25.7.06

ΗΛΙΑΣΗ

Από το βιβλίο του Γιώργου Αδαμίδη
ΒΟΛΗ ΕΓΓΥΣ ΦΙΛΙΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ
Εκδόσεις Εντευκτηρίου 1995


Η ακρογιαλιά στην Αμμούδα είναι πάντα σχεδόν έρημη όταν φτάνω. Κάνω κάθε φορά τις ίδιες, πανομοιότυπες κινήσεις. Αφήνω το αυτοκίνητο μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο πάνω και κατηφορίζω. Απλώνω την ψάθα μου σε ένα μέρος όπου η άμμος φαίνεται πιο καθαρή και κάθομαι σε μιαν άκρη, απρόθυμος ακόμη να κολυμπήσω. Λίγο αργότερα, σαν να έχουμε ραντεβού, έρχεται ένα ζευγάρι μεσηλίκων με ένα μικρό αγοράκι ― εγγόνι τους, υποθέτω... Στήνουν την ομπρέλα τους στην άκρη του μικρού κόλπου και χώνονται αθόρυβοι στη σκιά της. Προς το μεσημέρι εμφανίζεται μια ψωμωμένη μεγαλοκοπέλα, με ένα μπικίνι που χάνεται στις δίπλες του κορμιού της. Αλείφεται κάθε μέρα ένα ολόκληρο μπουκάλι αντηλιακό· κι όσην ώρα το απλώνει πάνω της, ρίχνει κλεφτές ματιές προς τη μεριά μου αλλά δεν τολμάει να μου ζητήσει να τη βοηθήσω, να την αλείψω με λάδι εκεί που το χέρι της δυσκολεύεται να κινηθεί, ψηλά στην πλάτη... Με κοιτάει σχεδόν υποτιμητικά κάτω από το πελώριο ψάθινο καπέλο της· ύστερα ξαπλώνει στην πετσέτα της, χωρίς καπέλο πια, κι αφήνεται στον ήλιο που εκείνη την ώρα μας κοιτάζει κάθετα.
Σήμερα η καρτ-ποστάλ της Αμμούδας είναι πιο πλούσια από τις προηγούμενες μέρες. Το ζευγάρι είναι ήδη εκεί, με τον εγγονό τους και με ένα κάπως μεγαλύτερο κοριτσάκι. Και στην ακρογιαλιά βολτάρει ένας νεαρός. Τον βλέπω σήμερα για πρώτη φορά. Κοιτάζοντάς τον από μακριά τον κάνω γύρω στα 20. Χαζεύω, καθώς πλησιάζει, το καλοσχηματισμένο του κορμί, σε ένα χρώμα μελί από φυσικού του. Μια άχαρη, εμπριμέ βερμούδα φοράει, με βασικό χρώμα το πράσινο, και τα μπατζάκια της είναι ήδη βρεμένα καθώς περπατάει μέσα στη θάλασσα, με το νερό να του φτάνει μέχρι εκεί που σμίγουν τα σκέλια του. Στο ύψος εκείνο το πράσινο της βερμούδας είναι βαθύ και τραβάει, θέλω δεν θέλω, τη ματιά μου. Περπατάει αργά, με το κεφάλι σκυμμένο τόσο που το πηγούνι του να χώνεται στο στήθος. Καλυμμένος πίσω από τα σκούρα γυαλιά μου, παρακολουθώ την αργόσυρτη διαδρομή του.
Η εμφάνισή του είναι το μόνο καινούριο στοιχείο τόσες μέρες τώρα στην ερημική ακτή όπου έρχομαι, για να κολυμπήσω τάχα...
Κρύβομαι στην Αμμούδα, όπως βάφτισα αυτή την ασήμαντη, την ανώνυμη και περιφρονημένη ακτή. Κρύβομαι για να μη βλέπω τα σώματα-φρύγανα που λιάζονται, παίζουν, πηγαινοέρχονται, επιδεικνύονται στις άλλες, πολυσύχναστες ακρογιαλιές. Γωνιώδη κορμιά, καλοχυμένα εκ κατασκευής, δυνατά και επιθετικά, εν αγνοία τους, απέναντί μου, οργώνουν το οπτικό μου πεδίο, μου κόβουν τη θέα προς τη θάλασσα και παρασέρνουν τη ματιά μου πάνω τους ίσαμε να καταλάβω ότι θα γίνω αντιληπτός ― καμιά φορά και λίγο παραπάνω―, να μετράω ύψος, να καταγράφω χρώμα μαλλιών και ματιών, να υπολογίζω ηλικίες και προτιμήσεις, να σχεδιάζω πλησιάσματα και να σκηνοθετώ καρποφόρες συνομιλίες.



Εδώ αποφεύγω σώματα εφηβικά, ευσταλή και εφίδρωτα, που πυρπολούν τις διακοπές μου, παίζουν βόλεϋ δίπλα μου και μου θυμίζουν τεχνικούς όρους του παιχνιδιού που έχω να τους ακούσω από το γυμνάσιο· δεν υπάρχει λόγος να μαθαίνω τις συνεννοήσεις για τις νυχτερινές τους εξόδους ή τα χτεσινοβραδινά κατορθώματά τους, ούτε να ρίχνω κλεφτές ματιές και να προσπαθώ να γητέψω την μπάλα, ώστε να τους ξεφύγει και να ‘ρθει προς το μέρος μου ή και πάνω μου ακριβώς. Γιατί η μπάλα κάνει τα δικά της, φεύγει άλλοτε προς τα εδώ και άλλοτε προς τα εκεί, μα ποτέ προς εμένα. Κι εγώ έμενα εκεί, να τους βλέπω να χάνονται στη θάλασσα, έχοντας συμφωνήσει να βρουν και να καταβρέξουν μιαν Αννα...
Το αγόρι έχει βγει από τη θάλασσα. Μια σκουρόχρωμη πετσέτα, που την απλώνει με επιμέλεια στην άμμο, μερικά μέτρα μακριά μου, κι ένα πακέτο τσιγάρα Silk Cut είναι όλα κι όλα του τα πράγματα. Φεύγει πάλι, συνεχίζοντας την πορεία του προς την άλλη άκρη της ακτής. Βουτάει, κάποτε, κι αρχίζει να κολυμπάει με έναν αργό ρυθμό, ράθυμο. Πάει κι έρχεται, μέσα κι έξω, για αρκετή ώρα. Υστερα βγαίνει στα ρηχά, ξέρω πως πατώνει σ’ αυτή την απόσταση από την ακρογιαλιά, κι εκεί κάνει κάτι περίεργες κινήσεις με το ένα χέρι του, που δεν φαίνεται καλά, κρυμμένο πίσω από το σώμα του, όπως τον βλέπω προφίλ.
Ο ήλιος με έχει ζαλίσει. Κουράστηκα ακουμπισμένος τόσην ώρα στον αγκώνα μου. Κουράστηκε και κείνος και αφήνει τη θάλασσα. Τον βλέπω πια κατά μέτωπο: το αριστερό του χέρι, κάτισχνο, όχι περισσότερο σαρκωμένο από ένα ψωμί-‘μπαγκέτα’, κρέμεται δίπλα στο κορμί του σαν παράλυτο κι ελάχιστα παρακολουθεί την κίνηση του υπόλοιπου σώματος. Σκέφτομαι πως μέχρι τώρα σκόπιμα έδινε τέτοια στάση στο κορμί του ώστε να κρύβει από μας, στην ακτή, το σακάτικο χέρι του. Ηρθε στα πράγματά του, είναι πια πολύ κοντά μου. Ενώ τα νερά που στάζουν από το σώμα του και τη βερμούδα του φτιάχνουν υγρές κηλίδες στην άμμο, ανάβει τσιγάρο. Σκέφτομαι να προφασιστώ πως δεν έχω φωτιά και να πιάσω κουβέντα μαζί του, όταν βλέπω να τον πλησιάζει η γυναίκα με το μικρό παιδί. Του μιλάει σχεδόν ψιθυριστά, δεν μπορώ να καταλάβω τι του λέει ή αν γνωρίζονται από πριν, όμως χάνω κάθε κουράγιο.
Καθώς βάζω μια ξασπρισμένη πέτρα για προσκέφαλο και ξαπλώνω στην ψάθα μου, να πάρω λίγο χρώμα που λέει κι η μάνα μου, σκέφτομαι πώς θα είναι να αγκαλιάζει μόνο με το γερό του χέρι ― μπορεί σ’ αυτό να συγκεντρώνει την ορμή και την τρυφερή βιαιότητα που αλλιώς θα μοίραζε και στα δυο του χέρια. Ή μπορεί και να έχει αναπτύξει άλλα μέσα· ίσως μια ατίθαση γλώσσα που να εισβάλλει με ορμή στο στόμα, στα αυτιά και στη μασχάλη, να οργώνει το στήθος και την κοιλιά… Το άλλο του χέρι δεν το συλλογίζομαι, δεν θέλω να τον προστατέψω γι’ αυτό, ούτε να του δείξω στοργή και συμπάθεια γι’ αυτή την αναπηρία. Θέλω μόνο να αφεθώ σε ένα δικό του, μονόχειρο, αγκάλιασμα, επιθετικό και κατηγορηματικό.

Ο ήλιος μου γλείφει το πρόσωπο. Το καλύπτω με ένα τζόκεϋ που κουβαλάω πάντα μαζί μου και σπάνια το χρησιμοποιώ. Δεν ακούγεται ούτε ψίθυρος, μόνο αραιά και πού καμιά μακρινή εξάτμιση από μηχανάκι. Ανασηκώνομαι ύστερα από λίγο για να αλλάξω θέση. Εκεί όπου πριν από μερικά λεπτά στεκόταν το αγόρι τώρα δεν βρίσκεται κανείς.

18.7.06

ΣΑΝ ΤΥΠΙΚΟΣ ΝΤΑΗΣ

του Γκίντεον Λέβι,
αρθρογράφου της ισραηλινής εφημερίδας «Χααρέτζ»

Κάθε γειτονιά έχει από έναν: έναν φωνακλά νταή τον οποίο κανείς δεν πρέπει να εξοργίζει. Τον προσβάλλουν; Τραβάει μαχαίρι. Τον χαστουκίζουν; Βγάζει όπλο. Του ρίχνουν μπουνιά; Βγάζει πολυβόλο. Όχι πως ο νταής έχει εντελώς άδικο ― κάποιος πράγματι τον πείραξε. Αλλά η αντίδραση, τι αντίδραση! Δεν είναι ότι δεν τον φοβούνται, αλλά κανεις δεν τον εκτιμά αληθινά. Εκτιμάς αληθινά τον ισχυρό που δεν χρησιμοποιεί αμέσως τη δύναμή του. Δυστυχώς, οι ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις μοιάζουν για μία ακόμη φορά με τον νταή της γειτονιάς. Αιχμαλωτίστηκε ένας στρατιώτης στη Λωρίδα της Γάζας; Θα πληρώσει ολόκληρη η Λωρίδα της Γάζας. Σκοτώθηκαν οκτώ στρατιώτες και αιχμαλωτίστηκαν άλλοι δύο στον Λίβανο; Θα πληρώσει ολόκληρος ο Λίβανος. Το Ισραήλ μιλάει μία και μοναδική γλώσσα: τη γλώσσα της βίας.
Ο πόλεμος που κήρυξε ο ισραηλινός στρατός στον Λίβανο, και πριν από εκεί στη Λωρίδα της Γάζας, δεν θα θεωρηθεί ποτέ ένας ακόμα «πόλεμος μη επιλογής». Ας απαλλάξουμε τους ιστορικούς από αυτή τη συζήτηση. Αυτός είναι αναμφίβολα ένας πόλεμος επιλογής. Ο ισραηλινός στρατός δέχθηκε δύο επώδυνα, ιδιαίτερα εξευτελιστικά χτυπήματα, και την επαύριο κατέβηκε σε πόλεμο με σκοπό να ανακτήσει τη χαμένη του αξιοπρέπεια, κάτι που στη δική μας πλευρά λέγεται «ανάκτηση της αποτρεπτικής δύναμης».
Για μία ακόμη φορά, το Ισραήλ δεν κάνει κανέναν διαχωρισμό ανάμεσα σε έναν δικαιολογημένο πόλεμο εναντίον της Χεζμπολάχ και έναν αδικαιολόγητο, απερίσκεπτο πόλεμο εναντίον του λιβανικού έθνους. Το καμουφλάζ των πραγματικών στόχων του πολέμου διαλύθηκε από τον ίδιο τον Ισραηλινό υπουργό Άμυνας, Αμίρ Πέρετζ: «Ο Νασράλα [: ο αρχηγός της Χεζμπολάχ] θα τη φάει τόσο γερά, που δεν θα ξεχασει ποτέ το όνομα Αμίρ Πέρετζ», κόμπασε σαν τυπικός νταής. Τουλάχιστον τώρα γνωρίζουμε ότι το Ισραήλ πήγε σε πόλεμο για να μην ξεχαστεί ποτέ το όνομα Αμίρ Πέρετζ. Είναι ο πόλεμος για τη διαιώνιση του ονόματος Πέρετζ και την απαλοιφή των αποτυχιών του ισραηλινού στρατιωτικού επιτελείου. Και στο διάολο το κόστος.

13.7.06













Τα τελευταία ποιήματα του Μπεκατώρου
και 19 νέες φωνές
στο καλοκαιρινό «Εντευκτήριο»

ΑΝΤΗΛΙΑΚΟ ΤΕΥΧΟΣ, ΓΙΑ ΒΟΥΝΟ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΑ

Μερικά από τα τελευταία ποιήματα του Στέφανου Μπεκατώρου, που πέθανε πρόσφατα, έχει το θλιβερό προνόμιο να περιλαμβάνει στην ύλη του το νέο, καλοκαιρινό τεύχος του περιοδικού «Εντευκτήριο» (Νο 73, Ιούνιος 2006, 208 σελ., 10 ευρώ). Πρόκειται για τέσσερα ποιήματα υπό τον ενιαίο τίτλο «Σατιρικά ελεγεία», στα τρία από τα οποία ο θάνατος έχει την τιμητική του.
Γράφει σε ένα από αυτά ο Μπεκατώρος:
Μ’ ένα φύσημα του χρόνου μ’ ένα αιφνίδιο
Κροτάλισμα φεύγει η ψυχή του ανθρώπου
Γίνεται κάτι χειρότερο από σύννεφο χειρότερο
Από καπνό χειρότερο από ίσκιο
[...]
ό,τι σκατά
Κι αν είμαστε ― ποιητές δήθεν συγγραφείς
Διανοούμενοι δήθεν άνθρωποι των γραμμάτων
Γλύπτες δήθεν ιερείς ― μήπως δεν καταλήγουμε
Όλοι στο σκοτάδι; Σπυριά σταριού στο άβυθο
Πηγάδι και τίποτε την πτώση μας
Δεν πρόκειται να σταματήσει.»

ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Στο ίδιο τεύχος, ποίηση του Χάρη Βλαβιανού, του Γιάννη Υφαντή, του Σταύρου Ζαφειρίου και του Σλοβένου Μίλαν Ρούφους (μετάφραση από το πρωτότυπο: Κάρολος Τσίζεκ). Επίσης, διηγήματα της Έρσης Σωτηροπούλου, της Μαρίας Κουγιουμτζή και πεζά του Ουαλλού Ρις Χιούζ (μετ.: Αχιλλέας Κυριακίδης) και του Χρήστου Χρυσόπουλου, καθώς και δοκίμιο της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ για το σκοτάδι στην ποίηση του Αντώνη Φωστιέρη.

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: 19 ΝΕΕΣ ΦΩΝΕΣ
Στο μικρό αφιέρωμα του τεύχους αυτού, το «Εντευκτήριο» παρουσιάζει «19 νέες φωνές», ποιητές και πεζογράφους που ζουν σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας ή και του εξωτερικού, οι περισσότεροι από τους οποίους δημοσιεύουν για πρώτη φορά. «Οι νέοι αποτελούν, δυνάμει, το νέο αίμα, την ομάδα κρούσης της λογοτεχνικής καινοτομίας. Αρκεί η αγάπη τους για τη λογοτεχνία να είναι ισχυρότερη από την κενοδοξία που τους καλλιεργούν ο περίγυρος και η εποχή», παρατηρεί η Τιτίκα Δημητρούλια σε προλογικό της σημείωμα, όπου σχολιάζει τον σχετικά εύκολο τρόπο με τον οποίο εμφανίζονται στα γράμματα (σε σύγκριση με το δύσκολο παρελθόν) οι νέοι συγγραφείς. Οι «νέες φωνές» που ξεχώρισε το «Εντευκτήριο» και παρουσιάζει σ’ αυτό το τεύχος του είναι: Δήμητρα Αριστοφάνους, Μηνάς Βλάχος, Βασίλης Καράδαης, Νιόβη Καραπιπέρη, Εύη Καρκίτη, Στράτος Κοσσιώρης, Θάνος Λουμπρούκος, Βίκυ Μπαρμπόκα, Γιάννης Παλαβός, Ευσταθία Παπαδόδημα, Ιορδάνης Παπαδόπουλος, Σοφία Πέσιου, Μαρέτα Σιδηροπούλου, Πέλα Σουλτάτου, Κατερίνα Τόλιου, Γιώργος Τούλας, Σίμος Τσακίρης και Άλκης Χεκίμογλου (οι 9 δημοσιεύουν ποίηση και οι 10 πεζογραφία).

ΠΕΝΤΕ ΛΑΝΘΑΝΟΝΤΑ ΚΡΙΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ
Με αφορμή τη συμπλήρωση ενός χρόνου από τον θάνατο του Μανόλη Αναγνωστάκη, το «Εντευκτήριο» δημοσιεύει μικρό συμπλήρωμα στο σχετικά πρόσφατο αφιέρωμά του (τεύχος Νο 71) στον ποιητή: ο Δημήτρης Κόκορης παρουσιάζει πέντε λανθάνοντα κριτικά κείμενα του Αναγνωστάκη, που δημοσιεύτηκαν το 1965 στην εφημερίδα «Σπουδαστικός Κόσμος» και αφορούσαν βιβλία της Ήβης Μελεάγρου, του Γιώργου Χειμωνά, του Κώστα Λαχά, του Γιώργου Θεοτοκά και του Βασίλη Βασιλικού· και ο Λάκης Παπαστάθης, σκηνοθέτης της μόνης τηλεοπτικής εκπομπής στην οποία εμφανίστηκε ποτέ ο Αναγνωστάκης, σχολιάζει τρεις όψεις της “σιωπής” του ποιητή.

ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ: ΑΠΩΝ
Στο «Απουσιολόγιο» του τεύχους σελίδες αφιερώνονται στον ποιητή Κλείτο Κύρου, που υπήρξε τακτικός συνεργάτης του «Εντευκτηρίου» και στον οποίο το περιοδικό αφιέρωσε αρκετές φορές σελίδες του: (Νο 4/1988, Νο 37/1996, Νο 45/1998, Νο 64/2004, μαζί με cd όπου ο Κύρου διαβάζει ποιήματά του). Για την προσωπικότητα, κυρίως, του ποιητή γράφουν τώρα ο Τάσος Χατζητάτσης και ο Νίκος Δαββέτας, καταθέτοντας ο καθένας τη δική του μαρτυρία.

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
Πλούσια είναι και στο τεύχος αυτό η ενότητα με τις βιβλιοκρισίες και τις παρουσιάσεις. Γράφουν οι: Βαγγέλης Χατζηβασιλείου (για τη Μαριγώ Αλεξοπούλου), Μισέλ Φάις (για τους Γιώργο Μπρουνιά και Δημήτρη Λέντζη), Τιτίκα Δημητρούλια (για τη Μάρω Δούκα), Μαρία Στασινοπούλου (για τον Γιώργο Μαρκόπουλο), Βασίλης Αμανατίδης (για τον Παύλο Μάτεσι), Αλέξης Ζήρας (για τον Ζάχο Σιαφλέκη), Ελένη Χοντολίδου (για τη Σοφία Νικολαϊδου), Ηλίας Κεφάλας (για τον Δημήτρη Μίγγα), Λίνα Πανταλέων (για την Έλενα Γιαννακάκη), Σάκης Σερέφας (για την Αικατερίνη Δούκα-Καμπίτογλου), Γιάννης Κεσσόπουλος (για τη Ρέα Σταθοπούλου), Σοφία Νικολαϊδου (για τον Δημοσθένη Κούρτοβικ) και Σωτήρης Γουνελάς (για τον Χρήστο Μαρκίδη).
Συμπληρωματικά στις βιβλιοκρισίες αυτές, ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, ο Τάσος Χατζητάτσης, ο Σταύρος Ζαφειρίου, ο Βασίλης Τομανάς, ο Γιάννης Κοτσιφός, ο Γιώργος Καλιεντζίδης, η Εύη Καρκίτη και ο Γιώργος Κορδομενίδης σχολιάζουν “με συνοπτικές διαδικασίες” τα βιβλία που διάβασαν πρόσφατα. Στο «Καπνιστήριο», η Κατερίνα Δασκαλάκη στέλνει «Γράμμα από το Παρίσι», σχολιάζοντας πνευματικά και άλλα γεγονότα της εποχής.

ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΝΘΕΤΟ
Την ενότητα της λογοτεχνίας κοσμούν σχέδια του Μάριου Σπηλιόπουλου, που δημοσιεύονται για πρώτη φορά, και για τα οποία ο Νίκος Γ. Ξυδάκης γράφει μεταξύ άλλων: «Στα σχέδιά του, ο Σπηλιόπουλος περιέχει την ψυχεδέλεια, το underground, τον Κόντογλου, τους περιηγητές και τον Πεντζίκη, τα άγρια κόμικς της γυμνής ζωής, γυμνής κατέναντι του τέλους και της μοναξιάς». Ενώ στην Camera Obscura, το ειδικό ένθετο του «Εντευκτηρίου» για την καλλιτεχνική φωτογραφία, που επιμελείται ο Αρις Γεωργίου και που εκδίδεται με χορηγία της ΔΕΛΤΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΑΕ, δημοσιεύεται το πορτφόλιο του Καμίλο Νόλλα «Zonar’s», με φωτογραφίες του φημισμένου αθηναϊκού ζαχαροπλαστείου μερικές ημέρες προτού κλείσει οριστικά. Όπως παρατηρεί ο πεζογράφος Κώστας Κατσουλάρης, «Το βλέμμα του φωτογράφου μοιάζει να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην καταγραφή, στο ντοκουμέντο και σε μια υπόγεια ποιητική που, παραδόξως, γίνεται πιο δραστική στα κλισέ όπου απουσιάζουν οι ανθρώπινες φιγούρες».

7.7.06






















Μαρίνο Πιατσόλλα (Marino Piazzolla)

ΑΠΟ ΤΑ «ΑΜΝΗΜΟΝΕΥΤΑ ΡΗΤΑ ΤΟΥ ΡΕΝΑΤΟ Μ. ΡΑΤΤΙ»

Μετάφραση Κρεσέντσιο Σεντζίλιο



Ο άνεργος
Τυλιγμένος μ’ ένα σεντόνι πηγαίνω στη συνοικία των πλουσίων και παριστάνω το φάντασμα. Τουλάχιστο θα παν να κοιμηθούν λίγο φοβισμένοι.

Γενέθλια
Είμαι ένα επταμηνίτικο και σε κάθε γενέθλιά μου πάντα δυο μήνες νεότερος.

Υποψίες
Οταν επιστρέφω στο σπίτι, τρέχω αμέσως στον καθρέφτη. Ποιος ξέρει, μπορεί να έχει μπει κάποιος άλλος στη θέση μου.

Ο ωραίος κοιμώμενος
Ενας πιστωτής μου ομολόγησε ότι, όταν κοιμάμαι, γίνομαι πολύ όμορφος, κι αυτουνού ως εκ θαύματος του ‘ρχεται επιθυμία να μου δανείσει κι άλλα λεφτά.


(προδημοσίευση από το «Εντευκτήριο» 74, Σεπτέμβριος 2006)