29.10.14

Η υπουργός Πολιτισμού της Γαλλίας: Δεν προλαβαίνω να διαβάσω (λογοτεχνία)



Η είδηση:

Παρίσι . Στην προκλητική δήλωση «δεν είχα καθόλου χρόνο τα τελευταία δύο χρόνια για να διαβάσω» προχώρησε η γαλλίδα υπουργός Πολιτισμού Φλερ Πελερέν, προκαλώντας αντιδράσεις.
Όπως αναφέρει η εφημερίδα The Times, την Τρίτη, η νέα υπουργός Πολιτισμού της κυβέρνησης Ολάντ δήλωσε επίσης ότι δεν μπορεί να παρακολουθήσει θεατρικές παραστάσεις, καθώς φοβάται ότι οι ηθοποιοί που πραγματοποιούν απεργιακές κινητοποιήσεις θα οργανώσουν κάποια δράση, όπως για παράδειγμα μια πικετοφορία διαμαρτυρίας, εναντίον της.
Το σκάνδαλο στη Γαλλία ξέσπασε όταν ζητήθηκε από την 41χρονη πολιτικό να ονοματίσει ένα από τα βιβλία του Πατρίκ Μοντιανό, ο οποίος κέρδισε το φετινό βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η Πελερέν, στην οποία ανατέθηκε ένα χαρτοφυλάκιο το οποίο στη Γαλλία χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης, είχε ήδη συγχαρεί μέσω twitter τον συγγραφέα για την βράβευση, σημειώνοντας ότι δικαίως κέρδισε το Νόμπελ. Μάλιστα, είχε χαρακτηρίσει τον Μοντιανό ως έναν από τους συγγραφείς που την έχουν εντυπωσιάσει πολύ.
Κατόπιν αυτών των τοποθετήσεων, φαινόταν εύλογη η ερώτηση για το αγαπημένο της βιβλίο του Μοντιανό. Ή, έστω, οποιοδήποτε βιβλίο του δημοφιλή συγγραφέα. Η απάντηση δημιούργησε σάλο, καθώς η υπουργός Πολιτισμού, μετά από ένα μακρόσυρτο «Εεεε...» και ένα αμήχανο γελάκι, είπε: «Ομολογώ, χωρίς την παραμικρή δυσκολία, ότι δεν είχα καθόλου χρόνο να διαβάσω τα τελευταία δύο χρόνια. Διαβάζω πολλές εκθέσεις, νομικά κείμενα, ειδήσεις, αλλά διαβάζω πολύ λίγο».
Η ομολογία σόκαρε, καθώς η Γαλλία είναι μια χώρα που ξοδεύει δισεκατομμύρια ευρώ για να προωθήσει τη λογοτεχνία και τις τέχνες, και στην οποία οι υπουργοί -πολύ περισσότερο ο πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ και ο πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς- έχουν οι ίδιοι συγγράψει βιβλία, λογοτεχνικά ή μη.
Οι αντιδράσεις ήταν αναμενόμενες: Ο συγγραφέας Κριστιάν Κομπάζ, σε ανοιχτή επιστολή του προς την Φλερ Πελερέν ανέφερε: «Το σκάνδαλο είναι ότι δεν άδραξες την ευκαιρία [της βράβευσης του Μοντιανό] για να πεις κάτι έξυπνο για την γαλλική λογοτεχνική ευαισθησία... Ο λόγος που δεν το έκανες είναι γιατί είσαι εντελώς αδαής».
Ένας από τους σημαντικότερους βιβλιοκριτικούς και συγγραφέας ο ίδιος Κλοντ Ασκολοβίτς δήλωσε στην Huffington Post ότι ο κόσμος της διανόησης εξεπλάγη που η υπουργός Πολιτισμού δεν ήταν σε θέση να αναφέρει ούτε έναν τίτλο από τα βιβλία του Μοντιανό. «Η βαρβαρότητα είναι εδώ. Αν κάποιος μπορεί να είναι υπουργός Πολιτισμού και να μην διαβάζει, τότε δεν είμαστε κάτι περισσότερο από τεχνικοί και λογιστές» τόνισε.
Πάντως, δεν έλειψαν και εκείνοι που υπερασπίστηκαν την υπουργό Πολιτισμού, η οποία υιοθετήθηκε από τους Γάλλους γονείς της, όντας ένα ορφανό από την Νότια Κορέα, και αποφοίτησε από το εθνικό Πανεπιστήμιο Διοίκησης, δηλαδή το φυτώριο των ανώτατων κρατικών λειτουργών της χώρας. [πηγή: www.tovima.gr]


Το σχόλιο του Νικόλα Σεβαστάκη στο Facebook:

Η σκληρή αλήθεια


Η Φλερ Πελερέν λέει την αλήθεια. Νομίζω ότι ελάχιστοι είναι οι κάτοχοι δημοσίων αξιωμάτων, οι επιχειρηματίες ή ακόμα και οι πανεπιστημιακοί (εξαιρώ όσους διαβάζουν λόγω ''γνωστικού αντικειμένου'') που διαβάζουν πραγματικά λογοτεχνία. Η έλλειψη χρόνου είναι η μία εξήγηση, η πιο συνηθισμένη. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο που δεν ομολογείται ανοιχτά γιατί θα είχε κόστος για το κύρος του προσώπου: η λογοτεχνία δεν θεωρείται από πολλούς (ιδιαίτερα στο πολιτικό μας προσωπικό) κάτι ενδεχομένως πολύτιμο για την ταυτότητα των μοντέρνων ανθρώπων, για την αυτοκατανόησή τους. Οι περισσότεροι πολιτικοί εδώ, από τα δεξιά μέχρι την αριστερά, πιστεύουν κατά βάθος ότι η λογοτεχνία (και μάλιστα στο στιλ του Μοντιανό) είναι ''εποικοδόμημα'': κάτι ελάχιστα αναγκαίο, περισσότερο της τάξης του ornament, της διακόσμησης ενός ''ελεύθερου χρόνου''. Ερμηνεύουν ακόμα και σήμερα τη μέριμνα για τη λογοτεχνία ως απομεινάρι των αριστοκρατικών καιρών ή του αστικού ατομικισμού. Δεν θα το πουν ευθέως αλλά έχουν γίνει εξπέρ στην ανάγνωση των αυτιών των βιβλίων ή στην τέχνη να μιλούν και αυτοί για αδιάβαστα κείμενα. Όταν πάντως ακούω το ''δεν έχω χρόνο'' και ξέρω καλά ότι ένα βιβλίο (δεν λέω το ''Ενάντια στη μέρα'' του Τόμας Πίντσον) μπορεί να διαβαστεί σε ένα δίωρο, τότε θυμώνω: για την έλλειψη θάρρους του άλλου και όχι βέβαια για το αν πρέπει ή όχι να κάνει τον κόπο. Η λογοτεχνία άλλωστε είναι ελευθερία όχι καταναγκασμός ή πολιτιστικός σωφρονισμός!
Η Φλερ Πελερέν λέει την αλήθεια. Νομίζω ότι ελάχιστοι είναι οι κάτοχοι δημοσίων αξιωμάτων, οι επιχειρηματίες ή ακόμα και οι πανεπιστημιακοί (εξαιρώ όσους διαβάζουν λόγω ''γνωστικού αντικειμένου'') που διαβάζουν πραγματικά λογοτεχνία. Η έλλειψη χρόνου είναι η μία εξήγηση, η πιο συνηθισμένη. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο που δεν ομολογείται ανοιχτά γιατί θα είχε κόστος για το κύρος του προσώπου: η λογοτεχνία δεν θεωρείται α

28.10.14

Σταύρος Ζαφειρίου: Δύσκολο



Ενημέρωση στις 27.10.2014

Το βιβλίο θα παρουσιαστεί στο βιβλιοπωλείο ΕΠΙ ΛΕΞΕΙ
Ακαδημίας 32, Αθήνα
την Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014, ώρα 19:30
Ομιλητές: Αλέξης Ζήρας, κριτικός λογοτεχνίας - Γιώργος Μπλάνας, ποιητής



Σταύρος Ζαφειρίου

Δύσκολο

Αθήνα, Νεφέλη 2014


Πόση σιωπή μαρτύρησες με αυτές εδώ τις λέξεις
που έχουν φτιαχτεί από σιωπή!
Πόση σιωπή, για να μπορέσει η φωνή
να περισώσει κάτι απ’ τη φωνή της.
Σταύρος Ζαφειρίου, Δύσκολο


Το βιβλίο

Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη το 12o ποιητικό βιβλίο τού Σταύρου Ζαφειρίου, με τον τίτλο Δύσκολο.

Ένα βιβλίο για την απάθεια και τη σιωπή των πολλών.

Ένα βιβλίο για τη δυσκολία τής γλώσσας να διαπεράσει τη σημερινή πραγματικότητα, τα φαινόμενα της βίας, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού, της υποδαύλισης των εθνικισμών.

Μετά το Ενοχικόν – Ο μονόλογος ενός δράστη (Νεφέλη, 2010) και το Προς τα πού – Μια πολεμική ιστορία (Νεφέλη, 2012), ο Σταύρος Ζαφειρίου συνεχίζει την ποιητική θεώρηση της ιστορίας, ως το σχήμα μιας συλλογικής ενοχής που αντανακλά τη βεβήλωση των αξιών τού ανθρώπου, αυτής της παραδοξότητας που δίνει νόημα στην ύπαρξή της με τόσο διαφορετικούς τρόπους.

Ένα βιβλίο που αφηγείται τη λύπη, γιατί η λύπη υπάρχει.


Ο συγγραφέας

Ο Σταύρος Ζαφειρίου γεννήθηκε το 1958 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει.


Η πρώτη κριτική

Ποίηση υπάρχει όσο υπάρχουν ισχυρές ποιητικές συνθέσεις


του Κώστα Βούλγαρη
Αυγή, 29.6.2014

Όταν ένα ποιητικό βιβλίο ευρίσκεται κατάφορτο παραπομπών σε κείμενα φιλοσοφικά, πατερικά, δοκιμιακά, ο ποιητικός του λόγος κινδυνεύει να βουλιάξει κάτω από το βάρος των ιδεών, διακινδυνεύει να καταστεί μια δοκιμιακή απόπειρα σε ύφος ποιητικό. Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα της ποίησής μας που μαρτυρούν τα αδιέξοδα αυτής της επιλογής, με προεξάρχουσα περίπτωση το έργο του Σικελιανού, αλλά υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, όπου η ποίηση αντέχει να «διαφορίζει» τις έννοιες, αποδίδοντάς μας λόγο μεστό και λυρικά ουσιώδη, αρχής γενομένης από τον Διονύσιο Σολωμό. Ως φόρος τιμής στον μεγάλο πρόγονο θα μπορούσε λοιπόν να ειδωθεί το ποιητικό βιβλίο του Ζαφειρίου, έστω και αν στις εκτενείς αναφορές/επισημειώσεις ο Σολωμός δεν περιέχεται πουθενά, αφού ο οιονεί διάλογός τους συμβαίνει σε απόσταση, κάποτε και σε αντίστιξη.
Μάνα με τους λεβέντες γιους, ε και να γήτευες
μια φούντα μαύρου θυμαριού σε μια σταγόνα ιβίσκου
και στη γιορτή της όχεντρας μια κακορίζα μύρτου,
να 'ρθουν τ' αγρίμια, ωχ να 'ρθούν, και οι κωλομπαράδες,

να 'ρθει και ο σταυραετός με την ξανθιά περούκα,
να σύρει πρώτος τον χορό της λυγερής σου δόξας.
Όμως σε μια ποίηση ιδεών οι συνάφειες δεν θα μπορούσαν να εξαντλούνται σε υφολογικές συγγένειες και αντικατοπτρισμούς, αλλά εμφιλοχωρούν και στο ίδιο το «περιεχόμενο».
Όμως τα έθνη·
τι νόημα έχει να ξυπνούν νεκρά τα έθνη,
σάβανο ξετυλίγοντας ξοπίσω τους τα επιμνημόσυνα των νεο-ανθρωπιστών;
Βέβαια, η κόλαση είναι η κόλαση των άλλων:
η παλιά εγκατάσταση αγνοημένης τέχνης,
αγκιστρωμένης στα πλευρά του εξπρεσιονισμού.
Εδώ, η διαδικασία της εθνογένεσης και ο διάλογος με τον γερμανικό ρομαντισμό δίνουν τη θέση τους, ή αντιπαραβάλλονται, στη διαδικασία γένεσης του φασισμού (και κατ' επέκταση στη σημερινή επιστροφή του), στην ευρύτητα της κοινωνικής αποδοχής/συνενοχής, με σημείο εκκίνησης της ερμηνείας/τεκμηρίωσης του φαινομένου την περιγραφή του Πρίμο Λέβι, απ' την οποία προκύπτουν και οι τίτλοι των επιμέρους ενοτήτων της συλλογής: «Αυτοί που ξέρουν και δεν μιλούν», «Αυτοί που ούτε ξέρουν ούτε και ρωτούν», «Αυτοί που όταν τους ρωτούν δεν απαντούνε», «Αυτοί που υπερασπίζουν την ψευδαίσθηση της αθωότητάς τους».
Τώρα που ο ξένιος ξενίζει στην πλεκτάνη του τον ξένο,
εμπλέκοντας την κάθαρση του αίματος στη φαντασίωση ενός θεόπνευστου ιστού·
τώρα που η πράξη συναντάει την πράξη πίσω απ' τα κενοτάφια των οδών,
δύσκολο πια να περιγράψεις με τούτη τη γλώσσα τον καιρό της κρυπτείας και τον καιρό της νέας ενοχής.
Παρ' όλα αυτά, η ποιητική συλλογή του Σταύρου Ζαφειρίου δεν ενδίδει στη θεματογραφία, δεν βουλιάζει στις ευκολίες των νεόκοπων περιοχών «ριζοσπαστικής παρέμβασης», τις οποίες περιοχές νομιμοποιεί απλόχερα, και καλλιτεχνικά ανώδυνα, η επιστροφή του φασισμού.
Εδώ είναι οι φράχτες των ακτών και τα σχισμένα ιστία,
τα χνάρια όσων ξέφυγαν δίχως να στρέψουν πίσω το κεφάλι·
εδώ είναι η άκρη, άσπαρτη, πιο άσπαρτη ακόμη κι απ' το σύμπαν.
Γιατί ο στόχος του Ζαφειρίου είναι ο αναστοχασμός όλης της νεωτερικότητας, της ιστορίας της, των ιδεών της, της τέχνης της, της κρίσης της, και το πετυχαίνει με μια ποιητική σύνθεση που αντέχει αυτόν τον βαρύ ειδολογικό χαρακτηρισμό, αντλώντας ερείσματα, ιδεολογικά και ρυθμικά, απ' όλη την παράδοση του ποιητικού λόγου.
τι άλλο θέλετε να ξέρετε για τούτη την πατρίδα;
Τι άλλο για ό,τι βλέπετε, για τον καιρό εκείνου που σας βλέπει;
Κατά τη γνώμη μου, η ποιητική σύνθεση του Σταύρου Ζαφειρίου ανασυντάσσει το ποιητικό τοπίο, γιατί προϋποθέτει όσα σημαντικά έχουν συμβεί στις μέρες μας, π.χ. τις ποιητικές συνθέσειςΕπεισόδιο του Γιώργου Μπλάνα, Ο κύριος Φογκ, του Γιάννη Βαρβέρη, Ανιστόρητο του Σπύρου Βρεττού, Ο άνθρωπος από τη Γαλιλαία, του Ηλία Λάγιου, Τα ψηλά δέντρα της γαλλικής επαρχίας, της Μαρίας Κούρση, Mec(c)ano της Ρούλας Αλαβέρα, Μαύρη Μωραλίνα της Ευτυχίας Παναγιώτου, και μερικές ακόμη ποιητικές επιτεύξεις των τελευταίων δεκαετιών, δημιουργώντας μια εξαιρετική, και απολύτως ιδιότυπη συνέχεια και κορύφωση, ένα σημείο αναφοράς τής σύγχρονης ποίησής μας.
(Μπαίνει από τις κουΐντες ο Saint-Just, κρατώντας το κομμένο του κεφάλι):
- Όσοι αφήνουνε μισή την επανάσταση, σκάβουν απλώς τον ίδιο τους τον τάφο.

Και άλλη φορά, σε άλλο καιρό, πάνω στους τοίχους:
- Φοβού τους θέλοντες να ζήσουν ήσυχα και ειρηνικά.
Είναι αδίστακτοι.
Παρότι η παράθεση σύντομων αποσπασμάτων αδικεί το βιβλίο, επειδή ο λόγος του δεν οργανώνεται με βάση τον στίχο ή τη φράση αλλά στην έκταση της σελίδας ή της περιόδου, μπαίνω στον πειρασμό να κλείσω με ένα ποιητικό στιγμιότυπο, ενδεικτικό της ποικιλίας, του πλούτου και της συνθετότητας της ποιητικής σύνθεσης του Σταύρου Ζαφειρίου, ενδεικτικό της αποδομιστικής του διάθεσης, όχι μόνο απέναντι στον Μάη του '68, όπου αναφέρεται το συγκεκριμένο παράθεμα, αλλά απέναντι σε κάθε εξουσία (όπως της γλώσσας, των ιδεών, των θεσμών, της ίδιας της λογοτεχνίας...)
Ο κύριος Sartre, επί παραδείγματι:
ξέχειλος από υπαρξισμό και ex officio ελεητής αιδοίων.

Εντευκτήριο, τχ. 105

ΣΤΟ ΝΕΟ ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ

Ελληνική και ξένη ποίηση και πεζογραφία, 
δοκίμια, άρθρα, κριτικές και παρουσιάσεις βιβλίων, φωτογραφικό ένθετο


Τχ. 105
Απρίλιος-Ιούνιος 2014
176 σελ.
τιμή 10,00 ευρώ


«Ο μετανάστης εύκολα ξεγράφεται και υποτιμάται, μιας και δεν έχει πλέον πρόσωπο. Ακόμα και ο άρτι αφιχθείς μετανάστης, ο τελευταίος που πέρασε το κατώφλι και προσπαθεί να εγκατασταθεί στη νέα χώρα, μπορεί να αηδιάζει με την ιδέα ενός ακόμα πιο νεοφερμένου ή παρείσακτου, που μπορεί να του πάρει τη θέση, αφού αυτός ο απειλητικός Άλλος δεν του μοιάζει σε τίποτε. Ο μετανάστης δεν έχει όψη, δεν έχει υπόσταση, δεν έχει προστασία, δεν έχει παρελθόν. Η μοναδική ταυτότητα που πρόκειται να λάβει θα προκύψει μέσα από τη συζήτηση εντός των στενών πλαισίων της κοινότητας. […] Είναι αδύνατον να υπερασπιστούμε τον μετανάστη και, κυριότερα, να τον ακούσουμε να υπερασπίζεται τον εαυτό του, τη στιγμή που όλοι, ακόμη και οι πιο ορθολογιστές και οι πιο ευαίσθητοι, έχουν την πεποίθηση πως οι μετανάστες βρίσκονται παντού και αποτελούν μείζον πρόβλημα. Βέβαια, πάντοτε υπάρχει λόγος να είμαστε καχύποπτοι όταν όλοι συμφωνούν σε κάτι: δεν υπάρχει τίποτε πιο καταναγκαστικό και πιο ηλίθιο από τη γενική συναίνεση, αφού ακριβώς μέσα από τη συναίνεση της κοινής γνώμης συγκαλύπτονται οι ανισότητες»:  Αμείλικτη περιγραφή της ζοφερής πραγματικότητας που ζουν οι μετανάστες στην Ευρώπη του 20ού αιώνα από τον Βρετανό, ινδο-πακιστανικής καταγωγής, πεζογράφο Χανίφ Κιουρέισι στο κείμενό του «Ο μετανάστης δεν έχει πρόσωπο, υπόσταση και παρελθόν», το οποίο δημοσιεύεται (μετάφραση Λένας Ε. Κοψαχείλη) στο νέο τεύχος (αριθ. 105) του περιοδικού Εντευκτήριο, που μόλις κυκλοφόρησε.

Οι μετανάστες της φωτογραφίας έχασαν μέλη των οικογενειών τους όταν ανατράπηκε η βάρκα στην οποία επέβαιναν μαζί με άλλους συμπατριώτες τους, κατά την επιχείρηση “διάσωσής” τους από το Λιμενικό, στις 20.1.2014, κοντά στο Φαρμακονήσι. Πνίγηκαν 12 άτομα. Επιζώντες και πνιγμένοι παραμένουν ανώνυμοι. Σύμφωνα με Τα Νέα (24.1.2014), «μεταξύ Αυγούστου 2012 και Μαΐου 2013, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Αμνηστίας 
συγκέντρωσε μαρτυρίες για 39 χωριστές περιπτώσεις απώθησης μεταναστών από την Ελλάδα στην Τουρκία». Ας σημειωθεί ότι η επαναπροώθηση μεταναστών αντίκειται στο Διεθνές Δίκαιο. Τον Φεβρουάριο η Εισαγγελία Δωδεκανήσου διέταξε έρευνα για τις συνθήκες του ναυαγίου. 
To αποτέλεσμα της έρευνας αγνοείται. 

ΠΟΙΗΣΗ-ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ  
Ύστερα/ όλα σώπασαν για ένα ακριβώς λεπτό./ Σκέψου έναν καταπράσινο ολάνθιστο κήπο/ και όλοι να στέκουν μέσα του/ αθόρυβοι, λιτοί και ξένοι/ παρόλο που μπροστά στον ήχο γνωρίζονται/ και ο ήχος τούς γνωρίζει […]: Ποίηση της Αρίστης Ζαΐμη (23 ετών, φοιτήτριας στο Α.Π.Θ.), που δημοσιεύει για πρώτη φορά, “ανοίγει” το νέο τεύχος του «Εντευκτηρίου», συνεχίζοντας την πρακτική που ακολουθείται στα τελευταία τεύχη, να προτάσσεται ποίηση ανέκδοτων ή ακόμα και πρωτοεμφανιζόμενων δημιουργών.

Δημοσιεύονται ακόμη ποιήματα της Άννας Αχμάτοβα (η ενότητα «Ποιήματα του μεσονυχτίου», μετάφραση από τα ρωσικά: Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης), και των Χρίστου Ξένου, Δημήτρη Χαρίτου, των εκ Δράμας Κυριάκου Συφιλτζόγλου, Γιώργου Κασαπίδη και Δημήτρη Πέτρου, του Κάρλος Βιτάλε (σε συλλογική μετάφραση υπό την εποπτεία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και του Νίκου Πρατσίνη), του Θοδωρή Σαρηγκιόλη.
Διηγήματα και μικρά πεζά δημοσιεύουν οι: Γιώργος Βέλτσος, Δημήτρης Μίγγας, Γιάννης Σκαραγκάς (μετ. από τα αγγλικά: Γιώτα Καραγιάννη), Βασίλης Τσιαμπούσης, Λάκης Παπαστάθης, Νόρα Πυλόρωφ-Προκοπίου, Μιχάλης Μακρόπουλος, Καίτη Στεφανάκη, Χάρης Βαφόπουλος, Κώστας Καβανόζης, Θοδωρής Ρακόπουλος, Διονύσης Μαρίνος, Μαρία Ντινάκη.

Στο ίδιο τεύχος, ο Δ. Ν. Μαρωνίτης μεταφράζει τον Πρόλογο από την Αντιγόνη του Σοφοκλή, ο Τάκης Σιμώτας προδημοσιεύει ένα μέρος από το ανέκδοτο κείμενό του «Η ιστορία ως θέαμα και ως όργανο πολιτικού προσανατολισμού. Ηρόδοτος – Θουκυδίδης», ο Θανάσης Μαρκόπουλος γράφει για την πρόσφατη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Μιχάλη Γκανά, ο Πέτρος Γκολίτσης σχολιάζει εκτενώς το έως τώρα ποιητικό έργο του Βασίλη Αμανατίδη, ο Θωμάς Κοροβίνης γράφει για την Άλκη Ζέη, που πρόσφατα ανακηρύχθηκε επίτιμη διδάκτωρ του
Α.Π.Θ. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το άρθρο του Άλεξ Χάλμπερσταντ «Λίστα αναγνωσμάτων ενός φυλακισμένου» (μετ.: Γιάννης Θεοδοσίου), που αντικρίζεται από το ―βασισμένο στην ατομική του εμπειρία― κείμενο του Δημήτρη Η. Παστουρματζή «Μια εποχή στην κόλαση ― μ’ ένα βιβλίο στο χέρι».

Την ενότητα της λογοτεχνίας στο τεύχος αυτό, όπως και το εξώφυλλό του, κοσμούν έργα του εικαστικού Χάρη Λίθου, για τον οποίο γράφει (ειδικά για το Εντευκτήριο) η Κική Δημουλά, αναφέροντας μεταξύ άλλων: «Προσεγγίζω τη ζωγραφική του Λίθου άτολμα κι ωστόσο ασυνήθιστα παρηγορημένη. Επειδή η ιδιότυπη
ζωγραφική του είναι αφοσιωμένη στο να διασώζει από την αδηφάγο διαδρομή που εκπληρώνει η ύπαρξή μας τα αποτυπώματα μιας έντονης σημασίας. Αποτυπώματα άλλοτε ακέραια, άλλοτε ακρωτηριασμένα από την ίδια την παιδοκτόνο αφαίρεση. Στην ουσία, ο Λίθος αποτυπώνει μέλη και σημεία που εκπέμπει το φευγαλέο κορμί της στιγμής. Αυτό περίπου θεωρώ ότι επιδιώκει και ο λόγος, η γραφή: να συγκρατήσει τα ίχνη. Το πετυχαίνει, όχι όμως φρεσκοχαραγμένα, ακριβώς επάνω στη στιγμή της φευγάλας τους, αλλά όταν έχουν πια ποδοπατηθεί από το  παρελθόν τους».

ΚΡΙΤΙΚΗ – ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ - ZΩΓΡΑΦΙΚΗ Tις βιβλιοκρισίες του τεύχους υπογράφουν οι: Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Μαρία Στασινοπούλου, Μάνος Ελευθερίου, Τιτίκα Δημητρούλια, Παναγιώτης Κουσαθανάς, Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Ανθή Παπαδοπούλου, Μάριος Μώρος, Έλενα Δουβλέτη, Γεωργία Κολοβελώνη, Κωνσταντίνος Παπαχαράλαμπος, Βάνα Χαραλαμπίδου και Όλγα Σουφλιά (για βιβλία, αντίστοιχα, των Γιώργου Γκόζη, Μάριου Μιχαηλίδη και Βάσως Νικολοπούλου, Ανδρέα Μήτσου, Μάρτυς Λάμπρου, Μέλπως Αξιώτη, Γιάννη Σκαραγκά, Τέλλου Φίλη, Νικόλα Σεβαστάκη, Ηλία Κεφάλα, Μαρίας Λαϊνά, Ζουλφί Λιβανελί και Μυρσίνης Ζορμπά), ενώ ο Γιώργος Κορδομενίδης στη στήλη «Βιβλία στο κομοδίνο» σχολιάζει πρόσφατες εκδόσεις.

Η Camera Obscura, το ειδικό τετράχρωμο ένθετο 16 σελίδων για την καλλιτεχνική φωτογραφία, παρουσιάζει έργα του Βελισσάριου Βουτσά, υπό τον γενικό τίτλο «Homo Ludens», για τα οποία γράφει, μεταξύ άλλων, η Ιουλίτα Ηλιοπούλου: «[…] Ο Βελισσάριος Βουτσάς [συνθέτει εικόνες] με υλικό λίγα παιχνίδια, κατάλληλο φως και πολύ δημιουργική φαντασία, που ανακαλεί, όχι μόνο τη μνήμη της παιδικής ηλικίας, αλλά κυρίως την τόλμη της: Ένα μικρό αεροπλάνο επάνω σε κυκλικό λαβύρινθο μετρά αλλιώς τον χρόνο, κι άλλο
μέσα σε σύννεφα ζαχαρωτά γνέθει παμπάλαιο ροζ μαλλί γριάς σε καλαμάκια. Ατίθασες χειρονομίες χαράς, κούκλας μικρής σε κούνια, κι ένας παλιάτσος που τον συγκρατούν χρυσο-κλωστές για να μην κλάψει, ενώ από το πλάι λες και περνούνε αθόρυβα τ’ αυτοκίνητα σε άσφαλτο-χαρτί, αλλάζοντας μια κι άλλη μια σελίδα. Μπίλιες-νερόφουσκες, σαν μέσα σε ύπνο βαθύ, γίνονται αστερισμοί σ’ ένα υδάτινο στερέωμα, που αφήνει ν’ αχνοφαίνονται μικρά της επιθυμίας ψαράκια, και πάλι μες στο όνειρο μιας κούκλας ιαπωνικής μοιάζει ν’ ανοίγεται  αληθινή αγκαλιά, η αγάπη, ενώ απ’ αλλού μακριά  το τρένο των πλήκτρων προχωρεί φυσώντας ατμούς μουσικής κι υποσχέσεις [...]».

27.10.14

Καιροσκοπισμοί και ιδιοτέλεια



της Ιωάννας Κλεφτόγιαννη

πηγή: http://www.enet.gr (εφημ. Ελευθεροτυπία)


ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ στην κατάσταση που επικρατεί στους τρεις κορυφαίους θεσμούς μας, αυτή την περίοδο, την Σχολή Καλών Τεχνών, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και το Εθνικό Θέατρο, ξεγυμνώνει τις ανίατες παθογένειές μας. Την αλληλοφαγωμάρα, την ιδιοτέλεια, τη μωροφιλοδοξία, που υποσκάπτουν κάθε έννοια συνέχειας και προόδου.

Διαπιστώνεται δε μια αδιανόητη ευκολία να εκτοξεύονται και να δημοσιοποιούνται βαριές κατηγορίες ρίχνοντας χωρίς μέτρο ασταμάτητα και σαδιστικά νερό στο μύλο των ανοικτών δημόσιων διενέξεων, που αποδεικνύεται επαναληπτικά το μεγάλο φόρτε μας.

Το δυστύχημα είναι ότι εν προκειμένω, ενώ έχει ξεσηκωθεί το σύμπαν, δεν υπάρχει αληθινή βάση καταγγελιών, ούτε στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης όπου στοχοποιήθηκε με αστείες μομφές η Αννα Καφέτση, ούτε στην Καλών Τεχνών, όπου έπεσε λάσπη πρωτίστως στον τέως πρύτανη Γιώργο Χαρβαλιά, στο πλαίσιο μιας αντιπαράθεσης πολιτικής. Το ΠΑΣΟΚ σε συμμαχία με τη ΔΗΜΑΡ για τα εκπαιδευτικά ζητήματα, πήρανε το όπλο τους μεταμφιεσμένοι, με ανώνυμες επιστολές. Ποιοι την πληρώνουν τελικά; Η ίδια η Καλών Τεχνών, η οποία σπιλώθηκε στο πλαίσιο μιας πολιτικής αντιπαράθεσης που έγινε προσωπική, και το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, που μπλοκαρισμένο από γινάτι του Δ.Σ. του, έχει μεταμορφωθεί σε σύγχρονο γιοφύρι της Αρτας. Δεν προχώρησαν όσα προβλέπονταν για τα θυρανοίξια που θα έπρεπε να είχαν ήδη γίνει. Καιροσκοπισμοί σε βάρος του δήμου, με άλλα λόγια.



Στο Εθνικό Θέατρο η βάση των αντιπαραθέσεων διαφοροποιείται. Το Σωματείο των Εργαζομένων, μετά τις καταγγελίες στην Επιθεώρηση Εργασίας, έκανε και εξώδικο στο διευθυντή του, που ωστόσο τους το αντιγύρισε επίσης με εξώδικη καταγγελία.
Τεταμένο το κλίμα όσο ποτέ, πιθανώς να οδηγήσει σε απεργιακές κινητοποιήσεις. Ποιος θα είναι τότε το αληθινό θύμα; Φαντάζομαι, το Εθνικό Θέατρο, ως κοινό κτήμα, που το πληρώνει το ελληνικό Δημόσιο. Είναι ωστόσο χαρακτηριστικό το ότι όλες οι συμμαχίες (των ηθοποιών κατά κύριο λόγο) κατευθύνονται από ιδιοτελή κριτήρια. Ο κόσμος να γκρεμιστεί κάποιοι θα συμμαχήσουν και με το διάβολο για να παιχτεί η δική τους παράσταση! Ετσι πάντοτε όλες οι διεκδικήσεις πάνε στον βρόντο.

ΤΗΝ ΩΡΑ που η Αμφίπολη, η Αμάλ Κλούνεϊ και η Ντοκουμέντα του Κάσελ ρίχνουν τα φώτα επάνω μας, εμείς συνεχίζουμε να αποκαλύπτουμε το χειρότερο, ανώριμο διαχρονικά εαυτό μας. Ειδικά όμως σήμερα που ζούμε τη μεγάλη ευκαιρία, βρισκόμενοι στο διεθνές επίκεντρο, ήρθε η στιγμή και να σοβαρευτούμε και να σκεφτούμε πολύ συνειδητά τι είναι αυτό που θέλουμε. Και κυρίως, το λόγο.     

22.10.14

«Δεν κάνει τζέρτζελο ο πολιτισμός, δεν πουλάει»


To "Μάρτυς μου ο Θεός" τού πήρε περίπου δέκα χρόνια να το γράψει. Ένα χρονικό διάστημα αρκετά μεγάλο, που έρχεται σε αντίθεση με μια εποχή που ευνοεί τους γρήγορους ρυθμούς... Εικονογράφηση: Ατελιέ/ LiFO Πηγή: www.lifo.gr
To "Μάρτυς μου ο Θεός" τού πήρε περίπου δέκα χρόνια να το γράψει. Ένα χρονικό διάστημα αρκετά μεγάλο, που έρχεται σε αντίθεση με μια εποχή που ευνοεί τους γρήγορους ρυθμούς... Εικονογράφηση: Ατελιέ/ LiFO Πηγή: www.lifo.gr
Το Μάρτυς μου ο Θεός τού πήρε περίπου δέκα χρόνια να το γράψει. 
Χρονικό διάστημα αρκετά μεγάλο, που έρχεται σε αντίθεση με μια εποχή 
που ευνοεί τους γρήγορους ρυθμούς.
Εικονογράφηση: Ατελιέ/LIFO

του Βασίλη Καψάσκη

πηγή: www.lifo.gr


Το μυθιστόρημα του κ. Τσίτα έπεσε τυχαία στα χέρια μου πριν από λίγες εβδομάδες. Η άμεση γλώσσα, η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, η ισορροπία και η εναλλαγή (έντονων) κωμικών και δραματικών στοιχείων σε βυθίζουν στην ανάγνωσή του. Η εξέλιξη της ιστορίας και τα χαρακτηριστικά του κεντρικού ήρωα με παρακίνησαν να ζητήσω μια συνέντευξη από τον συγγραφέα του. Δέχτηκε με χαρά. Δυο μέρες μετά την επικοινωνία μας ο κ. Τσίτας βραβεύτηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση με το φετινό Βραβείο Λογοτεχνίας. «Να γράψεις ότι μου ζήτησες να κάνουμε τη συνέντευξη πριν από τη βράβευση» μου είπε, ορμώμενος ίσως και από τη δημοσιογραφική του ιδιότητα. Μια ιδιότητα προορισμένη εκ φύσεως να αναζητά εκείνο το ενδιαφέρον στοιχείο που κρύβεται πίσω από τις ιστορίες. Για τις ανάγκες της συνέντευξης, συναντηθήκαμε στα γραφεία του diastixo.gr, στο ισόγειο μιας πολυκατοικίας στο Παγκράτι. Με υποδέχτηκε εγκάρδια και αρχίσαμε αμέσως να μιλάμε για το βιβλίο. «Ο Χρυσοβαλάντης είναι ένας άνεργος πενηντάρης που ζει στην Αθήνα την εποχή λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Είναι ένας άνθρωπος πονεμένος, ταλαιπωρημένος από τους πρώην εργοδότες του, τις γυναίκες και την οικογένειά του. Είναι ένα μεγάλο παιδί. Έχει, βέβαια, τις εμμονές του. Θυμίζει λίγο τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας» λέει ο κ. Τσίτας περιγράφοντάς τον και στο μυαλό μου έρχονται εικόνες από το βιβλίο. Ο Χρυσοβαλάντης είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τυπικής κατηγορία νεοέλληνα. Θρήσκος, θεοσεβούμενος ή, πιο σωστά, θεοφοβούμενος και αρκετά συντηρητικός. Πιστός στο δόγμα «πατρίς - θρησκεία - οικογένεια», τακτικός θαμώνας της εκκλησίας αλλά και των οίκων ανοχής. Τα βάζει με τους μετανάστες «που έρχονται και παίρνουν τις δουλειές μας», αλλά θεωρεί τις μετανάστριες ευλογία, αφού, όπως λέει στο βιβλίο, «ευτυχώς που ήρθαν οι ξένες και αισθανθήκαμε άνδρες».


Ζούμε σ' ένα κράτος όπου οι κυβερνώντες μισούν τον πολιτισμό. Δεν διαβάζουν, δεν πηγαίνουν στο θέατρο, δεν βλέπουν κινηματογράφο. Δεν έχουν καμιά σχέση με τον πολιτισμό. Δεν κάνει τζέρτζελο ο πολιτισμός, δεν πουλάει. Μην ξεχνάμε ότι είχαμε για πολλά χρόνια πρωθυπουργό που διασκέδαζε μόνο όταν τα έσπαγε στη Ρίτα Σακελλαρίου, που ένα από τα μεγάλα της σουξέ ήταν εκείνη την εποχή το Είναι γάτα, είναι γάτα/ ο κοντός με τη γραβάτα.

Ακούγοντας τον Μάκη Τσίτα να σκιαγραφεί το προφίλ του ήρωά του, δεν μπορώ παρά να τον ρωτήσω αν θα μπορούσε σήμερα ο Χρυσοβαλάντης να είναι ένας από τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής. «Ενδεχομένως να ψήφιζε Χρυσή Αυγή, αλλά δεν θα μπορούσε να είναι στέλεχός της. Είναι ένας άνθρωπος καλοκάγαθος, δεν ξέρει τι σημαίνει βία. Το λέει, άλλωστε, και ο ίδιος πως "πάντοτε υπήρξα ο σάκος του μποξ και ποτέ το γάντι του μποξέρ". Όλοι ξεσπάνε πάνω του. Αν ζούσε σήμερα, θα μπορούσε ίσως να έχει παραπλανηθεί. Όπως, δυστυχώς, έχουν παραπλανηθεί χιλιάδες Έλληνες». 

Το μυθιστόρημα του κ. Τσίτα έπεσε τυχαία στα χέρια μου πριν από λίγες εβδομάδες. Η άμεση γλώσσα, η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, η ισορροπία και η εναλλαγή (έντονων) κωμικών και δραματικών στοιχείων σε βυθίζουν στην ανάγνωσή του. Η εξέλιξη της ιστορίας και τα χαρακτηριστικά του κεντρικού ήρωα με παρακίνησαν να ζητήσω μια συνέντευξη από τον συγγραφέα του. Δέχτηκε με χαρά. Δυο μέρες μετά την επικοινωνία μας ο κ. Τσίτας βραβεύτηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση με το φετινό Βραβείο Λογοτεχνίας. «Να γράψεις ότι μου ζήτησες να κάνουμε τη συνέντευξη πριν από τη βράβευση» μου είπε, ορμώμενος ίσως και από τη δημοσιογραφική του ιδιότητα. Μια ιδιότητα προορισμένη εκ φύσεως να αναζητά εκείνο το ενδιαφέρον στοιχείο που κρύβεται πίσω από τις ιστορίες. Πηγή: www.lifo.gr
Το μυθιστόρημα του κ. Τσίτα έπεσε τυχαία στα χέρια μου πριν από λίγες εβδομάδες. Η άμεση γλώσσα, η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, η ισορροπία και η εναλλαγή (έντονων) κωμικών και δραματικών στοιχείων σε βυθίζουν στην ανάγνωσή του. Η εξέλιξη της ιστορίας και τα χαρακτηριστικά του κεντρικού ήρωα με παρακίνησαν να ζητήσω μια συνέντευξη από τον συγγραφέα του. Δέχτηκε με χαρά. Δυο μέρες μετά την επικοινωνία μας ο κ. Τσίτας βραβεύτηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση με το φετινό Βραβείο Λογοτεχνίας. «Να γράψεις ότι μου ζήτησες να κάνουμε τη συνέντευξη πριν από τη βράβευση» μου είπε, ορμώμενος ίσως και από τη δημοσιογραφική του ιδιότητα. Μια ιδιότητα προορισμένη εκ φύσεως να αναζητά εκείνο το ενδιαφέρον στοιχείο που κρύβεται πίσω από τις ιστορίες. Πηγή: www.lifo.gr
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του βιβλίου είναι ότι, παρόλο που γράφτηκε πριν από την εποχή της κρίσης, μοιάζει να προβλέπει την κατάρρευση όλης αυτής της επίπλαστης ευημερίας που ακολούθησε και μας παρέσυρε όλους. Τυχαίο συμπέρασμα ή εύστοχη εκτίμηση; «Λέει ο Χρυσοβαλάντης κάποια στιγμή στο βιβλίο, που έχει καλέσει μια παλιά γνωστή του η οποία δουλεύει στον "Αθήνα 2004" κι εκείνη του μιλάει απότομα και του το κλείνει, "εγώ που την είχα βοηθήσει κάποτε, τώρα απέκτησε θέση, λεφτά και τουπέ. Αλλά θα τελειώσει κάποτε το πανηγύρι". Αυτό το πίστευα πάντα, όπως πολλοί άλλοι. Ήταν μια επίπλαστη εικόνα όλη αυτή η ευμάρεια. Αισθανόμουν ότι μετά τους Ολυμπιακούς θα έσκαγε όλη αυτή η φούσκα και θα γινόταν χαμός. Δεν θα ήθελα, βέβαια, να έχω επιβεβαιωθεί. Μάλιστα, κάποια στιγμή προς το τέλος του βιβλίου έχω βάλει τον Χρυσοβαλάντη να περπατάει σε άσχημη κατάσταση στο Σύνταγμα, προς την Ερμού. Για να περιγράψω την κατάστασή του, την πλήρη δυστυχία, τον έβαλα να λέει "Κατέβηκαν ρολά, ξενοικιάστηκαν χώροι". Νόμιζα ότι είχα γράψει κάτι πρωτότυπο. Και ήρθε η πραγματικότητα και μου το ακύρωσε. Αυτή η φράση δε λέει τίποτα ιδιαίτερο πια ― περιγράφει απλώς την κατάσταση που βιώνει όλη η χώρα» λέει με αυτή την επιβλητική βαριά φωνή που ταιριάζει στο παρουσιαστικό του. Το βιβλίο, αν και γραμμένο με πολύ χιούμορ, έχει έναν μελαγχολικό, απαισιόδοξο τόνο, και τον ρωτάω αν είναι έτσι και στη ζωή του. «Είμαι φύσει αισιόδοξος άνθρωπος. Δεν πιστεύω ότι όλες οι ιστορίες στη ζωή έχουν πικρό τέλος. Και, ξέρετε, άποψή μου είναι ότι οι άνθρωποι που γνωρίζουμε πέντε γράμματα πρέπει να προσπαθούμε να βελτιώσουμε τη ζωή μας, ν' ασχοληθούμε με το μέσα μας, ν' αγαπήσουμε τον εαυτό μας και τους γύρω μας. Η ευτυχία είναι βαριά κουβέντα, αλλά το ν' αγαπάμε και να μας αγαπάνε δεν είναι δύσκολο πράγμα. Απλώς θέλει δουλειά, πολλή δουλειά» λέει με νόημα. «Αλλά και η ευτυχία δεν είναι μια στιγμή, μια περίοδος, αν θέλετε, που τη συνειδητοποιεί κανείς αφού τελειώσει;» σημειώνω. «Ναι, είναι αλήθεια, ώς ένα σημείο. Όμως εγώ πιστεύω ότι αν κάποιος έχει δουλέψει με τον εαυτό του, μπορεί ν' απολαύσει τα πράγματα τη στιγμή που συμβαίνουν. Δυστυχώς, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν το κάνουν».Τον ρωτάω πώς ξεκινάει να γράφει τα πεζά του. «Ξεκινάω πάντα από τον κεντρικό ήρωα, όχι από το θέμα. Δε γράφω, ας πούμε, για τη μοναξιά αλλά για τη μοναξιά του Νίκου και μιλάω γι' αυτήν μέσα από την ιστορία του. Αφήνω τον ήρωα να με καθοδηγήσει, να με πάρει από το χέρι. Και να με πάει εκεί που θέλει». 

«Για τους Έλληνες πολιτικούς πολιτισμός είναι μόνο η Ακρόπολη και οι Δελφοί. Τώρα τελευταία και η Αμφίπολη. Αμφιβάλλω αν πολλοί από αυτούς ξέρουν τους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς. Γι' αυτό και έκλεισαν με τέτοια ευκολία το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Ήταν ολέθριο αυτό που έγινε. Παρά τις όποιες ενστάσεις που μπορεί να υπήρχαν, έκανε καλή δουλειά.»


Μία από τις φράσεις που μου εντυπώθηκε καθώς διάβαζα το βιβλίο είναι όταν ο Χρυσοβαλάντης λέει «η ζωή γεννιέται μέσα από τον έρωτα» και αναπόφευκτα η επόμενη ερώτηση αφορά το αν είναι ρομαντικός ως άνθρωποι. «Είμαι ρομαντικός. Και ο Χρυσοβαλάντης είναι ρομαντικός κι ας τον κάνει η πραγματικότητα να ξεστρατίζει. Ο έρωτας παίζει μεγάλο ρόλο στη ζωή του. Αγαπάει πολύ τις γυναίκες, μιλάει από το πρωί μέχρι το βράδυ γι' αυτές. Και στη δική μου ζωή ο έρωτας παίζει μεγάλο ρόλο. Εντάξει, καλά τα γραψίματα, καλές οι επιτυχίες στη δουλειά, αλλά αν δεν είσαι καλά στην προσωπική σου ζωή, άστα να πάνε». 

Από το βιβλίο η συζήτηση μεταφέρεται στον τομέα των εκδόσεων και, φυσικά, στη σχέση κράτους και βιβλίου. Τον ρωτάω αν στην Ελλάδα υπάρχει υπερβολική παραγωγή βιβλίων. «Βγαίνουν πολλά βιβλία, πάρα πολλά. Οι εκδότες λειτουργούν με το νόμο των πιθανοτήτων: αν βγάλουν είκοσι βιβλία μπορεί το ένα να γίνει ευπώλητο, αν βγάλουν εκατό μπορεί να γίνουν ευπώλητα τα δέκα. Κι επίσης οι Έλληνες εκδότες λειτουργούν με το συναίσθημα, είναι άνθρωποι που αγαπούν το βιβλίο και κάνουν επιλογές που πολλές φορές λειτουργούν εις βάρος της τσέπης τους. Είτε βγάζοντας βιβλία αντιεμπορικά, είτε προσέχοντας τόσο πολύ την ποιότητα, το χαρτί, την εκτύπωση, τη βιβλιοδεσία, που το βιβλίο καταλήγει να τους κοστίζει πάρα πολύ. (Γι' αυτό και τα ελληνικά βιβλία είναι τυποτεχνικά από τα καλύτερα που κυκλοφορούν παγκοσμίως). Οι Έλληνες εκδότες δεν λειτουργούν πάντα με κριτήρια εμπορικά (όπως γίνεται με τους συναδέρφους τους στο εξωτερικό) και πολλές φορές μπαίνουν σε αυτήν τη διαδικασία με αισιοδοξία, κι εκδίδουν πολλά βιβλία χωρίς να σκεφτούν το κόστος και την ανταπόκριση που θα έχουν αυτά. Λειτουργεί κατά βάση ο ρομαντισμός τους. Το έχω πει κι άλλη φορά: τους θεωρώ ήρωες». Όσο για το αν το κράτος στηρίζει το βιβλίο και τον πολιτισμό γενικότερα, είναι κατηγορηματικός. «Ζούμε σ' ένα κράτος όπου οι κυβερνώντες μισούν τον πολιτισμό. Δεν είναι απλώς αδιάφοροι. Τον μισούν. Δεν διαβάζουν, δεν πηγαίνουν στο θέατρο, δεν βλέπουν κινηματογράφο. Δεν έχουν καμία σχέση με τον πολιτισμό. Δεν κάνει τζέρτζελο ο πολιτισμός, δεν πουλάει. Μην ξεχνάμε ότι είχαμε για πολλά χρόνια πρωθυπουργό που διασκέδαζε μόνο όταν τα έσπαγε στη Ρίτα Σακελαρίου που ένα από τα μεγάλα της σουξέ ήταν εκείνη την εποχή το "Είναι γάτα, είναι γάτα/ ο κοντός με τη γραβάτα". Κι επίσης είχαμε υπουργό Πολιτισμού τον άνθρωπο που είχε πει ότι οι ποιητές είναι λαπάδες... Για τους Έλληνες πολιτικούς πολιτισμός είναι μόνο η Ακρόπολη και οι Δελφοί. Τώρα τελευταία και η Αμφίπολη. Αμφιβάλλω αν πολλοί από αυτούς ξέρουν τους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς. Γι' αυτό και έκλεισαν με τέτοια ευκολία το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Ήταν ολέθριο αυτό που έγινε. Παρά τις όποιες ενστάσεις που μπορεί να υπήρχαν, έκανε καλή δουλειά». 

To Μάρτυς μου ο Θεός τού πήρε περίπου δέκα χρόνια να το γράψει. Ένα χρονικό διάστημα αρκετά μεγάλο, που έρχεται σε αντίθεση με μια εποχή που ευνοεί τους γρήγορους ρυθμούς. Πόσο εύκολο είναι να διατηρήσεις την επαφή με το κοινό σου γράφοντας τόσο αραιά; «Σίγουρα, η μεγάλη αποχή δεν βοηθάει στο να διατηρήσεις την επαφή με το αναγνωστικό σου κοινό, αλλά αυτό είναι κάτι ―και το λέω ειλικρινά― που δεν με απασχόλησε καθόλου. Κι ας είχαν περάσει δεκαεπτά χρόνια από το πρώτο βιβλίο που έβγαλα για ενήλικες, μια συλλογή διηγημάτων. Εν τω μεταξύ, με είχαν ταυτίσει και με την παιδική λογοτεχνία κι έτσι, όταν ο εκδοτικός οίκος ανακοίνωσε πως θα βγάλει μυθιστόρημά μου, οι περισσότεροι νόμιζαν ότι είναι για παιδιά. Με είχαν ταυτίσει με την παιδική λογοτεχνία».

«Στη ζωή μου ο έρωτας παίζει μεγάλο ρόλο. Εντάξει, καλά τα γραψίματα, καλές οι επιτυχίες στη δουλειά, αλλά αν δεν είσαι καλά στην προσωπική σου ζωή, άστα να πάνε.»


Παρότι στην Ελλάδα υπάρχουν συγγραφείς που γράφουν ένα βιβλίο τον χρόνο, παρατηρώ. «Αυτό είναι αλήθεια και είναι πολύ μάταιο. Γιατί ένας συγγραφέας που έχει το άγχος να βγάζει ένα μυθιστόρημα τον χρόνο, συνήθως (γιατί υπάρχουν και εξαιρέσεις) δεν πετυχαίνει το καλύτερο αποτέλεσμα. Αλλά βιάζεται για να κάνει τι; Για να πουλήσει 3 και 4 χιλιάδες αντίτυπα; Αυτό, αν το έκανε κάποιος στην Αμερική για παράδειγμα, θα το καταλάβαινα. Δεν θα το δικαιολογούσα βέβαια αλλά θα το καταλάβαινα. Είναι μεγάλη εκεί η αγορά. Το να το κάνει κάποιος Έλληνας για να πάρει στο τέλος 4.000-5.000 ευρώ, το θεωρώ εντελώς χαζό. Αν έκανε μια άλλη δουλειά, θα έβγαζε περισσότερα χρήματα. Κι έτσι θα δούλευε περισσότερο τα γραπτά του». Δηλαδή στην Ελλάδα δεν μπορεί να ζει κάποιος ως επαγγελματίας συγγραφέας; «Δεν διαφωνώ με την έννοια του επαγγελματία συγγραφέα στο εξωτερικό. Διαφωνώ με την έννοια του επαγγελματία συγγραφέα στην Ελλάδα. Εδώ είναι πολύ δονκιχωτικό όλο αυτό. Στο εξωτερικό μπορεί κάποιος να ζήσει αξιοπρεπώς από τα γραπτά του, γιατί τυπώνονται και πωλούνται λόγω της αγοράς σε πολλά αντίτυπα, παίρνει δικαιώματα από τις βιβλιοθήκες, πληρώνεται για να κάνει διαλέξεις. Στην Ελλάδα, αν εξαιρέσουμε τα τελευταία χρόνια τις γυναίκες συγγραφείς που γράφουν μπεστ-σέλερ και είναι μετρημένες στα δάχτυλα, οι άλλοι που επιδίωξαν να ζήσουν αποκλειστικά από τη λογοτεχνία νομίζω πως ζουν σε πολύ άσχημες συνθήκες διαβίωσης. Και είναι πολύ κρίμα». 

Από τη μέρα που ανακοινώθηκε η βράβευσή του έχει δώσει διάφορες συνεντεύξεις, ενώ, όσο μιλάμε, το τηλέφωνό του δεν έχει σταματήσει να χτυπάει. Αντί για την κλισέ ερώτηση για το πώς νιώθει για το βραβείο αυτό, προτιμώ να τον ρωτήσω την άποψή του για τα ελληνικά βραβεία. Χαμογελάει. «Κάθε επιτροπή κρίνεται από τα βιβλία που βραβεύει. Κατά καιρούς έχω δει να βραβεύονται βιβλία πολύ αξιόλογα, έχω δει όμως να βραβεύονται και βιβλία που δεν άξιζαν αυτήν τη διάκριση». 

Αυτή η αισιοδοξία που τον διακρίνει δεν φαίνεται μόνο στις απόψεις που διατυπώνει για την προσωπική του ζωή αλλά και από τις επαγγελματικές του επιλογές. Δεν είναι τυχαίο πως στην καρδιά της κρίσης, πριν από δυο χρόνια, αποφάσισε ν' ανοίξει το diastixo.gr, ένα ενημερωτικό site για το βιβλίο που μέσα στους δύο πρώτους μήνες έγινε το πρώτο σε επισκεψιμότητα στην κατηγορία του: «Έβγαζα πριν με τρεις φίλους ένα περιοδικό για το βιβλίο, το Ιndex, το οποίο μετά από έξι χρόνια πετυχημένης πορείας έκλεισε. Λίγους μήνες μετά ξεκίνησα το diastixo.gr. Είναι ένα site που απευθύνεται και στους σχετικούς στον χώρο ανθρώπους, εκδότες, συγγραφείς, μεταφραστές, βιβλιοπώλες, αλλά και στους υπόλοιπους αναγνώστες. Ακόμα κι αν διαβάζουν ένα ή δύο βιβλία το χρόνο. Πάει πολύ καλά, ο κόσμος το αγάπησε». 

Για το τέλος, τον ρωτάω αν σκοπεύει να ξαναγράψει άλλο μυθιστόρημα. «Έχω ξεκινήσει να γράφω, αλλά με τους δικούς μου ρυθμούς μου θα βγει σε καμιά δεκαριά χρόνια. Ίσως τα ξαναπούμε τότε» μου λέει χαμογελώντας και σηκώνεται να με αποχαιρετήσει. «Ναι, ίσως, ποιος ξέρει;» του απαντάω και βγαίνω από την πόρτα. Μέχρι το επόμενο του βιβλίο και τη συνέντευξη που θα ακολουθήσει για να μου ανατρέψει ίσως την εντύπωση που έχω σχηματίσει στο μυαλό μου γι' αυτόν, ο Μάκης Τσίτας θα παραμένει για μένα ένας αισιόδοξος, ρομαντικός άνθρωπος που γράφει γλυκόπικρες ιστορίες για τους παρίες αυτού του κόσμου και τη μοίρα-φυλακή τους. 

Ο Μάκης Τσίτας είναι διευθυντής του ηλεκτρονικού περιοδικού για το βιβλίο και τον πολιτισμό diastixo.gr. To μυθιστόρημά του Μάρτυς μου ο Θεός κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.



Μία από τις φράσεις που μου εντυπώθηκε καθώς διάβαζα το βιβλίο είναι όταν ο Χρυσοβαλάντης λέει «η ζωή γεννιέται μέσα από τον έρωτα» και αναπόφευκτα η επόμενη ερώτηση αφορά το αν είναι ρομαντικός ως άνθρωποι. «Είμαι ρομαντικός. Και ο Χρυσοβαλάντης είναι ρομαντικός κι ας τον κάνει η πραγματικότητα να ξεστρατίζει. Ο έρωτας παίζει μεγάλο ρόλο στη ζωή του. Αγαπάει πολύ τις γυναίκες, μιλάει από το πρωί μέχρι το βράδυ γι' αυτές. Και στη δική μου ζωή ο έρωτας παίζει μεγάλο ρόλο. Εντάξει, καλά τα γραψίματα, καλές οι επιτυχίες στη δουλειά, αλλά αν δεν είσαι καλά στην προσωπική σου ζωή, άστα να πάνε». Από το βιβλίο η συζήτηση μεταφέρεται στον τομέα των εκδόσεων και, φυσικά, στη σχέση κράτους και βιβλίου. Τον ρωτάω αν στην Ελλάδα υπάρχει υπερβολική παραγωγή βιβλίων. «Βγαίνουν πολλά βιβλία, πάρα πολλά. Οι εκδότες λειτουργούν με το νόμο των πιθανοτήτων: αν βγάλουν είκοσι βιβλία μπορεί το ένα να γίνει ευπώλητο, αν βγάλουν εκατό μπορεί να γίνουν ευπώλητα τα δέκα. Κι επίσης οι Έλληνες εκδότες λειτουργούν με το συναίσθημα, είναι άνθρωποι που αγαπούν το βιβλίο και κάνουν επιλογές που πολλές φορές λειτουργούν εις βάρος της τσέπης τους. Είτε βγάζοντας βιβλία αντιεμπορικά, είτε προσέχοντας τόσο πολύ την ποιότητα, το χαρτί, την εκτύπωση, τη βιβλιοδεσία, που το βιβλίο καταλήγει να τους κοστίζει πάρα πολύ. (Γι' αυτό και τα ελληνικά βιβλία είναι τυποτεχνικά από τα καλύτερα που κυκλοφορούν παγκοσμίως). Οι Έλληνες εκδότες δε λειτουργούν πάντα με κριτήρια εμπορικά (όπως γίνεται με τους συναδέρφους τους στο εξωτερικό) και πολλές φορές μπαίνουν σε αυτήν τη διαδικασία με αισιοδοξία, κι εκδίδουν πολλά βιβλία χωρίς να σκεφτούν το κόστος και την ανταπόκριση που θα έχουν αυτά. Λειτουργεί κατά βάση ο ρομαντισμός τους. Το έχω πει κι άλλη φορά: τους θεωρώ ήρωες». Όσο για το αν το κράτος στηρίζει το βιβλίο και τον πολιτισμό γενικότερα, είναι κατηγορηματικός. «Ζούμε σ' ένα κράτος όπου οι κυβερνώντες μισούν τον πολιτισμό. Δεν είναι απλώς αδιάφοροι. Τον μισούν. Δεν διαβάζουν, δεν πηγαίνουν στο θέατρο, δεν βλέπουν κινηματογράφο. Δεν έχουν καμία σχέση με τον πολιτισμό. Δεν κάνει τζέρτζελο ο πολιτισμός, δεν πουλάει. Μην ξεχνάμε ότι είχαμε για πολλά χρόνια πρωθυπουργό που διασκέδαζε μόνο όταν τα έσπαγε στη Ρίτα Σακελαρίου που ένα από τα μεγάλα της σουξέ ήταν εκείνη την εποχή το "Είναι γάτα, είναι γάτα/ ο κοντός με τη γραβάτα". Κι επίσης είχαμε υπουργό πολιτισμού τον άνθρωπο που είχε πει ότι οι ποιητές είναι λαπάδες... Για τους Έλληνες πολιτικούς πολιτισμός είναι μόνο η Ακρόπολη και οι Δελφοί. Τώρα τελευταία και η Αμφίπολη. Αμφιβάλλω αν πολλοί από αυτούς ξέρουν τους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς. Γι' αυτό και έκλεισαν με τέτοια ευκολία το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Ήταν ολέθριο αυτό που έγινε. Παρά τις όποιες ενστάσεις που μπορεί να υπήρχαν, έκανε καλή δουλειά». To Μάρτυς μου ο Θεός τού πήρε περίπου δέκα χρόνια να το γράψει. Ένα χρονικό διάστημα αρκετά μεγάλο, που έρχεται σε αντίθεση με μια εποχή που ευνοεί τους γρήγορους ρυθμούς. Πόσο εύκολο είναι να διατηρήσεις την επαφή με το κοινό σου γράφοντας τόσο αραιά; «Σίγουρα, η μεγάλη αποχή δεν βοηθάει στο να διατηρήσεις την επαφή με το αναγνωστικό σου κοινό, αλλά αυτό είναι κάτι –και το λέω ειλικρινά– που δεν με απασχόλησε καθόλου. Κι ας είχαν περάσει δεκαεπτά χρόνια από το πρώτο βιβλίο που έβγαλα για ενήλικες, μια συλλογή διηγημάτων. Εν τω μεταξύ, με είχαν ταυτίσει και με την παιδική λογοτεχνία κι έτσι, όταν ο εκδοτικός οίκος ανακοίνωσε πως θα βγάλει μυθιστόρημά μου, οι περισσότεροι νόμιζαν ότι είναι για παιδιά. Με είχαν ταυτίσει με την παιδική λογοτεχνία». Πηγή: www.lifo.gr

21.10.14

Ο Αχιλλέας Κυριακίδης για τον Patrick Modiano


Ο Πατρίκ Μοντιανό

της Λίνας Ρόκου

πηγή: http://popaganda.gr

Ο πεζογράφος και μεταφραστής έργων του Modiano μιλάει στην Λίνα Ρόκου για τον νέο κάτοχο του Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Ο Γάλλος πεζογράφος Patrick Modiano βραβεύτηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 2014. Χαρακτηρίστηκε από τη Σουηδική Ακαδημία ως «ο Marcel Proust της εποχής μας» και σύμφωνα με την ανακοίνωσή της βραβεύεται «για την τέχνη της ανάμνησης με την οποία ζωντανεύει τις πιο ασύλληπτες ανθρώπινες μοίρες και αποκαλύπτει τον πραγματικό κόσμο της κατοχής». Ο 69χρονος Modiano έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία στο παρελθόν αλλά ο ίδιος κρατά μια ιδιαιτέρως διακριτική στάση αποφεύγοντας συχνές δηλώσεις και εμφανίσεις.


Ο Modiano μεταφράζεται στα ελληνικά από το 1987. Τα δύο τελευταία βιβλία του που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Πόλις έχουν μεταφραστεί από τον Αχιλλέα Κυριακίδη, τον σπουδαίο πεζογράφο και μεταφραστή που έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης, με το Διεθνές Βραβείο Καβάφη Μετάφρασης και το Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Γαλλόφωνης Λογοτεχνίας ΕΚΕΜΕΛ. Ο Αχιλλέας Κυριακίδης, που δηλώνει θαυμαστής της γραφής του Modiano, μιλάει στην Popaganda για το λογοτεχνικό πρόσωπο των ημερών.


Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της γραφής του Modiano που τον κατατάσσουν στους κορυφαίους εν ζωή πεζογράφους; Στη λίστα της αναγνωστικής μου συνείδησης, ο Patrick Modiano είχε ήδη καταταγεί στην κορυφαία πεντάδα των εν ζωή συγγραφέων πολύ πριν οι απρόβλεπτοι γκουρού της Σουηδικής Ακαδημίας αποφασίσουν να τον ανασύρουν από την “boutique obscure” του, το συγγραφικό του εργαστήριο, και να του χαρίσουν μια διασημότητα που ο ίδιος δεν επιδίωξε ποτέ. Όσο για τα χαρακτηριστικά της γραφής του για τα οποία με ρωτάτε, θα σας απαντήσω όχι ως θεωρητικός της λογοτεχνίας (που δεν είμαι), αλλά ως επαρκής αναγνώστης (που νομίζω ότι είμαι) και ως θιασώτης και διάκονος της μικρής φόρμας (που είμαι σίγουρα). Ο Modiano, καίτοι κληρονόμος της παράδοσης των μεγάλων αφηγηματικών συνθέσεων της γαλλικής γραμματείας, είναι ένας «ταπεινός», ολιγόλογος, πυκνός συγγραφέας, στα όρια του αφηγηματικού μινιμαλισμού, που όλοι σχεδόν οι ήρωές του ξεναγούνται στα ορύγματα του χρόνου, αναζητώντας (ή κατασκευάζοντας) σωσίβιες μνήμες. Κι αν σας αιφνιδίασε το ρήμα «ξεναγούνται», σας παραπέμπω στο μότο του Thomas Hardy που προέταξα στο Επίμετρό μου της αριστουργηματικής «Μικρής Μπιζού» την οποία είχα την τιμή να μεταφράσω για τις Εκδόσεις Πόλις: «Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα».


Ποιο είναι το αγαπημένο σας απόσπασμα από βιβλίο του Modiano και γιατί;  Εις επίρρωσιν, κι αφού μνημονεύσαμε τη «Μικρή Μπιζού», το αγαπημένο μου μυθιστόρημα του Modiano, επιτρέψτε μου να παραθέσω όχι απλώς ένα οποιοδήποτε απόσπασμα από αυτό το βιβλίο, αλλά την αρκτική του παράγραφο: «Γύρω στα δώδεκα χρόνια είχαν περάσει από τότε που δε μ’ έλεγαν πια “Mικρή Μπιζού”, και βρισκόμουν στη στάση του μετρό Σατλέ, σε ώρα αιχμής. Ήμουν ανάμεσα στο πλήθος που βάδιζε πάνω στον ατελείωτο κυλιόμενο διάδρομο. Μια γυναίκα φορούσε ένα κίτρινο παλτό. Το χρώμα του παλτού της είχε τραβήξει την προσοχή μου, και την έβλεπα από πίσω, πάνω στον κυλιόμενο διάδρομο. Ύστερα πήρε το διάδρομο με την ένδειξη “Κατεύθυνση: Σατό-ντε-Βενσέν”. Τώρα ήμαστε ακίνητοι, στριμωγμένοι στη μέση της σκάλας, περιμένοντας ν’ ανοίξει το πορτάκι. Εκείνη στεκόταν δίπλα μου. Τότε είδα το πρόσωπό της. Η ομοιότητά του με το πρόσωπό της μητέρας μου ήταν τόσο χτυπητή, που σκέφτηκα ότι ήταν αυτή”. Χωρίς πολλά πολλά, μέσα σε μία παράγραφο, την πρώτη πρώτη του βιβλίου, ο Modiano ορίζει το χώρο (Παρίσι) και το φύλο του πρωτοπρόσωπου αφηγητή, εισάγει τον αναγνώστη στο θέμα (αναζήτηση της μητέρας) κι αφήνει το χρόνο να διαχυθεί και να δεσπόσει στην αφήγηση με όλες τις εκφάνσεις του και όλη του τη σχετικότητα: «Γύρω στα δώδεκα χρόνια είχαν περάσει από τότε που δε μ’ έλεγαν πια…». Κάθε καλλιτέχνης έχει τις εμμονές του. Το θέμα είναι να τις υπηρετεί με μαεστρία και ανανεούμενη ευρηματικότητα.


Ο Αχιλλέας Κυριακίδης σε ένα καφέ-χωρίς το Μοντιανό. 
Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος/FOSPHOTOS

Βρίσκεστε σε ένα καφέ παρέα με τον Modiano. Τι συζητάτε; Θα είναι το Café de la Jeunesse Perdue (της Χαμένης Νιότης). Θα έχω μπει τρέμοντας. Θα είναι καθισμένος. Δε θα τον αφήσω να σηκωθεί ευγενικά για να με υποδεχθεί. Θα του σφίξω το χέρι. Θα μου χαμογελάσει – το ξέρω. Και τότε θα ’ρθει μέσα μου ξανά, ωραία απρόσκλητη, η φράση που κλείνει το ομότιτλο μυθιστόρημά του: «Αυτό είναι. Αφήσου».