25.12.07

Στην κόψη του ξυραφιού

Ιστορίες ανθρώπων στο χείλος του κοινωνικού περιθωρίου

Γιαν Χένρικ Σβαν
Οι περιπλανώμενοι
Μετάφραση [από τα σουηδικά]: Θεοφανώ Καλογιάννη
Αθήνα, Εκδόσεις Κέδρος 2007, 417 σελ.


του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΡΔΟΜΕΝΙΔΗ*


Προτού καν συμπληρώσει τα 50, ο Σουηδός συγγραφέας Γιαν Χένρικ Σβαν έχει εντυπωσιακό βιογραφικό: Γεννημένος στη Λουντ, μεγάλωσε στην Κοπεγχάγη, φοίτησε στα πανεπιστήμια της Σορβόνης και της Στοκχόλμης, έχει εκδώσει οκτώ μυθιστορήματα, μεταφράζει λογοτεχνία από τα δανέζικα, τα γαλλικά, τα πολωνικά και τα ελληνικά (πρόσφατα κυκλοφόρησε στη Σουηδία μια ανθολογία ελληνικού διηγήματος με δική του επιμέλεια καί μετάφραση), συνεργάζεται με μεγάλες εφημερίδες της πατρίδας του, διετέλεσε διευθυντής του έγκυρου λογοτεχνικού περιοδικού της Σουηδίας BLM.



Εύκολα θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για συγγραφέα του “κατεστημένου”, με ανάλογες επιλογές βίου και θεματογραφίας. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική: πολλά από τα μυθιστορήματα του Σβαν (ο οποίος στον ελεύθερο χρόνο του προσφέρει εθελοντική εργασία στο ανοιχτό σπίτι για τις άστεγες και τοξικομανείς γυναίκες του Ιδρύματος Κλαραγκόρντεν στη Στοκχόλμη) έχουν ως ήρωες πρόσωπα που κινούνται στο όριο του κοινωνικού βίου ή και στο περιθώριο, με τη ζωή τους να συνθλίβεται από μια διαρκή αίσθηση ματαιότητας, στερήσεις και οικονομική ανέχεια, σε έναν συνδυασμό που κορυφώνει τα ψυχολογικά και υπαρξιακά τους αδιέξοδα.
Γνωρίσαμε τον Σβαν με το μυθιστόρημά του Η καταραμένη χαρά (1987, μετάφραση Γιάννη Αλεξάκη, Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2002), όπου το κεντρικό πρόσωπο ήταν ένας αποτυχημένος παλιατζής, άβουλος χαρακτήρας, που ζει μέσα στη βρωμιά και στο αλκοόλ. Ήρωες ταπεινούς και καταφρονεμένους συναντάμε και στο μυθιστόρημά του Ζητιάνοι (1999). Πρόκειται για τον καρπό της τριήμερης εμπειρίας του συγγραφέα κοντά στους άστεγους της Στοκχόλμης, όταν δέχτηκε να κάνει ένα σχετικό ρεπορτάζ για λογαριασμό της μεγαλύτερης σουηδικής εφημερίδας, Ντάγκενς Νύχετερ.
Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και το προτελευταίο μυθιστόρημα του Σβαν, Οι περιπλανώμενοι (2001). (Το για την ώρα τελευταίο του, Η Δράκαινα, που βγήκε το 2005, είναι ελληνικής θεματολογίας.) Σκηνικό της αφήγησης είναι η Στοκχόλμη. Τα πρόσωπα του βιβλίου είναι άνθρωποι που βρίσκονται σε οριακή κατάσταση, λίγο προτού διολισθήσουν στο κοινωνικό περιθώριο. Κατά σειρά εμφανίσεως: Η Μάρθα, μια τσιγγάνα μετανάστρια από την Πολωνία, απελπισμένη που την άφησε ο μη-τσιγγάνος εραστής της, αναζητεί τα ίχνη του πατέρα της αλλά και κάποιον τρόπο για να επιστρέψει στην πατρίδα της. Ο Έμιλ, ένας νέος άντρας που δεν έχει να πληρώσει το νοίκι και ελπίζει να σωθεί όταν κληρώνεται αναπληρωματικός σε ριάλιτι της τηλεόρασης. Μια χοντρή γυναίκα, εγκαταλειμμένη κι από τον ίδιο της τον εαυτό γυναίκα, η Έντιτ, μόνη κι ανέγγιχτη επί δυο δεκαετίες, λες και δεν υπάρχουν στον κόσμο άλλοι άνθρωποι, με αποκλειστική της ενασχόληση να μαζεύει παράταιρα, ξεχασμένα γάντια, μέχρις ότου την ερωτεύεται ένας νεότερός της, εμφανίσιμος άντρας· πρόκειται για τον Νιλς, τον μόνο που τα προβλήματά του είναι κυρίως υπαρξιακά, έναν μελαχρινό Σουηδό που αισθάνεται ξένος στον τόπο του. Τελευταία, αλλά όχι σε λιγότερο δεινή θέση, η Σεσίλια, μητέρα ενός αυτιστικού αγοριού, εγκαταλειμμένη από τον πατέρα του όταν αποκαλύφθηκε το “πρόβλημα”, φορτωμένη επιπλέον με τη φροντίδα ενός πατέρα με παροδικές άνοιες.



Αυτό που ενώνει τους βαθιά μοναχικούς και στριμωγμένους από τή ζωή “ήρωες” του Σβαν που ζουν στη Στοκχόλμη πίσω από την πρόσοψη της ευμάρειας, της καθαριότητας και της τάξης, είναι ένα περίεργο λεωφορείο που διατρέχει τους νυχτερινούς δρόμους· ο οδηγός του τους παροτρύνει να ανεβούν, με μοναδικό ναύλο να αφηγηθεί ο καθένας την ιστορία του.
Χρησιμοποιώντας υποδόριο χιούμορ και ρεαλιστική αφήγηση, ο συγγραφέας φιλοτεχνεί τα πορτραίτα των περιπλανώμενων με επιδεξιότητα και ευαισθησία αλλά και γνώση της ανθρώπινης ψυχής· καταφέρνει μάλιστα να μετατρέψει σε ευ-ανάγνωστο ένα εκ πρώτης όψεως καταθλιπτικό θέμα, καθιστώντας τους ήρωές του συμπαθητικούς, σχεδόν ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Γιατί δεν πρόκειται για ακραίες περιπτώσεις (ανεπιστρεπτί αλκοολικούς ή τοξικομανείς, ας πούμε) αλλά για ανθρώπους που δεν μοιράζονται με την πλειονότητα τον ίδιο κοινωνικό κώδικα. Και που όλοι τους νιώθουν έντονη τη στέρηση του ερωτικού χαδιού στο σώμα τους και στην καρδιά τους.
Κατά κανόνα, η εξιστόρηση της ζωής καθενός γίνεται σε τρίτο πρόσωπο, χωρίς συναισθηματικές υπερβολές, διδακτισμό ή άμεση κοινωνική κριτική. Κι αυτό που μας συμφιλιώνει ευκολότερα με τους σπαρακτικά μοναχικούς ήρωες του Σβαν είναι ο τρόπος με τον οποίο βρίσκουν τον τρόπο να ζήσουν ―άλλοτε με στωικότητα κι άλλοτε με ήρεμη, αξιοπρεπή απελπισία― τον βαρύ κλήρο που τους έλαχε.
Η μετάφραση της Θεοφανώς Καλογιάννη (που προφανώς γνωρίζει όχι μόνο τη γλώσσα αλλά και τη σουηδική πραγματικότητα) μεταφέρει με πολύ καλά αποτελέσματα στα ελληνικά τον σταθερό ρυθμό και την ακριβολογία του πρωτοτύπου.


* Ο Γιώργος Κορδομενίδης είναι εκδότης-διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού «Εντευκτήριο»