31.12.13

Πέθανε η Κυρία Νόρα Αναγνωστάκη


Πέθανε στις 12.30 το μεσημέρι η Νόρα Αναγνωστάκη. 
Μια σπουδαία μορφή της ελληνικής δοκιμιογραφίας, σύζυγος του Μανόλη Αναγνωστάκη, συνδιευθύντρια του εμβληματικού περιοδικού «Κριτική». 
(Φωτο: Γ.Κ., Μάρτιος 1998, στο σπίτι του Δημήτρη Δασκαλόπουλου 
και της Μαρίας Στασινοπούλου.)

Γιαν Χένρικ Σβαν: «Τα μηχανάκια του Μανόλη» - (μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου)

Τα μηχανάκια του Μανόλη (2008) είναι το δεύτερο μυθιστόρημα του Γιαν Χένρικ Σβαν με ελληνικό θέμα, μετά τη Δράκαινα (2005), που όμως δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά.
Τα μηχανάκια του Μανόλη μόλις κυκλοφόρησαν από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου, σε μετάφραση Μαρίας Φραγκούλη και επιμέλεια μετάφρασης Μαργαρίτα Μέλμπεργκ.

Πρόκειται για ένα υπαρξιακό αφήγημα που εκτυλίσσεται στο νησί της Δράκαινας, πολλά από τα πρόσωπα της οποίας επανεμφανίζονται και εδώ. 
Όπως έγραψε ο Όκε Λεγιονχούβεντ (Σιντσβένσκα Νταγκμπλάντετ, 19.2.2008), «Τα μηχανάκια του Μανόλη είναι το συγκινητικό και μεγαλειώδες πορτρέτο ενός ηλικιωμένου Έλληνα, που θα μπορούσε να ήταν ο γραφικός τύπος μιας τουριστικής διαφήμισης ή ενός γαλακτοκομικού προϊόντος, αν δεν του εμφυσούσε ζωή και δεν του έδινε φωνή ο συγγραφέας Γιαν Χένρικ Σβαν. [...] Η πλοκή είναι απλή. Σίγουρα ενσυνείδητα [...] .Αυτό που περιγράφεται μάλλον στερείται πλοκής. Η απουσία, οι μνήμες μιας ζωής, ζωής που είχε τις αναλαμπές της. Και τελικά, η προσμονή του θανάτου που τα ακυρώνει όλα. Και τι δεν βάζει ο συγγραφέας στο έργο για να γεμίσει αυτή την απουσία και την προσμονή! Ο Σβαν έχει εντρυφήσει στην καθημερινότητα της ένδειας στην Ελλάδα. Έχει δει το ταλαιπωρημένο και απλό πρόσωπό της, τις παλιές ταβέρνες, τα στεγνά και ανεμοδαρμένα τοπία, τα υγρά σπίτια όπου οι χήρες τουρτουρίζουν από το κρύο στο φως μιας λάμπας ασετυλίνης […]. Ξεχάστε για λίγο όλες τις εγωπαθείς “βασίλισσες” και τους “υπουργούς” αστυνομικών μυθιστορημάτων και απολαύστε ένα βιβλίο που αγγίζει τα έργα της μεγάλης λογοτεχνίας!».

O Γιαν Χένρικ Σβαν γεννήθηκε στη Λουντ της Σουηδίας το 1959. Μεγάλωσε στην Κοπεγχάγη και φοίτησε στα πανεπιστήμια της Σορβόνης και της Στοκχόλμης. Ζει και εργάζεται στην Στοκχόλμη.
Πεζογράφος, μεταφραστής και κριτικός. Μερικά από τα μυθιστορήματά του: Μπορώ να σταματήσω μια θάλασσα (1986)· Η καταραμένη χαρά (1987 ― ελληνική μετάφραση Γιάννη Αλεξάκη, Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2002)· Έρωτες και περιπέτειες (1991), η τριλογία Τα χρήματα (1996), Ζητιάνοι (1999) και Οι περιπλανώμενοι (2001, βραβείο των κριτικών της εφημερίδας Göteborg Posten ― ελληνική μετάφραση Θεοφανώς Καλογιάννη, Κέδρος 2007· Η Δράκαινα (2005) είναι το πρώτο του μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται στην Ελλάδα, όπως και το αφήγημα Τα μηχανάκια του Μανόλη (2008). Τελευταίο βιβλίο του: Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα (2011).
Μεταφράζει λογοτεχνία από τα δανέζικα, τα γαλλικά, τα πολωνικά, τα αραβικά και τα ελληνικά. Έχει μεταφράσει την Αμοργό του Νίκου Γκάτσου, ποιήματα των Μίλτου Σαχτούρη και Βύρωνα Λεοντάρη, ποιητές της γενιάς του ’70, καθώς και σύγχρονους Έλληνες πεζογράφους. Το 2013 εκδόθηκε σε μετάφρασή του Η φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.


Προδημοσίευση

Ο Μανολης θυμαται το πρώτο του μηχανάκι, κόκκινο κάτω από τη σέλα. Κάποια μέρα θα αναστηθεί.
Το αγόρασε μετά τη θητεία του στον στρατό. Άλλοτε δεν θα εξοικονομούσε χρήματα για οτιδήποτε, ούτε και είχε χρήματα για να εξοικονομήσει. Μεγάλωσε σε δύσκολα χρόνια. Είδε το βδομαδιάτικό του να αλλάζει χέρια για μια μπίρα και ένα τσιγάρο.
Στην πραγματικότητα, σκόπευε να αγοράσει έναν γάιδαρο. Αμφιταλαντευόταν αν θα πάρει γάιδαρο ή μηχανάκι. Ο γάιδαρος είναι μακροβιότερος, προσφέρει λίπασμα, σου κρατάει συντροφιά. Το μηχανάκι μπορεί να χαλάσει ανά πάσα στιγμή, έχει έξοδα λόγω καυσίμων και δεν είναι τόσο ευχάριστο να γέρνεις το κεφάλι σου πάνω του. Γιατί λοιπόν κατέληξε με μηχανάκι; Μήπως τον τράβηξε το κόκκινο χρώ­μα;
Όλη του τη ζωή φοράει μπλε. Το χρώμα του εί­ναι το μπλε. Έτσι είναι. Εξάλλου, δεν μπορείς να πας στα μπουζούκια καβάλα σε γάιδαρο.
Κάπου όμως υπάρχει ένας άλλος Μανόλης, εκείνος που αδιαφόρησε για το μηχανάκι και διάλεξε τον γάιδαρο. Είχε λίγα χρήματα στην άκρη, τον βοήθησαν κάπως και οι γονείς του, το τελευταίο πράγμα που έκαναν πριν πεθάνουν, και έτσι μπορούσε να πηγαίνει καβάλα στον γάιδαρο, με το μυστρί του, μέχρι τα πιο απομακρυσμένα σπίτια του χωριού.
Μερικές φορές σκέφτεται αυτόν τον άλλο Μανό­λη. Φαντάζεται πως τον βλέπει μακριά, ψηλά πάνω στο βουνό. Είναι στον τρίτο γάιδαρο τώρα, έναν από τους τελευταίους στο νησί. Στέκεται στη σκιά, δεμένος σε ένα δέντρο, γιατί κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε. Από την άλλη πλευρά του δέντρου υπάρχει ένα μικρό σπίτι. Και αυτό δεμένο, μιας και είναι μικρό. Μερικές γάτες, λιγοστές ντοματιές και  ελιές. Κάποια μέρα οι παλιοί γάιδαροι θα αναστηθούν.

☆ ☆ ☆

Ο Μανόλης είναι τώρα στο πέμπτο μηχανάκι. Χαίρεται που διάλεξε μηχανάκι. Το κάθισμα είναι μια χαρά: δεν χρειάζεται να βγάζεις και να βάζεις τη σέλα  ― μια σκοτούρα λιγότερη. Αν το παραμελήσεις, δεν θα πεθάνει από πεί­να. Όταν χρειάζεται τάισμα, δεν υπάρχει ποικιλία στο διαιτολόγιο. Το μόνο που βγάζει είναι μαύρα συννεφάκια καπνού, όταν ο Μανόλης οδηγεί κόντρα στον άνεμο. Το κράνος του γλιστράει, είναι πολύ μεγάλο. Οι κραδασμοί από τη σέλα και το τιμόνι κρατούν το σώμα του σε φόρμα.
Πέντε μηχανάκια όλα κι όλα. Αν είχε πάρει γάιδαρο, θα ήταν ήδη στον τρίτο. Οι γάιδαροι είναι ιδιότροπα ζώα, πολύ έξυπνα για τους ανθρώπους. Με­­ρικοί λένε πως είναι κακά, άλλοι πως είναι χαζά. Παίρνει χρόνο να τους δαμάσεις για να βάλεις σέλα στη ράχη τους· ξαπλώνουν κάτω και κυλιούνται για να απαλλαγούν από τη σέλα. Αν ο γάιδαρος δεν θέλει κάτι, δεν γίνεται τίποτε. Τα μηχανάκια μπορούν επίσης να είναι πεισματάρικα. Όπως ο γάιδαρος, όταν ένα μηχανάκι έχει τις κακές του, μήτε τα χτυπήματα μήτε οι κλοτσιές βοηθούν· πεισμώνει, τα μπροστινά και πίσω πόδια κολλημένα σφιχτά – το κεφάλι χαμηλωμένο, σαν άγαλμα, λες και είναι καρφωμένο στο έδαφος. Το τσοκ, το τσοκ ― δεν βοηθάει. «Δεν θες λοιπόν να δουλέψει σήμερα ο Μανόλης, έτσι δεν είναι;»
Ένας άντρας μιλάει στο μηχανάκι του. Άδικα παρακαλάει: ανώφελες οι απειλές, η προσπάθεια για συζήτηση είναι μάταιη. Χειρονομεί, πετάει κάτω τον κά­βουρα, καταριέται. Το μηχανάκι δεν σαλεύει. Το μηχανάκι είναι μηχανάκι, και ο Μανόλης Μανόλης. Το καλύτερο που μπορεί να συμβεί είναι να θέλουν, από κάποια αναπάντεχη σύμπτωση, το ίδιο πράγμα. Το μηχανάκι θέλει να τρέξει, και ο Μανόλης θέλει να κάνει βόλτα. Ορισμένες φορές όμως επιθυμούν διαφορετικά πράγματα, και τότε καμιά δύναμη στον κόσμο δεν μπορεί να κάνει να συμπέσουν οι επιθυμίες τους· να κάνεις το μηχανάκι να θέλει το ίδιο με τον Μανόλη, με άλλα λόγια να τον μεταφέρει, αλλιώς τι νόημα θα είχε αν ο Μανόλης άρχιζε να συμπεριφέρεται σαν γάιδαρος, αρνούμενος να μετα­κινηθεί; Ωστόσο, συμβαίνει και αυτό. Ο Μανόλης πετάει κά­τω το στουπί και αρνείται να προσπαθήσει να βάλει μπροστά το μηχανάκι. Άλλο που δεν θέλει το μηχανάκι, αρνείται πεισματικά να ξεκινήσει. Η μέρα καταλήγει να είναι μια αλλιώτικη μέρα. Ο ήλιος δύει και, καθώς φυσά το βραδινό αεράκι, τα ανταλλακτικά της μηχανής, κρεμασμένα στα δέντρα, αρχίζουν το θέατρο των σκιών πάνω στον ασβεστωμένο τοίχο του φούρνου.

☆ ☆ ☆

Βλέπουν τον Μανόλη που φεύγει το πρωί ― τραβάει την ανηφόρα, με το κράνος τραβηγμένο προς τα κάτω να καλύπτει το μέτωπό του και το λουρί να περνά από το πηγούνι σαν χαλινάρι. Βλέπουν τον Μανόλη που επιστρέφει ― κατηφορίζει, στον δρόμο για το σπίτι. Ηλικιωμένες κυρίες τού γνέφουν, γέροι σηκώνουν τα μπαστούνια τους, μάστορες του φωνάζουν. Καθώς το μηχανάκι χάνεται, το όνομα του Μανόλη ηχεί σαν φτερούγισμα πουλιών. Χαμογελάει ελαφρά, σηκώνει το ένα χέρι από το τιμόνι, σχεδόν αφηρημένα, χωρίς να προσέχει σε ποιον χαμο- γελάει και ποιον χαιρετάει· είναι απλώς ο Μανόλης, αυτό του φτάνει, αν θέλουν κάτι, ξέρουν πού θα τον βρουν, αν όχι, τότε πρέπει απλώς να ρωτήσουν ποιος είναι ο δρόμος ― αργά ή γρήγορα, θα βρουν κάποιον που τον γνωρίζει και ξέρει πού μένει. Το αν βαριέται να ανοίξει κουβέντα, αυτό είναι άλλη ιστορία, όσο για τηλέφωνο, δεν έχει.
Ενδιάμεσα υπάρχει ό,τι δεν βλέπουμε: κατά μή­κος του δρόμου με τα χαλίκια και με μπαλώματα από άσφαλτο, και ενός παλιού πλακόστρωτου μονοπατιού, σκύλοι κυνηγούν το μηχανάκι, προσπαθώ­ντας να δαγκώσουν την πίσω ρόδα· γάτες πετάγονται από τον δρόμο, λουλούδια ανοίγουν τα πέταλά τους στο ηλιοβασίλεμα, περιμένοντας τη δροσιά· τα κλειστά παρασόλια των κυπαρισσιών. Όταν δεν οδηγεί κόντρα στον άνεμο, ο καπνός της εξάτμισης ανακατεύεται με τη διαπεραστική μυρωδιά του κιτρινισμένου σπάρτου· αν έχει ησυχία, αν απλώνεται η ζέστη, αν σηκώνεται σκόνη από τα χαλίκια, αν οι πεταλούδες χαμηλώνουν τα φτερά τους ―αν ο Μανόλης είναι ο Μανόλης―, τότε η μυρωδιά του σπάρτου τον ακολουθεί μέχρι να φτάσει πάνω, στο σπίτι του. Αλλά όταν ο αέρας τού μαστιγώνει το πρόσωπο, κυλούν δάκρυα στα μάγουλά του.

30.12.13

Πέθανε η Μίνα Ζάννα



Πέθανε σε ηλικία 81 ετών η πιανίστρια Μίνα Ζάννα, κόρη των Ανδρέα και Χριστίνας Πράκτσικα. Το 1953 παντρεύτηκε τον Παύλο Ζάννα και απέκτησαν δύο γιους, τον Αλέκο και τον Ανδρέα. Η Μίνα Ζάννα, μαζί με το σύζυγό της, δημιούργησαν πριν από 58 χρόνια την ιστορική και πρωτοποριακή για την εποχή της γκαλερί «Ζήτα-Μι» στη Θεσσαλονίκη. Η κηδεία της θα γίνει την Τρίτη 31 του μηνός από το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.

Η ιδιότητά της αναφέρεται ως «πιανίστρια». Άρχισε πιάνο στο Ωδείο Αθηνών με την Έλλη και τον Σπύρο Φαραντάτο. Συνέχισε στο Ωδείο της Γενεύης με τη Lottie Morel. Το 1958 πήρε δίπλωμα με Άριστα και βραβείο από το ΚΩΘ (τάξη Αθ. Κοντού). Συνέχισε ανώτερες σπουδές με τη Μαρίκα Παπαϊωάννου και τον Fr. Gevers. Επίσης μελέτησε στο Παρίσι με τη Jeanne Blancard και στη Βιέννη με τους Paul Badura-Scoda, Alfred Brendel και Joerg Demus. Έδωσε πολλά ρεσιτάλ στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, την Κύπρο κ.α. Τα προγράμματά της συνδυάζονταν συνήθως με μουσικολογική παρουσίαση των έργων που ερμήνευε και με επακόλουθη συζήτηση με το κοινό. Το 1987 παρουσίασε στην τηλεόραση της ΕΡΤ2 έξι εκπομπές με εισήγηση, παρουσίαση και εκτέλεση έργων για πιάνο. Εμφανίστηκε επανειλημμένα με την ΚΟΘ (1966-67, κ.λπ.) και άλλες ελληνικές συμφωνικές ορχήστρες. Τον Φεβρουάριο του 1991 ερμήνευσε με την ΚΟΘ υπό τη διεύθυνση του Άλκη Μπαλτά το Κοντσέρτο KV453 του Μότσαρτ. Το 1992 μετέσχε ως σολίστ (σε συνεργασία με τις γαλλικές χορωδίες "Magadis" και "Cantoria") στο Φεστιβάλ "L’ Été Culturel en Loir-et-Cher" καθώς και σε συναυλίες στο Παρίσι. Το 1994 πραγματοποίησε σειρά 6 μαθημάτων-ρεσιτάλ στην Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας της Σχολής Μωραΐτη. Είχε δώσει ρεσιτάλ στην Αθήνα, τη Θεσ/νίκη, σε πολλές περιφερειακές πόλεις, στην Κύπρο, και από το Γ΄ Πρόγραμμα. Το 1996 μετέσχε στον "Κύκλο πιάνου", που διοργάνωσε το Αιολικό Πνευματικό-Πολιτιστικό Κέντρο Καισαριανής σε συνεργασία με το ΥΠΠΟ. Τέλος, στις 31.3.1997 έδωσε στο Ινστιτούτο «Γκαίτε» διάλεξη-ρεσιτάλ με έργα Μπραμς. Δίδαξε στο Ωδείο Αthaeneum πιάνο και ασκήσεις μυοχαλάρωσης.

Ομως η Μίνα Ζάννα, στο όνομα της οποίας πάντοτε υπήρχε το πρόθεμα «Κυρία», ήταν πολύ περισσότερα. Κατ' αρχάς ήταν σύζυγος του Παύλου Ζάννα, κριτικού, μελετητή, συγγραφέα, εκδότη, κοινωνιολόγου, που συνδέθηκε με την ίδρυση του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και καταδικάστηκε στη λεγόμενη «δίκη των έξι». Το όνομά της έφερε αρχικά η ιστορική γκαλερί της Θεσσαλονίκης «Ζήτα Μι» ― Μ. Ζάννα & Σία, που έκλεισε το 2010. Ο χώρος άνοιξε από τον Παύλο Ζάννα και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο το 1955, πέντε χρόνια αφότου ο πρώτος εγκαταστάθηκε με τη Μίνα Ζάννα (μετέπειτα διαχειρίστρια των δικαιωμάτων των έργων και του αρχείου τής Πηνελόπης Δέλτα) στη Θεσσαλονίκη και πωλούσε γραφομηχανές και δίσκους κλασικής και τζαζ μουσικής. Η Μίνα Ζάννα άρχισε να συγκεντρώνει αντικείμενα με στόχο τη διάδοση της λαϊκής τέχνης, μεταποιώντας τον σε γκαλερί έως το 1970, που αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Αθήνα.
Για το «Ζήτα Μι» ο Δημήτρης Φατούρος έχει πει στην ταινία του Αντώνη Κιούκα (Andonis Theocharis Kioukas) «Ι would like to give you my heart forever ZITA-MI» (2010): «Ήταν μια χαραμάδα που έβλεπες μακριά, μια πνευματική δυναμική ― μοιάζει υπερβολικό αλλά αυτό είναι. Είναι σαν να έσκαψε μέσα στις δυνατότητες, τις υποθέσεις ζωής της γεωγραφικής της θέσης, της ιστορικής της διαδρομής, του μέλλοντος της πόλης που δεν υπήρχε. Έφτιαξαν ένα μέλλον που δεν ήταν εγκατεστημένο στην πόλη».
Από την πλευρά της μητέρας του Λένας Ζάννα, ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς είναι ανιψιός της Μίνας Ζάννα, που θα κηδευτεί αύριο από το Α” Κοιμητήριο Αθηνών.

27.12.13

Οι κούνιες του Φάμπιο Μοράμπιτο

του Σπύρου Μοσκόβου

πηγή: http://www.dw.de




Ο δοκιμιογράφος και ποιητής Χανς-Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ ανακάλυψε και παρουσίασε έναν Ιταλομεξικανό ποιητή, τον Φάμπιο Μοράμπιτο. Η αναπάντεχη λιτότητα και ευθυβολία των στίχων του εκπλήσσει.

Είθισται τελευταίες μέρες του Δεκεμβρίου να συνιστά κανείς από τα διαβάσματα της χρονιάς ενδιαφέροντα βιβλία, που για τον ένα ή τον άλλο λόγο έμειναν αλησμόνητα. Εμείς ας μην προτείνουμε σήμερα κανένα φετινό βιβλίο, αλλά ένα συγγραφέα άγνωστο και αμετάφραστο ακόμα στα ελληνικά. Το όνομά του Φάμπιο Μοράμπιτο. Για την ακρίβεια τον ανακάλυψε πριν από μας και τον παρουσιάζει αυτή την εβδομάδα στη Frankfurter Allgemeine Zeitung o Χανς-Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, ένας από τους σημαντικότερους δοκιμιογράφους και ποιητές της μεταπολεμικής Γερμανίας. Ας διαβάσουμε κατ’ ευθείαν, χωρίς να προηγηθούν άλλες πληροφορίες για τον άγνωστο και αμετάφραστο Φάμπιο Μοράμπιτο, ένα ποίημά του:
Οι κούνιες
Ο καθένας μας ξέρει τις κούνιες,
είναι απλές όπως ένα κόκκαλο
ή όπως ένας ορίζοντας.
Λειτουργούν με έναν επιβάτη
και για τη συντήρησή τους αρκεί
να τις ξαναβάφει κανείς που και που.
Κάθε γενιά τις περνάει ένα χέρι
με ένα καινούργιο χρώμα
(για να εξυμνήσει τα δικά της παιδικά χρόνια),
αλλά κατά τα άλλα τις αφήνει ως έχουν.
Κανένας δεν προσπαθεί να βρει καινούργιο ντιζάιν
για τις κούνιες, ουδέποτε υπήρξαν
αγώνες ή μαθήματα κούνιας,
τις κούνιες δεν τις κλέβει κανείς,
ποτέ το ραδιόφωνο δεν μεταδίδει το τρίξιμο
που κάνουνε οι κούνιες.
Οι άνθρωποι κάθε γενιάς τις βάφουν
με άλλο χρώμα,
για να θυμούνται τις κούνιες εκείνες
που σαν ήταν παιδιά τους μύησαν
στο κούνια μπέλα,
στη μελαγχολία,
στη μάταιη προσπάθεια
να θέλουν να είναι διαφορετικοί από τους άλλους,
εξαντλώντας έτσι σαν παιδιά
και τις τελευταίες δυνάμεις τους
για κάτι το ακατόρθωτο,
με την ελπίδα να μεταμορφωθούν,
ως ότου κάποια μέρα, χωρίς να χύσουν
ούτε ένα δάκρυ, κατέβηκαν από την κούνια τους
και ξαναβρήκαν τον εαυτό τους
και το καθαρά προσωπικό τους όνομα,
ένα βήμα πια πιο κοντά στον μακρινό ακόμα θάνατο.

Ο Φάμπιο Μοράμπιτο γεννήθηκε από Ιταλούς γονείς το 1955 στην Αλεξάνδρεια, πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Μιλάνο, εγκαταστάθηκε το 1970 στο Μεξικό και γράφει στα ισπανικά, διηγήματα και ποιήματα. Λίγα πεζά του έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά, την ποίησή του ανακάλυψε τώρα ο Χανς-Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ σαν μια νέα φλέβα χρυσού μέσα στην αχανή επικράτεια της ισπανικής λογοτεχνίας. Είναι μια ποίηση εντελώς απέριττη και βαθύτατα ανθρώπινη. Ένα ακόμα δείγμα:

Τα δόντια μου
Επί χρόνια παραμελούσα
το κόκκαλο που τα συγκρατεί,
και να τώρα οι συνέπειες.
Έχω χάσει κιόλας τρία,
ενώ ακόμα τέσσερα
βρίσκονται σε άμεσο κίνδυνο.
Στα πενήντα μου και κάτι
και κατά τα λοιπά σε άριστη φόρμα
έχω τη μασέλα ενός γέρου.
Κάθε μήνα εξετάζω με το δάχτυλο
Ένα-ένα τα δόντια μου και τρομάζω όταν κάποιο κουνιέται.
Αν πίστευα ακόμα στον θεό,
θα τον παρακαλούσα να διαφυλάξει
τη μασέλα μου στην παρούσα κατάσταση,
ούτε ένα δόντι λιγότερο ούτε ένα περισσότερο.
Αλλά τι να εκνευρίζω τώρα τον θεό
μόνο και μόνο για μερικά δόντια;
Καλύτερα να προετοιμάζεται κανείς
Για τα χειρότερα από την οδοντόπτωση.
Εξάλλου έχω σταματήσει από καιρό
να μασάω άγαρμπα
και να φιλώ αχαλίνωτα.
Είμαι ακόμα σχετικά εμφανίσιμος.
Αλλά η κατάπτωση έχει αρχίσει,
έστω κι αν την υπομένω με αξιοπρέπεια,
με έχει πειράξει αυτός ο εκφυλισμός των οστών,
στον βαθμό που δεν είναι αναστρέψιμος.
Το ξέρουμε: τα εμφυτεύματα δεν κάνουν τίποτα,
το κόκκαλο δεν είναι ανόητο, όπως νομίζαμε,
κανένα κόκκαλο δεν ξεγελιέται με άλλα ένθετα οστά,
το απόθεμα κοκκάλων είναι καθορισμένο διά παντός,
όπως και ο μέσος όρος ηλικίας.
Αυτά τα πράγματα δεν πολλαπλασιάζονται σαν το κεφάλαιο.
Ένα κι ένα κάνουν δύο, κι από κει και πέρα πρέπει να τα βγάλει
κανείς πέρα μόνος του, πόσο μάλλον που όπως τα δόντια
έτσι κι ο θεός, το χειρότερο όλων των εμφυτευμάτων,
μπορεί ανά πάσα στιγμή να εκπέσει.
Προλογίζοντας το μικρό απάνθισμα από την ποίηση του Φάμπιο Μοράμπιτο, ο Χανς-Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ γράφει: «Τα καλά ποιήματα μπορεί να τα διαβάσει κανείς εντελώς γυμνά, χωρίς σχόλια και ερμηνείες». Ας είναι αυτή η παρατήρηση και η δική μας κατακλείδα.

24.12.13

Δεν μπορείς να κοιμάσαι ήσυχος όταν οι άλλοι κοιμούνται δίπλα σ' ένα μαγκάλι



«Δεν μπορείς να κοιμάσαι ήσυχος όταν οι άλλοι κοιμούνται διπλα σ' ένα μαγκάλι»
 
Το κοινωνικό μήνυμα από την Ελληνική Ένωση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.


Μια εθελοντική δουλειά για την οποία είμαι χαρούμενος και περήφανος, γράφει ο Κυριάκος Αγγελάκος..


Εκφώνηση: Όλια Λαζαρίδου

Eκφώνηση στ' αγγλικά: Eva Kesselring

 
Κείμενο: Αλέξης Οικονομίδης


Επεξεργασία ήχου: studio Oxyzed


Μουσική: Coti K


Σκίτσο: Δημήτρης Χατζόπουλος


Animation: Γιάννης Γεωργαρίου (Magikon)


Σκηνοθεσία: Κυριάκος Αγγελάκος 


Κώστα Μαυρουδή, «Η αθανασία των σκύλων»

70 σύντομες ιστορίες
Αθήνα, Πόλις 2013, 213 σελ.

Το βιβλίο
Ιστορίες ανθρώπων που διαδραματίζονται στην Αθήνα και στην επαρχία, σε πόλεις της Ευρώπης, σε μυθιστορηματικές σελίδες και σε φιλμ. Ιστορίες σκύλων που «τριγυρίζουν με σιωπηλή σοβαρότητα», εμβολίζουν επίσημες πομπές, ακολουθούν παρελάσεις, διασχίζουν τα γεγονότα…
Η αθανασία των σκύλων, η άγνοια δηλαδή του θανάτου και του χρόνου, δίπλα στο εφήμερο των ανθρώπων. Ο Άργος κουνάει πάντα τα αυτιά του αντικρίζοντας τον Οδυσσέα, ο Μπεντικό κυκλοφορεί στις σελίδες του Γατόπαρδου δίπλα στον Ντον Φαμπρίτσιο, ο Boatswain μνημειώνεται στον «Επιτάφιο για ένα σκύλο» του Μπάιρον· δεκαεπτά σκύλοι υποδέχονται τον Πλαστήρα σε μια προεκλογική συγκέντρωση, ένα Μπόξερ καταστρέφει το υπό συγγραφή βιβλίο, έργο ζωής, και ο Λέων –σκύλος ενός ηλικιωμένου εφημέριου– παρακολουθεί τη Λειτουργία. Συνοδοιπόροι, άνθρωποι και σκύλοι μοιράζονται πραγματικότητες και αλήθειες, συναισθήματα, εξομολογήσεις και σημαίνουσες στιγμές.
Ο Κώστας Μαυρουδής με στοχαστική και ποιητική ματιά, κάποτε ειρωνικός κι αυτοσαρκαστικός, απαθανατίζει περιστατικά και χειρονομίες και αναδεικνύει τις λεπτές αποχρώσεις. Οι 70 μικρές ιστορίες του συμπυκνώνουν το χρόνο, αντιστέκονται στις απλοποιήσεις, ανοίγονται με φαντασία και λόγο στο απροσδιόριστο και το απροσδόκητο και «καταφάσκουν παρήγορα στη ζωή».



Ο συγγραφέας
Ο Κώστας Μαυρουδής γεννήθηκε στην Τήνο το 1948 και σπούδασε Νομικά στην Αθήνα. Ποιητικά βιβλία του είναι οι συλλογές Λόγοι δύο (1973), Ποίηση (Τραμ, 1978), Το δάνειο του χρόνου (Κέδρος, 1989,1990), Επίσκεψη σε γέροντα με άνοια (Κέδρος, 2001), Τέσσερις εποχές (Κέδρος, 2010). 
Εκτός της ποιήσεως έχει γράψει πεζόμορφα κείμενα αφοριστικού στοχασμού ή περιγραφές ταξιδιωτικών εντυπώσεων: Με εισιτήριο επιστροφής (Εστία, 1983, β΄ εκδ. Πλέθρον, 1999), Οι κουρτίνες του Γκαριμπάλντι (Νεφέλη, 2000), Στενογραφία (Κέδρος, 2006). Ο τόμος Η ζωή με εχθρούς (Δελφίνι, 1998, Μελάνι, 2008) είναι συγκέντρωση άρθρων και σχολίων που κατά καιρούς δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά. Από το 1978 εκδίδει το λογοτεχνικό περιοδικό Το Δέντρο.

Έγραψαν για την Αθανασία των σκύλων:

«Με τον εκδοτικό ρυθμό να επιταχύνεται, λίγο πριν εκπνεύσει η χρονιά, μας πρόλαβε η νέα «λανθάνουσα μυθιστορία» του Κώστα Μαυρουδή «Η αθανασία των σκύλων» (εκδ. Πόλις). Οι 70 «σύντομες ιστορίες» της που διαβάζονται σαν γραμμένες από τον ήρωα ενός μυθιστορήματος, ίσως αποτελούν μια ακόμα μεταμόρφωση των γνωστών «στενογραφημάτων» του, ενώ η κυνοφιλία είναι η πρόφαση για ένα περίτεχνο ταξίδι στις δημιουργικές εμμονές του συγγραφέα.»

Αριστοτέλης Σαΐνης, Εφημερίδα των Συντακτών (14.12.2013)


«Είναι γνωστό ότι θέλοντας κανείς να μιλήσει για τις ψυχότροπες αφοσιώσεις των ζώων, ο σκύλος είναι το μοιραίο τετράποδο που δεν πρόλαβε να γίνει άνθρωπος ή, πιο σωστά, απέφυγε αυτήν τη μεταμόρφωση. Ο Μαυρουδής, όπως ξέρουμε, διακρίνεται για έναν αισθητισμό που, όταν βρίσκει το θέμα του, επιτυγχάνει πρόζες που σκαλώνουν στη μνήμη, θυμίζοντας κάτι σαν αισθητικό πραξικόπημα. Η ανθολογία του συγγραφέα αφιερώνεται στους σκύλους και όχι «στον» σκύλο. Η διαφορά έχει νόημα διότι ο ένας σκύλος μοιάζει με ατελή άνθρωπο, ενώ οι πολλοί σκύλοι –ό,τι κι αν αντιπροσωπεύουν– ανήκουν, θέλοντας και μη, στο είδος τους.
Κατά συνέπεια, στα 70 μικρά αφηγήματα μικρά αφηγήματα του τόμου παρακολουθούμε μια περιπτωσιολογία σαν και τον σκύλο, που βλέπουμε δεμένο στον τροχό ενός κάρου στη Βιριδιάνα. «Τι απέγινε μετά το ’90 ο στρατός των χιλιάδων ανατολικογερμανικών σκύλων που φρουρούσαν το Τείχος του Βερολίνου; Απάντηση: σε αντίθεση με τους Βερολινέζους που λίγο πολύ το ξέχασαν, οι σκύλοι βάδιζαν με βεβαιότητα σε μια αθέατε ευθεία, σαν να αναγνώριζαν ή να νοσταλγούσαν κάτι…». Από κείμενο σε κείμενο ο αναγνώστης –πέρα από τον αισθητισμό– συμφιλιώνεται με ένα σκυλίσιο σύμπαν που μοιάζει, θα έλεγε κανείς, με κείνο του ανθρώπου. Γράφει ο Μαυρουδής: «Ήταν δυνατόν ο σκύλος, την ώρα που πλησίαζε ένα σκουπιδοτενεκέ, να ζούσε κάτι ανάλογο με την ονειροπόληση ενός άντρα που μυρίζει στον γυναικείο λαιμό ένα γαλλικό άρωμα; Ο άνθρωπος ανοίγει την εφημερίδα να πληροφορηθεί. Ο σκύλος μυρίζει δέντρα, φανοστάτες, πυροσβεστικούς κρουνούς, για να μάθει τα κατορθώματα του δικού του πληθυσμού». Προφανώς ο Μαυρουδής δεν έχει καμία αγάπη για τα αγριόσκυλα που μπορούν να ξεσκίσουν έναν άνθρωπο. Το αίσθημα που περιγράφει τον σκύλο που δεν μιλάει αλλά έχει τρόπο να υποβάλει κάποια συμπάθεια, αν όχι κατιτίς ανώτερο.
Ο Μαυρουδής, τελικά, θέλει να προσδώσει στο σκυλί, εκτός από δαιμόνιο, ένα είδος ευφυΐας και ηθικής που δεν υπάρχει σε κανένα κιτάπι. Ο Ίβο του είπε λεπτομέρειες για το Μπουλ Τεριέ: "Διασταύρωση από Μπουλντογκ και Τεριέ. Δυνατά ζώα, τόσο αφοσιωμένα στα παιδιά που, αν αντιδικήσει το αφεντικό μαζί τους, εκείνα παίρνουν το μέρος του παιδιού".»


Κωστής Παπαγιώργης, Lifo (19.12.2013)


«Αμφιβάλλω αν το βιβλίο αυτό αποτελεί χαρακτηριστική εκδήλωση κυνοφιλίας -όσο κι αν η αρχετυπική μορφή του σκύλου (που ενοικεί πίνακες και ανάγλυφα, επιτύμβια και αφιερωματικές στήλες, σελίδες της λογοτεχνίας και μουσικές παρτιτούρες, φιλοσοφικά σπαράγματα και ταινίες αλλά κυρίως διαβαίνει μπροστά μας με το ανεπαίσθητο θρόισμα μιας ανάμνησης) επανέρχεται σε καθεμιά από τις εβδομήντα ιστορίες του βιβλίου, είτε ως παρουσία είτε ως υπαινιγμός, Το λυρικό, αισθητικά υποβλητικό, στοχαστικό βιβλίο του Κώστα Μαρουδή δεν είναι ζωοφιλικό, δεν θα συναντήσουμε εδώ τετριμμένα δοξαστικά στην ανιδιοτελή αγάπη ή στη συγκινητική αφοσίωση. Ο ανεξιχνίαστος κόσμος του σκύλου προβάλλεται στο βιβλίο σε ανησυχητική αντίστιξη προς τον δικό μας: εμβληματική ενσάρκωση της άγνοιας του θανάτου, αυτής της ευλογημένης ανυποψίας που διανοίγεται στην αιωνιότητα, ο σκύλος ανασαίνει ευτυχισμένος στους αντίποδες της οδυνηρής ανθρώπινης επίγνωσης για το εφήμερο των πραγμάτων, των αισθημάτων, της ζωής, ζωντανή εικόνα της αμεριμνησίας και της μακαριότητας, ατενίζει με αδιατάρακτη πίστη τον κόσμο. Σύντομα αφηγήματα που κρυσταλλώνουν μια αποκαλυπτική στιγμή ή αποπνέουν σχεδόν κατανυκτική νοσταλγία, άλλοτε συνορεύουν με την ποίηση και άλλοτε χειραγωγούνται από έναν ρωμαλέο στοχασμό, τα πεζά του Κώστα Μαυρουδή αποτελούν στιγμές μιας συνεχούς συνομιλίας με το Άλλο, κοντινό και απαραβίαστο, αγαπητό μα πάντα μυστηριώδες.»

Κατερίνα Σχινά, The Books' Journal (τχ. 39, Ιανουάριος 2014)

23.12.13

Ασουάν, Χαλέπι, Πέτρα, Δαμασκός, Μαρακές...

γράφει η Αργυρώ Μποζώνη

πηγή: www.lifo.gr



Η Βάνα Χαραλαμπίδου, συγγραφέας του βιβλίου "Μια κουκίδα στον χάρτη", μάς μιλά για τα αγαπημένα της ταξίδια



Με τίτλο Μια κουκίδα στο χάρτη, η Βάνα Χαραλαμπίδου, δημοσιογράφος και ραδιοφωνική παραγωγός από τις πιο γνωστές της Θεσσαλονίκης, περιγράφει τα ταξίδια της.   

Το βιβλίο κυκλοφορεί στις Εκδόσεις Εντευκτηρίου. Της ζητήσαμε να μας στείλει ένα μικρό σημείωμα για τα ταξίδια της και από τους προορισμούς της επιλέξαμε τη Δαμασκό, το Χαλέπι, την Πέτρα, το Ασουάν, το Μαρακές.


Ψώνια στο παζάρι

«Ταξιδεύω γιατί, κατέληξα να πιστεύω ότι αξίζει όσο τίποτα η αναζήτηση των τόσο διαφορετικών όψεων του μαγικού και ανεξάντλητου κόσμου μας, η ανακάλυψη τους, η περιπλάνηση για χάρη τους, η μύηση στα μυστικά τους, το συναπάντημα με βλέμματα και πεπρωμένα. Το ταξίδι δεν είναι τουρισμός.   

Είναι απάντηση στην αδιέξοδη εσωστρέφεια. Είναι αντίσταση στην επιβολή της ασάλευτης ζωής σ' ένα στενό μικρόκοσμο. Απόπειρα διαφυγής και δραπέτευσης από την πραγματικότητα, ανάσα έξω από την καθημερινά. Το ταξίδι είναι ουσιώδης μοχλός για την εκμηδένιση των αποστάσεων ανάμεσα σε λαούς, κοινωνίες, θεσμούς, θρησκείες, επιτεύγματα· άμεσος τρόπος για την προσέγγιση ιδεών, γεγονότων ξεχασμένων στη λήθη, κατάλοιπων χαμένων πολιτισμών, ίχνους ανθρώπων που άφησαν τα σημάδια τους· είναι το κλειδί για τη γεφύρωση φυλετικών, εθνικών, θρησκευτικών και κάθε είδους ρηγμάτων· είναι το μέσο για την απέκδυση του αυτάρεσκου μανδύα της υποτιθέμενης μοναδικότητάς μας, αλλά κυρίως ο καλύτερος τρόπος για την προσέγγιση του Άλλου, του αλλοεθνούς, του αλλόθρησκου, του αλλόγλωσσου, του αλλόφυλου, του ξένου· είναι επίσης, πολύτιμο μάθημα αυτογνωσίας και αυτοπροσδιορισμού· απεριόριστη διεύρυνση οριζόντων· είναι άγγιγμα της ιστορίας και κατανόηση της αδιάλειπτης συνέχειας της· απόπειρα να ξετυλιχθεί το νήμα που συνδέει το παρόν με το παρελθόν· ερμηνεία των σύγχρονων γεγονότων, που επαναλαμβάνουν τα παρελθόντα σε άλλες συνθήκες· συμβολή στην ανάδειξη όσων συστηματικά αποσιωπά ή προβάλλει μέσα από παραμορφωτικούς καθρέφτες η επίσημη ιστορία».


Στο τζαμί



Πανάρχαια η τέχνη της βαφής δερμάτων


Λεπτοδουλεμένες όψεις

H Δαμασκός   
Ήταν ο τόπος της επίγειας Εδέμ, κοιτίδα του ανθρώπινου γένους, μια πόλη που χρονολογείται από την εποχή των Σουμερίων, πρωτεύουσα του βασιλείου των Αραμαίων από τον 8ο π. Χ. αιώνα, η Δημητριάς των Σελευκιδών, η al - Sham των Αράβων από το 635, η τέταρτη ιερή πόλη του Ισλάμ μαζί με τη Μέκκα, τη Μεδίνα και την Ιερουσαλήμ, η πρώτη περήφανη πρωτεύουσα του Χαλιφάτου των Ομεϋαδών της αραβικής αυτοκρατορίας από το 669, η έδρα του Πατριαρχείου Αντιοχείας από το 1343, το μαργαριτάρι της ερήμου, από τις αρχαιότερες αν όχι η αρχαιότερη αδιαλείπτως κατοικούμενη πόλη στον κόσμο. Κατοικήθηκε από Ασσύριους, Βαβυλώνιους, Αραμαίους και Έλληνες, πολιορκήθηκε από Ρωμαίους κατακτητές και βυζαντινούς δεσπότες, απειλήθηκε από Σελτζούκους Τούρκους, Μήδους και Σασσανίδες Πέρσες, αλώθηκε από σιδερόφρακτους σταυροφόρους με βαριές πανοπλίες, ελευθερώθηκε από τους Μαμελούκους του Σαλαντίν, κατακτήθηκε από Σελτζούκους και Οθωμανούς επικυρίαρχους, ξεθεμελιώθηκε από τη «μάστιγα των Μογγόλων», καταστράφηκε από τις θηριώδεις ορδές του Ταμερλάνου, υπέστη τη βία από κάθε εθνικότητας εισβολείς προσηλωμένους στην κατάκτηση, -... την κατέκτησαν ο ένας μετά τον άλλο, ή και ταυτόχρονα, και κανείς δεν έφυγε χωρίς ν' αφήσει τα ίχνη του. Έτσι η Δαμασκός έγινε μια κουρελού της ιστορίας...-, αντικείμενο διαπραγματεύσεων και μυστικών συμφωνιών, βίωσε δολοπλοκίες, αδελφοκτόνες διαμάχες, προδοσίες και ευκαιριακές συμμαχίες, έζησε μια ζωή βγαλμένη από παραμύθι της Χαλιμάς, με χίλιες και μία νύχτες αντίστοιχες μ' εκείνες της Βαγδάτης, γνώρισε βεζίρηδες με χρυσοΰφαντα τουρμπάνια, εμίρηδες με πολυτελή καφτάνια και χαλίφηδες με πολύτιμους λίθους στα ξίφη τους, βεδουίνους και ιμάμηδες, μάγους και ποιητές, μουσικούς και σοφούς, συνέβαλε στην άνθηση πολλών από τους μεγάλους πολιτισμούς, στολίστηκε με χρυσάφι, ασήμι και πορφύρα, κεντημένα μεταξωτά και κατάμαυρα υφαντά, ατλάζια και κατσικόμαλλα, βαρύτιμα χαλιά και αρωματικά μύρα, μέθυσε με λυγμούς φλογέρας και ρυθμό ταμπουρά...


Αρχαία ερείπια στο κέντρο της αγοράς



Η είσοδος στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Δαμασκού


Όλες οι εποχές και όλοι οι πολιτισμοί



Στη Μέση Οδό



Χρυσοποίκιλτα ψηφιδωτά στο Μεγάλο Τζαμί

To Ασουάν   
Νουβία σημαίνει χρυσάφι. Η ονομασία προέρχεται από την αιγυπτιακή λέξη νουμπ, που σημαίνει χρυσός και την έδωσαν σ' αυτή τη χώρα τα πολλά ορυχεία χρυσού και η προαιώνια διακίνηση χρυσού μέσα από την περιοχή. Ήταν ο χρυσός στην πύλη της Μαύρης Αφρικής. Ο δρόμος που ένωνε τη θάλασσα με το εσωτερικό της Μαύρης Ηπείρου, η χώρα που πρόσφερε στους Φαραώ τους καλύτερους στρατιώτες, την πανάκριβη ξυλεία, το πολύτιμο ελεφαντόδοντο, τα πιο εκλεκτά αρώματα και μπαχαρικά, τα πιο φίνα φτερά στρουθοκαμήλου, εξαιρετικό κοκκινωπό γρανίτη για την αρχιτεκτονική των λαμπρών αιγυπτιακών ναών, -τον «συηνίτη» του Ηροδότου-, τον μαύρο και κυανό βασάλτη των κολοσσών, των γλυπτών και των οβελίσκων και κυρίως το ποθητό χρυσάφι.   

Η αρχαία Συήνη των Ελλήνων στη δυτική όχθη του Νείλου, το Σουάν των Κοπτών, η πύλη της Αιγύπτου προς την Αφρική, το σημερινό Ασουάν, η πρωτεύουσα του νοτιότερου νομού της Αιγύπτου, εποπτεύει δαιδάλους μικρών νησιών, άλλων κατάφυτων και άλλων βραχωδών, με τα πιο γραφικά χωριά της περιοχής. Είναι χτισμένο πριν τον πρώτο καταρράχτη, έναν από τους έξι του Νείλου, που απέκλειε την πορεία των πλοίων προς το Σουδάν, μετατρέποντας την πόλη σε σπουδαίο εμπορικό κέντρο. Εδώ κατέφθαναν τα καραβάνια των ελεφάντων από το νότο, -με τους λεπτούς και γεροδεμένους αρχηγούς, τους πολεμιστές της ερήμου, που διασχίζουν το Σουδάν και τη Μαυριτανία, τους πρίγκιπες των παραμυθιών της εποχής πριν από την ανακάλυψη του πετρελαίου-, φορτωμένα χρυσάφι, δέρματα λιονταριών και λεοπαρδάλεων, ελεφαντόδοντο, φτερά στρουθοκαμήλου και εκατοντάδες σκλάβους, που μαζί με τα πολύτιμα πετράδια των μεταλλίων σμαραγδιών, προοριζόταν αρχικά για τους Φαραώ και αργότερα για τα χαρέμια του Καΐρου.


Στις όχθες του θεού Νείλου



Παιδιά στον Νείλο



Φελούκες στο Ασουάν



Κολοσιαίο άγαλμα του Ραμσή στο Αμπού Σιμπέλ


To Χαλέπι   
Τα περίφημα σουκς του Χαλεπιού, τα πιο γραφικά της Ανατολής, στεγάζονται εδώ και έξι τουλάχιστον αιώνες στα ίδια μεσαιωνικά σοκάκια, που εκτείνονται σε μήκος δεκαοκτώ χιλιομέτρων. Είναι το μεγαλύτερο παζάρι της Μέσης Ανατολής. Ένας λαβύρινθος, αληθινή Βαβέλ, κάτω από θολωτές πέτρινες καμάρες συνιστά έναν άλλο κόσμο, που δεν ησυχάζει ούτε κάθε Παρασκευή. Άνθρωποι από διαφορετικές χώρες, που μιλούν δεκάδες διαφορετικές γλώσσες, συνωστίζονται εδώ. Η υποδοχή είναι ιδιαίτερα θερμή και ένα αρωματικό τσάι προσφέρεται πάντα στον ξένο. Τζαμιά και μεντρεσέδες με ηλικία πολλών αιώνων, πτωχοκομεία και χάνια, κρήνες και περίκλειστες αυλές, εναλλάσσονται σε μια διαδρομή παραμυθένια που καταλήγει στην ακρόπολη. Τα πελώρια καραβανσεράι με τα θολωτά περάσματα και τα τόξα, τα χαγιάτια και τους εξώστες που προστέθηκαν μεταγενέστερα από τους Οθωμανούς, αναλλοίωτα στη διάρκεια των αιώνων, στέγαζαν μέχρι τώρα, όχι πια τους ταλαιπωρημένους ταξιδιώτες και τα ζωντανά τους, αλλά επαγγελματίες των συντεχνιών. Ορισμένα από τα σινάφια των τεχνιτών έζησαν και ασχολήθηκαν εδώ με την τέχνη τους συνεχώς από τον 13° αιώνα. Οι συντεχνίες αυτές, όχι μόνο διέθεταν τα μέσα για την άσκηση πολιτικής πίεσης, αλλά και δημιουργούσαν γύρω από τις συναλλαγές τους έναν μεγάλο αριθμό άλλων επαγγελματιών -μεσάζοντες, ενοικιαστές αποθηκών, ιδιοκτήτες μεταφορικών-, εξασφαλίζοντας και σ' αυτούς περιθώρια κέρδους.


Η οροφή της μεγάλης σάλας του παλατιού



Μεσαιωνικό σοκάκι στο Χαλέπι


To Μαρακές   
Καμιά πλατεία στον κόσμο δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί της. Η Τζέμαα ελ Φνα, το ραντεβού των νεκρών, αφού εδώ επί χρόνια ήταν ο χώρος των εκτελέσεων, ο δημόσιος χώρος όπου οι σουλτάνοι εκτελούσαν τους εγκληματίες για παραδειγματισμό, είναι η καρδιά της Μητρόπολης της νομαδικής ράτσας των Βέρβερων, του Μαρακές, και συγχρόνως ο τόπος όπου συμβαίνουν όλο το εικοσιτετράωρο τα πιο μαγικά και συγκλονιστικά πράγματα ταυτοχρόνως. Ήταν το κέντρο του εμπορίου στο παλιό Μαρακές, που ήλεγχε το εμπόριο της δυτικής Αφρικής με τα λιμάνια του βορρά.

Γητευτές φιδιών με τις κόμπρες να ορθώνονται χορευτικά στους ήχους ενός ιδιότυπου πνευστού, περίεργες μαντιλοδεμένες γυναίκες να διαβάζουν τη μοίρα, τα ταρώ ή την ανοιχτή παλάμη, μάγοι που επιδίδονται σε εξορκισμούς ή κάτι παρόμοιο, τεχνίτες πρόθυμοι να ζωγραφίσουν περίτεχνα τατού με χένα και σχέδια από την παράδοση των Βερβερίνων, νερουλάδες -γκεράμπ-, του παλιού καιρού, με κουδουνάκια που αντηχούν αδιάκοπα από παντού, να προτείνουν νερό στο μπακιρένιο τους τάσι!, λούστροι με μπρούντζινα κασελάκια να προσκαλούν τους περαστικούς για να απαλλάξουν τα παπούτσια τους από τη σκόνη, πρακτικοί γιατροί με μαντζούνια και βότανα να υπόσχονται θεραπείες, υπαίθριοι οδοντίατροι να περιμένουν με την τανάλια και τις μασέλες εκτεθειμένες σ' ένα δίσκο μπροστά τους, «τρελοί» που ανταγωνίζονται παραληρώντας για το πιο μεγάλο ακροατήριο, ολόκληρα συγκροτήματα μουσικών με κρουστά και πνευστά ντέφια, μπεντίρ και ζουρνάδες, να χαλούν τον κόσμο περιτριγυρισμένα από δεκάδες αργόσχολους, λιτανείες ζητιάνων μέσα στα αραβικά και βερβερίνικα ρούχα τους που εκλιπαρούν για ένα «ντιρχάμ», ακροβάτες και παραμυθάδες σε αυτοσχέδιες παραστάσεις, γραφιάδες στα τραπεζάκια τους να περιμένουν την πελατεία τους, – κάποτε οικογένειες ολόκληρες, μια που η μετάδοση της γνώσης στα μαροκινά σχολεία συχνά περιορίζεται στη διδασκαλία του Κορανίου και μόνο, ανεξάρτητα αν επισήμως δηλώνεται ένας σεβαστός αριθμός πανεπιστημίων, που βεβαιώνεται πως λειτουργούν στις μεγάλες πόλεις.


Μαρακές



Μαρακές. Γυναίκες στον δρόμο


H Πέτρα   
Το el -Siq, ένα στενό φαράγγι με πανύψηλα τοιχώματα, που διασχίζει για ενάμισι περίπου χιλιόμετρο τη χαράδρα ανάμεσα σε απόκρημνα βράχια, ύψους και εκατό μέτρων, μια γιγάντια ρωγμή στο βράχο, ο ομφάλιος λώρος που συνιστά τη μοναδική δίοδο προς την Πέτρα, με μία άγρυπνα φυλασσόμενη πύλη στα πρότυπα των θριαμβικών αψίδων που ήταν στολισμένη με αγάλματα και βωμούς, οδηγεί τα βήματα στη συγκλονιστική αποκάλυψη της ρόδινης και μυστικής πολιτείας των πιο εντυπωσιακών και απίστευτα κομψών μνημείων της αρχαιότητας, που λαξεύτηκαν εξ ολοκλήρου στο ρόδινο ψαμμόλιθο και στο παρελθόν των Ναβαταίων, που εξουσίαζαν τις περιοχές ανατολικά του ποταμού Ιορδάνη. Εδώ δημιουργήθηκε σε έκταση εννιακοσίων τετραγωνικών χιλιομέτρων μια πολιτεία - κέντρο εμπορίου και συναλλαγών, που έφτασε να έχει τριάντα χιλιάδες κατοίκους στα χρόνια της ρωμαϊκής κατάκτησης. Οι Ναβαταίοι αποδείχτηκαν εξαιρετικοί και στα αρχιτεκτονήματα με τα οποία κόσμησαν την πρωτεύουσά τους: το ασύγκριτο και θεόρατο «θησαυροφυλάκιο» El Khazne, -το πιο φημισμένο και συναρπαστικό μνημείο της Πέτρας, που αποκαλύπτεται ξαφνικά ροδόχρωμο κι επιβλητικό μέσα από τα σκοτεινά τοιχώματα του el –Siq, με διώροφη πρόσοψη, διακοσμημένη από δώδεκα κίονες με κορινθιακά κιονόκρανα-, λαμπρούς, τεράστιους ναούς, επτακόσια πενήντα επιβλητικά ταφικά συγκροτήματα, θέατρα -το μεγαλύτερο, λαξευμένο ολόκληρο στον κοκκινωπό ψαμμόλιθο με τις ποικιλόχρωμες φλέβες, είναι τριών χιλιάδων θέσεων, με τριάντα τρεις σειρές κερκίδων-, αίθουσες συμποσίων -στα οποία οι Ναβαταίοι φαίνεται πως είχαν ιδιαίτερη αδυναμία-, μεγάλες αγορές, λουτρά, μεγάλα και μικρότερα σπίτια πολυτελώς διακοσμημένα, πλακόστρωτους δρόμους, -όπως το Cardo Maximus, η περίφημη κεντρική οδός της ρωμαϊκής εποχής, που κατασκευάστηκε από τον Τραϊανό (98 – 117 μ. Χ.) και στόλισε την πόλη με πύλες και κιονοστοιχίες-, κόγχες με τα περιγράμματα αρχαίων θεοτήτων, λαξευμένα στο βράχο σκαλιά που μοιάζει να μην οδηγούν πουθενά, θριαμβικά τόξα.


Πέτρα. Η είσοδος του θησαυροφυλακίου



Σκαλισμένα στον ψαμόλιθο περίτεχνα κτίσματα στην Πέτρα



Το θέατρο της Πέτρας



Πέτρα

Τα κείμενα (αποσπάσματα) είναι από το βιβλίο της Βάνας Χαραλαμπίδου Μια κουκίδα στον χάρτη: Πετρούπολη. Δαμασκός. Χαλέπι. Πέτρα. Ασουάν. Μαρακές. Πομπηία. Αβάνα. Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2013 176 σελ., τιμή: 15,00 ευρώ 










Κάρολος Τσίζεκ: Εις μνήμην

γράφει ο Γιώργος Κορδομενίδης

πηγή: www.efsyn.gr


Φωτογραφία: Γιάννης Βανίδης

Πριν από δέκα μέρες περίπου, μου τηλεφώνησε η γυναίκα του Κάρολου Τσίζεκ, ποιήτρια Μαριέττα (Μαρία) Καραγιάννη. Είχαν λάβει, μου είπε, το τεύχος 101 του Εντευκτηρίου που τους έστειλα με το ταχυδρομείο, διάβασε στον Κάρολο την κριτική του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου για τα πεζά του, κι εκείνος ευχαριστήθηκε και συγκινήθηκε. Τα ξημερώματα του Σαββάτου 14 Δεκεμβρίου, ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος πέρασε στην απέναντι όχθη, έχοντας ζήσει έναν βίο πλήρη εμπειριών και μοναδικής δημιουργίας σε πολλούς τομείς της τέχνης.

Οι ιδιότητες που του αποδίδονται δεν φτάνουν για να ορίσουν αυτό που υπήρξε στην πραγματικότητα. Πάντως, οι ζωγραφιές του, τα κολάζ του, τα υπέροχά του εξώφυλλα βιβλίων και περιοδικών, οι αφίσες του, οι μεταφράσεις του, τα "τολμηρά" ποιήματα της ωριμότητάς του και τα λαμπερά πεζογραφήματά του θα τον διατηρήσουν στη μνήμη μας ζωντανό όσο κρατάει το «για πάντα» του καθενός μας. Αυτόν τον, Τσέχο στην καταγωγή, που γεννήθηκε στην Ιταλία (1922) και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, πολιτογραφήθηκε Έλληνας, και ―μέχρι τότε ήταν «senza religione»― βαφτίστηκε χριστιανός, παίρνοντας το όνομα Γεώργιος.

Ο Χριστιανόπουλος, με τον οποίο συνεργάστηκε επί δεκαετίες ως καλλιτεχνικός επιμελητής του περιοδικού Διαγώνιος και των Εκδόσεων Διαγωνίου, σχεδιάζοντας μερικά από τα πιο ευρηματικά, λιτά και άρτια στην ιστορία της ελληνικής γραφιστικής, τον μνημόνευε πάντοτε ως «κύριο Τσίζεκ»,  με λόγια που φανέρωναν εκτίμηση και σεβασμό.

Ευτύχησα να σχεδιάσει το εξώφυλλο της πρώτης μου έκδοσης, ενός ανατύπου από τη Διαγώνιο με ρεπορτάζ μου για τα μουσεία της Θεσσαλονίκης. Αργότερα, μου εμπιστεύτηκε για το Εντευκτήριο ποιήματα και πεζά, μεταφράσεις και άλλα κείμενά του.

Διακριτικός και αθόρυβος όπως ήταν, παρέμεινε ένας μεγάλος άγνωστος για το ευρύτερο ελληνικό κοινό. Το πλούσιο, πολύπλευρο ταλέντο του το αναγνώρισαν, ευτυχώς έγκαιρα, αρκετοί άνθρωποι των τεχνών και ουσιαστικοί φιλότεχνοι.

Πριν από δύο χρόνια, τον βιντεοσκοπήσαμε, με τον Σάκη Βαβαλίδη, να μιλάει για τη ζωή του και για το έργο του. Ελπίζω σύντομα να βρεθεί τρόπος να αξιοποιηθεί το υλικό αυτό.