Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μπουτάρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μπουτάρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

30.8.18

Η ποντιακή μου ταυτότητα

-->


γράφει η Ελένη Χοντολίδου

«Είμαι εγγονή Ποντίων προσφύγων» έγραψα με καμάρι στο πρώτο δημόσιο βιογραφικό μου. Οι παπούδες μου και από τις δύο μεριές έπαθαν τέτοιο σοκ από τη συμπεριφορά της «μητριάς πατρίδας» που, πενθώντας, πήραν την απόφαση να μη μιλούν ποντιακά, να μην έχουν σχέση με την Εύξεινο Λέσχη, να σπουδάσουν τα παιδιά τους και να "προκόψουν". Όπερ και εγένετο.
Οι γονείς μου λοιπόν καταλάβαιναν λίγο τα ποντιακά, τα μιλούσαν ελάχιστα ― εγώ καθόλου. Αγαπώ κάποια φαγητά, λ.χ. το τυλιγάδι της γιαγιάς Εριφύλης. Λατρεύω τους χορούς των αντρών − βαθειά σεξιστικούς και αρχέγονους. Βιώνω την ταυτότητά μου με αμφιθυμία ―περηφάνια που, αν και πρόσφυγες, τα καταφέραμε― και απέχθεια για την κλειστή ποντιακή κουλτούρα, την εμμονή σε κάποια χαρακτηριστικά και τις… πολιτικές πεποιθήσεις μέρους των Ποντίων σήμερα, που δίνουν ωστόσο τον τόνο.
Ένας ένας, οι Πόντιοι μου είναι συμπαθείς, γιατί συνήθως είναι προκομένοι, ευσυνείδητοι, εργατικοί και έξυπνοι. Πολλοί μαζί αρχίζουν και γίνονται επικίνδυνοι πολιτικά. Για να το πω ορθότερα, "δεν μου πάνε". Μέσω υπεραναπλήρωσης, οι Πόντιοι έγιναν "πιο Έλληνες" από τους γηγενείς, πιο εθνικιστές, παράγοντες και παραγοντίσκοι, έχουν κάνει καριέρα πάνω στην ποντιακή ταυτότητα που κατασκεύασαν καταπώς τους βόλευε. Γιατί η ποντιακή ταυτότητα −όπως και κάθε ταυτότητα− δεν είναι μία βεβαίως, ούτε στατική, αλλά πολλές· ίσως του καθενός διαφορετική και δυναμική. Πόντιοι δεξιοί και ακροδεξιοί, Πόντιοι Πασόκοι, στην πλειοψηφία τους εθνικιστές και λαϊκιστές, να επιμένουν να τιμούν την επέτειο της Ποντιακής γενοκτονίας ή εθνοκάθαρσης (δεν είναι της ώρας) χώρια. Γιατί χωριστές είναι και οι εκλογικές τους πελατείες, οι "κλώνοι" τους που παίρνουν τα πολιτικά τους πόστα.*
Μου αρέσουν τα ποντιακά ανέκδοτα που οι ίδιοι οι Πόντιοι αφηγούνται, αυτοσαρκαζόμενοι γιατί πια δεν είναι μειονότητα, δεν είναι κουτοί ή αδέξιοι όπως οι Πόντιοι των ανεκδότων. Πολύ γρήγορα οι Πόντιοι, μετά το λιμοκαθαρτήριο και το στρατόπεδο της Καλαμαριάς, πρόκοψαν, σπούδασαν (γέμισαν το ΑΠΘ με ποντιακά ονόματα), πλούτισαν και πήραν θέσεις εξουσίας. Το ζήτημα Πόντιοι και αριστερά είναι εξόχως ενδιαφέρον, και πολύ θα ήθελα να ανοίξει ένας επίσημος διάλογος μεταξύ πραγματικών ιστορικών. 
Για τους παραπάνω λόγους δεν έγινα μέλος κανενός ποντιακού σωματείου και προτίμησα διακριτικά να νιώθω την περηφάνια μου για την καταγωγή μου και να σέβομαι το πένθος των παππούδων μου, που έγιναν από δήμαρχοι κλητήρες.
Μετά τον προπηλακισμό του Δημάρχου Θεσσαλονίκης ή, ορθότερα, μετά τη δολοφονική επίθεση εναντίον του, κατάλαβα γιατί δεν μου είναι συμπαθείς οι Πόντιοι. Χίλιοι (1.000) Πόντιοι ήταν μαζεμένοι στην παραλία. Να πούμε ότι 100, 200 από αυτούς ήταν φασίστες με πρωτοπαλίκαρο τον θλιβερό Ζορρό; Δεν μπορώ να σκεφτώ ότι ΟΛΟΙ ήταν φασίστες. Δεν βρέθηκαν τρία άτομα με το γνωστό ποντιακό φιλότιμο να προστατέψουν τον υπερήλικα θεσμικό εκπρόσωπο της πόλης; Πού είναι το ποντιακό ήθος και η ποντιακή λεβεντιά; Πού το δημοκρατικό ήθος;

Ως φαίνεται, οι συμπατριώτες μου είναι πρώτα Πόντιοι και μετά δημοκράτες. Το αντίθετο συμβαίνει με μένα: είμαι πρώτα δημοκράτις πολίτις και μετά Πόντια, με περηφάνια, χωρίς εθνικισμούς και διεκδικήσεις των οριστικά χαμένων πατρίδων. Γιατί η ταυτότητα δεν σηματοδοτείται με έναν μόνον τρόπο. Και η δική μου στηρίζεται πάνω στα δικαιώματα, στο αίσθημα της αδικίας και στην πίκρα της προσφυγιάς.



* Εξαιρείται η «Μέριμνα Ποντίων Κυριών», αλλά γι αυτήν θα μιλήσω άλλη φορά.

25.5.18

Όλα στη μαμά…

-->

[ από το χρονολόγιο του Μελέτη Κεχαΐδη στο Facebook ]


γράφει η Σωτηρία Ευθυμίου

Αναγνωστικές οδηγίες: Παρακαλώ να διαβαστεί με χαρτομάντηλα και soundtrack Γκάτσος & Ξαρχάκος, Μάνα μου Ελλάς.
Ευχαριστώ.

Μετά το κάλεσμα στήριξης-διαμαρτυρίας για την επίθεση στον δήμαρχο Γιάννη Μπουτάρη, αναρωτιέμαι γιατί ήμασταν μόνο τόσοι. Πρόκειται για αδιαφορία; Είχαν όλοι τους δουλειές και δεν μπόρεσαν να έρθουν; Δεν ήρθαν γιατί έβρεχε; Τι γίνεται με τα αντανακλαστικά του δημοκρατικού κόσμου της Θεσσαλονίκης; Ήξεραν ποιον ψήφισαν ή κάτι παρεξήγησαν; Ή μήπως φοβούνται;
Η Ελλάδα είναι η μαμά της Δημοκρατίας. Η μαμά εμένα με τρομάζει. Θέλει να σκοτώσει την κόρη της. Η μαμά είναι ζόμπι, μεταλλαγμένη, λες και κούρνιαζε για χρόνια στον πάτο του Θερμαϊκού και αναδύθηκε σαν κράκεν-πρεζάκι.
Τα σχόλια στο διαδίκτυο, στον δρόμο, στο λεωφορείο, είναι ζοφερά. Τα ξέρουμε, δεν θα τα επαναλάβω. Ποιο είναι το εύρος όμως αυτής της τοποθέτησης; Μάλλον αυτή είναι η δομή της προσωπικότητας της ελληνικής κοινωνίας, και είχα πιθανώς υποτιμήσει τη βαρύτατη παθολογία της χώρας μου. Ο φίλος μου ο Γιώργος μού λέει: «δεν συμφωνώ που δεν έχεις facebook, δεν έχεις καλή επαφή με την πραγματικότητα». Έτσι φαίνεται. Θέλω όμως και κρατάω αποστάσεις από αυτήν την πραγματικότητα που ζει μέσα σε διαστρεβλώσεις, με την ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας να φτιάχνει ό,τι περσόνα εξυπηρετεί κάθε φορά, πίσω από τη δήθεν ασφάλεια της οθόνης ενός υπολογιστή. Ένας κόσμος ισοπεδωτικός και πρωτόγονος, μιας μαμάς που δεν αγκαλιάζει, δεν ταΐζει, αλλά υπόσχεται από τον ακρυλικό θρόνο της έναν παράδεισο, όπου τα παιδιά της μπορούν να είναι, να λένε και να κάνουν ό,τι θέλουν. Παιδιά-νάρκισσοι, βουλιμικά, που καταπίνουν, καταπίνουν και ύστερα ξερνάνε. Σε αυτόν τον κόσμο εγώ δεν βρίσκω θέση.


Αυτό που εκπροσωπεί ο Μπουτάρης στο μυαλό μου είναι κίνητρα ζωής. Η ελευθερία και η ευθύνη της αποδοχής, του να στηρίζεις το μέσα σου έξω, της ανοιχτωσιάς της σκέψης στην πράξη, του να δείχνεις κωλοδάχτυλο στον φόβο και να κάνεις το δικό σου. Αυτός είναι ο κόσμος μου. Μάλλον είμαι στον κόσμο μου. Έφαγε ξύλο και ένιωσα σα να μου δέσανε το χέρι στο τραπέζι και να βάλανε τον μπαλτά στο κωλοδάχτυλο. Φόβος παντού, τόσο μεγάλος φόβος, που νέοι δυνατοί άντρες τα κανονίσανε να την πέσουνε όλοι μαζί σε έναν ηλικιωμένο. Πόσο επικίνδυνος τους φαίνεται! Και από την άλλη, χαμένοι στο παραλήρημα της παντοδυναμίας τους, να δέρνουν τον Δήμαρχο της πόλης χύμα, μπροστά στον Λευκό Πύργο και μέρα μεσημέρι.
Αλλά έτσι είναι η μαμά, υπόσχεται:
«Εγώ στα δίνω όλα, κανακάρη μου, αλλά κι εσύ θα μου ανήκεις, θα ρουφάω φρέσκο αίμα και δεν θα πεθάνω ποτέ. Κοίτα, ακόμα σε βυζαίνω, η ρώγα μου έχει σαπίσει, το στήθος μου είναι στεγνό και άδειο, αλλά είμαι πάντα η μαμά. Αυτή η γνωστή, η ένδοξη, με τις παρελάσεις, τους εμφυλίους, τις μακεδονίες, τα τσαρούχια, τους ρουβίκωνες, το αρχαιοελληνικό πνεύμα το αθάνατο, την έντεχνη γκρίνια, τον σκυλάδικο νταλκά, τον «ελληνικό» τούρκικο, τα Πάτερ ημών στο σχολείο. Γιατί είσαι πάντα ένοχος, υπόλογος, πιστός κι αμαρτωλός. Και θα μου φέρνεις αιματάκι νόστιμο, ειδικά αυτό της αδελφούλας σου. Τα θέλει και τα παθαίνει η τσούλα, που μας το παίζει και κοσμοπολίτισσα.»
Ας πρόσεχες, Δήμαρχε. Παραείσαι ελεύθερος, παραείσαι έξυπνος και έχεις πολλές απαιτήσεις. Άκου ανοιχτή πόλη η «συμπρωτεύουσα»… Όλα στη μαμά…