30.6.20

Από το ενθάδε στο επέκεινα



της Λίνας Πανταλέων

πηγή: Καθημερινή (28.6.2020)


Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η


«Δυστυχώς, για όλους υπάρ­χει σπίτι σε αυτήν την πό­λη». Δύο άνδρες βρίσκο­νται παρατημένοι, εξαιτίας μιας αναποδιάς, σε μια αδιανόητη χώρα. Ο ένας, μεσήλικας, εξοργίζεται με την απρόσμενη εξορία, ενώ ο άλλος, βαριά άρρωστος, ψυχομαχεί σε ένα αναπηρικό καρότσι. Περιδιαβαίνοντας στην πόλη συνομι­λούν με περίεργους τύπους, που επιτείνουν τον οικιστικό παραλο­γισμό. Έρημες λεωφόροι, τσιμεντένια κτίρια, αφώτιστες είσοδοι πολυκατοικιών, βουβά παράθυ­ρα, όλα κενά από σημάνσεις, βυ­θισμένα σε ωχρή ομίχλη. Το πιο παράξενο είναι πως οι γηγενείς ή οι μέτοικοι της ζοφερής πολιτείας επιμένουν πως οι δύο ξένοι έχουν και αυτοί σπίτι στην πόλη.
Ύστερα από τον αξιοπρόσεκτο Αναποδογεννημένο (Εκδόσεις Εντευκτη­ρίου, 2016), ο Χρήστος Χρηστίδης επανεμφανίζεται με μία ιλαρή περιήγηση σε μια νεκρόπολη. Οι συνδηλώσεις του θανάτου είναι διάσπαρτες στην αφήγηση, ενώ τα διαλογικά μέρη υπονοούν ότι οι δύο ξένοι πορεύονται προς την τελευταία τους κατοικία. Άκρως αλλόκοτοι οι αυτόκλητοι νεκροπομποί. Ένας τούς πληροφορεί πως έχουν φτάσει σε τερματικό σταθμό απ’ όπου δεν γίνονται πλέον αναχωρήσεις. Άλλος τους προειδοποιεί πως θα ήταν καλύ­τερο να μη βρουν το σπίτι τους. Ένας άλλος τους λέει απερίφρα­στα: «Εδώ, είμα­στε όλοι νεκροί!», προσθέτοντας στη δυσοίωνη δή­λωση: «Το σπίτι σας είναι ο τάφος σας». Ένα κορι­τσάκι που παίζει με ένα περίστρο­φο, υποδηλώνοντας έτσι την αι­τία του θανάτου του, λέει στους δύο άνδρες πως εκεί όλοι μένουν μόνοι και κανένας δεν φεύγει. «Δεν υπάρχει μετά». «Γιατί έμεινε μό­νο το πριν».

Σε αυτό το «πριν» περιηγούνται οι δύο άνδρες, που στην ουσία εί­ναι ένας, διχοτομημένος ανάμεσα στο ενθάδε και στο επέκεινα. Πιο κοντά στο τέλος, ο ηλικιωμένος ανακαλύπτει στις ιστορίες των κα­τοίκων δικές του μνήμες, αλγεινά στιγμιότυπα, που αχνοφέγγουν στα έγκατα του νου. Ο ετοιμοθάνατος καταλαβαίνει πως η γεύση του χώματος είναι διαφορετική από στόμα σε στόμα. Εκείνος ο άλλος κόσμος, όπου περιπλανιό­ταν, επιζούσε μέσα του. Ηταν μία κοιλάδα νοσταλγίας. Οι συνειρμοί, που αναρριπίζουν στη συνείδησή του οι παράφρονες συνομιλίες, αποτελούν τα πιο συγκινητικά κομ­μάτια του βιβλί­ου. Ο Χρηστίδης συλλογίζεται πως «ο φόβος του θα­νάτου γεννά λυ­τρωτικό γέλιο». Επίλογος των σπαρταριστών διαλόγων είναι ο ρόγχος του ηλικι­ωμένου, απ' όπου αναβλύζουν εικόνες άγριας οδύνης. Συναρπάζει, λόγου χάριν, η ιστορία της γυναίκας που έπασχε από μελαγχολία για το τέλος των πραγμάτων. Ο ηλικιωμένος θυ­μόταν τα αναφιλητά της και την ακατάπαυστη προσπάθειά του να την παρηγορεί, λέγοντάς της ιστορίες δίχως τελείες.
Η παρενδυσία του μακάβριου σε ασύδοτη κωμικότητα θυμίζει την αιρετική γραφή του Σάκη Σερέφα. Μέσα από την περιπλάνηση του δισυπόστατου ήρωα σε μία γι­γάντια οστεοθήκη, ο Χρηστίδης ακολουθεί μια ανάστροφη πορεία, από το εκεί στο κάποτε. Έτσι, από τον νεκροθάλαμο καταλήγει στο λίκνο, γιατί «το σάβανο από το σπάργανο απέχει μια ανάσα». Ο άρρωστος άνδρας ανακαλύπτει στην τελευταία του κατοικία το πρώτο του σπίτι, το παιδικό του δωμάτιο. Εκεί μέσα τον παραμο­νεύει το πρωταρχικό τραύμα, το οποίο η μνήμη, λίγο προτού γί­νει λήθη, περιθάλπει, διαμοιράζοντάς το σε αστείες εξιστορή­σεις τεθνεώτων, κατοίκων μιας αμέριμνης χώρας.


[ πατήστε με τον κέρσορα πάνω στην εικόνα, για να μεγαλώσει ]

Εντυπωσιάζει η απλότητα με την οποία ο Χρηστίδης χτίζει ένα δαιδαλώδες πολεοδομικό συγκρό­τημα θανάτου. Τίποτα δεν δείχνει εξεζητημένο. Ούτε η κωμωδία ού­τε το δράμα. Η γραφή δεν αδη­μονεί για το ξάφνιασμα. Ο ήρωας κατευθύνεται στον τάφο του ακούγοντας τους νεκρούς να γε­λούν. Εκεί πέρα τελειώνουν όλα, «οι απαντήσεις, οι ερωτήσεις, οι λέξεις, ακόμα και οι σιωπές». Η αφήγηση απαλλάσσεται βαθμιαία από χαρά και λύπη, για να εκπνεύσει στην τελευταία σελίδα σε ένα αμετανόητο ερωτηματικό.

Χρήστος Χρηστίδης
Γυμνός: Νουβέλα
Θεσσαλονίκη
Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2020
154 σελ.

12.6.20

Χρήστος Χρηστίδης: Γυμνός



Μόλις κυκλοφορήθηκε από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου

Χρήστος Χρηστίδης
Γυμνός: Νουβέλα
Θεσσαλονίκη
Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2020
160 σ.
ISBN 978-960-7568-63-2
Τιμή: 11,00 (περιλαμβάνεται ΦΠΑ)

Μετά την αναγκαστική προσγείωση του αεροπλάνου τους, δύο επιβάτες βρίσκονται σε μια αχαρτογράφητη χώρα και εκεί τους ρουφάει, σχεδόν τους καταπίνει, μια αλλόκοτη, λαβυρινθώδης, φασματική πόλη, όπου συναντούν πρόσωπα άγνωστα αλλά και ταυτόχρονα οικεία.
Μία νουβέλα που διασταυρώνει παραμιλητό με στιχομυθία, φάρσα με ζόφο, ασθματικό με μακροπερίοδο λόγο, καθώς η αγωνία της πλοκής διολισθαίνει στην αγωνία της ύπαρξης.


Ο Χρήστος Χρηστίδης γεννήθηκε το 1953 και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε οικονομικά στο Οικονομικό Τμήμα της Νομικής Σχολής Αθηνών, σκηνοθεσία κινηματογράφου στη Σχολή Σταυράκου. Το 2016 εξέδωσε το αφήγημα Αναποδογεννημένος.


Διαβάστε τις πρώτες σελίδες του Γυμνού εδώ: https://issuu.com/christos_christidis/docs/gymnos-apospasma

Διαβάστε κριτικές για τον Αναποδογεννημένο εδώ: https://issuu.com/christos_christidis/docs/anapodogennimenos-kritikes







9.6.20

Κυριάκος Ευθυμίου: Το κόκκινο άλογο


Μόλις κυκλοφορήθηκε από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου:

Κυριάκος Ευθυμίου
Το κόκκινο άλογο: Δεκαοχτώ μικρά διηγήματα
Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2020
64 σ.
ISBN 978-960-7568-62-5
Τιμή: 8,48 (περιλαμβάνεται ΦΠΑ)



Δεκαοχτώ μικρές ιστορίες για την ξενιτιά, τη φτώχεια, τον έρωτα, τη διάψευση, την αξιοπρέπεια, την ανθρώπινη αδυναμία, την υπέρβαση, την αποδοχή· με δυο λόγια, για πράγματα ανθρώπινα. Ένα υπαρξιακό νήμα μοιάζει να διαπερνά τις περισσότερες ιστορίες, καθώς το υποκείμενο της αφήγησης διακατέχεται από τον αγώνα και την αγωνία να εξηγήσει την ύπαρξή του, να αποτιμήσει το παρελθόν του, να αναλογιστεί και να διερευνήσει εύθραυστες σχέσεις, να διαχειριστεί λάθη και αδυναμίες, προκειμένου να συμφιλιωθεί τελικά με τον εαυτό του και με ό,τι υπήρξε η ζωή του μέχρι τώρα ― μία διαρκής αναμέτρηση του σκότους με το φως.

«Τι είμαστε; Σκιές, που φωτίζονται κάποιες στιγμές, για λίγο.»

Η απλή και ειλικρινής αφηγηματική γλώσσα κάνει τον αναγνώστη αποδέκτη μιας εκμυστήρευσης, μιας εξομολόγησης, που ενίοτε αποκτά ρυθμό ποιητικό. Και καθώς το βίωμα ισορροπεί επιδέξια με το λογοτεχνικό παραξένισμα, ο καθένας από τους δεκαοχτώ λογοτεχνικούς χαρακτήρες του Κυριάκου Ευθυμίου γίνεται ένας από μας και μας ωθεί να στρέψουμε το βλέμμα προς τα μέσα.



Ο Κυριάκος Ευθυμίου διαβάζει ποιήματά του
στην 5η Λογοτεχνική Σκηνή, Θεσσαλονίκη, 18.11.2016


Ο Κυριάκος Ευθυμίου γεννήθηκε το 1954 στη Λευκωσία, όπου και ζει. Σταδιοδρόμησε ως ηθοποιός στον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου (ΘΟΚ). Εξέδωσε το 1993 την ποιητική συλλογή Επιάστηκεν το φεγγάρι και το 2015 τη συλλογή Κυρτός αλατοπώλης (κρατικό βραβείο ποίησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, 2016). Ακόμη, έχει γράψει τρία θεατρικά έργα και το σενάριο μιας ταινίας και έχει επιμεληθεί πέντε ψηφιακούς δίσκους ήχου (cd) στους οποίους διαβάζει ποιήματα του Καβάφη, του Παντελή Μηχανικού, του Θεοδόση Νικολάου, του Κυριάκου Χαραλαμπίδη και του Κώστα Μόντη. Το κόκκινο άλογο είναι το πρώτο του βιβλίο πεζογραφίας.


Ιδού ένα από τα δεκαοχτώ μικρά διηγήματα αυτού του κομψού και πολύ ιδιαίτερου βιβλίου.

Η ΝΥΦΗ

Μπήκα στην κουζίνα. Έπλυνα το πιάτο, το πιρούνι και το ποτήρι μου, αυτό με το πουλάκι που μ’ αρέσει. Στο σαλόνι, όλα στη θέση τους· και καθαρά. Δεν έμεινε άλλο να κάνω για να φύγει το μυαλό απ’ τις σκέψεις του.

Στη θέση αυτή καθόταν η μητέρα μου, που έλεγε λίγα μα τα ήξερε όλα. Κοίταζε με τις ώρες μακριά, αν και τα μάτια της την είχαν προδώσει. Την ώρα της ταφής δεν έκλαψα καθόλου. Φύλαξα τα δάκρυα για μετά, όταν θα ήμασταν μόνες στο σπίτι.

Νυχτώνει. Λένε πως τη νύχτα χειροτερεύουν τα πράγματα. Δε με φοβίζει εμένα. Λες κι ησυχάζει τη νύχτα η ζωή. Άναπαύεται. Για να πάρει ξανά το πρωί το δρόμο που νομίζει πως πρέπει. Θ’ ανάψω ένα τσιγάρο, μπορεί κι άλλο αμέσως μετά. Δεν ξέρω. Θέλω να σκέφτομαι λιγότερο, να αισθάνομαι λιγότερο· να μην καταλαβαίνω πολύ, εμένα, τους άλλους, τον κόσμο. Κουράστηκα. Πολλές φορές ξετύλιξα το νήμα απ’ την αρχή. Μα σ’ όποια εποχή κι αν η μνήμη μου μ’ έριχνε, περιφερόμουν στα στενά της ζωής μου σαν ξένη. Μπερδεύοντας σπίτια,

14 συμβάντα και ονόματα. Έγινα, είναι φανερό, δύσκολη. Είμαι δύσκολη. Ξέρω πως εκεί έξω είναι άνθρωποι καλοί. Μα δεν ψάχνω για κάποιον καλό. Ψάχνω να βρω τον δικό μου. Ζητώ πολλά, πάρα πολλά. Και να ’μαι, με τα χέρια αδειανά, που τα κοιτώ να μαραίνονται και να γερνούν.


Ω… Η εικόνα που είχα στο μυαλό άρχισε να θολώνει: Να φτάνω στο μυστήριο με τ’ άσπρο νυφικό και να ’ν’ η καρδιά μου μια γιορτή· που αρχίζει. Κι όταν θα μεγάλωνε λιγάκι το μωρό, θα τρέχαμε, θα παίζαμε, ακόμα και κρυφτό. Δήθεν θα έψαχνα από δω, θα έψαχνα από κει, μα πάντα θα το έβρισκα στην κρυψώνα που τ’ αρέσει. Το γλυκό μου…