Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πατέρας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πατέρας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

18.6.17

[ Η ημέρα του πατέρα ]




γράφει ο Γιώργος Κορδομενίδης

Μου έφτιαξε το πρώτο μου παιχνίδι, ένα μικρό ξύλινο κάρο. Όταν ήμουν μικρός, μου έλεγε κάθε βράδυ και διαφορετική ιστορία, που τάχα του την είχε πει νωρίτερα ένας πελάτης. Το καλοκαίρι μού έφτιαχνε "φαναράκια" από τα καρπούζια. 
Δεν μιλούσε αρνητικά για κανέναν, κυρίως όχι για τον αδελφό του, ο οποίος τον είχε πληγώσει. 
Μου έμαθε την τέχνη του καθεκλοσκελετοποιού, από την πριονοκορδέλα μέχρι τα λούστρα. 
Μέχρι που μεγάλωσα, ερχόταν τη νύχτα να βεβαιωθεί πως δεν ξεσκεπάστηκα στον ύπνο. Μου έφτιαχνε ρυζόγαλο ίσαμε που μπήκε στο νοσοκομείο και δεν ξαναβγήκε πια. Έλεγε στη μητέρα μου (που την αγαπούσε παθολογικά) «Το ωραίο σου πρόσωπο/ μου εσκότισε τον νου./ Νικημένος της αγάπης/ κάτι έχω να σου πω». 
Τον χειμώνα φορούσε τραγιάσκα. 
Δύο δάχτυλά του τού τα έφαγε η κορδέλα. Στην πλάνη (πλάνια) δεν με άφηνε να δουλέψω για να μη σακατευτώ. Δεν με χτύπησε ποτέ. Μόνο μια φορά, όταν δούλευα μαζί του και χτύπησα τα δάχτυλά μου με το σφυρί, με απείλησε: «Πρόσεχε, γιατί θα σου πετάξω το ροκάνι!». 

Έλεγε με πίκρα ότι στο κτήμα τους, στον Πύργο (Κεμέρ Μπουργάζ), έξω από την Κωνσταντινούπολη, είχαν τόσες πολλές κότες, που δεν προλάβαιναν να μαζέψουν τα αυγά. Και ότι το κτήμα είχε νερόμυλο. Θυμόταν, εξήντα χρόνια μετά, τη μικρότερη αδελφή του, Σοφούλα, που πέθανε βρέφος στην Αιδηψό, όπου έφτασαν πρόσφυγες. 
Κάπνιζε πολύ, τα δάχτυλά του είχαν τα κίτρινα ίχνη του τσιγάρου. Όταν ήμουν 10 χρονών, έπαθε οξεία ρινορραγία και νοσηλεύτηκε για μέρες. Στις κρίσεις του έλκους του, κλεινόταν στο υπνοδωμάτιο για να μην ενοχλεί. Κάποτε τρυπήθηκε στην πλάτη από ένα πρόχειρα τοποθετημένο κάπου σπασμένο τζάμι· καιρό μετά, από κάποιους πόνους, διαπιστώθηκε ότι οι γιατροί είχαν αφήσει μέσα του ένα κομμάτι από το τζάμι, που κόντευε να φτάσει στον πνεύμονα. 
Στα τελευταία του, όταν πια δεν μου μιλούσε, από τους γιατρούς του νοσοκομείου στις άγνωστες για κείνον φωνές τους παραδόξως απαντούσε κανονικά έμαθα πως μιλούσε με περηφάνεια για μένα.
Δεν ήταν άγιος ο κυρ-Σωτήρης Κορδομενίδης, του Γεωργίου και της Ελένης. Αλλά ήταν ο πατέρας μου. Ένας βαθιά μελαγχολικός αλλά, με τον τρόπο του, γενναίος άνθρωπος.

[Χαρισμένο στη Βασω Κυριαζακου]

8.8.16

Η γιορτή του μπαμπά μου


«Άγιος Παύλος», Δομήνικος Θεοτοκόπουλος (1608-1614), 
Museo del Greco, Τολέδο. Πηγή: διαδίκτυο


γράφει η Ελένη Κοφτερού*

Η εκταφή του μπαμπά μου πραγματοποιήθηκε από τον αρμόδιο υπάλληλο του Δήμου, μπροστά στα τρομαγμένα μάτια της μικρής του κόρης και το κάπως πιο ψύχραιμο, μα εξίσου ταραγμένο βλέμμα του γαμπρού του, την Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016, ημέρα της γιορτής του, ή μάλλον, την ημέρα που αν ζούσε θα είχε την γιορτή του. Τελικά προτιμώ «την ημέρα της γιορτής του», γιατί ξέρω καλά, πως ο μπαμπάς αγαπούσε πολύ αυτή τη μέρα, όχι τόσο επειδή γιόρταζε, όσο γιατί του δινόταν μια καλή ευκαιρία να ευχαριστήσει τους φίλους του. Τους φώναζε στο σπίτι, τρώγανε όλοι μαζί, έπινε κι αυτός καμιά μπυρίτσα, ακόμη και κανένα τσιγαράκι έκανε, ενώ δεν κάπνιζε, έτσι για την παρέα. Εγώ έφευγα από το σπίτι, πήγαινα στην συμμαθήτριά μου τη Μαρία, καθώς μου ήταν αδύνατον να ανεχτώ τα γέλια και τις φωνές τους, με ενοχλούσε η ανόθευτη χαρά τους και τους θεωρούσα χαζοχαρούμενους γέρους. Ήταν όλοι, λίγο πιο πάνω από πενήντα χρόνων. Τότε πίστευα ότι αυτοί οι γέροι μου κλέβουν τον αέρα και δεν καθόμουν ποτέ στη γιορτή, ούτε βοηθούσα στο τραπέζι. Πήγαινα τρέχοντας στη συμμαθήτριά μου, τη Μαρία. Ποτέ του δε δυσανασχέτησε ο μπαμπάς, ούτε ποτέ μού ζήτησε να μείνω.
Σήμερα βγήκε επιτέλους από τα δυο μέτρα γης που του αναλογούσαν, έγινε η εκταφή. Από το σκοτάδι πάλι στο φως. Τελείωσε η φιλοξενία και η προθεσμία αυτού του δικαιώματος, αφού ο θάνατος μαζί με τα δικαιώματα έχει και υποχρεώσεις. Την ίδια στιγμή που (δεν) ένιωσε ότι θα ησυχάσει επιτέλους από το παράταιρο τρέμουλο του πάρκινσον, την δυσκαμψία, τα χάπια, τη γαστροστομία, τις αναρροφήσεις, την κουρελιασμένη του αξιοπρέπεια και θα ξεκουραστεί στα δυο του μέτρα εκείνη ακριβώς τη στιγμή, χωρίς να το ξέρει, έδινε την συγκατάθεσή του, για την εκταφή τρία χρόνια αργότερα. Μα υπάρχει το παραθυράκι - με το αζημίωτο όπως πάντα -κι αν πληρώσουν οι κληρονόμοι κερδίζεις άλλον έναν υγρό και σκοτεινό χρόνο στον υποδόριο ιστό της γης. Κι εμείς πληρώσαμε μπαμπά, από τη σύνταξή σου φυσικά. Μα σήμερα σώθηκε όλος ο χρόνος σου. Πρέπει να παραδώσουμε τα δυο σου μέτρα, σε άλλον πεθαμένο. Υπάρχει συνωστισμός. Είναι η γιορτή του είπε ο παπάς. Εσείς επιλέξατε την ημερομηνία εκταφής; Όχι από τον Δήμο μας ειδοποίησαν. Τίποτε λοιπόν δεν είναι τυχαίο, πέταξε με προσποιητή περισυλλογή και μια υποψία ανώφελης βεβαιότητας ανέμισε στο ράσο του. Να δείτε που έχει πάει στον Παράδεισο. (Τι κοινοτοπία θεέ μου, από τον μαυροφορεμένο εκπρόσωπό σου!)
Δεν ξέρω ποιος μαγικός μηχανισμός, ποιο παραστρατημένο ξόρκι μεθόδευσε ώστε η ημερομηνία της εκταφής σου να είναι της γιορτής σου. Ξέρω μονάχα πως δεν κρυώνεις πια. Ζεστάθηκαν για λίγο τα κοκαλάκια σου, αφού από νωρίς το πρωί το νεκροταφείο του Ευόσμου είχε πυρποληθεί από τον καύσωνα που σερνόταν σαν πέπλο πηχτό στην ουρά του Ιούνη.
Εγώ ως συνήθως, έλειπα απ’ τη γιορτή σου.

* Γεωπόνος. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη· εδώ και δεκαοχτώ χρόνια ζει και εργάζεται στην Καλαμάτα. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: «Γράμμα σε γενέθλια πόλη» (Σαιξπηρικόν) και «Στο λάμδα των χελιδονιών» (Οι Εκδόσεις των Φίλων), ενώ η συλλογή «Περί άνοιξης και άλλων εμμονών» υπάρχει στο διαδίκτυο σε μορφή e-book από τα 24 grammata.




20.6.16

Η Ημέρα του Πατέρα [;]



Λέω συχνά-πυκνά «Μάνα μου και πατέρα μου!» ή, ακόμα πιο καλά, «Μανίτσα μου και πατερίτσα μου», και με κοροϊδεύουν. Ο πατέρας μου είχε πολύ δύσκολη ζωή. Παιδί πλούσιου γαιοκτήμονα, που περιδιάβαινε στο κτήμα (στον Πύργο, έξω από την Κωνσταντινούπολη) καβάλα σε άλογο με μπότες μέχρι το γόνατο, βρέθηκε το 1921 11χρονος πρόσφυγας στην Ελλάδα. Μετά τον θάνατο του παππού Γιώργου (του επονομαζόμενου και Μπαρμπούνη, καθότι είχε ρούσσα μαλλιά, όπως άλλωστε κι εγώ μέχρι την εφηβεία), ανέλαβε αρχηγός της οικογένειας. Βιοπορίστηκε ως καθεκλοσκελετοποιός, υπέστη τις συνέπειες των προσωπικών (και της ευρύτερης οικογένειας) πολιτικών επιλογών του, έκανε με τη Μαρίκα Αδαμίδου τρία παιδιά, που ονειρεύτηκε να τα στείλει στο πανεπιστήμιο (μόνο η μεγάλη αδελφή μου τον ικανοποίησε ως προς αυτό), έπαθε κατάθλιψη καθώς για πάνω από 15 χρόνια η ΔΕΗ δεν του έδινε (λόγω έλλειψης πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων) βιομηχανικό ρεύμα για το εργαστήριό του, νοσηλεύτηκε, το ξεπέρασε, έστησε επιτέλους στο τέλος της δικτατορίας το εργαστήριο που ονειρευόταν, πέθανε στα 72 του. Στο ενδιάμεσο, αρρώστιες και επαγγελματικά ατυχήματα: κομμένα δάχτυλα από την κορδέλα και την πλάνη, σοβαρές ρινοραγίες, βουβωνοκήλη, σοβαρό έλκος 12δακτύλου, ένα κομμάτι γυαλιού που κάποιος χειρουργός "ξέχασε" στην πλάτη του, προστάτης... Δεν χρειάζεται η Ημέρα του Πατέρα για να τον θυμηθώ. (Μέσα σ' όλα αυτά, ήταν δεινός αφηγητής. Η αγαπημένη φίλη Νατάσα Πεπονή μου έκανε κάποτε μια τεράστια φιλοφρόνηση, καθώς ακούγαμε μια ηχογράφηση στην οποία ο κυρ-Σωτήρης αφηγούνταν τη ζωή του: «ο τρόπος που γράφεις "πατάει" στον τρόπο που αφηγείται ο πατέρας σου»! Λογικό! Μεγάλωσα με τα παραμύθια που μου έλεγε κάθε ―μα κάθε!― βράδυ και με ρυζόγαλο, που μου μαγείρευε μέχρι λίγο πριν από τον θάνατό του. Ήταν 6 Σεπτεμβρίου 1987. Δύο μήνες αργότερα έβγαλα το πρώτο τεύχος του Εντευκτηρίου.


3.4.15

Παίδων αγωγή


του Πάνου Θεοδωρίδη
(δημοσιεύθηκε την Πρωταπριλιά, αλλά διαβάζεται κάθε μέρα του χρόνου)

πηγή: http://thegreekcloud.com/blogs


Πάντα το ξεχνούσα, πάντα την πατούσα.
 
Μια φορά το χρόνο, επί δέκα χρόνια, από τα τρία ώς τα δεκατρία, με ξυπνούσε ο πατέρας μου προσωπικά. Μήτε ξυπνητήρι μήτε μάνα στον ορίζοντα.
 
Επιπλέον, χαμογελούσε εγκάρδια.
 
Μου έλεγε «σου έχω μια έκπληξη. Σε περιμένει στην αυλή το ποδήλατό σου».
 
Πεταγόμουνα άνιφτος και  ξυπόλητος και ορμούσα στην έξοδο.
 
Στην αυλή του Τσιρέλη, έφτανα ώς τη βραγιά με τους κρίνους.
 
Στην αυλή της Σαμολαδούς, έβγαινα από την πόρτα της κουζίνας και κοίταζα τα κρεμμυδάκια.
 
Στην αυλή του Σαρμπάνη, επιθεωρούσα το ταρατσάκι, πίσω από το σπίτι του Τσαϊρίδη.
 
Πουθενά ποδήλατο.
 
Έστρεφα με αγωνία το κεφάλι προς τον πατέρα μου, που γελούσε, και τον κοίταζα με έκπληξη.
 
Κάθε χρόνο, από το 1951 ώς το 1961, η ίδια χαρούμενη ανταπόκριση.
 
«Πρωταπριλιά!» μου ανακοίνωνε.
 
Ήταν ωσάν εφιάλτης. Πάντα το ξεχνούσα, πάντα την πατούσα.
 
Ώσπου βρήκα την απάντηση. Μια φορά το μήνα, είχαμε κότα βραστή. Δεν υπήρχαν πτηνοτροφεία, αλλά υπήρχαν κοσάρες. Ενίοτε αυγωμένες. Και η σούπα ήταν φιδές. Φαγητό για ασθενείς, να δυναμώνουν.
 
Και η τελετουργία του «γιάντες».
 
Εκεί, τα ίδια.
 
Ο πατέρας μου έβγαζε το δίχαλο κοκκαλάκι, το καθάριζε και το έτεινε με πρόκληση μπροστά μου.
 
Έσπαζα το δίχαλο και ξεκινούσε το γιάντες.
 
 Έπρεπε, έως το τέλος του φαγητού και κατά την ώρα ώς την μεσημεριανή σιέστα, να του δώσω ή να μου δώσει κάτι, και να το πάρω ή να το πάρει, χωρις να πω ή να ειπεί «το ξέρω».
 
Τότε, αυτός που έδινε χωρίς απάντηση έλεγε «γιάντες» και κέρδιζε.
 
Όλα αυτά τα χρόνια, το ξεχνούσα και την πατούσα.
 
Από το 1951 έως το 1961.
Είτε μου έδινε μιά κόρα από το κάτω μέρος του χάσικου ψωμιού είτε ένα ποτήρι νερό.
 
Μετά, άκουγα το «γιάντες».
 
Ο ίδιος υποστήριζε ότι το γιάντες και το δήθεν ποδήλατο της πρωταπριλιάς τα έμαθε στη Σιβηρία και πάντα τον νικούσε ο πατέρας του.
 
Στο Ιρκούτσκι είχε ποδηλατοδρόμιο και παγοδρόμιο, είχε προσωπικό έλκηθρο, αλλά ποτέ ποδήλατο.
 
Πάντα ο πατέρας του τον ξεγελούσε.
 
Το 1962 οργανώθηκα, έβαλα σημάδια, έδεσα κλωστή στο δάχτυλο και,  όταν με ξύπνησε, δεν βγήκα στην αυλή, μόνο είπα «πρωταπριλιά» και γύρισα πλευρό.
 
Και στην πρώτη κότα του Απριλίου, είχα βάλει τη «Μακεδονία» ανάμεσα στην καρέκλα και στο μπούτι μου και, όταν σπάσαμε το κοκκαλάκι, του την πάσαρα λέγοντας «μπαμπά, εδώ γράφει για το Ιρκούτσκι, κοίτα!»
 
Άρπαξε την εφημερίδα, οπότε του φώναξα «γιάντες!».
 
Δεν ξαναπαίξαμε ποτέ ξανά, μήτε με αιφνιδίαζε.
 
Μου έμαθε πάντως τάβλι, πινάκλ, πόκερ και ντόμινο, ντάμα και σκάκι.
 
Πάλευε να μου μάθει το ρώσικο αλφάβητο και μερικές λέξεις.
 

Βλαστημάω έκτοτε που δεν τον άφησα να με κοροϊδεύει ώσπου να φύγει από τη ζωή.