15.7.08

Η ΑΝΘΗΣΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Υπήρξα και παραμένω φανατικός αναγνώστης εφημερίδων και ―κυρίως― περιοδικών· και μάλιστα ευρέος φάσματος, δηλαδή όχι μόνο των λογοτεχνικών. Κι αν μερικά λογοτεχνικά περιοδικά, με την ποιότητά τους και την οπτική τους, με ώθησαν κάποια στιγμή στο να αποπειραθώ την έκδοση του Εντευκτηρίου, τα "άλλα" περιοδικά, τα μη λογοτεχνικά, ήταν εκείνα που διαμόρφωσαν την γραφιστική αισθητική μου, όπως αυτή εκφράζεται τώρα πια στις σελίδες του δικού μου περιοδικού.

Παρακολουθώ φυσικά με φανατισμό, τα τελευταία χρόνια, τα (λεγόμενα) freee press, αν και σε μερικά από αυτά η δημοσιευόμενη ύλη είναι το πρόσχημα για τη συγκέντρωση διαφημίσεων· και για τα περισσότερα δεν ξέρω πόσο ακριβώς free μπορούν να είναι, δέσμια ακριβώς των διαφημίσεων και παρόμοιων εξαρτήσεων.

Ανάμεσα στα free press ξεχωρίζω για την ποιότητα της ύλης της την Parallaxi, κι αυτό σε μεγάλο βαθμό (ελπίζω) άσχετα από το γεγονός ότι ο εκδότης της Γιώργος Τούλας είναι φίλος αλλά κι από το ότι η Parallaxi αρκετές φορές έχει αναφερθεί επαινετικά στο Εντευκτήριο και στο υποκείμενό μου.



Στο τελευταίο τεύχος της λοιπόν η Parallaxi δημοσιεύει δύο τουλάχιστον εξαιρετικά κείμενα, που αποτελούν λαμπρά δείγματα της νέας δημοσιογραφικής λογοτεχνίας που ακμάζει στον τόπο μας και στον καιρό μας. Το ένα είναι το εκδοτικό σημείωμα του Γιώργου Τούλα, το δεύτερο είναι μια ιστορία που αφηγείται ο Παναγιώτης Ιωσηφέλης (νομίζω ότι στο Εντευκτήριο πρωτοδημοσίευσε πεζό του).

Αναζητείστε το καλοκαιρινό τεύχος του περιοδικού και διαβάστε αυτά αλλά και τα υπόλοιπα κείμενά του.
Δείγματος χάριν, παραθέτω εδώ το κείμενο του Τούλα.
Γιώργος Κορδομενίδης


Το δικό της αλλιώτικο καλοκαίρι

Πάνε τρεις μήνες που ξενοίκιασε το σπίτι. Όχι τίποτε σπουδαίο, ένα δυάρι στη Ροτόντα. Τριακόσια είκοσι ευρώ με το χαρτόσημο. Πολυκατοικία του εξήντα. Το πλήρωναν από μισό με τον Παντελή. Δυόμιση χρόνια άντεξαν μαζί. Τελευταία πιο πολλές ήταν οι γκρίνιες για τα χρέη, παρά οι χαρές. Χώρισαν στην αρχή του χειμώνα. Με τα πρώτα πετρέλαια. Τα πρώτα ανεβασμένα κοινόχρηστα. Είπε να το κρατήσει μόνη. Είχε τη σκασίλα του χωρισμού, να γύρναγε και στη μάνα της… Έπιασε και τρίτη δουλειά. Το πρωί αναπληρώτρια σε ένα σχολείο στη Χαλάστρα, μίαμιση ώρα να πάει και μιάμιση νάρθει. Τρία απογεύματα τη βδομάδα ιδιαίτερα σε ένα πιτσιρίκι αδύναμο στα φιλολογικά και κάθε Σάββατο και Κυριακή κρατούσε δυο δίδυμα για να βγαίνουν οι γονείς τους. Τα βόλευε κάπως αν δε γλιστρούσε μια μέρα σε ένα πεζοδρόμιο και δεν έσπαγε τα δόντια. Κάτω γνάθος κατεστραμμένη. Στα καλά καθούμενα. Και ένα μήνα με μώλωπες μακριά από τη δουλειά και τα χρέη που συσωρεύτηκαν, μετρητό δεν έμπαινε καθόλου και μετά τα δόντια. Δύο οκτακόσια για να φτιαχτούν. Σε μέτριο οδοντίατρο στην Τούμπα και όχι στο φιρμάτο στη Μητροπόλεως, που την έστειλε η κυρία που της κρατούσε τα παιδιά. Η μόνη λύση για να τον πληρώσει ήταν το δάνειο. Ξενοίκιασε το σπίτι και γύρισε στο πατρικό. Παναγία Φανερωμένη. Η πολυκατοικία γεμάτη πια μετανάστες. Και το παιδικό της δωμάτιο τι να πρωτοχωρέσει. Καλοκαίριαζε πια. Τις εξόδους τις έκοψε εκ των πραγμάτων. Τα κορίτσια είπαν μια μέρα για Πέγκυ Ζήνα και Ρουβά. Πλάκα θα είχε. Το ξέχασε το ίδιο απόγευμα. Έβγαινε στο μπαλκόνι της πρασιάς και κάπνιζε. Είχε και τα μπάιπας του πατέρα της. Που να καπνίσεις μέσα στο σπίτι. Βγες καμιά βόλτα της έλεγε η μάνα της, θα μαραθείς. Καλοκαιρινά ρούχα είχε να πάρει δυο χρόνια. Πέρσι κράτησαν τα λεφτά με τον Παντελή και πήγαν δέκα μέρες σε κάμπινγκ στην Κρήτη. Φέτος λογάριαζε να πάει κάπου σε δωμάτιο. Μεγάλωσε και κουράστηκε να κοιμάται κατάχαμα. Τα λογάριασε και έτσι και αλλιώς δεν της έβγαινε. Και όταν οι άλλες έβγαλαν τα εισιτήρια για την Κω τους είπε να μην την υπολογίζουν φέτος. Το δάνειο την έπνιγε και ας της έλεγε ο πατέρας της να μη σκάει. Πως κάτι θα έκανε και κείνος. Τα εξακόσια ευρώ της σύνταξης το μήνα ήταν ανέκδοτο. Σκέφτηκε να πάει μια βδομάδα στην Πελλοπόνησο. Η μάνα της κατάγεται από ένα χωριό κοντά στη Ζαχάρω. Περνούσαν παλιά τα καλοκαίρια στο σπίτι του παππού. Ψηλοέρημο πια. Τηλεφώνησε στα ξαδέρφια της, λέω να κατέβω. Μην έρθεις της είπαν, θα μαυρίσει η ψυχή σου. Ένας χρόνος πέρασε και δεν έχουν κάνει τίποτε. Απορώ που πήγαν όλα εκείνα τα λεφτά που δίνατε πέρσι στους μαραθώνιους για τα καμένα. Την άδεια την έφαγε στο πήγαινε έλα. Μια μέρα σε μια πισίνα με κάτι συναδέλφους. Πήρε δυο ποτά και άραξε στον ήλιο. Ένα Σαββατοκύριακο στα Φλογητά στο σπίτι του αδερφού της με τα παιδιά και τα σκυλιά. Και τρεις μέρες στο κάμπινγκ το φοιτητικό, γκοτζάμ γαιδούρα. Ένα βράδυ την έπιασε το παράπονο στο μπαλκόνι και έκλαψε. Τι στο διάολο κάνω στραβά σκέφτηκε. Το Αύγουστο άρχισε να προγυμνάζει ένα μαθητή για την επόμενη χρονιά. Κάθε μέρα δυο ώρες. Και κρατούσε και τα δίδυμα τα απογεύματα που η μάνα τους έκανε βελονισμούς και τάι τσι. Μια νύχτα στην Παναγία Φανερωμένη ανέβηκε στην ταράτσα. Η νύχτα ήταν ξάστερη. Έκανε ένα τσιγάρο, είδε τους Ρώσους απέναντι να πίνουν μπύρες. Του χρόνου σκέφτηκε, αν δε σπάσω κανένα δόντι μια βδομάδα σε τετράστερο θα την πάω. Όσο και αν στοιχήσει. Να νοιώσω σαν τα κορίτσια των διαφημίσεων.

Γιώργος Τούλας

14.7.08

Πλαστικά όνειρα με δανεικό χρήμα (Μιγιούκι Μιγιάμπε)

Η αλλοτρίωση του ανθρώπου από την υπερκατανάλωση και τον αλόγιστο δανεισμό

Μιγιούκι Μιγιάμπε
Πύρινη άμαξα
Μετάφραση [από τα αγγλικά]: Βασίλης Πουλάκος
Αθήνα, εκδόσεις Printa 2007, 337 σελ.

γράφει ο διευθυντής του Εντευκτηρίου, Γιώργος Κορδομενίδης


«H καταναλωτική μανία των Ελλήνων έχει οδηγήσει τη χώρα μας στην πρώτη θέση των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών με το υψηλότερο ποσοστό καταναλωτικών δανείων στο σύνολο του δανεισμού. Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2006, το ποσοστό της καταναλωτικής δαπάνης ανήλθε στο 16,32% έναντι 7, 97 στην Ευρωζώνη και 8,31 στην Ευρώπη των 27». («Η Καθημερινή», 25 Μαΐου 2008)


Μέχρι πριν από τρεις δεκαετίες, ήταν ελάχιστοι οι σύγχρονοι Γιαπωνέζοι συγγραφείς που γνωρίζαμε, έστω και κατ’ όνομα. Κι ακόμα λιγότερα ήταν τα βιβλία τους που μπορούσαμε να διαβάσουμε στη γλώσσα μας· κυρίως του Ριουνοσούκε Ακουταγκάουα και του Γιασουνάρι Καουαμπάτα (βραβείο Νομπέλ 1968).
Η εκδοτική επιτυχία του βιβλίου του Γιούκιο Μισίμα «Εξομολογήσεις μιας μάσκας» (μετ. Λουκά Θεοδωρακόπουλου, Οδυσσέας 1977) και το ευρύτερο ενδιαφέρον γύρω από τη ζωή και το έργο του συγκεκριμένου συγγραφέα φαίνεται πως έστρεψαν την προσοχή των Ελλήνων εκδοτών στο έργο και άλλων σύγχρονων Γιαπωνέζων πεζογράφων. Έτσι, από τη δεκαετία του ’80 και μετά, γνωρίσαμε, μεταξύ άλλων, τους Κατσούο Ισιγκούρο, Τζουνίτσιρο Τανιζάκι, Σουσάκου Έντο, Σέισι Γοϊκομίρο, Μπανάνα Γιοσιμότο, Χαρούκι Μουρακάμι, Γιόκο Ογκάουα (ονόματα που συχνά μεταγράφονται στα ελληνικά με διαφορετικό τρόπο από τους ποικίλους μεταφραστές).
Η «Πύρινη άμαξα» της Μιγιούκι Μιγιάμπε δεν είναι το πρώτο γιαπωνέζικο αστυνομικό μυθιστόρημα που μεταφράζεται στα ελληνικά (η αστυνομική σειρά των εκδόσεων «Άγρα» περιλαμβάνει ήδη αρκετά βιβλία του είδους αυτού). Παρουσιάζει ωστόσο ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς στο επίκεντρό του βρίσκεται η αλόγιστη χρήση καταναλωτικών καρτών και δανείων. Το φαινόμενο αυτό, που βρισκόταν στην κορύφωσή του στην Ιαπωνία στη δεκαετία του ’80, χαρακτηρίζει τώρα και την ελληνική οικονομία.
Κάθε άτομο που δεν μπορεί να απαντήσει τίμια στη βασική ερώτηση «ποιος είσαι;» είναι δυνατόν να εξαφανιστεί «σαν τις αράχνες που δεν αφήνουν πίσω τους ίχνη αλλά μονάχα έναν τέλειο ιστό». Όμως, όταν μια τέτοια εξαφάνιση συμβαίνει σε μια κοινωνία συμπαγή όπως η γιαπωνέζικη, όπως γίνεται στο γεμάτο διακυμάνσεις αστυνομικό μυθιστόρημα της Μιγιάμπε, τότε η εξαφάνιση μπορεί να αποδειχτεί ολοκληρωτική και μοιραία.
Αυτό βέβαια δεν μπορούσε να το ξέρει ο έμπειρος ντετέκτιβ της αστυνομίας Σούνσουκε Χόνμα, που βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια μετά από πυροβολισμό που δέχτηκε από έναν κακοποιό, όταν ανέλαβε ―κατά παράκληση του ανιψιού της συγχωρεμένης της γυναίκας του― να ερευνήσει την εξαφάνιση της αρραβωνιαστικιάς του. Εκ πρώτης όψεως, η Σόκο Σεκίνε εξαφανίστηκε για να μην ανακαλυφθεί ότι στο παρελθόν είχε ζητήσει και κηρύχθηκε σε ‘καταναλωτική πτώχευση’, εξαιτίας της υπέρμετρης χρήσης της πιστωτικής της κάρτας στην αρχή, των υπεραναλήψεων μετρητών κατόπιν, των διαδοχικών προκαταβολών από τον μισθό της κτλ.
Η ενδελεχέστερη έρευνα από τον ντετέκτιβ Χόνμα αυτής της εξαφάνισης καταλήγει σε μια απροσδόκητη ανακάλυψη: η (φερόμενη ως) ‘Σόκο Σεκίνε’ είχε οικειοποιηθεί την ταυτότητα και το βιογραφικό μιας άλλης γυναίκας, της οποίας μάλιστα ―κι αυτό είναι το χειρότερο― είχε αφαιρέσει τη ζωή.
Ο βασικός καμβάς της ιστορίας ξεκαθαρίζει αρκετά γρήγορα, όπως επίσης σχεδόν εξαρχής είναι προφανής η άτυχη κατάληξη της πραγματικής Σόκο. Ωστόσο, η Μιγιάμπε καταφέρνει να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τέλος, έτσι όπως ο ντετέκτιβ φέρνει στο φως τη μια λεπτομέρεια μετά την άλλη, για τις ζωές των δύο γυναικών. Στην έρευνά του παίζει ιδιαίτερο ρόλο το πολύπλοκο γραφειοκρατικό σύστημα με το οποίο το ιαπωνικό κράτος παρακολουθεί την οικογενειακή κατάσταση κάθε πολίτη, τον εκάστοτε τόπο διαμονής του, τη διαδοχική του κοινωνική ασφάλιση από εργοδότη σε εργοδότη.



Η Μιγιάμπε αποδεικνύεται πραγματική δεξιοτέχνης στην ψυχογράφηση του σύγχρονου Ιάπωνα μικρο- και μεσο-αστού που βρίσκεται καταχρεωμένος και τα χάνει όλα στην προσπάθειά του να γευτεί την ‘καλή ζωή’ που περιγράφουν τα lifestyle περιοδικά. Ταυτόχρονα, περιγράφει συνοπτικά όσο και εύστοχα το πώς λειτουργεί η ιαπωνική κοινωνία σε διάφορα επίπεδα: το κυνηγητό της δουλειάς, η σημασία της οικογένειας, η θέση της γυναίκας αλλά και το πώς αλλάζει η οικονομία όταν ο δανεισμός γίνεται ευκολότερος. Εκεί όμως όπου λάμπει η δεινότητά της είναι η σκιαγράφηση του κεντρικού ήρωα, του ντετέκτιβ Χόνμα, τον οποίο παρουσιάζει σαν έναν άνθρωπο που δείχνει μεγαλύτερος από τα 42 χρόνια του, άτομο ιδιαίτερα σκεπτόμενο και με βαθιές ανησυχίες, για τη ζωή του αλλά και για το μέλλον του 10χρονου αγοριού του.
Όλο αυτό το πλέγμα των επιμέρους θεμάτων κάνει ακόμη πιο ενδιαφέρον ένα ήδη συναρπαστικό μυθιστόρημα και κινητοποιεί την προσοχή του αναγνώστη πέρα και πάνω από την πετυχημένη πλοκή.

Γιώργος Κορδομενίδης

[το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η Καθημερινή, 13.7.2008]

8.7.08

ΤΟ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟΥ ΕΡΩΤΑ (Αλόν Χίλου)

Αλόν Χίλου
Ο θάνατος του μοναχού
Μετάφραση από τα εβραϊκά: Χρυσούλα Κ. Παπαδοπούλου
Αθήνα, εκδόσεις Μεταίχμιο 2007, 389 σελ.



Τον Φεβρουάριο του 1840, στην υπό οθωμανική κατοχή Δαμασκό, ξέσπασε μεγάλος διωγμός των Εβραίων όταν οι Χριστιανοί τους κατηγόρησαν ―αβάσιμα, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων― ότι δολοφόνησαν για τελετουργικούς λόγους έναν μοναχό του Τάγματος των Καπουτσίνων και τον Έλληνα υπηρέτη του.
Γεννημένος το 1972 στη Γιάφα του Ισραήλ, ο Αλόν Χίλου, στο πρώτο του αυτό μυθιστόρημα χρησιμοποιεί ως βάση τα πραγματικά περιστατικά, όπως έχουν καταγραφεί σε μαρτυρίες της εποχής αλλά και σε μεταγενέστερες σχετικές ιστορικές έρευνες, ωστόσο αφηγείται την Υπόθεση της Δαμασκού από μια εκκεντρική σκοπιά: Ο Ατσλάν Φάρχι, ένας νεαρός, μαλθακός, Εβραίος, γόνος διακεκριμένης οικογένειας εμπόρων της πόλης, νιόπαντρος ήδη στα δεκάξι του χρόνια μήπως και έτσι ανδρωθεί, ανακαλύπτει τη σεξουαλικότητά του στην αγκαλιά ενός κουρέα, στη φτωχική πλευρά της πόλης, και αρχίζει να συνειδητοποιεί την ισόβιά του καταδίκη σε μια απαγορευμένη από τη θρησκεία του και διωκώμενη από τον νόμο ερωτική έκφραση.

Στην αφήγηση του Χίλου, ο θάνατος του ηλικιωμένου μοναχού, που προκάλεσε την οργή των Χριστιανών κατά των Εβραίων, συνέβη στη διάρκεια της ερωτικής του συνεύρεσης με τον Ατσλάν· ο οποίος, προκειμένου να αποφύγει την αποκάλυψη της ερωτικής του ιδιαιτερότητας, τη συνακόλουθη διαπόμπευση και αποβολή από την εβραϊκή κοινότητα αλλά και την τιμωρία του από το δικαστήριο, διαμέλισε το πτώμα και εξαφάνισε τα μέλη του. Και σαν να μην έφτανε μόνον αυτό, όταν από αφέλεια ενεπλάκη στην υπόθεση, κατηγόρησε ενώπιον των Αρχών τον πατέρα του και άλλους επιφανείς Εβραίους ότι αυτοί, όντως, δολοφόνησαν τον πατέρα Τομάσο. Καθοριστικό ρόλο στην ψευδή καταγγελία του Ατσλάν έπαιξε ένας γοητευτικός ανακριτής, στο πρόσωπο του οποίου ο νεαρός Εβραίος αναγνώρισε την, εξωτικής ομορφιάς, “χορεύτρια” που τον είχε σαγηνεύσει πρίν λίγες ημέρες σε ένα καπηλειό.
Η καταγγελία του Αρτσλάν επιβεβαίωσε τις φήμες που κυκλοφορούσαν μεταξύ των Χριστιανών και προκάλεσε βιαιοπραγίες κατά των Εβραίων και λεηλασίες των περιουσιών τους, που πέρασαν στην ιστορία ως Υπόθεση της Δαμασκού.
Το στοιχείο της ομοφυλοφιλίας που εισάγει ο Χίλου (και για το οποίο δεν φαίνεται να διαθέτει ούτε καν μια απλή ιστορική ένδειξη) δίνει στο μυθιστόρημα διαχρονικό χαρακτήρα, καθώς ο νεαρός Εβραίος, ακριβώς όπως εκατομμύρια έφηβοι ανά τους αιώνες, αγωνίζεται να ανακαλύψει πρώτα, να αποδεχτεί έπειτα, να γευτεί τέλος την ερωτική του ιδιαιτερότητα. Η σύγχυσή του ―που αρκετές φορές εξελίσσεται σε φόβο― είναι έντονη, κάποτε γίνεται και μελοδραματική, αλλά αυτό είναι αναγκαίο προκειμένου να δικαιωθούν οι ακραίες ενέργειές του, δηλαδή οι βαριές κατηγορίες εναντίον του πατέρα του και του πεθερού του. Ο Ατσλάν ήδη από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου εμφανίζεται ως πάσχων πρόσωπο, που πρώτα κατατρύχεται από αμφιβολίες για την ερωτική του υπόσταση και λίγο αργότερα γνωρίζει τις χαρές του έρωτα έμπλεως τρόμου για όσα δεινά τον περιμένουν αν/όταν αποκαλυφθεί η ερωτική του απόκλιση.
Την εξιστόρηση αναλαμβάνει ο ίδιος ο Ατσλάν, ο οποίος όμως ―κι αυτό είναι αξιοσημείωτο― στις πιο δυσάρεστες για κείνον στιγμές επιλέγει να μιλήσει για τις πράξεις και τις παραλείψεις του σε τρίτο πρόσωπο, λες και του είναι ευκολότερο να αναφερθεί σ’ αυτές σαν να είναι ενέργειες κάποιου άλλου!



Το μεγάλο προσόν του βιβλίου είναι το στυλ του. Ο Χίλου χρησιμοποιεί μια πολυποίκιλτη, συχνά ποιητική γλώσσα, που παραπέμπει σε καθαρά ανατολίτικες, λυρικές, αφηγήσεις. Σχεδόν κάθε ουσιαστικό συνοδεύεται από κάποιο επίθετο, οι χρόνοι εναλλάσονται με άτακτη κανονικότητα, μερικές φορές και μέσα στην ίδια πρόταση. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επαινεθεί η εξαιρετική μεταφραστική εργασία της Χρυσούλας Κ. Παπαδοπούλου.
Πρόκειται για βιβλίο ασυνήθιστο, που ρίχνει ένα ιδιάζον, αν και αυθαίρετο, φως σε ένα συναρπαστικό επεισόδιο της ιστορίας αλλά και σε έναν τρόπο ζωής στη Μέση Ανατολή που έχει εξαφανιστεί ανεπιστρεπτί από το πρόσωπο της γης· παράλληλα, είναι βιβλίο διασκεδαστικό (με τον τρόπο του), με κοφτερό χιούμορ, αλλά και πειστικό, καθώς ο συγγραφέας αξιοποιεί προς την κατεύθυνση που επέλεξε το πλούσιο σχετικό πραγματολογικό υλικό.
Ακόμη κι έτσι πάντως, εντυπωσιάζει το γεγονός ότι Ο θάνατος του μοναχού τιμήθηκε με το Προεδρικό Βραβείο του Ισραήλ (2006). Δεν μπορεί να μη σκεφτεί κανείς πως, στα καθ’ ημάς, υπήρξε βουλευτής (αργότερα διετέλεσε Υφυπουργός Πολιτισμού, προφανώς λόγω των “ανοιχτών” του πνευματικών οριζόντων) ο οποίος κατέθεσε ερώτηση στη Βουλή επειδή βραβεύτηκε με κρατικό βραβείο πεζογραφίας το “πορνογραφικό”, κατά τη γνώμη του, Ζιγκ ζαγκ στις νεραντζιές της Έρσης Σωτηροπούλου!

Γιώργος Κορδομενίδης