πηγή: http://odromos.wordpress.com/
Μόλις έγινε γνωστό ότι ο Άττικους θα υπερασπιζόταν τον «αράπη», όλη η πόλη στράφηκε εναντίον του. Τον αποκαλούσαν nigger-lover, τον προειδοποιούσαν αρχικά και μετά τον απειλούσαν για να παραιτηθεί. Τα παιδιά του προσπαθούσαν να καταλάβουν γιατί οι συμμαθητές τους έβριζαν τον πατέρα τους και γιατί οι πρώην φίλοι του σουλατσάριζαν οπλισμένοι έξω από την αυλή του σπιτιού τους.
Η Χάρπερ Λη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην
Αλαμπάμα, στην καρδιά της ρατσιστικής Αμερικής. Είκοσι τεσσάρων χρονών
ξεκίνησε να γράφει το πρώτο της μυθιστόρημα το «Όταν σκοτώνουν τα
κοτσύφια» (To kill a mockingbird). Το τέλειωσε δέκα χρόνια μετά και δεν
ξανάγραψε ποτέ τίποτα άλλο. Το βιβλίο πήρε το βραβείο Πούλιτζερ και από
το 1960 το έχουν διαβάσει τουλάχιστον 30.000.000 άνθρωποι. Έγινε ταινία
το 1962 και κέρδισε τρία όσκαρ, με σημαντικότερο εκείνο του α΄ αντρικού
ρόλου για τον Γκρέγκορι Πεκ.Το βιβλίο είναι κατά βάση αυτοβιογραφικό και
αναφέρεται σε ένα αληθινό περιστατικό στην Αλαμπάμα της δεκαετίας του
’30.
Ο Τομ Ρόμπινσον ήταν ένας νέγρος (τότε έτσι αποκαλούσαν τους
αφροαμερικάνους, στην καλύτερη περίπτωση) ο οποίος κατηγορήθηκε άδικα
για το βιασμό και την κακοποίηση μιας λευκής κοπέλας.
Ο πατέρας της Λη, που στο βιβλίο τον βαφτίζει Άττικους, ήταν δικηγόρος
στη μικρή πόλη Μονροέβιλ. Λευκός δικηγόρος. Ανέλαβε την υπεράσπιση του
Ρόμπινσον, επειδή κανείς άλλος δεν ήθελε να το κάνει και επειδή πίστευε
ότι μόνο έτσι θα μπορούσε να κοιτάει τα παιδιά του στα μάτια και να τα
νουθετεί. Ήξερε ότι ήταν μια εξαρχής χαμένη υπόθεση. Η ετυμηγορία είχε
βγει πριν γίνει η δίκη. Ο νέγρος ήταν ήδη καταδικασμένος σε θάνατο.
Μόλις έγινε γνωστό ότι ο Άττικους θα υπερασπιζόταν τον «αράπη», όλη η πόλη στράφηκε εναντίον του. Τον αποκαλούσαν nigger-lover, τον προειδοποιούσαν αρχικά και μετά τον απειλούσαν για να παραιτηθεί. Τα παιδιά του προσπαθούσαν να καταλάβουν γιατί οι συμμαθητές τους έβριζαν τον πατέρα τους και γιατί οι πρώην φίλοι του σουλατσάριζαν οπλισμένοι έξω από την αυλή του σπιτιού τους.
Ο Άττικους δε λύγισε, αλλά δεν κατάφερε να κάνει και πολλά. Πράγματι ο
Ρόμπινσον καταδικάστηκε και λίγο μετά, ενώ προσπαθούσε να
«δραπετεύσει», δολοφονήθηκε από τους λευκούς φύλακες με 17 σφαίρες.
Στην Αμερική του ’30, ο
Άττικους ήταν ένας από τους ελάχιστους λευκούς που πίστευαν ότι κάθε
άνθρωπος, ανεξαρτήτως χρώματος, δικαιούται μια τίμια δίκη. Στην
Ελλάδα του 2012 ίσως να υπάρχουν ακόμα λιγότεροι από εκείνους τους
ελάχιστους. Σε μια βαθιά ρατσιστική και διεφθαρμένη κοινωνία τις
ετυμηγορίες τις βγάζουν οι εξίσου –αν όχι περισσότερο- διεφθαρμένοι
«δημοσιογράφοι». Βάζω τη λέξη σε εισαγωγικά γιατί δεν νομίζω να υπάρχουν
πολλοί σώφρονες που να πιστεύουν ότι λαϊκοί γραφιάδες (κατά το λαϊκοί
τραγουδιστάδες) σαν το Θέμο Αναστασιάδη και το συνάφι του είναι
δημοσιογράφοι.
«Άνθρωποι» σαν κι αυτούς ρίχνουν την ταφόπλακα στα θύματα, στους
θύτες και στους διψασμένους για αίμα αναγνώστες. Είναι νεκρόφιλοι,
παραμορφωμένοι ανάπηροι (όπως έλεγε και ο Ουναμούνο για το φασίστα
στρατηγό Αστράι) που γυρεύουν να βρουν όχι ανακούφιση, αλλά κέρδη
προκαλώντας γύρω τους την παραμόρφωση.
Έγραφε χθες ο αδίστακτος Αναστασιάδης: «Η μικρή Μαίρη που δε θα ξαναδεί ηλιοβασίλεμα…»
Ενώ
το κορίτσι παλεύει για τη ζωή της, και κάθε άνθρωπος με ευαισθησία
τουλάχιστον αμοιβάδας ελπίζει ότι θα νικήσει, ο κύριος Πρώτο Θέμα τη
θάβει ζωντανή για να εξυπηρετήσει τους ανήθικους σκοπούς του. Τη βιάζει,
ακόμα κι αν δεν έχει βιαστεί, για να μπορέσει να κερδίσει μερικές
χιλιάδες ευρώ ακόμα. Τη χτυπάει στα βράχια ξανά και ξανά για να μπορέσει
να δικαιολογήσει τη φαυλότητα της κυβέρνησης που στηρίζει –και τον
στηρίζει.
Δράκος δεν είναι κανένας άλλος
από ανθρώπους σαν αυτόν που κερδίζουν εκατομμύρια επενδύοντας στον
ανθρώπινο πόνο, στο τραγικό αίσθημα της ζωής.
Δράκοι είναι όλοι εκείνοι που
με γουρλωμένα μάτια διαβάζουν ξανά και ξανά τις λεπτομέρειες της
επίθεσης, για να αισθανθούν ανώτεροι από τον εγκληματία.
Δράκοι είναι αυτοί που αποφασίζουν ποιος είναι ένοχος πριν να γίνει δίκη.
Αν ο λαθρομετανάστης, ο Πακιστανός, ο
αράπης, ο ταμ-ταμ-ταμ (πως προτιμάτε να τον αποκαλέσουμε;) έκανε αυτό το
έγκλημα πρέπει να δικαστεί. Να δικαστεί τίμια. Και οι δικαστές
θα κρίνουν αν είναι ένοχος και τι ποινή πρέπει να του επιβληθεί. Όχι οι
δημοσιογράφοι, όχι οι αστυνομικοί, όχι οι βουλευτές (αριστεροί ή
δεξιοί), όχι οι αναγνώστες των αιματοβαμμένων φυλλάδων, όχι οι
Γελωτοποιοί.
Και αυτό το νεαρό κορίτσι, όταν θα γίνει καλά, ίσως να γράψει ένα βιβλίο και να κερδίσει το Πούλιτζερ.
Μέχρι τότε οι βρικόλακες θα της πίνουν το αίμα για να πλουτίζουν.
Καπότε και Λη
ΥΓ: Συμμαθητής της Λη στο δημοτικό ήταν ένας άλλος μεγάλος λογοτέχνης
της Αμερικής, ο Τρούμαν Καπότε, ο οποίος δεν έγραψε μόνο το «Πρωινό στο
Τίφανις», αλλά πολλά σημαντικά βιβλία, με σπουδαιότερο το «Εν ψυχρώ».
Ο Καπότε, που ήταν και δημοσιογράφος (χωρίς εισαγωγικά), περιγράφει
σε αυτό το βιβλίο του το αληθινό περιστατικό της δολοφονία μιας
τετραμελούς οικογένειας από δύο λευκούς. Χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις,
χωρίς a priori καταδίκες, χωρίς να παίρνει θέση, δημοσιογραφικά. Αλλά
θα ήταν αφέλεια εκ μέρους μας να παροτρύνουμε τους βρικόλακες των
ελληνικών media να διαβάσουν ένα τέτοιο βιβλίο για να μάθουν να γράφουν.
Οι βρικόλακες ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν. Δεν είναι αφελείς, είναι αδίστακτοι.
Επί του πιεστηρίου: Διαβάζω ότι κανένας
δικηγόρος δε δέχτηκε να υπερασπιστεί το Δράκο. Μάλλον είμαστε πολύ πιο
πίσω από την Αλαμπάμα του ’30.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου