31.8.11

«ΜΟΤΙΒΟ», ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΞΑΝΘΙΩΤΗ


ΜΟΤΙΒΟ

Ουρλιαχτά
παγιδευμένων ζώων
οι φωνές μας.

Οι καπνοί
των τσιγάρων μας
προπετάσματα για την αμηχανία.

Το καρδιοχτύπι μας
κάθε στιγμή
ήχος ταμπούρλου
σε παρέλαση εθνικής επετείου

Και εμείς
πάντα νηστικοί
για χάδια και χαμόγελα
αιώνια εκτεθειμένοι
σε φευγαλέες γνωριμίες
και, σχεδόν πάντα, προδομένοι.

[Εντευκτήριο, τχ. 1, Οκτώβριος 1987]

21.8.11

Ο «ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ» ΓΙΑ ΤΟ «ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ» ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ



ΠΕΘΑΝΕ Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΝΙΚΟΣ ΘΕΜΕΛΗΣ


Την τελευταία του πνοή άφησε σήμερα το απόγευμα ο συγγραφέας Νίκος Θέμελης, ο οποίος επί σειράν ετών υπήρξε συνεργάτης και διευθυντής του γραφείου του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη.

Ο Νίκος Θέμελης πέθανε σε ηλικία 64 ετών, μετά από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο.
Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία, όπου το 1975 εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή του σε θέματα Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Εργάστηκε στην Αγροτική Τράπεζα, στο υπουργείο Οικονομικών και στη Νομική Υπηρεσία του Συμβουλίου Υπουργών στις Βρυξέλλες.
Από το 1981 υπήρξε συνεργάτης του Κώστα Σημίτη, ακολουθώντας τον στα υπουργεία Γεωργίας, Εθνικής Οικονομίας, Παιδείας, Βιομηχανίας και στα πρωθυπουργικά του καθήκοντα μεταξύ 1996-2004.
Δημοσίευσε τα μυθιστορήματα: Η αναζήτηση (1998), Η ανατροπή (2000), Η αναλαμπή (2003), Για μια συντροφιά ανάμεσά μας (2005), Μια ζωή δυο ζωές (2007) και Οι αλήθειες των άλλων (2008) -- όλα από τις εκδόσεις Κέδρος. Πέρυσι κυκλοφόρησε από το Μεταίχμιο το τελευταίο του μυθιστόρημα, Η συμφωνία των ονείρων.
Θεματολογικά, στα μυθιστορήματά του αναφέρεται σε μια μεγάλη περίοδο του ελληνισμού των τελευταίων τριών αιώνων, τόσο στο χώρο της διασποράς όσο και στο χώρο της αναδυόμενης νεοελληνικής αστικής τάξης.
Η αναπαράσταση της εποχής -με πραγματολογικό υλικό και μυθοπλασία- αποτελεί τον καμβά όπου υφαίνεται η σύγκρουση ιδεών, η αμφισβήτηση και η ανατροπή στερεοτύπων, οι κοσμοϊστορικές αλλαγές της κεντρικής Ευρώπης, αλλά και τα μυστήρια της ψυχής, καθώς και ζητήματα που σχετίζονται με την ατομική και τη συλλογική ταυτότητα.

20.8.11

Η ΒΑΝΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΚΛΕΙΣΙΜΟ ΤΟΥ 9,58 FM

(από το site του περιοδικού Παράλλαξη: http://www.parallaximag.gr)

Πρώτοι ήταν οι αμαθείς συμπλεγματικοί, που από διάφορες θέσεις ευθύνης, όπου Κύριος οίδε πως έφτασαν, δεν δίστασαν να ροκανίζουν τη λειτουργία του, να υπονομεύουν τις προσπάθειές του, να περικόπτουν τον προϋπολογισμό του, να τον απειλούν εγγράφως με κλείσιμο...
Μετά οι απολίτιστοι με κουλτούρα νυχτομάγαζων, που στην ολέθρια δεξιά παρένθεση πήραν τις τύχες της ΕΡΤ 3 στα χέρια τους και φρόντισαν για τη συστηματική συρρίκνωση του, διέκοψαν κάθε παράλληλη δραστηριότητά του, τον υποβάθμισαν αισθητικά και ποιοτικά, απομάκρυναν από τη συχνότητά του όλους τους σημαντικούς του πνεύματος και της τέχνης, αυτούς που τον τιμούσαν με τη συνεργασία τους, για λόγους δήθεν οικονομικούς, όταν για τα τομάρια τους εξασφάλιζαν μηνιαίο μισθό πολλών χιλιάδων ευρώ.
Ύστερα τα συντεχνιακά συμφέροντα, οι τεχνικοί που ποτέ δεν επαρκούσαν για όλες τις βάρδιες, άσε που προτιμούσαν να εργάζονται στα ολοκαίνουργια μηχανήματα του 102fm, η μνήμη των υπολογιστών, που ποτέ δεν είχε αρκετό χώρο για να αποθηκευτούν σπουδαίες καταγραφές, η αδιαφορία για τις παρεμβολές, οι πομποί που όλο έπεφταν χωρίς κανέναν παρόντα για να φροντίσει την επαναλειτουργία τους…
Ήταν και κάποιοι από τους ανθρώπους του, που γρήγορα ξέχασαν κι ακόμη πιο εύκολα απαρνήθηκαν τους αρχικούς στόχους και βολεύτηκαν χωρίς αντίρρηση στην πολιτική της «ήσσονος προσπάθειας», που προέκρινε η διεύθυνση δίνοντας πρώτη το παράδειγμα, όταν αντί για εκπομπή παρέδιδαν για δέκατη μπορεί και για εικοστή φορά την ίδια επανάληψη, κι όταν έφταναν στο σταθμό για το «πάρεργο» τρία λεπτά πριν βγουν στον αέρα και έφευγαν πριν τελειώσει το σήμα της εκπομπής τους.
Ήρθε και η έλλειψη κάθε αντίστασης, όταν σε μια νύχτα ο σταθμός έχασε την έδρα του και με ποικίλα προσχήματα και χωρίς να αντιδράσει ούτε μία από τις μαριονέτες της διοίκησης, της διεύθυνσης ή των συνδικαλιστών, μετακόμισε για να υπολειτουργεί στις εγκαταστάσεις του «αδελφού» σταθμού της «ενημέρωσης» και των σκυλάδικων, στον οποίο η λέξη και μόνο Πολιτισμός προκαλεί ανέκαθεν αλλεργία.
Τέλος, προέκυψε και η λαίλαπα των αδίστακτων νεόκοπων «κηπουρών», των Γερουλάνων και των Μόσιαλων, που βρέθηκαν στη μοιραία για τον τόπο κυβέρνηση των ανδρεικέλων του ΔΝΤ, για να κατεδαφίσουν ιστορία και θεσμούς, που καταφέρανε τη χαριστική βολή στο ραδιόφωνο του Πολιτισμού, τον 9.58 fm, που το 1994, σε χρόνια δημιουργίας και ανάτασης δημιουργήθηκε – φαντάσου!- με την υπογραφή του Ευάγγελου Βενιζέλου, υποστηρίχθηκε με θέρμη από τον Γενικό Διευθυντή Μιχάλη Αλεξανδρίδη, διαφημίστηκε με τη φωνή της Μελίνας, σηματοδοτήθηκε από τη μουσική του Θάνου Μικρούτσικου, υπηρετήθηκε με αφοσίωση από τουλάχιστον πενήντα συνεργάτες, συμβασιούχους με πενιχρές αμοιβές για να προσφέρει στην υπόθεση του Πολιτισμού, της Θεσσαλονίκης και της Βόρειας Ελλάδας. Μάταιος κόπος ήταν όλα!
Γι αυτό, τον 9.58 όλοι μαζί τον φάγανε!

Βάνα Χαραλαμπίδου (τυχερή που συμμετείχα στη δημιουργία του, περήφανη για το έργο που παραδώσαμε επί έντεκα χρόνια και με αισθήματα απέραντης πικρίας για τη θλιβερή κατάληξη, τα οποία αδυνατώ να περιγράψω.)

19.8.11

ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΤΑΡΓΗΘΕΙ Ο 9,58FM της ΕΡΤ3

Πριν από λίγο έστειλα, μέσω Facebook, στον υπουργό Επικρατείας Ηλία Μόσιαλο (με κοινοποίηση στον Ευάγγελο Βενιζέλο και τον Γ. Α. Παπανδρέου) το ακόλουθο μήνυμα

Αξιότιμε κύριε Υπουργέ,

πριν από λίγη ώρα πληροφορήθηκα την απόφασή σας να συγχωνευτεί ο 9,58 με τα άλλα δύο ραδιόφωνα της ΕΡΤ3 στη Θεσσαλονίκη.

Είναι προφανές ―και συγχωρήστε με αν σας αδικώ― ότι αγνοείτε πως ο 9,58 εδώ και 18 χρόνια είναι κάτι περισσότερο από μια απλή συχνότητα που ανήκει στην ΕΡΤ: είναι η μοναδική φωνή για τον πολιτισμό στη Θεσσαλονίκη, που δεν μεταδίδει (απλώς) ειδήσεις αλλά (και) τις δημιουργεί μέσα από τις εκπομπές του (και παλαιότερα μέσω ποικίλων εξω-ραδιοφωνικών δραστηριοτήτων ―έκδοση βιβλίων και cd, ημερίδες, εκδηλώσεις στην πόλη κ.ά.―, μερικές από τις οποίες μάλιστα υποστηρίξατε ουσιαστικά και αποτελεσματικά ως υπουργός Πολιτισμού.

Στη Θεσσαλονίκη ήδη η απόφαση αυτή έχει προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση και (δικαιολογημένη) οργή. Το Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ στην Αθήνα θα αναβαθμιστεί, αλλά το «Τρίτο Πρόγραμμα» της Θεσσαλονίκης, ο 9,58 δηλαδή, στην πραγματικότητα καταργείται.

Όλοι αντιλαμβανόμαστε την ανάγκη για οικονομία, περικοπές δαπανών κτλ. Κανείς, φαντάζομαι, δεν θα ενοχλούνταν αν οι ξεχωριστές εγκαταστάσεις του 9,58 μεταφέρονταν στις εγκαταστάσεις της ραδιοφωνίας της ΕΡΤ3 ή αν κόβονταν, για λόγους οικονομίας, ορισμένες εκπομπές ή δεν ανανεώνονταν μερικές συμβάσεις εξωτερικών συνεργατών. Η κατάργηση όμως ενός ιστορικού ―λόγω του υψηλού επιπέδου των εκπομπών του και των λαμπρών συνεργατών του― ραδιοφώνου στερείται κάθε λογικής.

Σας καλώ και σας παρακαλώ να αναθεωρήσετε την απόφαση για κατάργηση του 9,58, που δείχνει πως αυτοί που σας την εισηγήθηκαν αγνοούν την ταυτότητα του προγράμματος αυτού και την τεράστια συμβολή του στην πολιτιστική ζωή της Θεσσαλονίκης.

Με τιμή, Γιώργος Κορδομενίδης
Εκδότης/διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού «Εντευκτήριο»
επί 15ετία συνεργάτης του 9,58fm (απομακρυνθείς επί ΝΔ)

Διαμαρτυρηθείτε στον υπουργό Επικρατείας Ηλία Μόσιαλο (http://www.facebook.com/e.a.mossialos), τον αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης και βουλευτή Θεσσαλονίκης Ευάγγελο Βενιζέλο (http://www.facebook.com/evenizelos), καθώς και στον πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου (http://www.facebook.com/george.a.papandreou) για την παράλογη απόφαση να κλείσει ο 9,58.

Η ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΕΝΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΣΤΑΘΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, ΤΟΥ 9,58FM

Άκουσα μόλις από τον υπουργό ΜΜΕ Ηλία Μόσιαλο, σε απευθείας μετάδοση, την κατάργηση του 9,58fm μέσω της συγχώνευσής του με τον 102fm. Μπορώ να καταλάβω τη συγχώνευση των ξεχωριστών εγκαταστάσεων του 9,58, ίσως την περικοπή --για λόγους οικονομίας-- μερικών εκπομπών του, αλλά δεν μπορώ να αντιληφθώ σε τι εξυπηρετεί η κατάργηση της συχνότητας ενός ιστορικού ραδιοφωνικού σταθμού, ιστορικού όχι τόσο λόγω πολύχρονης λειτουργίας του όσο λόγω της ιδιομορφίας, της ποικιλίας και του υψηλού επιπέδου του προγράμματός του, χάρη στη Βάνα Χαραλαμπίδου, που το εμπνεύστηκε και το έστησε και το "έτρεξε", πλαισιωμένη από άξιους και δημιουργικούς συνεργάτες. Είναι κρίμα, αλλά αυτοί που αποφασίζουν το κάνουν χωρίς συναίσθηση της ευθύνης τους απέναντι στον ελληνικό λαό, που διαρκώς επικαλούνται.

17.8.11

ΑΦΙΕΡΩΜΑ «ΤΟΥ ΚΟΡΜΙΟΥ ΤΑ ΠΑΘΗ» ΣΤΟ ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

Μεγάλο και προκλητικό αφιέρωμα
στο καλοκαιρινό τεύχος του Εντευκτηρίου

«Εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί»: Του κορμιού τα πάθη

Ελληνική και ξένη ποίηση και πεζογραφία,
ζωγραφική και φωτογραφικό ένθετο


Μια “ανοιχτή” σε ερμηνείες φράση του Αποστόλου Παύλου στην Προς Κορινθίους Β´ επιστολή του τιτλοδοτεί το αφιέρωμα που δημοσιεύεται στο καλοκαιρινό τεύχος του περιοδικού «Εντευκτήριο», που μόλις κυκλοφόρησε: «Εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί [ίνα μη υπεραίρωμαι]», με ενδεικτικό υπότιτλο «Του κορμιού τα πάθη». (Κατά το Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, του Δ. Δημητράκου, σκόλοψ: σώμα επίμηκες εις οξύ απολήγον, ιδίως πάσσαλος, παλούκι, μεταφ. πάθησις, νόσος.)
Η “ανοιχτότητα” ακριβώς της ερμηνείας της αποστολικής φράσης επέτρεψε τις εντυπωσιακά ποικίλες προσεγγίσεις του θέματος από μεγάλο αριθμό πεζογράφων και ποιητών, οι οποίοι ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στην πρόταση του «Εντευκτηρίου», σε βαθμό ώστε το αφιέρωμα να παρουσιάζεται σε δύο μέρη (το δεύτερο στο επόμενο τεύχος, Νο 94, που θα κυκλοφορήσει στις αρχές Οκτωβρίου).

Σ’ αυτό το πρώτο μέρος του αφιερώματος προτάσσεται η χειρόγραφη μετάφραση ενός ποιήματος του Βερλαίν από τον Γιάννη Βαρβέρη, ο οποίος έστειλε τη συνεργασία του στο «Εντευκτήριο» λίγες μέρες πριν από τον αδόκητο θάνατό του. Ακολουθούν πεζά και ποιήματα που ξετυλίγουν το νήμα: Σώματα ανθρώπων και ζώων, η υπερηφάνεια που συνδυάζεται με ένα σωματικό κουσούρι, ο αυτοσαρκασμός και η συμφιλίωση με τα τραύματα, το κρυφτό πίσω από σχέσεις, καθρέφτες, αντικατοπτρισμούς. Το σώμα που δεν αντέχει τον εαυτό του και όλο δοκιμάζει ένα καλύτερο δέρμα· που ασφυκτιά μέσα σε δωμάτια, που ερωτεύεται τον ίδιο του τον εαυτό και περιμένει τη βεβαίωση της ομορφιάς του από κάτι ή κάποιον έξω από αυτό. Ο άνθρωπος αντιμέτωπος με τη χειροπιαστή απόδειξη της ύπαρξής του.


Τα κείμενα του πρώτου μέρους του αφιερώματος υπογράφουν οι: Δημήτρης Αθηνάκης, Γιώργος Βέλτσος, Νίκος Αδάμ Βουδούρης, Γιοβάννα, Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Κατερίνα Δασκαλάκη, Άκης Δήμου, Κώστας Καβανόζης, Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, Μαίρη Κιτροέφ, Θωμάς Κοροβίνης, Μαρία Κουγιουμτζή, Παναγιώτης Κουσαθανάς, Χρίστος Κυθρεώτης, Μάνος Λουκάκης, ΄Αρης Μαραγκόπουλος, Γιώργος Μαρκόπουλος, Κωνσταντίνος Ματσούκας, Αλεξάνδρα Μέξα, Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Γιάννα Μπούκοβα, Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης, Θανάσης Θ. Νιάρχος και Δημήτρης Νόλλας. Ακόμη, δημοσιεύονται ποίημα του Πωλ Ελυάρ (μετ. Οδυσσέα Ελύτη) και πεζά των Χουάν Εδουάρδο Θούνιγα και Χινές Κουτίγιας (σε ομαδική μετάφραση υπό την εποπτεία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου).
Το αφιέρωμα στου κορμιού τα πάθη κοσμεί ζωγραφική των John Kirby, Gustav Klimt, Ξενοφώντα Μπήτσικα, Jean Antoine Watteau, Γιάννη Τσαρούχη, Δήμητρας Καμαράκη, Amedeo Modigliani, Γιάννη Μόραλη, Νίκης Καραγάτση, Μάρθας Χριστοφόγλου, Γιώργου Ρόρρη, Διαμαντή Διαμαντόπουλου, Αλέξη Βερούκα, Egon Schiele, Michael Leonard, Giorgio de Chirico, Jenny Saville, Jimmie Durham, Kevin Sinnott, Damien Hirst, Paul Burke - Gayla Chandler, Χρήστου Θ. Μποκόρου.


ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ         Πολυσέλιδη είναι και στο τεύχος αυτό η ενότητα των βιβλιοκρισιών και παρουσιάσεων. Γράφουν: Βαγγέλης Χατζηβασιλείου (για την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ)· Τιτίκα Δημητρούλια (για τον Παναγιώτη Κουσαθανά)· Μαρία Στασινοπούλου (για τον Γιώργο Συμπάρδη)· Θεόδωρος Γρηγοριάδης (για τον Θωμά Κοροβίνη)· Γ. Δ. Παγανός (για τη Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου), Μαρία Β. Βασιλάκη (για τον Κώστα Καβανόζη), Γεωργία Τριανταφυλλίδου (για τον Νάσο Βαγενά)· Λευτέρης Ξανθόπουλος (για τον Δημήτρη Κοσμόπουλο)· Νίκος Σιδέρης (για τον Γιάννη Κοντό)· Δημήτρης Μάνος (για τον Γιάννη Ξανθούλη)· Μυρτώ Αναγνωστοπούλου (για τη Μαρία Καραγιάννη)· Λάμπρος Σκουζάκης (για τον Γκεόργκι Γκρόζντεβ)· Μάκης Καραγιάννης (για τον Ε. Γ. Ουέλλς)· Ανθούλα Δανιήλ (για τη Γιώτα Αργυροπούλου) και Γιώργος Κορδομενίδης (για τον Δημήτρη Στεφανάκη). Στη νέα στήλη «Χαραμάδα», η Βάνα Χαραλαμπίδου σχολιάζει πρόσφατα κυρίως βιβλία που αναφέρονται στην πολιτική και κοινωνική κινητοποίηση σε διάφορα σημεία του κόσμου, στα «Εισερχόμενα» ο Δημήτρης Η. Παστουρματζής ξεφυλλίζει μερικές από τις νέες “παραλαβές” στη βιβλιοθήκη του «Εντευκτηρίου», ενώ στη στήλη «Βιβλία στο κομοδίνο» ο διευθυντής του περιοδικού ρίχνει λοξές ματιές σε μεγάλο αριθμό πρόσφατων εκδόσεων.

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΝΟ ΘΑΣΙΤΗ        Ο Ευριπίδης Γαραντούδης γράφει για την πρόσφατη έκδοση των ποιητικών απάντων του Θεσσαλονικιού ποιητή και δοκιμιογράφου, ο Σπύρος Βούγιας αναφέρεται στην προσωπική του σχέση με τον Θασίτη κι ο Γιάννης Καρατζόγλου εισφέρει με προσωπική μαρτυρία από τη συνάντηση του Θασίτη με τον Γιάννη Ρίτσο στον Μόλυβο της Μυτιλήνης και στο Καρλόβασι της Σάμου.

ΚΑΠΝΙΣΤΗΡΙΟ – ΑΠΟΥΣΙΟΛΟΓΙΟ        Η κριτική θεάτρου της Ζωής Βερβεροπούλου στο τεύχος αυτό αφορά πρόσφατες παραστάσεις του ΚΘΒΕ, και μικρών ομάδων στο πλαίσιο της διοργάνωσης «Προτάσεις» της Πειραματικής Σκηνής της «Τέχνης». Ο Γιώργος Κορδομενίδης και ο Αργύρης Παλούκας αποχαιρετούν τον πρόωρα χαμένο ποιητή δοκιμιογράφο και κριτικο θεάτρου Γιάννη Βαρβέρη.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΝΘΕΤΟ      Στην Camera Obscura, το ένθετο του «Εντευκτηρίου» για τη δημιουργική φωτογραφία, παρουσιάζεται το πορτφόλιο του Άρι Γεωργίου «Homo Erectus», στο οποίο ο γνωστός φωτογράφος και εικαστικός απομονώνει χαρακτηριστικές ανθρώπινες μορφές από το περιβάλλον τους και τις αναδεικνύει, καθιστώντας τες με τον τρόπο αυτό πιο ευανάγνωστες αλλά ίσως και πιο μυστηριώδεις.

Γράφει ο ίδιος: «Δεν σταμάτησε ποτέ να με εντυπωσιάζει η ποικιλομορφία της εμφάνισης των ανθρώπων. Θυμάμαι παιδιόθεν να τους παρατηρώ περίεργος, συχνά μέσα στο λεωφορείο. Τους επιβάτες, τον εισπράκτορα, τον οδηγό. Το ίδιο και στην τάξη του νηπιαγωγείου, του σχολείου αργότερα, είτε ήταν οι συμμαθητές μου, είτε οι δάσκαλοι, είτε ο επιθεωρητής ή ο σχολίατρος. Οι γονείς των φίλων, οι θείες μου, οι τυχαίοι περαστικοί στον δρόμο, οι άνθρωποι που έτρωγαν σε διπλανά τραπέζια στα εστιατόρια, οι θεατές στους κινηματογράφους και οι μουσικοί επί σκηνής αλλά και οι ποικίλοι ένστολοι, φαντάροι, πυροσβέστες, μάγειροι, ταχυδρομικοί, χωροφύλακες, παπάδες, σερβιτόροι και απειρία άλλων κατηγοριών και υποκατηγοριών, αποτελούσαν όλοι μαζί ένα θέαμα χωρίς τέλος. Μια παράσταση που υποδαύλιζε συνεχώς την περιέργειά μου και με καθήλωνε σε μόνιμη κατάπληξη, καθώς δεν κατάφερνε ο νούς μου να χωρέσει όλην αυτή την ποικιλία των ενδυματολογικών κωδίκων αλλά και των μορφολογικών χαρακτηριστικών και ανατομικών αποχρώσεων.»

Αναζητήστε το τεύχος στα ενημερωμένα βιβλιοπωλεία.
Αποστέλλεται και με αντικαταβολή (12,50 ευρώ, περιλαμβάνονται και τα έξοδα αποστολής), εφόσον το ζητήσετε με μέιλ στο entefktirio@translatio.gr

15.8.11

ΑΡΙΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ: ΔΥΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΛΕΥΚΩΜΑΤΑ

Οι εμμονές ενός φωτογράφου



Άρις Γεωργίου
Βαθμηδόν: Φωτογραφίες
Κείμενο: John Harvey
Θεσσαλονίκη, University Studio Press 2011, 101 σελ. (με 76 έγχρωμες και 13 α/μ εικόνες)




Άρις Γεωργίου 
Η Παπαμάρκου και τα πέριξ (1979-1990) 
Κείμενα: Αλεξάνδρα Καραδήμου-Γερόλυμπου, Ηρακλής Παπαΐωάννου, Άρις Γεωργίου 
Θεσσαλονίκη, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης 2011, 135 σελ. (με 54 έγχρωμες και 70 α/μ εικόνες)


του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΡΔΟΜΕΝΙΔΗ
διευθυντή του Εντευκτηρίου

Το φωτογραφικό έργο του πολυσχιδούς Άρι Γεωργίου (αρχιτέκτονα το επάγγελμα αλλά και φωτογράφου, ζωγράφου, γραφίστα και ―παλαιότερα― πρωτεργάτη στη διοργάνωση μεγάλων κύκλων εκθέσεων και εκδηλώσεων γύρω από τη φωτογραφία) χαρακτηρίζεται από την εμμονή του σε ορισμένους θεματικούς άξονες, οι περισσότεροι από τους οποίους ορίζονται από τη συνειδητή προσπάθειά του να καταγράψει εικόνες του παρόντος λίγο προτού καταστούν παρελθόν, και προτού εξαφανιστούν μαζί τους τα στοιχεία που προκαλούσαν την αυθόρμητη έκλυση συναισθημάτων. Στο μεταίχμιο αυτό, ο φακός του αναλαμβάνει να “παγώσει” τούτες τις εικόνες, καταγράφοντας τις όψεις (εξωτερικές ή εσωτερικές) κτιρίων, μαγαζιών  αλλά και ανθρώπινες φυσιογνωμίες. Έτσι, παρότι ο Γεωργίου έχει αναλώσει μεγάλο κομμάτι της ζωής του στην ανάδειξη της δημιουργικής ―όπως τη λέει― φωτογραφίας, σοβαρό μέρος των λήψεών του έχει αποκτήσει ―πέρα από την καλλιτεχνική του αξία― χαρακτήρα ιστορικού τεκμηρίου.
Αναφερόμενος στη φωτογράφιση του εσωτερικού του σπιτιού της γιαγιάς του λίγο πριν εκείνη πεθάνει, θα πει: «Ο ιστός που όλα μαζί [: έπιπλα, αντικείμενα κτλ.] έπλεκαν με τις συγκεκριμένες θέσεις και τις μεταξύ τους γειτονίες θα διαλύονταν, η εικόνα του χώρου σε λίγο θα μπορούσε να αποκατασταθεί μόνο με τη μνήμη και αργότερα θα ξεθώριαζε συνεχώς, αφήνοντας να επιπλεύσουν μόνο λίγα τμήματα απ’ το ναυάγιο που, αργά αλλά αμετάκλητα, θα βυθίζονταν σε απύθμενα βάθη» (Άρις Γεωργίου, «Φωτοπαρακείμενα», Εκδόσεις Εντευκτηρίου 1999).

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
Με την ίδια λογική, το 1979 αρχίζει να φωτογραφίζει, σε ασπρόμαυρο φιλμ, τεχνίτες, εμπόρους και άλλους επαγγελματίες («κουρείς και κηροποιούς, στιλβωτές μετάλλων και καρεκλάδες, σανδαλοποιούς και ψαθοπώλες, τορναδόρους και τακουνοποιούς») που είχαν τα εργαστήρια και τα καταστήματά τους στην οδό Παπαμάρκου, έναν μικρό δρόμο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στην περιοχή που παλιότερα λεγότανε Τα Μπαζάρ και σήμερα είναι γνωστή ως Πλατεία Άθωνος, με χαρακτηριστικά διώροφα κτίρια της δεκαετίας του ’20. Έντεκα χρόνια αργότερα, επιστρέφει και ξαναφωτογραφίζει τους ίδιους ανθρώπους, τούτη τη φορά σε έγχρωμο φιλμ· έχει μαζί του τον δημοσιογράφο Τόλη Βεϊζαδέ, που καταγράφει προσωπικές μαρτυρίες των φωτογραφιζόμενων. Η τρίτη λήψη στην ίδια περιοχή, το 1996, στρέφεται από τα πρόσωπα στο περιβάλλον: την ατμόσφαιρα των δρόμων, στα στενά και στις διασταυρώσεις, κι ενώ, όπως παρατηρεί ο Ηρακλής Παπαϊωάννου, «τα κατεβασμένα ρολά και το χειμωνιάτικο κλίμα αναδίδουν μια αίσθηση τέλους εποχής». 
Ο επίλογος αυτής της φωτογράφισης γράφεται το 2009-2010, πάλι σε έγχρωμο υλικό, με λήψεις που κυρίως αποσκοπούν στο να αποτυπώσουν τα στοιχεία της σύγχρονης εξέλιξης: την πεζοδρόμηση της περιοχής, τις αλλαγές στις χρήσεις των μαγαζιών, την ασφυκτική πίεση που δέχονται από τις νέες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες αυτά τα «παλιομοδίτικα» εργαστήρια και εμπορικά. Από λήψη σε λήψη κάτι αλλάζει, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο αισθητά. Οι φωτογραφιζόμενοι έχουν πάρει χρόνια ή/και κιλά, κάποιοι έχουν αποσυρθεί από το επάγγελμα (και συνεχίζουν οι χήρες ή τα παιδιά τους) ή από τη ζωή, μερικά μαγαζιά έχουν κλείσει...


ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΑ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ
Απόδειξη των φωτογραφικών εμμονών του Γεωργίου αποτελεί όμως και το άλλο πρόσφατο λεύκωμά του, με σκάλες. Μια πρώιμη φωτογραφία του, από το 1969, τελειόφοιτου μαθητή (6ταξίου) Γυμνασίου τότε, δείχνει έναν εργάτη στον δρόμο να κουβαλάει μια σκάλα. Τα σκαλοπάτια, σε όλες τους τις εκδοχές, θα παραμείνουν στο οπτικό του πεδίο από τότε μέχρι σήμερα, αποτυπωμένα σε πάνω από 700 φωτογραφίες που τραβήχτηκαν στη διάρκεια σαράντα και πλέον χρόνων. «Η σκάλα», σχολιάζει ο John Harvey στο πολυπρισματικό κείμενό του, «ως λέξη και ως έννοια, ανακαλεί εύκολα μεταφορικά νοήματα που υπερβαίνουν την απλή άνοδο και κάθοδο», όμως ο Γεωργίου ισχυρίζεται πως η ματιά του δεν έχει μεταφορικό χαρακτήρα. Ως αρχιτέκτονας και φωτογράφος, στρέφει το κύριο ενδιαφέρον του στην ιδιαιτερότητα μιας σειράς από σκάλες που συνάντησε σε διάφορα μέρη του κόσμου: πρώτα απ’ όλα, φυσικά στην Ελλάδα, μετά στη Γαλλία, που την επισκέπτεται συχνά, κι ακόμη στην Ινδία, τη Ρωσία, την Αγγλία... Σκάλες πετρόχτιστες, ξύλινες, τσιμεντένιες, σιδερένιες, βιομηχανικές σε σύγχρονα κτίρια. Άσχετα πάντως από την πρόθεση του φωτογραφικού βλέμματος, είναι γεγονός ότι οι σκάλες του Γεωργίου προκαλούν τη φαντασία του θεατή και δημιουργούν συνειρμούς πέρα από τα υλικά, τη θέση και το περιβάλλον τους κτλ.
Παρίσι, Οκτώβριος 2009

Κοινό χαρακτηριστικό όλων των λήψεων στο «Βαθμηδόν» είναι η απουσία της ανθρώπινης φιγούρας: οι σκάλες, παλιές ή καινούριες, σε πόλεις ή χωριά, στην ηπειρωτική Ελλάδα ή στα νησιά, αποτυπώνονται έρημες, χωρίς κανέναν να τις ανεβαίνει ή να τις κατεβαίνει, θυμίζοντας ίσως πως τα κτίσματα ―όπως και η φύση― βρίσκονται “εκεί” συχνά πριν από εμάς και στις περισσότερες περιπτώσεις και μετά από εμάς, ανθεκτικά μέσα στην υλικότητά τους και οπωσδήποτε πολύ ανθεκτικότερα από τον άνθρωπο απέναντι στον ανελέητο καλπασμό του χρόνου.
Σταυρούπολη, Σεπτέμβριος 1996

12.8.11

OI ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ

Μια άσκοπη βόλτα μέσα από τη ζωή
 
Tης Ξένιας Κουναλάκη
 xkounalaki@kathimerini.gr

«Για ένα παιδί που μεγαλώνει σε κάποιο μικροσκοπικό διαμέρισμα, όπου ο χώρος είναι πανάκριβος και η ηρεμία εξίσου πολύτιμο αγαθό, μια βιβλιοθήκη είναι παράδεισος. Ομως μια βιβλιοθήκη πρέπει να είναι προσβάσιμη, σε τοπικό επίπεδο. Δεν μπορεί να προϋποθέτει ολόκληρη εκδρομή. Οι δημοτικές αρχές όλων των κομμάτων νομίζουν ότι απαλλάσσονται των υποχρεώσεών τους, παρουσιάζοντας τις νέες κεντρικές βιβλιοθήκες που σχεδιάζονται. Ε, λοιπόν, δεν ισχύει αυτό. Για ένα παιδί η βιβλιοθήκη πρέπει να είναι στην επόμενη γωνία. Αν χάσουμε τις τοπικές βιβλιοθήκες τα παιδιά θα είναι αυτά που θα υποφέρουν. Για μένα η σημαντικότερη βιβλιοθήκη ήταν η πρώτη μου, η σκοτεινή και διόλου εντυπωσιακή, Αρμλεϊ Τζούνιορ. Είχα μόλις μάθει να διαβάζω. Χρειαζόμουν βιβλία. Αν προσθέσουμε και τους υπολογιστές στην ανάγκη αυτή, είναι βέβαιο ότι ένα παιδί από μια φτωχή οικογένεια βρίσκεται σήμερα ακριβώς στην ίδια κατάσταση», γράφει στο τελευταίο τεύχος του London Review of Books ο Βρετανός θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος, Αλαν Μπένετ.
Το σχετικό κείμενο είναι ένας ύμνος στις βιβλιοθήκες, που σφράγισαν τη ζωή του Μπένετ, από την πρώτη του βιβλιοθήκη στο Λιντς μέχρι τη Μποντλίαν στην Οξφόρδη. Mια άλλη βιβλιοθήκη στο Χαλ, όπου είχε διατελέσει επί μακρόν βιβλιοθηκάριος ο ποιητής Φιλιπ Λάρκιν, μνημονεύει ο Αυστραλός τραγουδιστής, Νικ Κέιβ στο κομμάτι του «There she goes my beautiful world». Μαζί με τον Μπένετ, ο Κέιβ πρωτοστατεί στην εκστρατεία διάσωσης 400 περίπου βιβλιοθηκών στο Ηνωμένο Βασίλειο που κινδυνεύουν με κλείσιμο. Δημοπρασίες, διαλέξεις και φιλανθρωπικές βραδιές διοργανώθηκαν από τις αρχές του 2011 για να σωθούν οι βιβλιοθήκες, σε μια πρωτοφανή κινητοποίηση.
Η κυβέρνηση του Ντέιβιντ Κάμερον θεωρώντας ότι οι βιβλιοθήκες είναι πολυτέλεια σε εποχή οικονομικής ανέχειας προχώρησε σε δραστικές περικοπές δαπανών. Η στρατηγική της κυβέρνησής του είναι να παραμείνουν μόνο οι μεγάλες βιβλιοθήκες σε κεντρικά σημεία των πόλεων. Οι υποβαθμισμένες γειτονιές της χώρας απογυμνώνονται από διεξόδους. Εις το εξής οι νέοι της Βρετανίας θα περπατούν στους δρόμους χωρίς αιτία, προορισμό και όνειρα. Σύμπτωμα αυτής της άσκοπης βόλτας από τη ζωή είναι και οι λεηλασίες των τελευταίων ημερών.
«Τα παιδιά στη Μύκη Ξάνθης απογοητεύτηκαν όταν έμαθαν ότι θα κλείσει η βιβλιοθήκη. Τα παιδιά τώρα γυρίζουν στους δρόμους. Κι όταν με βλέπουν ρωτάνε αν υπάρχει κάποιο νέο. Ντρέπομαι που τους αντικρίζω», έλεγε πριν από λίγους μήνες η υπεύθυνη της βιβλιοθήκης Μύκης, Δέσποινα Κοτόρνου. Κι η Μύκη στα Πομακοχώρια ήταν λόγω εθνικών ευαισθησιών μια από τις ελάχιστες περιπτώσεις για τις οποίες συγκινήθηκαν ιδιώτες και αρμόδιοι φορείς στην Ελλάδα. Πολύ πιο δύσκολα είναι τα πράγματα για τις υπόλοιπες 27 παιδικές και εφηβικές βιβλιοθήκες του ομώνυμου οργανισμού, για την Κοργιαλένειο στο Αργοστόλι, όπου οι εργαζόμενοι έχουν προχωρήσει σε επίσχεση εργασίας, καθώς είναι σχεδόν οκτώ μήνες απλήρωτοι, αλλά και για τη βιβλιοθήκη Πυλίου στην Κω.
Η διαφορά είναι ότι στην Αγγλία οι πνευματικοί άνθρωποι (...και οι άμυαλοι επίσης) κινητοποιούνται. Δεν υπογράφουν απλώς ανιαρά ψηφίσματα ή άψυχες εκκλήσεις: διοργανώνουν εκδηλώσεις, συγκεντρώνουν χρήματα, γράφουν άρθρα γεμάτα πάθος για βιβλία-ασπίδες και βιβλιοθήκες-καταφύγια.

[εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 13 Αυγούστου 2011]

9.8.11

ΧΡΗΣΤΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ: «ΣΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ 'ΧΑΝ ΧΡΟΝΙΑ ΝΑ ΓΕΛΑΣΟΥΝ»

Ένα εξαιρετικό μικρό πεζό του Χρήστου Οικονόμου, από τους πιο ταλαντούχους σημερινούς διηγηματογράφους μας, πρωτοδημοσιευμένο στην εφημερίδα Έθνος

Απέναντι Τόσο «απέναντι» και τόσο σημερινοί, αλλά ταυτοχρόνως και άκρως αρχετυπικοί, οι ήρωες-άγιοι της καθημερινότητάς μας στο διήγημα του Χρήστου Οικονόμου και στους τρεις Φιλοσόφους του Νίκου Εγγον


Εχουν και τα καλά τους οι απολύσεις. Γνωρίζεις κόσμο. Βγαίνεις, ας πούμε, στο μπαλκόνι για τσιγάρο και κάποιος λέει: Τα μάθατε ρε; Απολύσανε τον Λύκο. Και ρωτάς εσύ: Ποιο λύκο; Τον κακό; Και γυρίζουν όλοι και σε κοιτάνε με μισό μάτι και κάποιος λέει: Ο Λύκος ρε. Που 'τανε κάτω στις αποθήκες. Ο ψηλός ο μακρυμάλλης. Που κούτσαινε λιγάκι. Εσύ τώρα παλεύεις να καταλάβεις για ποιον λένε. Αλλά δεν μπορείς να τον θυμηθείς καθόλου. Τρακόσια άτομα δουλεύουν εδώ μέσα, πού να τους ξέρεις όλους; Οπότε κάθεσαι αμίλητος και καπνίζεις και τους ακούς να μιλάνε για τον Λύκο λες κι είναι πεθαμένος. Καλό παιδί. Δουλευταράς. Κι είχε δυο πιτσιρίκια και στεγαστικό κι η γυναίκα του πάνε τρεις μήνες που απολύθηκε κι αυτή -δούλευε σ' ένα μαγαζί με ρούχα ή παπούτσια, κάτι τέτοιο. Και μετά κάποιος θα πει ότι, βέβαια, τώρα τελευταία δεν πρόσεχε καθόλου. Πέταγε κουβέντες, με το παραμικρό αρπαζόταν. Είχε αλλάξει τώρα τελευταία. Καθόλου δεν πρόσεχε, κι ας τον είχαν προειδοποιήσει.
Και μετά σταματάνε την κουβέντα, κι άλλος ξεφυσάει και λέει ακόμα δεν μπήκε Ιούνης και πιάσανε οι ζέστες, κι άλλος λέει ποιος ξέρει το Σεπτέμβρη πόσοι θα 'μαστε εδώ να καπνίζουμε στο μπαλκόνι. Και μετά ρουφάνε μια γουλιά καφέ και σβήνουν τα τσιγάρα και γυρνάνε στα κλουβιά τους. Και συ μένεις μόνος και καπνίζεις κι άλλο τσιγάρο και κοιτάς τ' αμάξια που περνάνε και τα πουλιά φτερουγίζουν γύρω απ' τα σύρματα της ΔΕΗ. Ενα σκυλί κοιμάται στη σκιά της μουριάς. Μια γυναίκα βγαίνει στο απέναντι μπαλκόνι και τινάζει ένα τραπεζομάντιλο. Απ' το πεζοδρόμιο περνάει ένας πιτσιρικάς με ποδήλατο, ένας γέρος με μαγκούρα, δυο κορίτσια με ξώπλατα και σορτσάκια, μαυρισμένα κιόλας απ' τα μπάνια. Κοιτάς τον κόσμο που γυρίζει γεμάτος βουή, σκληρός και αδιάφορος, και σκέφτεσαι πως, τελικά, η ζωή είναι ωραία. Και βαθιά μέσα σου?ή μπορεί όχι και τόσο βαθιά?χαίρεσαι που δεν σε λένε Λύκο, που δεν είσαι ψηλός και μακρυμάλλης, που δεν κουτσαίνεις και που η γυναίκα σου δεν απολύθηκε από ένα μαγαζί που πουλάει ρούχα ή παπούτσια. Και παίρνεις βαθιά ανάσα και σβήνεις το τσιγάρο και γυρνάς στη δουλειά σου. Κι αποφασίζεις πως θα κάνεις ό,τι μπορείς, θα κάνεις ό,τι περνάει απ' το χέρι σου για να μη βρεθείς ποτέ στη θέση του Λύκου. Αποφασίζεις πως, τελικά, σ' ένα κόσμο γεμάτο λύκους, είναι καλύτερο να 'σαι πρόβατο παρά λύκος. Και μάλιστα κουτσός λύκος.

Σαν άνθρωποι που' χαν χρόνια να γελάσουν

Ο Χρήστος Οικονόμου

Κι ύστερα, τ' άλλο απόγευμα ή το παράλλο, ο Λύκος έρχεται στη δουλειά για να μαζέψει τα πράγματά του και να χαιρετήσει. Και τυχαίνει εκείνη την ώρα να 'σαι πάλι στο μπαλκόνι και κάποιος θα πει: Να ρε. Ο Λύκος. Αυτόνα σουτάρανε προχτές.
Και συ σκύβεις απ' το μπαλκόνι και κοιτάς τον τύπο που ανεβαίνει αργά τις σκάλες και λες: Αυτός; Αυτός είναι ο Λύκος; Ρε σεις αυτόν τον ξέρω.
Και θα θυμηθείς μια νύχτα φέτος το χειμώνα που χιόνιζε -Γενάρης θα 'ταν ή Φλεβάρης. Θα θυμηθείς που είχες αργήσει πάλι να φύγεις απ' τη δουλειά κι όταν κατέβηκες στο πάρκινγκ βρήκες τ' αμάξι σκεπασμένο με είκοσι, τριάντα πόντους χιόνι. Και στάθηκες μες στην παγωνιά και κοίταξες το κάτασπρο, απείραχτο σεντόνι που άστραφτε στο μισοσκόταδο και δε σου 'κανε καρδιά να το χαλάσεις. Μα έπρεπε να το κάνεις. Επρεπε να καθαρίσεις τ' αμάξι, να μπεις μέσα, να βάλεις μπρος τη μηχανή, να φύγεις. Γιατί ήσουν πάλι ψόφιος απ' την κούραση κι ήθελες να γυρίσεις μια ώρα αρχύτερα σπίτι, να φας, να ζεσταθείς, να ξεχάσεις -να κοιμηθείς έναν ύπνο βαρύ κι ασήκωτο, χωρίς όνειρα, μπροστά στην τηλεόραση. Αρχισες, λοιπόν, να καθαρίζεις το χιόνι απ' το παμπρίζ μα ήταν τα χέρια σου γυμνά και γρήγορα κοκάλωσαν απ' το κρύο. Και στάθηκες ανήμπορος μες στην παγωνιά τρίβοντας τα χέρια σου που 'χαν ξυλιάσει κι ένιωθες την απόγνωση να μουδιάζει την καρδιά σου, ώσπου ήρθε κοντά ένας τύπος με σκούφο, κασκόλ και γάντια και σε ρώτησε τι τρέχει αδερφέ. Και συ του 'πες το και το, οπότε πήγε στ' αμάξι του κι έβγαλε απ' το πορτμπαγκάζ ένα φαράσι και σου 'πε να βάλεις μπρος τη μηχανή και να γυρίσεις τον ζεστό αέρα στο παμπρίζ -όχι το αιρκοντίσιον, σκέτο τον αέρα.
Κι ύστερα έσκυψε πάνω στο παμπρίζ και άρχισε να καθαρίζει με γρήγορες κοφτές κινήσεις το χιόνι. Επειτα καθάρισε τα παράθυρα και το πίσω τζάμι. Και συ, καθισμένος μες στ' αμάξι, στα ζεστά, τον κοίταγες που δούλευε σοβαρός, με τα χνώτα του ν' αχνίζουν κι αναρωτιόσουν τι σόι τύπος ήταν αυτός και γιατί μπήκε στον κόπο να βοηθήσει έναν άγνωστο, έναν άχρηστο σαν και σένα. Κι όταν τέλειωσε σήκωσε τους γυαλοκαθαριστήρες κι έτριψε το χιόνι που 'χε πετρώσει στο τζάμι. Υστερα σου 'κανε νόημα -όλα εντάξει- και σου 'πε να προσέχεις -με το μαλακό το φρένο, είναι γυαλί ο δρόμος- κι έφυγε. Και δεν πρόλαβες ούτε να τον ευχαριστήσεις γιατί η καλοσύνη του σ' είχε μουδιάσει πιο πολύ κι από το κρύο. Και στο δρόμο τον σκεφτόσουν συνεχώς και απορούσες. Κι ύστερα, φτάνοντας σπίτι, το ξέχασες κι αυτό, όπως ξέχασες τόσα πράγματα, τόσους ανθρώπους στη ζωή σου.
Και τώρα, καθώς τον βλέπεις ν' ανεβαίνει αργά τις σκάλες, σέρνοντας το πόδι του σε κάθε σκαλοπάτι, θυμάσαι που κείνο το βράδυ ούτε που πρόσεξες πως κούτσαινε. Ούτε που πήρες χαμπάρι ότι άφησες έναν άνθρωπο κουτσό να σου ξεχιονίσει τ' αμάξι, χωρίς ένα ευχαριστώ. Και σκέφτεσαι, τώρα που τον κοιτάς, να κατέβεις κάτω να του πεις κάτι. Να του θυμίσεις τι έγινε κείνο το βράδυ, να τον ευχαριστήσεις έστω και τώρα, τόσους μήνες μετά, έστω κι αν δεν ξέρεις πώς τον λένε -Γιάννη, Κώστα, Νίκο, Τάκη.
Αυτά σκέφτεσαι να κάνεις. Αλλά δεν κάνεις τίποτα. Δεν κατεβαίνεις κάτω, δεν πας να του μιλήσεις. Τι να του πεις;
Στέκεσαι στο μπαλκόνι κι ανάβεις τσιγάρο και σε λίγο τον βλέπεις που βγαίνει κρατώντας μια βαριά κούτα. Σταματάει στα σκαλιά και ρίχνει μια ματιά τριγύρω σα χαμένος. Κι ύστερα κάνει επιτόπου στροφή και κοιτάει το πελώριο κτίριο που ορθώνεται μπροστά του και βλέπεις το πρόσωπό του κι ανατριχιάζεις. Κάτασπρος. Πρώτη φορά βλέπεις άνθρωπο με τόσο άσπρο πρόσωπο. Κάτασπρος. Ανατριχιάζεις. Αναρωτιέσαι αν θα είσαι και συ έτσι κάτασπρος αν -χτύπα ξύλο- βρεθείς κάποια μέρα στη θέση του. Και τότε πετάς το τσιγάρο και κατεβαίνεις τρέχοντας τις σκάλες -δεν περιμένεις τ' ασανσέρ- και τον προλαβαίνεις την ώρα που βάζει την κούτα στο πορτμπαγκάζ. Λαχανιασμένος πας κοντά και του λες το και το. Θυμάσαι, του λες. Θυμάσαι κείνη τη νύχτα με τα χιόνια; Το 'χεις ακόμα το φαράσι; Οχι ότι το χρειαζόμαστε δηλαδή. Ιούνης μήνας μπήκε. Θα μου πεις βέβαια στον καταραμένο τόπο όλα γίνονται.
Τέτοιες κρυάδες του λες και κείνος στέκεται και σε κοιτάει απορημένος, τρίβοντας τις παλάμες του που κοκκίνισαν απ' το κουβάλημα. Κάτασπρος σα χαρτί. Και το στόμα του μια μαύρη μολυβιά.
Ναι, λέει στο τέλος. Τώρα θυμήθηκα. Το μπλε Νισάν.
Μαύρο, λες εσύ. Μαύρο είναι.
Σου ρίχνει μια βιαστική ματιά, προσπαθώντας μάλλον να καταλάβει αν είσαι τόσο ηλίθιος όσο φαίνεται ότι είσαι. Κι ύστερα λέει μάλιστα, λοιπόν τα λέμε, και κλείνει το πορτμπαγκάζ και πάει να μπει στ' αμάξι.
Και τότε σου 'ρχεται μια τρελή ιδέα.
Κάνεις κέφι να κατέβουμε Πειραιά, τον ρωτάς. Κερνάω τσίπουρα. Ετσι για το φαράσι. Για το φχαριστώ δηλαδή.
Το πιθανότερο, θα σου πει όχι. Από πού κι ωσπού δηλαδή. Εχει ο άνθρωπος τον καημό του, οι βόλτες του λείπανε. Και μ' ένα τύπο που δεν ξέρει ούτε τ' όνομά του. Δεν πας καλά μου φαίνεται. Καθόλου καλά.
Μπορεί και να σου πει ναι όμως. Ναι. Μπορεί να σου πει ναι. Και τότε σου κατεβαίνει μια άλλη ιδέα, ακόμα πιο τρελή. Περιμένεις δέκα λεπτά, τον ρωτάς. Μπορείς να περιμένεις; Σε δέκα λεπτάκια είμαι πίσω. Και μπαίνεις στ' αμάξι και φεύγεις βολίδα κι ούτε σε νοιάζει που τα παράτησες όλα χύμα στο γραφείο κι όλοι θα ψάχνουν να σε βρουν.
Στο σπίτι τιγκάρεις με πάγο το ψυγειάκι και ρίχνεις μέσα δυο μπουκάλες Αποστολάκη με γλυκάνισο, ψωμί, τυρί, ντομάτες -ό,τι βρεις. Και στο δρόμο του γυρισμού η καρδιά σου πάει να σπάσει γιατί φοβάσαι πως ο Λύκος θα 'χει φύγει. Αλλά όχι. Είναι ακόμα εκεί, καθισμένος στο καπό του αμαξιού και καπνίζει. Κάτασπρος. Κάτασπρος σαν άνθρωπος που είδε φάντασμα και δεν μπορεί ακόμα να συνέλθει.
Ετοιμος, του λες. Φύγαμε.
Κατεβαίνετε Πειραιά και στο δρόμο πότε μιλάτε, πότε όχι. Κι όλο σκέφτεσαι ν' απλώσεις το χέρι και να του τσιμπήσεις τα μάγουλα να κοκκινίσουν λίγο. Φτάνετε στην Πειραϊκή και κατεβαίνετε στα βράχια κάτω απ' το σταυρό κι ανοίγεις το ψυγείο και βγάζεις την μπουκάλα κι όλα τ' άλλα.
Ποτήρι στο ποτήρι, μπουκιά στην μπουκιά, η ασπρίλα αρχίζει να χάνεται απ' το πρόσωπό του. Μιλάει για τα παλιά. Λέει πως όταν ήταν μικρός, στο σχολείο όλοι τον πείραζαν για τ' όνομά του. Ερχεται ο Λύκος, λέγανε και πέφτανε στα τέσσερα και σήκωναν ψηλά το κεφάλι και φώναζαν αούουου. Και τη γυναίκα μου, λέει, κάπως έτσι τη γνώρισα. Σ' ένα αποκριάτικο πάρτι. Ητανε ντυμένη Κοκκινοσκουφίτσα. Σε κοιτάει για μια στιγμή σοβαρός και μετά βάζει τα γέλια. Γελάς κι εσύ. Γελάτε μαζί, δυνατά, με κέφι. Γελάτε σαν άνθρωποι που 'χαν χρόνια να γελάσουν.
Κι ύστερα, όταν έχεις ανοίξει πια το δεύτερο μπουκάλι, σου ζητάει να πεις και συ μια ιστορία.
Πες μου μια ιστορία, λέει. Με καλό τέλος. Ανάβεις τσιγάρο και φυσάς τον καπνό και γυρίζεις το ποτήρι στο χέρι σου, ακούγοντας τα παγάκια να κουδουνίζουν. Και θες να του πεις ότι καμιά ιστορία δεν έχει τέλος -καλό ή άσχημο. Μα δε θέλεις κιόλας να τον στεναχωρήσεις. Μένεις για κάμποση ώρα αμίλητος. Μυρίζεις την αρμύρα, ακούς τα κύματα που σκάνε στα βράχια. Αμίλητος κοιτάς τη μαύρη θάλασσα, τα φώτα των καραβιών που τρεμοσβήνουν στο βάθος.
Κι ύστερα παίρνεις βαθιά ανάσα κι αρχίζεις να μιλάς: Εχουν και τα καλά τους οι απολύσεις. Γνωρίζεις κόσμο. Βγαίνεις, ας πούμε, στο μπαλκόνι για τσιγάρο και κάποιος λέει: Τα μάθατε ρε; Απολύσανε τον Λύκο...

Ο Χρήστος Οικονόμου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970. Μεγάλωσε στην Κρήτη και στον Πειραιά και υπήρξε κεραυνοβόλα περίπτωση για τα ελληνικά γράμματα, δημιουργώντας αίσθηση με το πρώτο βιβλίο του, μια συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο "Η γυναίκα στα κάγκελα" που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις "Ελληνικά γράμματα" το 2002. Στο μεταξύ, ασχολήθηκε με τη μετάφραση και το 2010 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις "Πόλις" το δεύτερο βιβλίο του, διηγήματα επίσης κι αυτό, με τον τίτλο "Κάτι θα γίνει, θα δεις". Και "κάτι έγινε", φυσικά. "Χρόνια είχα να διαβάσω ένα τόσο γοητευτικό βιβλίο", θα διαπιστώσει ο συγγραφέας Κώστας Μουρσελάς.

Σημείωση του Εντευκτηρίου
Ένα εξαιρετικό διήγημα του Οικονόμου θα δημοσιευτεί στο φθινοπωρινό τεύχος του Εντευκτηρίου, στο δεύτερο μέρος του αφιερώματος «Εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί: Του κορμιού τα πάθη».



7.8.11

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ: ΜΕΡΕΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

Στη σκιά της Ιστορίας


Δημήτρης Στεφανάκης
Μέρες Αλεξάνδρειας
Αθήνα, Ψυχογιός 2011, 724 σ.


του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΡΔΟΜΕΝΙΔΗ
διευθυντή του Εντευκτηρίου

«Πριγκίπισσα και πόρνη, βασιλική πολιτεία και anus mundi» κατά τον Λώρενς Ντάρρελ, ο οποίος άλλωστε τη μυθολόγησε και τη μυθοποίησε στη σύγχρονη λογοτεχνία, κοσμοπολίτικη ήδη από την ίδρυσή της, η Αλεξάνδρεια μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα υπήρξε το σπουδαιότερο λιμάνι της ανατολικής Μεσογείου και μια από τις πιο εξελιγμένες πόλεις της περιοχής, σταυροδρόμι πολιτισμών και φυλών. Τα αγκυροβολημένα στο λιμάνι βρετανικά θωρηκτά θύμιζαν ποιος κάνει κουμάντο στην Αίγυπτο. Οι πλάκες στους δρόμους της πόλης ήταν ιταλικές, τοποθετημένες από τα χέρια Σικελών μεταναστών. Οι ΄Ελληνες πρωτοστατούσαν στο εμπόριο. Και οι Αιγύπτιοι παρείχαν τη δομή του κράτους και τα φτηνά εργατικά χέρια.



Η πλατεία Μωχάμετ Άλι σε καρτ-ποστάλ. Στα δεξιά του αγάλματος με τον έφιππο, εκ Καβάλας, οραματιστή οθωμανό, βρίσκονται τα Μεικτά Δικαστήρια, στο βάθος το Χρηματιστήριο Βάμβακος και το Χρηματιστήριο Αξιών, και στα αριστερά, πίσω από τα δέντρα, η αγγλικανική εκκλησία του Αγίου Μάρκου (πηγή: Μάικλ Χάαγκ, «Αλεξάνδρεια: Η πόλη της μνήμης»)

Σ’ αυτό το φόντο, που το γνωρίζει πολύ καλά καθώς έχει μεταφράσει υποδειγματικά το βιβλίο του Μάικλ Χάαγκ «Αλεξάνδρεια: Η πόλη της μνήμης» (Ωκεανίδα, 2005), τοποθετεί ο Δημήτρης Στεφανάκης το μυθιστόρημά του «Μέρες Αλεξάνδρειας». Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 2007, πρόσφατα όμως κυκλοφόρησε στα γαλλικά και τιμήθηκε με το Prix Mediterranée Étranger 2011, ενώ επανεκδόθηκε στην Ελλάδα.
Πρόκειται για ένα πολυπρόσωπο ιστορικό μυθιστόρημα, στο επίκεντρο του οποίου ―και με χρονικό ορίζοντα από τις παραμονές του πρώτου παγκοσμίου πολέμου μέχρι τις εθνικοποιήσεις του Νάσερ― βρίσκεται μια ελληνική οικογένεια καπνοβιομηχάνων. Δεσπόζει η φυσιογνωμία του πάτερ-φαμίλια, Αντώνη Χάραμη, τυπική περίπτωση φτωχού πλην ευφυούς άντρα που χάρη σε έναν «καλό» γάμο και στην αξιοποίηση των συγκυριών γνωρίζει ραγδαία την κοινωνική καταξίωση. Κάτω όμως από την τσιτωμένη επιφάνεια της κοινωνικής ευπρέπειας, τόσο ο ίδιος όσο και τα περισσότερα ―τα ανδρικά κυρίως― μέλη της οικογένειάς του και ο περίγυρός τους έχουν μια παράλληλη, όχι και τόσο καθωσπρέπει ζωή. Οι ποικίλες, κυρίως οι ερωτικές και οι επαγγελματικές, περιπέτειες τόσο του γενάρχη Χάραμη όσο και της γυναίκας του αλλά και των δύο γιων του περιγράφονται από τον συγγραφέα με τρόπο που του δίνει την ευκαιρία να συστήσει στον αναγνώστη διαφορετικές πτυχές της ζωής της Αλεξάνδρειας, από τις κοσμικές λέσχες και τα σαλόνια μέχρι τον υπόκοσμο και τους ανθηρούς ανταγωνισμούς των κατασκόπων. Η δράση βέβαια δεν περιορίζεται στη μεσογειακή μεγαλούπολη, καθώς οι γιοι του Χαράμη, λόγω έκλυτου ιδιωτικού βίου (ο μικρότερος μάλιστα και λόγω «ανορθόδοξων» ερωτικών επιλογών) αναγκάζονται να εγκαταλείψουν για ένα διάστημα την Αλεξάνδρεια και να βρεθούν «για σπουδές», ο μεγάλος στο Παρίσι και ο μικρότερος ―εξαιτίας και του φλερτ του με τον εθνικοσοσιαλισμό― στο Βερολίνο.
Όπως σε κάθε ιστορικό μυθιστόρημα που σέβεται τον εαυτό του, οι επιμέρους ιστορίες των ηρώων διασταυρώνονται με τις επιταγές της ιστορίας του καιρού τους, και μάλιστα επηρεάζονται καθοριστικά ―έως και δραματικά― από αυτές. Έτσι, η περιγραφή μεγάλων ιστορικών γεγονότων που συμβαίνουν όχι μόνο στην Αλεξάνδρεια αλλά και στη μητροπολιτική Ελλάδα και πιο πολύ στην Ευρώπη καταλαμβάνει σημαντικό τμήμα της έκτασης του βιβλίου (λ.χ. αξίζει να προσεχτεί ιδιαίτερα η αξιοθαύμαστη μυθιστορηματική περιγραφή μιας επίσκεψης του Ελευθερίου Βενιζέλου). Όπως επίσης συμβαίνει στην πραγματική ζωή, οι ήρωες του Στεφανάκη, μολονότι βρίσκονται στον πυρήνα μεγάλων πολιτικών εξελίξεων στον τόπο τους, δεν φαίνεται να συνειδητοποιούν ούτε τον κομβικό τους ρόλο ούτε την προνομιακή τους θέση. Κοσμοπολίτες θαρραλέοι, καλοπερασάκηδες και τυχοδιώκτες, που βρήκαν προσωρινό ή διαρκέστερο καταφύγιο στην αγκαλιά της Αλεξάνδρειας, ταξιδεύουν στην Ιταλία, την Κωνσταντινούπολη, τη Γαλλία, τη Γερμανία, επιζούν δύο παγκόσμιων πολέμων, παρακολουθούν την ακμή και την κατάρρευση του ευρωπαϊκού φασισμού αλλά και τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που γύρισαν την Ευρώπη το πάνω-κάτω.
Παρ’ όλα αυτά, στον ίδιο τους τον τόπο δεν συνειδητοποιούν (άβουλοι και μοιραίοι αντάμα) τη λαϊκή οργή που κοχλάζει κατά της αποικιοκρατίας και που σε λίγο θα γίνει γιγαντιαίο τσουνάμι παρασέρνοντας στην ορμή του τα πάντα.
Ο Στεφανάκης καταφέρνει να ζωντανέψει πετυχημένα μια ταραγμένη εποχή και τους ανθρώπους της, δίνοντάς μας μια τεράστια τοιχογραφία, ιδιαίτερα της ελληνικής παροικίας της Αλεξάνδρειας, με τις ιδιαιτερότητες και τα πάθη των ανθρώπων της, τις σχέσεις τους με την εξουσία, καθώς και το δύσκολο ταξίδι τους μέσα στον χρόνο και κάτω από τη σκιά μεγάλων ιστορικών γεγονότων.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η Καθημερινή, 7 Αυγούστου 2011

3.8.11

ΗΛΙΑΣΗ: ένα "καλοκαιρινό" διήγημα του Γιώργου Αδαμίδη

ένα "καλοκαιρινό" διήγημα του Γιώργου Αδαμίδη, από το βιβλίο του Βολή εγγύς φιλίων τμημάτων (Εκδόσεις Εντευκτηρίου)


Η ακρογιαλιά στην Αμμούδα είναι πάντα σχεδόν έρημη όταν φτάνω. Κάνω κάθε φορά, τις ίδιες, πανομοιότυπες κινήσεις. Αφήνω το αυτοκίνητο μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο πάνω και κατηφορίζω. Απλώνω την ψάθα μου σε ένα μέρος όπου η άμμος φαίνεται πιο καθαρή και κάθομαι σε μιαν άκρη, απρόθυμος ακόμη να κολυμπήσω. Λίγο αργότερα, σαν να έχουμε ραντεβού, έρχεται ένα ζευγάρι μεσηλίκων με ένα μικρό αγοράκι – εγγόνι τους υποθέτω… Στήνουν την ομπρέλα τους στην άκρη του μικρού κόλπου και χώνονται αθόρυβοι στη σκιά της. Προς το μεσημέρι εμφανίζεται μια ψωμωμένη μεγαλοκοπέλα, με ένα μπικίνι που χάνεται στις δίπλες του κορμιού της. Αλείφεται κάθε μέρα ένα ολόκληρο μπουκάλι αντηλιακό· κι όσην ώρα το απλώνει πάνω της, ρίχνει κλεφτές ματιές προς τη μεριά μου αλλά δεν τολμάει να μου ζητήσει να τη βοηθήσω, να την αλείψω με λάδι εκεί που το χέρι της δυσκολεύεται να κινηθεί, ψηλά στην πλάτη… Με κοιτάει σχεδόν υποτιμητικά κάτω από το πελώριο ψάθινο καπέλο της· ύστερα ξαπλώνει στην πετσέτα της, χωρίς καπέλο πια, κι αφήνεται στον ήλιο που εκείνη την ώρα μας κοιτάζει κάθετα.


Σήμερα η καρτ-ποστάλ της Αμμούδας είναι πιο πλούσια από τις προηγούμενες μέρες. Το ζευγάρι είναι ήδη εκεί, με τον εγγονό τους και με ένα κάπως μεγαλύτερο κοριτσάκι. Και στη ακρογιαλιά βολτάρει ένας νεαρός. Τον βλέπω σήμερα για πρώτη φορά. Κοιτάζοντάς τον από μακριά τον κάνω γύρω στα 20. Xαζεύω, καθώς πλησιάζει, το καλοσχηματισμένο του κορμί, σε ένα χρώμα μελί από φυσικού του. Μια άχαρη, εμπριμέ βερμούδα φοράει, με βασικό χρώμα το πράσινο, και τα μπατζάκια της είναι ήδη βρεμένα καθώς περπατάει μέσα στη θάλασσα, με το νερό να του φτάνει ως εκεί που σμίγουν τα σκέλη του. Στο ύψος εκείνο το πράσινο της βερμούδας είναι βαθύ και τραβάει, θέλοντας και μη, τη ματιά μου. Περπατάει αργά, με το κεφάλι σκυμμένο τόσο που το πηγούνι του να χώνεται στο στήθος. Καλυμμένος πίσω από τα σκούρα γυαλιά μου, παρακολουθώ την αργόσυρτη διαδρομή του.
Η εμφάνισή του είναι το μόνο καινούργιο στοιχείο τόσες μέρες τώρα στην ερημική ακτή όπου έρχομαι, για να κολυμπήσω τάχα…
Κρύβομαι στην Αμμούδα, όπως βάφτισα αυτή τη ασήμαντη, την ανώνυμη και περιφρονημένη ακτή. Κρύβομαι για να μη βλέπω τα σώματα-φρύγανα που λιάζονται, παίζουν, πηγαινοέρχονται, επιδεικνύονται στις άλλες, πολυσύχναστες ακρογιαλιές. Γωνιώδη κορμιά, καλοχυμένα εκ κατασκευής, δυνατά και επιθετικά, εν αγνοία τους, απέναντί μου, οργώνουν το οπτικό μου πεδίο, μου κόβουν τη θέα προς τη θάλασσα και παρασέρνουν τη ματιά μου πάνω τους ίσαμε να καταλάβω ότι θα γίνω αντιληπτός – καμιά φορά και λίγο παραπάνω -, να μετράω ύψος, να καταγράφω χρώμα μαλλιών και ματιών, να υπολογίζω ηλικίες και προτιμήσεις, να σχεδιάζω πλησιάσματα και να σκηνοθετώ καρποφόρες συνομιλίες.
Εδώ αποφεύγω σώματα εφηβικά, ευσταλή και εφίδρωτα, που πυρπολούν τις διακοπές μου, παίζουν βόλεϋ δίπλα μου και μου θυμίζουν τεχνικούς όρους του παιχνιδιού που έχω να τους ακούσω από το γυμνάσιο· δεν υπάρχει λόγος να μαθαίνω τις συνεννοήσεις για τις νυχτερινές τους εξόδους ή τα χθεσινοβραδινά κατορθώματά τους, ούτε να ρίχνω κλεφτές ματιές και να προσπαθώ να γητέψω τη μπάλα, ώστε να τους ξεφύγει και να ρθεί προς το μέρος μου ή και πάνω μου ακριβώς. Γιατί η μπάλα κάνει τα δικά της, φεύγει άλλοτε προς τα δω και άλλοτε προς τα κει, μα ποτέ προς εμένα. Κι εγώ έμενα εκεί, να τους βλέπω να χάνονται στη θάλασσα, έχοντας συμφωνήσει να βρουν και να καταβρέξουν μιαν Άννα…
Το αγόρι έχει βγει από τη θάλασσα. Μια σκουρόχρωμη πετσέτα, που την απλώνει με επιμέλεια στην άμμο, μερικά μέτρα μακριά μου, κι ένα πακέτο τσιγάρα SILK CUT είναι όλα κι όλα του τα πράγματα. Φεύγει πάλι, συνεχίζοντας την πορεία του προς την άλλη άκρη της ακτής. Βουτάει, κάποτε, και αρχίζει να κολυμπάει με έναν αργό ρυθμό, ράθυμο. Πάει κι έρχεται, μέσα κι έξω, για αρκετή ώρα. Ύστερα βγαίνει στα ρηχά, ξέρω πως πατώνει σ’ αυτή την απόσταση από την ακρογιαλιά, κι εκεί κάνει κάτι περίεργες κινήσεις με το ένα χέρι του, που δεν φαίνεται καλά, κρυμμένο πίσω από το σώμα του, όπως τον βλέπω προφίλ…
Ο ήλιος με έχει ζαλίσει. Κουράστηκα ακουμπισμένος τόσην ώρα στον αγκώνα μου. Κουράστηκε κι εκείνος και αφήνει τη θάλασσα. Τον βλέπω πια κατά μέτωπο: το αριστερό του χέρι, κάτισχνο, όχι περισσότερο σαρκωμένο από ένα ψωμί - «μπαγκέτα», κρέμεται δίπλα στο κορμί του σαν παράλυτο κι ελάχιστα παρακολουθεί την κίνηση του υπόλοιπου σώματος. Σκέφτομαι πως μέχρι τώρα σκόπιμα έδινε τέτοια στάση στο κορμί του ώστε να κρύβει από μας, στην ακτή, το σακάτικο χέρι του. Ήρθε στα πράγματά του, είναι πια πολύ κοντά μου. Ενώ τα νερά που στάζουν από το σώμα του και τη βερμούδα του φτιάχνουν υγρές κηλίδες στην άμμο, ανάβει τσιγάρο, σκέφτομαι να προφασιστώ πως δεν έχω φωτιά και να πιάσω κουβέντα μαζί του, όταν βλέπω να τον πλησιάζει η γυναίκα με το μικρό παιδί. Του μιλάει σχεδόν ψιθυριστά, δεν μπορώ να καταλάβω τι του λέει ή αν γνωρίζονταν από πριν, όμως χάνω κάθε κουράγιο.
Καθώς βάζω μια ξασπρισμένη πέτρα για προσκέφαλο και ξαπλώνω στην ψάθα μου, να πάρω λίγο χρώμα που λέει κι η μάνα μου, σκέφτομαι πως θα ’ναι να αγκαλιάζει μόνο με το γερό του χέρι – μπορεί σ’ αυτό να συγκεντρώνει την ορμή και την τρυφερή βιαιότητα που αλλιώς θα μοίραζε και στα δυο του χέρια. Ή, μπορεί και να ’χει αναπτύξει άλλα μέσα· ίσως μια ατίθαση γλώσσα που να εισβάλλει με ορμή στο στόμα, στα αυτιά και στη μασχάλη, να οργώνει το στήθος και την κοιλιά… Το άλλο του χέρι δεν το συλλογίζομαι, δεν θέλω να τον προστατέψω γι’ αυτό, ούτε να του δείξω στοργή και συμπάθεια γι’ αυτή την αναπηρία. Θέλω μόνο να αφεθώ σε ένα δικό του, μονόχειρο, αγκάλιασμα, επιθετικό και κατηγορηματικό.

Ο ήλιος μου γλείφει το πρόσωπο. Το καλύπτω με ένα τζόκεϋ που κουβαλάω πάντα μαζί μου και σπάνια το χρησιμοποιώ. Δεν ακούγεται ούτε ψίθυρος, μόνο αραιά και που καμιά μακρινή εξάτμιση από μηχανάκι… Ανασηκώνομαι ύστερα από λίγο για να αλλάξω θέση. Εκεί όπου πριν από μερικά λεπτά στεκόταν το αγόρι, τώρα δεν βρίσκεται κανείς.

ΑΚΗΣ ΔΗΜΟΥ: «ΟΥΖΟ ΚΑΙ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ», ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑ, ΣΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟΥ

Άκης Δήμου: Ούζο και μελαγχολία
Θεσσαλονίκη
Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2010
30 σελ.
7,50 ευρώ

«Θα μπορούσα, εκ των υστέρων, να επινοήσω χίλια κι  ένα γεγονότα για κείνο τον μήνα κι αν όχι χίλια τουλάχιστον ένα-δύο, έτσι, ν’ ανοίξουν λίγο τα κουφωμένα παντζούρια στο δυάρι που όλη μέρα κρατούσαν το φως απέξω. Μπήκα που μπήκα στον πειρασμό να θυμηθώ, κανείς δε θα παρεξηγούσε. Δε λένε πως η μνήμη εξωραΐζει;»
Μια απόρρητη, βραδυφλεγής ερωτική ιστορία ανάμεσα σε δύο άντρες, ένα παιχνίδι ψευδαισθήσεων και αντικατοπτρισμών γύρω από ένα μπουκάλι ούζο που μετράει τον χρόνο τους σαν κλεψύδρα, αδειάζοντας μελαγχολικά μέχρι να μουδιάσουν οι λέξεις και ν’ αναλάβουν τα χέρια μόνα τους να σηκώσουν το βάρος του αισθήματος.

Ο Άκης Δήμου είναι θεατρικός συγγραφέας. Από το 1994 μέχρι τώρα έχουν παρουσιαστεί στη σκηνή περί τα 20 έργα του. Ανάμεσά τους: Και Ιουλιέττα, Η Μαργαρίτα Γκωτιέ ταξιδεύει απόψε, Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης κ.ά.

Ο Νορβηγός συγγραφέας Jο Nesbo γράφει για τα τραγικά γεγονότα στη χώρα του

[πηγή: ηλεκτρονικό μήνυμα των Εκδόσεων Μεταίχμιο]

Στον απόηχο των τραγικών γεγονότων στο νησί Οτόγια της Νορβηγίας ο συγγραφέας Jo Nesbo γράφει ένα βαθιά ανθρώπινο κείμενο, ένα σχόλιο γα το τέλος της αθωότητας μιας χώρας. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στις 26 Ιουλίου στους New York Times σε μια πιο συντομευμένη μορφή. Δείτε το στο link: http://www.nytimes.com/. Παρακάτω και στο συνημμένο αρχείο παραθέτουμε το πλήρες κείμενό του.


Από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ κυκλοφορεί το βιβλίο του Jo Nesbo Νέμεσις, ενώ τον Οκτώβριο πρόκειται να κυκλοφορήσει Το αστέρι του διαβόλου, το επόμενο της σειράς με πρωταγωνιστή τον καλτ ντετέκτιβ Χάρι Χόλε.


Έχουμε τη θέληση

του Jo Nesbo

 Πριν από μερικές μέρες πριν από τα τραγικά γεγονότα στο νησί Οτόγια, μιλούσα με ένα φίλο για το πώς η χαρά της ζωής και η θλίψη για το ότι τα πάντα αλλάζουν πάνε πάντα μαζί. Για το πώς ακόμα και το πιο λαμπρό μέλλον δεν μπορεί να αναπληρώσει το γεγονός ότι κανένας δρόμος δεν επιστρέφει ποτέ πίσω: Στην αθωότητα της παιδικής μας ηλικίας. Στην πρώτη φορά που ερωτευτήκαμε. Στις ευωδιές του Ιουλίου, στο χορτάρι που γαργαλά την ιδρωμένη πλάτη σου, λίγο πριν πηδήξεις από τους βράχους και βρεθείς την άλλη στιγμή μέσα στα παγωμένα νερά του νορβηγικού φιόρδ έχοντας στο στόμα και τη μύτη σου τη γεύση του αλατιού και των παγετώνων. Κανένας δρόμος που να οδηγεί στα δεκαεφτά σου, όταν είχες μόνο δέκα φράγκα στην τσέπη και παρατηρούσες στο λιμάνι των Καννών δύο άντρες ντυμένους με την ίδια ηλίθια στολή να τραβάνε κουπί οδηγώντας στη στεριά μια γυναίκα με το κανίς και τις πιστωτικές της κάρτες, και συνειδητοποιούσες πως η κοινωνία ισότητας από την οποία προερχόσουν ήταν μάλλον η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Ή όταν έκπληκτος κοιτούσες εθνικές συγκεντρώσεις άλλων χωρών να βρίσκονται περικυκλωμένες από φρουρούς με αυτόματα όπλα – ένα θέαμα που σε έκανε να κουνάς αποδοκιμαστικά το κεφάλι με ένα μείγμα παραίτησης και ικανοποίησης σκεπτόμενος: στην πατρίδα μου δεν έχουμε ανάγκη από τέτοια μέτρα. Γιατί στην πατρίδα μου ο φόβος του άλλου δεν έχει ρίζες. Μια χώρα από την οποία μπορούσες να λείψεις για τρεις μήνες για να ταξιδέψεις αλλού και να ζήσεις δύο πραξικοπήματα, έναν καταστροφικό λιμό, ένα μακελειό σε σχολείο, δύο δολοφονίες, ένα τσουνάμι, για να γυρίσεις πάλι πίσω και διαβάζοντας την εφημερίδα να διαπιστώσεις πως το μόνο πράγμα που άλλαξε ήταν το σταυρόλεξο της τελευταίας σελίδας. Μια χώρα που κατάφερε να καλύψει τις υλικές ανάγκες των κατοίκων της, όταν βρήκε πετρέλαιο το 1970, και που απέκτησε πολιτικό όραμα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ομοψυχία ήταν διάχυτη, οι πολιτικές συζητήσεις επικεντρώνονταν στην εύρεση των καλύτερων τρόπων για να επιτευχθούν εκείνοι οι στόχοι που όλοι (δεξιοί και αριστεροί) είχαν χαράξει. Μια χώρα που πίστευε πως εξυπηρετεί τα συμφέροντά της με το να ασχολείται μόνο με ό,τι την αφορούσε και επέλεξε να μείνει εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν αντίστοιχα μικρές χώρες θα έκαναν τα πάντα για να γίνουν δεκτές.
Οι ιδεολογικές διαμάχες ανέκυψαν μόνο όταν η παγκόσμια πραγματικότητα άρχισε να χτυπά την πόρτα μας. Όταν ένα έθνος που μέχρι τη δεκαετία του 1970 αποτελούνταν από μια ίδιας εθνικότητας και κουλτούρας πλειοψηφία έπρεπε να αποφασίσει αν οι νέοι της κάτοικοι δικαιούνται να φοράνε μπούρκα και να χτίζουν τζαμιά και όταν νορβηγοί στρατιώτες στάλθηκαν στο Αφγανιστάν και στη Λιβύη. Αλλά πριν από τις 22 Ιουλίου η εικόνα της Νορβηγίας ήταν εκείνη μιας παρθένας φύσης ακόμα ανέγγιχτης. Ένα έθνος αμόλυντο από τα δεινά της κοινωνίας.

Υπερβολή βεβαίως. Μια ματιά στα αστυνομικά αρχεία ήταν αρκετή. Κι όμως. Τον Ιούνιο έκανα ποδήλατο στους δρόμους του Όσλο με τον πρωθυπουργό της χώρας Jens Stoltenberg και έναν κοινό μας φίλο, ξεκινώντας για μια πεζοπορία σε μια δασώδη πλαγιά εντός των συνόρων αυτής της μεγάλης αλλά μικρής πόλης. Δύο σωματοφύλακες μας ακολουθούσαν ποδηλατώντας. Καθώς σταματήσαμε σε ένα κόκκινο φανάρι ένα αυτοκίνητο με ανοιχτό παράθυρο προσέγγισε τον πρωθυπουργό. Ο οδηγός φώναξε το όνομά του. «Jens!». Το γεγονός ότι ο νορβηγικός λαός μιλά συνήθως για τον ηγέτη της χώρας και του απευθύνεται στον ενικό είναι σύμφυτο με το πνεύμα ισότητας της κοινωνίας μας και δεν μου προκαλεί καμία έκπληξη πλέον.
«Υπάρχει εδώ ένας μικρός που θέλει πολύ να σου πει ένα γεια», είπε ο οδηγός.
Ο Jens Stoltenberg χαμογέλασε και έδωσε το χέρι στο αγοράκι. «Γεια σου, είμαι ο Jens.»
Ο πρωθυπουργός φορούσε το ποδηλατικό του κράνος. Το αγόρι φορούσε τη ζώνη ασφαλείας του. Και οι δύο σταμάτησαν στο κόκκινο φανάρι. Οι σωματοφύλακες είχαν σταματήσει διακριτικά λίγα μέτρα πιο πίσω. Χαμογελώντας. Ήταν μια εικόνα ασφάλειας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Η εικόνα της ειδυλλιακής νορβηγικής κοινωνίας που όλοι είχαμε ως δεδομένο, αυτού που θεωρούσαμε απολύτως φυσιολογικού. Πώς θα μπορούσε να πάει κάτι στραβά; Είχαμε κράνη και ζώνες και υπακούγαμε στον κώδικα οδικής κυκλοφορίας.

Και βέβαια κάτι μπορούσε να πάει στραβά. Πάντα κάτι μπορεί να πάει στραβά.
[…]

Έχουμε τη θέληση.
Κι όμως, δεν υπάρχει δρόμος που να οδηγεί στο αθώο παρελθόν.

Χθες άκουσα έναν άντρα να ουρλιάζει θυμωμένος μέσα στο τρένο. Πριν από τις 22 Ιουλίου η αυτόματη αντίδρασή μου θα ήταν να γυρίσω να κοιτάξω ίσως και να τον προσεγγίσω. Θα μπορούσε να ήταν μια ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση που θα μου επέτρεπε να διαλέξω πλευρά έπειτα από μια αντικειμενική αξιολόγηση των επιχειρημάτων. Τώρα όμως η αυτόματη αντίδρασή μου ήταν να γυρίσω να κοιτάξω αν η κόρη μου ήταν ασφαλής και να εντοπίσω ασφαλή έξοδο κινδύνου. Ελπίζω πως αυτή η αντίδραση με τον καιρό θα καταλαγιάσει. Αλλά ήδη γνωρίζω ότι ποτέ –μα ποτέ- δεν πρόκειται να εκλείψει τελείως. Η ημερομηνία θα επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο, 22 Ιουλίου, και για εμάς που ζούμε σήμερα θα είναι μια εφόρου ζωής υπενθύμιση πως τίποτα δεν είναι δεδομένο παρά τα κράνη και τις ζώνες ασφαλείας.

Αφού εξερράγη η βόμβα –κάτι που έγινε αισθητό στο Όσλο όπου μένω- και άρχισαν να συρρέουν ειδήσεις για όσα συνέβησαν στο νησί της Οτόγια, ρώτησα την κόρη μου αν φοβόταν. Απάντησε με μια φράση που της είχα κάποτε πει: «Ναι, αλλά αν δεν φοβάσαι, δεν μπορείς και να είσαι γενναίος.»

Αν λοιπόν δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής στο παρελθόν, στην απόλυτη, ασύνειδη και αφελή έλλειψη φόβου και σε όλα όσα παρέμεναν ανέγγιχτα, υπάρχει ωστόσο ένας δρόμος που μας πάει μπροστά. Που μας κάνει γενναίους. Που μας κάνει να συνεχίζουμε όπως πριν. Που μας κάνει να γυρνάμε το άλλο μάγουλο ρωτώντας «Τι, αυτό ήταν μόνο;». Που μας κάνει να αρνούμαστε στον φόβο να ορίσει τον τρόπο που θα συνεχίσουμε να χτίζουμε τη δική μας κοινωνία.

Μετάφραση: Κυριάκος Χαρίτος

1.8.11

ΑΚΟΜΗ ΕΝΑ ΧΤΥΠΗΜΑ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΝ

Από σήμερα, 1.8.2011, η Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης του Υπουργείου Εσωτερικών κατήργησε την επιδότηση των ταχυδρομικών τελών που είχαν τα περιοδικά (των λογοτεχνικών περιλαμβανομένων), με την εξαίρεση (γιατί άραγε;) των εντύπων που εκδίδουν δημοσιογράφοι-μέλη της Ένωσης Δημοσιογράφων Ιδιοκτητών Περιοδικού Τύπου.
Στην πραγματικότητα, η επιδότηση των ταχυδρομικών τελών αποστολής τευχών από τα λογοτεχνικά περιοδικά στους συνδρομητές τους ήταν η τελευταία ένδειξη ότι αυτό που λέμε Πολιτεία ή Κράτος αντιλαμβάνεται ότι υπάρχουν λογοτεχνικά περιοδικά σ' αυτόν τον τόπο και προσφέρουν (ό,τι προσφέρουν) στα ελληνικά γράμματα. Επί υπουργίας Κώστα Καραμανλή (λέμε τώρα) στο υπουργείο Πολιτισμού (ξαναλέμε τώρα), καταργήθηκε το πρόγραμμα ενίσχυσης των περιοδικών με 3.000 ευρώ ετησίως, μέσω της πρόσκλησης συγγραφέων από άλλες πόλεις στην έδρα κάθε περιοδικού και δημοσίευσης, εν συνεχεία, αφιερώματος στις σελίδες του περιοδικού στον εκάστοτε προσκληθένα συγγραφέα. Πριν από λίγους μήνες καταργήθηκε το χρηματικό έπαθλο που συνόδευε (για τρία μόλις χρόνια) το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικού Περιοδικού. Τώρα καταργείται και η επιδότηση των ταχυδρομικών τελών. Στην ουσία, μας αναγκάζουν μέσα σ' αυτή τη συγκυρία να καταργηθούμε (τα λογοτεχνικά περιοδικά). Στην περίπτωση του Εντευκτηρίου, στο εξής τα ταχυδρομικά τέλη θα κοστίζουν σχεδόν όσο και η εκτύπωση ενός τεύχους!

Ο εύκολος αντίλογος είναι: εδώ πετσοκόβονται συντάξεις, οι επιδοτήσεις των ταχυδρομικών τελών δεν θα κοπούν; Αλλά φυσικά το θέμα δεν βρίσκεται εκεί. Βρίσκεται σε αυτά που ΔΕΝ κόβονται. Όπως η αποζημίωση των βουλευτών για τη συμμετοχή τους σε επιτροπές. Τα ειδικά προνόμια για ταχυδρομικά τέλη, τέλη κινητής τηλεφωνίας κτλ. Οι δεκάδες αν όχι εκατοντάδες ΔΕΚΟ και οργανισμοί που δημιουργήθηκαν για να βολευτούν τα ΔΙΚΑ ΤΟΥΣ ΠΑΙΔΙΑ (ΝΔ και Πασόκ), με προσλήψεις χωρίς καμιά αξιολόγηση, φυσικά εκτός ΑΣΕΠ και πάει λέγοντας. Το απίστευτα διεφθαρμένο και ανάξιο λόγου κομματικό-πολιτικό σύστημα που κυβερνά τον τόπο εννοεί (επιμένει να εννοεί) πως πρώτα θα καταστραφεί ολοσχερώς ο τόπος και μετά θα αλλάξει το ίδιο το σύστημα τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τα πράγματα.

Επειδή πίσω από κάθε τι που συμβαίνει υπάρχουν ονοματεπώνυμα, ας μην ξεχνάμε:
Πρωθυπουργός: Γ. Α. Παπανδρέου
Υπουργός Οικονομικών: Ευάγγελος Βενιζέλος
Υπουργός Εσωτερικών: Δημήτρης Ρέππας
Υπουργός Πολιτισμού: Παύλος Γερουλάνος
Πρόεδρος της Βουλής: Φίλιππος Πετσάλνικος.