα Φρανκ την γνώριζα προσωπικά. Από πολύ μικρό η μητέρα μου μού μιλούσε συνέχεια γι’ αυτήν και το ημερολόγιό της και έβλεπα σχεδόν κάθε μέρα όταν σκάλιζα τη βιβλιοθήκη του σπιτιού μου το προσωπάκι της στο εξώφυλλο της γαλλικής μετάφρασης που είχαμε. Το ίδιο ακριβώς εξώφυλλο, το ίδιο βιβλίο, την ίδια φωτογραφία, το ίδιο προσωπάκι, το ξαναείδα τώρα αλλά αυτή τη φορά στο δικό της σπίτι. Το δωμάτιό της, οι φωτογραφίες των ηθοποιών που κολλούσε στους τοίχους, το μικρό μπάνιο που περίμενε με τις ώρες τον Φριτζ, η βιβλιοθήκη που κάλυπτε την κρυφή είσοδο, η σοφίτα με το μικρό άνοιγμα, πάνω από το δωμάτιο του Πήτερ, όπου μπορούσε να δει τον ουρανό και λίγα κλαδιά από ένα δέντρο. Η Άννα Φρανκ πέθανε λίγες ημέρες αφού έχασε την αδελφή της στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Μπέργκεν-Μπέλσεν. Άρρωστη από τύφο, αδύναμη, υποσιτισμένη, απελπισμένη, δεν ήθελε πια να ζήσει.



Δίπλα στο σπίτι της, πάνω στο κανάλι Prinsengracht, υψώνεται το καμπαναριό της Westerkerk. Είναι το ψηλότερο στο Amsterdam, τόσο ψηλό που μπορούσε η Άννα να δει το ρολόι του από το παράθυρο της σοφίτας. Έξω από αυτή την εκκλησία (που μέσα βρίσκεται ο τάφος του Ρέμπραντ) υπάρχει ένα μικρό αγαλματάκι της Άννας Φρανκ και λίγα μέτρα παραπέρα το Homomonument, το μνημείο με τα τρία ροζ τρίγωνα που είναι αφιερωμένο στη μνήμη των ομοφυλόφιλων που καταδιώχθηκαν για τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις. Το ένα από τα τρίγωνα του Homomonument δείχνει το σπίτι της Άννας Φρανκ. Οι Ναζί έστειλαν χιλιάδες ομοφυλόφιλους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Φορούσαν όλοι στη στολή τους ένα ροζ τρίγωνο. Εκεί τους εξευτέλιζαν, τους κακοποιούσαν σεξουαλικά, τους βασάνιζαν, τους χρησιμοποιούσαν σαν πειραματόζωα, τους ευνούχιζαν και τελικά τους εκτελούσαν.



Δεν θα βρείτε κάποιο μνημείο για τους Ρομά όμως. Δεν γνωρίζουμε καν πόσοι εξοντώθηκαν από τους ναζί. Είναι σίγουρα πάνω από 200.000 αλλά μερικοί ερευνητές επιμένουν ότι ο αριθμός των θυμάτων ξεπερνά το ένα εκατομμύριο. Ξέρουμε πολύ λίγα για εκείνους τους ανθρώπους. Οι ίδιοι δεν έχουν καταγράψει τις εμπειρίες τους και οι ερευνητές που ενδιαφέρονται είναι ελάχιστοι.



Πώς έφτασε ο γερμανικός λαός σ’ αυτό το παραλήρημα μίσους, φρίκης, θηριωδίας; Όποιος έχει επισκεφτεί το Μουσείο Γερμανικής Ιστορίας στο Βερολίνο θα δει να καταγράφεται με ανατριχιαστικό τρόπο η πορεία του γερμανικού λαού προς τη ρατσιστική παράνοια. Θα αντιληφθεί γρήγορα ότι η «κοινοτοπία του κακού» δεν περιορίζονταν σε μερικούς γκεσταπίτες και στα φανατικά SS αλλά διαχέονταν σε ολόκληρη την γερμανική κοινωνία που είχε διαποτιστεί με το μίσος, τη μισαλλοδοξία και την εθνικιστική μωρία.

Άραγε αυτό το μικρόβιο εξαλείφθηκε στη Γερμανία το 1945;

Δεν ξέρω πόσο μακριά βρίσκεται το Βερολίνο του 1933 από τη Αθήνα του 2011. Ίσως πολύ μακριά. Όχι και τόσο όμως όταν μιλάμε για τις ζωές των ανθρώπων. Ας αρχίσουμε λοιπόν:



O αντισημιτισμός στην Ελλάδα δεν περιορίζεται στη βεβήλωση μνημείων από νεοναζιστές ή στην έκδοση βιβλίων από τον Κ. Πλεύρη. Ακροδεξιοί, άνθρωποι αγράμματοι, ακαλλιέργητοι και ευήθεις υπάρχουν παντού. Αλλά εδώ υπάρχουν δικαστές που επιτρέπουν την κυκλοφορία του βιβλίου, όχι για να προστατεύσουν την ελευθερία του λόγου (ακόμα και του απαίσιου λόγου μίσους) αλλά γιατί το θεωρούν επιστημονικό έργο! Εδώ υπάρχουν δικαστές που (όπως καταγγέλλει ο Δημητρης Ψαρράς στην Ελευθεροτυπία) εκφράζουν στο blog τους απόψεις όπως αυτή: «Κωλοεβραίοι! Μακάρι να τους εξόντωνε τελείως ο Χίτλερ!». Εδώ ευδοκιμούν «διανοούμενοι» της συμφοράς και μητροπολίτες (ποιας θρησκείας άραγε;) που ξερνούν μίσος και ρατσισμό. Κυρίως όμως εδώ υπάρχει η εκκωφαντική σιωπή ή μάλλον η εκκωφαντική σιωπηρή αποδοχή.



Η ίδια σιωπή καλύπτει και την αναγνώριση των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων ζευγαριών αλλά και των ομοφυλόφιλων γενικά. Το πρόβλημα δεν είναι απλώς ότι το σύμφωνο συμβίωσης ακόμα δεν έχει επεκταθεί στα ζευγάρια του ίδιου φύλου αλλά το ότι δεν γίνεται καμία σοβαρή συζήτηση έστω σε θεωρητικό επίπεδο. Οι έλληνες νομικοί (και ιδιαίτερα οι ακαδημαϊκοί) που έπρεπε να πρωταγωνιστούν, είναι σχεδόν όλοι απόντες.
Οι λιγοστοί Έλληνες εβραίοι και οι έλληνες ομοφυλόφιλοι αντιμετωπίζουν καθημερινά τον ρατσισμό της ελληνικής κοινωνίας που φτάνει μέχρι τα όρια της παράνοιας γαρνιρισμένης με θεωρίες συνωμοσίας για τους εβραίους και τους ομοφυλόφιλους που κυβερνούν την Ελλάδα και τον κόσμο. Καθημερινά σχεδόν λαμβάνω emails παρανοϊκής συνωμοσιολογίας που λερώνουν ακόμα και τα junk στο mailbox μου.



Αλλά για τους Ρομά τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Οι Ρομά στην Ελλάδα υφίστανται πραγματικό διωγμό. Τον καταγράφει ο Παναγιώτης Δημητράς στο βιβλίο του Αναζητώντας τα Χαμένα Δικαιώματα στην Ελλάδα αλλά και στα σχεδόν καθημερινά δελτία τύπου του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι. Αστυνομία, τοπικές κοινωνίες, εκπαιδευτικοί, αντιμετωπίζουν τους Ρομά σαν ανθρώπινα σκουπίδια.


Και βέβαια η Αθήνα είναι η μοναδική ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που δεν έχει τζαμί. Οι μουσουλμάνοι μετανάστες αναγκάζονται να τηρούν το πιο ιερό χρέος τους στις πλατείες, σε υπόγεια, σε κρυφούς χώρους, με το φόβο των τραμπούκων που δεν διστάζουν να τους επιτεθούν μπροστά στην αστυνομία και μέσα στα σπίτια τους.

Αυτά δεν είναι όλα απλά περιστατικά του αστυνομικού δελτίου, απομονωμένα στις μέσα σελίδες των εφημερίδων και στα αζήτητα των ελεεινών τηλεοπτικών δελτίων. Αυτές είναι οι ζωές ανθρώπων στην Αθήνα του 2011.


* Ο Αριστείδης Χατζής είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Τμήμα ΜΙΘΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.


Δανιήλ Ιακώβ (1947-2014)



της Λαμπρινής Κουζέλη

πηγή: http://www.tovima.gr

Ο διακεκριμένος κλασικός φιλόλογος, καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μεταφραστής και συνεργάτης του Βήματος Δανιήλ Ιακώβ απεβίωσε την Τετάρτη 21 Μαΐου στη Θεσσαλονίκη, στην κλινική του Κυανού Σταυρού, χάνοντας τη μάχη με τον καρκίνο. Ήταν 67 ετών.

Γεννημένος στη Βέροια το 1947, σπούδασε κλασική φιλολογία στο ΑΠΘ και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στο Τίμπιγκεν της Γερμανίας ως υπότροφος της Γερμανικής Υπηρεσίας Ακαδημαϊκών Ανταλλαγών κοντά στον διαπρεπή μελετητή της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας Richard Kannicht. Αναγορεύτηκε διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ του 1982 με τη διατριβή Η ενότητα του χρόνου στην αρχαία ελληνική τραγωδία. Συμβολή στη διερεύνηση της τραγικής τεχνικής. Την ίδια χρονιά εκλέχθηκε λέκτορας του Τμήματος Κλασικής Φιλολογίας του ΑΠΘ και το 1992 καθηγητής.

Εκτός από την αρχαία τραγωδία (Η ποιητική της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, 1998), μελέτησε τον Πίνδαρο (επιμελήθηκε μια σχολιασμένη έκδοση των Πυθιονίκων, 1994), τηνΠοιητική του Αριστοτέλη (Ζητήματα λογοτεχνικής θεωρίας στην «Ποιητική» του Αριστοτέλη, 2004) και ερεύνησε συστηματικά την αρχαιογνωσία των νέων ελλήνων λογοτεχνών (Η αρχαιογνωσία του Οδυσσέα Ελύτη και άλλες νεοελληνικές δοκιμές, 2000). Επιμελήθηκε πολλούς συλλογικούς τόμους και το ερμηνευτικό υπόμνημα του G. S. Kirk στις ραψωδίες Α-Δ της Ιλιάδας.

Μεγάλο μέρος της δημιουργικότητάς του διοχέτευσε στη μετάφραση και στην επιμέλεια μελετών από τον χώρο των κλασικών σπουδών (R. Buxton, J. A. Davison, C. Η. Gordon, G. Jäger, R. Kannicht, D. W. Lucas, D. Müller, B. Snell, B. Zimmermann κ.ά.). Δημοσίευσε πλήθος επιστημονικών άρθρων και βιβλιοκρισιών σε φιλολογικά περιοδικά και εφημερίδες. Υπήρξε επί σειρά ετών συνεργάτης των σελίδων των «Βιβλίων» του Βήματος, με κριτικές για αρχαιογνωστικά κείμενα και μελέτες. Συνεργασίες του είχαν δημοσιευθεί επίσης στηνΕλευθεροτυπία, στην Καθημερινή, στα περιοδικά Φιλόλογος και Ελληνικά, στο Athens Review of Books κ.ά.

«Σοφό και εμπνευσμένο πανεπιστημιακό δάσκαλο, έντιμο φίλο και ανιδιοτελή συμπαραστάτη με εξαίρετο ήθος, αξιοπρέπεια και ανθρωπιά» τον χαρακτηρίζουν σε ψήφισμά τους οι συνάδελφοί του στο Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, «ακούραστο οδηγό και πρότυπο ακαδημαϊκής ευαισθησίας», ενώ οι συνάδελφοί του στο Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη) -στου οποίου το διοικητικό συμβούλιο ήταν μέλος- αναφέρουν σε δικό τους ψήφισμα ότι άφησε στο ινστιτούτο «τη σφραγίδα της εντιμότητας και της ευγένειας που τον διέκριναν».

Όσοι τον είχαν δάσκαλο στα αμφιθέατρα του ΑΠΘ θυμούνται τη βαριά ακαδημαϊκή φιγούρα του με τα γένια και τα μεγάλα κοκάλινα γυαλιά και την απρόσμενα σιγανή φωνή του, που μετέφερε σε τόνους ήπιους ένα πάθος για τα κλασικά κείμενα, για τη λυρική ποίηση και τους μεγάλους τραγωδούς, και αποκάλυπτε βαθιά ενημέρωση για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Παντρεύοντας τη γνώση της αρχαιότητας με τη γνώση της νεοελληνικής λογοτεχνίας, επεσήμαινε συνάφειες, δάνεια, συνέχειες καθιστώντας σαφές ότι η αρχαιοελληνική γραμματεία μάς αφορά και ότι ο αρχαίος κόσμος αποτελεί ζωντανό κομμάτι της κουλτούρας μας.

Τα προβλήματα όρασης που αντιμετώπιζε από νεαρή ηλικία οδήγησαν προοδευτικά σε τυφλότητα τα τελευταία χρόνια, η οποία όμως δεν τον εμπόδισε στη συνέχιση του διδακτικού και του επιστημονικού έργου του. Ανήκε στο διδακτικό προσωπικό του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ μέχρι λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του. Τελευταία μονογραφία του ήταν η ερμηνευτική έκδοση της Άλκηστης του Ευριπίδη (2012), η οποία βραβεύθηκε από την Ακαδημία Αθηνών.

Τον περασμένο Απρίλιο είχε αναγορευθεί επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

Η σορός του εκλιπόντος θα αποτεφρωθεί.

23.5.14

Βλάκας λαός



του Ανδρέα Πετρουλάκη

πηγή: http://www.protagon.gr

Ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης είναι ένας πολύ συμπαθητικός νέος, καμιά τριανταριά χρονών, και αν δεν διακινδύνευα τον σεξισμό θα τον έλεγα και ωραίο. Είναι εύλογο όμως λόγω ηλικίας να έχει περιορισμένες προσλαμβάνουσες παραστάσεις, ή έστω, αν έχει ασυνήθιστα πολλές για την ηλικία του, οφείλει να είναι πιο συγκρατημένος και λιγότερο πατερναλιστικός (για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση μάλλον οικεία του). Είναι ασύμμετρο ένας σχετικά άπειρος πολιτικός να προεξοφλεί τον μειωμένο καταλογισμό για εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας που ψήφισαν Χρυσή Αυγή.
Οι άνθρωποι αυτοί μπορεί να έχουν και τα διπλά του χρόνια, περισσότερες εμπειρίες από εκείνον, ίσως και μεγαλύτερη μόρφωση, μπορεί και ισχυρότερη πεποίθηση για το δίκιο τους από τον κ. Σακελλαρίδη. Με ποιο δικαίωμα έχει την οίηση να τους θεωρεί παραπλανημένους επειδή έχει άλλη γνώμη και στάση ζωής από τη δική τους; Ασφαλώς έχει την πολιτική νομιμοποίηση να τους θεωρήσει φασίστες, ναζιστές, ρατσιστές, οπαδούς της βίας, και οτιδήποτε άλλο πηγάζει από την επιλογή τους να ψηφίσουν ένα κόμμα δολοφόνων. Αλλά αφελείς και παραπλανημένους όχι. Διότι το συμπέρασμα τότε είναι ότι εκείνος είναι  πιο έξυπνος από αυτούς, όχι ότι έχει δίκιο.
Είναι συχνή αυτή η στάση των κομμάτων, όταν οι επιλογές του λαού δεν ταιριάζουν με το δικό τους σενάριο, να υποτιμούν την κριτική του ικανότητα ακριβώς για να κρύψουν τα ελαττώματά του. Και έτσι συμβαίνει το παράδοξο, στην προσπάθειά τους να κολακέψουν και να αθωώσουν τον λαό την ίδια στιγμή να τον θεωρούν ανεπαρκή και ολιγόφρoνα. Μέχρι τώρα τα κόμματα της αριστεράς το έκαναν σε άλλα πεδία. Θεωρούσαν ας πούμε ότι για το πελατειακό κράτος που στήθηκε στη μεταπολίτευση έφταιγαν μόνο οι υπουργοί και όχι ο λαός που συνωστιζόταν στα γραφεία τους για την ανταλλαγή διορισμού με ψήφους. Για τις μαϊμού συντάξεις έφταιγαν μόνο αυτοί που τις πλήρωναν και όχι αυτοί που διαιώνιζαν τους παππούδες τους. Για τη διαφθορά στο δημόσιο έφταιγαν μόνο πολιτικά πρόσωπα και όχι οι χιλιάδες υπάλληλοι σε εφορίες, πολεοδομίες και αλλού. Για το παράλογο φούσκωμα δανείων και καρτών έφταιγαν μόνο οι Τράπεζες που τις έδιναν και όχι αυτοί που τις ζητούσαν. Για την έκρηξη του καταναλωτισμού έφταιγε μόνο το ΚΛΙΚ. Για το χάλι της Παιδείας φταίνε μόνο οι 25 υπουργοί της μεταπολίτευσης και καθόλου οι συνδικαλιστές, καθηγητές, φοιτητές. Ακόμα και για τη φοροδιαφυγή διστάζουν να μιλήσουν και υπονοούν ότι αφορά μόνο τους πολύ πλούσιους. Ο λαός πάντα αθώος και πάντα θύμα, αγαθιάρης δηλαδή.
Δυστυχώς η αριστερά επέκτεινε το ρεπερτόριό της και σε μια περιοχή που μέχρι τώρα ψηφοθηρούσε (ασυστόλως και απροκάλυπτα) μόνο η δεξιά. Στην αθωότητα των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής. Εδώ πια φαίνεται να έχουμε να κάνουμε με βλάκες ολκής. Βλέπουν τάγματα εφόδου και νομίζουν ότι είναι το καρναβάλι του Μοσχάτου, βλέπουν ναζιστικούς χαιρετισμούς και νομίζουν ότι ξύνουν τη μασχάλη τους , βλέπουν ξυραφιές σε μαύρα  δέρματα και νομίζουν ότι είναι δερμογραφισμοί της αγίας του Αιγάλεω, βλέπουν νεκρούς στο πεζοδρόμιο και νομίζουν ότι τους πήρε ο ύπνος στην αγκαλιά της αγαπημένης τους.
Ειλικρινά δεν σκοπεύω καθόλου να επιχειρηματολογήσω για το αυτονόητο μετά από αυτά που είδαμε την τελευταία διετία. Όποιος θέλει να εκτονώσει τον θυμό του για το μνημόνιο, τη φτώχεια, την αδικία, ακόμα και τον φόβο του για τους δρόμους της γειτονιάς του, έχει και άλλα κόμματα να το κάνει.΄Οποιος ψηφίζει Χ.Α. κυρίως εκτονώνει τη μέσα του βία.
Εμένα με απασχολεί η παρεξήγηση του λαού περιορισμένης ευθύνης. Ας τους πει κάποιος ότι ο λαός δεν είναι βασιλιάς, δεν είναι ανεύθυνος άρχων. Ο λαός είναι κυρίαρχος, δηλαδή υπεύθυνος. Δεν γίνεται να είναι και κυρίαρχος και ανήλικος, και σοφός και αφελής, και παντοδύναμος και θύμα, και υπέροχος και παραπλανημένος και δημοκρατικός και ψηφόφορος φασιστών, και περήφανος και χειραγωγημένος. Δεν γίνεται προεκλογικά ο λαός να «ξέρει  π ά ρ α  π ο λ ύ  καλά» και μετεκλογικά να μην ξέρει. Όταν τα κλισέ συναντούν τα αντίθετά τους κονιορτοποιούνται. Ο λαός είναι πριν από όλα ένα σύνολο ατομικών ευθυνών, ένα σύνολο πολιτών που για τις επιλογές τους, όσο άθλιες και αν είναι, φέρουν ακέραιη την ευθύνη. Ελαφρυντικά ο λαός έχει μόνο όταν τον κρατούν στο σκοτάδι, όταν του κρύβουν την αλήθεια. Στην περίπτωση όμως της Χρυσής Αυγής ο λαός  ξέρει όσα και ο κ. Σακελλαρίδης.


Παίξε σωστά κι ας χάσεις



του Χρήστου Χωμενίδη

Πηγή: www.lifo.gr


Οι εκλογές δύο Κυριακών, οι εκλογές σε δύο φάσεις, προσφέρουν στον πολίτη την ευκαιρία να καταλάβει τι σημαίνει οπορτουνισμός. Οπορτουνισμός των διαμορφωτών της κοινής γνώμης, των κομματικών μηχανισμών, των πολιτικών αρχηγών. Οπορτουνισμός δηλαδή καιροσκοπισμός, εγκατάλειψη ή έστω «προσαρμογή» ιδεών και θέσεων προς το συμφέρον της στιγμής. Προκειμένου να πλασσαριστείς καλύτερα στον δεύτερο γύρο. Ώστε να προσελκύσεις τις ψήφους, οι οποίες σού είναι απαραίτητες στον τελικό. Με την αντίληψη ότι οι ψήφοι –όπως και το χρήμα- δεν έχουν μυρωδιά.   

Μιλάω, όπως καταλαβαίνετε, για το άνοιγμα του ΣΥΡΙΖΑ στους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής.    

Το πρόβλημα, κατά την άποψή μου, δεν έγκειται τόσο στη διαπίστωση πως το 16% που ψήφισε στην Αθήνα Κασιδιάρη δεν συγκροτείται από συνειδητοποιημένους, πωρωμένους νεοναζί. Ούτε στα λόγια του Γαβριήλ Σακελλαρίδη ότι πολλοί έριξαν στην κάλπη Χρυσή Αυγή εμφορούμενοι από οργή και αγανάκτηση.   

Τα παραπάνω είναι ηλίου φαεινότερα. Όπως αυτονόητο είναι ότι η Γερμανία δεν παρήγαγε στις αρχές του 20ου αιώνα μια γενιά δολοφόνων, η οποία μόλις ήρθε στα πράγματα κατασκεύασε φούρνους ανθρώπων και προήλασε στο ανατολικό μέτωπο σφαγιάζοντας εκατομμύρια «εκφυλισμένων» Σλάβων, που από τη φύση ήταν φτιαγμένοι για να υπηρετούν την «Άρια Φυλή».  

Προφανώς οι περισσότεροι από όσους εγκλημάτησαν υπό την σκέπη του αγκυλωτού σταυρού, κραυγάζοντας «Χάιλ Χίτλερ», ήταν συνηθισμένοι τύποι: Καλοί γιοί, σύζυγοι, πατεράδες, με μέτρια πάθη και με συμπαθητικά μεράκια: Χόρευαν Στράους στην πλατεία του χωριού τους, έπιναν καμιά μπύρα παραπάνω στην ταβέρνα της γειτονιάς για να ξεπλύνουν τη γεύση του λουκάνικου. Μα οι συνθήκες –οι καταραμένες συνθήκες!- τους μεταμόρφωσαν, ανεπαισθήτως σχεδόν, σε τέρατα. (Τα έχει γράψει αξεπέραστα η Χάνα ΄Αρεντ στην «Κοινοτοπία του Κακού».)   

Προφανώς οι κάτοικοι των Σεπολίων και του Κολωνού θα εξακολουθούσαν στο διηνεκές να ψηφίζουν ένα από τα δύο κόμματα εξουσίας της Μεταπολίτευσης, να αλοιθωρίζουν καμιά φορά και προς τα αριστερά. Κατά τα άλλα, θα απολάμβαναν την σχετική ευμάρεια τους. Θα έβλεπαν τηλεόραση από ολοένα και μεγαλύτερες οθόνες «πλάσμα», θα αγόραζαν όλο και πιο προχωρημένα κινητά, θα έπλεναν το Σάββατο το πρωί τα αυτοκίνητά τους και το Σάββατο βράδυ θα συνωθούνταν στα μπουζούκια.   Με τη χρεοκοπία όμως του 2010, με την κατάρρευση του πελατειακού κράτους, υπό το βάρος των πετσοκομμένων μισθών και συντάξεων και των φαληρημένων μαγαζιών τους, πάρα πολλοί από τους Σεπολιώτες και τους Κολωνιώτες αγανάκτησαν. Και όσοι από εκείνους είχαν παππούδες που σιγοτραγούδαγαν στο τσακίρ κέφι το «Γρίβα’μ σε θέλει ο Βασιλιάς» και γονείς που ψευτοθυμόντουσαν ότι η 21η Απριλίου είχε χαρίσει κάτι δάνεια, όσοι είχαν διαπλαστεί στα γήπεδα με το «Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ» και στα σινεμά με τους «300», στράφηκαν στη Χρυσή Αυγή. Στην μεταμοντέρνα εποχή μας, το να χτυπάς τον βυζαντινό αετό τατουάζ ή το να βρίσκεις τον Ηλία Κασιδιάρη «ωραίο γκομενάκι» είναι πολύ πιο εύκολο από ό,τι θα ελπίζαμε.   

Όταν όμως ο κύριος Πάνος Σκουρλέτης, εκπρόσωπος τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, δηλώνει πως «ευπρόσδεκτη είναι κάθε ψήφος που την αποσπάμε από τον ναζισμό και τον φασισμό», πως «κάθε ψήφος που φεύγει από την Χρυσή Αυγή είναι θετικό πράγμα για την Δημοκρατία», τι υποδύεται ότι πιστεύει;   Ότι εκείνοι που επιβράβευσαν στις κάλπες της 18ης Μαϊου το σύνθημα «Αίμα, Τιμή, Χρυσή Αυγή», στις 25 Μαϊου θα αποφασίσουν, ψηφίζοντας ΣΥΡΙΖΑ, πως «Είμαστε Όλοι Μετανάστες»; Ότι ο Μελιγαλάς θα αντικατασταθεί στο εικονοστάσι τους από τον Γοργοπόταμο; Ότι όπως ο Ιησούς Χριστός εμφανίστηκε οραματικά μπροστά στον χειρότερο διώκτη του και με ένα «Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις;» τον μεταμόρφωσε σε Παύλο, Απόστολο των Εθνών, έτσι και ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης θα αναβαπτίσει θαυματουργά τους οπαδούς του Κασιδιάρη στα ιδανικά του ουμανισμού, της ανεκτικότητας, της κοινωνικής -και ταξικής- αλληλεγγύης;   

Σε θολά νερά ψαρεύει απλώς ο κύριος Σκουρλέτης. Την «αγανάκτηση» επιδιώκει να προσεταιρισθεί, αδιαφορώντας για το ποιόν της. «Αφού ο Κασιδιάρης, ο δικός σας αντισυστημικός, δεν μπήκε στο δεύτερο γύρο» λέει, εμμέσως πλην σαφώς, στους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής, «προτιμήστε τον δικό μας, τον Γαβριήλ. Μπορεί να είναι πιο λάιτ, τη ζημιά όμως στον Καμίνη θα την κάνει!»   Η παραπάνω στάση, η οποία δεν εκφράζει –θέλω να πιστεύω- τον όλον ΣΥΡΙΖΑ, είναι διττά καταστροφική:   

Πρώτον, δικαιώνει τη θεωρία των δύο άκρων, αντιμετωπίζοντάς τα μάλιστα σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Όπως ακριβώς ο κύριος Τάκης Μπαλτάκος ισχυριζόταν -λίγο καιρό πριν- πως δεν χαρίζει τους πατριώτες και τους χριστιανούς στην Χρυσή Αυγή, έτσι και ο κύριος Σκουρλέτης δεν τής χαρίζει τους «αγανακτισμένους». Τους τής δανείζει μόνο για τον πρώτο γύρο των εκλογών.   

Δεύτερον, καταβαραθρώνει την φερεγγυότητα του ΣΥΡΙΖΑ. Τον εμφανίζει σαν ένα κόμμα που είναι διατεθειμένο να κάνει τα πάντα –ή σχεδόν τα πάντα- προκειμένου να αγγίξει την εξουσία. Έστω και σε επίπεδο δήμου. Του στερεί ένα από τα σημαντικότερα –και εμβληματικότερα για την Αριστερά εν γένει- τρόπαια: Το ηθικό πλεονέκτημα.   Η πολιτική αποτελεί έναν δρόμο με συνεχείς, ολισθηρότατες στροφές. Οι πολιτικοί κάνουν εκ των πραγμάτων αλλεπάλληλες μανούβρες, αρπάζουν τις ευκαιρίες, προβαίνουν σε συμβιβασμούς. Οι πολίτες το αντιλαμβάνονται και γενικά το συγχωρούν. Εκείνο που δεν συγχωρούν είναι ο οποιοσδήποτε τακτικός ελιγμός να ακυρώνει την ιδεολογική -και την ηθική εν τέλει- ραχοκοκκαλιά. Εκείνο το οποίο δεν ανέχονται είναι η σημαία στο κατάρτι να αποδεικνύεται σημαία ευκαιρίας, «σημαία από νάυλον» όπως το έθεσε ο Διονύσης Σαββόπουλος.   

«Παίξε σωστά κι ας χάσεις» μας συμβούλευε, κάθε μέρα σχεδόν, ένας συγχωρεμένος πια φιλόλογος μας στο Γυμνάσιο.Το πιο ενδιαφέρον ξέρετε ποιο είναι; Πως όσοι τον άκουσαν και έπαιξαν σωστά, στο τέλος κέρδισαν.

22.5.14

To τέλος του αναρχικού εκδότη [για τον Μιχάλη Πρωτοψάλτη]



του Γιώργου Σταματόπουλου

πηγή: www.efsyn.gr

Από μικρός σε κινήματα αμφισβήτησης, κινήματα αντιεξουσιαστικά, αναρχικά, «βάνδαλο αριστοκράτη» τον αποκαλούσαν οι δικοί του. Εξέδωσε σπάνια βιβλία. Πέθανε ξαφνικά χθες μετά από απανωτά εγκεφαλικά επεισόδια, σε ηλικία 56 ετών, ο εκδότης Μιχάλης Πρωτοψάλτης, αφήνοντας μεγάλο κενό στον εκδοτικό-αντιεξουσιαστικό χώρο.

Το 1975 σύχναζε στο πρώτο αναρχικό βιβλιοπωλείο του Τέου Ρόμβου «Οκτάπους», όπου μαζεύονταν λογής περιθωριακοί, καλλιτέχνες, ποιητές, συγγραφείς και άλλοι που ψάχνονταν σε σουρεαλιστικά-ντανταϊστικά κείμενα, διάβαζαν μπιτ λογοτεχνία, γνώριζαν τους Γάλλους καταστασιακούς, τους Provos της Ολλανδίας, εξέταζαν τον Μάη του ’68 και ανέλυαν, με βάση τα κείμενα των αναρχικών συγγραφέων, την ελληνική πραγματικότητα και τα κινήματα της πρωτοπορίας – ειρηνικά και ένοπλα.



Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 επηρεάζεται από τον κοινωνικό αναρχισμό και την πολιτική οικολογία του Καναδού ελευθεριακού διανοητή Μάρεϊ Μπούκτσιν και εκδίδει το περιοδικό «Ανθη του Κακού» αλλά εκείνο που έκανε αίσθηση πολύ πριν ήταν το περιοδικό «Ο Κόκκορας που λαλεί στο σκοτάδι». Στο τέλος της ίδιας δεκαετίας ιδρύει με άλλους τους «Οικολόγους Εναλλακτικούς» και κατέρχεται υποψήφιος για το ευρωπαϊκό και το ελληνικό Κοινοβούλιο. Το 1978-79, ως αυτόνομος, συμμετέχει στις φοιτητικές καταλήψεις.

Γνωριστήκαμε εκεί γύρω στο ’78 στο γραφειόσπιτο ενός αναρχικού, του Λεωνίδα Χρηστάκη, που εξέδιδε το εντυπωσιακό για την εποχή «Ιδεοδρόμιο». Σταματήσαμε να βλεπόμαστε και ξαναβρεθήκαμε όταν εξέδωσε το βιβλίο Yerebatan του Γιάννη Μπουκετσίδη. Το παρουσιάσαμε με τον Περικλή Κοροβέση από τις εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος που ίδρυσε τότε (1998) και έκτοτε βρισκόμασταν στα Εξάρχεια και σε πολλές παρουσιάσεις βιβλίων, που δεν εξέδιδαν κατεστημένοι εκδοτικοί οίκοι: για τον Σπέρα, τον Ασιμο, τον Δαρβέρη, την Κ. Γώγου, την Ούλρικε Μάινχοφ. Πάθος του ήταν ο Μάρεϊ Μπούκτσιν και μετά από χρόνια κατάφερε να εκδώσει το μνημειώδες έργο του «Οι Ισπανοί αναρχικοί». Οπως μνημειώδεις ήταν και οι τσακωμοί μας για την «υπόσταση» των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, τα οποία φοβόταν ότι υπέκρυπταν έναν λανθάνοντα (ή και φανερό) εθνικισμό. Τα τελευταία χρόνια ταλανιζόταν από τη σχέση Δημοκρατίας-Αναρχίας· άλλοτε υπερτερούσε η μια, άλλοτε η άλλη.

Πριν από λίγους μήνες μού πρότεινε να κατέλθουμε στις ευρωεκλογές αφού «ιδρύσουμε» το κόμμα «Αναρχικοί της Ευρώπης»! Το είχε καημό· θεωρούσε ότι θα το αγκάλιαζαν πολλοί από τους ανέσπερους αναρχικούς και λογής ελευθεριακοί.

Επέμενε ότι η ομοσπονδιακή Ευρώπη ήταν αναρχικό όραμα (Προυντόν) και δεν ήθελε να το χαρίσει στους Ευρωπαίους ηγέτες και στους τεχνοκράτες των «ισχυρών» κρατών.


Γλεντζές ολκής· άλλοτε επιθετικός στην κουβέντα κι άλλοτε γλυκύτατος, πάντα παρών στις μικρές εξεγέρσεις και στα εναλλακτικά, αναρχικά στέκια. «Πώς θα συνδυάσουμε τις έννοιες «κόμμα» και «αναρχία»» τον ρωτούσα. Γελούσε. «Εχει έρθει κι αυτή η ώρα» απαντούσε αμέσως μετά με σοβαρότητα. Δύο παιδιά, την Εύα και τον Ορφέα, είχε με τις κατά καιρούς συντρόφους του.

Θα κηδευτεί σήμερα από το Νεκροταφείο των Αγίων Αναργύρων, στις 17.00. Θα λείψουν από την αναρχική γραμματεία τα βιβλία που ήθελε να εκδώσει. Θα λείψει και σε πολλούς από όσους παραμένουμε εν ζωή.