23.2.16

Τα γλυκά βάσανα του σινεμά



του Δημήτρη Μπούρα

πηγή: http://www.kathimerini.gr

ΘΩΜΑΣ ΛΙΝΑΡΑΣ
Κινηματογραφικά δεινά
Εκδόσεις Εντευκτηρίου


«Κινηματογραφικά δεινά». Εύστοχος τίτλος, υποδηλώνει το άγχος, ή και τον τρόμο, του κινηματογραφικού κριτικού μπροστά στη λευκή σελίδα. Κατά τον Θωμά Λιναρά, συγγραφέα του βιβλίου, «υποδηλώνει τα “γλυκά” βάσανα της κινηματογραφικής γραφής». Εχει απόλυτο δίκιο. Αν δεν γίνεις πρωταγωνιστής σε αυτή την «ταινία τρόμου», που μόνον για σένα παίζεται στην αόρατη οθόνη, δεν θα μπορέσεις ποτέ να πείσεις τον αναγνώστη σου για τη μεγάλη και ειλικρινή αγάπη σου για τις ταινίες. Εχει λόγο ύπαρξης, όμως, ένα αποσπασματικό βιβλίο με κείμενα, πείτε τα και εξομολογήσεις, για αυτές τις αγάπες; Ο συγγραφέας θα δώσει και πάλι την απάντηση κλείνοντας με μια ρήση του Νίκου Καχτίτση την εισαγωγή του: «...και το μεράκι μου είναι να πηγαίνω μυστικά στη γωνιούλα της βιβλιοθήκης μου και ανοίγοντας το βιβλίο μου να βλέπω τον εαυτό μου μέσα». Θα πρέπει να πληροφορήσουμε τον υποψήφιο αναγνώστη των «Κινηματογραφικών δεινών» πως θα πάρει στα χέρια του μια προσεγμένη έκδοση (από το εξώφυλλο, που το κοσμεί ένα έργο της Αλεξίας Ξαφοπούλου, μέχρι το ευρετήριο των τελευταίων σελίδων) που σέβεται τον πολύχρονο κόπο του Λιναρά και τον αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο. Στο διά ταύτα, στο ψαχνό του βιβλίου, ο αναγνώστης θα βρει καλογραμμένα κείμενα, για ταινίες ή σκηνοθέτες, δημοσιευμένα σε περιοδικά, ή σε αφιερωματικές εκδόσεις του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης κατά τα τελευταία 30 χρόνια.

Ο Λιναράς («σινεφίλ παλιάς κοπής, με ανήσυχο πνεύμα και ανοιχτό μυαλό», κατά τον Μισέλ Δημόπουλο) δεν είναι επαγγελματίας κριτικός, υποχρεωμένος να παρακολουθεί την επικαιρότητα. Εργάστηκε ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση και ασχολήθηκε από μεράκι με την κριτική. Πρακτικά, αυτό σημαίνει πως είχε την «πολυτέλεια» να παρακάμπτει τις ταινίες που δεν τον ταξίδευαν σε κόσμους στους οποίος θα άξιζε να ζήσει για δύο ώρες. Η σχέση του λοιπόν με το σινεμά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ένας τέλειος γάμος.
Οι μεγάλες του αγάπες, ο Βιμ Βέντερς (ο παλιός και όχι αυτό που έγινε μετά τα «Φτερά του έρωτα») και ο Γιασουχίρο Οζου βρήκαν μια θέση και στο εξώφυλλο (στον υπότιτλο του βιβλίου). Τις άλλες τις συναντάμε πιο μέσα, σε κείμενα για τον Μικελάντζελο Αντονιόνι, τον Ρομπέρ Μπρεσόν, τον Καρλ Ντράγιερ, τον Γέρζι Σκολιμόφσκι, τον Σταύρο Τόρνε και για άλλους δημιουργούς, παλιούς και νεότερους. Αντιγράφουμε από τα «Νταμάρια του ονείρου» για τον Τορνέ: «Ο κινηματογράφος του είναι ένα ακατέργαστο διαμάντι βουτηγμένο στη λάσπη. Βρώμικος, καθώς κουβαλά πάνω του τους λεκέδες, τις πληγές, τη σκόνη της πραγματικής ζωής, και ταυτόχρονα διάφανος, αφού το βλέμμα που ρίχνει πάνω στον κόσμο έχει την αθωότητα ενός παιδιού, τη σοφία ενός γέρου, την αμεσότητα και τη διαύγεια ενός χαϊκού (...) Οι ιστορίες του έχουν ως αφετηρία την εικόνα ενός ονείρου, τον ψίθυρο του ανέμου, τη μουσική της σιωπής, το βλέμμα ενός αλόγου, το κρώξιμο ενός πουλιού, τον ήχο της πέτρας πάνω στην πέτρα».

Ο Θωμάς Λιναράς υπήρξε μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού «Οθόνη» και συνεργάτης του Φεστιβάλ. Ζει στη Θεσσαλονίκη.

Αδόλφος Βαλεντίνος



της Μαρίας Ντινάκη

Οκτώ συν δύο: δέκα, επί δύο: είκοσι, μείον έξι: δεκατέσσερα. Ένα και τέσσερα: πέντε, μείον τρία: δύο.
Τέσσερις βδομάδες συν δεκατέσσερις ημέρες μας κάνει... ― Χρόνια πολλά, γλυκιά μου! Και πώς αγιάζει κανείς σήμερα; Ξέχασα να ρωτήσω τη μάνα μου.
Πάντως, ένα κι ένα κάνουν δύο, σωστά; ― Τρία. Πάντα τρία. Ιερός αριθμός. Αρχαίος επίσης. Ελληνικός, χριστιανικός και καθολικός.
Άρα, όλα καλά. Όλοι ευχαριστημένοι. Νόμιμοι. Και άνομοι. Έμποροι. Και ψώνια.                                                    
― Χρόνια πολλά, γλυκέ μου! Και ματς-μουτς. ― Τι μου πήρες; Και χρατς-χρουτς. Σήμερα γιορτάζει όλη η γη. Που α-πατούμε και που μέσα της θα μπούμε. Δεκατέσσερις το ημερολόγιο. Οι γενεές. Και το θερμόμετρο. Μείον.
Σήμερα γιορτάζει όλη η γη. Η δική μου. Κι η δική σου.
Γιορτάζει ο Άγιος. Κι ο Θεός. Ο άγιος ο ισχυρός, κι ο άγιος ο αθάνατος.
Γιορτάζουν οι αγαπημένοι. Οι άλλοι θρηνούν.
Ωραία γιορτή. Χριστιανική. Αγαπάτε αλλήλους. Διαίρει και βασίλευε.
Ωραία ημέρα. Αγάπης. Απάτης.
Στην υγειά των ερωτευμένων λοιπόν. Στην υγειά του Κριτία. 

19.2.16

Πέθανε η Χάρπερ Λι



πηγή: http://www.efsyn.gr

Συγγραφέας του Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια

Η Χάρπερ Λι, η συγγραφέας που έγινε γνωστή με το αριστούργημα Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια [To Kill A Mockingbird], έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών.

Γεννημένη το 1926 στον Μονρόεβιλ της Αλαμπάμα και σε ηλικία 22 ετών εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, για να εργαστεί σε αεροπορική εταιρεία. Σύντομα αποφάσισε να αφιερωθεί στη συγγραφή.

Το Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια γράφτηκε μέσα σε μια δεκαετία περίπου και μετά την έκδοσή του το 1960 της χάρισε ένα βραβείο Πούλιτζερ και διεθνή αναγνώριση.

Το βιβλίο, που γυρίστηκε και ταινία με πρωταγωνιστή τον Γκρέγκορι Πεκ το 1962 και απέσπασε τρία Όσκαρ, ασχολείται με τον παραλογισμό του ρατσισμού στον Νότο των ΗΠΑ τη δεκαετία του '30 και τις συνέπειές του για λευκούς και μαύρους.

Εξακολουθεί και διδάσκεται στα σχολεία των ΗΠΑ.

Πέρυσι κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο της, το Βάλε έναν φύλακα [Go get a watchman],* το οποίο είχε γράψει πριν από τα Κοτσύφια και «μοιράζονται» τον ίδιο κεντρικό ήρωα.
Για την ακρίβεια, το Βάλε έναν φύλακα ήταν η αφορμή για να γράψει τα Κοτσύφια, κάτι σαν προπομπός τους.


Η Χάρπερ Λι ήταν συμμαθήτρια στο δημοτικό με τον συγγραφέα Τρούμαν Καπότε, ο οποίος μάλιστα της είχε αφιερώσει το έργο του Εν ψυχρώ.


* Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που είχε γράψει στα μέσα της δεκαετίας του ΄50, με τίτλο «Go set a watchman», ωστόσο ο εκδότης της τη συμβούλεψε να ξαναδουλέψει τα φλας μπακ της ιστορίας της μέσα από τη ματιά ενός παιδιού, γεγονός που την οδήγησε στα «Κοτσύφια». Η Χάρπερ (φωτ. του 2007) θεωρούσε το ανέκδοτο μυθιστόρημα χαμένο και εξεπλάγη όταν αυτό βρέθηκε το περασμένο καλοκαίρι μέσα σε ένα δαχτυλόγραφο των «Κοτσυφιών». Ηρωίδα είναι και πάλι η Σκάουτ, κόρη του περίφημου δικηγόρου Ατικους Φιντς, ήρωα των «Κοτσυφιών». Είναι όμως, ενήλικη, 20 χρόνια μετά, ενώ την απασχολούν προσωπικά και πολιτικά ζητήματα στην Αμερική του Νότου του΄50.


16.2.16

Τριάντα ένα χρόνια από τον θάνατο του Γιώργου Ιωάννου



Του Γιώργου Κορδομενίδη

Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Ενα βράδυ Σαββάτου επέστρεφα από τις Σέρρες στη Θεσσαλονίκη, σκοτισμένος και βαρύς, έχοντας αφήσει πίσω μου έναν φίλο ανήσυχο για την υγεία του. Λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη με υποδέχτηκε μια ομίχλη απροσδόκητη, σχεδόν κινηματογραφική, έτσι όπως ξεσπούσε πάνω στο αυτοκίνητο κύματα κύματα, ύστερα εξαφανιζόταν απότομα και μετά νά σου την πάλι αίφνης μπροστά μου. Προσέχοντας τη σωτήρια σ' αυτές τις περιπτώσεις λευκή διαχωριστική γραμμή, σκεφτόμουνα ταυτόχρονα φράσεις από το διήγημα του Γιώργου Ιωάννου «Ομίχλη». Τη νύχτα, ο πεθαμένος ήδη από το με­σημέρι φίλος μου με επισκέφθηκε στον ύπνο μου. Αναψε το λαμπατέρ στο υπνο­δω­μάτιο όπως μόνον οι πεθαμένοι μπορούν και το κάνουν κι ύστερα, λέει, μου πρότεινε: «Πάμε μια βόλτα στην παραλία; Εχει ομίχλη, και μ' αρέσει να βαδίζω έτσι». Περπατήσαμε όχι από τη μεριά της θάλασσας μα από την άλλη πλευρά, με τις καφετέριες και τις αντι­προσωπείες αυτοκινήτων. Ο Ιωάννου, όπως συνήθιζε και στους αληθινούς περιπάτους μας, σχολίαζε τους περαστικούς: Αυτός είναι φαντάρος, στην πρώτη του έξοδο. Εκείνη εκεί είναι ανύπαντρη υπάλληλος του Οργανισμού Εγγείων Βελτιώσεων και επιστρέφει σπίτι της από επίσκεψη στην αδελφή της. Ο άλλος είναι επαρχιώτης και ήρθε στη συμπρωτεύουσα για ψυχαγωγία. Γελούσαμε με τα αυθαίρετα και καλόβολα σχόλιά του, κι ύστερα καθόμασταν για έναν καφέ ή μια πορτοκαλάδα στο «Αιγαίον». Αν περπα­τούσαμε τώρα στην παραλία, θα σχολίαζε πως κι αυτό άλλαξε στυλ, κι από παραδοσιακό καφενείο εκσυγχρονίστηκε.

Πρωτοδιάβασα Ιωάννου το 1980: τον Επιτάφιο θρήνο, που είχε κυκλοφορήσει εκείνη τη χρονιά, κατά τη γνώμη μου πυρηνικό βιβλίο μέσα στο συνολικό του έργο. Κι αμέσως μετά ό,τι δικό του βγήκε την ίδια εποχή: την Ομόνοια, μια αυτοπρόσωπη ξενάγηση στη μεγάλη αυλή των (ελληνικών μόνο, τότε) θαυμάτων· τη Στράτωνος μούσα παιδική, μετάφραση αρχαιοελληνικών παιδεραστικών ποιημάτων. Κι έπειτα, ένα-ένα, τα προηγούμενα βι­βλία του.

Τον ίδιο τον Ιωάννου τον γνώρισα μόλις το 1982, με αφορμή μια συνέντευξη που μου παραχώρησε τότε για το κρατικό ραδιόφωνο. [Η συνέντευξη εκείνη διασώζεται πλέον στο βιβλίο Γιώργος Ιωάννου: Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής. Συνεντεύξεις (1974-1985). Πρόλογος-επιμέλεια: Γιώργος Αναστασιάδης. Αθήνα, Κέδρος 1996.] Πριν από τη συνέντευξη όμως, με εξάντλησε σε μια δίωρη βόλτα στην πρωτομαγιάτικη Θεσσαλονίκη. Ηταν η πρώτη μου επαφή με τη μυθολογία της πόλης, που καλλιεργούσε ο Ιωάννου, αλλά κι η είσοδός μου στον γοητευτικό ατομικό του μικρόκοσμο. Τέτοιες βόλτες στη Θεσσαλο­νί­κη, νυχτερινές κυρίως, ήταν ένας από τους άξονες πάνω στους οποίους κινήθηκε η σχέση του μαζί μου (οι άλλοι ήταν η αλληλογραφία μας και οι επισκέψεις μου, Κυριακή πρωί συνήθως, στο σπίτι του στην αθηναϊκή οδό Δεληγιάννη).

Από τη μόλις τρίχρονη συναναστροφή μας, που σχεδόν εξαρχής πήρε χαρακτήρα θερμής, αμφίδρομης φιλίας, έχω να θυμάμαι πολλά. Πρώτα πρώτα, την εμπιστοσύνη με την οποία με περιέβαλε εξαρχής, παρά το γεγονός ότι ήξερε πως προερχόμουν από ένα πνευματικό περιβάλλον που εκείνος θεωρούσε σφόδρα εχθρικό ― εννοώ τη Διαγώνιο, περιοδικό του κάποτε επιστήθιου φίλου του, Ντίνου Χριστιανόπουλου. Υστερα το γεγο­νός ότι στις ώρες της συναναστροφής μας, είτε στη Θεσσαλονίκη είτε στην Αθήνα, δεν μονοπωλούσε τον χρόνο, μιλώντας για κείνον, για το έργο του και τα ενδιαφέροντά του, αλλά προκαλούσε κι ενθάρρυνε και μένα να μιλώ για τα δικά μου έργα και τις δικές μου ημέρες ― και νύχτες, καμιά φορά...

Κι ανάμεσα σ' αυτές τις συναντήσεις, μικρά μπιλιέτα με τα χαρακτηριστικά φύλλα κισσού στην επάνω αριστερά γωνία και τον στρογγυλό γραφικό του χαρακτήρα· μπιλιέτα που συνόδευαν κάποιο καινούριο βιβλίο, νέο τεύχος του μονοφωνικού του Φυλλαδίου ή καμιά εγκύκλιο, που κατακεραύνωνε κάποιον που υπερέβαινε, κατά τη γνώμη του, τα εσκαμμένα. Αραιά και πού κανένα τηλεφώνημα, συνήθως Σάββατο απόγευμα, με ειρωνικά σχόλια για τους «Αθηναίους [συγγραφείς], που είναι συνέχεια στον δρόμο και δεν καταλαβαίνει κανείς πότε συγκεντρώνονται να γράψουν και να διαβάσουν» αλλά και με πληροφορίες για τα τρέχοντα και για τα επικείμενα σχέδιά του... Τα χρονογρα­φή­ματά του στις αθηναϊκές εφημερίδες, οι μαχητικές επιστολές του, οι εκτενείς συνεντεύ­ξεις του ή οι εμφανίσεις του στην τηλεόραση ήταν οι άλλοι τρόποι της έμμεσης επι­κοινωνίας μας. Μιας επικοινωνίας που συνεχίζεται πια χωρίς εκείνον αλλά με εκείνον, όπως συνεχίζεται η σιωπηλή, εσωτερική συνομιλία μας με όλους τους ανθρώπους (συγγενείς, φίλους, ερωτικούς συντρόφους και πάει λέγοντας) που αρνούμαστε να παραδώσουμε στη λήθη και συντηρούμε μέσα μας την εικόνα τους και τη φωνή τους και τα καμώματά τους...

Λένε ότι κάθε λογοτεχνικό έργο κρίνεται οριστικά από την αντοχή του στον χρόνο μετά τον θάνατο του δημιουργού του· δηλαδή όταν ο συγγραφέας δεν είναι σε θέση να το υποστηρίξει με τη φυσική του παρουσία, με ομιλίες του ίδιου ή άλλων γι' αυτό, συ­νε­ντεύξεις, “φίλιες” κριτικές και άλλα τέτοια, γνωστά τερτίπια.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα ακριβή στοιχεία για το ενδιαφέρον του σημερινού ανα­γνωστικού κοινού σχετικά με το πεζογραφικό αλλά και το υπόλοιπο έργο του Γιώργου Ιωάννου, από τον πρόωρο θάνατο του οποίου συμπληρώνονται σήμερα τριάντα ολόκληρα χρόνια. Η εντύπωση που επικρατεί πάντως είναι ότι το έργο αυτό παραμένει δημοφιλές, σε ανα­μενόμενη απόσταση φυσικά από την προ του θανάτου του συγγραφέα κυκλοφορία του, κρατώντας τον σταθερά μεταξύ των πρώτων ονομάτων της μεταπολεμικής μας πε­ζο­γραφίας.
Το φαινόμενο γίνεται πιο εντυπωσιακό αν προσμετρήσει κανείς τις θεωρούμενες ως ιδιομορφίες της πεζογραφίας του Ιωάννου: τον ιδιότυπο, απολύτως προσωπικό του λόγο· την ταύτιση των κειμένων του με συγκεκριμένους τόπους (Θεσσαλονίκη καταρχάς και κατά μέγα μέρος, Αθήνα στο υπόλοιπο) ή τη μετακίνηση και την παλινδρόμηση ανάμεσά τους· τον ασφυκτικά αυτοαναφορικό χαρακτήρα τους, καθώς όλα σχεδόν στηρίζονται σε βιωματικό υπόβαθρο. Παραμένει βέβαια ζητούμενη η μαγική συνταγή με την οποία ο συγγραφέας του Επιτάφιου θρήνου μετέτρεπε την ατομική εξομολόγηση σε παναν­θρώ­πι­νη.

Δεν είμαι βέβαιος αν η περίπτωση Ιωάννου χρειάζεται τέτοιες, χάριν μνημοσύνου, αναφορές. Σκέφτομαι συχνά ότι το έργο του τον καθιστά τόσο παρόντα, ώστε του ταιριάζει περισσότερο να τον αισθανόμαστε σιωπηλό μεταξύ μας. Τα οδόσημα που άφη­σε άλλωστε στο πέρασμά του από τον κόσμο μας είναι τόσο πυκνά, προορισμένα για όσους τον γνώρισαν μέσα από τα βιβλία του αλλά και γι' αυτούς που ευτύχησαν να συν­δεθούν κάπως περισσότερο μαζί του. Οδόσημα που μας θυμίζουν πως ο Ιωάννου –για να αντιγράψω τον Γιάννη Βαρβέρη― «είχε τη συμπεριφορά του αίματος: κυλούσε, έτρεφε, έκαιγε, ζωογονούσε, θυμόταν, θύμωνε, εκδικιόταν, αλλά νερό δε γινόταν. Ηταν “το δικό μας αίμα”».

9.2.16

Τρία βιβλία στο κομοδίνο της Έφης Αντωνίου



Αυτή τη στιγμή υπάρχουν τρία βιβλία στο  κομοδίνο μου.

1.
The Christmas Truceτης Carol Ann Duffy. Έφτασε ως δώρο, από φίλη – πρώην μαθήτρια, τις ημέρες των Χριστουγέννων. Το διάβαζα και το ξαναδιάβαζα για πολλές ώρες εκείνη τη νύχτα. Με συνεπήρε η ιστορία της ανακωχής των Βρετανών και Γερμανών την ημέρα των Χριστουγέννων. Η ανακωχή κράτησε μία μέρα, κατά τη διάρκεια της οποίας Άγγλοι, Γάλλοι και Γερμανοί σταμάτησαν ανεπίσημα τις εχθροπραξίες του πολέμου, έψαλλαν, αντάλλαξαν δώρα, έθαψαν τους νεκρούς τους κι έπαιξαν και ποδόσφαιρο. Ο πόλεμος ξανάρχισε την επόμενη ημέρα στα χαρακώματα. Το βιβλίο είναι ένα αριστοτέχνημα γραμμένο σε μεστό, υποβλητικό ποιητικό τόνο και δεξιοτεχνώς κοσμημένο με εικονογραφήσεις του David Roberts. Το κείμενο μου θύμισε το αρχαίο κείμενο της Ιλιάδας, όπου οι εχθροπραξίες σταμάτησαν για την περισυλλογή και τον ενταφιασμό των νεκρών ή την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων, που η κήρυξη της εκεχειρίας έδινε τη δυνατότητα παρακολούθησης των αγώνων από όλους τους άνδρες ειρηνικώς.


2.
Το βιβλίο του Κωστή Κορνέτη, Τα παιδιά της δικτατορίας. Είναι ένα εξαιρετικό ιστορικό ντοκουμέντο της εποχής και διαβάζεται απνευστί. Αυτό που μου αρέσει στο βιβλίο του Κορνέτη είναι η αξιοποίηση αυθεντικών μαρτυριών πρωταγωνιστών της εποχής, όπως και η πολιτισμική πολιτική προσέγγιση των δρώμενων της εποχής. Έφτασα στη σελ. 200. Έπεται η συνέχεια.


3.
Αφού προσφάτως διάβασα τον Γιούγκερμαν, είπα να ξαναδιαβάσω τον Κίτρινο φάκελο του Καραγάτση.  Θα δείξει.

6.2.16

Ένα συνηθισμένο πρωινό Σαββάτου στον καναπέ (Κύριος Ίμο, κύριος Γιώργος)



Όταν είμαι για πολλή ώρα ανήσυχος και κάνω αταξίες, ο κύριος Γιώργος αφήνει (επιτέλους!) το γραφείο και το Mac του και πηγαίνει να καθίσει στον καναπέ ― στον οποίο φυσικά εγώ έχω προλάβει να ανέβω πριν από εκείνον. 

Εκείνος με χαϊδεύει στην πλάτη, στο κεφάλι και στο στήθος· εγώ αφήνομαι στα χάδια του για λίγο, κάνω ότι προσπαθώ να του δαγκώσω τα δάχτυλα, πότε πότε σηκώνομαι στα πίσω πόδια μου και χυμάω προς το πρόσωπό του, να του γλείψω τα μάτια (αυτό είναι το φιλί μου), αλλά φοράει γυαλιά και ενίοτε (μάλιστα, είμαι 15 μηνών πια, ξέρω και το "ενίοτε") με ενοχλεί η μυρωδιά του καπνού. 

Γενικά, μου αρέσει αυτή η φάση. Γίνεται τρεις-τέσσερις φορές τη μέρα. Θα ήθελα περισσότερες, αλλά ο κύριος Γιώργος λες και είναι καρφωμένος στο γραφείο του και τα δάχτυλά του κολλημένα στο πληκτρολόγιο. Αλλά, εντάξει, δεν έχω παράπονο, με βγάζει βόλτα τουλάχιστον τρεις φορές τη μέρα. (Δηλαδή, εγώ τον βγάζω βόλτα, γιατί έχει υπέρταση και σάκχαρο και πρέπει να βαδίζει αρκετά.)

Με λένε Κύριο Ίμο και είμαι ημίαιμο. Μπορείτε, αν θέλετε, να κάνετε like στη σελίδα μου στο Facebook.


Δείτε το βίντεο εδώ.

5.2.16

Ένα βιβλίο στο κομοδίνο της Ζαΐρας Παπαληγούρα



Άρτουρ Σνίτσλερ. Έρωτας και θάνατος: Δέκα Νουβέλες. Μετάφραση: Β. Χ. Παλιγγίνης. Αθήνα, Οδός Πανός 2015

Ο ΄Αρτουρ Σνίτσλερ γεννήθηκε στη Βιέννη το 1862 και πέθανε το 1931. Καταγόταν από οικογένεια Εβραίων (ο πατέρας του ήταν γιατρός και καθηγητής πανεπιστημίου). Σπούδασε ιατρική και άσκησε για κάποια χρόνια το επάγγελμα. Ωστόσο, γρήγορα αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία.

Το συγκεκριμένο βιβλίο μού το δώρισε η κόρη μου τα Χριστούγεννα, στα γενέθλιά μου… Ο τίτλος αμέσως τράβηξε το ενδιαφέρον μου... Γιατί τι άλλο υπάρχει στη ζωή εκτός από τον έρωτα και τον θάνατο; Το ότι το έχω στο κομοδίνο μου σημαίνει ότι δεν το έχω τελειώσει. Από τις δέκα νουβέλες έχω διαβάσει τις 2,5 και με συνεπήραν.



Η πρώτη ονομάζεται «Εγγύς θάνατος» και αφορά ένα νέο ζευγάρι. Ο άνδρας ανακοινώνει στην κοπέλα ότι έχει έναν χρόνο ζωής. Το διήγημα ξετυλίγει ―με απίστευτη μαεστρία, που δείχνει ότι ο Σνίτσλερ έχει βαθιά γνώση της ανθρώπινης ψυχής― την γκάμα των συναισθημάτων που στη διάρκεια της ασθένειας βιώνουν οι δύο αυτοί άνθρωποι.

Αρχικά η κοπέλα συγκλονίζεται με την πληροφορία.  Τη μια στιγμή δεν μπορεί να πιστέψει ότι ο σύντροφός της είναι βαριά άρρωστος και θα πεθάνει, την άλλη δηλώνει ότι δεν θέλει να τον αποχωριστεί, θέλει να πεθάνει μαζί του. Εκείνος, έχοντας βγει από την αβεβαιότητα για το αν είναι σοβαρά άρρωστος ή όχι, και γνωρίζοντας πλέον την αλήθεια, μοιάζει να αισθάνεται μια ανακούφιση. Προσπαθεί να την πείσει να τον εγκαταλείψει. 

Ωστόσο, γρήγορα αντιλαμβάνεται πόσο υποκριτικό είναι αυτό, καθώς αν αυτή ήταν μια πραγματική του επιθυμία θα εξαφανιζόταν χωρίς να την ειδοποιήσει. Καθώς περνά ο καιρός, ο φόβος του θανάτου τον κατακλύζει και δεν αντέχει στη σκέψη ότι θα πεθάνει ενώ κάποιες στιγμές μια μικρή ελπίδα δεν τον εγκαταλείπει.

Οι διάλογοι του ασθενούς με τον γιατρό του καθηλωτικοί… Μεταφέρω έναν εξ αυτών που σημείωσα στο βιβλίο:

Ασθενής: «Την περιφρόνηση της ζωής όταν είναι κανείς υγιής σαν τον θεό και την ήρεμη θεώρηση κατάματα του θανάτου, όταν περιφέρεται κανείς εποχούμενος στην Ιταλία και η ζωή ανθεί τριγύρω με τα ποικιλότατα χρώματα – τούτο το ονομάζω απλούστατα υποκρισία. Ας κλειδώσει κανείς έναν τέτοιο κύριο σε μια κάμαρα, ας τον καταδικάσει σε πυρετό και δύσπνοια, ας του πει ότι θα έχετε κηδευτεί μεταξύ 1ης Ιανουαρίου και 1ης Φεβρουαρίου του ερχόμενου έτους, και ας τον αφήσει να φιλοσοφήσει κάτι φωναχτά».

Γιατρός: «Και ο Σωκράτης;».

Ασθενής: « Ήταν θεατρίνος.. Αν είναι κανείς φυσιολογικός άνθρωπος αισθάνεται φόβο έναντι του Αγνώστου…».

Τη συνέχεια δεν την αποκαλύπτω…

Η δεύτερη νουβέλα, «Φυγή προς το σκοτάδι», αφηγείται τις τυραννικές φαντασιώσεις  ενός Ρόμπερτ, ο οποίος κάποιες στιγμές πιστεύει ότι η πρώην γυναίκα του δεν πέθανε αλλά πιθανόν να την σκότωσε ο ίδιος και άλλες ότι ο αδελφός του, ο οποίος είναι γιατρός, θέλει να τον κλείσει σε ψυχιατρική κλινική. Και σε αυτό το διήγημα η περιγραφή του παραληρήματος είναι εξαιρετική. Παρακολουθεί ο αναγνώστης με αυξανόμενο άγχος τις σκέψεις του Ρόμπερτ, που δείχνουν τη γνώση της ψυχοπαθολογίας που είχε ο συγγραφέας.

Η τρίτη νουβέλα, την οποία διαβάζω τώρα, τιτλοφορείται «Ονειρική νουβέλα» και προς το παρόν με έχει γοητεύσει ο διαφαινόμενος ερωτισμός.



4.2.16

Ένα βιβλίο στο κομοδίνο της Λένας Αγαθοπούλου


Francis Bacon, Blood on Pavement, 1988

Δημοσθένης ΠαπαμάρκοςΓκιακ: Διηγήματα. Αθήνα, Αντίποδες 2014, 128 σ.

Γκιακ στ’ αρβανίτικα σημαίνει αίμα, δεσμός αίματος, φόνος αντεκδίκησης, φυλή.  Εννιά τα διηγήματα του βιβλίου, ή μάλλον οκτώ, γιατί το πέμπτο, «Παραλογή», αποτελεί δημοτικό ποίημα που αφηγείται τη συνάντηση μιας νεαρής χήρας με τον Χάρο.

Αλλά η δικιά σου η καρδιά το χορτασμό δεν έχει
και το πρωί που ξύπνησες και πάλι επεινούσες
τον άντρα μου τον ακριβό λιανίζεις και τον τρώγεις
Σαν το σκυλί το άγριο που γνωριμιά δε δίνει
Μόνο χυμάει και δαγκά το χέρι που το θρέφει.

                                           (σ. 59)

Τα πρόσωπα των διηγημάτων κουβαλούν τα εγκλήματά τους, όσα διέπραξαν στη Μικρασιατική Εκστρατεία, αλλά και εγκλήματα αντεκδίκησης όταν επέστρεψαν από τον πόλεμο στο χωριό τους. Και στο χωριό δεν υπάρχει πια θέση για μερικούς απ’ αυτούς, όπως τον Αργύρη, που όταν τον ρωτάνε τι έγινε στον πόλεμο, λέει την αλήθεια, γι’ αυτό αναγκάζεται να φύγει στην Αμερική. Εκεί εξασκεί το επάγγελμα στο οποίο είναι ο καλύτερος: Να παραλύει μοσχάρια για σφαγή χτυπώντας τα «Με τη βαρειά κατευθείαν στο κούτελο, στο δοξαπατρί» (σ. 110).

Έκδηλη μεταμέλεια δεν υπάρχει γιατί τα κρίματα είναι πολύ βαριά.  Στο ερώτημα «πόσο αίμα αθώων έχεις χύσει παιδάκι μ’;», ο Αργύρης απαντάει «γι’ αυτό είναι το αίμα, πατέρα. Για να χύνεται» (σ. 115). «Αυτή είναι η αλήθεια όμως. Ούτε περηφανεύομαι ούτε ντρέπομαι» λέει ο Τακούλης (σ. 22), ενώ σε άλλο διήγημα ο αφηγητής δηλώνει: «Έχασα την πίστη μ’ κείθε πέρα. Έκαμα και είδα πράματα και κατάλαβα ότι οι χειρότεροι δαιμόνοι είναι οι ανθρώποι» (σ. 53).



Με γραφή λιτή σε αρβανίτικη διάλεκτο, ο μόλις 32 χρονών συγγραφέας μας προσφέρει μια συλλογή από σπαρακτικά διηγήματα, χωρίς έκδηλο σπαραγμό. «Κείθε πέρα στην Τουρκιά χίλιες μάνες καταριούνται τ’ όνομά μ’, ε, ας είσ’ είναι κι εδώ ακόμα μία» (σ. 116), λέει ο Αργύρης, ένας άνθρωπος σαν τους περισσότερους άλλους, που «ξέμαθαν να χαίρονται».

Άρχισα να διαβάζω το Γκιακ στο λεωφορείο. Κατέβηκα δύο στάσεις παρακάτω από το σπίτι μου, απορροφημένη από ένα διήγημα. Εξαιρετική γραφή. Περιμένω με ανυπομονησία  το επόμενο βιβλίο του Δημοσθένη Παπαμάρκου.