Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μάρη Θεοδοσοπούλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μάρη Θεοδοσοπούλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

9.11.19

Μερικά μικρά οδόσημα

του Γιώργου Κορδομενίδη



# Βράδυ της 8.11.1987. Μπαίνω στο σπίτι κατά τις 11 το βράδυ ― είχα φύγει στις 8 το πρωί. Η μητέρα μου, μισοξαπλωμένη στο ντιβανάκι της κουζίνας, μ’ ένα μικρό πορτατίφ στο τραπέζι δίπλα της, διαβάζει ένα λαϊκό περιοδικό. Εδώ και λίγο καιρό έχει αρχίσει να ξεχνάει αν πήρε τα φάρμακά της, τι συμφωνήσαμε να μαγειρέψει, αν με ζήτησε κάποιος στο τηλέφωνο... Ωστόσο, με το που μπαίνω στο σπίτι, προτού ακόμη εμφανιστώ στο άνοιγμα της πόρτας, ακούω τη φωνή της: «Αγόρι μου, βγήκε το βιβλίο σου; Είναι όπως το ήθελες; Είσαι ευχαριστημένος; Για φέρ’ το μου να το δω...».

# Στο εξώφυλλο του τεύχους 1 του Εντευκτηρίου, δίπλα στη λέξη του τίτλου, φιγουράρει το σήμα του περιοδικού ―ένα έψιλον πεζό―, από τη σειρά που με συγκινητική προθυμία και ζήλο είχε σχεδιάσει η εικαστικός και αλησμόνητη φίλη Χριστίνα Ζερβού (1937-1988).


Λογότυπος για το Εντευκτήριο από τη Χριστίνα Ζερβού.
Χρησιμοποιήθηκε μόνο στο εξώφυλλο του πρώτου τεύχους.


Κανείς δεν κατάλαβε τι ήταν εκείνο το σήμα, ότι ήταν δηλαδή ένα έψιλον! Η στιγμή που έπρεπε να πω στη δημιουργό του ότι δεν θα υπάρχει στα επόμενα τεύχη ήταν από τις δυσκολότερες στην τριαντάχρονη και κάτι διαδρομή του περιοδικού. Ή έτσι τη συγκρατώ στη μνήμη μου, καθώς η Ζερβού πέθανε λίγους μήνες αργότερα, από μεταστατικό καρκίνο.


Όλοι οι λογότυποι που σχεδίασε για το Εντευκτήριο η Χριστίνα Ζερβού

# Το Εντευκτήριο απόκτησε δικό του χώρο (το «Underground Εντευκτήριο», στη Δεσπεραί 9) μόλις τον Δεκέμβριο του 2001. Ελλείψει χώρου λοιπόν ―έμενα τότε ακόμη στη Σταυρούπολη―, ο Σάββας Γρηγοριάδης, η Αθηνά Καλαϊτζόγλου, η Σίσυ Κανίογλου και το υποκείμενό μου φακελώσαμε το πρώτο τεύχος στο γραφείο μου στην Εθνική Τράπεζα.

# Καθώς ήθελα στο πρώτο τεύχος του περιοδικού να υπάρχει και κείμενο κάποιου “μεγάλου ονόματος” από την Αθήνα, είχα πάρει το θάρρος να τηλεφωνήσω στον Κώστα Ταχτσή (δεν γνωριζόμασταν καθόλου) και να του ζητήσω συνεργασία. Όταν του ανέφερα πως το τεύχος θα περιέχει αφιέρωμα στη φυλακή ως θεσμό, μου είπε ότι ίσως θα μπορούσε να γράψει μία σχετική ιστορία· πράγματι, λίγες εβδομάδες αργότερα μου έστειλε ένα μικρό πεζό υπό τον τίτλο «Μέσ’ απ’ τα σίδερα». Όμως, αφού έλαβε τα αντίτυπα που του ταχυδρόμησα, μου έστειλε ένα.. δυσαρεστημένο μπιλιέτο, όπου με αυστηρό τόνο μού έγραφε ότι στη δημοσίευση υπήρχαν μερικές σοβαρές αβλεψίες και ότι μετάνιωσε που μου έδωσε το κείμενό του.

# Θα ήταν γύρω στο 1990. Η αντρική φωνή στην άλλη άκρη του τηλεφώνου μού συστήθηκε: «Λέγομαι Νίκος Ξανθόπουλος. Κατοικώ στην Αθήνα και εκεί δεν βρίσκω πάντα το περιοδικό σας. Μου λείπουν μερικά τεύχη. Πού μπορώ να σας συναντήσω και να τα προμηθευτώ;». Τι συνωνυμία κι αυτή, σκέφτηκα. Αλλά την επόμενη μέρα, ο φύλακας στην είσοδο του κτιρίου της Τράπεζας, τηλεφώνησε εμβρόντητος για να με ειδοποιήσει ότι «ο Νίκος Ξανθόπουλος, το “παιδί του λαού”», έρχεται στο γραφείο μου! Όταν ο κοσμαγάπητος ηθοποιός άνοιξε την πόρτα, οι συνεργάτιδές μου κι εγώ δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. Λες και τον ενοχλούσαν τα καλά λόγια που του έλεγα για τον ίδιο και για τις ταινίες του που είχα δει παιδί ―με τους γονείς μου αλλά και μόνος―, με διέκοψε για να μου πει πόσο του αρέσει το Εντευκτήριο, καθώς και για τη μεγάλη βιβλιοθήκη που διαθέτει στην Αθήνα, με βιβλία και με περιοδικά. Αρνήθηκε να δεχτεί ως δώρο τα τεύχη που τον ενδιέφεραν, επέμενε ώς το τέλος να τα πληρώσει κανονικά, συμφωνήσαμε (νομίζω) σε μια κάποια συμβολική έκπτωση... Η δεύτερη έκπληξη που μου επεφύλασσε ο Ν.Ξ. ήταν η παρουσία του στην εκδήλωση για το Εντευκτήριο που οργάνωσε (9.3.2009) το Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος (με πρωτοβουλία του Γιώργου Ζεβελάκη και του Γιάννη Πατίλη), στην αίθουσα του Ιωνικού Συνδέσμου. «Ήρθα από την Παιανία για πάρτη σου», μου είπε. Χρειάζεται να πω πόσο κολακεύτηκα;



# “Περιοδικομανής”, εκδότης ο ίδιος του σπουδαίου ―μολονότι βραχύβιου― περιοδικού Κριτική (1959-1961), o Μανόλης Αναγνωστάκης, σ’ ένα άρθρο του πρωτοδημοσιευμένο στην Αυγή, 1-2.12.1983 (αναδημοσιεύτηκε στο Εντευκτήριο 6, 1989), χωρίζει τα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής σε δύο κατηγορίες: σ’ αυτά που είναι «περισσότερο ανθολόγια καλών κειμένων» και σ’ εκείνα που αποτελούν «δημόσιο βήμα για τη διαμόρφωση μιας πρότασης». Σ’ ένα δίκοπο κείμενό της για το Εντευκτήριο (εφημ. Εποχή, 30.3.2015), η Μάρη Θεοδοσοπούλου, η οποία πάντως είχε αφιερώσει αρκετές φορές τη στήλη της είτε σε τεύχη του περιοδικού είτε σε βιβλία των εκδόσεών του, έγραφε πως «[ο Αναγνωστάκης] μάλλον συγκατατάσσει το περιοδικό στα “έντυπα καλής ανθολογίας”». Πάντως, επειδή μερικές φορές (σπάνιες, είναι η αλήθεια) η ζωή γίνεται δίκαιη, ο Αναγνωστάκης, ένα βράδυ στο σπίτι του στην Πεύκη, παρουσία της συζύγου του, Νόρας, και της αδελφής του, Λούλας, καθώς και του ζεύγους Δημήτρη Δασκαλόπουλου - Μαρίας Στασινοπούλου, μου είπε: «Κορδομενίδη, να το ξέρεις, σε παρακολουθώ με αυστηρότητα. Αλλά πας καλά, το Εντευκτήριο πάει καλά. Και χαίρομαι».

# O πρώτος που υποδέχτηκε το Εντευκτήριο σε έντυπο της Θεσσαλονίκης ήταν ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, με χρονογράφημά του στην εφημερίδα Θεσσαλονίκη. Και πρώτος στην Αθήνα ο Κώστας Σταματίου, στη σελίδα του για το βιβλίο στα Νέα.

[ πρώτη δημοσίευση στο τχ. Νο 115 του περιοδικού Εντευκτήριο ]

4.9.16

Πέθανε η κριτικός λογοτεχνίας Μάρη Θεοδοσοπούλου





Από μια ανάρτηση του φίλου εκδότη Νίκου Γκιώνη (Πόλις), πληροφορήθηκα, προ ολίγου, με μεγάλη λύπη, πως πέθανε (κατά μία πληροφορία, στις 9 Αυγούστου, αν και ο θάνατός της έγινε μόλις τώρα γνηωστός) η κριτικός λογοτεχνίας Μάρη Θεοδοσοπούλου.


Είχε εργαστεί στο περιοδικό Αντί και αργότερα συνεργάστηκε με τις εφημερίδες Το Βήμα και Ελευθεροτυπία. Tα τελευταία χρόνια έγραφε στην εφημερίδα Εποχή.


Στο διαδίκτυο δεν κατάφερα να εντοπίσω βιογραφικά στοιχεία της (ούτε καν στη Βιβλιονέτ).

Είχε εκδώσει δύο βιβλία: Εποχικά (1999) και Μετ' έρωτος και στοργής (2001).

Παρότι κατά διαστήματα μιλούσαμε σπανίως αλλά με διάρκεια στο τηλέφωνο, δεν συναντηθήκαμε ποτέ. Ασχολήθηκε πολλές φορές με τεύχη και εκδόσεις του Εντευκτηρίου. Ήταν κριτικός με άποψη ―που δεν δίσταζε να την εκθέτει, γεγονός που δεν την έκανε πάντοτε και σε όλους συμπαθή― αλλά και ... "έκκεντρη": έγραφε διεξοδικά για εκδόσεις (βιβλία και περιοδικά), καθώς και για βιβλία πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων, που και τα μεν και τα δε περνούσαν στο "ντούκου" από τις σελίδες βιβλίου των άλλων εφημερίδων. «Σχολαστική, εξαντλητική, αναλυτική» τη χαρακτήρισε εύστοχα ο πεζογράφος Θεόδωρος Γρηγοριάδης, επισημαίνοντας: «Δεν την γνώριζα. Όμως εκείνη μας γνώριζε όλους από το πρώτο μας κειμενάκι στο πιο μικρό λογοτεχνικό περιοδικό».
 

Διατηρούσε το ιστολόγιο http://maritheodo.blogspot.gr/, όπου η τελευταία της ανάρτηση (2.6.2016) αφορούσε το βιβλίο του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου Υποκείμενο.



Μάρη Θεοδοσοπούλου: Ο δεκάλογος του κριτικού


(από έρευνα της Χρύσας Σπυροπούλου, που δημοσιεύτηκε στο ένθετο «Βιβλιοθήκη» της εφημ. Ελευθεροτυπία, 28.5.2011)


Ο κριτικός πρέπει, κατ' αρχάς, να διαβάζει το βιβλίο, που σημαίνει όχι να το διατρέχει, αλλά να το μελετά. Πρέπει, επίσης, να έχει γενικότερη εποπτεία του πεδίου αναφοράς του βιβλίου, που σημαίνει να διαθέτει τις απαιτούμενες ιστορικές, τεχνικές ή άλλες γνώσεις, ώστε να μπορεί να εκφέρει γνώμη για τις μυθοπλαστικές επινοήσεις. Από εκεί και πέρα, η κριτική πρέπει να δίνει μια όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα του βιβλίου. Να προσδιορίζει το είδος και τη λογοτεχνική παράδοση στην οποία ανήκει. Να σκιαγραφεί το θέμα, να συνοψίζει την υπόθεση και να παρουσιάζει τους χαρακτήρες. Κυρίως, πρέπει να αντιμετωπίζει υπό ίσους όρους μορφή και περιεχόμενο, καθώς συνιστούν το αδιαίρετο όλον του μυθιστορήματος. Ενα πρωταρχικό μη αφορά τα ιδιόλεκτα των λογοτεχνικών θεωριών, που, εκτός από κουραστικά, καταλήγουν και ακατάληπτα. Ενα δεύτερο μη έχει να κάνει με τον συγγραφέα του βιβλίου. Ο κριτικός πρέπει να μην τον λαμβάνει καθόλου υπόψη, καθώς και τους λοιπούς συντελεστές της έκδοσης. Πρέπει, ωστόσο, να γνωρίζει ολόκληρο το έργο του και να είναι σε θέση να το τοποθετήσει στο ευρύτερο λογοτεχνικό πεδίο. Κατά τα άλλα, σε μια κριτική πρέπει να γίνεται οικονομία σε επαίνους, όπως και στο αντίθετό τους, τις απορριπτικές κρίσεις. Καλό είναι, γενικότερα, να αποφεύγονται οι απόλυτες αποφάνσεις, είτε θετικές είτε αρνητικές. Πόσω μάλλον οι μονολεκτικές αξιολογήσεις, τύπου βαθμολόγησης κινηματογραφικών ταινιών. Επίσης, να μην κρίνει ένα μυθιστόρημα ή και γενικότερα ένα βιβλίο, που πρόκειται να απορρίψει εξ ολοκλήρου. Τέλος, ο κριτικός να μη λησμονεί ότι και οι κρίνοντες κρίνονται, αφού, έτσι κι αλλιώς, είναι αναγκασμένος να παραβαίνει την ευαγγελική ρήση: «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε». 


Ο μεταφραστής, δοκιμιογράφος και εκδότης του περιοδικού Νέο Πλανόδιον, Κώστας Κουτσουρέλης, έγραψε στη σελίδα του στο Facebook:

Προσωπικά με είχε περιλάβει δυο τουλάχιστον φορές, μ' εκείνη την οξεία, αν και λοξή ειρωνεία της. Όταν πρωτοβγήκε το δοκίμιό μου για τον Καβάφη (το κύριο μέρος του,στο αφιέρωμα της Νέας Εστίας τον 2003), είχε επικρίνει το θράσος του 35χρονου τότε που νόμιζε ότι τα ξέρει όλα. Δέκα χρόνια αργότερα, όταν κυκλοφόρησε πια το βιβλίο, για μια στιγμή, μου "εφάν' εις τούτο [πιο] ευμενής". Αναγνώριζε πλέον ότι το γραφτό μου «θέ­τει ου­σιώ­δη θέ­μα­τα προς συ­ζή­τη­ση ε­πί του κα­βα­φι­κού με­γέ­θους, τα ο­ποία δεν α­ντι­με­τω­πί­ζο­νται πρό­χει­ρα ή α­πο­φθεγ­μα­τι­κά.»

Παραθέτω τη φράση, όχι γιατί με αφορά, αλλά γιατί είναι το ύφος της par excellence. Ο ανυποψίαστος ας προσέξει τη δίκοπη φράση «δεν αντιμετωπίζονται πρόχειρα». Στο βιβλίο μου επιτυγχάνεται αυτό; Ή μήπως o λόγος εδώ είναι γενικός, ευχετικός: "δεν θα 'πρεπε να αντιμετωπίζονται έτσι";... Πολλές φορές αναρωτήθηκα, σε συμπέρασμα τελικό δεν έφτασα ποτέ.
Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ είχε πει γι' αυτήν ότι τα κριτικά της κείμενα υπονοούν περισσότερα απ' όσα δηλώνουν. Και είναι αλήθεια: ο ασκημένος μόνο αναγνώστης της έπιανε πίσω από την πυκνή διατύπωση τους υπαινιγμούς. Μέσο εκφραστικό δικό της ήταν πάντα η συγκρατημένη απόφανση, το understatement, οι επιφυλάξεις. Οπαδός από ταμπεραμέντο της ευθυγλωσσίας, ενίοτε και της κραυγαλέας, άργησα να καταλάβω ότι το συγκράτημα αυτό, στα κατάλληλα χέρια, μπορεί να κρύβει μέσα του το ίδιο πάθος, τον ίδιο έρωτα για τη λογοτεχνία όσο και οι αμεσότερες φωνές, που εγώ προτιμούσα. Τα δικά της χέρια ήταν τέτοια.
Στην περιώνυμη εφημερίδα, όπου είχε για ένα διάστημα μόνιμη στήλη, δεν ρίζωσε. Οι φήμες επιμένουν ότι μεγαλοεκδότης, που είχε δει συγγραφέα του να κακοπαθαίνει από την πέννα της, απείλησε τον υπεύθυνο του ενθέτου εκεί, ότι θα του κόψει μαχαίρι τις διαφημίσεις. Και προκειμένου να περισωθούν οι διαφημίσεις, κόπηκε εκείνη... Από μια πλευρά, ευτυχώς. Στην μικρή και απόκεντρη "Εποχή", όπου κρατούσε για χρόνια τη σελίδα του βιβλίου, είχε τουλάχιστον το ελεύθερο να ασχοληθεί με βιβλία και θέματα που την ενδιέφεραν περισσότερο, που την αφορούσαν προσωπικά.
Μου είχαν πει ότι υπήρξε μαθηματικός πολυτάλαντη. Ότι στα νιάτα της ήταν συνεργάτις του μεγάλου Πριγκόζιν στο Βέλγιο και ότι είχε εμπρός της καριέρα λαμπρή που την εγκατέλειψε για να επιστρέψει στα πάτρια και τη γλώσσα. Μεταδίδω την πληροφορία με κάθε επιφύλαξη. Η μνήμη παίζει συχνά περίεργα παιχνίδια. Ἀλλωστε ουδέποτε τη συνάντησα για να 'χω την ευκαιρία να την επαληθεύσω. Παρ' όλα αυτά, για κάποιο λόγο, η ιστορία αυτή μου μοιάζει να ανταποκρίνεται στον χαρακτήρα του ανθρώπου που υπήρξε.
Βιβλία δικά της βγήκαν ελάχιστα. Τα "Εποχικά", για την νεώτερη πεζογραφία μας, κι ένα μικρό, για τον αγαπημένο της Παπαδιαμάντη. Τα καλύτερά της, αυτά της τελευταίας 15ετίας, παραμένουν εκδοτικώς αφανή, θησαυρισμένα μόνο στο ιστολόγιό της. Τώρα μαθαίνω, εδώ στο fb από τον Χ. Γιαννακόπουλο, ότι δεν πρόκειται να ακολουθήσουν άλλα. Και ότι η Μάρη Θεοδοσοπούλου, ήδη από τις 9 του Αυγούστου, είναι νεκρή.


O δε Χαράλαμπος Γιαννόπουλος, ποιητής και κριτικός:

Από τις πιο σταθερές μου συνήθειες, που αντέχει μες στα χρόνια, είναι η ανάγνωση των κριτικών κειμένων της Μάρης Θεοδοσοπούλου, στις μεγάλες εφημερίδες όπου αρθρογραφούσε παλιότερα, στο προσωπικό της μπλογκ όπου βρίσκω τα γραπτά της την τελευταία δεκαετία σχεδόν. Κάποτε -σπάνια, είναι η αλήθεια- με κουράζει ο τρόπος της, δυο-τρεις φορές με έχει θυμώσει με κάποιες κρίσεις της. Σχεδόν πάντα όμως πλουτίζει τις γνώσεις μου και μου προσφέρει ερεθίσματα για σκέψη και έρευνα. Δεν μου κάνει καθόλου εντύπωση που δεν γράφει σε κάποια μεγάλη εφημερίδα πια.
Αυτά τα έγραφα στις 26 Ιουλίου φέτος και πολλοί φίλοι σχολιάζοντας από κάτω εξέφρασαν παρόμοια συναισθήματα εκτίμησης για εκείνην. Χθες αργά το βράδυ μάθαμε ότι η Μάρη Θεοδοσοπούλου πέθανε κι ότι μάλιστα αυτό συνέβη στις 9 Αυγούστου. Και δεν το πήραμε χαμπάρι ούτε εμείς που αναζητούσαμε τον λόγο της. Ας ξανασκύψουμε στα γραπτά της πριν χαθούν κι αυτά.