28.8.15

Τζέιμς Σόλτερ και ποιήματα για την Ελλάδα στο «Εντευκτήριο»



Τα Νέα (27.8.2015) για το τεύχος 107 του Εντευκτηρίου

Η σελίδα 14 του Εντευκτηρίου που κυκλοφορεί κρύβει μια μικρή ανακάλυψη για τον αναγνώστη: το διήγημα «Κομήτης» του Αμερικανού Τζέιμς Σόλτερ (φωτογραφία), ο οποίος πέθανε στις 19 Ιουνίου και αφού είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά το εξαιρετικό Αυτό είν' όλο (Αλεξάνδρεια). Με δίκαιη ευαισθησία και το σχόλιο στο περιθώριο: «Η δημοσίευση αυτή είχε αποφασιστεί πριν από τον θάνατο του Σόλτερ».

Στις υπόλοιπες σελίδες, ο αναγνώστης διαβάζει διηγήματα και ποιήματα των Δημήτρη Πετσετίδη, Βασίλη Αμανατίδη, Γιώργου Γκόζη, Παναγιώτη Ιωαννίδη, Σταμάτη Πολενάκη κ.ά., αλλά και προδημοσιεύσεις των Κατερίνας Ζαρόκωστα («Οι αδελφές Μάρκογλου») και Μισέλ Φάις («Από το πουθενά»).

Ο Αλέξης Πανσέληνος συστήνει το βιβλίο Συνειρμοί, Μαρτυρίες, Μυθιστορίες του Γ. Β. Δερτιλή και ο Γιάννης Σκαραγκάς την ποίηση του Φίλιπ Λεβίν.

Υστερόγραφο: Στην Έφεσο ένας ξεναγός μου 'λεγε κάποτε:/ «Απ' τ' αριστερά στα δεξιά διάβαζαν οι αρχαίοι/ και πάλι πίσω ― όπως το όργωμα το βλέπαν»/ Γονάτισα, έβγαλα το ημερολόγιο και άφησα/ το βόδι του μυαλού την πένα μου να σύρει. (Ταξιδεύοντας στην Ελλάδα» του Ντον Σκόφιλντ, μετάφραση Σάκη Σερέφα.)


26.8.15

Ελένη Χοντολίδου: Μάνες και κόρες


Η φωτογραφία αυτή είναι, κατά την άποψή μου, η πολυτιμότερη φωτογραφία της οικογένειάς μου, και μάλιστα της μητρογονικής της γραμμής. Οι πέντε γυναίκες που απαθανατίζονται βρέθηκαν σε δεδομένη στιγμή στη Θεσσαλονίκη όλες μαζί, και η φωτογράφιση ήταν ιδέα του θείου Βασίλη Ζαχαριάδη, συζύγου της μόνης μη μαυροφορεμένης γυναίκας, της θείας μου Ανθούλας Βασιλειάδου, αδελφής της μητέρας μου, και πατέρα της νεογέννητης μικρής, εξαδέλφης μου Ελισάβετ Ζαχαριάδου (γέννηση του πρώτου παιδιού όλων των αδελφών & εξαδέλφων και της πρώτης εγγονής όλων των αδελφών της μητέρας μου). ΄Ετος φωτογράφισης: 1944. Τι κρίμα να μην είμαι εγώ στη φωτογραφία...
Δεξιά είναι η γιαγιά Ευδοξία Σουρμελή, γυναίκα του καπετάν Παναγή Σουρμελή, που ήρθε από την Κερασούντα χωρίς τον άντρα της. Η μισή της οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και η άλλη μισή στη Θεσσαλονίκη. Η επονομαζόμενη «γιαγιάκα» ήταν πολύ αγαπητή από τα πέντε παιδιά της, τα έξι εγγόνια και τα δεκατέσσερα δισέγγονά της (μόνο από τη μία κόρη της στη Θεσσαλονίκη). Η γιαγιάκα έπαιρνε «χαρτζιλίκι» από τον εγγονό της Παναγή Παπαδόπουλο, μηχανικό, σπουδαγμένο στη Λειψία, και όλο το χαρτζιλίκι της το έδινε στα εγγόνια της, με τη σύσταση να πάρουν βιβλία... Τη μαρτυρία αυτή μας έδωσε σε οικογενειακή συνάντηση το 1999 ο θείος Αλέκος, αδελφός της μητέρας μου Θεανώς και της εικονιζόμενης θείας Ανθούλας, συνάντηση η οποία μετετράπη σε έπαινο των γυναικών της οικογένειας. ΄Οταν πέθανε η γιαγιάκα, άρχισαν να ζητούν ένα ένα τα δισέγγονά της άδεια από τον γυμνασιάρχη τους να παραστούν στην κηδεία. ΄Οταν έφτασε ο τελευταίος να ζητήσει άδεια, ο γυμνασιάρχης εξανέστη και είπε: μα ολονών η γιαγιά πέθανε σήμερα; Και ο θείος Αχιλλέας, δισέγγονός της και αυτός, εξήγησε ότι όντως είναι ολονών η προ-γιαγιά...
Ο Ρολάν Μπαρτ μίλησε για το σημείο στο οποίο εστιάζεται η προσοχή μας, το επονομαζόμενο punctum. Πιστεύω ότι το punctum της φωτογραφίας είναι τα καρτερικά σταυρωμένα χέρια της γιαγιάς Ευδοξίας. Ίσως και τα μαύρα ρούχα των τριών γυναικών…
Δίπλα στη γιαγιά Ευδοξία είναι η κόρη της, Περσεφόνη Σουρμελή-Παπαδοπούλου, σύζυγος του Αχιλλέα Παπαδόπουλου και μητέρα του Παναγή, της Ελισάβετ, της Σοφίας, που είναι στη φωτογραφία, του άτεκνου Γιάγκου, του Γιώργου και του Ανέστη. Η γιαγιά Περσεφόνη ήταν απόφοιτος Παρθεναγωγείου Κερασούντας, και βρίσκουμε στο περιοδικό Ποντιακή Εστία του 1978, 95 χρόνια μετά την πρώτη παρουσίασή του, ρεπορτάζ για τους νέους δρόμους της πόλης.





Δίπλα της η γιαγιά μου και μητέρα της μητέρας μου Θεανώς, Σοφία Παπαδοπούλου, σύζυγος Κωνσταντίνου Βασιλειάδη και μητέρα επτά παιδιών, από τα οποία το πρώτο πέθανε πολύ μικρό. Λέγεται ότι ο παππούς Κώστας άνοιγε το πορτοφόλι του, έβλεπε τη φωτογραφία με τον μικρό Αλέξανδρο και έκλαιγε. Τα πέντε παιδιά που έφτασαν στην ενηλικίωση ήταν ο Χαρίκος, οι δίδυμες Αλέκα και Ανθούλα (της φωτογραφίας), η μητέρα μου Θεανώ, η Λένα και ο Αλέκος.   Η γιαγιά Σοφία έζησε την προσφυγιά στο πετσί της, και είναι αξιοσημείωτο να δει κανείς φωτογραφία της λίγα χρόνια πριν και λίγα χρόνια μετά την προσφυγιά. Σαν να πέρασαν είκοσι χρόνια από πάνω της. Κάθε μέρα μετά την εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη (από δήμαρχοι κλητήρες), η γιαγιά έβαζε κατσαρόλα για δεκαπέντε άτομα που έρχονταν πρόσφυγες από τον Πόντο. Ρεμπάτευε τα ρούχα των παιδιών της και τα έπλενε στο χέρι της, βεβαίως...
Όλα τα παιδιά της πρόκοψαν και πέντε από τα έξι σπούδασαν: τα δύο αγόρια ο Χαρίκος, ο Αλέκος και η Αλέκα, γεωπόνοι· τα δύο κορίτσια, η Ανθούλα της φωτογραφίας και η Λένα, η αγαπημένη μου θεία, δασκάλες. Τον μικρό και επονομαζόμενο «σοφό» μου θείο Αλέκο (γιατί ήταν και μορφωμένος και μαθηματική διάνοια, μετατρέποντας κάθε οικογενειακή συγκέντρωση σε… μαθηματική ημερίδα!) η γιαγιά κατάφερε να τον βγάλει από το στρατόπεδο «Παύλος Μελάς», όπου ήταν κρατούμενος ως μέλος της ΕΠ.Ο.Ν. του Αριστοτελείου, Κύριος οίδε με ποιον τρόπο...
Όρθια με εμπριμέ η θεία Ανθούλα, δασκάλα με πολλά χρόνια υπηρεσίας σε χωριά, στα δύσκολα χρόνια, όπου γέννησε και τα δύο της κορίτσια, την Ελισάβετ της φωτογραφίας και τη Νίκη με το όνομα της νίκης που νικήσαμε έναντι των Γερμανών.
Περήφανες γυναίκες, οι τρεις μεγαλύτερες πρόσφυγες από τον Πόντο, αλλάζοντας τόπο, πατρίδα και τάξη, η τέταρτη μόλις που κατάλαβε προσφυγιά και μετακίνηση από τη Ρωσία στην Ελλάδα, όλες τους αξιοπρεπείς, βασανισμένες και ωραίες, προκομμένες και υπέροχες. Η προίκα μου, το παρελθόν μου, η περηφάνια μου.
Δεν έχω δίκιο να καμαρώνω;



Η Ελένη Χοντολίδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το ’57 από Πόντιους πρόσφυγες γονείς.

Διδάσκει στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. από το 1981 (αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Φιλοσοφίας & Παιδαγωγικής).

Ετοιμάζει αλλά δεν τολμά να εκδώσει ένα παιδικό βιβλίο. Έχει βρει πάντως ήδη το ψευδώνυμο –αν τολμήσει να το εκδώσει ποτέ.

Μάρκος Μέσκος: Λεμονάδικα [ποίημα, 1961]



Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, Δεκέμβριος 1961.
Οφείλω τη φωτογραφία της δημοσίευσης στον δημοσιογράφο Κώστα Τσαούση.
Ζωγραφική: Διαμαντής Διαμαντόπουλος

23.8.15

Ζαφείρης Νικήτας: Οι βάθρες (Βουνό ή θάλασσα;)


φωτογραφία: Θανάσης Σταθόπουλος


Βουνό ή θάλασσα, τη ρώτησα. Τι προτιμάς; Τα πόδια μας, προσεκτικά, επέλεγαν με ρίσκο κάθε επόμενο βήμα, καθώς ανηφορίζαμε το φαράγγι. Κάποια τμήματα του μονοπατιού, του εθνικού δρυμού, ήταν λιγότερο φροντισμένα από άλλα. Νερό από πηγές λάσπωνε τη διαδρομή, κάνοντάς την γλιστερή σαν ράχη από χέλι.

Δεν ξέρω τι προτιμώ, μου είπε. Αυτό που ξέρω είναι πως, όταν βρεθώ κοντά στη θάλασσα, δεν μπορώ να της αντισταθώ. Πρέπει να βουτήξω. Η πέτρα κάτω από το πόδι της υποχώρησε και είδα τη Νεφέλη να μετεωρίζεται για λίγο, φύλλο αναποφάσιστο πριν αφήσει τον κλαδί. Έγειρε, σε μια πιρουέτα πτώσης, το χέρι της, καθώς αιθεροβατούσε, μπροστά μου, με την πλάτη της στραμμένη σε μένα, με μένα ακολουθώντας στα νώτα της, οπισθοφυλακή, έπιασε την παλάμη μου ενστικτωδώς. Την άφησε αμέσως.

Δάσος πλούσιο φούντωνε γύρω μας. Λεπτοκαρυές κυρίως, με κορμούς ξεφλουδισμένους, κομμάτια λευκά που ξεκολλούν απ’ τον κορμό για να φανερώσουν τη μέσα σκούρα σάρκα. Πιο πάνω, στη λιγνή κατακόρυφο, κλαδιά ακατάστατα, κι ωστόσο κάθε δέντρο σχεδόν χωριστό, δέντρο περήφανο, που δεν ενώνει φυλλωσιά με την όμορή του βλάστηση, κάθε κορμός κορμάκι μοναχό και απομονωμένο.

Τα πόδια της Νεφέλης και η πλάτη της ― αυτά έμεναν γυμνά από το φόρεμά της. Ήδη ακούγονταν οι καταρράχτες. Μου αρέσει αυτό που φοράς, της είπα. Ήταν κοντό, όμως όχι στενό, μάλλον αέρινο, ένα λεπτό ύφασμα γύρω από το μελί της σώμα, το καβουρδισμένο απ’ το αλάτι, τον ήλιο, τη θάλασσα. Είναι χαρούμενο, της είπα. Ευχαριστώ, είπε. Δεν φοράω συχνά χρώματα, είπε. Έψαξα στην πλάτη της σημάδια από μαγιό, δεν βρήκα κανένα. Μπορούμε να βουτήξουμε, της είπα.

Είναι κρύο το νερό, είπε. Δροσιά, είπα. Από τα δεξιά μας, το χώμα ανηφόριζε προς την κορυφή. Από τα αριστερά, ανάμεσα στα δέντρα, τα μαλακά φύλλα, τους θάμνους, ξεχώριζαν ανακλάσεις ήλιου πάνω στο νερό. Οι καταρράχτες άδειαζαν την ορμή τους μέσα σε μικρές γούβες γεμάτες με νερό, πισίνες του βουνού, βάθρες. Είναι βαθιές και πέτρινες, μου είπε. Μπορούμε να πηδήξουμε από ψηλά, της είπα. Για σένα είναι επικίνδυνο, μου είπε. Είσαι ψηλός, μου είπε. Και το νερό σε ξεγελά, είπε. Το έχω ξανακάνει, είπα. Έτσι χτύπησες το γόνατό σου, είπε. Ναι, είπα. Σου έχω πει γι’ αυτό; Όχι, είπε. Πώς το ξέρεις τότε; είπα. Χαμογέλασε.

Μια απότομη κατηφόρα, με μεγάλα σκαλοπάτια από χώμα και ξύλινα υποστηρίγματα, έβγαζε στις βάθρες. Είναι καλά κρυμμένες μέσα στο βουνό, είπα. Ευτυχώς, είπε. Αν γίνω δασοφύλακας και μείνω εδώ; της είπα. Θα έχεις όλο το βουνό δικό σου, είπε. Κι εσύ; είπα. Πόσο συχνά έρχεσαι; Είμαι τώρα εδώ, είπε, δεν είμαι; Έβγαλε τα παπούτσια της, ένα υπόδημα σαν σανδάλι ορειβασίας, ενισχυμένο, όχι όμως και απόλυτα κατάλληλο για αναβάσεις. Άφησε το φόρεμά της να πέσει. Πήδηξε από ψηλά μέσα στο νερό.

Έβγαλα το αμάνικό μου κι έσπρωξα το σώμα μου στο κενό, αλεξιπτωτιστής χωρίς το αλεξίπτωτο. Άκουσα τον κρότο από το σπάσιμο της επιφάνειας, κι έπειτα άνοιξα τα μάτια. Λείες, καστανές πέτρες, βρύα, και γυρίνοι, μέσα στο νερό. Στο θώρακά μου τσούξιμο από την πτώση. Θόρυβος και πόδια αεικίνητα δίπλα μου, η Νεφέλη λίγα μόνο εκατοστά πιο κοντή από τον βυθό της βάθρας. Η κίνησή της θόλωνε το νερό, έφτιαχνε τοπικές δίνες, φουσκάλες και ρεύματα. Έβγαλα το κεφάλι μου, την κοίταξα, κι οι δυο μας χτενισμένοι προς τα πίσω από τη φορά των νερών, τα πρόσωπά μας κοντά, πλησιάζοντας.

Πώς είναι το γόνατό σου, είπε. Χτύπησες και το δεύτερο; Σταγόνες είχαν σταθεί πάνω από τα φρύδια της, τα βλέφαρά της. Έβλεπα το γυμνό της σώμα με διαθλάσεις μέσα στο νερό, οι θηλές της σαν κέρματα. Άπλωσε το χέρι της και έδειξε ακριβώς από πίσω μου.

Στην άκρη της βάθρας, ένα πλέγμα από υδρόβια έντομα απλώνονταν σαν ζωντανό εργόχειρο, σαν ένα κέντημα της φύσης πάνω στο διαμπερές νερό. Είναι ακίνδυνα, είπε. Αρκεί να μείνεις μακριά. Σπρώχνοντας μεγάλους υδάτινους όγκους, απομάκρυνα τα ζωύφια και στράφηκα στη Νεφέλη. Περπάτησα προς το μέρος της, δίχως τίποτα να με εμποδίζει.



Ο Ζαφείρης Νικήτας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1983. 
Σπούδασε νομική και θέατρο στο Α.Π.Θ. 
Έκανε μεταπτυχιακό στην ιστορία, τη φιλοσοφία και την κοινωνιολογία του δικαίου. 
Το 2010 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή, Πισώπλατος ουρανός
Τον Οκτώβριο του 2015 θα εκπροσωπήσει την Ελλάδα, στη θέση της λογοτεχνίας, στην 17η Biennale Νέων Λογοτεχνών, με το ποιητικό του έργο Τα νερά του μετανάστη
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά και φιλοξενηθεί στο site του πανεπιστημίου Harvard.

20.8.15

Κενοτάφιο [;]



του Γιώργου Κορδομενίδη

Οδός Ερμού, στο ύψος της Μπαλάνου, απέναντι από την Αγία Θεοδώρα. 
Στα πλευρά ενός κουτσουρεμένου κορμού δέντρου, δίπλα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, κόντρα στα λαϊκά και άλλα τραγούδια που φτάνουν στην Ερμού από την πλατεία Άθωνος, καίει εδώ και μέρες, όλο το 24ωρο, ένα κερί-καντήλι. Πάνω στον κορμό, ένα ματσάκι άσπρα λουλούδια, ξεραμένα σήμερα, δίνουν κάθε τόσο τη θέση τους σε άλλα, φρέσκα.
Και άλλο ένα μπουκέτο με λουλούδια πάνω στο κάγκελο του πεζοδρομίου. Χτες, ένα τρίτο, στερεωμένο με κολλητική ταινία συσκευασίας, στην ορθομαρμάρωση της παρακείμενης εισόδου πολυκατοικίας.

Σκέφτομαι, κάθε φορά που περνώ, ποιος/ποια [μπορεί να] θρηνεί ποιον. Τι είδους ανθρώπινο δράμα [μπορεί να] παίχτηκε εκεί. Ποιος/ποια προσπαθεί να μετατρέψει σε παρουσία μια αμετάκλητη απουσία. 

Σεβασμός. Στον πόνο και στη μνήμη.

15.8.15

Ο Ντίνος Σιώτης για το μυθιστόρημα του Στέργιου Βαγγλή «Η ζωή τους μια φάρσα»





Στη στήλη «Βιβλία για το καλοκαίρι» του τελευταίου τεύχους του περιοδικού (δε)κατα, ο διευθυντής του Ντίνος Σιώτης γράφει για το μυθιστόρημα του Στέργιου Βαγγλή Η ζωή τους μια φάρσα (Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2015):

Με εντυπωσίασε το μυθιστόρημα του Στέργιου Βαγγλή Η ζωή τους μια φάρσα (Εντευκτήριο). Απ' την πρώτη κιόλας παράγραφο σε αρπάζει ο συγγραφέας και σου ρίχνει στα μούτρα τον πρωταγωνιστή Θανάση. Και ξέρεις ότι έμπλεξες όμορφα με έναν τύπο που θα τα πας καλά ώς την τελευταία σελίδα, γιατί σου γίνεται αμέσως κολλητός, εξαιτίας των πολλών εκκρίσεων γοητείας.

14.8.15

Πατάω σε σπασμένα γυαλιά




πηγή: www.tanea.gr

Κάθε καλοκαίρι έχει το "λάθος" του. Ενα κάτι δηλαδή που δεν ταιριάζει με το γαλάζιο τοπίο. Το φετινό μάς ξεγέλασε και κατακοκκίνισε, σαν διαγώνισμα σκράπα μαθητή, από τα πολλά "λάθη". Το πιο πρόσφατο είναι το χαστούκι που έδωσε προς επίδειξη της στιγμιαίας εξουσίας του ο μαινόμενος αστυνομικός από την Κω σε έναν από τους εξαντλημένους μετανάστες, τους οποίους απειλούσε κραδαίνοντας ένα μαχαίρι. Δεν με ενδιαφέρει όμως ο αστυνομικός. Ούτε τα χιλιάδες μέλη της σελίδας που δημιουργήθηκε προς υποστήριξή του στο facebook. Ούτε ο συμψηφισμός με τον βιασμό, πριν από τρία χρόνια στην Πάρο, της Μυρτώς από νεαρό Πακιστανό. Δεν με νοιάζουν οι συγγνώμες του και η δικαιολογία ότι το μαχαίρι το βρήκε εκεί ― λες και έχει σημασία το πού βρήκες ένα μαχαίρι και όχι το πώς το χρησιμοποιείς. Γελάω με το άτομο που μου μήνυσε ότι αφού τους υποστηρίζω να ετοιμάζομαι για μπούρκα και κλειτοριδεκτομή. Και προσπερνώ το ότι αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, το πιο δυνατό χαστούκι στην εθνική μας αξιοπρέπεια.



Τον πιτσιρικά που το έφαγε δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου. Αντε να ήταν λίγο πιο μεγάλος από έφηβος. Στο βίντεο η πλάτη του φαινόταν μόνο. Με ένα άσπρο, καθαρό μπλουζάκι. Και όπως μου επισήμανε ο εκδότης του Εντευκτηρίου Γιώργος Κορδομενίδης, φορούσε γυαλιά. Τα πήρε σβάρνα το χαστούκι. Επεσαν χάμω και, αν δεν έσπασαν με τη μία, τα πάτησαν οι τρομοκρατημένοι μετανάστες καθώς υποχωρούσαν. Το παιδί αυτό δεν γνώρισε μόνο τον απόλυτο εξευτελισμό ενός χαστουκιού. «Ξέρεις τι είναι να σε χαστουκίζει χωρίς λόγο κάποιος που δεν είναι γονιός σου και, πολύ χειρότερα, να σε κλωτσάει;» μας έλεγε άλλος νεαρός μετανάστης. Μαζί με τα γυαλιά του έχασε τον κόσμο του, θόλωσε η ματιά του που, υπό τις παρούσες συνθήκες, είναι η μεγαλύτερη περιουσία του.


Ο Αχμάντ από τη Συρία δεν άντεξε να αφήσει πίσω τον σκύλο του Τέντι,
κι έτσι τον πήρε μαζί του



Ο πιτσιρικάς με τα σπασμένα γυαλιά, ο άλλος που στον ξεριζωμό πήρε μαζί και τον σκύλο του, το κοριτσάκι που κοιμάται στο χαρτόκουτο, είναι στιγμιότυπα που πρέπει να μας θυμίζουν πως όταν η Ιστορία μάς κτυπάει την πόρτα δεν έχει νόημα να την κρατάμε κλειστή για να προστατέψουμε το σπίτι μας. Γιατί, αν δεν μπει από την πόρτα, θα μπει από το παράθυρο. Και η Ιστορία, σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι σαν το νερό. Οσο πιο μικρή η δίοδος τόσο πιο ορμητική, ενίοτε και καταστροφική, η διέλευση.

Η Πέπη Ραγκούση 
είναι δημοσιογράφος 
της εφημερίδας Τα Νέα.










[Η εικονογράφηση προστέθηκε από το Εντευκτήριο]

Πέθανε νωρίς το πρωί ο Ανταίος Χρυσοστομίδης


πηγή: www.tanea.gr


Έφυγε από τη ζωή ο Ανταίος Χρυσοστομίδης, συγγραφέας, μεταφραστής και συνεργάτης της εφημερίδας Αυγής.

Ο Ανταίος Χρυσοστομίδης γεννήθηκε το 1952 στο Κάιρο της Αιγύπτου. Το 1969 φεύγει για σπουδές στην Ιταλία. Παίρνει το πτυχίο της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ρώμης το 1978. Δουλεύει στην Αθήνα ως αρχιτέκτονας μέχρι το 1982. Την ίδια περίοδο αρχίζει να μεταφράζει από την ιταλική γλώσσα, στην αρχή δοκίμια και στη συνέχεια λογοτεχνικά έργα.

Το 1983 αρχίζει να εργάζεται ως δημοσιογράφος στο περιοδικό Ένα. Στη συνέχεια εργάστηκε ως διευθυντής σε διάφορα περιοδικά μαζικής κυκλοφορίας. Η δημοσιογραφική του ενασχόληση συνεχίστηκε μέχρι σήμερα στην εφημερίδα Αυγή, στην οποία υπέγραφε κάθε Κυριακή μια ολόκληρη σελίδα με τον τίτλο «Περιδιαβάζοντας».

Από το 1998 εργάστηκε ως διευθυντής του τμήματος Ξένης Λογοτεχνίας στις εκδόσεις «Καστανιώτη». Το 1999 δημοσίευσε μαζί με τον Αντόνιο Ταμπούκι το βιβλίο «Ένα πουκάμισο γεμάτο λεκέδες» (“Αγρα). Από το 2000 δίδασκε σε μεταπτυχιακά τμήματα του Πανεπιστημίου Αθηνών καθώς και στο ΕΚΕΜΕΛ πρακτική μετάφρασης.

Το 2003 βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Ξένης Λογοτεχνικής Μετάφρασης. Το 2004 το Ιταλικό Κράτος, τιμώντας τον για τις προσπάθειές του για την εξάπλωση της ιταλικής κουλτούρας, του απένειμε τον τίτλο του Ιππότη Εργασίας.

Η κηδεία του Ανταίου Χρυσοστομίδη θα γίνει τη Δευτέρα στις 12:00 ώρα από το Α Νεκροταφείο.