Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άννα Κουστινούδη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άννα Κουστινούδη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

23.9.17

Η βιωματική κυρία Άσα


31o Δημοτικό Σχολείο, Σαράντα Εκκλησιές

γράφει η Άννα Κουστινούδη


(Για τη Βερονίκη, τον Λεωνίδα, τον Παντελή, 
που από [συμ]μαθητούδια της Α΄ Δημοτικού, 
βρεθήκαμε δάσκαλοι και δασκάλες του Διαπολιτισμικού).

Τη λέγανε κυρία Άσα. Την πρώτη μου (μας) δασκάλα της Α΄ Δημοτικού. Τη θυμάμαι μεσόκοπη, μάλλον κοντούλα, μελαχρινή και κάπως ευτραφή, με μπάσα και ελαφρώς βραχνή φωνή, και διαρκώς χαμογελαστή.  Εν μέσω Χούντας, παρελάμβανε τα πρωτάκια εκείνου του Σεπτέμβρη του 1971 από τα χέρια των μανάδων και των γιαγιάδων που τα έφερναν – με απειλές (ενίοτε και ξυλιές) ή με καλοπιάσματα, ανάλογα με την περίπτωση – μέχρι τη βαριά σιδερένια εξώπορτα του πέτρινου 31ου δημοτικού σχολείου 40 Εκκλησιών. Κρατούσε ψηλά με το ένα της χέρι κάτι που έμοιαζε με λάβαρο, όμορφα στολισμένο με κορδελίτσες, λουλουδάκια και φρουτάκια. Ανάμεσά τους ξεχώριζε ένα καρτελάκι που έγραφε με μεγάλα κεφαλαία γράμματα «Α’ Δημοτικού».
Ήμουν από εκείνα τα πρωτάκια της χρονιάς μου πού ούτε απειλές ούτε και καλοπιάσματα χρειάστηκαν για να πάνε σχολείο, αφού τα δύο προηγούμενα χρόνια ―ελλείψει νηπιαγωγείου στον συνοικισμό μας― τα πέρασα κρεμασμένη στα κάγκελα του μικρού μας μπαλκονιού, που αγνάντευε από αρκετά μεγάλη απόσταση ολόκληρο το πέτρινο σχολικό κτίριο και την αυλή του, περιμένοντας να έρθει και για μένα το πλήρωμα του (σχολικού) χρόνου. Άπραγο και ολομόναχο μοναχοπαίδι της κακοτράχαλης τότε (και τώρα) οδού Νοταρά (μόνο ο Στέργιος υπήρχε στη γειτονιά, κι εκείνος ήταν ένα χρόνο μικρότερος και φιλάσθενος), κάθε πρωί παρακολουθούσα βιωματικώς, ανελλιπώς και απαρεγκλίτως, τη συγκέντρωση στη γραμμή των μαθητών και των μαθητριών, το πανομοιότυπο κούνημα των δεξιών χεριών( πάνω-κάτω-δεξιά-αριστερά-κέντρο), την προσευχή και την έπαρση της σημαίας μετά του εθνικού ύμνου. Φορούσα μάλιστα (δανεικιά) την παλιά, ξεθωριασμένη, μπλε ποδιά και το άσπρο πικεδένιο γιακαδάκι της Αθανασούλας (της μεγαλύτερης αδελφής του Στέργιου), και είχα μάθει απέξω κι ανακατωτά την καθημερινή διαδικασία που εκτυλισσόταν μηχανιστικά (βρέξει-χιονίσει), από Δευτέρα μέχρι και Σάββατο, στην αυλή του σχολείου. Την ακολουθούσα πιστά κι εγώ από το μπαλκόνι μας, μιμούμενη τις ίδιες ακριβώς κινήσεις και ψάλλοντας δυνατά, αν και δεν καταλάβαινα και πολύ καλά ―λόγω απόστασης από το σημείο των τεκταινόμενων ― τα στρατιωτικά παραγγέλματα των δασκάλων. Όταν έλεγαν, λ.χ., «στοιχηθείτε» και αμέσως μετά εκείνο το «ατενώς», εγώ άκουγα «ατμός», «ατνός» ή κάτι τέτοιο, κι όταν ρώτησα τη μάνα να μου εξηγήσει τι ακριβώς λένε και τι σημαίνουν τα λόγια αυτά, εκείνη δεν ήξερε να μου πει. Ήμουν ωστόσο μία καθημερινή, εξάχρονη, απελπιστικά κωμική φιγούρα/παλιάτσος στο μπαλκόνι μας, σαν εκείνες του Μπέκετ. Διετέλεσα ξεκαρδιστικό θέαμα-ακρόαμα της οδού Νοταρά για τη γειτονιά, που δεν έχανε το σπαρταριστό πρωινό μου δρώμενο με τίποτα!  Μα εγώ ζήλευα τόσο πολύ, ήθελα να είμαι κι εγώ εκεί, μαζί με τ’ άλλα παιδιά, όχι μόνο στη γραμμή μα και στα ενδότερα της αίθουσας, εκεί που μάθαιναν τα λεγόμενα γράμματα. Μα ήμουν μικρή ακόμα κι έπρεπε να περιμένω. Άτιμο πράγμα η μοναξιά, και μάλιστα η παιδική.
Όταν λοιπόν με παρέλαβε η κυρία Άσα, εμένα και την άδεια σάκα μου, εκείνο το πρωί του Σεπτέμβρη του 1971, πήρε στα χέρια της έτοιμο φρούτο, ώριμο, γινωμένο και ιδεολογικά πουσαρισμένο, όλο μεράκι και χαρά για σχολειό και  γράμματα, αλλά προπάντων, για συνομήλικη συντροφιά. Άφησα το χέρι της μάνας κι έπιασα, κάπως ντροπαλά, της κυρίας  Άσας. Εκείνη παίνεψε εν πρώτοις τα γαλάζια μου μάτια κι είπε στη μάνα: «Τι χαρούμενο παιδάκι είναι αυτό, προβλέπω μεγάλη πρόοδο και επίδοση!» Κι η μάνα, όλο καμάρι, μ’ άφησε ξένοιαστη στα χέρια της δασκάλας κι αποσύρθηκε. Κι ήταν η πρώτη και μοναδική φορά που με πήγε στο σχολείο. Από τη δεύτερη κιόλας μέρα, πήγαινα μόνη μου, κι ήταν χαρά και γλέντι ο δρόμος για το σχολείο και τώρα πια άρχισα κι εγώ, επίσημα πλέον, να συμμετέχω στα πρωινά τελετουργικά της γραμμής, του «στοιχηθείτε», του «ατενώς», του «Σε γνωρίζω από την όψη» κτλ. Και τ’ άλλα τα πρωτάκια, μαζί και η δασκάλα, απορούσαν κι αναρωτιόντουσαν πού τα ’ξερα εγώ τόσο καλά όλα αυτά και τα εκτελούσα εντελώς σωστά σαν προγραμματισμένο μηχανικό παιχνίδι, που έψαχνε το δόλιο να σκαρφιστεί τρόπους να διασκεδάσει την αφόρητη ανία και πλήξη τής μέχρι τούδε ασυντρόφευτης παιδικής υπόστασής του.
Η σάκα μου γέμισε με τετράδια, βιβλία ―όλα καπλαντισμένα και νοικοκυρεμένα υπό την επίβλεψη της Κυρίας μας― και με όλα τα άλλα σχολικά είδη. Η Κυρία Άσα αποδείχθηκε θησαυρός ανεκτίμητος. Τι παιχνίδια, τι θεατρικά, τι παντομίμες, τι πλαστελίνες, τι ομορφοτυπωμένα (με stencil) καρτελάκια, καθημερινά, με προτασούλες του τύπου: «Φάγαμε γλυκά μήλα» και μας μοίραζε φρέσκα μήλα του Σεπτέμβρη μαζί με το καρτελάκι της ημέρας, που τα τρώγαμε λαίμαργα και μοσχομύριζε η τάξη. Επίσης: «μετρώ με ξυλαράκια» και μας γέμιζε χρωματιστά ξυλαράκια να μάθουμε αριθμητική διασκεδάζοντας, παίζοντας. Υλοποιημένη, βιωματική μάθηση το 1970, τώρα που το σκέφτομαι, και ακόμα θυμάμαι και χαίρομαι. Μας μάθαινε ακόμα να δοκιμάζουμε γεύσεις· μέχρι και βρώμη έμαθα να τρώω εκεί μαζί της, γιατί την ανακατεύαμε με γάλα, μήλο και μέλι (βάζαμε και κανέλα) την ώρα του κολατσιού, και πρώτη και καλύτερη η κόρη της κυρίας, η Στάσα, την έτρωγε! Δεν ξανασυνάντησα άλλη τέτοια δασκάλα και δάσκαλο ομού, καθ΄ όλη τη διάρκεια των μετέπειτα εγκύκλιων σπουδών μου, κι αυτό είναι ένα παράπονό μου, μία έλλειψη οδυνηρή.
Αλλά, ως γνωστόν, τα καλά πράγματα στη ζωή κρατάνε λίγο. Εξακριβωμένο. Μέχρι τον Φλεβάρη του 1972, για την ακρίβεια. Τότε δηλαδή που η πρώτη τάξη μας χωρίστηκε σε δύο τμήματα – ήρθαν κι άλλα παιδάκια εν τω μεταξύ και πλήθυνε οριακά το ένα και μοναδικό, ώς τότε, τμήμα. Ο διαχωρισμός έγινε με αυστηρά αλφαβητική σειρά! Βρέθηκα, φυσικά, στο 2ο τμήμα, με καινούργια δασκάλα, νεοφερμένη, ξερακιανή, φωνακλού – μια αποκρουστικά τσιριχτή φωνή  θυμάμαι –  και καταθλιπτική, ένα πλάσμα θλιβερό και κατακουρασμένο. Το όνομά της το απώθησε η μνήμη στα άδυτά της, αλλά τη θυμάμαι να κάθεται μόνιμα στην έδρα με τη ζακέτα ή το παλτό ανάρηχα ριγμένο στους ώμους, με το βιβλίο ανοιχτό μπροστά της να απαγγέλλει αδιάφορα το μάθημα κι εμείς να καθόμαστε ακίνητα, βαριεστημένα, αδίδακτα κι απορημένα με το ανέλπιστο σχολικό  ριζικό μας. Πού πήγαν τα καρτελάκια, τα ξυλαράκια, οι πλαστελίνες, τα μήλα, τα παιχνίδια, οι μεταμφιέσεις, οι παντομίμες, όλα εκείνα τα ωραία βιωματικά της κυρίας Άσας, που σ΄ έκαναν να μαθαίνεις και να διασκεδάζεις ταυτόχρονα; Μείνανε και συνεχίστηκαν στο τμήμα Α1, στους τυχερούς εκείνους και εκείνες που το επώνυμό  τους άρχιζε από «Α» έως και «Ι».  Έχασα τον σχολικό μου κόσμο όλο κάτω απ’ τα πόδια μου μαζί με την Κυρία Άσα κι έχυσα δάκρυα ατέλειωτα στο σπίτι.
Τα έφερε έτσι η τύχη κι έγινα δασκάλα. Ποτέ δεν το μετάνιωσα κι ούτε ποτέ με φαντάστηκα να κάνω κάτι άλλο. Μαζί με μένα και η Βερονίκη, ο Λεωνίδας και ο Παντελής, οι φίλοι/ες-συμμαθητές  από το θρανίο της Α΄ Δημοτικού, και μετέπειτα (τύχη αγαθή) συνάδελφοι στο Διαπολιτισμικό Γυμνάσιο. Ο Λεωνίδας ήταν από τους τυχερούς που μείνανε με την κυρία Άσα. Οι υπόλοιποι/ες βιώσαμε το υπόλοιπο της σχολικής χρονιάς ως κοινό τραύμα παιδικό, και ίσως αθεράπευτο. Ο Λεωνίδας και ο Παντελής εξακολουθούν να διαμένουν στην οδό Νοταρά και σήμερα διδάσκουν στο Πειραματικό του κέντρου. Εγώ και η Βερονίκη παραμένουμε στο Διαπολιτισμικό. Κανένας από τους τέσσερίς μας δεν κάθεται στην έδρα όταν κάνουμε μάθημα. Πάντα, σχεδόν, όρθιοι/ες και κοιτάμε τα παιδιά μας στα μάτια.

[ Η Άννα Κουστινούδη γεννήθηκε το 1964 στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται ως καθηγήτρια Αγγλικής Γλώσσας στο Διαπολιτισμικό Γυμνάσιο Ευόσμου. Είναι διδάκτωρ Λογοτεχνίας του τμήματος Αγγλικής γλώσσας & Φιλολογίας του Α.Π.Θ., στο οποίο έχει διδάξει μαθήματα λογοτεχνίας και Δεξιοτήτων Έρευνας ως λέκτορας επί συμβάσει. Οι δημοσιεύσεις της και τα ακαδημαϊκά - ερευνητικά της ενδιαφέροντα εστιάζουν κυρίως, αλλά όχι μόνο, στο βικτωριανό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα και στη θεωρία και κριτική της λογοτεχνίας, με έμφαση στην αφηγηματολογία, τον μεταδομισμό, τον φεμινισμό και την ψυχανάλυση. Ακαδημαϊκά άρθρα της και βιβλιοκρισίες της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα αγγλόφωνα περιοδικά και ανθολογίες. Άρθρα της, πεζά, μεταφράσεις και βιβλιοκρισίες της έχουν επίσης δημοσιευτεί σε ελληνικά έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά, όπως Παρέμβαση, Το Δέντρο, Οροπέδιο, Εντευκτήριο, Εμβόλιμον, Φρέαρ, The Books Journal Vakxikon, Bibliotheque κ.ά. Η μονογραφία της με τίτλο: "The Split Subject of Narration in Elizabeth Gaskell’s First-Person Fiction" (To Διχασμένο Αφηγηματικό Υποκείμενο στα Πρωτοπρόσωπα Έργα της Ελίζαμπεθ Γκάσκελ) εκδόθηκε το 2011 και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Lexington Books". ]
-->


-->

26.7.16

Κόκκινα Kickers καλοκαιρινά [Ιστορίες καλοκαιριού VII]



γράφει η Άννα Κουστινούδη



Στη μνήμη του παιδικού μου φίλου Στέργιου που χάθηκε νωρίς


Παραδομένη εμμονικά ―με μια δόση μαζοχισμού― για άλλη μια φορά στη θερινή οικοτεχνία. Καθώς ανακατεύεις την κατακόκκινη ντομάτα του μπαξέ με ένα ματσάκι πράσινα αρωματικά στο κέντρο, αυτή αρχίζει να αφρίζει. Ο κατακόκκινος αφρός αναδύεται παχύς και άφθονος στην επιφάνεια, και πρέπει να τον αφαιρείς κάθε τόσο με την τρυπητή κουτάλα, για να συνεχιστεί απρόσκοπτα το βράσιμο της σάλτσας-ντομάτας αυτής καθαυτής, κι εντελώς καθαρής, που αποφλοιώθηκε ξεσποριάστηκε, ψιλοκόφτηκε, στραγγίστηκε, γκουρμέ να γίνει με αρώματα και γλύκα από κανέλες, γαρύφαλλα, μέλι και  μπαλσάμικο, να σου πουν το μπράβο, να λάβεις τα εύσημα.  Άρχισε ήδη να κοχλάζει δυνατά, σε πιτσιλάει σποραδικά, καίγεσαι στιγμιαία, μικρά κόκκινα σημάδια κοσμούν σύντομα τους βραχίονες, τα μπράτσα, το στέρνο, ενίοτε και το πρόσωπο. Όσο και να προσέξεις, δεν τα γλυτώνεις «αυτά τα κόκκινα σημάδια» εγκαύματα στο σώμα. Τα λένε και τραύματα, και σε παραπέμπουν σε άλλα του παρελθόντος, ήδη συσσωρευμένα.

40 Εκκλησιές,  Ιούλιος του 1972. Μόλις πριν από δύο μήνες είχε μετακομίσει η οικογένεια από το νοικιασμένο υπόγειο της οδού Γρηγορίου Αυξεντίου, δίπλα από την ταβέρνα του Βάγγου, στο καινούργιο, ισόγειο, αλλά ιδιόκτητο τώρα, διαμέρισμα (με τα γραμμάτια να τρέχουν) της οδού Νοταρά, εντελώς δίπλα στα πεύκα του Σέιχ Σου, τίγκα στην κάμπια εκείνο τον καιρό («γιατί πήγες στα πεύκα [Αννούλα], κάμπια ήσουνα;»). Εσένα σου είχαν δώσει το εικονοστάσι να μεταφέρεις· το κρατούσες από έναν γάντζο στο ένα χέρι και στο άλλο είχες την καντήλα, απαραίτητο εξάρτημα του πρώτου. Μια ανηφόρα δρόμος χώριζε τα δύο σπίτια ― τα λιγοστά έπιπλα και μία παγωνιέρα με τα χέρια κουβαλήθηκαν στο νέο σπιτικό, που όλο χαρά και καμάρι η μάνα συγύριζε και πάστρευε εμμονικά, όπως ανακατεύεις κι εσύ τα σαλτσικά σου σήμερα.

Έπιασες φιλίες με τον Στέργιο, το μοναδικό συνομήλικο παιδάκι στην καινούργια, τρόπον τινά, γειτονιά, που η οικογένειά του ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά και είχαν στο σπίτι τους ψυγείο, ηλεκτρική κουζίνα, τηλεόραση, βιβλιοθήκη γεμάτη με βιβλία, κι άλλα τόσα σκόρπια εδώ κι εκεί, view master και πολλά άλλα περίεργα και ενδιαφέροντα αντικείμενα που εσύ δεν είχες ξαναδεί. «Πρόσεχε μη σε γυρίσουν και σένα και γίνεις Ιαχωβού», έλεγε η (μ)ά(ν)να, προσπαθώντας να σε αποτρέψει από την δυνητικά "επικίνδυνη" συναναστροφή, αλλά καμιά σημασία δεν έδινες. Στο σπίτι-μονοκατοικία του Στέργιου γίνονταν πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα. Η μάνα του, η κυρά Πανωραία, έφτιανε περίεργα και νόστιμα φαγητά και γλυκίσματα που δεν τα είχες ξαναφάει κι όλο εκεί τριγύριζες για να μυρίζεις, να δοκιμάζεις, να παρατηρείς, να παίζεις με τα παιχνίδια του Στέργιου και για να βλέπεις την Αθανασούλα, τη μεγαλύτερη αδερφή του, να δοκιμάζει μπροστά στον καθρέφτη τα ωραία, όλο φινέτσα, ρούχα, παπούτσια και αρώματα που ψώνιζε από την Τσιμισκή. Κι όταν ζήτησες από τη μάνα να σου πάρει καλοκαιρινά πέδιλα Kickers (από τον «Μούγερ» της Τσιμισκή), εκείνη σε κοίταξε λοξά στην αρχή, αλλά μετά το 'ψαξε και το οικονόμησε το πράγμα, και σύντομα είχες ένα ολόδικό σου ζευγάρι κόκκινα Kickers καλοκαιρινά. Διπλή βάρδια στην οικοδομή ο πατέρας στην Ελλάδα του τότε σου, στην Ελλάδα της άναρχης (ανοικο)δόμησης και της πολυκατοικίας για τα Kickers της θυγατέρας και τα γραμμάτια του νεοαποκτηθέντος διαμερίσματος, αλλά τα πολυπόθητα πέδιλα, «σαν της Αθανασούλας», έγιναν δικά σου εκείνο το καλοκαίρι, λίγο μετά τη μετακόμιση, και δεν έβλεπες την ώρα να τα φορέσεις και να τα περπατήσεις.

Τότε αρρώστησες. Ιλαρά, είπε ο γιατρός ― δεν υπήρχε ακόμα το MMR και οι παιδικές αρρώστιες θέριζαν. Την πέρασες βαριά, με υψηλό πυρετό και κατακόκκινο εξάνθημα εκτεταμένο all over, μέχρι και μέσα στα μάτια. Το καινούργιο διαμέρισμα τέθηκε σε καραντίνα. Οι λάμπες της οροφής (δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα για πολύφωτα) καλύφθηκαν με χρωματιστό χαρτί κατ’ εντολή του παιδίατρου και οι γειτόνισσες έφεραν στη μάνα να σου βάνει κάτω από το μαξιλάρι ένα κατακόκκινο καλούπι ζαχαρωτό που μύριζε τριαντάφυλλο ―κάντιο ζάχαρη τη λέγανε― για να την περάσεις «γλυκά» την αρρώστια. Τον Στέργιο, που ήταν ο φιλάσθενος μεν υγιής δε, της δυάδας, τον εξαφάνισε από προσώπου γης η Πανωραία από τον φόβο της μετάδοσης, και εσύ, ένα εικοσαήμερο και βάλε, κλεισμένη μέσα, να βλέπεις την κίνηση στη γειτονιά μέσα από τις κλειστές γρίλιες και να ακούς τα μεγαλύτερα παιδιά να παίζουν τζαμί και να τσιρίζουν ξένοιαστα και χαρούμενα μέσα στο καυτό καλοκαίρι. Τα Kickers σε απόλυτη απραξία σε κοίταζαν και τα κοίταζες, ολοκαίνουργια, αφόρετα, απερπάτητα καθ΄όλη τη διάρκεια της αρρώστιας και ήταν στην αρχή ένα αντικείμενο παρηγοριάς, που γρήγορα όμως έχασε τη γοητεία του. Πέρασε όλος ο Ιούλιος και ο μισός Αύγουστος πριν αναρρώσεις και γίνεις ακίνδυνη για τους γύρω σου. Όταν βγήκες, μετά από καιρό, στο μπαλκόνι ―ήταν νωρίς ακόμα, είπαν, για να βγεις στη γειτονιά―, ο κυρ-Βλάσης, ο γείτονας, ο άντρας της κυρα- Σταυρούλας, που είχε αργαλειό και έφτιανε χειροποίητα χαλιά, έβγαλε την γκαζιέρα και σου τηγάνισε κατμέρια (πολίτικες τηγανητές πίτες με κιμά) που σου άρεσαν, όμως εσύ το μόνο που ήθελες ήταν να πας στου Στέργιου να παίξετε, όπως και πριν.

Μοσχοβόλησε όλη η οδός Νοταρά. Βγήκε κι ο Στέργιος, γιατί του μύρισαν τα κατμέρια.  Ήρθε και στάθηκε κάτω απ’ το μπαλκόνι.  Κρατούσε στο χέρι ξυλάκι παγωτό φράουλα με κάτι κόκκινους φραουλόσπορους επάνω, που θύμιζαν το αχνό πλέον εξάνθημα της ιλαράς σου.  Τον άκουσες να λέει: «Άννα, EΒΓΑ: Τα πιο παγωτά». Φόρεσες τα αφόρετα κόκκινα Kickers και βγήκες τρεχάτη. Καθόλου δεν υποπτευόσουν πως το αμέσως επόμενο καλοκαίρι θα περνούσες (και) την οστρακιά.


Η Άννα Κουστινούδη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. 
Δρ. λογοτεχνίας στο Τμήμα Αγγλικής του Α.Π.Θ., 
διδάσκει στη Μέση Εκπαίδευση. 
Βιβλίο της: The Split Subject of Narration 
in Elizabeth Gaskell’s First-Person Fiction (2011)




7.1.16

Ένα βιβλίο στο κομοδίνο της Άννας Κουστινούδη



Βασίλης Π. Καραγιάννης. Ηδονο(α)βλεψίες, Εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2015.

Η φωνή και το βλέμμα αποτελούν, σύμφωνα με τον Jaques Lacan, τα δύο πρωταρχικά αντικείμενα επιθυμίας για το ανθρώπινο υποκείμενο καθ΄ όλη την πορεία της εξέλιξής του.

Στη νέα συλλογή διηγημάτων του Βασίλη Καραγιάννη, με τίτλο Ηδονο(α)αβλεψίες, με όχημα την αφηγηματική φωνή του βλέμματος, η ζωή καταγράφεται σε όλη της την πολυσημία, και, ταυτόχρονα, σε όλη την πολύπλοκη απλότητα της. Ο κόσμος και το θέαμά του ρέουν αβίαστα μέσα από έναν λόγο που διαθλά τη χθαμαλή καθημερινότητα, διευρύνοντάς την ωστόσο με τέτοιο τρόπο, που το προσωπικό βίωμα και η μνήμη διαρρηγνύουν τα στενά πλαίσια της ατομικότητας και αποκτούν συλλογικές, εντελώς ανθρώπινες διαστάσεις. Σε όλα σχεδόν τα κείμενα της συλλογής, οι άνθρωποι και η φύση μαζί με τα αντικείμενά της/τους συγκροτούν μια πλειάδα τόπων: Τον γεωγραφικό, τον τόπο της μνήμης ως ανάμνησης και βέβαια τον ψυχικό. Ο τελευταίος είναι κι αυτός που περικλείει τον κόσμο ολόκληρο ως θέαμα, ενίοτε με μεταφυσικές διαστάσεις, μέσα στο οποίο το αφηγηματικό υποκείμενο ορά από την εκάστοτε οπτική του, αλλά και οράται πανταχόθεν το ίδιο.

Ο συγγραφέας αφηγείται την προσωπική του τοπική, αλλά και την εσωτερική του γεωγραφία, διάστικτη με μνήμες-ατραπούς, διακειμενικές παρεκβάσεις, αυτοβιογραφικά στοιχεία, αλλά και αφηγήσεις προσώπων που ενίοτε διαπλέκονται και με το υπερφυσικό στοιχείο, αφού κάποιες από τις αφηγήσεις υπαινίσσονται κάτι το αρχέγονο, υπό μορφή παλαιού διαγενεακού τραύματος, που μεταφέρεται από εποχή σε εποχή, από γενιά σε γενιά, στοιχειώνοντας τον τόπο, τους ανθρώπους του και τις αφηγήσεις τους. Στα κείμενα της συλλογής, ο τόπος, οι άνθρωποι, η φύση ολόκληρη, συνυπάρχουν και μνημειώνονται μέσα στον κυκλικά αφηγηματικό χρόνο, ενώ ο συγγραφέας αναπλάθει αυτόν τον κόσμο με το πλέον γνώριμό του και πολυτιμότερο του υλικό ―τη γλώσσα―, που μεταμορφώνεται σε χώμα, δάσος, ιστορία, ψυχή και ψυχικό συμβάν. Πρόκειται για δείγματα γραφής, όπου ο λόγος εμφορείται από οικονομία, ποιητική διάθεση, η ζωή από νόημα, συχνά ωστόσο και από και την έλλειψή του, κι ο χρόνος από συνεχείς απώλειες και ματαιώσεις.


Η Άννα Κουστινούδη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Δρ. λογοτεχνίας στο Τμήμα Αγγλικής του Α.Π.Θ., διδάσκει στη Μέση Εκπαίδευση. Βιβλίο της: The Split Subject of Narration in Elizabeth Gaskell’s First-Person Fiction (2011)
                 


31.12.14

Άννα Κουστινούδη: Το κουνάβι των Χριστουγέννων



Ημέρα πρώτη  

Η Σαγήνη της Μονόπλευρης Ματιάς: Το Αφήγημα Ποτέ δεν Πεθαίνει.


Μου λέει: «Mή γελιέσαι, οι εκπλήξεις, η Ιστορία και τα Αφηγήματα – μεγάλα και μικρά – μας τέλειωσαν. Πλέον, τα έχεις δει όλα.»

Και εγώ απαντώ: «Μέγα λάθος.»

Και με ρωτάει: «Μα πώς;» υποκινώντας την αφήγηση.

Και λέω σε τόνο κάπως αφηγηματικό: «Μετά από τέσσερα χρόνια, η ζωή σ’ αυτή την πόλη μου επιφυλάσσει ακόμα εκπλήξεις. Προχτές τα ξημερώματα είδα για πρώτη φορά κουνάβι (μήπως ήταν γάτα;) να τρέχει στον κεντρικό δρόμο, να τρέχει σαν τρελό, με κατεύθυνση την πλατεία, και να εξαφανίζεται, σχεδόν άμα τη εμφανίσει του, πίσω από ένα παρκαρισμένο φορτηγό. Η θέα του με σαγήνεψε και κάτι σάλεψε μέσα μου, κάτι σαν σκίρτημα ένοιωσα δηλαδή. Με συνεπήρε αυτοστιγμεί το όλον θέαμα, τόσο, που από κείνη την ώρα συνεχώς το ζωντόβολο στο νου μου και στη μνήμη μου επανέρχεται και εμπρός στα αχόρταγα μάτια μου το βλέπω να τρέχει, να τρέχει και να χάνεται πίσω απ’ τις φυλλωσιές και τα παρκαρισμένα αμάξια της θλιβερής μου πόλης μ’ εκείνη τη φουντωτή, μακρύτριχη ουρά (μην ήταν γάτα Αγκύρας;) – μεγαλύτερη κι’ απ’ το ίδιο του το σώμα – να ανεμίζει πέρα-δώθε, πέρα-δώθε εν κινήσει και μου έγινε κάτι σαν ανοίκεια εμμονή.

Βέβαια, όλα ξεκίνησαν με εκείνες τις μύγες στην αρχή της θητείας μου εδώ, πριν δύο χρόνια. Με το που μπήκα στο νοικιασμένο διαμέρισμα, Σεπτέμβρης ήτανε, δεν πρόλαβα καλά-καλά να τακτοποιηθώ, και οι μύγες μου την πέσαν πανταχόθεν. Γέμισε ο τόπος, λεφούσι άγριο, μικρές, μεγάλες, μετρίου μεγέθους, νιόβγαλτες μύγες-μωρά, μέχρι κι εκείνες οι χρυσοπράσινες μύγες-ιέριες των σκατών εισχώρησαν από παντού, μα και παντού, αφήνοντας τα αηδιαστικά τους χνάρια, τα γνωστά μυγοχέσματα, σ’ όλες τις επιφάνειες και εμένα να αναρωτιέμαι για το ανοίκειο του πράγματος μέχρι που βρέθηκε η αίτια. Εκείνη η ψόφια γάτα (μήπως ήταν κουνάβι; ότι το κουφάρι βρισκόταν σε προχωρημένη σήψη και όσο να πεις δεν φαινότανε ξεκάθαρα το είδος) μέσα στο φωταγωγό που σήπονταν σκουληκοφαγωμένη ή σκουληκοφαγωμένο (το γένος κατά αναλογία) είχε μετατρέψει το φωταγωγό και το κάτωθεν αυτού διαμέρισμα, δηλαδή το δικό μου, σε εστίες μόλυνσης. Και ενώ το κουφάρι απομακρύνθηκε και ο χώρος του φωταγωγού, όπως και το διαμέρισμα μου απολυμάνθηκαν κανονικά, οι μύγες παρέμειναν επί μακρόν στην ατμόσφαιρα, όχι τόσο ως φυσικές παρουσίες, αλλά ως ιδέα αφόρητα βασανιστική, αλλά και ηδονική ταυτόχρονα, (ότι τις είχα συνηθίσει κάπως και φορές τις αποζητούσα) στη μνήμη, μα και αμφιλεγόμενη, διότι παρόλο που από ένα σημείο και μετά μύγες δεν έβλεπα, ή, και αν έβλεπα, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το συγκεκριμένο συναπάντημα λάμβανε χώρα μέσα στα πλαίσια του «φυσιολογικού»,  είχα εν τούτοις τη μύγα και μυγιαζόμουνα ότι ανά πάσα στιγμή θα μπορούσα να δω και η ιδέα, ως γνωστόν, απειλητικότερη και επικινδυνότερη πάσης δεδομένης, βιωμένης (ή και αβίωτης) «πραγματικότητας» εστί, αφού οι ιδέες και τα σύμβολα (κυρίως τα γλωσσικά) συχνά πέφτουν στο κεφάλι σου σαν κοτρόνες και κάνεις καιρό να συνέλθεις, αν ποτέ. Και να που τώρα ένα νέο βάσανο του ζωικού βασιλείου, θηλαστικό, αυτή τη φορά, πήρε τη σκυτάλη. Το κοίταξα αξημέρωτα και αυτό σφηνώθηκε εκεί που δεν έπρεπε…στο βλέμμα και στη μνήμη, στο κέντρο της επιθυμίας δηλαδή… και ακόμα δε με κοίταξε καν του λόγου του…θα δείξει…


Ημέρα δεύτερη και τελευταία

Όταν το Βλέμμα Επιστρέφεται με «νόημα»:  H Διαλεκτική του Βλέμματος

Και ενώ επιμένει, παροτρύνοντάς με: «Αφήγηση το λες αυτό? Πάει πέθανε η αφήγηση, μαζί και η/ο/συγγραφέας και μη ξεχνάς και το θάνατο του υποκειμένου, σταμάτα το επιτέλους το παραμύθι(ασμα), σταμάτα πια να λες»

Εγώ απαντώ: «Είναι ένας τρόπος και αυτός. Να λες αφηρημένα. Χωρίς πολλά-πολλά άθλια υποκείμενα. Χωρίς εγώ, εσύ, αυτός αυτή αυτό, εμείς, εσείς, αυτοί κλπ. Θα μου πεις αυτό δεν είναι αφήγηση. Κι όμως, όλα είναι αφήγηση, που εκπορεύεται  από ένα μάτσο αξιολύπητα ομιλούντα (και κυρίως αλαλάζοντα), μονίμως ερωτευμένα (ευτυχώς) υποκείμενα, ένα ευρύχωρο τίποτα παραφουσκωμένο με αφηγήματα, λόγια (κούφια κυρίως) και επιθυμίες, ατελέσφορες ως επί το πλείστον. Εάν δε το απρόσωπο είναι τρομακτικό, τότε αντιμετωπίζουμε κάτι παρόμοιο όχι μόνο καθημερινά, αλλά από καταβολής κόσμου. Ωστόσο, κάθε μυστήριο είναι τρομακτικό όσο και γοητευτικό (mysterium tremendum) σαν το νεοφανές, ελαστικό κουνάβι μου (και ας μοιάζει τόσο με γάτα), το οποίο εκ νέου χτες βράδυ, κατά τις δύο, το πέτυχα, το είδα κάπως εκ του μακρόθεν, δηλαδή, να κείτεται δίπλα σ’ ένα αμάξι σα νεκρό, αλλά με τσιτωμένη και σε πάσα ετοιμότητα τη φουντωτή ουρά του. Στράφηκε και με κοίταξε ολόϊσια στα μάτια και αυτό ήταν όλο. Το βλέμμα επεστράφη πάραυτα και μετά εκείνο χάθηκε πάλι, με περισσή σβελτάδα εξαφανίστηκε, κρύφτηκε στις γύρω συστάδες θάμνων και, ναι, το κουνάβι μου (ίσως και ως γάτα) επέχει και επισήμως πλέον θέση ποθητού αντικειμένου,  και να’μαι εγώ τώρα εδώ να το αφηγούμαι και να το εξιστορώ και να αναρωτιέμαι όλο προσμονή αν θα το ξαναδώ, ότι μου έχει πλέον γίνει απαραίτητο και επιθυμώ διακαώς την επανεμφάνισή του, μην πώ και τη φιλία του ή και την αφοσίωσή του, ποθώ να το εξημερώσω, να το κάνω δικό μου να του αφοσιωθώ και εγώ με τη σειρά μου.

Και να που εκείνο, με συγκινητική συνέπεια, εμφανίστηκε για δεύτερη φορά μέσα στο ίδιο βράδυ και πάλι στον κεντρικό δρόμο και το είδα και πάλι να τρέχει παθιασμένα με κατεύθυνση την πλατεία και είχε κάτι σαν μια τριγωνική πορτοκαλί κηλίδα στον λαιμό και μου φάνηκε σκοτεινόφαιο στη ράχη και ανοικτόφαιο στη κοιλιά και  είπα: “Ψηφίζω κουνάβι εδώ και τώρα ως πεμπτουσία της σταθερότητας και της αξιοπιστίας.»

Και τότε λέει: «Αντί να λες και να αφηγείσαι κοίτα να προσέχεις στα σκοτάδια, γιατί θα σε κλαίνε οι γάτες, οι ρέγκες και τα κουνάβια και θα γίνεις βορά της μύγας και του σκώληκα»

Και εγώ απαντώ: Άραγε ποια ξεχασμένη παιδική (ή μήπως αρχέγονη;) μνήμη μού προκαλεί αυτή τη γλυκιά ανατριχίλα καθώς περπατώ, δυο χρόνια τώρα, κάθε νύχτα, στην ολοσκότεινη τούτη πόλη; Ίσως είναι που βλέπω και τον Ωρίωνα πιο καθαρά, μαζί και το κουνάβι, κι αυτή τη φορά είναι καθιστό παρέα με καμιά δεκαριά σκουλήκια και πέντε μύγες, εκείνες τις χρυσοπράσινες αηδιαστικές. Ήταν Χριστουγεννιάτικο δώρο; Χριστουγεννιάτικη παρανόηση (αν ήταν γάτα;) Χριστουγεννιάτικη παραίσθηση (αν δεν είδα τίποτα;) Ένα θα πώ και τέλος (τέλος;)

Κουνάβι au revoir…


[πρώτη δημοσίευση: bibliotheque.gr, 2011]


ΑΝΝΑ ΚΟΥΣΤΙΝΟΥΔΗ     Γεννήθηκε το 1964 στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται ως καθηγήτρια Αγγλικής Γλώσσας στο Διαπολιτισμικό Γυμνάσιο Ευόσμου. 
Είναι διδάκτωρ Λογοτεχνίας του τμήματος Αγγλικής γλώσσας & Φιλολογίας του Α.Π.Θ., στο οποίο έχει διδάξει μαθήματα λογοτεχνίας και Δεξιοτήτων Έρευνας ως λέκτορας επί συμβάσει. 
Οι δημοσιεύσεις της και τα ακαδημαϊκά - ερευνητικά της ενδιαφέροντα εστιάζουν κυρίως, αλλά όχι μόνο, στο βικτοριανό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα και στη θεωρία και κριτική της λογοτεχνίας, με έμφαση στην αφηγηματολογία, τον μεταδομισμό, τον φεμινισμό και την ψυχανάλυση. 
Ακαδημαϊκά άρθρα της  και βιβλιοκρισίες της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα αγγλόφωνα περιοδικά και ανθολογίες. 
Άρθρα της, πεζά, μεταφράσεις και βιβλιοκρισίες της έχουν επίσης δημοσιευτεί σε ελληνικά έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.
Η μονογραφία της με τίτλο: The Split Subject of Narration in Elizabeth Gaskell’s First-Person Fiction (To Διχασμένο Αφηγηματικό Υποκείμενο στα Πρωτοπρόσωπα Έργα της Ελίζαμπεθ Γκάσκελλ) εκδόθηκε το 2011 και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Lexington Books.