Πέρασαν κιόλας έξι χρόνια! Ο χρόνος κυλάει αμείλικτος. Το 2011, σαν σήμερα, έγραφα αυτό:
Αργύρης Χιόνης (1943-2011)
Φεύγοντας το ξορκισμένο 2011 παίρνει μαζί του, μεταξύ άλλων, τον λαμπρό ποιητή και μεταφραστή Αργύρη Χιόνη, που πέθανε αιφνίδια χτες.
Γεννήθηκε το 1943 στην Αθήνα. Έζησε είκοσι χρόνια σε πόλεις της βόρειας Ευρώπης (Άμστερνταμ, Βρυξέλλες), δουλεύοντας την περίοδο 1982-1992 ως μεταφραστής στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέχρι που τα εγκατέλειψε όλα για χάρη της ποίησης και της γεωργίας και εγκαταστάθηκε στο Θροφαρί Κορινθίας.
Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1966, με την ποιητική συλλογή Απόπειρες φωτός (εκδ. Δωδεκάτη Ώρα). Ακολούθησαν τα ποιητικά βιβλία: Σχήματα απουσίας (Αρίων, 1973, αγγλική και ολλανδική μετάφραση από τις εκδ. Tor/Amsterdam, 1971), Μεταμορφώσεις (Μπουκουμάνης, 1974, ολλανδική μετάφραση από τις εκδ. De Beuk/Amsterdam, 1976, μαζί με ποιήματα από τη συλλογή Τύποι ήλων), Τύποι ήλων (Εγνατία-Τραμ, 1978), Λεκτικά τοπία (Καστανιώτης, 1983), Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη (Υάκινθος, 1986), Εσωτικά τοπία (Νεφέλη, 1991, 1η ανατύπωση 1999), Ο ακίνητος δρομέας (Νεφέλη, 1996, 1η ανατύπωση 2000), Ιδεογράμματα (Τα τραμάκια, 1997), Τότε που η σιωπή τραγούδησε (Νεφέλη, 2000), Στο υπόγειο (Νεφέλη, 2004), Ό,τι περιγράφω με περιγράφει (Γαβριηλίδης, 2010).
Το 2006 κυκλοφόρησε η συγκεντρωτική έκδοση των δέκα πρώτων ποιητικών του συλλογών, με τίτλο Η φωνή της σιωπής: ποιήματα 1966-2000 (Νεφέλη). Μετά το 1981 ασχολήθηκε παράλληλα, με την πεζογραφία, με αφηγήματα για μεγάλους, παιδιά και νέους, όπως Ιστορίες μιας παλιάς εποχής που δεν ήρθε ακόμα (Αιγόκερως, 1981), Ο αφανής θρίαμβος της ομορφιάς (Πατάκης, 1995), Τρία μαγικά παραμύθια (Πατάκης, 1998), Όντα και μη όντα (Γαβριηλίδης, 2006), Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες (Κίχλη, 2008, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 2009, εξ ημισείας με τον Τόλη Νικηφόρου),
Ασχολήθηκε με τη λογοτεχνική μετάφραση, μεταφράζοντας έργα των Οκτάβιο Πας (Ποιήματα, 1981), Ράσελ Έντσον (Όταν το ταβάνι κλαίει, 1986), Τζέιν Όστεν (Περηφάνια και προκατάληψη, 1997), Ρομπέρτο Γιάρος (Κατακόρυφη ποίηση, 1997) και Ανρί Μισώ (Με το αγκίστρι στην καρδιά: Μια επιλογή από το έργο του, 2003).
Υ.Γ. (2017)
Στο τεύχος αριθ. 97 [2012] του Εντευκτηρίου δημοσιεύτηκαν οι «Σελίδες για τον Αργύρη Χιόνη», με ανέκδοτα κείμενά του και συνεργασίες της Ζυράννας Ζατέλη, του Δημήτρη Νόλλα, των Γιαν Χένρικ Σβαν & Μαργαρίτας Μέλμπεργκ, του Αλέξη Ζήρα, της Ντάντης Σιδέρη-Σπεκ, του Σταύρου Ζαφειρίου, της Μαρίας Στασινοπούλου, του Σωτήρη Γάκου.
Το τεύχος αποστέλλεται με αντικαταβολή 12,00 ευρώ (περιλαμβάνονται και έξοδα αποστολής). Πληροφορίες & παραγγελίες: entefkti@otenet.gr, τηλ. 2310279607] Στο βίντεο οΑργύρης Χιόνης (1943-2011) απαγγέλει τα ποιήματα που απαρτίζουν την
ενότητα «Οι Εκδοχές του Τέλους» από το (τελευταίο) βιβλίο του με τίτλο Ό,τι περιγράφω με περιγράφει (Εκδόσεις
Γαβριηλίδης, 2010).
Μέσα στη διατεταγμένη ευωχία των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, ημερών που εντέλλονται να είναι ―καταναγκαστικώς― χαρούμενες, ένα "γκρίζο", σπαρακτικό ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη: «Τα λυπημένα Χριστούγεννα των ποιητών». Το ποίημα περιλαμβάνεται (μαζί με άλλα 16) στο cd «Ο Μίλτος Σαχτούρης διαβάζει ποιήματά του», που συνοδεύει το τεύχος 84 [2009] του Εντευκτηρίου, στο οποίο δημοσιεύεται πολυσέλιδο αφιέρωμα στον ποιητή, με τέσσερα ανέκδοτα ποιήματα του Μ.Σ. και κείμενα ― του Αργύρη Παλούκα ― της Βερονίκης Δαλακούρα ― του Θέμη Λιβεριάδη ― του Γιώργου Στενού ― του Τζων Τέυλορ ― του Γιώργου Πρεβεδουράκη ― του Ανδρέα Παγουλάτου ―του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου ― του Βασίλη Αμανατίδη ― του Θανάση Τριαρίδη ―του Γιώργου Ζεβελάκη ― του Λευτέρη Ξανθόπουλου ― του Θανάση Γ. Μίχου ―του Γιάννη Παλαμιώτη ― του Πάνου Θεοδωρίδη ― του Νίκου Γ. Ξυδάκη ― του Δημήτρη Στενού, με τις πρώτες κριτικές για την ποίηση του Μ.Σ., καθώς και δύο συνεντεύξεις του στους Γιάννη Φλέσσα και Γιώργο Πηλιχό. Το τεύχος αποστέλλεται (μέσα στην Ελλάδα) με αντικαταβολή 14,00 ευρώ, περιλαμβανομένων και εξόδων αποστολής. Πληροφορίες & παραγγελίες: entefkti@otenet.gr
Όταν στις 17 Δεκεμβρίου του 1987 η Mαργκερίτ Γιουρσενάρ
άφησε τον κόσμο μας, ορισμένοι Γάλλοι πανεπιστημιακοί και στελέχη εκδοτικών
οίκων προέβλεψαν ότι σύντομα η πρώτη γυναίκα-μέλος της Γαλλικής Aκαδημίας θα
συγκαταλεγόταν μεταξύ των “ξεχασμένων” συγγραφέων.
Τριάντα χρόνια αργότερα, η κυκλοφοριακή επιτυχία του πρώτου
βιβλίου που εκδόθηκε μετά το θάνατό της, «Tι; H αιωνιότητα;», τα συνέδρια στις
γαλλόφωνες χώρες και τα συχνά δημοσιεύματα για την προσωπικότητα και το έργο
της Γιουρσενάρ κάθε άλλο παρά επιβεβαιώνουν αυτή τη μικρόψυχη πρόβλεψη.
Η Μαργκερίτ ντε Κρεγιανκούρ (όπως ήταν το πραγματικό και
πλήρες όνομά της) γεννήθηκε στις 8.6.1903, από τον Γάλλο αξιωματικό Μισέλ
Κληνεβέρκ ντε Κρεγιανκούρ και τη Βελγίδα Φερνάντ ντε Καρτιέ, η οποία όμως
πέθανε μόλις δέκα μέρες μετά τη γέννα. H Γιουρσενάρ είχε τη σπάνια τύχη να
μεγαλώσει σε περιβάλλον αριστοκρατικό, δηλαδή να ανατραφεί σε ατμόσφαιρα
εύπορη και πνευματική. Aυτό την προστάτεψε από τις ταπεινωτικές συμβάσεις της
λογοτεχνικής αγοράς, της επέτρεψε να απολαύσει την πολυτέλεια της απλής,
φυσικής ζωής και να βασιστεί στη σύμπτωση και στο απρόβλεπτο. Kυρίως όμως της
πρόσφερε πλατιά και πλήρη παιδεία, στην οποία ξεχωριστή θέση κατείχαν ο
βουδισμός, οι Eλληνες και Λατίνοι κλασικοί. Aυτός ο συνδυασμός “γεμάτης” ζωής και
δυνατού πνεύματος δημιούργησε μια ποιητική φωνή που ο φιλοσοφικός της τόνος δεν
τη βαραίνει καθόλου.
H Γιουρσενάρ μεταφράστηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά το
1976, με τα Aδριανού απομνημονεύματα,
που παραμένει το πιο γνωστό της έργο και πωλήθηκε σε εκατομμύρια αντίτυπα σε
όλο τον κόσμο. H ίδια αγαπούσε πολύ την Eλλάδα και τον πολιτισμό της, μάλιστα
επισκεπτόταν τη χώρα μας ήδη από τη δεκαετία του '30. Λίγα χρόνια νωρίτερα
(1929), είχε δημοσιεύσει το δεύτερό της βιβλίο (το πρώτο της όμως με το ψευδώνυμο
Γιουρσενάρ), το αφήγημα Aλέξης. Tο
1934, ταξιδεύοντας στην Eλλάδα, γράφει μικρά δοκίμια που θα συγκεντρωθούν στον
τόμο Tαξίδι στην Eλλάδα. Tο 1935
πηγαίνει στην Kωνσταντινούπολη μαζί με τον Aνδρέα Eμπειρίκο, στον οποίο
αφιερώνει τα Διηγήματα της Aνατολής (1938),
ενώ τον επόμενο χρόνο καταπιάνεται με τη μετάφραση ποιημάτων του Kαβάφη (σε
συνεργασία με τον K. Θ. Δημαρά). Tο 1942 θα φύγει για την Aμερική, όπου θα
εγκατασταθεί μονίμως στο Nησί των Eρημων Bουνών, στην πολιτεία του Mέιν,
απέναντι από τα καναδικά σύνορα. Θα ζήσει εκεί σε ένα παλιό ξύλινο σπίτι (το
περίφημο Πετίτ Πλεζάνς), ανάμεσα σε πεύκα και σφένδαμους, για μεγάλο διάστημα
με την επί 40 χρόνια φίλη και σύντροφό της Γκρέις Φρηκ, κατόπιν για 7 χρόνια με
τον τελευταίο από τους συντρόφους της Τζέρυ Ουίλσον και τέλος μόνη. Παράλληλα,
ταξίδεψε πολύ σε διάφορες χώρες. Oταν ο κόσμος άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο
ομοιόμορφος, όπως έλεγε, άρχισε να προτιμά τη σουηδική και τη νορβηγικη
Λαπωνία, την Kεντρική Aφρική, δύσβατες περιοχές της Mέσης Aνατολής, χωριά της
Aλάσκας που δεν είχαν καν χαρτογραφηθεί.
Tο βιβλίο της Aδριανού
απομνημονεύματα δημοσιεύεται μόλις το 1951, γνωρίζει τεράστια επιτυχία και
της χαρίζει παγκόσμια φήμη.Η ίδια
συνεχίζει τα ταξίδια της, βραβεύεται και γράφει τις οικογενειακές της αναμνήσεις
υπό τον τίτλο O λαβύρινθος του κόσμου
(τρεις τόμοι). Tο 1979 δημοσιεύονται οι μεταφράσεις της αρχαίων Eλλήνων
ποιητών, υπό τον τίτλο Στεφάνι από λύρα.
Με τη σύντροφό της, Γκρέις Φρηκ
Στο τελευταίο της βιβλίο, H φωνή των πραγμάτων, η Γιουρσενάρ αφουγκραζόταν τον θόρυβο που κάνει
ο θάνατος όταν έρχεται. Mάλλον στοχαζόταν τη φράση του Kοκτώ, «O χρόνος των
ανθρώπων είναι η αναδιπλούμενη αιωνιότητα». H αιωνιότητα ήταν η δική της
απάντησηστην ερώτηση μιας ζωής και
ταυτόχρονα είναι ο τίτλος που επέλεξε να δώσει στο τρίτο μέρος (Tι; H αιωνιότητα;) της οικογενειακής της
βιογραφικής τριλογίας O λαβύρινθος του
κόσμου», που το 1997 κυκλοφόρησε και στα ελληνικά, σε μετάφραση Iωάννας
Xατζηνικολή.
Πορεία αντίστροφη στο
χρόνο
Στον πρώτο τόμο, Eυλαβικές
αναμνήσεις, που της έφερε πρωτοφανή δημοσιότητα και προκάλεσε ευρύτερο
αναγνωστικό ενδιαφέρον για το έργο της σε όλο τον γαλλόφωνο κόσμο, η Γιουρσενάρ
ξεκινάει την αφήγηση από τη γέννησή της και, προχωρώντας αντίστροφα στο χρόνο,
σκιαγραφεί τη μητέρα της και τους Φλαμανδούς προγόνους της.
Tο δεύτερο μέρος, Tα
αρχεία του Bορρά, εξίσου αυτοβιογραφικά, ασχολούνται με την εμφάνιση και
την πορεία της οικογένειας των Kραγιανκούρ, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του
πατέρα της. Eδώ η Γιουρσενάρ, ξεκινώντας από μία γεωλογική και γεωγραφική
ανασκόπηση, τοποθετεί τις εκτάσεις της γης, τους αμμόλοφους και τα δάση που
ήταν ακόμη απάτητα από ανθρώπους και που μια μέρα θα γίνονταν η γαλλική
Φλάνδρα, το λίκνο των προγόνων της από την πλευρά του πατέρα της. Kατόπιν,
στηριγμένη στην πολυπλοκότητα των ιστορικών αρχείων (ταξιδιωτικές σημειώσεις
και επίσημα έγγραφα), τοποθετεί τους χώρους όπου πρωτοεμφανίζεται η πατρική
οικογένεια στις αρχές του 16ου αιώνα.
Tο τρίτο μέρος της τριλογίας, Τι; H αιωνιότητα;, φέρνει στο προσκήνιο τις ημερομηνίες του γένους
της συγγραφέα. «Δεν μπορεί να διαβάσει κανείς αυτό το ημιτελές κείμενο χωρίς να
σκεφτεί ότι η Γιουρσενάρ έπλεκε με αυτόν τον τρόπο τα νήματα του θανάτου της»,
έγραψε λίγο μετά την κυκλοφορία του βιβλίου μια γαλλική εφημερίδα. Eίναι ένα
ύστατο κάλεσμα αυτών που έχουν χαθεί και μια επανεξέταση της παιδικής της
ηλικίας, που ρίχνουν ένα είδος γέφυρας ανάμεσα στη λήθη και στις αναμνήσεις της
χαμένης αθωότητας.
Kεντρικό πρόσωπο στο βιβλίο είναι ο άνθρωπος που αγάπησε
πολύ στη ζωή της: ο πατέρας της, Mισέλ Pενέ ντε Kραγιανκούρ. Ένας γοητευτικός
άντρας που κρατά το χέρι ενός ορφανού κοριτσιού μόλις δύο μηνών. H μικρή
Mαργαρίτα αρχίζει να γίνεται σιγά σιγά αντιληπτή μέσα στην αφήγηση, αλλά το
επίκεντρο παραμένει ο πατέρας. O πατέρας της μαζί με τη μητέρα του (την
“αριστοκράτισσα” Mαντάμ Nοεμί), τους έρωτές του, τις σιωπηλές γενναιοδωρίες
του, τις φιλίες και τις λεπτότητές του, την ακούραση και νοήμονα φροντίδα του ―
όλα περνούν μέσα από το φίλτρο μιας βαθιάς αγάπης.
Γέφυρα μεταξύ λήθης και
αναμνήσεων
H αφήγηση αρχίζει το 1903, χρονιά που γεννήθηκε η
Γιουρσενάρ, και κλείνει με το τέλος του πολέμου, το 1914. Σε όλο το άλλο έργο
της Γιουρσενάρ, πέρα από μερικές λογοτεχνικές μεταφορές, ο αναγνώστης ελάχιστα
πράγματα μπορούσε να ανακαλύψει για την προσωπική της ζωή. Παρατηρούσε μόνο τη
συγγραφέα να γλιστράει μέσα στη σωφροσύνη των άλλων, με μια τάση απελευθέρωσης
δανεισμένη από την Aνατολή, με πνευματικότητα ανάμεικτη με σοφία και με εκείνο
το χάρισμα που είχε να μειώνει την απόσταση ανάμεσα στους αιώνες και στις
χώρες, με τα διακριτικά τους σημεία.
Kαι εδώ η αφηγήτρια μιλάει λίγο για τον εαυτό της. Kάνει την
αυτοπροσωπογραφία της, δίνοντας το πορτρέτο αυτού του άντρα που δεν έχει κανένα
χαρακτηριστικό κάστας και που η ευγένειά του είναι χωρίς φράσεις και κενά.
H Γιουρσενάρ προσπαθεί να κλείσει όλες τις τρύπες του
παρελθόντος και ασχολείται με κάθε προσωπικότητα που έχει καταγράψει η μνήμη
της. Στην καρδιά του έργου συναντάμε την προσωπική ζωή των ζευγαριών, συζύγων ή
εφήμερων εραστών, σημαδεμένων από τον έντονο συναισθηματισμό που βαρύνει τις
πουριτανικές οικογένειες και από έναν γοητευτικό πατέρα. Στη σκιά των
ηλικιωμένων ατόμων καί των υγρών δολοπλοκιών μιας πολιτισμένης κοινωνίας που
διαβάζει Γκαίτε και Nτ'Aννούντσιο, ένα
μικρό κορίτσι διδάσκεται λατινικά και ελληνικά. Tαξιδεύει πολύ μέσα σε
βαγόνια-σαλόνια για να βρέξει τα πόδια της στα κύματα της Oστάνδης ή της
Bουλώνης. H μνήμη, «αυτό το απέραντο άδειο τοπίο όπου όλα φαίνονται τόσο
κοντινά όσο και μακρινά», όπου οι προσωπικότητες έρχονται και φεύγουν, κυριαρχεί
μέσα στο χρόνο.
Όπως το πετυχαίνουν οι πίνακες των Φλαμανδών ζωγράφων, στο
βιβλίο Tι; H αιωνιότητα; η ζωή
ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας, συγκεκριμένη, απλή και μερικές φορές
ανεκτίμητη. Aυτό το βιβλίο της Γιουρσενάρ είναι ένας περίπατος στη συστοιχία
που σχηματίζουν οι ζωντανοί ίσκιοι των προσφιλών νεκρών, την πραγματική χώρα
όπου η κορυφαία Γαλλίδα συγγραφέας διάλεξε να ζήσει.
Ο Ντυμαί-Λβοβσκί, συντάκτης του φωτογραφικού πρακτορείου
Keystone, γνώρισε τη Γιουρσενάρ μόλις έναν χρόνο πριν από τον θάνατό της, όταν
της ζήτησε να τη συναντήσει για να ανανεωθεί το φωτογραφικό υλικό που διέθετε
το πρακτορείο. Κέρδισε όμως τη συμπάθεια της συγγραφέως, η οποία του έδωσε την
άδεια να τη συναντήσει δύο μήνες αργότερα στο Μαρόκο (όπου ταξίδεψε για να τιμήσει
τη μνήμη του Τζέρυ Ουίλσον) και να την ακολουθήσει μαζί με έναν φωτογράφο·
κυρίως όμως του παραχώρησε το προνόμιο να καταστεί μάρτυρας της καθημερινότητάς
της σε έναν από τους αγαπημένους της ταξιδιωτικούς προορισμούς. Ο
Ντυμαί-Λβοβσκί, που αναγνώρισε ευθύς αμέσως τη γενναιοδωρία της Γιουρσενάρ και
αποδέχτηκε τη σχέση μαθητείας του κοντά της, κράτησε ημερολόγιο των
συναντήσεων, των περιπάτων τους στις ψαραγορές και στα λαϊκά μαγαζιά, αλλά και
των συνομιλιών τους. Οι συζητήσεις τους αφορούσαν σχεδόν οτιδήποτε άλλο εκτός
από τα βιβλία της: φυσικά τους τόπους που επισκέπτονταν, τα ήθη και τις
συμπεριφορές των ανθρώπων, τη θέση των γυναικών στην κοινωνία της Μαυριτανίας,
τους τυχόν κοινούς φίλους, αλλά και θέματα όπως οι ποικιλίες των πετρωμάτων ή
οι αποδημητικοί πελαργοί που φτάνουν στο Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, η
δυσπιστία της για τη Μητέρα Τερέζα, ή η περιέργειά της να γνωρίσει τον Δαλάι
Λάμα. Με την καθημερινή συναναστροφή, ο Ντυμαί-Λβοβσκί ανακαλύπτει μια
Γιουρσενάρ λιγότερο απόμακρη, πιο γλυκιά, πιο ανθρώπινη.
Θα ξανασυναντηθούν λίγο καιρό μετά στο Παρίσι, και τότε θα
μοιραστούν τη μοναδική εμπειρία μιας μαγικής όσο και συγκινητικής ξενάγησης
στις απρόσιτες για το κοινό αποθήκες του Λούβρου.
Δεν αντέχω στον πειρασμό να μεταφέρω εδώ δύο παραγράφους από
τις σχετικές ημερολογιακές σημειώσεις του Ντυμαί-Λβοβσκί:
[…] Στο τέρμα ενός διαδρόμου, κάτω από ένα φωτοστέφανο
χρυσαφένιου φωτός, βρίσκεται ο Αντίνοος της βίλας Μοντραγκόνε.
Η Γιουρσενάρ, η οποία έχει χρόνια να δει αυτό το άγαλμα,
έχει φανερά συγκινηθεί. Στέκονται σιωπηλά πρόσωπο με πρόσωπο. Του χαϊδεύει τα
μαλλιά σαν να πρόκειται για έφηβο με σάρκα και οστά. Μας χωρίζουν μερικά
βήματα, αλλά μονάχα εκείνη μπορεί να ανοίξει διάλογο με το μαρμάρινο άγαλμα. Με
το κεφάλι καλυμμένο από ένα σάλι, μοιάζει περισσότερο από ποτέ με μάγισσα, με
προϊστορική ιέρεια. Εχει μέσα της μια απροσδιόριστη αρχαϊκή δύναμη. Είναι σαν
να μην έχει πια ηλικία μπροστά στον θεοποιημένο έφηβο που το μυθιστόρημά της
ξαναζωντάνεψε στη μνήμη των ανθρώπων.
Η Σίβυλλα [: εννοεί τη Γιουρσενάρ] σπάει τη σιωπή της για να
μας διηγηθεί την ιστορία του εφήβου που δεχόταν βροχή από παρακλήσεις και του
οποίου η κολοσσιαία κεφαλή προοριζόταν να στολίσει έναν ψηλό κίονα. Μας […]
λέει πως πρόκειται για ένα από τα αγάλματα όπου το θεϊκό στοιχείο είναι
επικρατέστερο, σε σύγκριση με τα αγάλματα των Δελφών και της Ολυμπίας, που
είναι πιο ανθρώπινα. […]
Η Γιουρσενάρ, ίσως εξαιτίας της συμπάθειάς της προς τον
νεαρό της φίλο, ίσως εξαιτίας της ανάγκης της να έχει πάντα δίπλα της κάποιον,
ανεξαρτήτως φύλου, και να μοιράζεται μαζί του την κάθε στιγμή, είχε προτείνει
στον Ντυμαί-Λβοβσκί να ταξιδέψουν μαζί στην Ινδία. Το ταξίδι αυτό δεν επρόκειτο
να γίνει ποτέ, καθώς η Γιουρσενάρ πέθανε μία εβδομάδα πριν από την
προγραμματισμένη αναχώρησή τους για τη Βομβάη· όμως, η συγγραφέας πρόλαβε να
καλέσει τον Ντυμαί-Λβοβσκί στην Πετίτ Πλεζάνς, προκειμένου να συζητήσουν τις
λεπτομέρειες της κοινής τους περιπλάνησης στην Ασία. Ο νεαρός Γάλλος αξιώθηκε
να περάσει λίγες ημέρες στο σπίτι της Γιουρσενάρ, να χαϊδέψει με τα δάχτυλά του
τα διακοσμητικά και άλλα μικροαντικείμενα του σαλονιού και του γραφείου της.
Λόγου χάρη, στο ξύλινο κουτί που της είχε χαρίσει στο Μαρόκο, ανακάλυψε έναν
ακατέργαστο αχάτη που η νοσοκόμος της Γιουρσενάρ είχε περιμαζέψει από τον δρόμο
κοντά στο σπίτι του Τ. Ε. Λώρενς [του λεγόμενου: της Αραβίας] και μαζί του ένα
μικροσκοπικό κομμάτι χαρτί πάνω στο οποίο η Γιουρσενάρ είχε γράψει στα ελληνικά
την αγαπημένη της ρήση: «Δεν έχει σημασία». Είχε επίσης το προνόμιο να
ξεναγηθεί από την ίδια στον μεγάλο κήπο με τις οξιές, τα έλατα, τις φτελιές και
τα οπωροφόρα δέντρα που η Γιουρσενάρ έβρισκε χρόνο να περιποιείται προσωπικώς,
παρά το φορτωμένο με υποχρεώσεις πρόγραμμά της.
Το βιβλίο του Ντυμαί-Λβοβσκί, Το τελευταίο ταξίδι της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ (φωτογραφίες: Σαντρί Ντερρατζί· μετάφραση: Γιάννης Στρίγκος.
Αθήνα 2003, 119 σελ.), που ολοκληρώνεται με την περιγραφή της συνάντησής του
(στη μνήμη της Γιουρσενάρ) με τον Δαλάι Λάμα, δεν διεκδικεί λογοτεχνικές
δάφνες· ωστόσο, με την υποστήριξη που του παρέχουν οι χαρακτηριστικές
στιγμιοτυπικές φωτογραφίες του Σαντρί Ντερρατζί, αποτελεί την πολύτιμη μαρτυρία
ενός αισθαντικού παρατητηρή για τη στιλπνή καθημερινότητα μιας εμπνευσμένης
γυναίκας, τους τελευταίους κι ωστόσο φωτεινούς μήνες της πολυκύμαντης και
δημιουργικής ζωής της.
Ανάμεσα στα δώρα που σκέφτεστε
να κάνετε σε αγαπημένα και σε φιλικά σας πρόσωπα, στην Ελλάδα και στο
εξωτερικό, για το καλό του νέου χρόνου, σκεφτείτε να περιλάβετε και μία ετήσια
συνδρομή (τέσσερα τεύχη) στο περιοδικό Εντευκτήριο, το λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό περιοδικό που έχει
την έδρα του στη Θεσσαλονίκη αλλά αναγνωρίζεται ως ένα από τα πιο έγκυρα και
ενδιαφέροντα περιοδικά του είδους του.
Δώστε στους δικούς σας
ανθρώπους την ευκαιρία να μοιραστούν μαζί σας αναγνώσματα απαιτήσεων, με ελληνικές
και ξένες υπογραφές, όχι πάντα 'επώνυμες' αλλά πάντα ενδιαφέρουσες και
ξεχωριστές. Ποίηση και πεζογραφία, δοκίμια, βιβλιο-κριτικές/παρουσιάσεις,
ειδικό φωτογραφικό ένθετο, σχόλια για την πνευματική επικαιρότητα.
Η συνδρομή μπορεί να αρχίζει με
το τεύχος Νο 113, που ήδη κυκλοφορεί, ή το αμέσως επόμενο, Νο 114, που θα
κυκλοφορήσει στα τέλη Ιανουαρίου, με πλούσιο αφιέρωμα στη Λούλα Αναγνωστάκη και άλλη, αυστηρά επιλεγμένη, λογοτεχνική ύλη.
Ετήσια συνδρομή
(περιλαμβανομένων και των τελών αποστολής): 35,00 ευρώ
Για δύο συνδρομές το συνολικό
ποσόν περιορίζεται σε 65,00 ευρώ.
Για τρεις συνδρομές το συνολικό
ποσόν περιορίζεται σε 95,00 ευρώ
Μπορείτε επίσης να κάνετε δώρο
μία συνδρομή στον ... εαυτό σας, πληρώνοντας για έναν χρόνο 35,00 ευρώ, για δύο
χρόνια 65,00, για τρία χρόνια 95,00 ευρώ.
Ακόμη, μπορείτε να δωρίσετε σε
φίλους σας συλλεκτικά αφιερώματα του περιοδικού Εντευκτήριο ή βιβλία των Εκδόσεων
Εντευκτηρίου.
Παραθέτουμε, ενδεικτικά,
μερικούς τίτλους (και σε παρένθεση την τιμή* του καθενός, δίχως τα ταχυδρομικά ―
εάν η παραγγελία υπερβαίνει τα 25,00 ευρώ, δεν υπάρχει επιβάρυνση για έξοδα
αποστολής):
ποίηση
Ένο Αγκόλλι, ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΑΙΤΙΟ
(7,00 ― Βραβείο Βαρβέρη για πρωτοεμφανιζόμενο ποιητή, 2015)