8.9.21

Τα κενοτάφια του νου

Κριτική της Λίνας Πανταλέων

πηγή: www.kathimerini.gr


ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ

Διάψαλμα: Διηγήματα

Εκδόσεις Εντευκτηρίου

Θεσσαλονίκη 2021

102 σελ.


Η λέξη «διάψαλμα» έλκει την καταγωγή της από την αρμονική των ψαλμών. Είναι η άχνα μεταξύ δύο ψαλμικών συγχορδιών. Συνεπώς, η λέξη φέρει τις αντηχήσεις μιας μυσταγωγικής μουσικής. Την ίδια στιγμή, το «Διάψαλμα» είναι το καλύτερο πεζό της συλλογής της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου. Δύο νεαροί μουσικοί, ο ένας στο βιολί και η άλλη στο πιάνο, δρασκελίζουν ανεπίγνωστα βαθιά χάσματα, χαραγμένα από την ιδιωτική και συλλογική ιστορία, και ―μέσα από το σμίξιμο των χορδών― αποκαθαίρουν άδηλα τραύματα. Κάθε παύση, «ο απόηχος της συγχορδίας μέσα στο διάψαλμα», προανήγγειλε τη συνάντηση. Συνταράζει η μεταρσιωτική ένωση των δύο μελωδιών. Οι σιωπές του πιάνου γίνονταν «σπουδή διαστολής, που παρέπεμπε σε διάψαλμα». Η πιανίστρια «κράταγε τις νότες κι έστελνε τον απόηχό τους να σμίξει» με τον άνδρα που κρατούσε το δοξάρι. «Αρπάζοντας τον απόηχο από τις νότες της με το βιολί του, οδηγούσε τις αναπνοές της σε κρεσέντο».

Η μουσική τελετουργία διαστίζεται από ένα αντάρτικο τραγούδι που τανύζει τις χορδές τόσο του πιάνου όσο και του βιολιού. Οπως φανέρωνε η πρώτη διηγηματογραφική συλλογή της, η Παναγιωτοπούλου υφαρπάζει μέσω της γραφής στιγμές όπου η πραγματικότητα γνέφει προς το ανέφικτο. Το όνειρο τρέφουν οι επιθυμίες που γλιτώνουν από τον φόβο του πόνου, ανένδοτες προσμονές. Ωστόσο, τα πρόσφατα διηγήματα δείχνουν πως ο απόηχος των ιστορικών συγκυριών, κυρίως του Εμφυλίου, παραμένει σε υψηλή ένταση, μέσα στην οποία σιγούν τα κρεσέντο της ονειροπόλησης. Ένα ίχνος από μανίκι σε μια φωτογραφία, ένα άταφο πτώμα, λειψά οστά σε ρηχούς τάφους, κουφάρια στην ερημιά, λιανισμένα από τα αγρίμια, το κρεμασμένο ανάποδα σώμα μιας κατεσφαγμένης γυναίκας. Παντού στις σελίδες σοβούν τα απομεινάρια των τριών πολέμων, των δύο παγκόσμιων και του Εμφυλίου. Οταν φοβόταν, μια αντάρτισσα του βουνού «έσφιγγε τα μάτια της καλώντας το γαλάζιο». Ένα κομματάκι θάλασσας.


Παρά τη δυναστεία της πραγματικότητας, η γραφή δεν απεμπολεί τον θαυματοποιό της ρόλο. Τα γράμματα, λόγου χάριν, προεξάρχουν στη μυθοπλασία αρκετών πεζών. Μια γυναίκα διαβάζει σε δύο άνδρες τα μεταθανάτια γράμματα της μητέρας της, αναζητώντας στα πρόσωπά τους τον πατέρα της. Κάθε βράδυ ο ένας άνδρας έπαιζε πιάνο. Πνιγμένη στη μουσική, στο σκοτάδι και στις λέξεις, η γυναίκα αφηνόταν στο όνειρο· «ο νους της άρπαζε τα μετέωρα, τα κάρφωνε στο χώμα και δημιουργούσε μία άλλη πραγματικότητα». Ένας νεαρός άνδρας γράφει ποιήματα σε χαρτιά υγείας. Έτσι, σαν δώρο. Ηταν η μόνη περιουσία που κατέλιπε προτού πάει άδωρος στην κηδεία της μητέρας του. Ένα ανδρόγυνο που ζει με τον φόβο του αποχωρισμού επινοεί έναν κώδικα ανάγνωσης της αλληλογραφίας. Τα κρυπτογραφημένα γράμματα του νεκρού διαβάζονται στο τέλος του διηγήματος εν είδει νέμεσης για τα εμφυλιακά ανομήματα. Μία συγγραφέας πασχίζει να αποκαταστήσει την αλήθεια μιας βιογραφίας και μόνο αφότου διεξήλθε γραπτά τεκμήρια συνειδητοποίησε πως έγραφε την αυτοβιογραφία της.   

Η γραφή της Παναγιωτοπούλου ευδοκιμεί περισσότερο στην ονειροφαντασία παρά στην ιστοριογραφία. Δηλωτικό αυτής της κλίσης είναι το υπέροχο «Λάθος», όπου ένα εωσφορικό τοπίο δονείται υπόκωφα από τις εκρήξεις ενός ατέρμονου πολέμου, καταμεσής του οποίου διαμελίζεται μια ονειρική μητρική μορφή. Αντιθέτως, πεζά που αναπαράγουν χιλιοειπωμένες ιστορίες αδικούν την αφηγηματική δυναμική της συγγραφέως. Οταν η Παναγιωτοπούλου αξιοποιεί τα εκφραστικά της μέσα για την εξεικόνιση υπερρεαλιστικών θεαμάτων, η γραφή της καθηλώνει. Διότι δύσκολα ξεχνάει κανείς τη γυναίκα που κάθε βράδυ ξεκαρφώνει τα κεραμίδια της στέγης και τα απλώνει στον κήπο, φτιάχνοντας πάνω στο χώμα κενοτάφια, που «μέσα τους έκλεινε όσα δεν είχε προφτάσει να ζήσει».