Την πρώτη μέρα του Αυγούστου οι τρεις πολιτικοί αρχηγοί κατόρθωσαν να συμφωνήσουν στο πρόγραμμα νέων περικοπών, στο οποίο ουσιαστικά είχαν ήδη συμφωνήσει πριν από έναν μήνα, κατά τον σχηματισμό της τρικομματικής κυβέρνησης συνασπισμού, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ. Μια κυβέρνηση συνασπισμού στην οποία κατέφυγε το πολιτικό σύστημα της χώρας μας, αφού οι ισχυρές κυβερνήσεις που έδινε από τη μεταπολίτευση το εκλογικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής οδήγησαν απρόσκοπτα και χωρίς κανένα εμπόδιο στον δρόμο τους τη χώρα στην χρεοκοπία, με επακόλουθα την οικονομική και κοινωνική καταστροφή. Έχουμε λοιπόν το παράδοξο η μεν κοινοβουλευτική αυτοδυναμία να οδηγεί στην καταστροφή, η δε συναίνεση να μη μπορεί να λειτουργήσει εξαιτίας των επιμέρους κομματικών στρατηγικών, που βρίσκονται πάντα υπεράνω αυτού που θα μπορούσε να οριστεί ως «κοινό καλό». Είναι ενδιαφέρον στο σημείο αυτό να συγκρίνουμε την Ελλάδα με την Ελβετία.
Μάλιστα, η σύμπτωση της ημερομηνίας της 1ης Αυγούστου με την εθνική εορτή της Ελβετίας (καθώς την 1η Αυγούστου του 1291 ιδρύθηκε η Ελβετική Συνομοσπονδία από τα τρία καντόνια «του Δάσους», Uri, Schwyz και Unterwalden») παρέχει την ευκαιρία της αναφοράς σε ένα πολύ διαφορετικό σύστημα πολιτικής εκπροσώπησης και διακυβέρνησης, που έχει κάνει την Ελβετία μια από τις πιο ευημερούσες χώρες του κόσμου.
Κεντρική ιδέα του πολιτικού συστήματος της Ελβετίας είναι η εξασφάλιση της ευρύτερης δυνατής συμμετοχής στην άσκηση της εξουσίας, και αυτό πραγματοποιείται με τον σημαντικό ρόλο που παίζουν τα καντόνια ―λόγω των πολλών αρμοδιοτήτων τους― και με τη συχνή διοργάνωση δημοψηφισμάτων, που αποτελούν σημαντικό θεσμό άμεσης δημοκρατίας.
Παράλληλα, η λήψη αποφάσεων και η κυβέρνηση δεν στηρίζονται στην αρχή της πλειοψηφίας, αλλά το ελβετικό πολιτικό σύστημα επιδιώκει την κατά το δυνατό συναινετική διακυβέρνηση της χώρας. Αυτό με τη σειρά του πραγματοποιείται με τη συμμετοχή σχεδόν του συνόλου των πολιτικών κομμάτων της χώρας στην κυβέρνηση. Σε αντίθεση δε με την Ελλάδα, πού παρά τις σταθερές διαβεβαιώσεις πως η νέα κυβέρνηση θα έχει ολιγομελές και ευέλικτο σχήμα, αυτή καταλήγει πάντα να ξεπερνά τα 30 μέλη (και λίγα είναι), η ελβετική ομοσπονδιακή κυβέρνηση αποτελείται από 7 υπουργούς (!), που κατά λέξη ονομάζονται «ομοσπονδιακοί σύμβουλοι», και από τους οποίους ο ένας γίνεται κάθε χρόνο (συνήθως εκ περιτροπής) πρόεδρος της χώρας. Αυτοί δε οι 7 υπουργοί προέρχονται από τα 4 μεγαλύτερα κόμματα της χώρας, συγκροτώντας την κυβέρνηση, η οποία λειτουργεί με σχετική ανεξαρτησία από τα κόμματα στα οποία ανήκουν οι υπουργοί. Έτσι, οι αποφάσεις λαμβάνονται σε πνεύμα συναίνεσης και βέβαια οι υπουργοί προΐστανται ενός συνόλου άξιων τεχνοκρατών, που διαχειρίζονται όλα τα τεχνικά θέματα των υπουργείων. Και επειδή είναι πρόχειρη η εξήγηση πως η ευημερία της Ελβετίας στηρίζεται στις τράπεζες και στα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων, θα ήταν χρήσιμο να τονίσουμε ότι η ελβετική οικονομία στηρίζεται στη βαριά της βιομηχανία και στα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, η χώρα διατηρεί ζωντανή τη γεωργία της, παρέχοντας με την άριστη συγκοινωνιακή της υποδομή τη δυνατότητα να ζει κανείς στο χωριό και να έχει άμεση πρόσβαση στις ανέσεις των πόλεων. Επίσης, η οικονομική ανάπτυξη είναι ζήτημα συνεχούς παρακολούθησης όσο και λήψης κατάλληλων μέτρων και πραγματοποίησης επενδύσεων στην Έρευνα, την Εκπαίδευση, την Ακρίβεια και την Ποιότητα, κατι που απαιτεί συνεχή παρακολούθηση τόσο της πορείας εφαρμογής των στόχων όσο και των εξελίξεων στο διεθνές περιβάλλον.
Κάποια στιγμή, στη δεκαετία του 90, βγήκαν (για άλλη μία φορά) τα αποτελέσματα της έρευνας του ΟΟΣΑ για την παιδεία (PISA). Η Ελβετία είχε πέσει κατά μία θέση, παραμένοντας όμως μεταξύ των πρώτων, και η Ελλάδα, όπως πάντα, βρισκόταν μεταξύ των τελευταίων. Ο Έλληνας υπουργός Παιδείας εξήγησε γιατί η έρευνα δεν ήταν αντιπροσωπευτική για την ελληνική περίπτωση, επειδή δεν έπαιρνε υπόψη της σημαντικές ελληνικές ιδιαιτερότητες. Οι Ελβετοί, αντίθετα, σχημάτισαν αμέσως μία ομάδα από υψηλόβαθμα στελέχη του υπουργείου που ασχολείται με την παιδεία και πήγαν στην Φιλανδία, που είχε πάρει τότε την πρώτη θέση, για να μελετήσουν το εκπαιδευτικό της σύστημά και να δουν τι θα μπορούσαν να μεταφέρουν στο δικό τους…
*Ο Κωνσταντίνος Καραλής είναι Χημικός Μηχανικός - Οικονομολόγος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου