31.12.15

[όχι ένα αλλά] Τρία βιβλία στο κομοδίνο του Δημήτρη Πέτρου



Πρόσφατα, από τον πάτο της γνώριμης στοίβας του κομοδίνου, αναδύθηκε, χωρίς να καταλάβω πώς ―εξάλλου πάντα έτσι δεν συμβαίνει;― το βιβλίο του Βασίλη Γκουρογιάννη Διηγήσεις παραφυσικών φαινομένων (Καστανιώτης 1990, 77 σ.). Συχνά, ως ένα εξίσου παραφυσικό φαινόμενο, τα διαβάσματά μου επιλέγουν δικούς τους δρόμους, σχεδιάζουν δικούς τους χάρτες, ανεξαρτήτως των προθέσεών μου. Ανάμεσα λοιπόν στις διηγήσεις του Σκρίπα, του Βάσιου από τη Γρανίτσα Ιωαννίνων, του Παπαγιάννη, διαβάζω: «Διότι ο έρωτας των ψυχών συγγενεύει λειτουργικά με τον έρωτα των ψαριών. Σε ανύποπτη στιγμή εμφανίζεται το ψάρι. Ραντίζει τ’ αυγά άλλου ψαριού που χάθηκε. Που δεν το εγνώριζε. Ούτε που θα το γνωρίσει.» Κι αλλού: «Επιχειρούμε με τον τρόπο που εργάζονται οι ιατροδικαστές να πιθανολογήσουμε την ψυχή, ίσως και τη μορφή[…]».

Κι έτσι, παραφυσικά, μεταφέρομαι στα βιβλία της Τζένης Μαστοράκη, αυτή τη φορά στο Μ’ ένα στεφάνι φως (Κέδρος, 1989, 63 σ.): «γιατί κανείς, κανείς δε θέλει να τον λησμονούνε, και να θυμίζει θέλει μια φορά», κι ανίσως διαβάζω: «Και σιγανά του κρένει, και δεν άκουγε, που περπατείς, ψιθύριζε...». 

Και πώς αλλιώς, αν όχι παραφυσικά, στα χέρια μου τώρα η Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ (Άγγελος Τερζάκης, 1945): «Κυρά μου! της κράζει σπαρακτικά.» Και πίσω πάλι: «που φαρί, πυρή φοράδα, πρίμο αγέρι», και «πώς γυρίζουν όλα κι ανατρέχουν, κύκλο τον κύκλο τ’ αφρισμένα στο νερό…». 

Παρασυρμένος πλέον από τα αφρισμένα νερά, επιστρέφω στον Γκουρογιάννη: «Πρέπει να τονιστεί ότι το αίμα δεν εξαφανίζεται. Μοιάζει με τη βαφή που χύνουν οι γεωλόγοι στα ποτάμια που χάνονται και πρέπει κατόπιν να γυρέψουμε πού αυτά εκ νέου αναβλύζουν». 
Ώσπου αστράφτει ξαφνικά μπροστά μου: «Γελάς και συ στα λούλουδα, χάσμα του βράχου μαύρο»

― τι πέτρινο ξημέρωμα, κυρά μου

Ο Δημήτρης Πέτρου γεννήθηκε το 1970 στη Δράμα, όπου και ζει.
Το 2013 εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, την ποιητική συλλογή Α΄ Παθολογική.

Ένα βιβλίο στο κομοδίνο του Θάνου Λουμπρούκου



Φραντς Κάφκα: Η μεταμόρφωση

Ένας από τους εκατοντάδες αφορισμούς του Φραντς Κάφκα, που δίνει αρκετή τροφή για σκέψη, είναι ο εξής: «Υπάρχουν ερωτήσεις τις οποίες δεν θα μπορούσαμε να υπερβούμε, εαν δεν ήταν στη φύση μας να είμαστε ελεύθεροι από αυτές». Σε αυτό το πλαίσιο, θεωρώ φοβερά δύσκολη τη γραφή κριτικής για το έργο του μεγάλου Γερμανοεβραίου συγγραφέα, καθώς θα πρέπει να κληθεί κανείς αρχικά να εισέλθει στο σύμπαν των κειμένων του, στην ουσία τους, στα κρυμμένα τους μηνύματα, στην ελευθερία (ή στην έλλειψή της) που υπονοείται ― εγχείρημα εξαιρετικά επικίνδυνο, αφού καραδοκούν δεκάδες σειρήνες παρεξηγήσεων. Δεν πρόκειται, όπως παραδέχονται πολλοί, για ευκολοερμήνευτο συγγραφέα. Παρ' όλα αυτά, δεν φοβάμαι τις κακοτοπιές (μακριά από μένα οι φιλολογικές αναλύσεις εξάλλου), έτσι θα γράψω μερικά σχόλια για τη Μεταμόρφωση, που τόσο πολύ με έχει επηρεάσει σε πολλά επίπεδα.

Πιστεύω ακράδαντα πως το συγκεκριμένο έργο αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο ο αναγνώστης βλέπει/βιώνει τον κόσμο γύρω του, και αμέσως εξηγώ τους λόγους, κινούμενος σε τρεις βασικές ερωτήσεις-άξονες. 

1) Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας Γκρέγκορ Σάμσα ξυπνά κάποιο πρωί μεταμορφωμένος σε ένα πελώριο «ζωύφιο» (ας μην ασχοληθούμε με το πώς μεταφράζεται καλύτερα η γερμανική λέξη “Ungeziefer”: έντομο, ζουζούνι, σκαθάρι, σκαραβαίος κτλ.). Αδυνατεί να καταλάβει γιατί έχει περιέλθει σε μια τέτοια κατάσταση αλλά δεν χάνει χρόνο σε αυτό∙ σχεδόν αμέσως προσπαθεί να εξοικειωθεί με τις καινούργιες συνθήκες του σώματός του (έλλειψη ευκινησίας κτλ.). Από τούτο και μόνο, μπορούμε να αναρωτηθούμε, θεωρητικά τουλάχιστον, ποιος μπορεί να μας εγγυηθεί ότι αύριο το πρωί θα ξυπνήσουμε έχοντας δύο ανθρώπινα πόδια και χέρια;

2) Δεύτερος άξονας είναι η πικρή απομόνωση που βιώνει ο κύριος Γκρέγκορ. Η οικογένειά του, η οποία αρχικά υποψιάζεται πως κάτι έχει σοβαρό συμβεί, δεν τον πλησιάζει, ούτε δεν μπαίνει στο δωμάτιό του, αποφεύγοντας να αντικρίσει το αποτέλεσμα της μεταμόρφωσης. Πού πήγαν η αγάπη, η φροντίδα, η συμπόνοια τους; Μήπως τελικά δεν τα είχε ποτέ; Τότε γιατί είναι οι συγκεκριμένοι άνθρωποι η οικογένεια του; Τυχαία του δόθηκαν;

3) Τρίτος και τελευταίος άξονας δεν είναι παρά η θλιβερή διαπίστωση ότι δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας από τον μαγικό κόσμο στον οποίο ξαφνικά (;) βρέθηκε, παρά  προδιαγράφεται ένα άδοξο τέλος. Δεν είναι δυνατό να λυθούν τα ξόρκια, δεν υπάρχει επιστροφή στην προηγούμενη πραγματικότητα. Σέρνεται στο πάτωμα από έπιπλο σε έπιπλο, και, όταν κάποιος μπει στο δωμάτιο να του προσφέρει φαγητό, ο καημένος ο Γκρέγκορ τρέχει να κρυφτεί στη σκιά, για να μην τρομάξει τον επισκέπτη. Φιλότιμο, φόβος, έλλειψη αυτοεκτίμησης; Παραίτηση; Άμυνα πάντως, είναι σίγουρα.




Σύμφωνα με τα παραπάνω, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η Μεταμόρφωση του Φραντς Κάφκα αποτελεί ένα έργο με πολυπλόκαμες προεκτάσεις, αναλόγως με τη διάθεση με την οποία θα το προσεγγίσει ο κάθε αναγνώστης. «Ένα κλουβί αναζήτησε ένα πουλί» λέει ανατρεπτικά ένας άλλος αφορισμός του. Στη Μεταμόρφωση, ο αναγνώστης επιλέγει αν θα παίξει τον ρόλο του κλουβιού ή του πουλιού.

Ο Θάνος Λουμπρούκος γεννήθηκε το 1983 στο Διαβολίτσι Μεσσηνίας. 
Ξεκίνησε να γράφει ποιήματα σε ηλικία 20 ετών. Σπούδασε Ηλεκτρολόγος Μηχανικός και Μηχανικός Υπολογιστών στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, στην Ξάνθη. Εργάζεται ως ειδικός πληροφορικής στην Αθήνα και ασχολείται ερασιτεχνικά με τη στιχουργική και τη δημοσιογραφία. 
Ποιήματά του δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς στο περιοδικόΕντευκτήριο. 
Το 2007 κυκλοφόρησε σε ιδιωτική έκδοση τη συλλογή ποιημάτων λιτοί + δεμένοι. Το 2015 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου η ποιητική συλλογή του Η εκδίκηση της Ιθάκης.

29.12.15

Ένα βιβλίο στο κομοδίνο της Λίλυς Εξαρχοπούλου



Ένα διαρκές βάδην της ψυχής


Κλεοπάτρα Λυμπέρη: Η ταφή του κόμητος Οργκάθ, Γαβριηλίδης 2015
                                                                                                

Δόκιμη ποιήτρια αλλά και πεζογράφος, η Κλεοπάτρα Λυμπέρη επιχειρεί σε αυτό το βιβλίο ένα "διαφορετικό" μυθιστόρημα. Πολλά από τα στοιχεία του θα το κατέτασσαν σε μεταμοντέρνο, αλλά νομίζω ότι η αρτιότερη αναφορά σ’ αυτό θα ήταν "μυθιστορηματικό δοκίμιο", μιας και αναπτύσσει πολλές φιλοσοφικές απόψεις της συγγραφέως.

Ως αναγνώστες παρακολουθούμε δύο παράλληλες αφηγήσεις, με πρόσχημα τον πίνακα «Η ταφή του κόμητος Οργκάθ» του Ελ Γκρέκο. Η μία ανήκει σε έναν μάλλον συγκαιρινό μας δικηγόρο, που ωστόσο αυτοσυστήνεται ως λεπτουργός της συνείδησης ή επαγγελματίας παρατηρητής.  Στα παιδικά του χρόνια είχε δει την «Ταφή» και τον είχε εντυπωσιάσει· αργότερα είχε επιδιώξει να γίνει ζωγράφος και είχε αποτύχει.  Η άλλη ανήκει σε έναν ευγενή του 16ου αιώνα, που καλείται από τον φίλο του Δομήνικο να ποζάρει για τη συνοδεία των ευγενών που ακολουθούν την ταφή. Αυτή η αφήγηση λαμβάνει τη μορφή ημερολογίου, ενώ σε κάποια σημεία αναφέρεται και στη ζωή του κόμη του Οργκάθ, που είχε πεθάνει και ταφεί διακόσια χρόνια πριν από τον πίνακα.

Κοινό σημείο και των δύο ανδρών, ίσως και των τριών, η σχέση τους με την τέχνη και ιδιαίτερα με τη ζωγραφική.  Επίσης, η ύπαρξη στη ζωή τους μιας γυναίκας, ενός ανικανοποίητου έρωτα, που και στις τρεις περιπτώσεις ονομάζεται Μαριάνα. Πέρα όμως από τον έρωτα και τον θάνατο, τα μεγάλα στοχαστικά τμήματα του παρόντος βιβλίου αφιερώνονται στην εξέλιξη κάθε ανθρώπου, στο πένθος που προκαλεί στον καθένα η λήξη κάποιου παλαιού του πάθους, η επιχειρούμενη υπέρβαση της θνητότητας μέσα από τη διαρκή αναγέννηση του εαυτού, η πορεία της κάθε μεμονωμένης συνείδησης.

Η αυτοαναφορικότητα διαπνέει το σύνολο του έργου και οδηγεί σε μια εξαιρετική σύνθεση. Ο λόγος λαγαρός, με μικρά ή μεγαλύτερα αποστάγματα σοφίας.

Ένα αξιανάγνωστο κείμενο που προσφέρεται για πλειάδα σκέψεων και συγκινήσεων. 


Ένα βιβλίο στο κομοδίνο του Βασίλη Χατζηβασιλείου

Στο τίποτα οι ποιητές ενδίδουν


Ελένης Κοφτερού, Στο λάμδα των χελιδονιών, Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2014

Φέροντας δώρο εντός της το λάμδα των χελιδονιών που κάποτε λαχτάρησε να βάλει σ’ ένα ποίημα, η Ελένη Κοφτερού στην τελευταία ποιητική συλλογή της, τη μέσα ζωή αναζητεί των δρόμων που μόνο υπόγεια ζουν, την απουσία ιχνηλατεί των αιωρούμενων και σαστισμένων «σ’αγαπώ», μαζί ραβδοσκοπεί τις λέξεις «με προορισμό το ποίημα».
Στην ποίησή της κυριαρχεί το πάσχειν της ποιητικής γραφής και το γίγνεσθαι του ποιήματος.

Με υλικό τα σύμφωνα και τα φωνήεντα πλάθει λέξεις που συντάσσονται, ερωτεύονται, απωθούνται και εχθρεύονται, συλλέγουν σιωπές, θρηνούν την ερημιά, νοσταλγούν την ουτοπία, αγαπούν και ψάχνουν· οι λέξεις ο κόσμος μας, ο έγχρωμος κόσμος!
Λέξεις εξεγερμένες, λέξεις που σταυρώνουν, λέξεις που δροσίζουν έρημο, υγραίνουν τα φιλιά. Φιλότης και νείκος οι λέξεις της· σαν δυο αντίρροπες, αντίθετες δυνάμεις συνθέτουν το απρόβλεπτο, το απροσδόκητο, το καινοφανές, το ποίημα, αυτόν τον μόνο τόπο της ουτοπίας.

Οι λέξεις  ψηλαφούν, ιχνηλατούν και ανιχνεύουν τον έρωτα και την αγάπη, τα σύμφωνα είναι πληγές, τα φωνήεντα χαμόγελα, οι λέξεις πουλιά που πετούν και γίνονται ποιητικός λόγος που ψάχνει εκ νέου τις λέξεις, για να αποδώσει τον έρωτα και την αγάπη, αντίδοτα στον θάνατο. Όλα συνταιριασμένα δημιουργούν το ποίημα της αγάπης· αγαπούν το ποίημα οι λέξεις και ποιούν αγάπη οι λέξεις.

Χρειάζεται άλλη αξιολόγηση η ποιητική της Ε.Κ., όταν καταφέρνει «τη μετατροπή του τίποτε σε κάτι», αφού στην ποιητική δημιουργία, όπως λέγει ο Ποιητής, «το εκ του μη όντος ον λογαριάζει»!

Βασίλης Γ. Χατζηβασιλείου (Γιαννιτσά, 1948). Φιλόλογος. Δρ. Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του Α.Π.Θ.. Επιμελήθηκε επί σειρά ετών το περιοδικό «Χρονικά του Πειραματικού Σχολείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης», του οποίου υπήρξε διευθυντής έως το 2009. Ασχολήθηκε με τη διδακτική της ποίησης και το σχολικό θέατρο. Είχε την επιμέλεια σειράς ραδιοφωνικών εκπομπών ποιητικού λόγου και μουσικής στο κρατικό ραδιόφωνο. Έχει εκδώσει βιβλία σχετικά με την εκπαίδευση και τη διδακτική της λογοτεχνίας. Σήμερα ασχολείται με τη λογοτεχνική κριτική και την αγιογραφία. Ζει στη Θεσσαλονίκη.