του Γιώργου Τούλα
πηγή: www.parallaximag.gr
Αν υποθέσουμε ότι είσαι από αυτούς που πέρασες τα παιδικά ή εφηβικά
σου χρόνια στη δεκαετία του εβδομήντα και βίωσες καλά τα ματαιόδοξα
χρόνια του ογδόντα στο πετσί σου. Υπάρχουν πράγματα που πολλές φορές
αναρωτήθηκες τι απέγιναν. Πού πήγαν βρε αδερφέ. Πράγματα που η ζωή τα
έκανε συνώνυμα μιας καθημερινότητας τόσο μακρινής τώρα πια. Καμιά φορά
λένε πως η νοσταλγία είναι το αντίδοτο στο φόβο του μέλλοντος. Βάλε
λοιπόν μπρος τη μηχανή των αναμνήσεων και πάμε πίσω.
Ατάκες που δεν ακούγονται πια
Τσακαπίκο: Κίνηση με την οποία οικειοποιούμασταν ένα αντικείμενο που δεν ήταν δικό μας. Απλά το περνούσαμε κάτω από το γόνατο και αυτόματα είχαμε την ιδιοκτησία του.
Τσινάρι: Είδος που άνθισε στη δεκαετία του ογδόντα στον αντίποδα του φρικιού. Η μετεξέλιξή του είναι ο κυριλές. Γκάτζετ της εμφάνισης μυτερά παπούτσια, στενά παντελόνια σωλήνες, εμετικά και πολλές φορές ξηλωμένη κωλοτσέπη.
Έχω τα ρούχα μου: Δεν εννοούσε βέβαια πως δεν επρόκειτο να βγει γυμνή στο δρόμο ως άλλη Λάσκαρη στον Κατήφορο, αλλά αναγγέλλει στην γυναικεία ομήγυρη και σπανίως στο σύζυγο, τον ερχομό των κόκκινων επισκεπτών του μήνα. Συνθηματικό για τον ερχομό της περιόδου που ακόμα ψάχνει η επιστήμη να βρει πως εφευρέθηκε.
Καρεκλάς: Φράση που εισήχθη μια ορισμένη χρονική στιγμή που στην παγκόσμια χορευτική τέχνη εμφανίστηκε αηδιαστικός χορός που άκουγε στο όνομα καρέκλα. Κατ επέκταση χαρακτηρίζονταν έτσι ένα ολόκληρο είδος ανθρώπων για φτύσιμο.
Είναι μεγάλο Τσαμπιόνι: Χαρακτηρίζονταν έτσι ο πολύ προχωρημένος στη σκέψη ή τις δεξιότητες. Κοινώς το τζίνι, το αστέρι-παιδί, ο άπαιχτος.
Τσικλιντάν, ξετσίκλινταν: Δίδυμο από ατάκες που συμβόλιζαν το κλείδωμα και το ξεκλείδωμα πραγμάτων. Κυρίως πόρτες σε παιδικά παιχνίδια και αν το προέκτεινες ακόμα και γεννητικών οργάνων από τις πιο προχωρημένες που δεν ήθελαν να αφήσουν τον αρσενικό εισβολέα να προχωρήσει.
Μην πας στα βαθιά, περνάνε κρις κραφτ: Ούτε κότερα, ούτε ιστιοπλοϊκά. Τα κρις κραφτ, που τα ονόμασε έτσι ο Κρις Σμιθ, ήταν για τα μπάνια μας η μόνιμη απειλή. Θα σε θερίσει, βροντοφώναζε η μάνα μας. Σαν τον Βασιλάκη Δοσούλα θα γίνεις.
Τσανταλίνα μανταλίνα: Όχι και τόσο αθώο παιδικό παιχνίδι, αφού η σωματική επαφή πολλών ανθρώπων συχνά υπονοούσε και ομαδική σεξουαλική συνεύρεση (μπορεί να το έχετε ακούσει σαν «μακριά γαϊδούρα»).
Γκλάσνοστ: Πλάκα πλάκα πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που ο Γκόρμπι έβαλε στην τότε καθημερινότητα δυο ρούσικες λέξεις που έκαναν τα φροντιστήρια Κοσμίδη να βγάλουν μια τρομερή διαφήμιση που ο παππούς συμβούλευε τον εγγονό να μάθει ρούσικα που τα μιλάνε λίγοι. Η άλλη λέξη ήταν η περεστρόικα. Διαφάνεια σε ένα καθεστώς σκοταδιού. Η αρχή του τέλους.
Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν: Κλασική ατάκα λεωφορείου, γραμμένη και σε καρτελάκι κάτω από το καθρεφτάκι. Ο οδηγός, πρόσωπο ιερό και άμωμο, έπρεπε να τελεί το θείο έργο του σε απόλυτη σιωπή. Κάθε προσπάθεια συνομιλίας μαζί του ήταν εξ αρχής καταδικασμένη και κατάπτυστη. Πρόσωπα βουβά και μόνα οι οδηγοί δεν ευτύχισαν ανθρώπινης λαλίτσας. Μόνο καμιά φορά έλεγαν σε περίπτωση επικίνδυνου φρεναρίσματος τη φράση ’’Κρατηθήτε από τας χειρολαβάς’’.
Πάω στην Κόβα: Κνίτικη έκφραση που υπονοούσε την τακτική βραδινή επίσκεψη στην τοπική κομματική οργάνωση της περιοχής, από όπου με μετά την καθοδήγηση με ένα κουβά και μια βούρτσα παραμάσχαλα έβγαιναν για νυχτερινή αφισοκόλληση που παρακινούσε για τη δεύτερη κατανομή και το 17% στις εκλογές. Το όνειρο του κάθε κνίτη ήταν ένα καλοκαίρι σε μια μπριγάδα που μάζευε καπνό στη Νικαράγουα, βοηθώντας τον αγώνα.
Δεν ακούγεσαι, πάρε το μηδέν: Στον καιρό του μονοπωλίου του ΟΤΕ και των αρχαίων συστημάτων τηλεπικοινωνιών, τότε που έκανες αίτηση για τηλέφωνο το 74 και στο συνέδεαν το 80, πολλές φορές οι γραμμές ήταν χάλια. Κάποιος λοιπόν μας είχε πείσει πως με τη χρήση του μηδέν η γραμμή θα καθάριζε αυτομάτως. Ματαίως καλέσαμε το αγαπημένο νούμερο δεκάδες φορές. Τα παράσιτα ακόμα βουίζουν στα αυτιά μας.
Ένα φιμέ καλσόν παρακαλώ: Το αγαπημένο χρώμα της μαμάς, σύνθημα για την περιπτερού της γωνίας που εκτελούσε και χρέη σούπερ μάρκετ. Όλα τα πόδια είχαν χρώμα χαλασμένο κρεατί. Τοπ καλσόν το Φλαμίνγκο Φλεξ με είκοσι δραχμές. Τσάμπα πράμα.
Γράφτα: Αγαπημένη συνήθεια εκτός σπιτιού ήταν η καθιερωμένη επίσκεψη στο μπακάλικο του Ιωσήφ. Εκεί αφού επέλεγες χύμα ρύζι και φακές, αποχωρούσες χρησιμοποιώντας την κλασική έκφραση του βερεσέ.
Το χαράμι να σου βγει σαλάμι: Ο κόσμος είναι κακός και ζεβζέκης. Ακόμα και οι παιδικές ψυχές μπορεί να είναι άδικες. Η αδικία πρέπει να επισημαίνεται όπως και να χει. Πολλές φορές μάλιστα ακόμα και από μαμάδες που δεν άντεχαν να βλέπουν το βλαστάρι τους να αδικείται και φώναζαν από το μπαλκόνι. Βάγγο, έλα πάνω, μην παίζεις με αυτούς τους χαραμτζήδες.
Βάλε ένα μπέρμπον ρε μεγάλε: Είδος ουίσκι που έγινε εθνικό ποτό στη δεκαετία της αυταρέσκειας, τα 80ς. Κάθε σπίτι και ένα μπουκάλι, κάθε κάβα και μια κάσα.
Ποιος σκότωσε τον Τζέι Αρ; Ερώτημα που ταλάνισε τη σκέψη μας μια ολόκληρη σεζόν, όταν ο πολυεκατομμυριούχος πετρελαιοπαραγωγός από το Ντάλας του Τέξας έπεσε νεκρός στο τέλος μιας σεζόν και μέχρι ναρθει η επόμενη να μάθουμε ποιος τον πυροβόλησε η ψυχή πήγε στην κούλουρη.
Κορίτσια ο Μπάρκουλης: Θρυλική ατάκα που φώναζαν οι κουλουρτζήδες στις αυλές των σχολείων όταν διαλαλούσαν την πραμάτεια τους. Συνήθειες που δεν υπάρχουν.
Τα πονηρά πανιά: Κάθε φορά που η μητέρα σας έστελνε στο ψιλικατζίδικο για να πάρετε σερβιέτες η ψιλικατζού τις τύλιγε με μια εφημερίδα για να κρύψει την ντροπή. Μια φορά στη Σταυρούπολη ο γιος ενός ψιλικατζή ρώτησε μια κυρία ευθαρσώς: Να σας το τυλίξω ή θα το φάτε εδώ;
Επίδειξη τάπερ: Κάθε μήνα μια περιποιημένη κυρία έσκαγε μύτη με μια βαλίτσα σπίτι. Προηγουμένως το σαλόνι είχε γεμίσει με όλες τις γειτόνισσες και την κουμπάρα την Ανάστα που είχαν πάρει θέση. Η μαγική βαλίτσα άνοιγε και εμφανίζονταν όλη νέα κολεξιόν της tupperware. Το ψυγείο γέμιζε άχρηστα πλαστικά μπολ και ο μπαμπάς γινόταν έξαλλος με το λογαριασμό.
Στα βήτα προβολής: Τα συνοικιακά σινεμά των παιδικών μας χρόνων που έπαιζαν τις ταινίες της προηγούμενης σεζόν δυο δυο με ένα εισιτήριο και φυσικά λαϊκό κοινό. Η μνήμη φέρνει σαν αεράκι τη Δήμητρα με τα καράτε στην Ιταλίας, το Πέραν στην Επτάλοφο, τον Αστέρα και το Άβα στην Τούμπα και το Κωτούλα που ξέπεσε στη βήτα προβολή στη Νέα Εγνατία.
Αφιερώσεις στα πειρατικά ραδιόφωνα: Η Τασούλα από την Πολίχνη σε όλα τα κορίτσια της βιοτεχνίας και στον Τάκη που την έχει κορώνα στο κεφάλι του. Ο πειρατής της γειτονιάς έπαιζε Ρένα Ντάλμα, λίγο πριν πουλήσει τη συχνότητα στους εκδότες και γίνει ζάπλουτος.
Τεφτέρι: Μια θρυλική μορφή των παιδικών μου χρόνων είναι ο Βασιλάκης ο γιαλοπώλης. Με έδρα τις Σαράντα εκκλησιές μας επισκεπτόταν κάθε Τετάρτη στο σπίτι, φέρνοντας από ποτήρια μέχρι κουβέρτες και παίρνοντας πάντα ένα δεκάρικο το οποίο κατέγραφε σε ένα μαγικό τεφτέρι που δεν έπρεπε να χαθεί για κανένα λόγο. Μια φορά που απαιτούσα ένα πράσινο πουκάμισο και δεν μου το έπαιρναν έκρυψα το τεφτέρι για εκβιασμό.
Απαγορεύεται το πτύειν: Μερακλίδικος λαός οι Έλληνες περπατούσαν στο δρόμο και έριχναν για κανά δυο ροχάλες, έτσι για το φαν. Έλα όμως που οι απαγορευτικές ταμπέλες πάντα σου έκοβαν τη φόρα. Εξ ου και τα πτυελοδοχεία.
Λάστιχο: Η στιγμή που τα κορίτσια είχαν πηδήξει το γόνατο και πήγαιναν για το μπούτι ήταν η καλύτερη στιγμή στην αυλή του σχολείου, καθώς τα αποκαλυπτήρια του εσωρούχου ήταν σχεδόν βέβαια. Ένα κομμάτι λάστιχο, που συνήθως περίσσευε από τις μαμάδες κάθε φορά που περνούσαν το λάστιχο στα βρακιά, τα οποία ξεχείλωναν, ήταν το ιδανικό παιχνίδι των κοριτσιών. Όταν το λάστιχο ανέβαινε μασχάλη, τότε τα ρεκόρ των Ολυμπιακών αγώνων απειλούνταν. Από δω προέρχεται και η θρυλική λέξη ψιλοκούμιτο.
Σχολείο το Σάββατο: Η φρίκη ήταν άμα ήσουν απογευματινός. Να φτάνει επτά το απόγευμα και το καταραμένο κουδούνι να μη χτυπάει για το εξάωρο. Ο φιλόλογος να έχει αποκοιμηθεί στην έδρα, εσύ να καταριέσαι Σαββατιάτικα και να σου μένουν μόνο εικοσιτέσσερις ώρες για την έναρξη της Αθλητικής Κυριακής που σήμαινε το τέλος του Σαββατοκύριακου.
Εθνικός ύμνος τα βράδια: Κάθε φορά που το πρόγραμμα της τηλεόρασης τελείωνε και αφού η Κέλυ Σακάκου, με την πλακουτσωτή μύτη μας ευχόταν καλή νύχτα, η ελληνική σημαία κυμάτιζε και ακούγονταν ο Εθνικός ύμνος. Από κείνη τη στιγμή έπρεπε να είμαστε στο κρεβάτι θέλοντας και μη. Η πατρίδα κοιμόταν.
Αθάνατη showbiz
Ακάκιε τα μακαρόνια να είναι Μίσκο: Ο θρυλικός μοναχός που τροφοδοτεί το μοναστήρι με τα συγκεκριμένα ζυμαρικά ταξιδεύοντας με γαϊδούρι.
Στάσου μύγδαλα: All time classic βουκολικό καμάκι του Γιάννη Βόγλη σε νεαρή ανυποψίαστη τουρίστρια των νησιών. Το βρώμικο μυαλό του τον οδήγησε μέχρι το κρατητήριο.
Ο άγιος Πρεβέζης: Και η κουτσή Μαρία μπήκε στην ουρά του παλιού θεάτρου Κατερίνα, εκεί που βρίσκεται σήμερα το πάρκινγκ του δήμου, και έπαιζε παλιά και η Μαίρη Σοίδου τα παιδικά, για να δουν την παράσταση σταθμό του Δημήτρη Κολλάτου. Μια κρυπτοτσόντα- καταγγελία για τις ερωτικές ατασθαλίες της εκκλησίας που από τη μια σόκαρε και από την άλλη κέντριζε το ενδιαφέρον των νοικοκυραίων για λίγο λάιτ νόμιμο πορνό.
Και σας αγαπώ: Ήθελες δεν ήθελες η αγάπη της σε έπνιγε κάθε φορά που τα τετράγωνα των αστέρων έσβηναν τα φώτα τους. Μια εποχή ήταν σούπερ σταρ η Μαρία Αλιφέρη και έπαιζε και στα δυο κανάλια ταυτόχρονα. Τυφλή στην Κραυγή των Λύκων, λαμπερή αγαπημένη στα τετράγωνα. Φρίκη. Μαζί με το «ευτυχείτε» του Άλκη Στέα θα μείνουν αξέχαστες ατάκες.
Μην τον παίρνετε από πίσω, πάρτε του μια πίπα: Θρυλική ατάκα διαφήμισης της πίπας magic life, που παρερμηνεύτηκε δεόντως, καθώς κανείς δεν της απέδωσε το πραγματικό της νόημα. Το μυαλό όλων των πονηρών ανθρώπων πήγε στα χειρότερα.
Εμείς, εσείς και το τηλέφωνο: Ο Άλκης Στέας, επί χρόνια στο ραδιοφωνικό του παιχνίδι, μοίραζε με τη βοήθεια αυτής της ατάκας σοκολάτες(!), προσφορά της σοκολατοβιομηχανίας που σπονσόραρε την εκπομπή του. Γιατί με τέτοια χαζά ξεγελούσαν τότε τον κόσμο.
Ακούτε και σημειώνετε: Χαρακτηριστική ατάκα που ακούγονταν κάθε φορά που επρόκειτο να αρχίσουν οι διαφημίσεις στο κρατικό ραδιόφωνο. Τρέχαμε παίρναμε χαρτί και μολύβι και σημειώναμε τις ρεκλάμες, μη μας ξεφύγει τίποτα.
Προϊόντα που χάθηκαν από την αγορά
Καλμαλίνη και αλγκόν: Οι παλιές παραδοσιακές μέθοδοι θεραπείας από πονοκεφάλους, κρυολογήματα και αδιαθεσίες. Πολύ πριν εμφανιστούν τα αναβράζοντα. Και βέβαια το κλασικό μεταλλικό ασημί κουτάκι τους χρησιμοποιούνταν πάντα για να βάζει η γιαγιά κουμπιά, κόπτσες, δαχτυλήθρες και σταυρουδάκια που μάζευε από βαφτίσια.
Μπριγιαντίνη: Αν ως παιδί αναρωτηθήκατε πολλές φορές γιατί το κεφάλι του θείου Ανέστη γυαλίζει σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο η απάντηση είναι πως η δικτατορία του τζελ δεν είχε εφευρεθεί ακόμα.
Πρώτο: Τα κάπνιζε ο παππούς όλο καμάρι και συ έσπευδες στο περίπτερο να τα πάρεις. Μαζί με το 22, το Άριστον, το Sante.
Κολώνια Τσάρλι: Φοβερό σουξέ. Βοήθησε και η σειρά Άγγελοι του Τσάρλι και η διαφήμιση στην τηλεόραση και όλα τα κορίτσια λούζονταν με Τσάρλι πριν βγουν στο ραντεβού.
Χαρτοβάμβακας: Ο πατέρας της σερβιέτας και παππούς του ταμπόν. Σε κάτι τεράστιες συσκευασίες πλάκες, γιγαντιαία χαρτομάντιλα είχαν αναλάβει το δύσκολο έργο της συγκομιδής των ανεπιθύμητων υγρών.
Ταγάρι: Τετράγωνο κομμάτι υφασμάτινης τσάντας που παρέπεμπε σε βουκολικές καταστάσεις και όφειλαν να κρατάνε όλα τα φρικιά του εβδομήντα. Καλτ μάλιστα θεωρούνταν μία που είχε κυκλοφορήσει το συγκρότημα των Poll.
Λουλάκι: Μικρό και θαυματουργό. Σε μια μίνι συσκευασία που έμοιαζε με κύβο, χρώμα βαθύ μπλε-μωβ έβαζε κάτω χίλιους μπλε και πράσινους κόκκους και πετύχαινε κάτασπρα ρούχα.
Μουλινέδες: Πόσες φορές δεν πήγατε στην κυρία Αλέκα της γειτονιάς να πάρετε DMC νούμερο C 38; Η τραγωδία ήταν να χάσει κανείς το θαυματουργό χαρτάκι με το νούμερο της κουβαρίστρας και να μην μπορεί να βρει η μάνα σου κλωστή να τελειώσει το κέντημα με το ελάφι που πίνει νερό από την πηγή.
Γκέρμπερ: Μάλλον γερμανικής προέλευσης βαζάκια γυάλινα με αλεσμένες τροφές για παιδιά. Χορτόσουπες, κρεατόσουπες, βοδινό και φρούτα. Πόσες φορές δεν αδειάσαμε κρυφά το βαζάκι του μικρού μας αδερφού και η μαμά ωρύονταν που θα μενε το παιδί νηστικό;
Μέλο: Κλασική σοκολάτα πλάκα, που την καταβροχθίζαμε σε δευτερόλεπτα για να φτάσει η στιγμή να τσαλακώσουμε το ασημένιο χαρτάκι, καθώς το αλουμινόχαρτο δεν είχε εφευρεθεί και να βρούμε την εικονίτσα που κρυβόταν από πίσω με τον Μίκυ. Παραλλαγή ήταν και η Ίον του φτωχού, μικρές με τρία τετραγωνάκια σε πλάκες και φιλική τιμή για να φάει και το παιδί της συνοικίας.
Κόντακ ινσταμάτικ: Θρυλική φωτογραφική μηχανή που έκλεψε καρδιές. Πολύ πριν την εμφάνιση της πολαρόιντ που έκλεψε την παράσταση με την ικανότητα της να εμφανίζει αμέσως φωτογραφίες και φυσικά όταν οι ψηφιακές ήταν ακόμα επιστημονική φαντασία στα βιβλία του Ισαάκ Ασίμοφ, η γκρι Kodak instamatic αποτελούσε το συνοδευτικό σε όλες τις Πρωτομαγιές, τα γενέθλια και τις γυμναστικές επιδείξεις.
Γραφομηχανή: Το όνειρο κάθε κοπέλας ήταν να μάθει το τυφλό. Σε κάτι πανάρχαιες με χαλασμένο το γράμμα κάπα, αλλάζαμε τη μελανοταινία με τα δύο χρώματα, το μαύρο και το κόκκινο. Ασήκωτες οι περισσότερες, ανακούφισαν την άμοιρη δακτυλογράφο όταν ήρθε η ηλεκτρική.
Ζωντανό γιαούρτι: Έφτασε κάποια στιγμή στη ζωή που διαπιστώσαμε ότι τα γιαούρτια που τρώγαμε είχαν ψοφήσει πριν τα φάμε. Το σοκ ήταν μεγάλο. Η επιστήμη εφηύρε τότε τα ζωντανά γιαούρτια που μιλούσαν, περπατούσαν, μεράκλωναν και άμα γούσταραν χόρταιναν και το στομάχι σου.
Λαστέξ πεπίτο και Τινίκ πουκάμισο: Η χαρά της χοντρής. Δυο απολαυστικά ρούχα-τρικ που έκρυβαν τα παραπανίσια κιλά και παρουσίαζαν ένα σώμα μοντελάκι.
Babylino: Πάνα ήταν μόνο μία. Μυθικά πια, κατάφεραν να απαλλάξουν την ηρωίδα μάνα από το πλύσιμο των λερωμένων βρακιών, αφού τα μούλικα μπορεί να μην είχαν να φάνε αλλά το σώβρακο το γέμιζαν όλη μέρα.
Βάτες: Κάποια στιγμή οι ώμοι των γυναικών πήραν τον ανήφορο. Ο ανταγωνισμός ήταν τέτοιος που πολλές φορές δεν μπορούσες να διακρίνεις αν η συγκεκριμένη γυναίκα έχει αυτιά η δεν έχει. Μπορούσες να ξαπλώσεις άνετα επάνω τους. Η χαρά της επιβάτιδος του τραίνου που αποφάσιζε να ψιλοκοιμηθεί λίγο, χαλαρώνοντας στον ώμο της χωρίς να ενοχλεί τον παρακαθήμενο της.
Ρίκο, Ταμ ταμ, Μπύρα Φιξ: Τα πολυεθνικά αναψυκτικά και τα ισοτονικά αποτελούσαν τότε μακρινό άγνωστο πλανήτη για τις γευστικές συνήθειες των θαμώνων των θερινών σινεμά. Κάτι δροσιστικό βρε αδερφέ για να ξεδιψάσουμε, στο διάλειμμα.
Αυτόματος τηλεφωνητής: Πριν τα κινητά, τις εκτροπές και τις φωνητικές θυρίδες, είχαμε κάτω από τη συσκευή του τηλεφώνου ένα πράμα τύπου κασετόφωνο που γράφαμε εξυπνακίστικα μηνύματα και πατούσαμε το κουμπί να ακούσουμε ποιος μας πήρε όσο λείπαμε. Τώρα αν μας είχε αφήσει κανένα μήνυμα του τύπου ’’μωρό μου θέλω να χωρίσουμε, δεν αντέχω άλλο’’, η τύχη του τηλεφωνητή ήταν σκοτεινή.
Μανίνα: Τις εποχές που έβαζε δώρο σιδερότυπα για τα μπλουζάκια οι ξαδέρφες μου παρακαλούσαν την περιπτερού να κρατήσει ένα τεύχος μέχρι να σχολάσουν. Ένα μείγμα πρώιμου Λοιπόν, αθώας κατήχησης νεαρών κορασίδων στα ερωτικά μυστικά και σταρ σίστεμ καθρέφτη, το περιοδικό που λάτρεψαν όλα τα κορίτσια και οι κρυφογκέι της εποχής.
Ρομάντζο, Φαντάζιο, Βεντέτα, Θησαυρός: Πολλά χρόνια πριν τα περιοδικά γίνουν ο λαμπερός πλανήτης που ξέρουμε σήμερα, οι πρόγονοι τους υπήρξαν λιτοί, με χαρτί γραφής και στο εξώφυλλο τον Τόλη Βοσκόπουλο, την Αλίκη δις το χρόνο και το κλασικά σκίτσα της Χοντρής και του Ζαχαρία στο εντιτόριαλ.
Cult πρόσωπα που τα πήρε ο χρόνος
Αγία Αθανασία του Αιγάλεω: Τρομερή παπατζού που λάνσαρε τις θαυματουργές της ικανότητες σε καιρούς που ο κόσμος έψαχνε κάτι να πιαστεί. Ουρές έξω από το διαμέρισμα της στο Αιγάλεω, η Παναγία που της μηνούσε διάφορα να πει στον κόσμο και ο μετέπειτα εγκλεισμός της σε ένα ιδιόμορφο μοναστήρι στιγμάτισαν την αγιοσύνη της.
Αλίκη Νικολαίδου: Οι κακές γλώσσες έλεγαν πως είναι τυφλή, επειδή παρουσίαζε πάντα τις εκπομπές της στην ΥΕΝΕΔ κοιτάζοντας στο ίδιο μέρος του φακού. Αγαπημένο της θέμα πάντα η ζωή του Μεγαλέξανδρου στον οποίο μπορούσε να αφιερώσει τα προγράμματα δυο χρόνων.
Κώστας Γκουζγκούνης: Μεγάλωσε γενιές ελληνόπουλων που έμαθαν μαζί του πως στο κρεβάτι δεν ξαπλώνουμε μόνο για να κοιμηθούμε. Κλασικές ατάκες του τύπου ’’πούντα τα πουλάκια μου’’, ’’ και για φαντάσου δεν προλάβαμε καν να γνωριστούμε και όμως γ…’’.
Βασίλης Πουλάκης: Ο άνθρωπος που εισήγαγε το μουγκό δελτίο ειδήσεων στην ελληνική τηλεόραση, αυτό που σήμερα politically correct λέγεται δελτίο στη νοηματική. Πολλές φορές κλείναμε τη συσκευή καθ΄ όλη τη διάρκεια του δελτίου για να την ανοίξουμε την ώρα της εμφάνισης του μοναδικού entertainer.
Θεοφάνης Τόμπρας: Μορφή των 80ς, συνδέθηκε με τις τηλεφωνικές υποκλοπές, βρώμα και δυσωδία, δηλώσεις και ευφυολογήματα και τον τίτλο του υπηρέτη του δημόσιου συμφέροντος να τον ακολουθεί.
Ντάνος Λυγίζος: Με τα χαρακτηριστικά του γυαλιά και το ντεμέκ χιούμορ του σταδιοδρόμησε στο χώρο των τηλεπαιχνιδιών. Προστατευόμενος του Νίκου Μαστοράκη, εκλήθη για να λέει ανέκδοτα ενώ δεν δίστασε να παίξει ακόμα και στο σινεμά. Φήμες λένε ότι υπήρξε ακόμα και σύζυγος της Έλλης Ευαγγελίδου.
Έλλη Ευαγγελίδου: Πολλά χρόνια πριν οι ελληνίδες ανακαλύψουν το Cosmopolitan, μια Σύγχρονη Εύα ανέλαβε να τους μυήσει στα μυστικά της γυναικείας φύσης και τα προβλήματα της μοντέρνας γυναίκας που ήταν μεταξύ άλλων η κομψή σιλουέτα. Αργότερα φλέρταρε ατυχώς με την πολιτική σε επίπεδο δήμου.
Χρήστος Οικονόμου: Έμαθε στους Έλληνες γραφή και αριθμητική, παρουσιάζοντας το ντεμί- ψυχαγωγικό, ντεμί-επιμορφωτικό Γράμματα και αριθμοί. Στα αλήθεια μια διαφορετική φιγούρα, παχουλός, με γκρίζα μαλλιά και μουστάκι. Γέμιζε την οθόνη.
Ίων Τυρταίος: Λαϊκή μορφή του ραδιοφώνου, με απερίγραπτο χιούμορ, μεσουράνησε στα 70ς στη Θεσσαλονίκη, με τη χαρακτηριστική φωνή του και τα άθλια αστεία με το φίλο του τον Ιάσωνα. Εφιάλτης στο δρόμο με τα ερτζιανά.
Νάκη Αγάθου: Πρώιμο μείγμα βαμπ, ερωτικής παρουσίας και στιλιστικού εγκλήματος, με ένα μαλλί σηκωμένο στο θεό από τη λακ. Έβγαινε να πει το πρόγραμμα της τηλεόρασης και νόμιζες πως θα αρχίσει η Εμμανουέλλα. Θρύλος στον κόσμο των απανταχού ανέραστων.
Ατάκες που δεν ακούγονται πια
Τσακαπίκο: Κίνηση με την οποία οικειοποιούμασταν ένα αντικείμενο που δεν ήταν δικό μας. Απλά το περνούσαμε κάτω από το γόνατο και αυτόματα είχαμε την ιδιοκτησία του.
Τσινάρι: Είδος που άνθισε στη δεκαετία του ογδόντα στον αντίποδα του φρικιού. Η μετεξέλιξή του είναι ο κυριλές. Γκάτζετ της εμφάνισης μυτερά παπούτσια, στενά παντελόνια σωλήνες, εμετικά και πολλές φορές ξηλωμένη κωλοτσέπη.
Έχω τα ρούχα μου: Δεν εννοούσε βέβαια πως δεν επρόκειτο να βγει γυμνή στο δρόμο ως άλλη Λάσκαρη στον Κατήφορο, αλλά αναγγέλλει στην γυναικεία ομήγυρη και σπανίως στο σύζυγο, τον ερχομό των κόκκινων επισκεπτών του μήνα. Συνθηματικό για τον ερχομό της περιόδου που ακόμα ψάχνει η επιστήμη να βρει πως εφευρέθηκε.
Καρεκλάς: Φράση που εισήχθη μια ορισμένη χρονική στιγμή που στην παγκόσμια χορευτική τέχνη εμφανίστηκε αηδιαστικός χορός που άκουγε στο όνομα καρέκλα. Κατ επέκταση χαρακτηρίζονταν έτσι ένα ολόκληρο είδος ανθρώπων για φτύσιμο.
Είναι μεγάλο Τσαμπιόνι: Χαρακτηρίζονταν έτσι ο πολύ προχωρημένος στη σκέψη ή τις δεξιότητες. Κοινώς το τζίνι, το αστέρι-παιδί, ο άπαιχτος.
Τσικλιντάν, ξετσίκλινταν: Δίδυμο από ατάκες που συμβόλιζαν το κλείδωμα και το ξεκλείδωμα πραγμάτων. Κυρίως πόρτες σε παιδικά παιχνίδια και αν το προέκτεινες ακόμα και γεννητικών οργάνων από τις πιο προχωρημένες που δεν ήθελαν να αφήσουν τον αρσενικό εισβολέα να προχωρήσει.
Μην πας στα βαθιά, περνάνε κρις κραφτ: Ούτε κότερα, ούτε ιστιοπλοϊκά. Τα κρις κραφτ, που τα ονόμασε έτσι ο Κρις Σμιθ, ήταν για τα μπάνια μας η μόνιμη απειλή. Θα σε θερίσει, βροντοφώναζε η μάνα μας. Σαν τον Βασιλάκη Δοσούλα θα γίνεις.
Τσανταλίνα μανταλίνα: Όχι και τόσο αθώο παιδικό παιχνίδι, αφού η σωματική επαφή πολλών ανθρώπων συχνά υπονοούσε και ομαδική σεξουαλική συνεύρεση (μπορεί να το έχετε ακούσει σαν «μακριά γαϊδούρα»).
Γκλάσνοστ: Πλάκα πλάκα πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που ο Γκόρμπι έβαλε στην τότε καθημερινότητα δυο ρούσικες λέξεις που έκαναν τα φροντιστήρια Κοσμίδη να βγάλουν μια τρομερή διαφήμιση που ο παππούς συμβούλευε τον εγγονό να μάθει ρούσικα που τα μιλάνε λίγοι. Η άλλη λέξη ήταν η περεστρόικα. Διαφάνεια σε ένα καθεστώς σκοταδιού. Η αρχή του τέλους.
Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν: Κλασική ατάκα λεωφορείου, γραμμένη και σε καρτελάκι κάτω από το καθρεφτάκι. Ο οδηγός, πρόσωπο ιερό και άμωμο, έπρεπε να τελεί το θείο έργο του σε απόλυτη σιωπή. Κάθε προσπάθεια συνομιλίας μαζί του ήταν εξ αρχής καταδικασμένη και κατάπτυστη. Πρόσωπα βουβά και μόνα οι οδηγοί δεν ευτύχισαν ανθρώπινης λαλίτσας. Μόνο καμιά φορά έλεγαν σε περίπτωση επικίνδυνου φρεναρίσματος τη φράση ’’Κρατηθήτε από τας χειρολαβάς’’.
Πάω στην Κόβα: Κνίτικη έκφραση που υπονοούσε την τακτική βραδινή επίσκεψη στην τοπική κομματική οργάνωση της περιοχής, από όπου με μετά την καθοδήγηση με ένα κουβά και μια βούρτσα παραμάσχαλα έβγαιναν για νυχτερινή αφισοκόλληση που παρακινούσε για τη δεύτερη κατανομή και το 17% στις εκλογές. Το όνειρο του κάθε κνίτη ήταν ένα καλοκαίρι σε μια μπριγάδα που μάζευε καπνό στη Νικαράγουα, βοηθώντας τον αγώνα.
Δεν ακούγεσαι, πάρε το μηδέν: Στον καιρό του μονοπωλίου του ΟΤΕ και των αρχαίων συστημάτων τηλεπικοινωνιών, τότε που έκανες αίτηση για τηλέφωνο το 74 και στο συνέδεαν το 80, πολλές φορές οι γραμμές ήταν χάλια. Κάποιος λοιπόν μας είχε πείσει πως με τη χρήση του μηδέν η γραμμή θα καθάριζε αυτομάτως. Ματαίως καλέσαμε το αγαπημένο νούμερο δεκάδες φορές. Τα παράσιτα ακόμα βουίζουν στα αυτιά μας.
Ένα φιμέ καλσόν παρακαλώ: Το αγαπημένο χρώμα της μαμάς, σύνθημα για την περιπτερού της γωνίας που εκτελούσε και χρέη σούπερ μάρκετ. Όλα τα πόδια είχαν χρώμα χαλασμένο κρεατί. Τοπ καλσόν το Φλαμίνγκο Φλεξ με είκοσι δραχμές. Τσάμπα πράμα.
Γράφτα: Αγαπημένη συνήθεια εκτός σπιτιού ήταν η καθιερωμένη επίσκεψη στο μπακάλικο του Ιωσήφ. Εκεί αφού επέλεγες χύμα ρύζι και φακές, αποχωρούσες χρησιμοποιώντας την κλασική έκφραση του βερεσέ.
Το χαράμι να σου βγει σαλάμι: Ο κόσμος είναι κακός και ζεβζέκης. Ακόμα και οι παιδικές ψυχές μπορεί να είναι άδικες. Η αδικία πρέπει να επισημαίνεται όπως και να χει. Πολλές φορές μάλιστα ακόμα και από μαμάδες που δεν άντεχαν να βλέπουν το βλαστάρι τους να αδικείται και φώναζαν από το μπαλκόνι. Βάγγο, έλα πάνω, μην παίζεις με αυτούς τους χαραμτζήδες.
Βάλε ένα μπέρμπον ρε μεγάλε: Είδος ουίσκι που έγινε εθνικό ποτό στη δεκαετία της αυταρέσκειας, τα 80ς. Κάθε σπίτι και ένα μπουκάλι, κάθε κάβα και μια κάσα.
Ποιος σκότωσε τον Τζέι Αρ; Ερώτημα που ταλάνισε τη σκέψη μας μια ολόκληρη σεζόν, όταν ο πολυεκατομμυριούχος πετρελαιοπαραγωγός από το Ντάλας του Τέξας έπεσε νεκρός στο τέλος μιας σεζόν και μέχρι ναρθει η επόμενη να μάθουμε ποιος τον πυροβόλησε η ψυχή πήγε στην κούλουρη.
Κορίτσια ο Μπάρκουλης: Θρυλική ατάκα που φώναζαν οι κουλουρτζήδες στις αυλές των σχολείων όταν διαλαλούσαν την πραμάτεια τους. Συνήθειες που δεν υπάρχουν.
Τα πονηρά πανιά: Κάθε φορά που η μητέρα σας έστελνε στο ψιλικατζίδικο για να πάρετε σερβιέτες η ψιλικατζού τις τύλιγε με μια εφημερίδα για να κρύψει την ντροπή. Μια φορά στη Σταυρούπολη ο γιος ενός ψιλικατζή ρώτησε μια κυρία ευθαρσώς: Να σας το τυλίξω ή θα το φάτε εδώ;
Επίδειξη τάπερ: Κάθε μήνα μια περιποιημένη κυρία έσκαγε μύτη με μια βαλίτσα σπίτι. Προηγουμένως το σαλόνι είχε γεμίσει με όλες τις γειτόνισσες και την κουμπάρα την Ανάστα που είχαν πάρει θέση. Η μαγική βαλίτσα άνοιγε και εμφανίζονταν όλη νέα κολεξιόν της tupperware. Το ψυγείο γέμιζε άχρηστα πλαστικά μπολ και ο μπαμπάς γινόταν έξαλλος με το λογαριασμό.
Στα βήτα προβολής: Τα συνοικιακά σινεμά των παιδικών μας χρόνων που έπαιζαν τις ταινίες της προηγούμενης σεζόν δυο δυο με ένα εισιτήριο και φυσικά λαϊκό κοινό. Η μνήμη φέρνει σαν αεράκι τη Δήμητρα με τα καράτε στην Ιταλίας, το Πέραν στην Επτάλοφο, τον Αστέρα και το Άβα στην Τούμπα και το Κωτούλα που ξέπεσε στη βήτα προβολή στη Νέα Εγνατία.
Αφιερώσεις στα πειρατικά ραδιόφωνα: Η Τασούλα από την Πολίχνη σε όλα τα κορίτσια της βιοτεχνίας και στον Τάκη που την έχει κορώνα στο κεφάλι του. Ο πειρατής της γειτονιάς έπαιζε Ρένα Ντάλμα, λίγο πριν πουλήσει τη συχνότητα στους εκδότες και γίνει ζάπλουτος.
Τεφτέρι: Μια θρυλική μορφή των παιδικών μου χρόνων είναι ο Βασιλάκης ο γιαλοπώλης. Με έδρα τις Σαράντα εκκλησιές μας επισκεπτόταν κάθε Τετάρτη στο σπίτι, φέρνοντας από ποτήρια μέχρι κουβέρτες και παίρνοντας πάντα ένα δεκάρικο το οποίο κατέγραφε σε ένα μαγικό τεφτέρι που δεν έπρεπε να χαθεί για κανένα λόγο. Μια φορά που απαιτούσα ένα πράσινο πουκάμισο και δεν μου το έπαιρναν έκρυψα το τεφτέρι για εκβιασμό.
Απαγορεύεται το πτύειν: Μερακλίδικος λαός οι Έλληνες περπατούσαν στο δρόμο και έριχναν για κανά δυο ροχάλες, έτσι για το φαν. Έλα όμως που οι απαγορευτικές ταμπέλες πάντα σου έκοβαν τη φόρα. Εξ ου και τα πτυελοδοχεία.
Λάστιχο: Η στιγμή που τα κορίτσια είχαν πηδήξει το γόνατο και πήγαιναν για το μπούτι ήταν η καλύτερη στιγμή στην αυλή του σχολείου, καθώς τα αποκαλυπτήρια του εσωρούχου ήταν σχεδόν βέβαια. Ένα κομμάτι λάστιχο, που συνήθως περίσσευε από τις μαμάδες κάθε φορά που περνούσαν το λάστιχο στα βρακιά, τα οποία ξεχείλωναν, ήταν το ιδανικό παιχνίδι των κοριτσιών. Όταν το λάστιχο ανέβαινε μασχάλη, τότε τα ρεκόρ των Ολυμπιακών αγώνων απειλούνταν. Από δω προέρχεται και η θρυλική λέξη ψιλοκούμιτο.
Σχολείο το Σάββατο: Η φρίκη ήταν άμα ήσουν απογευματινός. Να φτάνει επτά το απόγευμα και το καταραμένο κουδούνι να μη χτυπάει για το εξάωρο. Ο φιλόλογος να έχει αποκοιμηθεί στην έδρα, εσύ να καταριέσαι Σαββατιάτικα και να σου μένουν μόνο εικοσιτέσσερις ώρες για την έναρξη της Αθλητικής Κυριακής που σήμαινε το τέλος του Σαββατοκύριακου.
Εθνικός ύμνος τα βράδια: Κάθε φορά που το πρόγραμμα της τηλεόρασης τελείωνε και αφού η Κέλυ Σακάκου, με την πλακουτσωτή μύτη μας ευχόταν καλή νύχτα, η ελληνική σημαία κυμάτιζε και ακούγονταν ο Εθνικός ύμνος. Από κείνη τη στιγμή έπρεπε να είμαστε στο κρεβάτι θέλοντας και μη. Η πατρίδα κοιμόταν.
Αθάνατη showbiz
Ακάκιε τα μακαρόνια να είναι Μίσκο: Ο θρυλικός μοναχός που τροφοδοτεί το μοναστήρι με τα συγκεκριμένα ζυμαρικά ταξιδεύοντας με γαϊδούρι.
Στάσου μύγδαλα: All time classic βουκολικό καμάκι του Γιάννη Βόγλη σε νεαρή ανυποψίαστη τουρίστρια των νησιών. Το βρώμικο μυαλό του τον οδήγησε μέχρι το κρατητήριο.
Ο άγιος Πρεβέζης: Και η κουτσή Μαρία μπήκε στην ουρά του παλιού θεάτρου Κατερίνα, εκεί που βρίσκεται σήμερα το πάρκινγκ του δήμου, και έπαιζε παλιά και η Μαίρη Σοίδου τα παιδικά, για να δουν την παράσταση σταθμό του Δημήτρη Κολλάτου. Μια κρυπτοτσόντα- καταγγελία για τις ερωτικές ατασθαλίες της εκκλησίας που από τη μια σόκαρε και από την άλλη κέντριζε το ενδιαφέρον των νοικοκυραίων για λίγο λάιτ νόμιμο πορνό.
Και σας αγαπώ: Ήθελες δεν ήθελες η αγάπη της σε έπνιγε κάθε φορά που τα τετράγωνα των αστέρων έσβηναν τα φώτα τους. Μια εποχή ήταν σούπερ σταρ η Μαρία Αλιφέρη και έπαιζε και στα δυο κανάλια ταυτόχρονα. Τυφλή στην Κραυγή των Λύκων, λαμπερή αγαπημένη στα τετράγωνα. Φρίκη. Μαζί με το «ευτυχείτε» του Άλκη Στέα θα μείνουν αξέχαστες ατάκες.
Μην τον παίρνετε από πίσω, πάρτε του μια πίπα: Θρυλική ατάκα διαφήμισης της πίπας magic life, που παρερμηνεύτηκε δεόντως, καθώς κανείς δεν της απέδωσε το πραγματικό της νόημα. Το μυαλό όλων των πονηρών ανθρώπων πήγε στα χειρότερα.
Εμείς, εσείς και το τηλέφωνο: Ο Άλκης Στέας, επί χρόνια στο ραδιοφωνικό του παιχνίδι, μοίραζε με τη βοήθεια αυτής της ατάκας σοκολάτες(!), προσφορά της σοκολατοβιομηχανίας που σπονσόραρε την εκπομπή του. Γιατί με τέτοια χαζά ξεγελούσαν τότε τον κόσμο.
Ακούτε και σημειώνετε: Χαρακτηριστική ατάκα που ακούγονταν κάθε φορά που επρόκειτο να αρχίσουν οι διαφημίσεις στο κρατικό ραδιόφωνο. Τρέχαμε παίρναμε χαρτί και μολύβι και σημειώναμε τις ρεκλάμες, μη μας ξεφύγει τίποτα.
Προϊόντα που χάθηκαν από την αγορά
Καλμαλίνη και αλγκόν: Οι παλιές παραδοσιακές μέθοδοι θεραπείας από πονοκεφάλους, κρυολογήματα και αδιαθεσίες. Πολύ πριν εμφανιστούν τα αναβράζοντα. Και βέβαια το κλασικό μεταλλικό ασημί κουτάκι τους χρησιμοποιούνταν πάντα για να βάζει η γιαγιά κουμπιά, κόπτσες, δαχτυλήθρες και σταυρουδάκια που μάζευε από βαφτίσια.
Μπριγιαντίνη: Αν ως παιδί αναρωτηθήκατε πολλές φορές γιατί το κεφάλι του θείου Ανέστη γυαλίζει σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο η απάντηση είναι πως η δικτατορία του τζελ δεν είχε εφευρεθεί ακόμα.
Πρώτο: Τα κάπνιζε ο παππούς όλο καμάρι και συ έσπευδες στο περίπτερο να τα πάρεις. Μαζί με το 22, το Άριστον, το Sante.
Κολώνια Τσάρλι: Φοβερό σουξέ. Βοήθησε και η σειρά Άγγελοι του Τσάρλι και η διαφήμιση στην τηλεόραση και όλα τα κορίτσια λούζονταν με Τσάρλι πριν βγουν στο ραντεβού.
Χαρτοβάμβακας: Ο πατέρας της σερβιέτας και παππούς του ταμπόν. Σε κάτι τεράστιες συσκευασίες πλάκες, γιγαντιαία χαρτομάντιλα είχαν αναλάβει το δύσκολο έργο της συγκομιδής των ανεπιθύμητων υγρών.
Ταγάρι: Τετράγωνο κομμάτι υφασμάτινης τσάντας που παρέπεμπε σε βουκολικές καταστάσεις και όφειλαν να κρατάνε όλα τα φρικιά του εβδομήντα. Καλτ μάλιστα θεωρούνταν μία που είχε κυκλοφορήσει το συγκρότημα των Poll.
Λουλάκι: Μικρό και θαυματουργό. Σε μια μίνι συσκευασία που έμοιαζε με κύβο, χρώμα βαθύ μπλε-μωβ έβαζε κάτω χίλιους μπλε και πράσινους κόκκους και πετύχαινε κάτασπρα ρούχα.
Μουλινέδες: Πόσες φορές δεν πήγατε στην κυρία Αλέκα της γειτονιάς να πάρετε DMC νούμερο C 38; Η τραγωδία ήταν να χάσει κανείς το θαυματουργό χαρτάκι με το νούμερο της κουβαρίστρας και να μην μπορεί να βρει η μάνα σου κλωστή να τελειώσει το κέντημα με το ελάφι που πίνει νερό από την πηγή.
Γκέρμπερ: Μάλλον γερμανικής προέλευσης βαζάκια γυάλινα με αλεσμένες τροφές για παιδιά. Χορτόσουπες, κρεατόσουπες, βοδινό και φρούτα. Πόσες φορές δεν αδειάσαμε κρυφά το βαζάκι του μικρού μας αδερφού και η μαμά ωρύονταν που θα μενε το παιδί νηστικό;
Μέλο: Κλασική σοκολάτα πλάκα, που την καταβροχθίζαμε σε δευτερόλεπτα για να φτάσει η στιγμή να τσαλακώσουμε το ασημένιο χαρτάκι, καθώς το αλουμινόχαρτο δεν είχε εφευρεθεί και να βρούμε την εικονίτσα που κρυβόταν από πίσω με τον Μίκυ. Παραλλαγή ήταν και η Ίον του φτωχού, μικρές με τρία τετραγωνάκια σε πλάκες και φιλική τιμή για να φάει και το παιδί της συνοικίας.
Κόντακ ινσταμάτικ: Θρυλική φωτογραφική μηχανή που έκλεψε καρδιές. Πολύ πριν την εμφάνιση της πολαρόιντ που έκλεψε την παράσταση με την ικανότητα της να εμφανίζει αμέσως φωτογραφίες και φυσικά όταν οι ψηφιακές ήταν ακόμα επιστημονική φαντασία στα βιβλία του Ισαάκ Ασίμοφ, η γκρι Kodak instamatic αποτελούσε το συνοδευτικό σε όλες τις Πρωτομαγιές, τα γενέθλια και τις γυμναστικές επιδείξεις.
Γραφομηχανή: Το όνειρο κάθε κοπέλας ήταν να μάθει το τυφλό. Σε κάτι πανάρχαιες με χαλασμένο το γράμμα κάπα, αλλάζαμε τη μελανοταινία με τα δύο χρώματα, το μαύρο και το κόκκινο. Ασήκωτες οι περισσότερες, ανακούφισαν την άμοιρη δακτυλογράφο όταν ήρθε η ηλεκτρική.
Ζωντανό γιαούρτι: Έφτασε κάποια στιγμή στη ζωή που διαπιστώσαμε ότι τα γιαούρτια που τρώγαμε είχαν ψοφήσει πριν τα φάμε. Το σοκ ήταν μεγάλο. Η επιστήμη εφηύρε τότε τα ζωντανά γιαούρτια που μιλούσαν, περπατούσαν, μεράκλωναν και άμα γούσταραν χόρταιναν και το στομάχι σου.
Λαστέξ πεπίτο και Τινίκ πουκάμισο: Η χαρά της χοντρής. Δυο απολαυστικά ρούχα-τρικ που έκρυβαν τα παραπανίσια κιλά και παρουσίαζαν ένα σώμα μοντελάκι.
Babylino: Πάνα ήταν μόνο μία. Μυθικά πια, κατάφεραν να απαλλάξουν την ηρωίδα μάνα από το πλύσιμο των λερωμένων βρακιών, αφού τα μούλικα μπορεί να μην είχαν να φάνε αλλά το σώβρακο το γέμιζαν όλη μέρα.
Βάτες: Κάποια στιγμή οι ώμοι των γυναικών πήραν τον ανήφορο. Ο ανταγωνισμός ήταν τέτοιος που πολλές φορές δεν μπορούσες να διακρίνεις αν η συγκεκριμένη γυναίκα έχει αυτιά η δεν έχει. Μπορούσες να ξαπλώσεις άνετα επάνω τους. Η χαρά της επιβάτιδος του τραίνου που αποφάσιζε να ψιλοκοιμηθεί λίγο, χαλαρώνοντας στον ώμο της χωρίς να ενοχλεί τον παρακαθήμενο της.
Ρίκο, Ταμ ταμ, Μπύρα Φιξ: Τα πολυεθνικά αναψυκτικά και τα ισοτονικά αποτελούσαν τότε μακρινό άγνωστο πλανήτη για τις γευστικές συνήθειες των θαμώνων των θερινών σινεμά. Κάτι δροσιστικό βρε αδερφέ για να ξεδιψάσουμε, στο διάλειμμα.
Αυτόματος τηλεφωνητής: Πριν τα κινητά, τις εκτροπές και τις φωνητικές θυρίδες, είχαμε κάτω από τη συσκευή του τηλεφώνου ένα πράμα τύπου κασετόφωνο που γράφαμε εξυπνακίστικα μηνύματα και πατούσαμε το κουμπί να ακούσουμε ποιος μας πήρε όσο λείπαμε. Τώρα αν μας είχε αφήσει κανένα μήνυμα του τύπου ’’μωρό μου θέλω να χωρίσουμε, δεν αντέχω άλλο’’, η τύχη του τηλεφωνητή ήταν σκοτεινή.
Μανίνα: Τις εποχές που έβαζε δώρο σιδερότυπα για τα μπλουζάκια οι ξαδέρφες μου παρακαλούσαν την περιπτερού να κρατήσει ένα τεύχος μέχρι να σχολάσουν. Ένα μείγμα πρώιμου Λοιπόν, αθώας κατήχησης νεαρών κορασίδων στα ερωτικά μυστικά και σταρ σίστεμ καθρέφτη, το περιοδικό που λάτρεψαν όλα τα κορίτσια και οι κρυφογκέι της εποχής.
Ρομάντζο, Φαντάζιο, Βεντέτα, Θησαυρός: Πολλά χρόνια πριν τα περιοδικά γίνουν ο λαμπερός πλανήτης που ξέρουμε σήμερα, οι πρόγονοι τους υπήρξαν λιτοί, με χαρτί γραφής και στο εξώφυλλο τον Τόλη Βοσκόπουλο, την Αλίκη δις το χρόνο και το κλασικά σκίτσα της Χοντρής και του Ζαχαρία στο εντιτόριαλ.
Cult πρόσωπα που τα πήρε ο χρόνος
Αγία Αθανασία του Αιγάλεω: Τρομερή παπατζού που λάνσαρε τις θαυματουργές της ικανότητες σε καιρούς που ο κόσμος έψαχνε κάτι να πιαστεί. Ουρές έξω από το διαμέρισμα της στο Αιγάλεω, η Παναγία που της μηνούσε διάφορα να πει στον κόσμο και ο μετέπειτα εγκλεισμός της σε ένα ιδιόμορφο μοναστήρι στιγμάτισαν την αγιοσύνη της.
Αλίκη Νικολαίδου: Οι κακές γλώσσες έλεγαν πως είναι τυφλή, επειδή παρουσίαζε πάντα τις εκπομπές της στην ΥΕΝΕΔ κοιτάζοντας στο ίδιο μέρος του φακού. Αγαπημένο της θέμα πάντα η ζωή του Μεγαλέξανδρου στον οποίο μπορούσε να αφιερώσει τα προγράμματα δυο χρόνων.
Κώστας Γκουζγκούνης: Μεγάλωσε γενιές ελληνόπουλων που έμαθαν μαζί του πως στο κρεβάτι δεν ξαπλώνουμε μόνο για να κοιμηθούμε. Κλασικές ατάκες του τύπου ’’πούντα τα πουλάκια μου’’, ’’ και για φαντάσου δεν προλάβαμε καν να γνωριστούμε και όμως γ…’’.
Βασίλης Πουλάκης: Ο άνθρωπος που εισήγαγε το μουγκό δελτίο ειδήσεων στην ελληνική τηλεόραση, αυτό που σήμερα politically correct λέγεται δελτίο στη νοηματική. Πολλές φορές κλείναμε τη συσκευή καθ΄ όλη τη διάρκεια του δελτίου για να την ανοίξουμε την ώρα της εμφάνισης του μοναδικού entertainer.
Θεοφάνης Τόμπρας: Μορφή των 80ς, συνδέθηκε με τις τηλεφωνικές υποκλοπές, βρώμα και δυσωδία, δηλώσεις και ευφυολογήματα και τον τίτλο του υπηρέτη του δημόσιου συμφέροντος να τον ακολουθεί.
Ντάνος Λυγίζος: Με τα χαρακτηριστικά του γυαλιά και το ντεμέκ χιούμορ του σταδιοδρόμησε στο χώρο των τηλεπαιχνιδιών. Προστατευόμενος του Νίκου Μαστοράκη, εκλήθη για να λέει ανέκδοτα ενώ δεν δίστασε να παίξει ακόμα και στο σινεμά. Φήμες λένε ότι υπήρξε ακόμα και σύζυγος της Έλλης Ευαγγελίδου.
Έλλη Ευαγγελίδου: Πολλά χρόνια πριν οι ελληνίδες ανακαλύψουν το Cosmopolitan, μια Σύγχρονη Εύα ανέλαβε να τους μυήσει στα μυστικά της γυναικείας φύσης και τα προβλήματα της μοντέρνας γυναίκας που ήταν μεταξύ άλλων η κομψή σιλουέτα. Αργότερα φλέρταρε ατυχώς με την πολιτική σε επίπεδο δήμου.
Χρήστος Οικονόμου: Έμαθε στους Έλληνες γραφή και αριθμητική, παρουσιάζοντας το ντεμί- ψυχαγωγικό, ντεμί-επιμορφωτικό Γράμματα και αριθμοί. Στα αλήθεια μια διαφορετική φιγούρα, παχουλός, με γκρίζα μαλλιά και μουστάκι. Γέμιζε την οθόνη.
Ίων Τυρταίος: Λαϊκή μορφή του ραδιοφώνου, με απερίγραπτο χιούμορ, μεσουράνησε στα 70ς στη Θεσσαλονίκη, με τη χαρακτηριστική φωνή του και τα άθλια αστεία με το φίλο του τον Ιάσωνα. Εφιάλτης στο δρόμο με τα ερτζιανά.
Νάκη Αγάθου: Πρώιμο μείγμα βαμπ, ερωτικής παρουσίας και στιλιστικού εγκλήματος, με ένα μαλλί σηκωμένο στο θεό από τη λακ. Έβγαινε να πει το πρόγραμμα της τηλεόρασης και νόμιζες πως θα αρχίσει η Εμμανουέλλα. Θρύλος στον κόσμο των απανταχού ανέραστων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου