28.11.20

Ένα λευκό κερί για την Τζιτζίνα

 


γράφει ο Γιώργος Κορδομενίδης


Όταν είδα στην οθόνη του κινητού ότι με καλεί η αδελφή μου, 16.30, ώρα που οι δικοί μου και οι φίλοι γνωρίζουν ότι κάνω σιέστα, ήξερα πως δεν είναι για καλό. Και δεν ήταν. Η αγαπημένη μας πρώτη εξαδέλφη, Ελένη, κόρη της θείας Καλλιόπης, αδελφής του πατέρα μου, ήταν ανάμεσα στους 101 νεκρούς του τελευταίου 24ώρου· άκουσα το νούμερο λίγο αργότερα στις ειδήσεις, που απαριθμούν με τη συνήθη ψυχρότητα αριθμούς νέων κρουσμάτων, νέων διασωληνώσεων, νέων νεκρών...

Στο οικογενειακό γλωσσάρι, η Ελένη ήταν η Τζιτζίνα· έτσι την είχε βαφτίσει ένα από τα ανίψια μου, και της έμεινε. Με τον καιρό, η λέξη απόκτησε και πληθυντικό: οι Τζιτζίνες (δηλαδή η Ελένη και η αδελφή της, Σεβαστή, η Σέβα μας).


Για μένα προσωπικώς δεν ήταν μόνον πρώτη εξαδέλφη· ήταν ένα είδος μεγαλύτερης αδελφής. Όταν, το μακρινό 1968, χώρισαν οι γονείς μου, και καθώς οι αδελφές μου εργάζονταν και ταυτόχρονα πήγαιναν σε νυχτερινό Γυμνάσιο, και ο μπαμπάς έπασχε από σοβαρή κατάθλιψη ―μελαγχολία την έλεγαν τότε― έπεσε (δεν θυμάμαι από ποιον) η ιδέα να με βάλουν στο Παπάφειο. Όταν οι αδελφές του πατέρα μου, η προαναφερθείσα Καλλιόπη και η θεία Κατίνα, έμαθαν πως αυτό σήμαινε πως θα πήγαινα ώς την τρίτη Γυμνασίου και μετά θα μάθαινα κάποια τέχνη (δηλαδή δεν θα τελείωνα το 6τάξιο Γυμνάσιο, ούτε θα πήγαινα στο πανεπιστήμιο), αντέδρασαν με σπάνιο δυναμισμό (υποθέτω με πρωτοστατούσα την Καλλιόπη). «Αποκλείεται» είπαν. «Εμείς θα το φροντίζουμε το παιδί. Έξι μήνες η μία, έξι μήνες η άλλη» (καθότι με δυσκολεμένες οικογένειες και οι δύο). 


Γιορτάζουμε τα γενέθλιά της στο Πήλιο,
Αύγουστο του 1980

Σαν την Περσεφόνη λοιπόν ζούσα τον μισό χρόνο στο σπίτι της μίας και τον υπόλοιπο στο σπίτι της άλλης. Φαγητό, πλύσιμο και σιδέρωμα ρούχων, μπάνιο, ύπνος ― πράγματι φρόντιζαν για όλα. Στο σπίτι της θείας Καλλιόπης ―δηλαδή στη βιβλιοθήκη της Ελένης― ανακάλυψα τη λογοτεχνία. Μέχρι τότε τα διαβάσματά μου ήταν τα συνήθη "εξωσχολικά" της εποχής: Μικρός ήρως, Γκαούρ Ταρζάν, Μάσκα, Λούκυ Λουκ ― τέτοια. Αλλά στη βιβλιοθήκη της Ελένης βρήκα τη δίτομη ποιητική ανθολογία του Μιχάλη Περάνθη, συλλογές του Ρίτσου και του Βάρναλη, το Ένα παιδί μετράει τ' άστρα του Λουντέμη και άλλα... κομμουνιστικά!

Η Ελένη (όπως και η Σεβαστή, υπό το άγρυπνο βλέμμα της θείας Καλλιόπης) εξακολούθησε να με φροντίζει και όταν μεγάλωσα και πήρα τον δρόμο μου. Όπως φρόντιζε και τα παιδιά άλλων συγγενών και στενών φίλων σαν να ήταν δικά της παιδιά, καθώς η ίδια δεν έκανε δική της οικογένεια. (Λάτρευε κυριολεκτικά τον ανιψιό της, Χάρη, γιο του αδελφού της, Στράτου.) Όταν τύχαινε, κατά διαστήματα, να μην έχω γυναίκα που να φροντίζει το σπίτι, οι ξαδέρφες μου μού σιδέρωναν τρία πουκάμισα τη βδομάδα, για να μην πηγαίνω στην τράπεζα με κακοσιδερωμένα ρούχα. Χώρια τα κυριακάτικα τραπέζια ― άλλο φαγητό για να φάμε, άλλο για να πάρω σε τάπερ μαζί μου. 

Δύο φορές βρήκε η Ελένη ―ως μεγαλύτερη― τον μπελά της εξαιτίας μου: την πρώτη φορά όταν, βρέφος, διέφυγα της προσοχής όλων των κοριτσιών της φαμίλιας και έπεσα από ένα τραπέζι στο πάτωμα. Ποιος είδε τον κυρ-Σωτήρη και δεν τον φοβήθηκε, όταν το έμαθε. (Το οικογενειακό καλαμπούρι για την πότε πότε εκκεντρική συμπεριφορά μου ήταν ότι έφταιγε αυτό το πέσιμο από ψηλά... Το χρησιμοποιούσα κι εγώ προς όφελός μου βέβαια· όταν τα πράγματα ζόριζαν, έλεγα «δεν φταίω εγώ, εσείς φταίτε που με ρίξατε από το τραπέζι και χτύπησα το κεφάλι μου!») Η δεύτερη φορά ήταν όταν καλοκαίρι ―δεν θα ήμουν πάνω από 10 χρονώ―, με πήραν "τα κορίτσια" (Ελένη και Σέβα) μαζί τους στην εκδρομή στον Πλαταμώνα. Το ταξίδι με το τραίνο ήταν αλησμόνητο, η θάλασσα ωραία, αλλά εγώ κάποια στιγμή κουράστηκα και ξάπλωσα κάτω από ένα δέντρο. Ο ήλιος είχε και τότε την κακή συνήθεια να μη μένει ακίνητος, έριξε τις ακτίνες του πάνω στη γυμνή πλάτη μου και την έκανε σαν της μαϊμούς τον κώλο. Όταν γύρισα στο σπίτι έκλαιγα από τον πόνο του εγκαύματος. Ούτε θυμάμαι πόσα κεσεδάκια γιαούρτι ξοδεύτηκαν εκείνο το βράδυ για να απαλύνουν τον πόνο. Επόμενο ήταν να τα "ακούσει" την επόμενη μέρα η Ελένη, που ο πατέρας μου την είχε προειδοποιήσει για το ευαίσθητο δέρμα μου. 


Δεξιά στη φωτογραφία, στα γενέθλιά μου στο Underground Εντευκτήριο (2010),
μαζί με τις αδελφές μου


Τελευταία (περιττή βέβαια) απόδειξη της απλόχωρης καρδιάς της ο τρόπος με τον οποίο υποδέχτηκε στο σπίτι της τον ψυχογιό μου, Σαρίφ, χωρίς ποτέ έως τότε να έχει παρεδώσε με πρόσφυγες ή μετανάστες.

Η Ελένη, η Τζιτζίνα μας... Άνθρωπος γενναιόδωρος παρά τη στριμωγμένη προσωπική ζωή της, δοτικός μέχρι υπερβολής, με ακοίμητη την έγνοια της για τους άλλους, με απέραντη κατανόηση, μας άφησε σήμερα απαρηγόρητα μόνους, σ' αυτήν την ακατανόητη συνθήκη όπου δεν μπορούμε ούτε καν να ξεπροβοδίσουμε τους αγαπημένους νεκρούς μας.