14.1.07

Χριστιανόπουλος και Μαρωνίτης, Αχμάτοβα και Τρακλ στο νέο ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ

ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ
Λογοτεχντικό και καλλιτεχνικό περιοδικό
ISSN 1105-4190
Τόμος 18ος
Τεύχος 75


ΧΟΡΗΓΟΣ-ΕΥΕΡΓΕΤΗΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ «UNDERGROUND ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ»
ΓΙΑ ΤΟ 2006
ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ Ε Λ Λ Α Δ Ο Σ



Στον 20ό χρόνο της έκδοσής του μπαίνει το περιοδικό «Εντευκτήριο» με το νέο τεύχος του, αριθ. 75 (Δεκέμβριος 2006), που μόλις κυκλοφόρησε. Το τεύχος “ανοίγει” με ένα νεανικό διήγημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, πρωτοδημοσιευμένο το 1952 στο περιοδικό «Κρίκος»· το πεζό συνοδεύεται από τωρινό σχόλιο του Χριστιανόπουλου που καταλήγει: «αυτό το δείγμα των νεανικών μου αναζητήσεων, παρά τις αδυναμίες του, διαβάζεται ευχάριστα και δείχνει ότι από τότε οι καιραίες μου ήταν τόσο τεντωμένες, που μπορούσα να ταράζομαι όχι μόνο με τα ατομικά μου πάθη αλλά και με τη δυστυχία του διπλανού μου».

Ποίηση και πεζογραφία
Στο ίδιο τεύχος δημοσιεύονται νέα ποιήματα της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου και του Λευτέρη Ξανθόπουλου, καθώς και ποιήματα της Άννας Αχμάτοβα (μετάφραση Απόστολου Καρούλια, απόδοση Κάρολου Τσίζεκ) και του Γκέοργκ Τρακλ (μετ. Ιωάννας Αβραμίδου).


σκίτσο της Αννας Αχμάτοβα











Το νέο «Εντευκτήριο» περιλαμβάνει ακόμη πεζά του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, του Ντέιβιντ Σεντάρις (μετ. Γιώργου Κορδομενίδη) και του Ρέιμοντ Κάρβερ (μετ. Μαρίας Βιστωνίτη), μαζί με μικρό του δοκίμιο (μετ. Γιάννη Θεοδοσίου) όπου ο Κάρβερ εξηγεί γιατί προτιμά τη μικρή αφηγηματική φόρμα (διήγημα) από το μυθιστόρημα.


ο Ρέιμοντ Κάρβερ
















Στην ενότητα του δοκιμίου, που σταθερά βρίσκει θέση στις σελίδες του «Εντευκτηρίου», ο Δ. Ν. Μαρωνίτης σχολιάζει τον «Φιλοκτήτη» του Γιάννη Ρίτσου σε σχέση με το ομότιτλο δράμα του Σοφοκλή, ενώ ένας διακεκριμένος Γάλλος σύγχρονος στοχαστής (ο Ζαν Λωξερουά, μετ. Κατερίνας Δασκαλάκη) κι ένας νεότατος Έλληνας, ο Γιάννης Νταλίδης, αναφέρονται στο έργο του Κώστα Αξελού και ιδιαίτερα στο τελευταίο του βιβλίο που κυκλοφόρησε στα ελληνικά, «Αινιγματικές απαντήσεις: Ρωγμές – Διάνοιξη».

Σελίδες για τον Γιώργο Βέλτσο


ο Γιώργος Βέλτσος
















Οι ενστάσεις που διατυπώθηκαν επανειλημμένα τα τελευταία χρόνια, τόσο ιδιωτικά όσο και δημόσια, από συσπειρώσεις λογοτεχνών, κριτικών και δημοσιογράφων, για την επίμονη παρουσία του Γιώργου Βέλτσου και ως ποιητή επιεβαιώνουν την άποψη ότι για τη “μέση” ελληνική συνείδηση οι ποιητές οφείλουν να είναι χαμηλόφωνοι και να έχουν μικρή ―αν όχι μηδαμινή― παρουσία στον δημόσιο βίο και λόγο.

Από την οπτική αυτή, όντως ο Βέλτσος δεν νομιμοποιείται ως ποιητής, παρότι από το 1993 μέχρι τώρα έχει εκδώσει 14 ποιητικές συλλογές, που πρόσφατα συσσωματώθηκαν σε έναν τόμο από τις Εκδόσεις Ίνδικτος. Ο πυκνός ρυθμός με τον οποίο ο Βέλτσος εκδίδει τα ποιητικά του βιβλία θα μπορούσε να προβληματίσει, αν οι ίδιες οι συλλογές και οι συνθέσεις του δεν έπειθαν για την ποιότητα αλλά και για την εξέλιξη της γραφής του.
Στο μικρό αφιέρωμα του «Εντευκτηρίου» για την ποίηση του Γιώργου Βέλτσου γράφουν οι: Μισέλ Ντεγκύ, Διονύσης Καββαθάς, Τιτίκα Δημητρούλια, Ζωή Σαμαρά, Χρήστος Μποκόρος, Χάρης Ε. Ράπτης, Ντέιβιντ Κόνολι, Δ. Ν. Μαρωνίτης· επιπροσθέτως, δημοσιεύονται αποσπάσματα από ομιλίες, επιστολές κτλ. Των Γιώργου Χειμωνά, Μάριου Μαρκίδη, Τζίνας Πολίτη και Εκτορα Κακναβάτου. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που γράφει σε κείμενο ομιλίας του ο Γιώργος Χειμωνάς: «Ο Γιώργος Βέλτσος είναι μια εξαιρετική περίπτωση δημιουργού στον ελληνικό χώρο. Δεν θα μπορούσε να τον φέρω στο νού μου (κι αυτόν κι ένα συγκεκριμένο του έργο) τελείως αποκομμένο από μιαν ιδιαίτερα αισθητή ακτινοβολία που περιβάλλει τόσο τον ίδιο σαν προσωπικότητα, όσο και τα έργα του. Ο Βέλτσος είναι το πρόσωπο και μαζί ό,τι κάνει κι ό,τι γράφει κι ό,τι θέλει να γράψει αξεχώριστα: τα λογοτεχνικα του βιβλία, τα πανεπιστημιακά του δοκίμια, τα άρθρα του, τα μαθήματά του και οι συνομιλίες του. Είναι από τους δημιουργούς που η κάθε μια από τις διάφορες (και πολλές) δραστηριότητές τους, υπερβαίνει τα θεμιτά της όρια και διαχέεται, συγχέεται, συγκολλάται με μιαν άλλη, παρακείμενη δρσστηριότητα, διαπερνά ακόμα και την ιδιωτική τους κατάσταση, σκορπίζεται και αντηχεί σ’ ένα πεδίο που διαρκώς αλλάζει τόπο και διαστάσεις».

Βιβλιοκρισίες και παρουσιάσεις
Πλούσια είναι και στο τεύχος αυτό η ενότητα με τις βιβλιοκρισίες και τις παρουσιάσεις. Γράφουν οι: Βαγγέλης Χατζηβασιλείου (για τον Δημήτρη Κόκορη), Μισέλ Φάις (για τους Αντώνη Ψάλτη και Δημήτρη Ανανιάδη), Τιτίκα Δημητρούλια (για τον Σάκη Σερέφα), Δημήτρης Κόκορης (για τον Κωστή Παλαμά), Γιώργος Κορδομενίδης (για τον Τάσο Χατζητάτση), Λίνα Πανταλέων (για τον Βασίλη Πεσμαζόγλου), Κατερίνα Ζαρόκωστα (για τη Λίλυ Εξαρχοπούλου), Ηλίας Κεφάλας (για τον Δημήτρη Μίγγα), Γεώργιος Ν. Περαντωνάκης (για τον Τεύκρο Μιχαηλίδη), Λευτέρης Παπαλεοντίου (για τον Λεύκιο Ζαφειρίου)
Συμπληρωματικά στις βιβλιοκρισίες αυτές, η Τζίνα Πολίτη, η Αλεξάνδρα Πλαστήρα και ο Άρης Στυλιανού αναφέρονται στη μετάφραση της «Οδύσσειας» από τον Δ. Ν. Μαρωνίτη, ενώ ο Αντώνης Κωτίδης, ο Βασίλης Τομανάς, ο Γιάννης Κοτσιφός και ο Γιώργος Κορδομενίδης σχολιάζουν “με συνοπτικές διαδικασίες” βιβλία που διάβασαν πρόσφατα.

Εικονογράφηση - Φωτογραφικό ένθετο
Την ενότητα της λογοτεχνίας κοσμούν σχέδια της Καλλιόπης Ασαργιωτάκη, για τα οποία ο Νίκος Γ. Ξυδάκης γράφει μεταξύ άλλων: «Στο σύνολο των σχεδίων της που παρουσιάζονται, έχουμε [...] τον εξπρεσιονισμό των αισθήσεων και των αγκαλιασμάτων, μια πυκνή ερωτογραφία· και την αυστηρή, τεταμένη εικόνιση της μεμονωμένης ανθρώπινης μορφής. Παντού ξεχωρίζει η λεπτή και επίμονη γραμμή της ζωγράφου: το μελάνι οργανώνεται σε αφήγημα με μια επίπονη στιγμογραφία, κουκκίδα-κουκκίδα, γραμμή-γραμμή, με αφανή μόχθο, με μαστορική λεπτομέρεια που υποχωρεί κσι σβήνει, για να αναδειχθεί η εντύπωση και η απόκοσμη αύρα του ανθρώπινου προσώπου. Είναι καθαρή ζωγραφική, αφηγηματική και μεταφυσική μαζί, ένα μοναδικό μείγμα που δύσκολα περιγράφεται με λόγια».
Στην Camera Obscura, το ειδικό ένθετο του «Εντευκτηρίου» για την καλλιτεχνική φωτογραφία, που επιμελείται ο Αρις Γεωργίου και που εκδίδεται με χορηγία της Vivartia, δημοσιεύεται το πορτφόλιο του Στέργιου Τσιούμα «Σκιές», με φωτογραφίες που αποτελούν έναν διάλογο ανάμεσα στο αντικείμενο και στη σκιά του, ανάμεσα στο σχήμα και στο ίχνος, ανάμεσα στο βαθύ σκότος και στο εκτυφλωτικό φως ― μαζί και όλες τις ενδιάμεσες τιμές τόνων, υφών και συναισθημάτων.




σχέδιο της Καλλιόπης Ασσαργιωτάκη

10.1.07

Γεννημένος για το μαρτύριο

Έλενα Χουζούρη

Γιώργος Ιωάννου: «Σαν σπόρος αγκαθιού...»
Αθήνα, Εκδόσεις Ηλέκτρα 2005, 101 σελ.













Στην απότομα τερματισμένη του ζωή, ο Γιώργος Ιωάννου αξιώθηκε να αποκτήσει αρκετούς, πιστούς όπως αποδείχθηκε, φίλους και θαυμαστές, που όχι μόνο στάθηκαν κοντά του όσο ζούσε αλλά και συνεχίζουν ακόμη, μέσα τους, αυτή τη φιλία, δυστυχώς μονόπλευρη εδώ και πάνω από είκοσι γκρίζα χρόνια. Γιατί ο ζεστός άνθρωπος, ο ταλαντούχος συγγραφέας, ο χαρισματικός αφηγητής, ο εξομολογητικός φίλος που υπήρξε ο Ιωάννου δεν μπορούσε παρά να κρατάει κυριολεκτικά πάνω του, όπως ο βράχος το μύδι, πολλούς από τους ανθρώπους που τον γνώριζαν και που έμειναν με κάποιον τρόπο ξεκρέμαστοι με τον απροσδόκητο και πρόωρο θάνατό του.
Συγκαταλέγω και το υποκείμενό μου σ’ αυτή την κατηγορία, και νομίζω πως πιο πολύ μ’ αυτή την ιδιότητα αναφέρομαι στο δεύτερο βιβλίο που έγραψε για τον Γιώργο Ιωάννου η Έλενα Χουζούρη, που επίσης τον γνώρισε από κοντά, και του πήρε συνεντεύξεις είτε για το ραδιόφωνο είτε για περιοδικά. Διάβαζα, χτες μόλις, ένα κείμενό της στό περιοδικό Ένα, δημοσιευμένο ένα χρόνο και κάτι μετά τον θάνατό του. Κι εκεί, όπου περιγράφει τον Ιωάννου οικοδεσπότη στο διαμέρισμα της Δεληγιάννη 3, αναγνώρισα για μια ακόμη φορά τον άνθρωπο που κι εγώ είχα επισκεφτεί επανειλημμένα στο ίδιο εκείνο σπίτι, κι είχα παρακολουθήσει τις ίδιες κινήσεις του από την εξώπορτα στο γραφείο κι από κει στην κουζίνα για τον καθιερωμένο καφέ και μετά πάλι στο γραφείο ανάμεσα σε στοίβες βιβλίων και χαρτιών.

Στο προηγούμενο, πρώτο βιβλίο της για τον συγγραφέα του Για ένα φιλότιμο και της Πρωτεύουσας των προσφύγων, με τίτλο Η Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου. Περιπλάνηση στο χώρο και το χρόνο, που βγήκε το 1995, η Χουζούρη αναφέρεται αφενός γενικά στην πόλη της λογοτεχνίας ή στη λογοτεχνία της πόλης, αφετέρου στη συγκεκριμένη πόλη, τη Θεσσαλονίκη όπως τη λογοτέχνησε ο Ιωάννου, συναιρώντας την ατομική και τη συλλογική μνήμη, την ατομική και τη συλλογική συνείδηση, τον χρόνο της Ιστορίας με τον χρόνο της καθημερινότητας.
Ξεκίνησα να διαβάζω το τωρινό της βιβλίο με την εντύπωση (τη σιγουριά σχεδόν) ότι περιλαμβάνεται σε μια σειρά που ο τίτλος της, «Βίοι αγίων – Υπόγειες διαδρομές», δεν του ταιριάζει. Ο φιλοπαίγμων, συχνά αυτοσαρκαστικός τόνος της ομιλίας και της γραφής του Ιωάννου, για να είμαι ειλικρινής δεν μου άφηνε περιθώρια να τον σκέφτομαι με τον επίτιτλο του Αγίου. Αλλά βρήκα μέσα στο ίδιο το βιβλίο την προχρονολογημένη συγκατάθεσή του, όταν σε ένα κείμενό του δίνει τον ορισμό της αγιοσύνης, μιλώντας για ανθρώπους υπομονετικούς και πραείς, γεννημένους για το μαρτύριο και αποδεχόμενους σιωπηλά αυτό.
Η Χουζούρη κάνει το βιογραφικό, εργογραφικό και ψυχογραφικό πορτραίτο του Ιωάννου, μιλώντας Θεσσαλονικιά για Θεσσαλονικιό, δηλαδή έχοντας γνώση της τοπογραφίας της Θεσσαλονίκης, κατέχοντας καλά το έργο του Ιωάννου και γνωρίζοντας αρκετά τον ίδιο. Υλικό για το εγχείρημά της αυτό αντλεί κατεξοχήν από το έργο του Ιωάννου καθώς και από βιβλία και κείμενα που γράφτηκαν γι’ αυτόν.
Και τα εντάσσει όλα αυτά στο εθνογραφικό, χωροταξικό και πνευματικό πλαίσιο που συνιστά η Θεσσαλονίκη από την απελευθέρωσή της και μετά.
Όπως μας θυμίζει εύστοχα η συγγραφέας, «Η Θεσσαλονίκη, όταν ο Γιώργος Ιωάννου έρχεται στον κόσμο, παρά το χτύπημα της πυρκαγιάς, παρά την αθρόα έλευση των προσφύγων, παρά την απότομη ενσωμάτωσή της σ’ ένα νεαρό ακόμα κράτος με πολλαπλές δυσλειτουργίες, οι οποίες σαφώς επιδρούν και στις λεγόμενες Νέες Χώρες, εξακολουθεί να αποπνέει τον αέρα ενός ευρωπαϊκού κοσμοπολιτισμού που είχε ιδιαίτερα τονωθεί κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου με την παρουσία των συμμαχικών στρατευμάτων. Στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα έχουν επίσης αποτυπωθεί οι εθνικές, κοινωνικές και πολιτισμικές της αντιφάσεις που ανανεώνονται με την καθοριστική παρουσία των προσφύγων».
Η Χουζούρη σκιαγραφεί τα πρώτα παιδικά χρόνια του στο σπίτι της οδού Ευριπίδου πίσω από την Εγνατία, με το μητριαρχικό περιβάλλον και τον μικρόκοσμο του σπιτιού με τα ζωντανά του (από τις οικόσιτες γάτες μέχρι τα ... παρασιτικά μηρμύγκια και τους κοριούς) αλλά και στο κατοπινό σπίτι στην Ιουστινιανού 14, περιοχή με κατοικίες πολλών Εβραίων, τους οποίους έτσι ο Ιωάννου θα γνωρίσει καλά και θα γράψει γι’ αυτούς όσο λίγοι Θεσσαλονικείς πεζογράφοι.
Μιλάει για την εφηβεία του, τα πρώτα σκιρτήματα του σώματος, τις πρώτες ενοχές για έναν λοξό ερωτικό προσανατολισμό, ενοχές που εμφανίζονται ως ψελλίσματα στα κατοπινά του κείμενα. Το απόσπασμα που επιλέγει από την Καταπακτή είναι καίριο. Έγραφε εκεί ο Ιωάννου: «Και αργότερα, όταν πια σαν έφηβο σε πολιορκούσαν μέρα νύχτα με τα βλέμματα, όχι γι’ αυτά που έκαμνες αλλά γι’ αυτά που κόντευες να κάνεις, και που είχες αρχίσει να τα νιώθεις κάπως κι εσύ, να τα νιώθεις μόνο, όχι να τα καταλαβαίνεις, να τα ονοματίζεις ή να τα λες, και σε μαστιγώνανε με τα βλέμματα και τα πικρά λόγια, είτε απευθείας είτε πλάγια είτε με τα μουρμουρίσματά τους, για να τα ακούς και να ζαρώνεις, να σιγολιώνεις μέσα σου, να μην ξεθαρρεύεσαι ποτέ σου και ένιωθες κλεισμένος από παντού, χωρίς καμιά διέξοδο και καμιά ελπίδα...»
Φωτίζει επίσης η Χουζούρη την αντίφαση ανάμεσα στην ενοχή για ό,τι αρχίζει να τυραννάει το σώμα και την ψυχή από τη μια μεριά και την ένταξή του στα κατηχητικά, μηχανισμό στρεβλωτικό των εφηβικών συνειδήσεων, που πάντως προσέφερε στον Ιωάννου ένα περιβάλλον κοινωνικότητας, συλλογικότητας και συντροφικής αλληλεγγύης που τόσο τις είχε ανάγκη.
Τη συνειδησιακή αφύπνιση του Ιωάννου και τη ρήξη της σχέσης του με τα κατηχητικά η συγγραφέας την εντοπίζει στα γεγονότα του εμφυλίου και στη στάση των χριστιανικών κινήσεων απέναντι στα τραγικά γεγονότα της περιόδου εκείνης. Η επιμονή της στα βιογραφικά στοιχεία της εφηβείας και της διαμόρφωσης της προσωπικότητας του Ιωάννου είναι εύλογη, προκειμένου για έναν συγγραφέα ο οποίος κατεξοχήν μίλησε μέσα στο έργο του για τον εαυτό του και άντλησε υλικό από τα βιώματά του και τις εμπειρίες του.
Υστερα έρχεται η σειρά του έργου του, αρχής γενομένης από το πρώτο βιβλίο του Ιωάννου, την ποιητική συλλογή Ηλιοτρόπια, με το πρώτο φανέρωμα της “αμαρτωλότητας” αλλά και την έντονη παρουσία της Θεσσαλονίκης. Η Χουζούρη παρακολουθεί τη συγγραφική πορεία του από βιβλίο, την κριτική υποδοχή τους αλλά και τη μεγάλη δυσκολία του Ιωάννου να συνδυάσει μια αβόλευτη ιδιωτική ζωή με το πιεστικό άμεσο και ευρύτερο περιβάλλον, επαγγελματικό και κοινωνικό.
Ένα άλλο ζήτημα που θίγεται στο βιβλίο είναι η καθοριστική σημασία που είχε στη ζωή και στο έργο του Ιωάννου η εγκατάστασή του το 1971 στην Αθήνα, κίνηση που θα σηματοδοτούσε την προσωπική του απελευθέρωση και θα έβρισκε ευθεία αντανάκλαση στο γράψιμό του. Το βιβλίο μιλάει για την καθημερινότητά του και τις συνήθειες της ζωής του. Για το περπάτημα στην πόλη, που τόσο το αγαπούσε. Για την ερωτική περιπλάνηση. Για το διάβασμα. Για το μοίρασμά του ανάμεσα στη γενέτειρα και στην πόλη που τον υιοθέτησε. Για την αίσθηση και το προαίσθημα του θανάτου και για την προσπάθειά του να το εξορκίσει με εργαλείο τη λογοτεχνία. Κι ακόμη, για τις θυμωμένες αντιδράσεις του στα αρνητικά σχόλια και τις δυσμενείς κριτικές. Η Χουζούρη δεν ωραιοποιεί τα πράγματα και τις συμπεριφορές, δεν κάνει κανενός είδους αγιογραφία. Ο Ιωάννου της παραμένει ανθρώπινος, τρυφερός και μαχητικός, κοινωνικός και μοναχικός, πληγωμένος και περήφανος. Με δυο λόγια, ο Ιωάννου που γνωρίσαμε κι αγαπήσαμε.

Γιώργος Κορδομενίδης