28.12.21

Ζητείται συγγραφέας



της Λίνας Πανταλέων
πηγή: εφημερίδα Καθημερινή


ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ

Κίτρινη ουρά: Νουβέλα
εκδ. Εντευκτηρίου, 72 σελ. 

Μια φορά και έναν καιρό, μια Μαρία εξαφανίζεται από τη γειτονιά της. Μια ερευνήτρια αναλαμβάνει την εύρεσή της. Oμως οι αναζητήσεις της δεν οδηγούν πουθενά. Η εξαφανισμένη Μαρία υπονομεύει τα δύο μείζονα αξιώματα της δουλειάς της. Πρώτον: «Μία εξαφάνιση έχει σημασία μόνο όταν κάποιος αναζητά το άτομο που εξαφανίζεται». Και δεύτερον: «Πάντα κάποιος υπάρχει που γνωρίζει κάτι για κάποιον». Ωστόσο, τώρα φαινόταν πως κανένας δεν αναζητούσε τη Μαρία ούτε γνώριζε κάτι για εκείνη. Οι μάρτυρες που εξετάζει η ερευνήτρια, δεν έχουν να πουν τίποτα συγκεκριμένο. Hταν λες και δεν υπήρξε ποτέ η Μαρία. Τελικά ένα μόνον είναι το αξίωμα: «Κανείς δεν γνωρίζει τίποτα για κανέναν». Η ερευνήτρια καταχωρίζει την υπόθεση στο αρχείο και εκεί που η ιστορία του βιβλίου μοιάζει να τελειώνει, παίρνει μια απροσδόκητη τροπή. Η Παναγιώτα Δημοπούλου (γενν. 1980) κάνει την πρώτη της πεζογραφική εμφάνιση με μια παιγνιώδη νουβέλα, που διερωτάται για τις άπειρες δυνατότητες μιας αφήγησης. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου μια συγγραφέας πασχίζει να γράψει την ιστορία της εξαφανισμένης Μαρίας. Επινοεί τα φυσιογνωμικά της χαρακτηριστικά, την εργασία της, τις συνήθειές της, τους γείτονες και τους συναδέλφους της, το σπίτι όπου μένει με τον σύζυγό της. Και έπειτα φέρνει στη ζωή της Μαρίας μια ερευνήτρια. Η αποτυχία της αναζήτησης υποδηλώνει την αποτυχία της συγγραφέως να εξιστορήσει τη ζωή της Μαρίας. Τα πενιχρά και αντικρουόμενα ευρήματα της ερευνήτριας κάνουν την εξαφανισμένη Μαρία παντελώς άφαντη, η μορφή της κατακερματίζεται σε πολλαπλά ενδεχόμενα.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου η Μαρία συνεχίζει να μη δίνει σημεία ζωής, την ίδια στιγμή που οι ζωές των υπόλοιπων ηρώων χάνουν έξαφνα τον ειρμό και τη συνοχή τους. Μακράν το πιο ενδιαφέρον κομμάτι είναι το επιλογικό, όπου η Μαρία εμφανίζεται, καθώς γίνεται το αντικείμενο της περιέργειας σκιωδών πλασμάτων που την παραμονεύουν στο σπίτι της, ενόσω εκείνη κοιμάται. Τα πρόσωπα αυτά αγωνιούν να υπάρξουν, να μιλήσουν τη φωνή τους, αλλά δίχως τη Μαρία παραμένουν αφανή, άμορφα και άηχα. Υπάρχουν χάρη στη Μαρία, όταν εκείνη ξενυχτάει μπροστά στον υπολογιστή. Η Μαρία δεν είναι λοιπόν μόνον η άνασσα των γεγονότων, αλλά και η ανάσα των φασματικών πλασμάτων στα οποία δίνει πνοή. Οι μάρτυρες της ερευνήτριας μεταμφιέζονται τώρα σε μέλη ενός θεατρικού θιάσου που αναζητούν μια συγγραφέα. «Εμείς είμαστε τα πρόσωπα της ιστορίας της, λέμε. Τα πρόσωπα που αναζητούν εκείνην».

Η περίσταση θυμίζει τα «Eξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» του Πιραντέλο, παραπομπή ηθελημένη, δεδομένων των σπουδών της Δημοπούλου στη θεατρολογία. Τα πρόσωπα που ζητούν τη Μαρία, ξέρουν πως αναπνέουν όσο αναπνέει κι εκείνη. Ο ύπνος της, μια παροδική εξαφάνιση, τους τρομοκρατεί. Παρεισδύοντας στο πάλλευκο, ωσάν άγραφο, σπίτι της, κυκλώνουν το κρεβάτι της και αρχίζουν να απαγγέλλουν φράσεις που πλέκουν τα νήματα της βιογραφίας της δημιουργού τους. Oσο η συγγραφέας κοιμάται, οι ήρωές της της εμφυσούν ζωή προκειμένου και εκείνοι να ανασάνουν ξανά. Η γραφή της Δημοπούλου παραθέτει με επιτηδευμένο ψυχαναγκασμό στη λεπτομέρεια και στην επανάληψη μια σωρεία ασήμαντων συμβάντων. Παραδόξως, η ιδεοληπτική αποδελτίωση ανούσιων περιστατικών δημιουργεί ένα μυθοπλαστικό περιβάλλον σύγχυσης, παραλογισμού και απροσδιοριστίας. Στα χάσματα των, τάχα αδιάσειστων, γεγονότων καραδοκεί το απρόοπτο που έρχεται να δυναμιτίσει κάθε επίφαση αληθοφάνειας. Τα ίδια τα γεγονότα είναι εφευρήματα, παιχνίδια πάνω στα πλήκτρα, νοθείες της αληθινής ζωής. Παρά το μικρό του μέγεθος, το βιβλίο της Δημοπούλου είναι παράτολμο και ευρηματικό. Μια πνευματώδης, αυτοαναφορική μυθοπλασία. Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για μια αξιοπρόσεκτη πρώτη εμφάνιση.

19.12.21

[ «Διάψαλμα» της Κ. Παναγιωτοπούλου: 18 διηγήματα με ένταση γραφής ]

του Γιάννη Δρούγκου

πηγή: Facebook



Διάψαλμα είναι η μουσική υπόκρουση μεταξύ δύο ψαλμών, η εναλλαγή του μέτρου μιας μουσικής σύνθεσης. Διάψαλμα είναι ο τίτλος ενός εκ των 18 διηγημάτων που έδωσε και τον τίτλο σε αυτήν την εξαιρετική συλλογή της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου που κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες και αξίζει την προσοχή του αναγνώστη για πολλούς λόγους: για την υπέροχη ανεπιτήδευτη ελληνική γλώσσα· για τις τολμηρές αναφορές σε μαύρες περιόδους της ελληνικής Ιστορίας· για την αληθοφάνεια των διηγημάτων, που ―αν και μοιάζουν βιωματικά― είναι απότοκα έρευνας, μελέτης και ψυχής· για την ποιητική πρόζα που "φωτίζει" και απαλύνει τη σκοτεινιά και το πένθος· για την ένταση της γραφής της Παναγιωτόπουλου που καθηλώνει, ηλεκτρίζει και συγκινεί. Και για τους ήρωες των ιστοριών που ―άλλοι σαν περιγράμματα στον χάρτη του βίου τους και του τόπου τους και άλλοι πολιτικοποιημένοι, υπερήφανοι και μόνοι, πιστοί και ηττημένοι― γίνονται φιγούρες αγιασμένες, που το αναμμένο καντήλι τους αχνοφέγγει στις νύχτες μας.

Η αντάρτισσα στο βουνό που κλείνει τα μάτια για να δει λίγο γαλάζιο, η γυναίκα που τις νύχτες ξηλώνει τα κεραμίδια της στέγης της και τα κάνει κενοτάφια στο χώμα του κήπου για να κλείσει μέσα τους όσα δεν έζησε, ο άντρας που δεν χώρεσε ούτε καν σε μια φωτογραφία, ο Γωνίτσας με τα "αν" του και το κυνήγι του εαυτού του, ο ποιητής που έγραψε σε ρολά χαρτιού υγείας ποιήματα -δώρο στη μνήμη της μάνας του. Άνθρωποι στα χαρακώματα, στα βουνά, στις εξορίες, με ρούχο και δέρμα τους τις πληγές του Εμφυλίου, αφηγούνται τις αλήθειες τους για να διορθώσουν ένα λάθος, γίνονται στάχτη και διαμάντι, προδίδουν και προδίδονται, διεκδικούν, συγχωρούν, πενθούν, σπαράζουν, ελπίζουν, μάχονται υπέρ πίστεως, καρδιάς, κόμματος και ιδεολογίας, γράφουν γράμματα με κώδικες, λαμβάνουν γράμματα που παγιδεύουν και ελευθερώνουν.
Μία κλωστή αίματος, μνήμης, εκδίκησης και αγάπης ενώνει τη μια αφήγηση με την άλλη, κινείται στον χώρο και στον χρόνο, φτάνοντας ώς το Διάψαλμα, για να κλείσει ένας κύκλος απ' το παρελθόν και να επουλωθούν παλιές πληγές.
Πυκνή πυρετώδης αφήγηση, πύρινος πολιτικός λόγος για το συλλογικό και το ατομικό, υπαινιγμοί και συμβολισμοί, γραφή-μαχαίρι που σκαλίζει, πονάει και λυτρώνει σε 18 αριστοτεχνικά διηγήματα, που ανάβουν σπίθες στα ανείπωτα και στα εντέχνως καλυμμένα.

18.12.21

Η πιο κρύα νύχτα

γράφει η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου



Εκείνη τη χρονιά ήταν όλα διαφορετικά. Οι γιορτές, οι άνθρωποι, οι δρόμοι, οι ευκαιρίες, η διάθεση, η χαρά. Ποια χαρά; Δεν υπήρχε, κι ας έφταναν Χριστούγεννα. Από τις άσχημες ειδήσεις που κυκλοφορούσαν, κάθε χαρούμενη σκέψη κατέληγε σε λυπητερή. Ήταν και το κρύο που δεν σε άφηνε να πάρεις βαθιά ανάσα. Πάγωνε την είσοδο της καρδιάς σου και σταματούσε τη σκέψη σου. Αυτό το κρύο ήταν ανυπόφορο. Τα παλιά τα χρόνια, όταν τα τζάμια έσπαζαν στις γωνίες, τα ματίζανε με κομματάκια γυαλί από τα άχρηστα. Ήταν τότε που δεν άνοιγες τα παράθυρα για ν’ αεριστεί το σπίτι αφού, έτσι κι αλλιώς, έμπαζαν όλα τα κουφώματα. Ήταν τότε που ο αέρας δεν κατάφερνε να στείλει πίσω τον καπνό του τζακιού, γιατί τα καλά πνεύματα φύσαγαν τα ρεύματα του σπιτιού προς την καμινάδα και τον εμπόδιζαν. 

Εκείνον τον καιρό οι άνθρωποι δεν αρρώσταιναν ούτε στο σώμα ούτε στην ψυχή, το χιόνι πάγωνε τα μικρόβια και τα έριχνε από την καμινάδα του τζακιού στην κόλαση της φωτιάς του. Έτσι έλεγε η γιαγιά της Άννας και συνέχισε να το λέει και η μάνα της· εδώ και τριάντα χρόνια, είχαν χωθεί και οι δύο σε κορνίζες και ήτανε κρεμασμένες στη φούσκα του τζακιού. Ούτε κιχ δεν άκουγες από το στόμα τους μόνο τα μάτια τους, μέσα από το τζάμι, φώτιζαν πολλές εικόνες γιορτινές από εκείνα τα βράδια που μαζευόταν η οικογένεια μπροστά στο τζάκι και διηγιόταν ο καθένας ό,τι θυμόταν από περασμένες γιορτές. Κι όλες οι ιστορίες είχαν την ίδια ζεστασιά κι ένα χρώμα χρυσό, που φώτιζε τις αναμνήσεις τους. Πάντα με το σπίτι ολοστόλιστο, εκτός από εκείνη τη χρονιά που έγειρε το δέντρο από το βάρος κι έσπασαν τα περισσότερα στολίδια του.  

Η μάνα της έκλαψε. Η γιαγιά της έκρυψε το πρόσωπό της στις χούφτες της και κοίταζε τη φωτιά μέχρι που τυφλώθηκε. Τα μικρότερα αδέρφια της κρύφτηκαν κάτω από το τραπέζι μέχρι ο πατέρας να ξαναστήσει το δέντρο όρθιο. Η Άννα δεν είχε δει ποτέ χειρότερη εικόνα. Σαν λαβωμένος άνθρωπος ήταν, σαν πεθαμένος φαινόταν και την τάραζε, όπως τάραξε και τη θεια Γιαννούλα, Θεός σχωρέστην, που πήρε τους δρόμους χειμωνιάτικα ξεμπράτσωτη και τη βρήκαν το πρωί κοκαλωμένη από το κρύο. Μέχρι το τέλος της χρονιάς έφυγε κι εκείνη, σαν άνθρωπος, σαν πεθαμένος, και πάει. Ύστερα, έφυγαν σιγά σιγά και τα δύσκολα. Έφυγε και η Άννα για την πρωτεύουσα, σπούδασε, δούλεψε, παντρεύτηκε, μεγάλωσε παιδιά και τα έστειλε στα εξωτερικά να βρούνε δουλειές. Γιατί η χώρα είχε ξοδέψει τα καλά και είχαν απομείνει τα δύσκολα. Κάνα-δυο χρονιές έσφιξε την καρδιά της και στόλισε για τα Χριστούγεννα. Μετά, το βαρέθηκε· αφού δεν ερχόταν κανένας για να το χαρεί, δεν είχε πλέον σημασία. 

Τα Χριστούγεννα που έρχονταν δεν θα τα γιόρταζε. Θα ήτανε μνημόσυνο στα πεθαμένα της και δέηση για να επιστρέψουν οι ξενιτεμένοι. Μόλις έπεσε το σκοτάδι, άφησε την τηλεόραση ανοιχτή, το ποτήρι της γεμάτο με κρασί στο τραπεζάκι και τη γάτα της μόνη στον καναπέ να χαζεύει βαριεστημένα τα τραγούδια της συμφοράς. Έβαλε κάτι ζεστό, πήρε ό,τι είχε απομείνει από το μεσημεριανό φαγητό και βγήκε. Πριν κλείσει την εξώπορτα, θυμήθηκε εκείνο το γλυκό κρασί που είχε φέρει κάποιος σε μια γιορτή και το κρατούσε για μια καλύτερη στιγμή. Γύρισε, το πήρε, και χώθηκε στη νύχτα. Ο αέρας τη χτύπησε φιλικά στο πρόσωπο και της καθάρισε τη σκέψη. Δεν πήρε ταξί. Έφτασε με τα πόδια στο κέντρο της πόλης. Έψαξε στις καβάτζες των αστέγων που έβλεπε τα πρωινά πηγαίνοντας στη δουλειά, και ήταν όλες άδειες. Σκέφτηκε άλλες παραμονές, που ο Δήμος έκανε γιορτές γι’ αυτούς, κι ένιωσε λίγο καλύτερα. Ευχήθηκε, στο χιονόνερο που έπεφτε, να τους έχουν μαζέψει και φέτος νωρίτερα από τον δρόμο, για ένα χριστουγεννιάτικο δείπνο. Ίσως εκείνη τη νύχτα να τους κράταγαν σε κάποιο ζεστό μέρος ν’ απαγκιάσουν.    

Ήταν έτοιμη να πάρει τον δρόμο της επιστροφής όταν σκόνταψε σε ένα μεγάλο και βαρύ χαρτόκουτο. Ευχήθηκε αυτός που ήταν μέσα να κοιμάται και να μην είναι πεθαμένος. Ούτε το ένα ούτε το άλλο, απλά ο άνθρωπος αγκάλιαζε το σκυλί, που είχε κοντά του, για να μπορέσει να ζεσταθεί. Κάθισε δίπλα τους, τους σκέπασε με το πανωφόρι της και άνοιξε το κρασί. Ούτε μηχανάκι δεν πέρναγε εκείνη την ώρα, ούτε ταξί στον ορίζοντα· ούτε και η ώρα πέρναγε με τέτοιο κρύο. Είχαν σταματήσει όλα σαν να περίμεναν κάτι. Πιες λίγο να ζεσταθείς, του είπε προτείνοντας το μπουκάλι προς το μέρος του άστεγου. Εκείνος δεν είχε κουράγιο ν’ απλώσει το χέρι του. Η Άννα άδειασε τα φαγητά από την τσάντα της, γέμισε δύο πλαστικά ποτήρια με το κρασί, και τους τάισε μπουκιά μπουκιά στο στόμα, μια το σκυλί και μια τον άνθρωπο· ήπιε μαζί τους όλη τη γλύκα του μπουκαλιού. Δεν κρύωνε κι ας ήταν ξεμπράτσωτη, ο Χριστός που γεννιόταν μαλάκωσε την καρδιά της. Κούρνιασε δίπλα στη φάτνη του κι ένωσε το χνώτο της με το χνώτο των ζώων που τον ζέσταιναν. Τελευταία εικόνα στα μάτια της ήταν το χιόνι, που έπεφτε πυκνό κι έστρωνε πάπλωμα λευκό στους δρόμους της πόλης. Εκείνο το χριστουγεννιάτικο βράδυ, γύρισε πίσω στο παλιό της σπίτι και χάιδεψε όλες  τις σπασμένες γωνίες των τζαμιών που ήθελαν μάτισμα. Αυτή η νύχτα ήταν η πιο κρύα όλης της χρονιάς είπε η τηλεόραση, αλλά η γάτα της δεν το άκουσε γιατί την είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ. 

    

Η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου γεννήθηκε το 1956 στην Αμφίκλεια Φθιώτιδας. Εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα. Σπούδασε κινηματογράφο με ειδίκευση στη σκηνογραφία και στην ενδυματολογία. Είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Δημιουργικής Γραφής, 
του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, στην κατεύθυνση της συγγραφής. 
Συμμετέχει στη συντακτική ομάδα του λογοτεχνικού περιοδικού Μανδραγόρας
Λογοτεχνικά κείμενά της έχουν περιληφθεί σε τρεις συλλογικούς τόμους. 
Διηγήματα, κριτικές μελέτες και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, έντυπα και διαδικτυακά.
Από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου κυκλοφορούν δύο συλλογές διηγημάτων της: Η Μακρυγιαλού και άλλες ιστορίες (2017) και Διάψαλμα (2021).