28.10.12

ΑΝ ΖΟΥΣΕ Ο ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ ΣΗΜΕΡΑ ΘΑ ΨΗΦΙΖΕ ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ;




του Χάρη Βλαβιανού
πηγή: facebook.com
Είναι γνωστή σε όλους η επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, με την οποίαν επιβλήθηκε στον Όθωνα το πολυπόθητο Σύνταγμα. Αυτό που ίσως είναι λιγότερο γνωστό είναι το φλέγον ζήτημα που συζητήθηκε στην Εθνοσυνέλευση τον Ιανουάριο του 1844 και αφορούσε τη σχέση «ετεροχθόνων» και «αυτοχθόνων». Πολλοί πληρεξούσιοι (βουλευτές), ανάμεσά τους ο Παλαμήδης, ο Πλαπούτας, ο Κ. Δεληγιάννης και ο Μακρυγιάννης απαιτούσαν μετά μανίας να μην πολιτογραφηθούν ως Έλληνες όσοι δεν ανήκαν στο απελευθερωμένο Βασίλειο – δηλαδή ν’ αποκλεισθούν όσοι κατοικούσαν στην Ήπειρο, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, την Χίο, την Κρήτη, κλπ. 
Αυτό είχε ως συνέπεια να εκδιωχθούν από τις θέσεις τους πολλοί άξιοι άνθρωποι που ήρθαν στην Ελλάδα από περιοχές που ήταν ακόμη υπό τον Οθωμανικό ζυγό. Όλη η φασαρία έγινε δηλαδή για μια θέση στο Δημόσιο! 
Τελικά την πρόταση περί αυτοχθονισμού την απέκρουσαν με επιτυχία ο Κωλέττης και ο Μαυροκορδάτος και κατόρθωσαν να ακυρώσουν εν μέρει την τροπολογία του άρθρου 3 περί ετεροχθόνων προτείνοντας τον καθορισμό των προσόντων των δημόσιων λειτουργών με ψήφισμα που ικανοποιούσε κατά κάποιο τρόπο τις αξιώσεις του Μακρυγιάννη και της παρέας του! Ένα επεισόδιο πάντως, κατά τον εορτασμό της Καθαρής Δευτέρας στους Στύλους του Ολυμπίου Διός (7 Φεβ. 1844), φανερώνει με δραματικό τρόπο την κατάσταση που επικρατούσε: ενώ ο Καλλέργης (στρατιωτικός διοικητής και ήρωας της Επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου) παρέθετε γεύμα στον Όθωνα και την Αμαλία κοντά στις όχθες του Ιλισού και ο λαός διασκέδαζε, δύο μαύρες σημαίες κυμάτιζαν στη δυτική πλευρά του ναού. Στη μία ήταν γραμμένες οι λέξεις «οι ξενηλατούμενοι μακεδόνες» και στην άλλη «οι αδικηθέντες κρήτες» μαζί δε και τα εξής: «Επί του ποταμού Βαβυλώνος εκεί εκαθήσαμεν και εκλαύσαμεν, εν τω μνησθήναι ημάς της Σιών… Πώς άσωμεν ωδήν Κυρίου επί της αλλοτρίας;»
Ογδόντα χρόνια μετά η ιστορία επαναλαμβάνεται. Αυτή τη φορά με τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, που οι καθαρόαιμοι Έλληνες τους αποκαλούσαν «τουρκόσπορους» και τις γυναίκες (όπως τη γιαγιά μου που ήρθε από τη Σμύρνη) «παστρικιές», δηλαδή «καθαρές», άρα πόρνες.
Αυτά τα ελάχιστα για να ξέρουμε πως φθάσαμε σήμερα η Χρυσή Αυγή να μοιράζει φαγητό μόνο σε όσους μπορούν ν’ αποδείξουν ότι μέσα στις φλέβες τους ρέει αυθεντικό, ελληνικό αίμα. Ο ρατσισμός δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Κλείνω με την αγόρευση του Παλαμήδη στην Εθνοσυνέλευση, την οποία και προσυπέγραψε ο πολύς Μακρυγιάννης: «Ημείς δεν στερούμεν τους ετερόχθονας παρά την ενέργειαν της Εξουσίας, διότι δεν μας έδωσαν εχέγγυα ειλικρινείας. Ας επιχειρήσωσιν ιδιωτικόν έργον, ας μετέλθωσιν εμπόριον και βιομηχανίας, εις τα υπουργήματα όμως δεν τους δεχόμεθα. Τους τα εδώσαμε τόσον καιρόν, φθάνει πλέον. Ας τραβηχθούν δι’ ολίγα χρόνια να κανονίσωμεν ημείς μόνοι την υπηρεσίαν μας. Πρόκειται να ρίψωμεν βάλσαμον εις τας πληγάς μας και όχι τρεμεντίναν». Αν ο Παλαμήδης και ο Μακρυγιάννης ήταν έτοιμοι τότε να αποκλείσουν Έλληνες από την Ελλάδα, ας σκεφτούμε τι θα έκαναν σήμερα με τους Αλβανούς υπηκόους (κάποιοι εκ των οποίων τότε λέγονταν Σουλιώτες) και τους λοιπούς νόμιμους μετανάστες. Για τους παράνομους δεν θέλω καν να το σκεφτώ.

προσθήκη του Εντευκτηρίου:
δείτε στο http://xstefanou.gr/details.php?id=304 πρόσφατο ρεπορτάζ του Guardian για την ανοχή Ελλήνων αστυνομικών σε κρούσματα ρατσιστικής βίας εκ μέρους νεοναζί στην Αθήνα



21.10.12

Τον τύφλωσαν επειδή είχε άλλο χρώμα!


της Κατερίνας Ροββά
Φωτoγραφίες: Χάρης Γκίκας

πηγή: www.ethnos.gr
ΔΟΛΟΦΟΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΚΑΤΑ 21ΧΡΟΝΟΥ

Το... έγκλημά του ήταν ότι είχε σκουρόχρωμο δέρμα. Η... ποινή του, έπειτα από ανελέητο ξύλο, ήταν να χάσει την όρασή του από το ένα μάτι. Ο 21χρονος Χάμεντ περιγράφει τις δραματικές στιγμές που έζησε στα χέρια 4 Xρυσαυγιτών

  Τους φώναζα ότι είμαι Ελληνας και εκείνοι με έβριζαν. Στο τέλος, όταν έπεσα κάτω, δεν έβλεπα τίποτα, δεν καταλάβαινα τίποτα, ήταν όλα άσπρα. Κι εκείνοι έφυγαν


Τους φώναζα ότι είμαι Ελληνας και εκείνοι με έβριζαν. Στο τέλος, όταν έπεσα κάτω, δεν έβλεπα τίποτα, δεν καταλάβαινα τίποτα, ήταν όλα άσπρα. Κι εκείνοι έφυγαν
«Το ζήτημα δεν είναι αν είσαι ξένος ή Ελληνας. Οι ξένοι θα φύγουν. Και τότε αυτοί που χτύπησαν εμένα θα στραφούν ενάντια στους Ελληνες... Αυτό πρέπει να έχει ο λαός στο μυαλό του και να μη φοβάται να αγωνίζεται. Κάτι πρέπει να γίνει».





Ο Χάμεντ εκφράζεται πολιτισμένα για εκείνους που του επιτέθηκαν με δολοφονική μανία χρησιμοποιώντας αλυσίδες και σκυλιά το βράδυ της Παρασκευής στην πλατεία Αττικής, με αποτέλεσμα να του στερήσουν την όραση από το αριστερό μάτι.
Είναι ένα συνεσταλμένο παιδί 21 ετών που μιλά με ευγένεια. Χρησιμοποιεί λόγια που μάλλον δεν αγγίζουν τους τέσσερις άντρες που τον σάπισαν στο ξύλο επειδή έχει σκουρόχρωμο δέρμα και έπειτα τον παράτησαν αιμόφυρτο στον δρόμο.

«Με κατέστρεψαν τελείως. Ισως να μην ξαναδώ. Θα μπορούσα να είχα πεθάνει. Το σκέφτομαι συνέχεια», λέει ο Χάμεντ, περιγράφοντας στη συντάκτρια του «Εθνους» Κ. Ροββά τον εφιάλτη που έζησε στην πλατεία Α

«Με κατέστρεψαν τελείως. Ισως να μην ξαναδώ. Θα μπορούσα να είχα πεθάνει. Το σκέφτομαι συνέχεια», λέει ο Χάμεντ, περιγράφοντας στη συντάκτρια του «Εθνους» Κ. Ροββά τον εφιάλτη που έζησε στην πλατεία Αττικής
«Εγώ δεν μένω στο κέντρο της Αθήνας», εξηγεί στο «Εθνος» σε άπταιστα ελληνικά. «Βρέθηκα στην περιοχή γιατί ήθελα να στείλω ένα δέμα στον πατέρα μου, ο οποίος πριν από λίγο καιρό πήγε στην Αίγυπτο.
Οταν κατέβηκα από το τρόλεϊ τέσσερις άνδρες με μαύρες μπλούζες της Χρυσής Αυγής έπεσαν πάνω μου και άρχισαν να με χτυπούν με αλυσίδες στο κεφάλι και τα μάτια. Στα χέρια τους είχαν κάτι με βίδες ή καρφιά που δεν μπορούσα να καταλάβω. Είχαν μαζί τους τρία μεγάλα σκυλιά όπως αυτά που έχει η Αστυνομία και τα προέτρεπαν να με δαγκώσουν. Εγώ δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Εδιωχνα τα σκυλιά με τα χέρια και προσπαθούσα μόνο να αμυνθώ για να μην κάνω χειρότερα τα πράγματα. Τους φώναζα ότι είμαι Ελληνας και εκείνοι με έβριζαν. Στο τέλος, όταν έπεσα κάτω, δεν έβλεπα τίποτα, δεν καταλάβαινα τίποτα, ήταν όλα άσπρα. Κι εκείνοι έφυγαν».

Ο Χάμεντ έχει περάσει τη μισή του ζωή στη χώρα μας. «Είναι πατρίδα μου», λέει, «έχω άλλωστε ελληνική υπηκοότητα». Την απέκτησε αφού ο πατέρας έζησε και δούλεψε σχεδόν τέσσερις δεκαετίες στην Ελλάδα, με τα έξι του παιδιά να πηγαινοέρχονται από την Αθήνα στο Κάιρο. «Είμαι Ελληνας. Ομως και οι ξένοι άνθρωποι είναι. Δεν υποστηρίζω πως όλοι οι μετανάστες είναι καλοί. Υπάρχουν και κακοί, αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με το ότι είναι ξένοι», λέει.

Φοιτητής
Πολιτικοποιημένος με την ευρύτερη έννοια του όρου συμμετείχε στην «Αραβική Ανοιξη» παλεύοντας με τους συμπατριώτες του για μια καλύτερη ζωή. Είναι φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Καΐρου, στο τμήμα Ηλεκτρονικών Υπολογιστών. «Δεν σπούδασα σε αιγυπτιακό σχολείο. Τελείωσα το ελληνικό σχολείο του Καΐρου, γιατί έτσι ήθελε ο πατέρας μου. Γνωρίζω όλη την ελληνική κοινότητα, έχω φίλους εκεί. Και οι Αιγύπτιοι τους συμπεριφέρονται σαν να είναι πολίτες. Μου αρέσει η Ελλάδα. Και θέλω να είναι η καλύτερη χώρα του κόσμου. Ο λαός πρέπει να προσπαθήσει γι' αυτό. Στην Αίγυπτο τα πράγματα άλλαξαν όταν ο κόσμος σταμάτησε να φοβάται και για τη ζωή του ακόμη. Και αν μιλάω τώρα στην εφημερίδα είναι γιατί θέλω να βοηθήσω να σταματήσουν όλα αυτά...».

ΠΑΡΑΠΟΝΟ
Γιατί μένει απαθής η αστυνομία;
Οι ρατσιστικές επιθέσεις στο κέντρο της Αθήνας έχουν λάβει τεράστιες διαστάσεις. Η αίσθηση της αγριότητας είναι κάτι που μπορεί να περιγράψει μόνο όποιος την έχει ζήσει: «Εμένα μπορεί να με κατέστρεψαν τελείως. Ισως να μην ξαναδώ. Θα μπορούσα να είχα πεθάνει. Το σκέφτομαι συνέχεια», λέει ο Χάμεντ. Τα βράδια, σύμφωνα με τους ασθενείς που νοσηλεύονται μαζί του, δεν μπορεί να κοιμηθεί. Φοβάται. «Δεν ήθελα να το μάθουν οι γονείς μου.
Ομως οι φίλοι της αδερφής μου από την Ελλάδα της έστειλαν τα δημοσιεύματα από το Ιντερνετ και εκείνη τους το είπε», λέει. «Αυτό που με φοβίζει είναι ότι δεν βλέπω κινητοποίηση της αστυνομίας για τέτοια θέματα και νιώθω πως είμαστε τελείως ανυπεράσπιστοι. Τι θα γίνει;», αναρωτιέται. Κι όμως εκεί, μέσα στον θάλαμο του νοσοκομείου, με πολλούς φίλους και συγγενείς στο πλευρό του, ανθρώπους που αδυνατούν να κατανοήσουν ότι τους βρήκε τέτοια συμφορά λόγω του χρώματος στο δέρμα τους, ο Χάμεντ χαμογελά ακόμα. Φαίνεται δυνατός. «Μέσα μου όμως είμαι τελείως κατεστραμμένος», λέει. «Πριν ήθελα να ζήσω εδώ. Και τώρα θέλω, όμως έχουν αλλάξει όλα. Τη νύχτα κλείνω τα μάτια και δεν μπορώ να κοιμηθώ καθόλου. Νιώθω πολύ άσχημα. Θυμάμαι τη σκηνή αυτή και σκέφτομαι το μέλλον με αγωνία»...

20.10.12

Οδός Δεσπεραί


Η Βάνα Χαραλαμπίδου, δημοσιογράφος και συγγραφέας, οραματίζεται μια διαφορετικη Δεσπεραί, σε μια πόλη από την οποία τα οράματα λείπουν δραματικά (ίσως πρέπει να προσκυνήσει κανείς την εικόνα του Άξιον Εστί για να δει οράματα, άλλη λύση δεν φαίνεται να υπάρχει!).


της Βάνας Χαραλαμπίδου

πηγή: www.parallaxi.gr


 Για όσους δεν την ξέρουν, είναι η πρώτη παράλληλος της Αγγελάκη και φυσική προέκταση του μικρού πάρκου της ΧΑΝΘ, ανάμεσα στην Τσιμισκή και τη Θεοτοκά. Πήρε τ’ όνομά της υποτίθεται για να τιμηθεί ο αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων στο μακεδονικό μέτωπο Φρανσέ ντ’ Εσπεραί. Κατοικείται από ένα κράμα ανθρώπων, που το συνιστούν παλιές οικογένειες αμετακίνητων αστών, περαστικοί επαρχιώτες φοιτητές, μονήρεις περιθωριακοί, μικροεπαγγελματίες, λάτρεις του κέντρου με όποιες συνθήκες, ξεχασμένα γερόντια που εδώ γεννήθηκαν κι εδώ θέλουν να παραμένουν ασάλευτοι, κι έχει την τύχη να στεγάζει τα τελευταία χρόνια το Underground Εντευκτήριο κι έναν μικρό εκδοτικό οίκο, τις Νησίδες.



Σήμερα, η πόλη τιμά τον αρχιστράτηγο μ’ έναn δρόμο σχεδόν σκουπιδαριό και υπαίθριο πάρκινγκ διπλo- και τριπλoπαρκαρισμένων αυτοκινήτων. Ασυνήθιστα φαρδύς δρόμος η Δεσπεραί, εκατό βήματα από το Λευκό Πύργο και πενήντα από τα μεγάλα μουσεία, στην καρδιά της πόλης, χαρακτηρίζει μια απολύτως υποβαθμισμένη γειτονιά, για την οποία ουδείς φορέας ουδέποτε ενδιαφέρθηκε και που ευτυχώς φωτίζεται τα βράδια από μια - δυο καφετέριες στις παρυφές της και αποκτά έναν απόηχο ζωής από τους νέους, που είναι οι μόνιμοι θαμώνες τους.

Όμως, η εικόνα του δρόμου και η καθημερινότητά του παραμένει θλιβερή. Αναρίθμητοι κάδοι ένθεν και ένθεν ξεχειλίζουν μονίμως από το περιεχόμενό τους. Με τη συνδρομή περιοίκων, που ξεφορτώνονται πάνω στα πεζοδρόμια ό, τι θεωρούν για πέταμα, από ξεπατωμένα έπιπλα μέχρι οικοδομικά υλικά, στολίζεται και ο χώρος πέριξ των κάδων. Προσθέστε και τη συμβολή των φιλόζωων, που θεωρούν περιττό να μαζεύουν τα περιττώματα του προσφιλούς τους ζωντανού. Πλύσιμο με βούρτσες από την υπηρεσία καθαριότητας του Δήμου η Δεσπεραί δεν ευτύχησε ποτέ να δει τα δώδεκα τουλάχιστον τελευταία χρόνια. «Πλένεται» μόνο από τη βροχή, που αμέσως παρασύρει ξεσκισμένα χαρτιά, συσκευασίες προϊόντων, χαρτόκουτα, διαφημιστικά φυλλάδια, σαπισμένες γόπες κι ό, τι άλλο φανταστεί κανείς, μετατρέποντας σε γλίτσα τη χρόνια βρωμιά, για να γλιστρούν και να σωριάζονται ηλικιωμένοι και παιδιά. Η γειτνίαση με υπηρεσίες, (ΙΚΑ, πολεοδομία, αντιδημαρχία αστικού σχεδιασμού, πολεοδομίας και δικτύων, ΕΡΤ, ΔΕΘ κλπ.), προκαλεί το αδιαχώρητο στο παρκάρισμα, έτσι ώστε συχνά πυκνά να χαλάει ο κόσμος από παρατεταμένα κορναρίσματα, φωνές και καυγάδες. Η Δεσπεραί είναι επίσης το συνηθέστερο πέρασμα των πάσης φύσεως πλανόδιων, που με μεγάφωνα στη διαπασών διαλαλούν την πραμάτεια τους, «σίδερα παλιά αγοράζω…», «ταράτσες, πατάρια καθαρίζω…», «δέκα κιλά ένα τάλιρο!», «γαρδένιες, μπιγκόνιες, κοπριά, ελάτε κυρίες!», ακόμη και θεατρικές παραστάσεις διαλαλούν, - αλήθεια ποιος μοιράζει τις άδειες, που τους επιτρέπουν να το κάνουν αυτό;

Είναι να απορεί κανείς πως ο δρόμος αυτός, φυσική προέκταση πάρκου, έστω και υποτυπώδους, πάντως πάρκου, παρόλο που συγκοινωνιακά ελάχιστα εξυπηρετεί την αυτοκίνηση, δεν έχει συμπεριληφθεί μέχρι σήμερα σε κάποιο σχέδιο ανάπλασης απ’ αυτά που κατά καιρούς εκπονεί η εκάστοτε τοπική αυτοδιοίκηση, ώστε να πεζοδρομηθεί, να δενδροφυτευτεί, να εξωραϊστεί, να αναβαθμιστεί για να αναβαθμίσει μια ολόκληρη και τόσο κεντρική περιοχή. Θα ήλπιζε κανείς τώρα που πεζοδρομούνται πενήντα περίπου, όπως διαβάζουμε, δρόμοι του κέντρου, να είναι η πρώτη επιλογή. Με λίγη φαντασία μπορείς να δεις τη Δεσπεραί πεζοδρομημένη, ήσυχη, καθαρή και δροσερή, καλοφωτισμένη τα βράδια, με μια όμορφη, φροντισμένη και ποτισμένη, δενδροστοιχία στο κέντρο της, με ποδηλάτες και πεζούς να τη διασχίζουν και παιδιά να παίζουν ανέμελα. Τα δεκάδες εγκαταλειμμένα μαγαζιά της ανοιχτά και πάλι, ενώ τα εν λειτουργία παραμελημένα ανακαινισμένα και φωτισμένα. Άλλοτε πάλι, αν είσαι υπεραισιόδοξος μπορείς να τη φανταστείς σαν μικρογραφία της Ράμπλας στη Βαρκελώνη, με μικρά καλαίσθητα περίπτερα, που θα στεγάζουν παλαιοβιβλιοπωλεία, ανθοπωλεία, καπνοπωλεία, είδη δώρων, θα εξασφαλίζουν κίνηση και ζωή στη γειτονιά και κάποιο εισόδημα στο δήμο… Η εξαγγελία για τη λειτουργία στη Δεσπεραί λαϊκής αγοράς - αυτή μόνο έλειπε! - δεν αφήνει κανένα περιθώριο ελπίδας για οποιαδήποτε αναβάθμιση.

Στην Ελλάδα ζεις, και μάλιστα στην από δεκαετίες παραμελημένη Θεσσαλονίκη. Οι μικρής κλίμακας παρεμβάσεις, που επιχειρούνται σε διάφορους παράδρομους ασφαλώς είναι ευπρόσδεκτες, αλλά όχι αρκετές για να αλλάξουν την άθλια εικόνα που παρουσιάζει η πόλη στην καρδιά της.



*H παλαιά εικόνα της οδού Δεσπεραί είναι από την  εξαιρετική έκθεση ''Η Δύση της Ανατολής'' που συνεχίζεται μέχρι τις 18 Νοεμβρίου στο Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Β. Όλγας 108.

19.10.12

Το τέλος της πολιτικής της «εσωτερικής υποτίμησης»;


του Κωστή Παπαδημητρίου
πηγή: www.capital.gr

Η φετινή ετήσια έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) περιελάμβανε δύο εκπλήξεις εξαιρετικής σημασίας, παραχωμένες ανάμεσα στις λεπτομέρειες της οικονομικής ανάλυσης και των προβλέψεων. Στην πρώτη, ο διεθνής οργανισμός επικαλείται την νεότερη εμπειρική επιστημονική έρευνα για να ισχυριστεί ότι η λιτότητα δεν δουλεύει. Αποτελεί κομβική στροφή στην παραδοσιακή πολιτική του οργανισμού και προκάλεσε δημόσια σύγκρουση μεταξύ της επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ και του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βολφγκανγκ Σόιμπλε. Στη δεύτερη παραδέχεται ότι ούτε η «εσωτερική υποτίμηση» δουλεύει. Αυτό έχει τεράστια σημασία για την Ελλάδα καθώς αποτελεί ουσιαστικά παραδοχή ότι η θεραπεία που εφαρμόζεται με στόχο την παραμονή στο ευρώ έχει αποτύχει.

Συγκεκριμένα, στο τρίτο κεφάλαιο του World Economic Outlook, που πραγματεύεται την εμπειρία των τελευταίων 100 ετών στη διαχείριση του δημοσίου χρέους, περιλαμβάνεται ανάλυση για την κατάσταση στην Βρετανία στο Μεσοπόλεμο όταν το 1925 ο Γουίνστον Τσώρτσιλ, που ήταν τότε υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας, θέλησε να επαναφέρει την στερλίνα στον Κανόνα του Χρυσού (δηλαδή σταθερή ισοτιμία της στερλίνας με το χρυσό) αλλά με την παλαιά ισοτιμία προ του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή με μια σημαντική ανατίμηση. Για να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα των βρετανικών επιχειρήσεων επιχειρήθηκε η γενικευμένη μείωση των τιμών και μισθών, όπως με την «εσωτερική υποτίμηση» επιχειρήθηκε να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας στο επίπεδο που ήταν πριν την ένταξη στο ευρώ. Ωστόσο τώρα η έκθεση του ΔΝΤ περιγράφει τη κατάσταση που διαμορφώθηκε πριν από 90 χρόνια στη Βρετανία ως αποτυχία γενικά αλλά και ειδικά για τη διαχείριση του χρέους. Το συμπέρασμα συνοψίζεται στην εξής παράγραφο: «Η περίπτωση της Βρετανίας […] προσφέρει ένα μάθημα επιφυλακτικότητας στις χώρες που επιχειρούν εσωτερική υποτίμηση. Ο συνδυασμός αυστηρής νομισματικής και αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής με στόχο τη σημαντική μείωση του επιπέδου των τιμών για την επιστροφή στην προπολεμική ισοτιμία είχε καταστροφικά αποτελέσματα. Η ανεργία ήταν υψηλή, η ανάπτυξη χαμηλή, και – όσον αφορά τη διαχείριση του χρέους – αυτό συνέχισε να αυξάνεται. Αν και η μείωση του επιπέδου των τιμών που επιχειρήθηκε στη Βρετανία ήταν μεγαλύτερη από οτιδήποτε πρόκειται να συμβεί ως αποτέλεσμα της εσωτερικής υποτίμησης σήμερα, παρόμοια δυναμική παρουσιάζεται και σήμερα. Η μείωση του επιπέδου των τιμών, σημαντικό συστατικό της εσωτερικής υποτίμησης, έρχεται με μεγάλο κόστος και χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για να προσδιοριστεί εάν το κόστος ξεπερνά τα οφέλη στην ανταγωνιστικότητα από την εσωτερική υποτίμηση».

Κατακτημένη γνώση

Βεβαίως, τότε ο μεγάλος οικονομολόγος John Maynard Keynes είχε προειδοποιήσει για τους κινδύνους μιας τέτοιας πολιτικής με το περίφημο άρθρο του The economic consequences of Mr Churchill  (Οι οικονομικές συνέπειες του κ. Τσώρτσιλ) όπου εξήγησε ότι αυτό δεν πρόκειται να λειτουργήσει με τον επιθυμητό τρόπο.  «Ο αντιπληθωρισμός δεν μειώνει τους μισθούς αυτόματα. Τους μειώνει προκαλώντας ανεργία» τόνισε ο μεγάλος οικονομολόγος ενώ σε άλλο σημείο του άρθρου παρατηρούσε ότι «Σε αυτές τις συνθήκες οι ιδιοκτήτες των ανθρακωρυχείων προτείνουν να γεφυρωθεί το κενό με μια μείωση των μισθών ανεξάρτητα από την μείωση του κόστους ζωής – δηλαδή, μειώνοντας το επίπεδο ζωής των ανθρακωρύχων. Ζητείται να κάνουν αυτήν την θυσία ώστε για να επιλυθούν προβλήματα για τα οποία δεν είναι με κανέναν τρόπο υπεύθυνοι και για τα οποία δεν έχουν κανέναν έλεγχο». «Η επιβολή των προσαρμογών με τη χρήση του όπλου του οικονομικού καταναγκασμού εναντίον των ατόμων και εναντίον συγκεκριμένων κλάδων είναι μια πολιτική που η χώρα δεν θα επέτρεπε ποτέ να συμβεί αν αντιλαμβανόταν τι πρόκειται να συμβεί» καταλήγει το άρθρο του Keynes. Πρόκειται για ένα άρθρο υπόδειγμα ρητορικής δεινότητας και επιστημοσύνης αλλά και ένα από τα πιο «φανερά μυστικά» της σύγχρονης συζήτησης: σε ιδιωτικές συζητήσεις για την «εσωτερική υποτίμηση» όλοι οι στοιχειωδώς διαβασμένοι οικονομολόγοι θα αναφερθούν στις «Οικονομικές συνέπειες του κ. Τσώρτσιλ» αλλά κανείς δεν το επικαλείται στη δημόσια συζήτηση. O Τσώρτσιλ έκανε αυτό που νόμιζε και προκάλεσε μεγάλη οικονομική κρίση. Τελικά η Βρετανία υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τον Κανόνα του Χρυσού για πάντα το 1931. Αργότερα παραδέχτηκε ότι ήταν ένα από τα μεγαλύτερα λάθη στην καριέρα του. Παραδόξως το ΔΝΤ έπρεπε να περιμένει μέχρι την ετήσια έκθεση του 2012 για να τα ανακαλύψει κάτι που ήταν κατακτημένη γνώση για την οικονομική επιστήμη και την οικονομική ιστορία σχεδόν έναν αιώνα.

Στη συνέχεια θα δούμε πώς φτάσαμε στην πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης στη χώρα μας, γιατί απέτυχε και γιατί εφαρμόστηκε παρόλο που η αποτυχία ήταν προδιαγεγραμμένη και προβλέψιμη τουλάχιστον για όσους οικονομολόγους και αναλυτές διατηρούσαν τη στοιχειώδη νηφαλιότητα.

Οι οικονομικές συνέπειες του κ. Ολιβιέ Μπλανσάρ

Παρόλο που η οικονομική επιστήμη είχε στη διάθεσή της τα διδάγματα από τη βρετανική εμπειρία αλλά και τη θεωρητική κατανόησή τους, στη σύγχρονη εποχή υπήρξε ένας συγκεκριμένος άνθρωπος που είχε για τα καλά στο μυαλό του να κάνει ξανά το πείραμα της «εσωτερικής υποτίμησης». Πρόκειται για τον Γάλλο Ολιβιέ Μπλανσάρ, επικεφαλής οικονομολόγο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ). Κατέχει, δηλαδή, την δεύτερη ή τρίτη σημαντικότερη θέση στην ιεραρχία μαζί με τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή. Όπως διαβεβαιώνουν άνθρωποι που γνωρίζουν καλά και όπως αποδεικνύει η έκθεση του ΔΝΤ, ο κ. Μπλανσάρ είναι ένας άνθρωπος μη δογματικός που μπορεί να αλλάζει γνώμη όταν τα γεγονότα διαψεύδουν τη θεωρία. Ωστόσο, η ζημιά για τη χώρα μας από την εφαρμογή του πειράματος της «εσωτερικής υποτίμησης» είναι ήδη υπερβολικά μεγάλη. Και η ζημιά δεν είναι μόνο οικονομική αλλά κοινωνική, πολιτική ακόμη και ηθική.

Πριν αναλάβει αυτή τη θέση, όταν ο Μπλανσάρ ήταν καθηγητής στο MIT των ΗΠΑ, δημοσίευσε ένα επιστημονικό άρθρο με αντικείμενο την Πορτογαλία και τον τίτλο Adjustment within the euro. The difficult case of Portugal (Προσαρμογή εντός του ευρώ. Η δύσκολη περίπτωση της Πορτογαλίας), που δημοσιεύτηκε το 2006. Δηλαδή πριν από τη διεθνή κρίση. Στο άρθρο αυτό ο Μπλανσάρ αναζητά τρόπους να λύσει το πορτογαλικό πρόβλημα που είχε ήδη εκδηλωθεί και το οποίο το συμπυκνώνει ως εξής: «Η αύξηση της παραγωγικότητας είναι αναιμική. Η ανάπτυξη είναι πολύ χαμηλή. Το δημοσιονομικό έλλειμμα είναι μεγάλο. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι πολύ μεγάλο». Όπως και στην περίπτωση της Ελλάδας, η συμμετοχή στο ευρώ κάνει αδύνατη την υποτίμηση. Συνεπώς, λέει το άρθρο, η μια λύση είναι η αύξηση της παραγωγικότητας, που όμως δεν είναι κάτι που μπορεί να δώσει γρήγορα αποτελέσματα, και η δεύτερη είναι η μείωση των μισθών. Φυσικά αναγνωρίζει ότι υπάρχουν μεγάλα προβλήματα σε μια τέτοια διαδικασία. Αλλά καταλήγει ότι «μια μείωση των ονομαστικών μισθών μπορεί να ακούγεται εξωτική, αλλά στην ουσία της είναι το ίδιο όπως μια επιτυχημένη υποτίμηση». Είναι αξιοσημείωτο ότι στο συγκεκριμένο άρθρο ο Μπλανσάρ δεν χρησιμοποιεί πουθενά την έκφραση «εσωτερική υποτίμηση», ακριβώς επειδή δεν ήταν δόκιμος όρος, δεν περιήλθε σε γενική χρήση παρά λίγο αργότερα. Ωστόσο τις ιδέες του άρθρου του Μπλανσάρ επικαλούνται οι ξένοι και εγχώριοι οπαδοί της «εσωτερικής υποτίμησης», είτε το γνωρίζουν είτε όχι. Ακόμη περισσότερο το πρόβλημα ήταν ότι ο κ. Μπλανσάρ ανέλαβε επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ το Σεπτέμβριο του 2008, δηλαδή στην κατάλληλη στιγμή ώστε να μπορέσει να εφαρμόσει τις ιδέες του. Γύρω του, εκτός αλλά και εντός Ελλάδας, στοιχήθηκαν και πολλοί οικονομολόγοι ή policy makers καλών προθέσεων που έβλεπαν το σχέδιο αυτό ως μια λύση για τη διατήρηση της συνοχής του ευρώ στις δεδομένες πολιτικές συνθήκες και αδιαφόρησαν για την κατακτημένη γνώση που είχαμε στη διάθεσή μας. Παρά τις προειδοποιήσεις από μια σειρά έγκυρων οικονομολόγων κυρίως από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού (όπως ο Joseph Stiglitz, ο Paul Krugman, ο  Nouriel Roubini, ο James Galbraith, ο Mark Weisbrot κ.α.), οι άνθρωποι αυτοί προέταξαν τους ευσεβείς πόθους τους και εγκατέλειψαν τη λογική και την επιστήμη με αποτέλεσμα να μην βλέπουν ότι η «εσωτερική υποτίμηση» δεν ήταν το εναλλακτικό της κανονικής υποτίμησης αλλά ο ταχύτερος δρόμος για την επιδείνωση της κρίσης και τη δημιουργία συνθηκών εξόδου από το ευρώ.

Κάνοντας οικονομική πολιτική με ευφημισμούς

Η πολιτική για «εσωτερική υποτίμηση» υποτίθεται ότι απαντά στο πρόβλημα της ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας μιας χώρας που βρίσκεται σε μια νομισματική ένωση και θέλει να παραμείνει σε αυτήν. Αν δεν έχεις δικό σου νόμισμα ώστε να κάνεις υποτίμηση, λένε οι οπαδοί της, η εναλλακτική λύση είναι να μειώσεις το γενικό επίπεδο των τιμών κατά το ίδιο ποσοστό και θα έχεις το ίδιο αποτέλεσμα. Για να το πετύχεις αυτό ξεκινάς από τους μισθούς και στη συνέχεια η μειωμένη ζήτηση μέσα από την ελεύθερη αγορά υποτίθεται ότι θα οδηγήσει σε πτώση και των τιμών καταναλωτού ώστε να αποκατασταθεί η αγοραστική δύναμη των εργαζόμενων σε χαμηλότερες ονομαστικές τιμές. Καθώς γνωρίζουμε ότι η υποτίμηση πάντα βοηθά στην ανταγωνιστικότητα – έστω και με παρενέργειες, έστω και προσωρινά – τότε φαίνεται απολύτως λογικό να προκαλέσεις μια «εσωτερική υποτίμηση» στην Ελλάδα ώστε να έχεις το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα. Σωστά; Λάθος! Όσο και αν φαίνεται λογική η αλληλουχία, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Πρόκειται για ένα πείραμα και μάλιστα εξαιρετικά επικίνδυνο. Ποτέ δεν έχει εφαρμοστεί κάτι τέτοιο, τουλάχιστον όχι με επιτυχία και όχι στην κλίμακα μιας χώρας όπως η Ελλάδα, που αν και μικρή, δεν είναι υπερβολικά μικρή. Ορισμένες σκανδιναβικές χώρες φλέρταραν με την ιδέα αυτή στις αρχές του 1990, όταν είχαν βρεθεί σε μια βαθιά ύφεση, αλλά τελικά προχώρησαν σε μεγάλη υποτίμηση των νομισμάτων τους. Μάλιστα φαίνεται ότι εκεί πρωτοχρησιμοποιήθηκε η έκφραση «εσωτερική υποτίμηση» χωρίς ωστόσο να περιέλθει σε ευρεία χρήση. Ουσιαστικά ο όρος δεν υπήρχε στο δημόσιο διάλογο μέχρι πολύ πρόσφατα.

Πρόκειται για έναν ευφημισμό που εφευρέθηκε για να περιγράψει την πολιτική που επιβάλλεται στην Λετονία, την Ελλάδα, την Ιρλανδία και σταδιακά τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό Νότο τα τελευταία τρία-τέσσερα χρόνια. Όμως στην οικονομική επιστήμη μια γενικευμένη πτώση του επιπέδου των τιμών δεν ονομάζεται «εσωτερική υποτίμηση», αλλά «αντιπληθωρισμός» (deflation, όρος που συχνά μεταφράζεται και ως αποπληθωρισμός). Και ο αντιπληθωρισμός δεν είναι πολιτική. Είναι μια εξαιρετικά αρνητική και επικίνδυνη κατάσταση της οικονομίας. Είναι αυτό που βίωσαν οι δυτικές χώρες κατά την Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930, αυτό που οι κοινωνίες μας και ειδικά η οικονομική επιστήμη ορκίστηκαν να μην αφήσουν ποτέ ξανά να συμβεί.

Μια τέτοια κατάσταση αποτελεί τον απόλυτο τρόμο για τους οικονομολόγους σχεδόν κάθε σχολής. Γνωρίζουμε ότι ενέχει τον μεγάλο κίνδυνο, αν όχι βεβαιότητα, να ξεκινήσει μια καθοδική και αυτοτροφοδοτούμενη «αντιπληθωριστική σπείρα». Δηλαδή, μια κατάσταση όπου η προσδοκία πτώσης των τιμών οδηγεί σε αναβολή της κατανάλωσης και των επενδύσεων όπου είναι αυτό δυνατό, δηλαδή σε πτώση της ζήτησης που με τη σειρά της οδηγεί σε νέα πτώση των τιμών, απολύσεις και νέα πτώση της ζήτησης λόγω της αυξημένης ανεργίας και της προσδοκίας πτώσης των τιμών χωρίς τελειωμό. Σε θεωρητικό επίπεδο σε αυτό προστίθεται η «παγίδα ρευστότητας», δηλαδή το φαινόμενο όπου τα επιτόκια θα είναι τόσο χαμηλά ώστε να μην μπορούν να πέσουν ακόμη παρακάτω και τελικά η νομισματική πολιτική να μην μπορεί να τονώσει την οικονομία. Πρακτικά, η Ελλάδα δεν θα φτάσει καν σε αυτό το σημείο γιατί είναι αντιμέτωπη με υψηλότερα από το επιθυμητό επιτόκια λόγω του κινδύνου εξόδου της χώρας από το ευρώ – κάτι που κάνει την κατάσταση ακόμη χειρότερη.

Στα περισσότερα πανεπιστημιακά εγχειρίδια μακροοικονομικής, αναφέρεται ότι ο αντιπληθωρισμός και η παγίδα ρευστότητας είναι καθαρά θεωρητικά φαινόμενα που είναι εξαιρετικά δύσκολο να συμβούν στην πραγματικότητα. Συνέβησαν μόνο μια φορά, γράφουν, το 1929 λόγω των τραγικών λαθών που έγιναν τότε. Τώρα έχουμε πάρει το μάθημά μας, συνεχίζουν, και δεν πρόκειται να ξανασυμβεί ποτέ γιατί είναι εύκολο να το αποφύγεις. Για αυτό το λόγο λίγοι οικονομολόγοι έκαναν θεωρητική έρευνα γύρω από αυτά τα θέματα τα τελευταία πενήντα χρόνια (σε αυτούς τους λίγους συμπεριλαμβάνεται ο νομπελίστας Paul Krugman που έχει εξηγήσει ότι η ιαπωνική οικονομία έχει βρεθεί πολύ κοντά στην παγίδα ρευστότητας).

Γενικευμένη ανομία

Δυστυχώς ο «αντιπληθωρισμός» βαφτίστηκε «εσωτερική υποτίμηση» και μια βαριά ασθένεια χορηγήθηκε σαν φάρμακο για την Ελλάδα και ορισμένες άλλες χώρες. Το πείραμα ήταν καταδικασμένο να αποτύχει αλλά οι συνέπειες και όχι μόνο οικονομικές αλλά κοινωνικές και ηθικές θα είναι βαριές για τις χώρες. Οι οικονομικές σχέσεις διέπονται από συμβάσεις-συμβόλαια που είναι δεσμευτικές και σε έναν βαθμό ανελαστικές. Η δημιουργία ενός κλίματος γενικής αναδιαπραγμάτευσης των συμβάσεων (όπως είναι οι μισθοί αλλά και τα μισθωτήρια συμβόλαια ή οι συμβάσεις με τους προμηθευτές) προκαλεί ρήξη της εμπιστοσύνης στις συμβατικές σχέσεις και υποχρεώσεις καταλήγοντας τελικά σε μια γενικευμένη αίσθηση ανομίας που εκδηλώνεται σταδιακά σε κάθε κοινωνική σχέση και όχι μόνο τις εμπορικές. Δημιουργεί ένα δηλητηριώδες περιβάλλον όπου καμία ανειλημμένη υποχρέωση δεν ισχύει. Και όλα αυτά σε μια χώρα που ούτως ή άλλως είχε αυξημένο πρόβλημα ανομίας. 

Μια άλλη πολύ σημαντική παράμετρος που δεν λαμβάνουν υπόψη τους όσοι υποστηρίζουν ότι η λεγόμενη «εσωτερική υποτίμηση» είναι στην ουσία το ίδιο με μια κανονική υποτίμηση είναι ότι σε μια κατάσταση πτώσης των τιμών και των μισθών αυξάνεται το πραγματικό χρέος (δηλαδή η αγοραστική δύναμη του χρέους) ιδιωτών και επιχειρήσεων. Σε πρώτη ανάγνωση μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι αυτό ωφελεί τους πιστωτές αλλά αυτό που συμβαίνει είναι ότι το τραπεζικό σύστημα βρίσκεται αντιμέτωπο με μια άνευ προηγουμένου έξαρση των επισφαλειών, καθώς περίπου το ένα στα πέντε δάνεια βρίσκεται σε καθυστέρηση ή δεν εξυπηρετείται με τάση επιδείνωσης. Πολύ απλά δεν μπορείς να συρρικνώσεις μια οικονομία των 250 δισ. ευρώ στα 150 δισ. ευρώ και να πιστεύεις ότι το χρέος επιχειρήσεων και νοικοκυριών μπορεί να συνεχίσει να εξυπηρετείται κανονικά.

Γιατί δεν πέφτουν οι τιμές;

Στόχος της «εσωτερικής υποτίμησης» υποτίθεται ότι είναι η γενικευμένη μείωση του επιπέδου των τιμών. Δηλαδή, υποτίθεται ότι την πτώση των ονομαστικών μισθών θα ακολουθήσει πτώση των τιμών καταναλωτού ώστε τελικά να αποκατασταθεί η αγοραστική δύναμη των πραγματικών μισθών. Αυτό χρειάζεται σημαντικό βάθος χρόνου για να συμβεί και στο μεσοδιάστημα δημιουργεί χαμένους και κερδισμένους. Αλλά είναι αμφίβολο αν θα συμβεί στην προσδοκώμενη έκταση ακόμη και μετά από αρκετό χρονικό διάστημα. Παρατηρούμε ότι τουλάχιστον στην αρχική φάση η λιανική πώληση προτιμά να διατηρήσει αμετάβλητες τις τιμές (ή ακόμη και να τις αυξήσει οριακά) ώστε να διατηρήσει ή να επεκτείνει τα περιθώρια κέρδους ως αντίδραση στην πτώση των πωλήσεων (σε αντίθεση με αυτό που προβλέπει ότι θα συμβεί η ορθόδοξη οικονομική θεωρία). Στην καλύτερη περίπτωση αντιδρά με προσφορές θέλοντας να στείλει στον καταναλωτή το μήνυμα ότι οποιαδήποτε πτώση των τιμών είναι προσωρινή και όχι μόνιμη. Αυτό επίσης είναι κοινωνικό χαρακτηριστικό: ο πωλητής διατηρεί το δικαίωμά του να αλλάζει κάθε μέρα την τιμή του, δυνατότητα την οποία δεν έχει ο μισθωτός ο οποίος διαπραγματεύεται την δική του τιμή-μισθό μόνο περιστασιακά (και μάλιστα συνήθως με συνθήκες εξαιρετικής ασυμμετρίας ισχύος). Το πείραμα γίνεται μονόπλευρα: ενώ η μείωση των μισθών γίνεται με θεσμικές παρεμβάσεις (όπως η επιχειρούμενη κατάργηση του 13ου και του 14ου μισθού στον ιδιωτικό τομέα ή ο περιορισμός των επιδομάτων ανεργίας), η μείωση των τιμών επαφίεται αποκλειστικά στην ελεύθερη αγορά χωρίς αντίστοιχες παρεμβάσεις.

Πέρα από αυτά, καθώς η «εσωτερική υποτίμηση» θέλει να απαντήσει στο πρόβλημα ενός ελλειμματικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, δηλαδή στόχος είναι η αύξηση των εξαγωγών μέσω μείωσης του εγχωρίου κόστους αλλά και ο περιορισμός των εισαγωγών μέσω μείωσης της εγχώριας ζήτησης. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα μείωση των τιμών και πώληση των ίδιων ποσοτήτων όπως προηγουμένως αλλά πιθανώς μείωση των πωλούμενων ποσοτήτων με τις ίδιες τιμές. Παρόλο που η περιορισμένη πτώση των τιμών παρουσιάζεται ως μια ανεπιθύμητη έκπληξη, στην πραγματικότητα είναι ένα συστατικό μέρος της πολιτικής που ασκείται. Για ευνόητους λόγους αυτό δεν έχει εξηγηθεί στην κοινή γνώμη που έχει αφεθεί να πιστεύει ότι η πτώση των τιμών θα αποκαταστήσει την απώλεια της αγοραστικής δύναμης που προκάλεσε η πτώση των εισοδημάτων.

Η περίπτωση της Λετονίας

Σχεδόν παράλληλα με την Ελλάδα, η πολιτική της «εσωτερικής υποτίμησης» άρχισε να εφαρμόζεται από το ΔΝΤ στην Λετονία. Παρόλο που η χώρα είναι εκτός ευρώ, θέλησε να αποφύγει την υποτίμηση και να διατηρήσει την ισοτιμία με το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα αμετάβλητη παρά την κρίση που αντιμετώπισε ως παρενέργεια της κρίσης της Lehman από το Σεπτέμβριο του 2008. Για αυτό άρχισε και εκεί να εφαρμόζεται η «εσωτερική υποτίμηση» που επίσης προκάλεσε εκτίναξη της ανεργίας στο 25% και ύφεση. Σε επόμενη φάση η ανεργία περιορίστηκε στο 15% και υπήρξαν διαλείμματα έστω και αναιμικής ανάκαμψης. Παρόλο που το ΔΝΤ προσπάθησε κατά καιρούς να εμφανίσει την περίπτωση ως επιτυχία, η ανάλυση των εμπειρικών δεδομένων δείχνει ότι η πτώση της ανεργίας οφείλεται στο απλό γεγονός ότι μετανάστευσε το 10% του πληθυσμού της χώρας, δηλαδή πρόκειται για εθνική καταστροφή, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό των σύντομων φάσεων της ανάκαμψης οφείλεται στις διακυμάνσεις της ζήτησης στην υπόλοιπη Ευρώπη (όπως έχουν καταδείξει οι Mark Weisbrot - Rebecca Ray και Michael Hudson - Jeffrey Sommers).

Υποτιμήστε το ευρώ

Τι μπορούσε, λοιπόν, να γίνει και δεν έγινε; Το πρόβλημα της απώλειας ανταγωνιστικότητας των περιφερειακών χωρών της ζώνης του ευρώ μπορεί να λυθεί με έναν διαφορετικό τρόπο που καταρχήν ίσως φανεί παράδοξος. Η απάντηση είναι η μείωση της ισοτιμίας του ευρώ. Μια τέτοια κίνηση όχι μόνο θα διόρθωνε τα εμπορικά ελλείμματα των περιφερειακών χωρών (βεβαίως με τίμημα την αύξηση των εισαγόμενων προϊόντων από χώρες εκτός νομισματικής ένωσης) αλλά και θα ξαναέφερνε τη ζώνη του ευρώ σε τροχιά σύγκλισης. Υπάρχει μια τεράστια παρεξήγηση σχετικά με το πώς θα ωφελούσε τις ελληνικές εξαγωγές προς άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ μια υποτίμηση του ευρώ. Η συμβατική σοφία λέει ότι δεν θα υπήρχε κανένα όφελος. Αυτό όμως ισχύει μόνο σε μια νομισματική ζώνη που είναι κλειστή ως προς τον έξω κόσμο. Στην σημερινή πραγματικότητα, ο Γερμανός τουρίστας δεν συγκρίνει το ελληνικό πακέτο διακοπών με το γερμανικό αλλά με το τουρκικό ή το μπαλινέζικο. Αλλά και ο Δανός καταναλωτής που δεν διαθέτει το ευρώ συγκρίνει το πορτογαλικό ρούχο με το κινέζικο και όχι απαραίτητα με το δανέζικο. Συνεπώς με την υποτίμηση του ευρώ, ή την ανατίμηση των ασιατικών νομισμάτων αν θέλετε, θα δημιουργούνταν οι συνθήκες διόρθωσης του εμπορικού ισοζυγίου της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Αυτό ακριβώς συνέβη στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990, όταν η υποχώρηση των ευρωπαϊκών νομισμάτων προκάλεσε μια τόσο ταχεία σύγκλιση ώστε το ευρώ να ξεκινήσει το 1999 με έντεκα συν μια χώρες ενώ μόλις τρία χρόνια νωρίτερα η συζήτηση περιοριζόταν σε πέντε ή έξι χώρες.

Μια τέτοια λύση έχουν υποστηρίξει διστακτικά αρθρογράφοι όπως ο Wolfgang Muenchau των Financial Times ή οικονομολόγοι όπως ο Nouriel Roubini και ευθέως οι Ricardo J. Caballero (καθηγητής οικονομικών στο ΜΙΤ) και ο Francesco Giavazzi (καθηγητής στο Bocconi University και επισκέπτης καθηγητής στο MIT) με άρθρο τους στους Financial Times. Στην Ελλάδα οι ηγεσίες μας δεν μπαίνουν σε αυτήν την συζήτηση γιατί έχουν συνηθίσει την οπτική γωνία της μικρής χώρας – για αυτές κάθε κριτική στο ισχυρό ευρώ, ισοδυναμεί με κριτική στην ίδια την ένταξη και τη συμμετοχή στο ευρώ. Αλλά το ευρώ είναι ένα εξαιρετικό οικονομικό και πολιτικό σχέδιο της Ευρώπης, που κινδυνεύει να εκτροχιαστεί από τη λανθασμένη πολιτική της υπερβολικά ενισχυμένης ισοτιμίας των τελευταίων δέκα ετών και τις λανθασμένες θεραπείες για την αντιμετώπιση των συνεπειών της. Η αναθεώρηση των απόψεων του ΔΝΤ, και του κ. Μπλανσάρ προσωπικά, έρχεται αρκετά καθυστερημένα για τη χώρα μας έχοντας κάνει ήδη βαθιά ζημιά και είναι αμφίβολο αν θα οδηγήσει έγκαιρα σε αντιστροφή της πολιτικής που εφαρμόζεται στην Ελλάδα. Δυστυχώς το πνευματικό και πολιτικό κλίμα στην Ευρώπη, και ιδίως στη Γερμανία, είναι τέτοιο που δεν φαίνεται να επιτρέπει λύση μέσω έγκαιρης διόρθωσης της ισοτιμίας και το τελικό ρίσκο παραμένει ακόμη η ίδια η συνοχή της ζώνης του ευρώ.

*Ο Κωστής Παπαδημητρίου είναι δημοσιογράφος – οικονομικός αναλυτής

16.10.12

Μο Γιαν: Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας 2012


του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου

πηγή: http://bookstand.gr





Κάθε βραβείο αποτελεί μιαν επικίνδυνη άσκηση ισορροπίας, πόσο μάλλον ένα βραβείο παγκοσμίου βεληνεκούς όπως είναι τα βραβεία Νομπέλ για τη λογοτεχνία. Γι’ αυτό οφείλουμε πλέον, μετά από τόσες δεκαετίες, να θεωρούμε δεδομένη την πολιτική τους διάσταση και ούτε να τα απαξιώνουμε, όπως συνηθίζουμε κάθε χρόνο επειδή δεν βραβεύτηκε ο συγγραφέας που ο καθένας από εμάς γνωρίζει και προτιμάει, ούτε να υπερεκτιμούμε τη σημασία που έχουν για την αξία ενός δημιουργού. Έτσι, η Σουηδική Ακαδημία βράβευσε πριν από δώδεκα χρόνια τον Κινέζο (αλλά πολιτογραφημένο Γάλλο) συγγραφέα Γκάο Ζίνγιαν, επιδιώκοντας, όπως αποδείχθηκε, όχι τόσο να τιμήσει έναν σημαντικό συγγραφέα, γιατί ο Γκάο Ζίνγιαν δεν είναι πραγματικά μεγάλος, αλλά περισσότερο να κάνει ένα άνοιγμα προς την Κίνα – σε μια εποχή μάλιστα που και η ίδια η Κίνα επιχειρούσε το δικό της προσεκτικό άνοιγμα προς τον υπόλοιπο κόσμο.

Η φετινή επιλογή της Ακαδημίας θεωρήθηκε από την πρώτη στιγμή μια απόφαση με παρόμοια κίνητρα. Δεν είναι όμως τέτοια. Ακριβέστερα, δεν είναι μόνο τέτοια. Γιατί ο Μο Γιαν είναι ένας μεγάλος και πρωτότυπος συγγραφέας που μοιάζει να ικανοποιεί, συγχρόνως, και το κριτήριο της αναμφισβήτητης λογοτεχνικής αξίας και τις επιδιώξεις και επιθυμίες τόσο της δυτικής όσο και της κινεζικής πλευράς για αμοιβαία προσέγγιση. Πόσο μάλλον που το έργο του και η ζωή του δεν τον εντάσσουν ξεκάθαρα ούτε στους υποστηρικτές της κινεζικής κυβέρνησης ούτε στους αντιφρονούντες. Με τα μυθιστορήματά του, ο Μο Γιαν έχει ασκήσει οξύτατη κριτική στην κοινωνική και πολιτική κατάσταση της χώρας του και έχει υποστεί διώξεις γι’ αυτόν  τον λόγο, αλλά από την άλλη ποτέ δεν την εγκατέλειψε, παρόλο που, όπως κάθε αντικαθεστωτικός συγγραφέας στην Κίνα, έχει δεχθεί συχνά διευκολύνσεις για να το κάνει. Μα ο Μο Γιαν είναι πολύ βαθιά ζυμωμένος με το χώμα και τους ανθρώπους του τόπου του, για να τον εγκαταλείψει.

Γεννήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 1955 στο Γκαόμι, στη βορειοανατολική Κίνα, και μεγάλωσε σε μια εκτεταμένη οικογένεια που περιλάμβανε δεκατέσσερα μέλη, γονείς, παιδιά, παππούδες, θείους και ξαδέρφια. Στον παππού του οφείλει ο Μο Γιαν τη βαθιά γνώση της προφορικής, ανεπίσημης ιστορίας του τόπου του και των θρύλων και δοξασιών που τόσο συχνά εμφανίζονται στα μυθιστορήματά του. Η συμμετοχή του στην έκδοση μιας «ενοχλητικής» σχολικής εφημερίδας είχε ως αποτέλεσμα να εκδιωχθεί από το σχολείο στην ηλικία των δώδεκα ετών και να δουλέψει στο εξής στα χωράφια· παρόλη την εξάντληση και τη διαρκή πείνα (διαρκώς παρούσες στα μυθιστορήματά του) δεν έπαψε ωστόσο να μελετάει, τις νύχτες πια από τα βιβλία του μεγαλύτερου αδελφού του. Το 1976 κατατάχτηκε εθελοντικά στον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό, μια και αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να ξεφύγει από τη βαριά χειρωνακτική εργασία και να εξασφαλίσει κάποιον χρόνο για μελέτη και συγγραφή.

Το πρώτο του διήγημα, με τον τίτλο «Ακατάπαυστη βροχή μιαν ανοιξιάτικη νύχτα», δημοσιεύτηκε το 1981. Πολλά ακόμη ακολούθησαν ώς το 1987, οπότε κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα «Οι κόκκινοι αγροί», με το οποίο καθιερώθηκε αμέσως ως ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της μεταμαοϊκής Κίνας. «Οι μπαλάντες του σκόρδου» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη), που εκδόθηκαν το 1987, του δημιούργησαν προβλήματα με τη λογοκρισία, με αποτέλεσμα να παραιτηθεί από τον στρατό. Δεν σταμάτησε όμως ποτέ να γράφει. Το πραγματικό του όνομα είναι Γκουάν Μογιέ. Μο Γιαν σημαίνει «μη μιλάς», μια προτροπή που ποτέ δεν την ακολούθησε. Άλλα έργα του: «Η ζωή και ο θάνατος με φθείρουν», «Μεγάλα στήθη και φαρδιές περιφέρειες», «Η δημοκρατία του κρασιού».

Κύριο χαρακτηριστικό του έργου του Μο Γιαν είναι ο τρόπος που συνδυάζει στοιχεία που μοιάζουν ασύνδετα μεταξύ τους: τον σκληρό ρεαλισμό με μιαν ιδιότυπη νοσταλγία για όσα αφηγείται· την πολιτική κριτική για τα ιστορικά σφάλματα της Κίνας με τον τραχύ ερωτισμό· τη σάτιρα με τη φαντασία. Μια σκηνή έντονης βίας (εκατοντάδες τέτοιες σε όλα τα βιβλία του) ακολουθείται από μια ονειρική περιγραφή της φύσης ή από την αφήγηση μιας μαγικής συνάντησης πεθαμένων με ζωντανούς. Μια απαισιόδοξη ματιά στην παρελθόν και το παρόν της Δημοκρατίας της Κίνας μετριάζεται από έναν προαιώνιο τοπικό θρύλο που καθησυχάζει τον αναγνώστη με τη διάρκειά του. Τον συγκρίνουν με τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και με τον Ουίλιαμ Φώκνερ. Ο ίδιος ομολογεί τη συγγένεια που αισθάνεται και με τους δύο αυτούς συγγραφείς, αλλά η στέρεη σύνδεσή του με την κινεζική επαρχία και τους ανθρώπους της, η βαθιά πολιτική ματιά του και η μοναδική φαντασία του δημιουργούν ένα ξεχωριστό και πρωτότυπο μείγμα και τον αναδεικνύουν σε παγκόσμιο συγγραφέα που αξίζει να διαβαστεί.



ΣΤΟΥΣ ΚΟΚΚΙΝΟΥΣ ΑΓΡΟΥΣ ΜΕ ΤΟΝ ΜΟ ΓΙΑΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΖΑΝΓΚ ΓΙΜΟΥ


του Γιάννη Γκροσδάνη

πηγή: http://bookstand.gr




Αν υπάρχει ένα βιβλίο που ξεχωρίζει στην βιβλιογραφία του Νομπελίστα – πλέον – Κινέζου συγγραφέα Μο Γιάν αυτό σίγουρα είναι οι «Κόκκινοι αγροί». Το 1987 ο Ζανγκ Γιμού αποφάσισε να μεταφέρει το εν λόγω βιβλίο στον κινηματογράφο. Η αφήγηση της ταινίας μάς μεταφέρει στην κινέζικη επαρχία της δεκαετίας του ’30, πιο συγκεκριμένα την εποχή του Β΄ σινοϊαπωνικού πολέμου, την αιματηρότερη σύγκρουση που συνέβη στην Άπω Ανατολή κατά τον 20ο αιώνα και μια από τις επιμέρους πτυχές – όπως εξελίχθηκε – του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Μια νεαρή γυναίκα (πρόκειται για τη γιαγιά του αφηγητή) αναγκάζεται από τους συγγενείς της να παντρευτεί έναν ευκατάστατο ηλικιωμένο γαιοκτήμονα, που πάσχει από λέπρα. Τελικά, η γυναίκα χηρεύει και ερωτεύεται έναν συνομήλικό της άντρα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα πράγματα γίνονται πιο εύκολα για την ίδια, αφού κληρονομεί τον άντρα της και καλείται να διαχειριστεί μια μεγάλη έκταση με αμπέλια αλλά και μια επιχείρηση παραγωγής κρασιού.

Αυτό το μοτίβο της καταπίεσης των γυναικών στη φεουδαρχική Κίνα των αρχών του 20ου αιώνα απασχόλησε τον Γιμού πολύ έντονα σε άλλες δύο ταινίες του, που ακολούθησαν: το Ζου Ντου - Σιωπηλοί εραστές (1990) και Σήκωσε τα κόκκινα φανάρια (1991). Αν αυτές οι δύο ταινίες απογείωσαν την κινηματογραφική καριέρα του Γιμού στα ύψη, καθιερώνοντας τον ως έναν σπουδαίο σκηνοθέτη παγκόσμιας κλάσης, Οι κόκκινοι αγροί υπήρξαν το διαβατήριο και η αφετηρία αυτής της σπουδαίας διαδρομής. Και οι τρείς ταινίες άλλωστε αποτελούν ένα τρίπτυχο με κοινή θεματολογία αλλά και κοινή αισθητική γραμμή. Η ταινία αποτέλεσε επίσης το ντεμπούτο της πρωταγωνίστριας της Γκονγκ Λι, η οποία έκτοτε απογειώθηκε ως η πλέον δημοφιλής και αναγνωρίσιμη σταρ του κινέζικου κινηματογράφου.

Έχοντας ήδη μια σπουδαία εμπειρία ως κινηματογραφιστής σε ταινίες άλλων συναδέλφων του, η φωτογραφία αποτέλεσε προτεραιότητα για τον Γιμού. Τα κάδρα της ταινίας, όπως συμβαίνει συνολικά και στο υπόλοιπο κινηματογραφικό έργο που ακολούθησε, αποτελούν μια εικαστική ποιητική πανδαισία χωρίς να αγνοούν τον ρεαλισμό της καθημερινότητας στην κινέζικη επαρχία αλλά και των συνεπειών του πολέμου. Η κινηματογραφική μεταφορά θα γίνει χάρη στις υπέροχες εικόνες του φωτογράφου Γκου Γκανγκβέι αλλά και τη μουσική του Κινέζου συνθέτη Ζάο Τζιπίνγκ (σταθερός συνεργάτης στα πρώτα βήματα του Γιμού). Οι κόκκινοι αγροί έχουν αισθητικά κάτι από την αύρα του παλιού κινηματογράφου. Άλλωστε η τεχνοτροπία του σινεμασκόπ και του τεχνικολόρ θεωρούνταν από τον αμερικάνικο κινηματογράφο, που αναζητούσε τεχνολογικά πιο οικονομικές και πιο μοντέρνες λύσεις, ως ξεπερασμένη. Παρ’ όλα αυτά, η ταινία είναι πλημμυρισμένη από χρώματα και εικόνες που μαγεύουν τον θεατή.

Για τον Γιμού (όπως και για τον Γιαν) η ταινία είναι ένας ύμνος σε αυτούς τους ανθρώπους της κινέζικης επαρχίας και στον τρόπο που αντιστάθηκαν την περίοδο του πολέμου. Είναι ακόμα μια ειλικρινής αναπαράσταση της καθημερινότητας τους. Η εναρκτήρια σεκάνς της ταινίας χτίζει τον ρυθμό και τη μυθολογική ατμόσφαιρα μιας κινηματογραφικής ιεροτελεστίας που εισάγει τον θεατή στη θεματολογία που θα απασχολήσει τον σκηνοθέτη αφηγηματικά, σε μια ισορροπία μεταξύ της ελευθερίας και του πάθους.


Για τον Μο Γιάν, Οι κόκκινοι αγροί υπήρξαν μια μεταφορά σε μια περιοχή με έντονα προσωπικά βιώματα. Η μνήμη αποτελεί κυρίαρχο συστατικό για τον συγγραφέα, στοιχείο που ακολουθήθηκε σχεδόν ευλαβικά και από τον σκηνοθέτη Ζανγκ Γιμού. Το βιβλίο ισορροπεί ανάμεσα στον λυρισμό των περιγραφών αλλά και στον ρεαλισμό αυτής της καθημερινότητας, επιλογή που του στοίχισε προβλήματα με τη λογοκρισία. Με μια πρώτη ματιά πάντως, η ιστορία δείχνει ελαφρώς αφελής, ηθικοδιδακτική και μελοδραματική. Κι όμως σε αυτόν τον  μελοδραματισμό κρύβεται σεναριακά και η μαγεία των Κόκκινων αγρών. Είναι ένα στοιχείο, που όπως επισημαίνει ένας από τους πλέον έγκυρους μελετητές και κριτικούς του αμερικάνικου κινηματογράφου, ο Ρότζερ Εμπέρτ «ο αμερικάνικος κινηματογράφος έχει ξεχάσει πλέον να χρησιμοποιεί για να δημιουργεί αυτή τη μαγική συγκίνηση

Αν ο Γιαν είχε προβλήματα με τη λογοκρισία, αντιθέτως ο Γιμού κατάφερε να ξεπεράσει τα προβλήματα αυτά με τη διεθνή επιτυχία της ταινίας, η οποία κορυφώθηκε με τη βράβευσή της στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου το 1998 με τη Χρυσή Άρκτο. Η ταινία είχε εξαιρετική διεθνή διαδρομή στην εποχή της συμμετέχοντας σε αρκετά διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ (Μόντρεάλ, Βρυξέλες, Σίδνεϋ, Χονγκ Κονγκ, Αβάνα κ.α.). Η πετυχημένη πορεία των Κόκκινων αγρών σηματοδότησε τη δημιουργική πορεία της Πέμπτης Γενιάς (ή Πέμπτου Κύματος) του κινέζικου κινηματογράφου, μιας γενιάς περισσότερο κοσμοπολίτικης και αρκετά εξωστρεφούς και δημιουργικής σε σύγκριση με το παρελθόν. Με αυτή τη διάκριση και την πορεία που ακολούθησε, ο Γιμού θεωρήθηκε ως ο κατεξοχήν εκπρόσωπός της στο εξωτερικό. 

Οι δύο άντρες ξανασυναντήθηκαν το 2000 καλλιτεχνικά χάρη σε μια νέα διασκευή που αποφάσισε να κάνει o Γιμού πάνω σε μια μικρή νουβέλα του Γιάν. Πρόκειται για τις Ευτυχισμένες μέρες, μια γλυκόπικρη ιστορία ενός ηλικιωμένου άντρα που μετά από μια σειρά παρεξηγήσεων και απρόσμενων καταστάσεων αποφασίζει να αγοράσει ένα εγκαταλειμμένο αστικό λεωφορείο και να το μετατρέψει σε ξενώνα ημιδιαμονής για τα παράνομα ζευγαράκια της περιοχής. Ο ξενώνας έχει την ονομασία «Happy Times». Η ταινία προβλήθηκε αρχικά στους κινέζικους κινηματογράφους και έκανε την πανευρωπαϊκή πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου το 2002.




14.10.12

ΣΤΟ ΝΕΟ ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ: ΑΦΙΕΡΩΜΑ «ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ» - ΖΑΝ ΖΕΝΕ - ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΑΡΕΝΔΥΣΙΑΣ - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ - ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑ










[ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΑΘΩ ΤΙ ΚΑΝΕΙ Ο ΓΙΟΣ ΜΟΥ!] 


«Κύριε, προβληματίζομαι εδώ και καιρό σχετικά με το θέμα του γιου μου Φρεντερίκ Ζενέ, τον οποίο αναγκάστηκα να σας αφήσω στις 26 Απριλίου [1913]. Έμαθα πως είναι άρρωστος και θα ήθελα να μάθω νέα του. Είχα ακόμη έναν γιο, που ονομαζόταν Ζαν, γεννημένο στο Παρίσι στις 19 Δεκεμβρίου 1910, τον οποίο είχα αναγκαστεί να σας εμπιστευθώ. […] Ελπίζω να δείξετε κατανόηση […] και να μη μου αρνηθείτε αυτό που σας ζητώ τόσο επίμονα: νέα των δύο μικρών μου παιδιών. Δεν χάνω το κουράγιο μου και ελπίζω πάντα σε καλύτερες μέρες, που ενδέχεται να μην έρθουν ποτέ. Σας παρακαλώ να δεχθείτε, κύριε, τις ευχαριστίες μου και τα σέβη μου.» Από τον Φεβρουάριο 1911 μέχρι και τον Αύγουστο 1913, με τέσσερις επιστολές της προς τον διευθυντή της Υπηρεσίας Κοινωνικής Πρόνοιας, στην οποία είχε εμπιστευτεί διαδοχικά τα δύο αγόρια της, η Καμίλ Ζενέ ζητά επίμονα όσο και παρακλητικά να μάθει νέα τους. Τις επιστολές αυτές, που δημοσιεύονται στο νέο τεύχος » (Νο 97) του «Εντευκτηρίου (σε μετάφραση-παρουσίαση της Μαρίας Παπαδοπούλου), ανακάλυψαν πριν από λίγα χρόνια στα κρατικά αρχεία ο Aλμπέρ Ντισύ, διευθυντής του Ιδρύματος Ζαν Ζενέ, και ο Πασκάλ Φουσέ. Ο Ζενέ δεν γνώρισε ποτέ τη μητέρα του και πληροφορήθηκε την ύπαρξη αυτών των επιστολών στις αρχές της δεκαετίας του '70, όταν πια ήταν περίπου εξήντα ετών.



ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΑΡΕΝΔΥΣΙΑΣ 
ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ


Στη Γαλλία (και πάλι) της δεκαετίας του '20, στα τρελά χρόνια που ακολούθησαν τον πόλεμο του 1914, ένας νέος άντρας, ο εργάτης Πολ Γκραπ, και μια νέα γυναίκα, η επίσης εργάτρια Λουίζ Λαντί, προκαλούν ένα μικρό (ή όχι και τόσο μικρό;) σκάνδαλο με τη ροκαμβολική τους περιπέτεια. 
Παντρεύονται το 1911 και, πριν περάσει χρόνος από τον γάμο τους, ο Πολ στρατεύεται, με τον καιρό προάγεται σε δεκανέα· όμως, στα μέσα Νοεμβρίου του 1913, κι αφού πάρει μέρος σε μερικές μάχες κατά των γερμανικών στρατευμάτων, λιποτακτεί κι επιστρέφει κρυφά στο Παρίσι. 
Καθώς όμως ήταν πολύ δύσκολο να περάσει απαρατήρητη και ασχολίαστη η παρουσία ενός νέου άντρα στη γαλλική πρωτεύουσα υπό καθεστώς γενικής επιστράτευσης, ο Πολ μεταμφιέζεται σε γυναίκα· ζει ως γυναίκα με τη γυναίκα του· κυκλοφορεί ως γυναίκα· εργάζεται ως γυναίκα· ως γυναίκα επίσης συνάπτει ερωτικές σχέσεις με άντρες αλλά και με γυναίκες. Όμως, η καθημερινή ζωή του ζευγαριού γίνεται κάθε μέρα και πιο δύσκολη, οι σχέσεις τους ολοένα και περισσότερο τεταμένες... Η δραματική κατάληξη δεν θα αργήσει. 
Σ’ αυτό το τεύχος του «Εντευκτηρίου» δημοσιεύονται αποσπάσματα από την ιστορία αυτού του διδύμου (προδημοσίευση από το βιβλίο «Η γκαρσόν και ο δολοφόνος», που θα κυκλοφορήσει το επόμενο διάστημα από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σε μετάφραση Νίκου Κούρκουλου).

(Στις φωτογραφίες: Επάνω, ο Πολ, η Σούζαν και ο γιος τους. Δίπλα, ο Πολ ως Σουζάν...)


Στο ίδιο, εντυπωσιακά πλούσιο, τεύχος: νέα ποιήματα της Μαρίας Λαϊνά, της Άννυς Κουτροκόη, της Ντίνας Καραβίτη, της Μαρίας Ταταράκη, του Χρήστου Τσιάμη, του Κώστα Νησιώτη, της Βικτωρίας Καπλάνη, του (Κύπριου) Κυριάκου Ευθυμίου· πεζά του Γιάννη Τσίρμπα, του Δημήτρη Μίγγα, του Γιάννη Παλαβού, της Μαρλένας Πολιτοπούλου, του Δημήτρη Τανούδη, του Κυριάκου Γιαλένιου· δοκίμιο της Κικής Δημουλά για ένα πεζογραφικό βιβλίο του ζωγράφου Παναγιώτη Τέτση, άρθρο του Πάνου Θεοδωρίδη για τα διαχρονικά αίτια της ελληνικής κρίσης. 

Επίσης, πολυσέλιδο αφιέρωμα στον ποιητή Αργύρη Χιόνη (με ανέκδοτα κείμενα του ίδιου, αφηγηματικά κείμενα της Ζυράννας Ζατέλη, του Δημήτρη Νόλλα και των Γιαν-Χένρικ Σβαν και Μαργαρίτας Μέλμπεργκ, καθώς και μελετήματα του Αλέξη Ζήρα, της Ντάντης Σιδέρη-Σπεκ, του Σταύρου Ζαφειρίου, της Μαρίας Στασινοπούλου και του Σωτήρη Γάκου). 
Γράφει, μεταξύ άλλων, η Ζατέλη: «Εἶχα ἀκόμα νά τοῦ διηγηθῶ πράγματα. Νά μοῦ διηγηθεῖ κι ἐκεῖνος, παρ’ ὅτι πιό κρατημένος πάντα, πιό περίφοβος ἤ ἐπιφυλακτικός μέ ὅλα ὅσα τόν συνεῖχαν ἀπ’ ἀρχῆς ἕως τέλους. Γιατί ὅσα κι ἄν ἔλεγε σ’ ἐκεῖνα τά ἑσπερινά μακριά τηλεφωνήματα, τότε πού παῖρναν φωτιά τά σύρματα, τά βαθύτερα τά φρουροῦσε ζηλότυπα, δέν τά φανέρωνε νομίζω. Ἴσως μόνο στήν ποίηση, τήν «σκοτεινή κυρία» του ὁσάκις τόν ἐπισκεπτόταν... Ξεφυλλίζω πάλι ἕνα-ἕνα τά βιβλία του, παρατηρῶ πόσα σημεῖα ἔχω ὑπογραμμίσει ἀπό πρῶτες καί δεύτερες ἀναγνώσεις, πόσα κόκκινα θαυμαστικά ἀπό δίπλα, ἡμερομηνίες γιά νά θυμᾶμαι, πότε-πότε καί κάποιο ἐρωτηματικό, μιά ἐκκρεμότητα...»

Ακόμη, κριτική θεάτρου της Ζωής Βερβεροπούλου, πληθωρική ενότητα με βιβλιοκρισίες (τις υπογράφουν οι: Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Τιτίκα Δημητρούλια, Μαρία Στασινοπούλου, Μανόλης Πρατικάκης, Γιώργος Κορδομενίδης, Ευσεβία Χασάπη, Κώστας Ν. Πλαστήρας, Γιάννης Κεσσόπουλος, Τάνια Βοσνιάδου, Βάνα Χαραλαμπίδου, Ηρακλής Παπαϊωάννου, Αργύρης Παλούκας, Βασίλης Αμανατίδης), ειδικό τετράχρωμο ένθετο 16 σελίδων με φωτογραφίες του Αχιλλέα Τηλέγραφου, σχέδια της Γεωργίας Τρούλη. 



12.10.12

Ο φασισμός ως καθημερινή πλέον πρακτική ― και με την άδεια της αστυνομίας!

Το "αυγό του φιδιού" μεγάλωσε και εξελίχθηκε ήδη σε Λερναία Ύδρα, με την ανοχή της συγκυβέρνησης Νεασδημοκρατίας, Πασόκ και Δημάρ ― τα δύο τελευταία είναι κόμματα κατ' επίφασιν σοσιαλιστικά. Α, μην ξεχάσω και το άλλο ανέκδοτο: ότι ο χριστιανισμός είναι θρησκεία της αγάπης και της αλληλεγγύης!

Γιώργος Κορδομενίδης


διαβάστε παρακάτω το εύστοχο κείμενο του Νίκου Σαραντάκου
πηγή: http://sarantakos.wordpress.com



«Πουστράκι τελειώνετε, κατάλαβες; Τελειώνουν τα πουστράκια. Άντε κωλομπήχτες, μαλάκες ηθοποιοί του κώλου, ε μαλάκες ηθοποιοί του κώλου. Κοίτα πουτανάκι, έρχεται η ώρα σου. Τράβα ρε, τράβα, έρχεται η ώρα σου. Έρχεται ρε και η αστυνομία σας φυλάει τα κωλαράκια, αφού σας τα γαμάνε που σας τα γαμάνε οι Πακιστανοί ρε. Αδερφές ξεσκισμένες. Γαμημένες αλβανικές κωλοτρυπίδες, ε γαμημένες αλβανικές κωλοτρυπίδες.»

Ο οχετός που σας ανάγκασα να διαβάσετε δεν είναι παρά όσα ξεστόμισε μέσα σε 28 δευτερόλεπτα ο βουλευτής Β’ Αθηνών του ελληνικού κοινοβουλίου Ηλίας Παναγιώταρος, χτες έξω από το θέατρο Χυτήριο. Αν αντέχετε να τα ακούσετε και να τον δείτε, ιδού το βιντεάκι (που διαρκεί 39 δευτερόλεπτα, αλλά το υβρεολόγιο αρχίζει από το ενδέκατο):




Χτες ήταν να γίνει η πρεμιέρα του θεατρικού έργου Corpus Christi στο θέατρο Χυτήριο. Το έργο, τολμηρό για ορισμένους και βλάσφημο για άλλους, έχει προκαλέσει έντονες συζητήσεις γιατί υποτίθεται πως παρουσιάζει τον Χριστό και τους δώδεκα Αποστόλους ως ομοφυλόφιλους -ή κάτι τέτοιο, δεν το έχω δει. Για να είμαστε δίκαιοι, στη χτεσινή έμπρακτη απαγόρευση του έργου δεν συμμετείχαν μόνο τα τάγματα εφόδου της Χρυσής Αυγής, αλλά και λιγοστοί ιερείς και μέλη χριστιανικών οργανώσεων, όλοι τους καμιά εκατοστή.

Προηγουμένως είχαν γίνει δύο αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων για να ματαιωθεί η πρεμιέρα του έργου, που και οι δύο είχαν απορριφθεί, οπότε οι εκατό φανατικοί πήραν τον νόμο στα χέρια τους και κατάφεραν να απαγορεύσουν έμπρακτα την πρεμιέρα.

Φυσικά, για να γίνει αυτό ήταν απαραίτητη η συνδρομή της Αστυνομίας. Σύμφωνα με μαρτυρίες παθόντων, τα όργανα της τάξης παρατηρούσαν με απάθεια τους θρησκόληπτους και τους ναζιστές να δέρνουν -και όταν τα θύματα διαμαρτύρονταν, γυρνούσαν επιδεικτικά την πλάτη. Μεταφέρω ένα απόσπασμα: «Με τραβάνε παράμερα, με φωνάζουν πούστη, αδερφάρα, μου τραβάνε τα μούσια, με φτύνουν στο πρόσωπο, με χτυπάνε στο στομάχι. Η αστυνομία είναι δίπλα. Τους φωνάζω “Με χτυπάνε, δεν θα κάνετε κάτι;” Απάντηση: “Δεν είδα κάτι. Απομακρυνθείτε παρακαλώ. Τρία αστέρια στο πέτο. … Αρχίζω να φοβάμαι. Απομακρύνομαι από την έξοδο. Μου φωνάζουν όλοι: “έτσι φύγε παλιοπουσταρά λούγκρα, πάρε καμιά πίπα”. Γυρίζω πίσω από απόσταση να παρακολουθώ. Με ακολουθεί γνωστός βουλευτής της ΧΑ. Μου ρίχνει δυο μπουνιές στο πρόσωπο. Με πετάει κάτω. Όσο είμαι κάτω χάνω τα γυαλιά μου. Ο Χρυσαυγίτης με κλοτσάει. Η αστυνομία είναι ακριβώς δυο βήματα μακριά. Γυρισμένη πλάτη. Φωνάζω στον αστυνομικό: ΜΟΥ ΡΙΧΝΟΥΝ ΓΡΟΘΙΕΣ. ΚΑΝΤΕ ΚΑΤΙ! πολλές φορές. Με γυρισμένη την πλάτη απομακρύνεται. Οι υπόλοιποι γέροι και χρυσαυγίτες με χλευάζουν φωναχτά δίπλα στον αρχιαστυνόμο. “Κλάψε μωρή λουλού, κοριτσάκι, ντιγκιντάγκα”».

Η αγαστή συνεργασία ακροδεξιών με τα όργανα του κράτους δεν είναι καινούργιο πράγμα βέβαια -και όταν σκότωσαν τον Λαμπράκη, θα το θυμάστε, υπήρχε εντονότατη παρουσία χωροφυλακής στο χώρο (τον δολοφόνο τον έπιασε πολίτης). Υπάρχει ένα νήμα που συνδέει τον Παναγιώταρο και τη συμμορία του με τους χαφιέδες και τους βασανιστές της χούντας, τους παρακρατικούς του πενήντα και του εξήντα, τους βασανιστές της Μακρονήσου, τους ταγματασφαλίτες και τους κουκουλοφόρους καταδότες των Γερμανών, τους τριεψιλίτες που έκαιγαν εβρέικα σπίτια στη Θεσσαλονίκη στα 1930, τους μαγκουροφόρους δολοφόνους του Καβαφάκη και του Φατσέα, τους επίστρατους που σκότωναν πρόσφυγες στα Νοεμβριανά του 1916.

Η χτεσινή ματαίωση της παράστασης δεν είχε βέβαια καμιά σχέση με «λαθρομετανάστες» που υποτίθεται πως είναι το άλλοθι της ύπαρξης της Χρυσής Αυγής -το ότι ο (γνωστός και βραβευμένος) σκηνοθέτης της, ο Λαέρτης Βασιλείου, γεννήθηκε στην Αλβανία ήταν απλώς το κερασάκι στην τούρτα που έδωσε στον Παναγιώταρο τη λαβή για να ποικίλει λίγο τις αφόρητα σεξιστικές βρισιές του. Με την είσοδό της στη Βουλή η Χρυσή Αυγή όχι μόνο δεν «φόρεσε γραβάτες» αλλά, επωφελούμενη από τις νέες δυνατότητες, έχει διευρύνει τον κύκλο δράσης της, και θα τον διευρύνει ακόμα περισσότερο· άλλωστε και πριν μπει στη Βουλή είχε και άλλα ενδιαφέροντα (δείτε εδώ τον ίδιο Παναγιώταρο, επικεφαλής αποσπάσματος, να ματαιώνει την παρουσίαση σλαβομακεδονικού λεξικού). Απλώς, τώρα προστίθεται στην εξίσωση η βουλευτική ασυλία.

Να κάνω μια παρένθεση. Το υβρεολόγιο του Παναγιώταρου, εκτός από την απέχθεια που προκαλεί, είναι και ενδεικτικό: μας θυμίζει ότι μερικοί, τέλος πάντων, άνθρωποι, δεν μπορούν να αντιληφθούν τον κόσμο παρά μόνο μέσα από σεξουαλικούς όρους και μάλιστα μέσα από συγκεκριμένες πρακτικές που παραπέμπουν σε χρήση του σεξ ως μέσου τιμωρίας και ταπείνωσης. Και δεν είναι βέβαια κάποια ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου ατόμου. Όχι συμπτωματικά, ο ευπρεπής της συμμορίας, ο βουλευτής επικρατείας Χρ. Παππάς (φοράει και γραβάτα), έχει ήδη στο ενεργητικό του δύο σεξιστικά «αστεία»μέσα στην αίθουσα της Βουλής (Το «σας είπε σκάσε, δεν είπε “σκύψε”», προς υπεράσπιση του Κασιδιάρη, και το «Το ΚΚΕ θα πάρει τα τρία … παύση … τοις εκατό» -χιούμορ ίσως αποδεκτό για γυμνασιόπαιδα, αλλά που σε ενήλικες το βρίσκουμε μόνο στις πιο καθυστερημένες και στερημένες αντροπαρέες).

Το θέμα βέβαια δεν είναι η πρεμιέρα που ματαιώθηκε, ούτε αν θα επαναληφθεί το φαινόμενο. Ελπίζω, είμαι μάλιστα σχεδόν βέβαιος, ότι σήμερα θα υπάρξει μια μαζική αντιφασιστική αντίδραση, ότι το θέατρο θα περιφρουρηθεί από βουλευτές και από κόσμο, δεν αποκλείω μάλιστα και η αστυνομία να θυμηθεί τον συνταγματικό ρόλο της, και επίσης δεν αποκλείω, επειδή οι χρυσαυγίτες κατά βάθος είναι δειλοί, σήμερα να μην εμφανιστούν. Αλλά το θέμα δεν είναι η παράσταση του Κόρπους Κρίστι.

Ένα χιλιοειπωμένο ρητό, που έχει καταντήσει πια κλισέ, είναι πως οι λαοί έχουν τους ηγέτες που τους αξίζουν. Δεν παίρνω θέση ως προς την αλήθεια του ρητού, αναρωτιέμαι όμως αν μας αξίζει αυτό το πράγμα που είδατε στο βιντεάκι -και τι μπορούμε, τι πρέπει να κάνουμε από δω και μπρος. Δεν έχω να προτείνω καμιά σοφία, άλλωστε άλλο άρθρο είχα προετοιμάσει για σήμερα, ευτράπελο εκείνο, και τα γεγονότα με βρήκαν ανέτοιμο, οπότε πρόχειρα έγραψα πέντε σκέψεις στο χαρτί, αλλά θα ήθελα, το ζητήσατε κιόλας μερικοί, να ακούσω τις δικές σας απόψεις.

Μας αξίζει αυτό;


Υστερόγραφο: Μια εύθυμη νότα ήταν ότι στο χτεσινό σκοταδιστικό επεισόδιο συμμετείχε και ο βουλευτής Γ. Γερμενής, γνωστότερος ως Καιάδας, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο με το οποίο συμμετέχει ή συμμετείχε σε συγκροτήματα μπλακ μέταλ με έντονες σατανιστικές αναφορές. Μπορεί βέβαια ο άνθρωπος να είδε το φως, αλλά αναρωτιέμαι πόσον καιρό η επίσημη εκκλησία (και δεν εννοώ τους γνωστούς ακραίους επισκόπους) θα λερώνεται από αυτό τον συγχρωτισμό χωρίς να αντιδρά.

10.10.12

Για ποια παρέλαση μου λες;

του Γιώργου Τούλα

πηγή: parallaximag.gr




Μποτιλιαρισμένος στην παραλιακή. Κάνουν τα τελευταία φινιρίσματα της εξέδρας για την παρέλαση. Όλα στην εντέλεια. Σκούρο μπλε της πατρίδας παντού και καρέκλες επισήμων. Στο οδόστρωμα μια πορεία διαμαρτυρομένων περνούσε μπροστά από την εξέδρα φωνάζοντας. Σταμάτησα στην άκρη του δρόμου και κοίταζα την εικόνα. Ώστε λοιπόν παρέλαση!

Μάλιστα. Να παρελάσουν λοιπόν. Ποιοι; Οι γιοι και οι κόρες των απολυμένων, των ανέργων, όσων δεν έχουν να πληρώσουν τα εμβόλια των παιδιών τους και ζητούν βοήθεια από τους Γιατρούς του Κόσμου; Τα παιδιά που θα περάσουν αύριο στο Πανεπιστήμιο με ποια όνειρα και ποια προοπτική; Η τρόικα το είπε ξεκάθαρα. Μέχρι το 2030 μην περιμένετε φως. Και ο Πάγκαλος μιλώντας χτες βράδυ στην τηλεόραση το διατυμπάνισε: Οι Έλληνες πρέπει να καταλάβουν επιτέλους ότι για τα επόμενα χρόνια κάθε νέος χρόνος θα είναι πιο δύσκολος από τον προηγούμενο.

Παρέλαση λοιπόν. Στρατιωτών που η πατρίδα σκέπτεται λέει να τους μεγαλώσει τη θητεία για να μπορέσει να κρατήσει πλασματικά την ανεργία χαμηλότερα αφού θα απουσιάζουν από την παραγωγή για κανένα χρόνο ακόμα; Θα παρελάσουν οι υποψήφιοι μετανάστες, όσοι ζουν με την ελπίδα της εξόδου; Όσοι έχουν στείλει ήδη βιογραφικά ή ετοιμάζονται να στείλουν για την μεγάλη απόδραση; Και πάνω στην εξέδρα θα τους καμαρώνουν και θα τους χειροκροτούν όσοι τους έφτασαν ως εδώ. Φαντάζομαι περικυκλωμένοι από φρουρούς για το φόβο των Ιουδαίων. Και μερικές χιλιάδες ευρώ, από αυτά που μας περισσεύουν, θα έχουν πεταχτεί στα σκουπίδια για να τονωθεί το εθνικό συναίσθημα.

Μιας χώρας που η αυτοπεποίθηση της καταρρακώνεται μέρα με τη μέρα, που ξεφτιλίζεται διεθνώς, που αποδυναμώνεται και ξεπουλιέται, που καταρρέει. Μια παρέλαση παρωδία, ενός θιάσου αποκαμωμένων και απεγνωσμένων ανθρώπων που δεν έχουν πια σε τι να πιστέψουν.

Δάχτυλα


του Κυριάκου Αθανασιάδη

πηγή: kyriakosathanasiadis.gr


[ 1 ] Είναι τώρα ενάμισης μήνας που δεν έχω καθόλου διαθέσιμο χρόνο για ανάγνωση βιβλίων, ξεφύλλισμα εφημερίδων, ταβέρνα, γήπεδο και ύπνο: είμαι μονίμως καρφωμένος σε μια καρέκλα, με τα μάτια στην οθόνη και τ’ αφτιά μου σκεπασμένα με μεγάλα ακουστικά, πράξεις, και οι δύο, που επίσης μ’ έχουν αποκλείσει από σχεδόν οτιδήποτε γίνεται. (Δεν έμαθα, φέρ’ ειπείν, τι ποσοστό κοτζαμπάσηδων είναι εναντίον της γερμανικής-ευρωπαϊκής πολιτικής: 99%; ή παραπάνω;) Πράγμα ενδιαφέρον, πότε-πότε (αυτή η αγρανάπαυση, εννοώ), αν διαρκεί λίγο. Από την άλλη, γνωρίζω αυτό το διάστημα της αναγκαστικής ακινησίας όλο και περισσότερους φίλους και πιθανούς συνεργάτες. Και διαρκώς, επομένως, και με το στανιό, σκέφτομαι πόσο μονίμως κρίνουμε κάποιον από τις διαφορές του μ’ αυτόν που μας θυμίζει. (Το ίδιο βέβαια κάνουμε και με την Τέχνη, κι ας είναι αυτά —άνθρωποι και Τέχνη— όπως ο επισκέπτης του Μεγάλου Ενυδρείου και ο Μεγάλος Λευκός πίσω από το τζάμι, αντίστοιχα). Είμαστε πάντα μετεικάσματα των άλλων (και όλα κρίνονται στη ζωή μας από το ποιους άλλους θυμίζουμε στους ανθρώπους που μας ενδιαφέρουν), αναλογίες ταπεινών, σχεδόν πάντα διόλου αρχετυπικών, ψευδοπροτύπων. Κάποιες συγγένειες όμως έχουν και αίμα. [ 2 ] Ένας από τους καινούργιους πιθανούς συνεργάτες μου έχασε πάνω σε μια δουλειά σχετική μ’ αυτό που είναι να κάνουμε ένα του δάχτυλο — θα του το κολλήσουν. (Ελπίζω). Έχω τουλάχιστον δύο ιστορίες με κομμένα δάχτυλα που συνέδεσα μ’ αυτόν. [ 3 ] Η μία είναι από το στρατό. Απεχθάνομαι, από νέος, τις ιστορίες από το στρατό, και δεν ακούω (δεν έχω ακούσει) ποτέ καμιά τους. Παρά ταύτα: Είμαστε σε ένα βουνό, είναι χειμώνας, πρέπει να ζεσταθούμε και να τραφούμε όπως βρει ο καθείς — κι όλ’ αυτά στο πλαίσιο ενός προγράμματος χωρίς καμία σύγχρονη λογική, φυσικά. Δε μπορούμε όμως να ζεσταθούμε, ούτε να τραφούμε. Κάποιοι κλέβουν τα λιγοστά πράγματα του μαγειρείου, κάποιοι άλλοι τούς χτυπούν άσχημα, είναι και κάποιοι καταδρομείς από άλλη μονάδα που μας κλέβουν τα σκεπάσματα και κάτι προμήθειες, οπότε καθόμαστε όλη μέρα άπραγοι. Χιονίζει. Πιο κει είναι ένα αλσύλλιο, περιποιημένο παραδόξως. Άντεξε τρεις μέρες. Καταπέσαμε επάνω του με τσεκούρια και κόψαμε όλα τα δέντρα, που όμως ήταν νέα, φρέσκα, όλο χυμούς, και δεν καίγονταν καλά. Είχαμε φτιάξει μια ψευτοφωτιά, που πιο πολύ μάς παρηγορούσε ο λευκός καπνός που έβγαζε και το τσιτσίρισμα, το τσίριγμα, των ξύλων, παρά η ζέστη της. Δεν έβγαζε ζέστη. Καθόμασταν γύρω-γύρω πάνω σε κομμάτια των κορμών, που τα ’χαμε σμιλέψει σαν σκαμπό. Οι μισοί κρατάγαμε τσεκούρια και δε μιλάγαμε, όλο καπνίζαμε. Εγώ είχα το συνήθειο να παίζω με το δικό μου τσεκούρι: το κάρφωνα στον κορμό-σκαμπό δίπλα μου, έστρεφα τον καρπό μου, το ξέμπηγα, το ξανασήκωνα, το ξανακάρφωνα. Κάποια στιγμή ήρθε ο Δ.Μ. από την τετράωρη σκοπιά, μέρες αξύριστος, κι έκατσε δίπλα μου με χλαίνες και τα συναφή, πιάνοντας τον διπλανό μου κορμό για να βοηθηθεί να κάτσει, και του ’κοψα το δάχτυλο. Πολύ καθαρό κόψιμο. Κάποιος με κρεμασμένο στόμα και παγωμένα δάκρυα στα μάγουλα πήρε τις δύο αποκομμένες φάλαγγες και τις πέταξε στη φωτιά, ο γιατρός που φωνάξαμε λιποθύμησε, ο Δ.Μ. προσπαθούσε ν’ ανάψει τσιγάρο, τον έβαλαν σ’ ένα τζιπ και τον πήγαν στην πιο κοντινή πόλη — δε θυμάμαι ποια. Ψάξαμε μέσα στη φωτιά για το δάχτυλο, αλλά δεν το βρήκαμε. Ή, κι αν το βρήκαμε, είπαμε πως είχε αχρηστευτεί. Τι άλλο να λέγαμε; [ 4 ] Ο Κ.Γ. ήταν ο συγγραφέας της τάξης. (Ούτε ιστορίες από σχολεία ακούω ποτέ μου, έλεος). Κάπου εκεί στην Α΄ Λυκείου είχε γράψει μια νουβέλα, αστυνομική, μυστηρίου, στην οποία όλοι οι άντρες ήρωες λέγονταν Γιάννης. Ο δολοφόνος αποκαλυπτόταν μεν στο τέλος, αλλά και πάλι έμενες με την απορία: ποιος διάολο Γιάννης απ’ όλους; Αγαπούσε τους Στόουνς, είχε ωραία μακριά μαλλιά, ήταν όλο ερωτευμένος, δεν τον ένοιαζε το σχολείο, έπαιρνε πολλές αποβολές. Βρεθήκαμε μετά από καμιά εικοσαριά χρόνια, και ήρθε σπίτι την πρώτη (και τελευταία) μέρα με μια κοπέλα πανέμορφη — σκέτος άγγελος. Ξανθιά, με χείλια στο χρώμα της σπασμένης αρτηρίας, με μια χούφτα φακίδες: άγγελος. Από τις Σέρρες, θυμάμαι. Τέλος πάντων. Μαζί του έφερε και δυο μπουκάλια ουίσκι, φτηνά, κι ένα σακ βουαγιάζ. Και καλά το ουίσκι (έπινε από πολύ μικρός, πολύ), αλλά το σακ βουαγιάζ; Ήταν κι εκατό κιλά. Μου λέει, «Είναι τα χειρόγραφά μου, τα κείμενά μου, τα βιβλία μου». Καθόμουν και τον κοίταγα με απορία (προφανώς), αλλά εκείνος επέμενε. «Ναι, ναι», έλεγε, «κι αν μου συμβεί κάτι; κι αν γίνει κανένας σεισμός;» Μετά ήπιε αρκετό και από τα δύο μπουκάλια, και επέμενε όλο πως, σε περίπτωση σεισμού ή άλλης μείζονος καταστροφής, θα έπαιρνε το σακ βουαγιάζ πρώτο μαζί του βγαίνοντας από τα χαλάσματα, και όχι εκείνο το αγγελικό κορίτσι. Το οποίο κορίτσι μάλιστα συμφωνούσε, τον αγαπούσε ή τον υποληπτόταν πολύ, ή τέλος πάντων πίστευε πως έκανε μια άσκηση κρίσης εκείνες τις στιγμές. Ή πως έπαιζε έναν ρόλο. (Σάμπως η αγάπη τι είναι; Δύο καλώς συγκερασμένοι ρόλοι. Ενίοτε: ένας). Κάποια στιγμή μετά το φαγητό, πήγα ν’ ανοίξω το πτυσσόμενο τραπέζι που είχα τότε με τη γυάλινη επιφάνεια και τα λεπτά μεταλλικά πόδια (ψήλωνε και χαμήλωνε με τη βοήθεια μιας μακριάς και μιας κοντής μεταλλικής βέργας: έξυπνο), ξεκόλλησα από τις βεντούζες του το πολύ βαρύ γι’ αυτόν τζάμι και το σήκωσα στον αέρα, οπότε εκείνος έπρεπε να κάνει την απλή δουλειά, ν’ αλλάξει βέργα, μα σκόνταψε κι έπεσε πάνω στο νικελωμένο τραπέζι, κι εκείνο έκλεισε από τα κιλά του και τα χιαστί πόδια γίναν μια ίσια γραμμή και του ψαλίδισαν τον αντίχειρα, που βρέθηκε μακριά, στην πέρα άκρη του δωματίου (άντε να το βρεις), και σύριζα απ’ την παλάμη τού Κ.Γ. εκτοξευόταν αίμα, πολύ αίμα, με παλμό. Πήγαμε στον Ερυθρό Σταυρό με τα πόδια (τα ταξί δε σε παίρνουν), κι όσην ώρα τού ράβανε το δάχτυλο είχε κάπου εκεί δίπλα το σακ βουαγιάζ του, κι εγώ ήμουν έξω μ’ εκείνο το κορίτσι που θα προτιμούσε να ήταν στη θέση του, με κομμένο το δικό της δάχτυλο. Ή στη θέση τού σακ βουαγιάζ: να ήταν μια ιστορία. [ 5 ] Δε μας πειράζει να είμαστε ιστορίες, δε μας πειράζει να είμαστε αφηγήσεις στο μυαλό του άλλου. [ 6 ] (Γιατί τα λέω τώρα όλα αυτά. Απάντηση δεν υπάρχει. Κι αν σου πω πως το διασκέδασες, και πως χάρηκες γιατί εσένα δε σου λείπει κανένα δάχτυλο, δε θα ’ναι αλήθεια: μπορεί να συμβεί από στιγμή σε στιγμή).

Εγκώμιο γυμνού διαδηλωτή

του Τέλλου Φίλη

Ένας γυμνός διαδηλωτής δεν είναι μικροεπεισόδιο
Είναι ο άνθρωπος απέναντι στην τυφλή, κουφή κι ανάλγητη εξουσία

Είναι η ποίηση απέναντι στην βαρβαρότητα

Ένας γυμνός διαδηλωτής απέναντι στους αστακούς καταστολείς
Που πατάει με τα γυμνά του πόδια τις πέτρες και την άσφαλτο
Είναι η Φύση απέναντι στην Καταστροφή
Είναι η Αλήθεια απέναντι στην Κατασκευή 



Ένας γυμνός διαδηλωτής με τα χέρια ανοιχτά και άοπλα
Είναι η δύναμη του ανθρώπου απέναντι στην βαρβαρότητα
Και ακριβώς γι’αυτό είναι η πιο σπουδαία,
η πιο σημαντική,
η πιο πανανθρώπινη
ΕΙΔΗΣΗ της μέρας



Φωτογραφίες: Γιάννης Κολεσίδης

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ : ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ


πηγή: www.bibliotheque.gr




Πόσο πίσω στην παιδική σας ηλικία πάει η βιβλιοθήκη σας; Έχετε ακόμα στην κατοχή σας τα μυθιστορήματα του Ιούλιου Βερν ή άλλα βιβλία που διαβάζατε μικρός;
― Στο πατρικό μου σπίτι, υπάρχουν ακόμα και κάποια παιδικά, εικονογραφημένα βιβλία, που έχουν μείνει ανεξίτηλα χαραγμένα στη μνήμη μου (περισσότερο οι εικόνες τους, παρά τα κείμενα), όπως «Η Λιλίκα και οι τέσσερις εποχές». Στο δικό μου σπίτι, έχω κάποια από τα εφηβικά μου αναγνώσματα. Μυθιστορήματα του Ιούλιου Βερν, που αναφέρετε κι εσείς. Και λατρείες μου, όπως είναι, φέρ’ ειπείν, το μυθιστόρημα ενός ξεχασμένου σήμερα πια γάλλου ακαδημαϊκού, που μετέφερε πριν από μερικά χρόνια στο σινεμά ο Ζαν Ζακ Ανό: «Ο πόλεμος της φωτιάς». Συν τις αξέχαστες «Περιπέτειες του βαρόνου Μυνχάουζεν». Είναι κι αρκετά άλλα, σας δίνω απλώς κάποια παραδείγματα.

Σας ενδιαφέρουν τα σπάνια βιβλία, αναζητείτε βιβλιοφιλικές εκδόσεις; Υπάρχουν τέτοια βιβλία στα ράφια της βιβλιοθήκης σας; Επίσης, υπάρχει κάποιο βιβλίο στη βιβλιοθήκη σας, το οποίο να έφτασε στα χέρια σας με τρόπο που θα το ξεχωρίζει απ’ όλα τα υπόλοιπα;
― Βιβλιοφιλικές εκδόσεις, όχι, δεν θα το έλεγα. Σπάνια βιβλία, μόνο υπό την έννοια ότι έχουν εξαντληθεί πια, κι όταν τυχαίνει να είναι από τα αγαπημένα μου, τα φυλάω σαν κόρη οφθαλμού. Τέτοια είναι, ας πούμε, το κλασικό, σχεδόν πορνογραφικό, κινέζικο πεζογράφημα «Κόκκινο στο γυναικωνίτη», ή μια δεμένη, πανέμορφη έκδοση της «Λολίτας» του Ναμπόκοφ, που δεν κυκλοφορεί πια. Κατά τα άλλα, υπάρχουν πολλά βιβλία που θυμάμαι, όχι μόνο λόγω του ιδιαίτερου τρόπου με τον οποίο περιήλθαν στην κατοχή μου (π.χ. δώρα, ή κάποια που ανήκαν στον πατέρα μου, όπως η «Λολίτα» που προανέφερα), αλλά και βιβλία (π.χ. του Καζαντζάκη), που τα πρωτοδιάβασα μικρός, και άρα έχουν συναισθηματική αξία, ακόμα και ως αντικείμενα, για μένα.

Έχετε κάποιο σύστημα σύμφωνα με το οποίο είναι ταξινομημένα τα βιβλία στα ράφια της βιβλιοθήκης σας; Αν ναι, καταφέρνετε να το διατηρείτε απαράλλακτο καθώς τα βιβλία πολλαπλασιάζονται; Πόσο εύκολο είναι να βρείτε ένα βιβλίο, το οποίο έχετε καιρό να το πιάσετε στα χέρια σας, τη στιγμή που το θέλετε;
― Επειδή ακριβώς έχω πάρα πολλά βιβλία, τα έχω ταξινομημένα, ώστε να μπορώ να τα βρίσκω όποτε τα θέλω. Το σύστημά μου είναι απλό: κατ’ αλφαβητική σειρά οι συγγραφείς. Μόνο που είναι χωρισμένα σε κατηγορίες, ανάλογα με τη γλώσσα/χώρα προέλευσης. Δηλαδή, ξεχωριστά η αγγλική λογοτεχνία/γλώσσα, ξεχωριστά η γαλλική, η ιταλική, ισπανική, ρωσική, και η ελληνική φυσικά.

Περιλαμβάνονται στα ράφια των βιβλιοθηκών σας βιβλία και τεύχη με κόμικς ή βρίσκονται κλεισμένα σε κουτιά ή σε συρτάρια; Γενικά, υπάρχουν βιβλία που, για διάφορους λόγους, αποφεύγετε να τα εκθέτετε σε κοινή θέα;
― Ναι, υπάρχουν και κόμικς, αλλά όχι εκείνα που διάβαζα μικρός, δυστυχώς. Πρόκειται για κόμικς που προμηθεύτηκα μεγαλύτερος, κι άρα μιλάμε για σχετικά λίγα. Και, όχι, όλα μου τα βιβλία είναι σε κοινή θέα, δεν υπάρχουν «μυστικά βιβλία».

Κρατάτε όλα τα βιβλία που φτάνουν στα χέρια σας ή κάποια από αυτά τα πετάτε – ή μήπως τα χαρίζετε; Βιβλία που σας έστειλαν και ξέρετε πως δεν πρόκειται να τα διαβάσετε, μυθιστορήματα που τα παρατήσατε στην 30ή τους σελίδα, παλιά τεχνικά εγχειρίδια, τι τα κάνετε;
― Με τόσα που περιέρχονται στην κατοχή μου, αναγκαστικά χαρίζω σε φίλους και γνωστούς διάφορα, αλλιώς θα είχα πνιγεί στα βιβλία. Και εννοείται ότι, πολλά απ’ αυτά που κρατάω ακόμα, παραμένουν αδιάβαστα, ή μισοαρχινισμένα, αναμένοντας τη σειρά τους, η οποία, ξέρω πολύ καλά ότι ίσως και να μην έρθει ποτέ.

Οι βιβλιοθήκες σας περιορίζονται σε έναν μόνο χώρο ή υπάρχουν ράφια με βιβλία σε όλα τα δωμάτια, ενδεχομένως και σε χώρους εκτός του σπιτιού (στο γκαράζ, στην αποθήκη, στο πατάρι, στο εξοχικό); Υπάρχουν δωμάτια χωρίς βιβλία ή περιοδικά μες στο σπίτι σας;
― Υπάρχουν βιβλία σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού μου, ακόμα και στο εξοχικό: σωστά το μαντέψατε. Κι αυτό δεν το λέω με υπερηφάνεια, αλλά με κάποια μελαγχολία, γιατί όσο κι αν αγαπώ τα βιβλία, η κατάσταση αυτή μού φαίνεται ελαφρώς αρρωστημένη. Θα προτιμούσα να υπήρχαν και άδεια δωμάτια, απλώς δεν γίνεται. Όταν έβαλα βιβλιοθήκη και στην κρεβατοκάμαρα, το θεώρησα ευχής έργον. Βλέποντας, όμως, τις ράχες τους κάθε πρωί, ή και λίγο πριν με πάρει ο ύπνος, νιώθω κι ένα είδος ασφυξίας. Αν μπορούσα, κι είχα αλλού να τα αποθηκεύσω, αλλά όχι να τα καταχωνιάσω, θα το είχα κάνει ευχαρίστως.

Τυχαίνει καμιά φορά να χρησιμοποιείτε κάποιο από τα βιβλία σας για άλλο σκοπό εκτός από την ανάγνωση; Για ν’ ακουμπήσετε το ποτήρι σας, φερ’ ειπείν, ή για να σκοτώσετε ένα κουνούπι, για να σημειώσετε πρόχειρα έναν αριθμό τηλεφώνου; Γενικά, πώς συμπεριφέρεστε στα βιβλία σας;
― Γενικά, τα προσέχω όσο μπορώ, και θλίβομαι όταν τα βλέπω να κιτρινίζουν ή να διαλύονται με την πάροδο του χρόνου. Μιλάω για τα βιβλία που δεν έχω γράψει εγώ, εννοείται. Γιατί, τα δικά μου, μ’ αρέσει πολύ να τα βλέπω ταλαιπωρημένα, είναι η ζωντανή απόδειξη ότι οι αναγνώστες πάλεψαν μαζί τους και ίσως τα ευχαριστήθηκαν. Πρόκειται για φαντασίωση ασφαλώς, αλλά μου συμβαίνει. Θυμάμαι πάντα, ας πούμε, μια παρουσίαση βιβλίου μου σ’ ένα περιοδικό ευρείας κυκλοφορίας, όπου είχαν φωτογραφίσει ένα αντίτυπο τσακισμένο και ξεφτισμένο ― θυμάμαι με τι χαρά είχα αντικρύσει τη φωτογραφία, με τι αγαλλίαση. Δυστυχώς, αυτό το έχω συναντήσει μόνο δύο ή τρεις φορές μέχρι τώρα. Ιδίως τα τελευταία χρόνια, που αναδημοσιεύονται ηλεκτρονικά αρχεία του εξωφύλλου, είναι ατσαλάκωτα, σαν φρεσκοτυπωμένα. Και τώρα με την Κρίση, δεν νομίζω ότι θα έμπαινε κανείς στα έξοδα να βγάλει και φωτογραφίες ταλαιπωρημένων αντιτύπων. Αν και, από την άλλη, φωτογραφίες μπορείς να βγάλεις πια, ακόμα και με το κινητό.

Τα βιβλία που έχετε στην κατοχή σας και τα έχετε διαβάσει φέρουν επάνω τους ίχνη των αναγνώσεών σας; Σημειώνετε το όνομά σας ή τον χρόνο και τον τόπο απόκτησής τους, μήπως τα σφραγίζετε με κάποιο ex libris, υπογραμμίζετε το κείμενο, σημειώνετε στο περιθώριο ή στις λευκές σελίδες τους, τσακίζετε τις πάνω γωνίες τους; Αν έπεφτε σήμερα στα χέρια σας ένα βιβλίο που είχατε διαβάσει πριν από είκοσι χρόνια, θα το αναγνωρίζατε από τα σημάδια του κορμιού;
― Παλαιότερα σημείωνα το όνομά μου στην πρώτη σελίδα, ώστε να ελαχιστοποιήσω την πιθανότητα να μου τα κατακρατήσει κάποιος γνωστός που του τα είχα δανείσει. Όχι πια όμως, εδώ και πολλά χρόνια. Κατά τα άλλα, όχι μόνο αποφεύγω να υπογραμμίζω (σχεδόν ποτέ στη ζωή μου δεν το έκανα), αποφεύγω ακόμα και να τσακίζω τις γωνίες των σελίδων: χρησιμοποιώ σελιδοδείκτη, και τώρα τελευταία χρωματιστά στίκερ. Ωστόσο, αναπόφευκτα, φέρουν επάνω τους ίχνη της ανάγνωσής μου, καμιά φορά έναν λεκέ, ή σπασμένες ράχες. Τα παλιά βιβλία μου, ναι, νομίζω ότι τα αναγνωρίζω από τις φθορές που έχουν υποστεί, αν και όχι πάντα, όχι σε υστερικό βαθμό.

Υπήρξαν περίοδοι στη ζωή σας στη διάρκεια των οποίων δεν διαβάζατε καθόλου βιβλία; Υπήρξαν μήπως υπολογίσιμα χρονικά διαστήματα που δεν διαβάζατε κάποιο συγκεκριμένο είδος (μυθιστορήματα, ποίηση, δοκίμια);
― Ελάχιστες περίοδοι. Πραγματικά αμελητέες σε διάρκεια. Μια τέτοια, που τη θυμάμαι με απόλυτη ακρίβεια, ήταν η περίοδος της βασικής μου θητείας στην αεροπορία, στην Τρίπολη. Θυμάμαι, με αφόρητη ένταση, πώς σ’ έναν θάλαμο, όπου κοιμόμασταν για να φυλάξουμε σκοπιά, βρήκα ένα βιπεράκι κάποιου αρχιφύλακα («SAS» ήταν, ένα που έχω ξεχάσει ποιο ακριβώς), και διάβασα, ή καλύτερα ρούφηξα την πρώτη σελίδα, σαν αλκοολικός που πέφτει στα χέρια του ένα ποτήρι με κάποιο οινοπνευματώδες, μετά από έναν μήνα στέρησης.

Χρησιμοποιείτε κάποια μηχανή ηλεκτρονικής ανάγνωσης (e-reader); Ανεξάρτητα από την πιθανή ή βέβαιη μελλοντική πορεία του ενός και του άλλου μέσου, σας χαρίζει την ίδια απόλαυση και ωφέλεια η ανάγνωση ενός κειμένου τυπωμένου σε χαρτί και του ίδιου κειμένου σε ψηφιακή μορφή;
― Όχι δεν έχω συσκευή ηλεκτρονικής ανάγνωσης, και κατά συνέπεια δεν μπορώ να κάνω τη σύγκριση, σαφώς παραμένει το τυπωμένο σε χαρτί βιβλίο πιο ελκυστικό, πιο απολαυστικό και πιο οικείο, για μένα. Εν τούτοις, έχω ελάχιστες προκαταλήψεις, και εν ανάγκη δεν θα δίσταζα να καταφύγω στην ψηφιακή μορφή. Τέλος, πιστεύω ότι, αν και τα e-book θα γνωρίσουν ανοδική πορεία στα χρόνια που έρχονται, δεν πρόκειται να αντικαταστήσουν ολοκληρωτικά τα τυπωμένα σε χαρτί. Όπως η τηλεόραση δεν εξαφάνισε το ραδιόφωνο, κι όπως το Ίντερνετ δεν εξαφάνισε τα δυο προηγούμενα μέσα. Μάλλον, θα μοιραστούν διαφορετικούς τομείς από το χώρο του βιβλίου, κι άλλα θα υπάρχουν μόνο σε ηλεκτρονική μορφή, άλλα μόνο σε έντυπη, κι άλλα και στις δύο.



Μπορείτε να επιλέξετε πέντε βιβλία από τη βιβλιοθήκη σας που είναι πολύ σημαντικά για σας, ανεξάρτητα ενδεχομένως από τη λογοτεχνική τους αξία ή από οποιοδήποτε άλλο καλλιτεχνικό κριτήριο;
― Ανεξάρτητα από τη λογοτεχνική τους αξία, όχι. Εάν δεν θεωρώ σημαντικό το κείμενο, δεν με νοιάζει και το βιβλίο ως αντικείμενο. Και, βέβαια, θα επέλεγα κάποια με τα οποία έχω συναισθηματικό δέσιμο. Όπως τα βιβλία του Καζαντζάκη που σας προανέφερα, ή του Ντοστογιέφσκι, στις παλιές δεμένες εκδόσεις του Γκοβόστη, με τις αξεπέραστες μεταφράσεις του Αλεξάνδρου, τα ποιήματα του Καβάφη, από τον Ίκαρο, με τις σημειώσεις του Σαββίδη. Τέτοια πράγματα.

Credits
H φωτογραφία του κ. Ραπτόπουλο στο εξώφυλλο του βιβλίου του : Αργύρης Γιατζόγλου, 2008
Οι άλλες δύο φωτογραφίες που συνοδεύουν την παρούσα δημοσίευση: Πηνελόπη Μασούρη, 2009