18.12.08

ΠΟΣΑ ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΑΚΟΜΗ;

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Τα Νέα, 18 Δεκεμβρίου 2008


«Τον χτυπούσε με το κλομπ στο κεφάλι και το πρόσωπο»

Βρετανός μάρτυρας καταγγέλλει απρόκλητη αστυνομική βία

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Κίττυ Ξενάκη



Ο Βρετανός επιχειρηματίας, που μιλάει  ελληνικά, υποστήριξε πως άκουσε τους  αστυνομικούς να λένε στους συλληφθέντες:  «Σας έχουμε στο χέρι τώρα. Είστε έξω από  τα πανεπιστήμιά σας τώρα. Θα σας  σκοτώσουμε». Την ίδια εκδοχή των  πραγμάτων- παρά την προσπάθεια  διάψευσης από τη Γενική Αστυνομική  Διεύθυνση Αττικής- αφηγήθηκε στο ΒΒC  και μια άλλη διαδηλώτρια, σχεδόν αυτολεξεί
Είναι Βρετανός, επιχειρηματίας, ετών τριάντα και κάτι, και ζει στην Αθήνα, κάπου στο Γκάζι. Την περασμένη Κυριακή, περασμένα μεσάνυχτα, είπε να βγάλει μια βόλτα τον σκύλο του στη γειτονιά προτού πέσει για ύπνο. Και όπως κατήγγειλε ο ίδιος στο ΒΒC, έγινε μάρτυρας μιας απρόκλητης και αδικαιολόγητα βίαιης συμπεριφοράς εκ μέρους της Ελληνικής Αστυνομίας. 

O Βρετανός επιχειρηματίας ζήτησε να μη δημοσιευτούν τα στοιχεία του. Αφηγήθηκε ωστόσο στο ΒΒC με λεπτομέρειες τις απίστευτες σκηνές που εκτυλίχθηκαν μπροστά στα μάτια του. Καθώς περπατούσε στο Γκάζι με τον σκύλο του, έπεσε πάνω σε μια «ως επί το πλείστον ειρηνική» διαδήλωση διαμαρτυρίας για τον θάνατο του 15χρονου Αλέξη Γρηγορόπουλου από αστυνομικά πυρά. Αποφάσισε να ακολουθήσει. Η ατμόσφαιρα, εξήγησε, ήταν «σχεδόν καρναβαλική», οι διαδηλωτές φώναζαν συνθήματα και καλούσαν τους νέους που διασκέδαζαν εκείνη την ώρα στα μπαρ της περιοχής να αφήσουν κάτω τα ποτά τους και να ενωθούν μαζί τους. 

«Η ομάδα των διαδηλωτών ήταν περίπου 600 άτομα, ανέβαινε την Πειραιώς, όταν άρχισαν να φτάνουν κλούβες με άνδρες των ΜΑΤ, οι οποίοι αναπτύχθηκαν μπροστά και πίσω από τους διαδηλωτές, καθώς και στους πλαϊνούς δρόμους», αφηγήθηκε ο Βρετανός. «Κάποια στιγμή, αφού η πλειονότητα των διαδηλωτών είχε προσπεράσει έναν από αυτούς τους πλαϊνούς δρόμους, μια ομάδα ανδρών των ΜΑΤ επιτέθηκαν και απομόνωσαν περίπου 15 άνδρες και γυναίκες στη σκοτεινή είσοδο ενός καταστήματος, στη γωνία. 

«Καμία αντίσταση»
Την ώρα που οι διαδηλωτές σήκωναν τα χέρια στο κεφάλι, δείχνοντας πως δεν είχαν σκοπό να προβάλουν αντίσταση, οι αστυνομικοί άρχισαν να τους χτυπούν με τα κλομπ, απειλώντας τους με χειρότερα. Τις γυναίκες τις έδεσαν μαζί με χειροπέδες, τους άνδρες τους γύμνωναν και τους έψαχναν. Κοντά τους έσπευσαν και άλλοι αστυνομικοί, ώστε να εμποδίσουν τους περαστικούς να γίνουν μάρτυρες των όσων συνέβαιναν. Τέσσερις 20άρηδες που περνούσαν- ήταν σαφές πως δεν είχαν καμία σχέση με τη διαδήλωση- δέχθηκαν επίθεση. Καθώς απομακρύνονταν, έναν άνδρας των ΜΑΤ έτρεξε πίσω από τον έναν και τον χτύπησε στην πλάτη, κάνοντας χυδαία σχόλια για το μέγεθός του... Με το που στράφηκε ο νεαρός, ο αστυνομικός άρχισε να τον χτυπά με το κλομπ του, τον χτύπησε στο κεφάλι και στο πλάι του προσώπου». 

Μόλις έλαβε αυτήν την καταγγελία, το ΒΒC ζήτησε το σχόλιο της ΕΛ.ΑΣ. Όπως αναφέρει, αφού πρώτα δήλωσε άγνοια, επέστρεψε έπειτα από δέκα λεπτά το τηλεφώνημα αρνούμενη κατηγορηματικά ότι έγινε χρήση βίας. «Το περιστατικό συνέβη αργά τη νύχτα του Σαββάτου», δήλωσε στο ΒΒC εκπρόσωπος της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης. Μια ομάδα ατόμων κινούνταν στην Πειραιώς. Άρχισαν να προκαλούν ταραχές και να σπάνε κοντά στο υπουργείο Εργασίας. Αναπτύχθηκαν τρεις διμοιρίες των ΜΑΤ, συνολικά 60 άνδρες, οι οποίοι προχώρησαν σε 51 συλλήψεις παρουσία της τηλεοπτικής κάμερας... Εάν είχε συμβεί κάτι σαν αυτά που περιέγραψε ο μάρτυράς σας, τα μέσα ενημέρωσης δεν θα είχαν χάσει την ευκαιρία να το μαγνητοσκοπήσουν, καθώς είναι ακριβώς το είδος αυτών που ψάχνουν. Στη συγκεκριμένη τοποθεσία, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να χάσουν ένα τέτοιο περιστατικό». Κατόπιν αυτού, το ΒΒC ήρθε ξανά σε επαφή με τον Βρετανό επιχειρηματία: «Δεν είδα κανέναν κάμεραμαν εκεί. Και δεν μπορώ να πιστέψω ότι συνέλαβαν 50 άτομα. Η εντύπωση που είχα ήταν πως δεν γινόταν κανένα σοβαρό επεισόδιο μέχρι που έφτασε η αστυνομία». Ο Βρετανός αναγνώρισε πως «υπήρχαν στοιχεία που ήθελαν να προκαλέσουν φασαρίες. Είδα να σπάνε κάνα-δυο ΑΤΜ και κάμερες κλειστού κυκλώματος στον δρόμο, είδα και κάποιες πέτρες να εκσφενδονίζονται. Άλλοι όμως προσπαθούσαν να τους σταματήσουν. Και τελικά, οι ειρηνικοί διαδηλωτές κατέληξαν να φάνε το ξύλο». 

«Θα σας σκοτώσουμε»
Ο επιχειρηματίας, που μιλάει ελληνικά, υποστήριξε πως άκουσε τους αστυνομικούς να λένε στους συλληφθέντες: «Σας έχουμε στο χέρι τώρα. Είστε έξω από τα πανεπιστήμιά σας τώρα. Θα σας σκοτώσουμε». Την ίδια εκδοχή των πραγμάτων αφηγήθηκε στο ΒΒC και μια άλλη διαδηλώτρια, σχεδόν αυτολεξεί. «Αυτός που περπατούσε μπροστά μου χτυπήθηκε με κλομπ, το ίδιο και αυτός που με ακολουθούσε. Εγώ λιποθύμησα και δεν με χτύπησαν. Είχα πανικοβληθεί. Όποιος κινούνταν χτυπήθηκε. Όποιος μιλούσε χτυπήθηκε. Ένας αστυνομικός συνέχισε να περπατά μπροστά μας ουρλιάζοντας ύβρεις. “Θα σας σκοτώσουμε”, έλεγε. Ήταν πολύ τρομακτικό». 

Διαβάστε όλο το δημοσίευμα εδώ   http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&ct=1&artid=4492843

17.12.08

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ ΣΤΟ ΝΕΟ ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ (Νο 83)


Πλούσιο αφιέρωμα στην Κική Δημουλά
στο νέο τεύχος του «Εντευκτηρίου»
και ψηφιακός δίσκος (dvd) όπου διαβάζει ποιήματά της
 
 


Τεύχος 83
Δεκέμβριος 2008
224 σελίδες
10 ευρώ


Με πολυσέλιδο αφιέρωμα στην Κική Δημουλά και στην ποίησή της, με μεγάλο αριθμό συνεργασιών, νέο ποίημά της και πλούσια εικονογράφηση κυκλοφορεί το νέο τεύχος του περιοδικού "Εντευκτήριο", που συνοδεύεται μάλιστα από dvd στο οποίο η Δημουλά διαβάζει ποιήματά της (καταγραφή εκδήλωσης που έγινε πέρυσι στο Underground Εντευκτήριο, για τα 20χρονα του περιοδικού).
Το αφιέρωμα ανοίγει με χρονολόγιο βίου και έργου της Δημουλά ―από τα νεανικά της χρόνια, αμέσως μετά τον πόλεμο, μέχρι σήμερα―,  που συνέταξε ο Γιώργος Κορδομενίδης και που αποτελεί χρήσιμο όσο και αναγκαίο πλαίσιο για την παρακολούθηση μιας ζωής μοιρασμένης ανάμεσα στον βιοπορισμό, τον ρόλο της συζύγου και μητέρας αλλά και την ποίηση.
Στην ποίηση της Δημουλά εισάγει το εμπεριστατωμένο κείμενο του Δημήτρη Δασκαλόπουλου, που σκιαγραφεί τη διαδρομή της στα γράμματα από την πρώτη της εμφάνιση, το 1952, έως τώρα, για να καταλήξει χαρακτηρίζοντάς την ως την «πιο ενδιαφέρουσα σημερινή Ελληνίδα ποιήτρια», συνοψίζοντας στον όρο αυτό, όπως λέει, «ένα πλέγμα απροσδιόριστων, πιθανώς και αντιφατικών εκτιμήσεων. Πλέγμα που συναρτάται από την απήχηση των βιβλίων της σε ομοτέχνους ή μη, από τις συζητήσεις που προκαλούν οι συλλογές της και που, στην προκειμένη περίπτωση εκτός των άλλων, δηλώνει την αναμφισβήτητη ιδιαιτερότητα της γραφής της, τον πολύ προσωπικό λυρικό λόγο της, την ήδη διαφαινόμενη επίδραση που έχει αρχίσει να ασκεί σε νεότερους. [...] Η Δημουλά έχει κερδίσει σήμερα αποδοχή και αναγνωρισιμότητα εντελώς ασύμβατες προς την αντιποιητική εποχή μας. Η ιδιαιτερότητα της γραφής της έχει προσθέσει έναν απολύτως προσωπικό, ξεχωριστό τόνο στη σύγχρονη ποίησή μας».
Για την ‘αναγνωρισιμότητα’ της Δημουλά κάνει λόγο στο κείμενό του και ο Τίτος Πατρίκιος, αναφερόμενος όμως στο ότι «μόλις διαβάσει κανείς μερικούς στίχους της, στους οποίους όμως δεν παρατίθεται το όνομά της, αναγνωρίζει πως είναι δικοί της. Αυτή η αναγνωρισιμότητα είναι χαρακτηριστικό όλων των χαρισματικών ποιητών. [...] Οι πωλήσεις των έργων της σε ασυνήθιστα υψηλούς αριθμούς για ποιητικά βιβλία δεν αποτελούν προσαρμογή της ποίησης στους νόμους της αγοράς [...] αλλά αντίθετα δείχνουν πως η ποίηση έχει τη δυνατότητα να κερδίσει ένα πλατύτερο κοινό και πως οι ποιητές δεν ασκούν μια τέχνη καταδικασμένη να απευθύνεται σε τρεις μόνον ανθρώπους».
«Για την πολύτιμη Κική Δημουλά» γράφει ο Μάρκος Μέσκος, σχολιάζοντας κυρίως την τελευταία της ποιητική συλλογή «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως». Από τους σχετικά νέους ποιητές, ο Βασίλης Αμανατίδης, δηλώνοντας πως κατά την εκτίμησή του «το κεντρικό ποιητικό επίτευγμα της Δημουλά είναι η επικύρωση της πλάγιας, παιγνιώδους και (αυτο)ειρωνικής ματιάς πάνω στα ευαίσθητα ζητήματα του ιδιωτικού και προσωπικού χώρου», και για να τονίσει την ειρωνική απροσδιοριστία της ποίησής της, δημιουργεί 47 δίπολα παίρνοντας από κάθε ποίημα του «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως» τον πρώτο και τον τελευταίο στίχο. Ενώ η ποιήτρια Γεωργία Τριανταφυλλίδου σχολιάζει το ποίημα της Δημουλά «Αυχενικό σύνδρομο» (από τη συλλογή «Χλόη θερμοκηπίου»).
Έχοντας την εμπειρία της μετάφρασης ποιημάτων της Δημουλά στα σουηδικά, ο πεζογράφος και κριτικός Γιαν Χένρικ Σβαν επιχειρεί μια δική του, αφηγηματική προσέγγιση στο έργο της. Ιδιαίτερη είναι και η ματιά της Μυρσίνης Ζορμπά, που αναφέρεται στον τρόπο της Δημουλά «να απαλύνει τον πόνο, να θεραπεύει το τραύμα. Μας ταξιδεύει απο-συναισθηματοποιώντας τη σχέση μας με τον κόσμο, τα πρόσωπα, τα βιώματα. Μας ταϊζει σταγόνες δηλητήριο, για να είμαστε καλά προετοιμασμένοι για τις μεγάλες πίκρες. Κι ενώ συμβαίνει αυτό, καταφέρνει να εγκαθιστά ανάμεσα σε κείνη και σε μας, τους αναγνώστες της, μια προσωπική σχέση, ζεστή και τρυφερή, μέσω της οποίας ανοίγει ένα άλλο μονοπάτι για να την διαβάσουμε, αποδεικνύοντας και πάλι πως τίποτε δεν είναι όπως φαίνεται από την πρώτη ματιά».
Για την αγωνία της δημόσιας ανάγνωσης από έναν ποιητή γράφει ο Σταύρος Ζαφειρίου, ενώ ο Βασίλης Παπάς επιχειρεί μια σύγκριση του πως αντιμετωπίζουν στην ποίησή τους το θέμα του απόντος συντρόφου δύο ποιητές διαφορετικών ιδιοσυγκρασιών, όπως ο Εουτζένιο Μοντάλε (1896-1981) και η Δημουλά (1931-). Παράλληλες αναγνώσεις με την ποίηση της Δημουλά και άλλους ποιητές κάνουν και η Μαρία Κουγιουμτζή (εξετάζοντας πως αντιμετωπίζουν το θέμα του θανάτου η Δημουλά, ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης και η Πολωνέζα νομπελίστρια Βισλάβα Σιμπόρσκα) αλλά και η Νίκη Αϊντενάιερ (εξετάζοντας τα βασικά θεματικά μοτίβα του έρωτα και του θανάτου στην ποίηση της Δημουλά και της Γερμανίδας ποιήτριας Φριντερίκε Μάυραικερ).
Τις δυσκολίες που παρουσιάζει η μετάφραση της γλωσσικά εξαιρετικώς ιδιότυπης ποίησης της Δημουλά αναλύει ο Ντέιβιντ Κόνολι, έχοντας στο ενεργητικό του τη μετάφραση ποιημάτων της για το πρώτο βιβλίο με ποίησή της στα αγγλικά (1997): «απροσδόκητα ζεύγη λέξεων, λεκτικές επινοήσεις και νεολογισμούς, την επιθετικοποίηση ουσιαστικών, την ουσιαστικοποίηση χρονικών-τοπικών-τροπικών επιρρημάτων αλλά και ρημάτων, ρήματα σε χρήση απαρεμφάτου, απουσία άρθρων, χειμάρρους λέξεων χωρίς ενδιάμεση στίξη, τα ανακόλουθα, τα ανανταπόδοτα και, κυρίως, τον πανταχού παρόντα ανθρωπομορφισμό αφηρημένων εννοιών, μαζί με τη συνακόλουθη μετωνυμία που αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της προσωπικής της ποιητικής γραμματικής».
Προστίθενται: μια σύντομη κριτική, από τη Ρενάτε Ντουλκ, της πρόσφατης έκδοσης ποιημάτων της Δημουλά στα γερμανικά, μια προσέγγιση της ποίησης της Δημουλά από την πλευρά του αναγνώστη ―ρόλο που επωμίζεται ο ψυχίατρος Βασίλης Ν. Μαντούβαλος―, δύο γράμματα στην Κική Δημουλά του Θάνου Μικρούτσικου με χρονική διαφορά μιας δεκαετίας και τα «αποτυπώματα της Κικής Δημουλά στη δισκογραφία», όπως τα κατέγραψε ο Θάνος Λουμπρούκος.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκτενής Επιλογή Κριτικογραφίας, που ανθολογεί κριτικές για την ποίηση της Δημουλά, αποθησαυρίζοντας κείμενα που δημοσιεύτηκαν κυρίως σε εφημερίδες, από το πρώτο σύντομο σημείωμα του Πέτρου Χάρη στην «Ελευθερία» (16.2.1952) μέχρι τις πρόσφατες κριτικές για το «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως», δίνοντας στον αναγνώστη τη δυνατότητα να παρακολουθήσει την εξέλιξη της ποίησης της Δημουλά όπως την κατέγραψαν σ’ όλο αυτό το διάστημα κριτικοί με διαφορετικές οπτικές γωνίες και εστιάσεις. Συγκεντρώνονται λοιπόν εδώ κείμενα των Άρη Δικταίου, Ανδρέα Καραντώνη, Τάκη Δόξα, Μανώλη Γιαλουράκη, Άγγελου Φουριώτη, Μπάμπη Κλάρα, Γιώργου Α. Παναγιώτου, Κώστα Σταματίου, Σωτήρη Τσαμπηρά, Τάσου Κόρφη, Τάσου Ρούσσου, Έλενας Χουζούρη, Ευριπίδη Γαραντούδη, Ευγένιου Αρανίτση, Νένας Ι. Κοκκινάκη, Νίκου Δαββέτα, Δημοσθένη Κούρτοβικ, Παντελή Μπουκάλα, Δήμητρας Παυλάκου, Κώστα Γ. Παπαγεωργίου, Δημήτρη Χουλιαράκη, Γιάννη Κοντού, Γιάννη Παπακώστα.
Στη σκιαγράφηση του πορτραίτου της Δημουλά πίσω από τα ποιήματά της συμβάλλει η αναδημοσίευση τριών συνεντεύξεών της: η μία αρκετά παλαιότερη, στον Γιώργο Πηλιχό («Τα Νέα», 28.4.1983) και δύο στην Όλγα Μπακομάρου («Γυναίκα», Δεκέμβριος 1998, «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 16.3.2002).
Το αφιέρωμα συμπληρώνεται με αφορισμούς της Κικής Δημουλά όπως ανθολογήθηκαν από δημοσίευμα της Μαρίας Νίκα στην εφημερίδα της Καλαμάτας «Θάρρος», 15.1.2008.
Σε ειδικό τετράχρωμο ένθετο αναδημοσιεύονται δύο από τα ζωγραφικά έργα που δημιούργησε ο Γιάννης Ψυχοπαίδης εμπνεόμενος από ποιήματα της Κικής Δημουλά (από τον τόμο «Συνάντηση Γιάννη Ψυχοπαίδη - Κικής Δημουλά», εκδ. Ίκαρος).
 
Την ύλη του τεύχους ολοκληρώνουν οι τακτικές ενότητες:
 Απουσιολόγιο. Η Ελένη Κοσμά και ο Στέργιος Μήτας επισημαίνουν τη συμβολή της Γιώτας Κραβαρίτου (1944-2008) στην «επαναμάγευση του νομικού λόγου» και στη μη αποκοπή των νομικών σπουδών από τον πολιτισμό· ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος επισκοπεί τον βίο και το έργο του ‘καταραμένου’ ποιητή Σταύρου Βαβούρη (1925-2008)· ο Γιώργος Κορδομενίδης αποχαιρετά τον «πεζογράφο της ασίγαστης μνήμης» και πολύτιμο συνεργάτη του «Εντευκτηρίου», Τάσο Χατζητάτση (1945-2008)· μικρά σημειώματα αφιερώνονται στους επίσης απόντες, Νένη Ευθυμιάδη (1946-2008) και Γιώργη Παυλόπουλο (1924-2008).
 Βιβλίο. Κριτικές και παρουσιάσεις. Πλούσια είναι και στο τεύχος αυτό η ενότητα της κριτικής βιβλίου. Γράφουν οι: Βαγγέλης Χατζηβασιλείου (Λευτέρη Πούλιου «Η κρυφή συλλογή»)· Μισέλ Φάις (Παναγιώτη Κερασίδη «Λείπουμε» και Ανδρέα Ρούσση «Μαρτυρία και άλλα ποιήματα)· Τιτίκα Δημητρούλια (Ηλία Μαγκλίνη «Η ανάκριση»)· Τούλα Κόντου (Μιχαήλ Μπουλγκάκωφ «Τα μοιραία αυγά» και «Η μυθιστορία του κυρίου Μολιέρου»)· Λίνα Πανταλέων (Ζαν-Φρανσουά Ντωβέν «Ο σολίστας»)· Κούλα Αδαλόγλου (Β. Π. Καραγιάννη «Το χρώμα της νοσταλγίας»)· Διονύσης Πανεπιζήμιος (Φράνκο Μοντανάρι «Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας»)· Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης (Φραντσέσκα Ριγκότι «Η φιλοσοφία στην κουζίνα»)· Λάμπρος Σκουζάκης (Άννι Ντίλαρντ «Οι Maytrees»)· Άρης Στυλιανού (Ρένας Σταυρίδη-Πατρικίου «Οι φόβοι της ιστορίας»), καθώς και ο Γιώργος Κορδομενίδης στη στήλη «Βιβλία στο κομοδίνο».
Καπνιστήριο. Στην επισκόπηση της παγκόσμιας λογοτεχνικής επικαιρότητας, η Ελένη Κοσμά και ο Στέργιος Μήτας γράφουν για το τελευταίο βιβλίο του Μαρκ Μαζάουερ που αφορά τον Χίτλερ αλλά και για τον αιρετικό Αμερικανό πεζογράφο Ντέιβιντ Φόστερ Ουάλλας και τον Έλληνα ομόδοξό του ποιητή Ηλία Λάγιο, η Άννα Μανούκα παρουσιάζει τον φετινό νομπελίστα Ζαν Μαρί Γκυστάβ Λε Κλεζιό και η Δανάη Οτατζή για τα χειρόγραφα του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Προυστ, που απέκτησε πρόσφατα η Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας. 
Φωτογραφικό ένθετο. Τέλος, στην Camera Obscura, το ένθετο του «Εντευκτηρίου» για τη δημιουργική φωτογραφία, που επιμελείται ο Άρις Γεωργίου και παράγεται με τη χορηγική υποστήριξη της THINK BEAUTY, παρουσιάζεται το πορτφόλιο του Μπερνάρ Πλοσσύ «Πανάμ, όπως λέμε Παρίσι». Γράφει ο Ερίκ ΩζούΣ σχολιάζοντας τη συγκεκριμένη εργασία, που καταγράφει όψεις της γαλλικής πρωτεύουσας: «Η επιλογή των παριζιάνικων εικόνων (ο Μπερνάρ Πλοσσύ προτιμάει το λαϊκό όνομα Πανάμ αντί του ονόματος Παρίσι, κι ας είναι η πόλη γεμάτη γκράφιτι), στοιχειοθετημένη από τον ίδιο τον φωτογράφο, περιλαμβάνει μόνο ανέκδοτα έργα. Ειδάλλως, θα στοιχημάτιζα ότι  θα βρίσκαμε ανάμεσά τους μια εικόνα  που εμφανίζεται πολύ συχνά στις διαφημίσεις, όπου, σε ένα καφενείο του Πανάμ, μια νεαρή γυναίκα  χαϊδεύει το κεφάλι μιας άλλης. Και αν το βλέμμα των γυναικών, που εμφανίζεται πολύ διορατικό στο έργο του Πλοσσύ, σε αυτές τις εικόνες είναι απλανές, είναι γιατί η ώρα είναι περασμένη και τα βλέφαρα βαραίνουν. Το τραίνο, το μετρό, τόποι μεταφοράς, όπου και από όπου ο Μπερνάρ Πλοσσύ κατασκεύασε αναρίθμητες εικόνες, τις ανακαλούν στη μνήμη ― ο Σαρτρ, που ξέρει από γυναίκες, καραδοκεί. Τα τραπέζια με τα άσπιλα τραπεζομάντηλα στις μπρασσερί είναι στρωμένα προς τιμήν τους. Το πουλί, πλάσμα θεμελιώδες στην ποίηση του Μπερνάρ Πλοσσύ, τις  υμνεί, και το παραπέτασμα της νύχτας, φτερό, λυτή κόμη, κύμα,  αφηγείται το πάθος τους για ελευθερία.»

15.12.08

ΕΧΕΙΣ ΔΥΟ ΕΠΙΛΟΓΕΣ... Μια αληθινή ιστορία

Έχεις δύο επιλογές..

Τι θα έκανες εσύ; Θα διάλεγες, σίγουρα..
Μην κοιτάξεις για κάτι αστείο σ' αυτό το κείμενο, δεν υπάρχει, μα διάβασέ το.
Η ερώτηση είναι: Θα έκανες την ίδια επιλογή ;

Σε ένα δείπνο, για φιλανθρωπικό σκοπό, ενός σχολείου για παιδιά με ειδικές ανάγκες, ο πατέρας ενός αυτιστικού παιδιού διηγήθηκε την παρακάτω ιστορία, που δεν θα την ξεχάσει κανείς απο όσους την άκουσαν εκείνη τη μέρα.

Μετά την τελετή, έκανε μια ερώτηση.
"Όταν η φύση δεν παρεμποδίζεται απο εξωτερικές επιρροές, όλα γίνονται τέλεια.
Ακόμα ο γιος μου, ο Shay, δεν μπορεί να μάθει τα πράγματα όπως τα άλλα παιδιά. Δεν μπορεί να καταλάβει τα πράγματα όπως τα άλλα παιδιά. Πού είναι η φυσική τάξη των πραγμάτων στο γιο μου;"

Όλοι στην αίθουσα αναρωτιόνταν σιωπηλά και γεμάτοι απορία.
Ο πατέρας συνέχισε.

"Όταν ένα παιδί σαν τον Shay που είναι πνευματικά ανάπηρο, έρχεται στη ζωή, η ευκαιρία να καταλάβεις την αληθινή ανθρώπινη φύση είναι, το πώς οι υπόλοιποι άνθρωποι θα συμπεριφερθούν σ' αυτό το παιδί."
Και αφηγήθηκε την παρακάτω ιστορία, που θα σας παρακαλέσω θερμά να διαβάσετε μέχρι το τέλος της..

Ο Shay κι εγώ, περάσαμε έξω απο ένα πάρκο, όπου κάποια αγόρια που γνώριζαν τον Shay, έπαιζαν μπέιζμπολ.
Ο Shay με ρώτησε, "μπαμπά, νομίζεις ότι θα μ' αφήσουν να παίξω μαζί τους;"
Εγώ ήξερα ότι τα περισσότερα αγόρια, δεν θα ήθελαν κάποιον σαν τον Shay στην ομάδα τους.
Μα ήξερα, και καταλάβαινα σαν πατέρας, ότι αν του δινόταν η ευκαιρία να παίξει, θα του έδινε πολύ μεγάλη χαρά και επίσης ένα αναγκαίο αίσθημα ένταξης, μαζί με κάποια εμπιστοσύνη που θα γινόταν αποδεκτός από τα άλλα παιδιά, παρά την αναπηρία του.
Πλησίασα λοιπόν ένα απο τα παιδιά, και το ρώτησα χωρίς βέβαια να περιμένω και πολλά, αν ο Shay θα μπορούσε να παίξει μαζί τους.
Το αγόρι κοίταξε γύρω του σαν να ζητούσε κάποια υποστήριξη, μα στο τέλος απάντησε, "χάνουμε έξι γύρους, και το παιχνίδι είναι στον όγδοο γύρο. Γιατί όχι, μπορεί να παίξει στην δική μας ομάδα, και θα προσπαθήσουμε να τον βάλουμε να παίξει στον επόμενο γύρο, να αποκρούσει τις βολές αν το θέλει.
Ο Shay πήγε με δυσκολία μέχρι τον πάγκο της ομάδας, για να φορέσει την μπλούζα της ομάδος. Τον παρακολουθούσα με μάτια δακρυσμένα και μια θέρμη στην καρδιά μου.
Τα αγόρια της ομάδας, είδαν την χαρά μου, που τον αποδέχτηκαν στην ομάδα τους.

Στο τέλος του όγδοου γύρου, η ομάδα του Shay νικούσε μερικούς πόντους, αλά ήταν ακόμη πίσω τρείς πόντους για να κερδίσουν τον γύρο.
Στην αρχή του ένατου γύρου, ο Shay έβαλε το γάντι και έπαιξε δεξιά στο γήπεδο.
Αν και οι μπαλιές δεν ήρθαν προς την κατεύθυνσή του, έδειχνε ενθουσιασμένος, δείχνοντας την χαρά του, και μόνο που βρισκόταν εκεί, χτυπώντας όλο χαρά τα χεράκια του.
Το χαμόγελό του ήταν απο το ένα αυτί στο άλλο, όταν με κοίταζε που τον χαιρετούσα απο την εξέδρα.

Προς το τέλος του ένατου γύρου, η ομάδα του Shay πήρε κι άλλους πόντους.
Με δύο παίκτες έξω, και τρείς έξω απο την βάση, οι πιθανότητες να κερδίσει γύρους, ήταν κοντά στην βάση, και ο Shay καθορίστηκε σαν ο επόμενος για να αποκρούσει τις βολές.

Σ' αυτό το κρίσιμο σημείο, αναρωτήθηκα αν θα αφήσουν τον Shay να δοκιμάσει να αποκρούσει, και να χάσουν τις πιθανότητες να κερδίσουν το παιχνίδι.
Για μεγάλη μου έκπληξη, ..τον άφησαν!

Όλοι γνωρίζανε ότι ήταν αδύνατον να χτυπήσει ο Shay την μπάλα, τη στιγμή που δεν ξέρει καν, πώς να κρατήσει κατάλληλα το ρόπαλο, πόσο μάλλον να στοχεύσει την μπάλα.
Εντούτοις, ο Shay πήρε θέση.
Ο αντίπαλος παίχτης, που πετάει την μπάλα, αναγνώρισε ότι η ομάδα του Shay έβαλε την νίκη του παιχνιδιού σε δεύτερη μοίρα, για να δώσουν την ευκαιρία στο παιδί αυτό, να χαρεί αυτήν τη στιγμή, γι αυτό και ήρθε πιο κοντά, προσπαθώντας να τον βοηθήσει να τα καταφέρει ρίχνοντας την μπάλα απαλά στον Shay.

Στην πρώτη προσπάθεια, ο Shay κούνησε αδέξια το ρόπαλο και αστόχησε.
Ο αντίπαλος παίκτης, ήρθε ακόμη πιο κοντά του λίγα βήματα, για να του πετάξει ακόμη πιο απαλά την μπάλα. Ο Shay κούνησε πάλι αδέξια το ρόπαλο, μα αυτή τη φορά βρήκε τυχαία την μπάλα, στέλνοντάς την πολύ κοντά, και μάλιστα σε έναν αντίπαλο.

Το παιχνίδι τώρα, κανονικά θα είχε τελειώσει.
Ο αντίπαλος όμως, σήκωσε την μπάλα, και, ενώ θα μπορούσε να την πετάξει στην πρώτη βάση, βγάζοντας τον Shay έξω απο το παιχνίδι, πέταξε επίτηδες την μπάλα πολύ ψηλά, πάνω απο το κεφάλι του συμπαίκτη του, και μακρυά κι απο τους άλλους συμπαίκτες του.

Όλοι στις εξέδρες, και απο τις δύο ομάδες, άρχισαν να φωνάζουν, "Shay τρέξε στην πρώτη βάση, τρέξε, τρέξε..."
Ποτέ στη ζωή του ο Shay δεν έτρεξε τόσο μακρυά, μα έφτασε στην πρώτη βάση γεμάτος ενθουσιασμό και με ορθάνοιχτα απο χαρά μάτια, κοιτώντας γύρω του απορημένα και σαστισμένα, να καταλάβει τι άλλο πρέπει τώρα να κάνει...

Η εξέδρα συνέχισε τότε, "Shay, τρέξε στη δεύτερη βάση, Shay τρέξε..τρέξε.."
Με την ανάσα κομμένη και άτσαλα, έτρεξε προς τη δεύτερη βάση. Μέχρι όμως να φτάσει ο Shay στη δεύτερη βάση, ο δεξιός αντίπαλος είχε ήδη πιάσει την μπάλα.
Ήταν ο μικρότερος της αντίπαλης ομάδας, και είχε πλέον όλη την ευκαιρία, να γίνει ο ήρωας της ομάδας του.
Θα μπορούσε να πετάξει την μπάλα στον συμπαίκτη της δεύτερης βάσης, όπου θα έβγαζε έξω τον Shay, μα κατάλαβε τις προθέσεις του συμπαίκτη του που έριχνε τις βολές, και την έριξε ψηλά, πρός τον συμπαίκτη της τρίτης βάσης.

Ο Shay έτρεξε πρός την τρίτη βάση σαν ξετρελαμένος, καθώς οι παίκτες της ομάδας του
έτρεξαν κι εκείνοι προς τη βάση.
Όλοι φωνάζαμε, "Shay, Shay, Shay!!!"

Ο Shay έφτασε στην τρίτη βάση, αλά με την κρυφή βοήθεια του αντίπαλου παίχτη της τρίτης βάσης, ο οποίος σταμάτησε να τρέχει να προλάβει την μπάλα, για να δείξει στον Shay την σωστή κατεύθυνση, το πού ήταν η τρίτη βάση, λέγοντάς του "απο δώ, απο δώ Shay.."
Καθώς ο Shay πέρασε απο την τρίτη, τα αγόρια και των δύο ομάδων και οι θεατές στις εξέδρες, ξεσηκώθηκαν φωνάζοντας "Shay, τρέξε στη βάση ένα τώρα, τρέξε στη βάση ένα.."
Ο Shay έφτασε στη βάση, πάτησε στον βατήρα, κερδίζοντας το παιχνίδι, και όλοι τον ζητωκραύγασαν σαν τον ήρωα, που βοήθησε να νικήσει η ομάδα.

Εκείνη την ημέρα, συνέχισε με δάκρυα ο πατέρας, τα αγόρια και απο τις δύο ομάδες, και ο κόσμος στις εξέδρες, βοήθησαν να φέρουν ένα κομμάτι αληθινής αγάπης και ανθρωπιάς σ' αυτόν τον κόσμο, να δώσουν χαρά σε μια ψυχούλα, που τόσο την λαχταρούσε και που τόσο την είχε ανάγκη.

Ο Shay δεν τα κατάφερε μέχρι το επόμενο καλοκαίρι, πέθανε εκείνο τον χειμώνα, χωρίς όμως να ξεχάσει ποτέ, πώς ήταν ο "ήρωας" που με έκανε τόσο χαρούμενο εκείνη την ημέρα, και την χαρά που έδωσε στην μητέρα του, και που με δάκρυα αγκάλιασε τον μικρό της ήρωα σαν πήγαμε σπίτι.

Και τώρα, ..κυρίες, ...κύριοι, ...ο επίλογος..

Υπάρχουν χιλιάδες ανέκδοτα που στέλνονται δια μέσου internet, χωρίς δεύτερη σκέψη.
Μα όταν πρόκειται για ιστορίες που έχουν να κάνουν με επιλογές ζωής, οι άνθρωποι διστάζουν.
Το ακατέργαστο, το χυδαίο, και συχνά άσεμνο, περνάει ελεύθερα μέσω του κυβερνοχώρου, αλλά η δημόσια συζήτηση για την ευπρέπεια, πάρα πολύ συχνά καταστέλλεται, ακόμη και στα σχολεία η και τους εργασιακούς χώρους μας.

Εάν σκέφτεσαι να προωθήσεις αυτό το κείμενο, πιθανότατα θα κάνεις ίσως επιλογή, στα άτομα στα οποία θα το στείλεις.
Θεωρώ προσωπικά πως ανήκω στα άτομα, που πιστεύουν πως μπορούν να κάνουν τη διαφορά.
Όλοι έχουμε χιλιάδες ευκαιρίες στην καθημερινή μας ζωή, να καταλάβουμε την φυσική τάξη των πραγμάτων.
Τόσες πολλές, φαινομενικά τετριμμένες αλληλεπιδράσεις μεταξύ δύο ανθρώπων, μας δίνουν μια επιλογή: 

Περνάμε κατά μήκος ενός μικρού σπινθήρα αγάπης και ανθρωπιάς;
ή παραβλέπουμε κάθε ευκαιρία, αφήνοντας αυτόν τον κόσμο ακόμη πιό κρύο; 


Ένας σοφός είπε κάποτε, "κάθε κοινωνία κρίνεται, από το πώς μεταχειρίζεται τους πιό αδύναμους ανάμεσά της"

Τώρα 
έχεις δύο επιλογές για το κείμενο που διάβασες..
Διαγραφήδηλαδή δεν του δίνεις σημασία, ή..
Προώθηση, δηλαδή, αναδημοσίευσέ το...

Να έχεις μια χαρούμενη ημέρα, να έχεις μια "Shay day!"
Κάνε το σωστό, προώθησέ το, δώσε μια ακόμη μικρή ελπίδα στο να καλυτερέψει ο κόσμος μας, να γίνει πιο ανθρώπινος, πιο συμπονετικός, πιο αγνός..

...και, 
χαμογέλα!!! ...μας παρακολουθούν παιδιά.

12.12.08

«Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΔΟΛΟΦΟΝΕΙ ΚΑΙ ΑΥΤΟΚΤΟΝΕΙ»

Διαβάστε το εκδοτικό σημείωμα του Φώτη Γεωργελέ στην Athens Voice, τχ. 238/11.12.2008

Έτσι, λοιπόν, η χρονιά θα τελειώσει θλιβερά και θλιμμένα. Με ένα αγόρι 15 χρονών νεκρό και τις πόλεις μας καμένες. 
Όσοι προσποιούνται τους έκπληκτους, όσοι βλέπουν «άτυχες στιγμές» και μεμονωμένα περιστατικά, όσοι δεν αναγνωρίζουν πολιτικές ευθύνες, για άλλη μια φορά υποκρίνονται. Η δολοφονία του μικρού Αλέξη ήταν το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Όσοι παρακολουθούσαν αυτά που συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό στα Εξάρχεια, απλώς περίμεναν πότε θα συμβεί το κακό. Γιατί στα Εξάρχεια όλοι γνωρίζουν πως εδώ και 2-3 χρόνια εφαρμόζονται οι αμερικάνικες τεχνικές της δεκαετίας του ’70, τεχνικές που έχουν εγκαταλειφθεί βέβαια εκεί, εδώ και δεκαετίες. Μεθοδικά έχουν κάνει γκέτο μια ολόκληρη γειτονιά. Η πιο ζωντανή και νεανική γειτονιά της Αθήνας έχει μετατραπεί στο βασίλειο της αστυνομοκρατίας, λες και είναι η Βαγδάτη. Περικυκλωμένη, σε μια μόνιμη ένταση, να περιμένει συνεχώς το σπινθήρα. Συγχρόνως τη γέμισαν ηρωίνη. Περίεργο, στην πιο αστυνομοκρατούμενη περιοχή της Ελλάδας, ανθεί ανενόχλητο το εμπόριο ναρκωτικών. Όλα τα άλλα ήταν απλώς θέμα χρόνου. Κάποτε το κακό θα συνέβαινε. 
Έστησαν και συντηρούν μια κατάσταση, έτοιμη πάντα για εύκολη εξαργύρωση στο πολιτικό παιχνίδι. Καταπίεση - αντίδραση, αστυνομοκρατία και αδιέξοδη βία. Το μόνο παιχνίδι που ξέρουν να διαχειρίζονται καλά σ’ αυτή τη χώρα. 
Απ’ τη μια μεριά ο νόμος και η τάξη και απ’ την άλλη η επανάσταση της σπασμένης βιτρίνας. Κάνανε τις αμερικανιές τους, μαθητευόμενοι μάγοι εγκληματικού κυνισμού και ανικανότητας, σίγουροι πάντα πως όταν χρειαστεί, θα παίξουν ξανά το ίδιο παλιό παιχνίδι. Οι πιέσεις θα εκτονωθούν, οι νοικοκυραίοι θα φοβηθούν, ο χειρισμός της κοινής γνώμης θα γίνει κέντημα στα τηλεοπτικά παράθυρα. 
Μόνο που ’πεσαν έξω. Τώρα όλοι ξέρουν ότι ο «νόμος και η τάξη» είναι τα Βατοπέδια. Η εποχή της οικονομικής κρίσης και της ανεργίας έστειλε στους δρόμους και τα παιδιά των δημοτικών σχολείων. Το καθαρό χαμογελαστό πρόσωπο του μικρού Αλέξη έγινε το πρόσωπο μιας γενιάς που δεν βλέπει μέλλον. Που ξέρει ότι η ανεργία των νέων φτάνει στο 25% λες και είμαστε καμιά χώρα της υποσαχάρειας Αφρικής χωρίς παραγωγή. Που ξέρει ότι, σ’ αυτή τη χώρα, η μόνη διέξοδος που της επιφυλάσσεται είναι να πάει στο κρεβάτι κάποιου χοντρού γενικού γραμματέα για να διοριστεί έκτακτη στο δημόσιο. Όποιος δεν έχει μέλλον, σπάει το παρόν. 
Έτσι ξαφνικά, δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια βρέθηκαν κλειστά, με τους μαθητές να πετροβολούν τα αστυνομικά τμήματα σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας. Άντε τώρα να πεις για 100-200 κουκουλοφόρους και γνωστούς αγνώστους. Μικρά παιδιά φωνάζουν «εξοστρακίστε μας και μας. Εδώ είμαστε». Και ενώ τα γνωστά Μέσα Ενημέρωσης της συμφοράς προσπαθούν να φτιάξουν το γνωστό κλίμα, ο πρόεδρος της συνομοσπονδίας εμπορίου λέει «καμιά υλική ζημιά δεν μπορεί να συγκριθεί με τη ζωή ενός νέου ανθρώπου». Σε πρωινή εκπομπή, ο δημοσιογράφος παρουσιάζει τον ιδιοκτήτη που του έκαψαν την αντιπροσωπεία αυτοκινήτων. Έξαλλο. Είναι γνωστοί οι δράστες, λέει. Να τους πούμε, φωνάζει ο μετρ του δημοσιογραφικού λειτουργήματος. Τα Βατοπέδια, λέει αυτός, οργισμένος, τα Βατοπέδια μάς γαμήσανε. Και τους αφήνει όλους μουγκούς. 

Κοινωνία άρρωστη, γερασμένη, δολοφονεί τα παιδιά της και αυτοκτονεί. Το πολιτικό της σύστημα καταρρέει, εταιρείες που λυμαίνονται το δημόσιο πλούτο βαφτίζονται κόμματα, χρηματιστηριακές εταιρείες βαφτίζονται μοναστήρια, οι δικαστές της χαρίζουν τη δημόσια γη και οι αστυνομικοί δολοφονούν 15χρονα παιδιά. Η ελληνική κοινωνία κουρασμένη, αποπροσανατολισμένη, μισεί τον δίπλα της, μισεί τον ίδιο τον εαυτό της, τυφλή, μακάρια και αυτοκτονική παρακμάζει μέσα στον ανορθολογισμό. Και απαιτεί ορθολογισμό από τους κουκουλοφόρους. Ζητάει υπευθυνότητα από τα παιδιά της. 
Η τυφλή βία, ανορθολογική, αντιπολιτική, είναι εντός του συστήματος. Είναι αδιέξοδη, χειραγωγήσιμη. Σώπα. Δεν το ξέραμε. Ευτυχώς που μας το λένε τα talking heads των τηλεοπτικών παραθύρων. 
Είναι απίστευτο πόσο γερασμένοι, πόσο συντηρητικοί μού φαίνονται οι εκπρόσωποι της γενιάς μου που αναλαμβάνουν αυτές τις μέρες να τοποθετήσουν την πραγματικότητα πάλι μέσα στα ίδια παλιά σχήματα. Σκέψου πώς φαίνονται στους 15χρονους. Τρίτο βράδυ, αυτή τη στιγμή που γράφω, καίγεται όλη η Ελλάδα από άκρη σε άκρη κι αυτοί λένε για τους 100-200 «γνωστούς-αγνώστους». Έχουν απέναντί τους την οργή, την αγανάκτηση, τη γενιά τού «άντε γαμήσου», κι αυτοί έχουν την απαίτηση από τα παιδιά τους που τους φτύνουν κατάμουτρα, να φερθούν «με πολιτική υπευθυνότητα», να «μην πάρουν το νόμο στα χέρια τους», «να σεβαστούν την περιουσία των άλλων». Πώς δεν τους ζητάνε να ’ρθουν στα παράθυρα να συζητήσουν για τον Αλέξη με τον Γιακουμάτο και τον Κούγια; 
Τώρα οι μηχανισμοί της χειραγώγησης, που χαμένοι, έντρομοι δυο μέρες τώρα έχουν χάσει την μπάλα, θα πάρουν πάλι μπρος. Θα αφεθούν ανενόχλητες οι φωτιές και οι καταστροφές έως ότου ο φόβος και ο θυμός από τις λεηλασίες υπερτερήσει του θυμού για τη δολοφονία του μικρού μαθητή. Μετά θα επανέλθει η τάξη. 
Μια δολοφονία, καμένες πόλεις, κατεστραμμένοι δρόμοι. Μια κοινωνία αδιέξοδη, χωρίς λύσεις, αυτοκαταστροφική. Ήταν η λογική συνέχεια των πραγμάτων. Πριν λίγο καιρό, μια φράση του πρωθυπουργού στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης μού είχε κάνει μεγάλη εντύπωση, μου είχε φανεί πραγματικά επικίνδυνη. Έγραφα τότε: «Αν η συμπεριφορά των πολιτικών είναι “υποκειμενικό στοιχείο αντίληψης”, όπως είπε, αν καταργούνται οι κανόνες, τότε προμηνύονται ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Καλά ξεμπερδέματα». Δεν πέρασαν ούτε 3 μήνες… Η ελληνική κοινωνία δολοφονεί και αυτοκτονεί. Σκοτώνει τα παιδιά της και καταστρέφει τις πόλεις της. Αν δεν βρει το δρόμο να βγει από τη γενική κρίση με πολιτικό τρόπο, θα διανύσει τον κατήφορο μέχρι το τέλος. 

Φώτης Γεωργελές

10.12.08

Αναβάλλονται η «Συνομιλία μουσικής και ποίησης» και η εκδήλωση με τον Γιάννη Ξανθούλη

Αναβάλλονται, λόγω των πρόσφατων γεγονότων,
η ''Συνομιλία μουσικής και ποίησης'' με το μουσικό σύνολο Guitarte και τη Δήμητρα Χριστοδούλου
που είχε προγραμματιστεί για την Παρασκευή 12.12.2008, στο Underground Εντευκτήριο.
Επίσης, αναβάλλεται η εκδήλωση με τον Γιάννη Ξανθούλη, που θα γινόταν τη Δευτέρα 15.12.2008.

ΝΑ ΠΕΣΟΥΝ ΤΩΡΑ ΟΙ ΜΑΣΚΕΣ!

Ένα παλιό αξίωμα λέει πως αν θέλεις να διαλευκάνεις ένα έγκλημα, δες ποιος ωφελείται από τη διάπραξή του.

Οι φιλήσυχοι νοικοκυραίοι ήδη αποζητούν την Αστυνομία για να επιβάλει την τάξη· μερικοί καλοβλέπουν και την εμφάνιση του ... Στρατού, αν η Αστυνομία δεν επαρκεί.
Οι νομοταγείς πολίτες ανατριχιάζουν στη θέα μιας ελληνικής σημαίας που καίγεται από κάποιους, επικαλούνται τα ιερά και τα όσια της φυλής...

Σίγουρα ανάμεσα σε όσους προκαλούν καταστροφές υπάρχουν ΚΑΙ εξεγερμένοι νέοι και μεγαλύτεροι πολίτες. Αλλά είναι ηλίου φαεινότερο ότι υπάρχουν ΚΑΙ προβοκάτορες. Αυτό βέβαια δεν είναι καθόλου καινούριο. Παλιά μου τέχνη κόσκινο για το παρακράτος (δηλαδή για τη σκοτεινή όψη του κράτους).

Δείτε ένα από τα σχετικά ντοκουμέντα: http://www.tvxs.gr/v1331

9.12.08

[ΑΦΙΕΡΩΣΗ]

Λάμπουν κομμάτια από ουρανό ακόμη,
βραδιάζει και ξεμπλέκουν τα μαλλιά τους
οι μοίρες οι ασυνάρτητες· ποιος είδε
τόση παράξενη ομορφιά να φεύγει,
να χάνεται για πάντα από τον κόσμο,
ξένη στη γη, στον ουρανό πιο ξένη;

Διονύσης Καψάλης

(από το νέο βιβλίο του, Όλα τα δειλινά του κόσμου, Άγρα 2008)

ΣΤΡΙΒΟΝΤΑΣ ΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑ (γράφει ο Μισέλ Φάις)

Στρίβoντας το νόμισμα

Του Μισέλ Φάις

Η μια όψη του νομίσματος. Ένας ειδικός φρουρός πιάνει τα γεννητικά του όργανα και πυροβολεί έναν δεκαπεντάχρονο στην πλατεία Εξαρχείων. Κουλτούρα αστυνομοκρατίας της δεκαετίας του ΄60; Ασύνταχτη πολιτεία; Ελλειπής εκπαίδευση; Περιρρέουσα ατιμωρησία;
Η άλλη όψη του νομίσματος. Με αφορφή τον αδιανόητο χαμό του εφήβου, οι μόνοτονα ασύλληπτοι κουκουλοφόροι, ακυρώνουν το πολιτικό νόημα της διαδήλωσης που επέφερε η κατασταλτική βία και απαντούν με ολονύχτιο τυφλό βανδαλισμό και πλιάτσικο στην πρωτεύουσα κι άλλες πόλεις της χώρας. Πολιτική οργή; Ετοιμοπαράδοτη ηρωοποίηση για προσωπική εκτόνωση; Ψηφίδα στο γενικότερο μπάχαλο;
Καμία όψη του νομίσματος. Οι εργαζόμενοι (για πόσο;) των καμμένων καταστημάτων ή εταιρειών, αλλά και οι ιδιοκτήτες τους έχουν δικαίωμα στην απελπισία ―όπως οι άλλοι στην οργή― ή, μήπως, θα φανούν μεμψίμοιροι στην συγκρουσιακή ρητορεία ορισμένων κύκλων; Οι κάτοικοι των Εξαρχείων, που απεχθάνονται εξίσου την βία των ένστολων και των αντιεξουσιαστών, ως πότε θα είναι όμηροι μιας σχεδόν στημένης βεντέτας;
Το νόμισμα στέκεται όρθιο. Δεν ξέρω τι μ’ ενοχλεί περισσότερο. Η σικέ παραίτηση του κ. Παυλόπουλου ή ο επαναστατικός οίστρος του κ. Αλαβάνου να συγκρίνει τον Γρηγορόπουλο με τον Πέτρουλα και τον Κομνηνό; Τα έξαλλα ή δακρύβρεχτα λογίδρια κάποιων δημοσιογράφων ή τα λεκτικά πυροτεχνήματα διανοούμενων και καλλιτεχνών που αβασάνιστα και εκ του ασφαλούς αλιεύουν νεανικό ή ασπόνδυλο ακροατήριο;
Το νόμισμα δεν έχει κανένα αντίκρισμα. Η απόσταση ανάμεσα στο «να καούν όλα» και στο «να τους γαμήσουν οι μπάτσοι» είναι ανεπαίσθητη. Η αποθέωση της βίας (ως αρνητική ιερότητα) μαγνητίζει ολόενα και περισσότερους. Κι αυτούς που θεωρούν εαυτούς νομοταγείς νοικοκυραίους και, φτύνοντας στον κόρφο τους, χαζεύουν τρομολαγνικά την τηλεοπτική βία, κι αυτούς που φαντασιώνονται καταλήψεις Χειμερινών Ανακτόρων και βγαίνουν στους δρόμους με σκοπό να καταλύσουν το σύμπαν, αλλά κι αυτούς που νιώθουν και ενεργούν ως νόμιμοι Ράμπο. Πάνω απ’ όλα όμως, η κοινωνική βία, η αγελοποίηση του πολιτικού βίου καλύπτει την ανεπάρκεια των πολιτικών μας· των νοοτροπιών και των στρατηγικών των δύο κομμάτων εξουσίας, τα οποία χειρίζονται ανεύθυνα, στο όνομα μιας ανεξέλεγκτης πολιτικής αντιπαράθεσης, το συλλογικό απόθεμα φόβου, αδιαφορίας ή επιθετικότητας.
Το χαμένο νόμισμα. Το ζήτημα, βέβαια, είναι τι κάνουμε εμείς. Όλοι εμείς που αρνούμαστε να δεχτούμε ότι, εντέλει, ζούμε σε μια εχθρική χώρα. Όλοι εμείς που δυσφορούμε από την απουσία της πολιτικής, του δημόσιου χώρου, των συνομολογημένων ορίων. Όλοι εμείς που, χρόνια τώρα, βλέπουμε τον ίδιο ομαδικό, αξύπνητο εφιάλτη.

Ελευθεροτυπία, 9.12.08

Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου



Αλέξανδρος-Ανδρέας Γρηγορόπουλος, 15 χρονώ

Όταν ακούω τάξη, ανθρώπινο αίμα μου μυρίζει

(Οδυσσέας Ελύτης, από μνήμης)

... Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις...

(Μίκης Θεοδωράκης)

Η διαβεβαίωση από στόματος του πρωθυπουργού Κων. Μητσοτάκη προς τους άνδρες των σωμάτων ασφαλείας «Το κράτος είστε εσείς», ο χαρακτηρισμός τους από στόματος του Βύρωνα Πολύδωρα ως ’πραιτώρων της πόλεως», η αλυσίδα ατιμωρησίας στα φαινόμενα βασανισμών μέσα σε αστυνομικά τμήματα, κακοποιήσεων κρατουμένων, «τυχαίων» θανάτων μεταναστών, «τυχαίων» εκπυρσοκροτήσεων κτλ. δεν είναι παρά ένα χρονικό προαναγγελθέντος θανάτου.
Τίποτε δεν άρχισε προχτές, ίσως τίποτε δεν θα τελειώσει και τώρα.

Εκτός κι αν αυτή η λαϊκή οργή (όχι πάντως αυτή που εκφράζεται με πυρπολήσεις και καταστροφές και βανδαλισμούς και λεηλασίες) να έχει διάρκεια και να βρει συγκεκριμένη, έμπρακτη διατύπωση.

Η σφαίρα που καρφώθηκε στο 15χρονο σώμα καρφώθηκε στο σώμα του καθενός μας.

Γιώργος Κορδομενίδης

ΥΓ. Πολλοί "φιλήσυχοι" νοικοκυραίοι απαιτούν από το κράτος «να κάνει τη δουλειά του». Ναι, είναι σίγουρο πως το κράτος δεν έκανε τη δουλειά του. Τουλάχιστον όπως την προβλέπει το Σύνταγμα (το οποίο οι -εκάστοτε- κυβερνήσεις και οι υπουργοί τους ορκίζονται να τηρούν):
Αρθρο 2.1: «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Αρθρο 5.2. «Ολοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους»


Διαβάστε το σχόλιο του Πάσχου Μανδραβέλη στη σημερινή Καθημερινή
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_32_09/12/2008_295262

και της Χριστίνας Κοψίνη

και του Παντελή Μπουκάλα
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_09/12/2008_295314
αλλά και του Αντώνη Καρκαγιάννη
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_09/12/2008_295229

9.11.08

ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΛΑΜΙΩΤΗ

Φίλοι του Εντευκτηρίου στην Αθήνα, έχετε υπόψη σας την παρουσίαση στην Αθήνα του νέου βιβλίου του Γιάννη Παλαμιώτη, Από το πάρκο στο κενό, Δευτέρα 10 Νοεμβρίου, 8 μ.μ., στον Πολύχρωμο Πλανήτη (Αντωνιάδου 6, τηλ. 210.8826600)

Το βιβλίο «Από το πάρκο στο κενό» του Γιάννη Παλαμιώτη, που μόλις εκδόθηκε από τον «Πολύχρωμο Πλανήτη», περιέχει πεζά κείμενα χωρισμένα σε τρεις ενότητες: το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου καλύπτει η σειρά των αυτοβιογραφικών διηγημάτων του συγγραφέα, που αποτέλεσαν τις εκδόσεις με τίτλους «Το πάρκο» και «…μετά ομοφυλοφιλικών επιδόσεων», από ‘Εξάντα’ (1981) και ‘Απόπειρα’ (1982) αντίστοιχα, ανατοποθετημένα και επεξεργασμένα στην παρούσα έκδοση του «Πολύχρωμου Πλανήτη». 



Ο Γιάννης Παλαμιώτης γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Ασχολήθηκε κυρίως με το θέατρο, κατά διαστήματα έκανε και ραδιοφωνική εκπομπή. Έχει δημοσιεύσει το μυθιστόρημα «Οι φίλοι ή Παραχάραξη ηθικής» (Εξάντας, 1984), τη νουβέλα «Μητροκτονία» (Μπιλιέτο, 1996) και το «Από το πάρκο στο κενό» (Πολύχρωμος Πλανήτης, 2008).

7.11.08

ΠΕΘΑΝΕ Ο ΤΑΣΟΣ ΧΑΤΖΗΤΑΤΣΗΣ

Πέθανε σήμερα το πρωί (Παρασκευή, 7 Νοεμβρίου) ο Τάσος Χατζητάτσης, άνθρωπος σπάνιας ποιότητας, ταλαντούχος συγγραφέας, πολύτιμος συνεργάτης του Εντευκτηρίου και καλός φίλος.
Όσο κι αν ακούγεται τετριμμένο, ο θάνατός του κάνει την ελληνική λογοτεχνική κοινότητα φτωχότερη και βυθίζει σε βαθιά θλίψη όλους εμάς που τον συναναστραφήκαμε, τον γνωρίσαμε και τον αγαπήσαμε.



Ο Χατζητάτσης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1945. Σπούδασε οδοντιατρική και εργάστηκε μέχρι πριν από μερικά χρόνια ως οδοντίατρος. Πρωτοεμφανίστηκε το 1984 με διηγήματά του στο περιοδικό Χάρτης, ωστόσο έγινε ευρύτερα γνωστός και δημοφιλής χάρη στα διηγήματα που δημοσίευσε στο Εντευκτήριο, στις εκδόσεις του οποίου εξέδωσε τόσο το πρώτο του βιβλίο, Έντεκα σικελικοί εσπερινοί (1997, βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού Διαβάζω) όσο και το δεύτερο, Στη σφενδόνη (2000).  (Τα κείμενα και των δύο βιβλίων συγκεντρώθηκαν πρόσφατα σε έναν τόμο, υπό τον κοινό τίτλο Ασκήσεις μνήμης, εκδόσεις Πόλις.)


Ο Τάσος Χατζητάτσης διαβάζει κείμενό του σε εκδήλωση στο Underground Εντευκτήριο


Το 2003 εξέδωσε το μυθιστόρημα Σα σπασμένα φτερά (εκδόσεις Πόλις).
Στο Εντευκτήριο δημοσίευσε επίσης μελετήματα και δοκίμια για συγγραφείς, καθώς και κριτικές βιβλίου. Τέλος, συνεργάστηκε ως κριτικός με το ένθετο «Βιβλιοδρόμιο» της εφημερίδας Τα Νέα.
Με τη γυναίκα του, την κεραμίστρια Λίνα Χατζητάτση, απέκτησαν δύο παιδιά. 



Στο μικρό βίντεο ο Τάσος Χατζητάτσης διαβάζει απόσπασμα από πεζό του κατά τα εγκαίνια του Underground Εντευκτήριο, 12 Απριλίου 2002


Η κριτική του διευθυντή του Εντευκτηρίου, Γιώργου Κορδομενίδη, για το Μονόξυλο στο ποτάμι: 



Το τελευταίο διήγημα του Τάσου Χατζητάτση που δημοσιεύτηκε στο Εντευκτήριο (τεύχος 81, Απρίλιος-Ιούνιος 2008)

Ένας καταδικασμένος σε θάνατο δραπέτευσε
ή Ο άνεμος πνέει όπου θέλει


Στη μνήμη του Γιώργου και της Τασούλας Θωμαΐδη

Ο Αλέξανδρος ήταν ο άνδρας της αδελφής του πατέρα μου. Ο πατέρας μου εργένης ακόμα και η αδελφή του, ύστερα από έναν άτυχο έρωτα, είχαν βολευτεί μετά τον θάνατο των γονιών τους, να συγκατοικούν στο πατρικό τους σπίτι. Επιπόλαιοι και οι δυο τους, άνθρωποι αδιάφοροι για κάθε πρα­κτικό πρόβλημα, ζούσαν ανέμελα, σκορπώντας στους ανέμους την πα­τρική περιουσία, η οποία ούτε αστείρευτη αποδείχθηκε ούτε ότι μπορούσε να αναγεννηθεί από τις στάχτες που άφηνε πίσω της. Παραμονές του πολέμου, όταν το πατρικό σπίτι, απέναντι από την εκκλησία της Άγιας Τριάδος, το έβγαλε η τράπεζα σε πλειστηριασμό, αναγκάστηκαν να μετακομίσουν σε ένα ισόγειο στην Μπιζανίου. Άνθρωποι του κόσμου και οι δύο, αποφάσισαν ότι ήταν άδικο να μείνουν μοναδικοί επιβάτες σε ένα καράβι που βούλιαζε. Αναζήτησαν συντρόφους στη συμφορά. Παντρεύτηκαν. Ο πατέρας μου τη μητέρα, κόρη κτηματία, και η αδελφή του τον φίλεργο Αλέξανδρο, συνταξιούχο τραπεζικό, και συνέχισαν και μετά τους γάμους να ζουν όλοι μαζί. Βέβαια, στη συγκατοίκηση ρόλο είχε παίξει και η ανέχεια που μάστιζε όλους εκείνα τα χρόνια, παραμονές πολέμου και Κατοχή. Τα άδεια σπίτια ήταν σπάνια, χρήματα δεν υπήρχαν και οι όποιες δουλειές του πατέρα κόπηκαν με το μαχαίρι. Για χρόνια, αν και κανένας μας δεν το ομολόγησε ποτέ, ζούσαμε με τη σύνταξη του Αλέξανδρου.
Ο θείος Αλέκος καταγόταν από τη Σμύρνη. Στη μικρασιατική καταστροφή χάθηκαν πλούτη και γονείς. Το καράβι της σωτηρίας κατέβασε τον Αλέξανδρο και τα αδέλφια του στο λιμάνι του Πειραιά. Τα αδέλφια του, μεγαλύτερα, κοσμογυρισμένα, με όνειρα θαρραλέα, αναθρεμμένα στο περιβάλλον του Sporting Club, ένιωσαν απογοήτευση από την εικόνα της Ελλάδας που αντίκρισαν. Αυτός ο τούρκικος μαχαλάς κάτω από την Ακρόπολη δεν είχε καμιά σχέση με την πατρίδα την οποία, με περισσή περηφάνεια, τους περιέγραφαν οι γονείς και οι καθηγητές τους. Αποκαρδιωμένοι, αποφάσισαν ότι η Αθήνα δεν αντιπροσώπευε τίποτα γι’ αυτούς και προτίμησαν να συνεχίζουν το ταξίδι της σωτηρίας για τη Μασσαλία, όπου ήταν εγκαταστημένη από χρόνια η μεγάλη τους αδελφή. Μόνον ο Αλέξανδρος έφερε αντιρρήσεις. Είχε σοβαρούς λόγους να παραμείνει στην Ελλάδα. Κρυφά από την οικογένειά του, είχε παντρευτεί στη Σμύρνη μια Ελληνίδα. Την Αγγέλα, ηθοποιό που παρεπιδημούσε τους χειμερινούς μήνες του 1921 με επιθεωρησιακό θίασο στη Σμύρνη. Ο Μάριος, ο μεγαλύτερος αδελφός του Αλέξανδρου, στάθηκε ανένδοτος. Ο γάμος έπρεπε να διαλυθεί. Δεν θα δεχόταν με καμιά δύναμη να εγκαταλείψει τον Βενιαμίν της οικογένειας, απροστάτευτο, στην άστοργη αγκαλιά της αρκετά μεγαλύτερής του ηθοποιού. Ο Μάριος ήταν ο θεατρώνης που μετακαλούσε ελληνικούς θιάσους στη Σμύρνη κι ένιωθε ότι ήταν υπεύθυνος για την καταστροφική γνωριμία της Αγγέλας με τον Αλέξανδρο. Χρησιμοποίησε όλα τα μέσα, θεμιτά και αθέμιτα, κουτσομπολιά και διαδόσεις, ψέματα και αλήθειες, για να κάμψει την απόφαση του νεαρού ερωτοχτυπημένου αδελφού του. Άδικα· τα νιάτα, ατίθασα, είναι πάντα τα πιο δυνατά. Χτύπησε το χέρι του στο σίδηρο, αλλά το πείσμα του μικρότερου θριάμβευσε, προκαλώντας σχίσμα στην οικογένεια. Τα αδέλφια έφυγαν πικραμένα για τη Γαλλία και έριξαν πίσω τους μαύρη πέτρα. Δεν θα ξαναγυρίσουν ποτέ στην Ελλάδα και δεν θα αντικρίσουν ποτέ ξανά τον μικρό τους αδελφό.
Ο Μάριος έγινε ονομαστός θεατρώνης στη Μασσαλία και, ύστερα από τον πόλεμο, επιτυχημένος παραγωγός κινηματογράφου. Ο δεύτερος αδελφός, ο Μιχάλης, άνθρωπος ασυμβίβαστος, πεισματάρης και θυελλώδης, πολέμησε στον ισπανικό εμφύλιο. Απόφοιτος της περίφημης Ευαγγελικής Σχολής, ένθερμος αρθρογράφος για τα δεινά του μικρασιατικού ελληνισμού στην εφημερίδα Αμάλθεια, έγραψε ένα ερωτικό μυθιστόρημα στη Γαλλία. Εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη, με την ενίσχυση του Μάριου, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Η υπόθεσή του εξελίσσεται στο Παρίσι του Λεβάντε, στην ελληνική Σμύρνη, πριν την καταστροφή. Ο πρωταγωνιστής παντρεύεται, κρυφά από τους γονείς του, την αγαπημένη του Έλεν, η οποία όμως χάνεται, πνίγεται κατά τη διάρκεια της καταστροφής στα νερά του κόλπου της Σμύρνης. Τον Μιχάλη τον εκτέλεσαν οι σταλινικοί ως αναρχικό στη Βαρκελώνη. Η Μαριάνθη, η μικρότερη αδελφή, δίδυμη με τον Αλέξανδρο, παντρεύτηκε στη Μασσαλία έναν εργοστασιάρχη γυαλιού. Είναι η μόνη που κράτησε επαφή και αλληλογραφούσε με τον αδελφό της. Από αυτά τα γράμματα, που τα βρήκα ύστερα από τον θάνατο του Αλέξανδρου, έμαθα για τα οικογενειακά τους.
Ο Αλέξανδρος με την Αγγέλα απέκτησαν δυο αγόρια. Στο συρτάρι του βρήκα καταχωνιασμένη μια φωτογραφία της Αγγέλας την εποχή του γάμου τους. Νέα, ωραία, μια καλλονή με μαύρα σγουρά μαλλιά που έφταναν μέχρι τη μέση της. Χαμογελά, κοιτώντας κάπου στο βάθος του ουρανού αλλά τα μάτια της κρύα και το βλέμμα αυστηρό, βλοσυρό θα έλεγα. Ο γάμος, επιβεβαιώνοντας τους φόβους του Μάριου, δεν κράτησε πολύ. Αλλά η Αγγέλα δεν χάθηκε. «Οι πουτάνες πάντα σώζονται», ήταν το πικρό επιμύθιο του Αλέξανδρου όταν διηγιόταν για τις πουτάνες της Σμύρνης. Σώθηκαν όλες, με τα πρώτα καράβια, και στελέχωσαν με επιτυχία τους οίκους του Πειραιά. Και όλοι καταλαβαίναμε για ποιαν τα έλεγε. Η Αγγέλα έπαιξε για χρόνια σε θέατρα της Αθήνας, με το πατρικό της όνομα. Δεν ξεχώρισε για το υποκριτικό της ταλέντο αλλά ως σύζυγος, θαυμαστή για την ομορφιά της, του καινούργιου άνδρα της, του Γρηγόρη Βασιλόπουλου. Αυτός, αν και ανάλωσε τη ζωή του στην τραπεζική σταδιοδρομία, έγινε γνωστός ως μέλος της βασιλικής φατρίας. Μεταπολεμικά του ανατέθηκαν, κατ’ επανάληψη, υπουργικά χαρτοφυλάκια σε εξωκοινοβουλευτικές, σε βασιλικές έλεγαν οι εχθροί του, κυβερνήσεις.
Ο Αλέξανδρος εργάστηκε για χρόνια στην τράπεζα, για να μη λείψει τίποτα στ’ αγόρια που μεγάλωναν κοντά του. Όταν πια βγήκε στη σύνταξη και απαλλάχτηκε από τις πατρικές του υποχρεώσεις, τα παιδιά του αποκαταστημένα (ο μεγάλος του χαμένος στις Ινδίες, δούλευε στο υποκατάστημα των Ράλληδων, ο μικρότερος λογιστής στην εταιρεία Ηλεκτροδότησης Λαρίσης), ερωτεύτηκε τη θεία μου. Γεροντοέρωτας; Έναν άνθρωπο στο λυκαυγές του βίου του, ποιος λόγος τον ώθησε να παντρευτεί και να γίνει μέλος της οικογένειάς μας; Για να τον γηροκομήσουμε, υποστήριζα, με τη σαρδόνια αμετροέπεια που μου χάριζε η αγάπη του και η αυθάδεια της νεότητάς μου. «Για να βοηθήσω την ξεπεσμένη οικογένειά σας», απαντούσε ο Αλέξανδρος, με το περιγελαστικό του ύφος και τόσο εξόργιζε τον πατέρα μου. Γιατί ο προσγειωμένος Αλέξανδρος μας βοηθούσε σε όλα: στα μαθήματά μου, στις δουλειές του σπιτιού, στα ψώνια, στο μαγείρεμα και κυρίως στα οικονομικά. Ενώ ο πατέρας τσακωνόταν με την αδελφή του, την οποία θεωρούσε υπεύθυνη για την κατάντια μας και διαπληκτιζόταν με την μητέρα, γιατί δεν υποθήκευε τα πατρικά της κτήματα, ο Αλέξανδρος ανακάλυπτε νέες προσοδοφόρες δουλειές. Άνθρωπος χαλκέντερος, με νεανικό ενθουσιασμό παρά την ηλικία του, μας ελάφρυνε οικονομικά κάνοντας τον ασφαλιστή, τον μεταφραστή, τον παραγγελιοδόχο, τον λογιστή, ακόμα και τον έμπορο σταθμών όταν άλλαξαν οι οκάδες σε κιλά. Στο τέλος έγινε και πληρεξούσιος του Ιβάν Φιλίποβιτς, ύστερα από αφανή υπόδειξη, πιστεύω σήμερα, του αδελφού του Μάριου. Γιατί είναι πλέον γνωστό ότι ο Μάριος και ο Φιλίποβιτς και φίλοι και συνεταίροι υπήρξαν στην παραγωγή σημαντικών κινηματογραφικών ταινιών της μεταπολεμικής Γαλλίας.
O Ιβαν Φιλίποβιτς ήταν Ρώσος εμιγκρές, γεννημένος στην Αγία Πετρούπολη. Ακολουθώντας τα στρατεύματα των Λευκών, κατέφυγε στην Οδησσό και από κει με πλοίο στη Μασσαλία. Λεγόταν ότι είχε καταφέρει να διασώσει μεγάλο μέρος της περιουσίας του, παρά τις κακουχίες του πολέμου και τη σπάταλη και πολυτελή ζωή του. Υπήρξε τακτικός παίχτης των μεγάλων καζίνων και τολμηρός δοκιμαστής των θέλγητρων τρυφερών υπάρξεων. Παρ’ όλες τις αντιξοότητες των καιρών, είχε καταθέσεις σε ελβετικές τράπεζες, ακίνητα στη Γαλλία, πολυκατοικίες στην Αθήνα και ήταν ιδιοκτήτης αποθηκών και δύο κινηματογράφων στη Θεσσαλονίκη. Τον χειμώνα τον περνούσε στην Αθήνα, γιατί το κλίμα της του έκανε καλό στ’ αρθριτικά. Τον Απρίλιο όμως, με το βαγκόν-λι, έφευγε για την Ελβετία και από κει για τη βίλα του στην Κυανή Ακτή. Εκμεταλλευόμενος το ενιαύσιο αυτό ταξίδι, έμενε για λίγες μέρες στη Θεσσαλονίκη, για να τακτοποιήσει οικονομικές εκκρεμότητες. Όταν γνώρισα τον Ιβάν Φιλίποβιτς, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, αντίκρισα έναν οστεώδη ηλικιωμένο άνδρα, με σκούρο γκρι κουστούμι, τα μαλλιά κολλητά, τα μάγουλα ζαρωμένα αλλά προσεκτικά ξυρισμένα, να διαβάζει τη Φιγκαρό, στο σαλόνι του παλιού «Μεντιτερανέ», στην παραλία. Οι αριστοκρατικοί του τρόποι φανέρωναν την ευγενική του καταγωγή. Η φρέσκια γαρδένια στην κομβιοδόχη του, μεθυστικός κήπος. Τον συνόδευε μια γυναίκα ψηλή, εξαιρετικά κομψή, όχι πια νέα. Το πρόσωπο και η κορμοστασιά της διατηρούσαν ζηλότυπα τα σημάδια μιας σπάνιας ομορφιάς, που δεν έλεγε να βασιλεύσει. Με τα πυρόξανθα μαλλιά της αναδεμένα σε κότσο, τα κατακόκκινα χείλη όλες οι αμαρτίες του κόσμου, τα ψηλά ζυγωματικά να τονίζουν τα πράσινα μάτια της και το βλέμμα απόμακρο, άλλων εποχών. Τυλιγμένη σε ένα ολόσωμο φόρεμα, με ζώνη πλεκτή, που τόνιζε το δακτυλίδι της μέσης. Η άσπρη γούνα παρατημένη σαν ρούχο παρακατιανό, ανέμελα, στη διπλανή πολυθρόνα. Μας υποδέχτηκε όρθια, με τα γαλλικά της, που δεν καταλάβαινα, αλλά απολάμβανα τον ρυθμό τους και τις εκφραστικές χειρονομίες που τα συνόδευαν. Με τα χέρια ανασηκωμένα, στολισμένα κλαδιά κερασιάς, να διαμαρτύρεται για την υγρασία της πόλης. «Δόξα του γαλλικού κινηματογράφου» μου σφύριξε ο Αλέξανδρος, καθώς με έσπρωχνε να καθίσω στον απέναντι καναπέ. Η Σέλμα Μπόγκερ, συγκράτησα. Όνομα άγνωστο, που ο συλλαβισμός του επέτεινε τον θαυμασμό μου στη σπάνια ομορφιά της. Οι λέξεις χάθηκαν. Έσβησαν τα λόγια. Αρνήθηκα την προσφορά μιας λεμονάδας και βυθίστηκα στα απαλά μαξιλάρια του καναπέ, λουσμένος από το εκθαμβωτικό φως της Μπόγκερ που με κυρίευε με την επιμονή ονείρου. Η συντροφιά μιλούσε γαλλικά. Τους αγνοούσα. Με αγνόησαν και αυτοί και με άφηναν, σχεδόν υπνωτισμένος να απολαμβάνω την ανθισμένη εικόνα που εισέβαλλε στην άγουρη νιότη μου. Ο χρόνος είχε σταματήσει, μόνο ο φόβος ότι το όνειρο θα τελειώσει. Φίλησα αμήχανα το χέρι που μου πρότεινε η Μπόγκερ για αποχαιρετισμό, εισπράττοντας το υποτιμητικό και ειρωνικό βλέμμα του θείου μου. Έριξε στους ώμους της την άσπρη γούνα και με τον κύριο Φιλίποβιτς μπήκαν στο ταξί που τους περίμενε μπροστά στο ξενοδοχείο. Η εικόνα χανόταν. Δύσκολα ξεχώριζες τη λευκή σιλουέτα από την άσπρη γραμμή των αφρισμένων κυμάτων που έσκαγαν στην προκυμαία. Την επιθυμία από το πάθος.


Ύστερα από χρόνια. Μια Κυριακή. Φοιτητής πια, παρακολούθησα σχεδόν από τύχη στην κινηματογραφική λέσχη την ταινία του Ρομπέρ Μπρεσόν Οι κυρίες του δάσους της Βουλώνης. Ήταν η δεύτερη ταινία του Μπρεσόν που πρόβαλλε η Λέσχη. Είχε προηγηθεί το Ένας καταδικασμένος σε θάνατο δραπέτευσε ή Ο άνεμος πνέει όπου θέλει, ταινία που, παρ’ όλα τα ευμενή σχόλια του εισηγητή, με κούρασε αφάνταστα. Δεν άντεχα τον λεπτολόγο ρεαλισμό της και το πνευματικό στοιχείο που αποκτούσαν τα καθημερινά αντικείμενα. Πράγματα παράλογα για μένα, που έμενα άγρυπνος τα βράδια υπογραμμίζοντας αποσπάσματα από το Αντί-Ντίρινγκ του Έγκελς. Είχα αποφασίσει, χωρίς τύψεις, να αποφύγω τη νέα δοκιμασία. Ένας φίλος όμως, έμπειρος στα κινηματογραφικά, επέμενε ότι δεν έπρεπε να χάσουμε αυτήν την ταινία, επρόκειτο για αριστούργημα. Πήγα αναγκαστικά. Η Μαρία Καζαρές, υποδυόμενη τη Μοίρα, στήνει μια σατανική μηχανή ερωτικής εκδίκησης και οι ήρωες-ανδρείκελα, ο Ζαν και η Ανιές, θα σωθούν χάρη στον έρωτά τους. Με έκπληξη και συγκίνηση ανακάλυψα στο δροσερό και αγνό πρόσωπο της Ανιές τα νεανικά χαρακτηριστικά της Σέλμας Μπό­γκερ που είχε αναστατώσει τον πρώιμο εφηβικό μου ενθουσιασμό. Τα χέρια της στολισμένα κλαδιά κερασιάς, στο σαλόνι του «Μεντιτερανέ». Το με­σημέρι στο σπίτι με λαχτάρα αποκάλυψα στον Αλέξανδρο ότι είχα παρακολουθήσει μια ταινία της Μπόγκερ. Δεν συμμερίστηκε τον ενθουσιασμό μου, μόνο κούνησε το κεφάλι: «Μια αποτυχημένη παραγωγή του Φιλίποβιτς» είπε. Και για την Μπόγκερ: «Ταλαιπωρήθηκε αφά­νταστα από τον καρκίνο, πέθανε πέρσι τον χειμώνα.» Χάθηκε και ο κύριος Φιλίποβιτς. Δεν επισκεπτόταν πια τη Θεσσαλονίκη. Οι κινηματογραφικές του αίθουσες δεν απέφεραν κέρδη. Έδυε ο αιώνας, έκλειναν οι κινηματογράφοι. Η μια αίθουσα του Φιλίποβιτς έγινε σούπερ μάρκετ και η άλλη, η κεντρική, δόθηκε για αντιπαροχή.
Τελευταία, τελευταίος, χάθηκε κι ο Αλέξανδρος. Μόνος συγγενής εγώ παρακολούθησα την κηδεία του. Κανένας γιος του δεν εμφανίστηκε. Τον θάψαμε φρεσκοξυρισμένο, με όλα τα μαλλιά του, πυκνά, ακμαία, μαύρα, «Τα βάφεις» τον πείραζα. «Ποτέ» διαμαρτυρόταν, «από παιδί τα πλένω με πράσινο σαπούνι.»
(Χάνονται οι νεκροί. Σβήνουν. Απόντες, ξεχνιούνται. Η δικιά μας λήθη είναι η κόλαση. Μόνο σκιές μένουν στις αφηγήσεις μας. Για σένα, Τασούλα, γράψω αυτή την ιστορία. Για σένα που αγνάντευες μέχρι το τέλος το πέλαγος. Για σένα μουντζουρώνω τα χέρια μου σε ψέματα και αλήθειες, σε μελάνια και πλατίνες, προσπαθώντας να κρατήσω μέχρι το τέλος κρυφό το μυστικό.)
Όταν η ωραία Σέλμα, εξαντλημένη από την αρρώστια, έμεινε στο κρεβάτι, ο Ιβάν Φιλίποβιτς αγόρασε ένα τρικάταρτο ιστιοφόρο που το ονόμασε «Σέλμα». Μετέφερε το κρεβάτι της στο κατάστρωμα, μια μηχανή προβολής στη βάση του μεσαίου ιστίου, το τετράγωνο ακάτιο ιστίο για οθόνη, και πρόβαλε τις ταινίες της αγαπημένης του διασχίζοντας το πέλαγος. Ένα ιστιοφόρο γεμάτο ταινίες και χρώματα να πλέει κι να πλέκει ιστορίες, έτσι δημιουργήθηκε ο μύθος του πρώτου πλωτού κινηματογράφου.
Πολλοί πιστεύουν σ’ αυτή την ιστορία και άλλοι την ενδυναμώνουν με διαδόσεις που υποστηρίζουν ότι υπάρχουν και κινηματογραφικά πλάνα του ιστιοφόρου, σε συλλογές παλιών κινηματογραφιστών, τα οποία όμως ούτε βρέθηκαν ούτε, από όσο ξέρω, προβλήθηκαν ποτέ.
Μόνο ορισμένα θαμπά πρωινά, όταν έχει καιρό να φυσήξει, ο ορίζοντας της θάλασσας χάνεται στην ομίχλη και δεν ξεχωρίζει απέναντι ο Όλυμπος, μπορείς να διακρίνεις το τρικάταρτο ιστιοφόρο να πλέει. Και με λίγη προσοχή, μπορείς να ξεχωρίσεις και τους επιβάτες στο κατάστρωμα να χαιρετούν. Τον πατέρα μου, τη μητέρα, τη θεία, τον Αλέξανδρο, τον Ιβάν Φιλίποβιτς, τη Σέλμα Μπόργκερ, τον Γιώργο, την Τασούλα. Τότε, εγώ πετώ στον αέρα το ναυτικό μου πηλήκιο, οι χρυσές κορδέλες να ανεμίζουν, ο άνεμος να πνέει όπου θέλει, και με ενθουσιασμό τους χαιρετώ. Νεκροί αυτοί, μην καταλάβουν το μυστικό: πως στη σφιγμένη μου παλάμη, βαθιά μέσα στην τσέπη, κρύβω το τσαλακωμένο εισιτήριο για το ιστιοφόρο.

                   Τάσος Χατζητάτσης

16.10.08

ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΛΑΪΝΑ, ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ, ΣΦΥΡΙΔΗΣ ΣΤΟ ΝΕΟ ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ

Κυκλοφορεί με το νέο φεγγάρι (16 Οκτωβρίου 2008)















Μ’ ένα νέο πεζό ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου για το κόστος της ομορφιάς (των άλλων) στη ζωή μας, εμπνευσμένο από ένα μπρούντζινο γλυπτό κεφάλι του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αλέξανδρου Σεβήρου, ανοίγει το τεύχος 82 του «Εντευκτηρίου» (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2008, 192 σελίδες, 10 ευρώ)

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ    Το τεύχος προδημοσιεύει ένα απόσπασμα από το τελευταίο, ανέκδοτο μυθιστόρημα «Μαμά, φοβάμαι» της Στέλλας Βογιατζόγλου, που πέθανε πρόσφατα, μόλις στα 58 της χρόνια.

Ακόμη, ένα ζωοφιλικό διήγημα του Περικλή Σφυρίδη και πεζά των Δημήτρη Νόλλα, Ηλία Λ. Παπαμόσχου και Τζένης Οικονομίδη. Ο Άκης Δήμου δημοσιεύει έναν θεατρικό μονόλογο όπου αφηγείται την πραγματική ιστορία της δολοφονίας του εικαστικού καλλιτέχνη Danny Thomason από την εκδικητική ερωμένη του, που συντάραξε την καλλιτεχνική κοινότητα. 

Το εκτενές διήγημα του Ηλία Μαγκλίνη «Η κουβεντιασμένη» εκτυλίσσσεται στη Θεσσαλονίκη του 1948, όταν ένα τάγμα του Δημοκρατικού Στρατού έπληξε την πόλη με βολές πυροβολικού. 

Η Ολυμπία Γλυκιώτη μεταφράζει ένα νεανικό “νουάρ” πεζό του Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ, ποτισμένο από τζαζ μουσικές, κι ο Φοίβος Ι. Πιομπίνος παρουσιάζει το εντυπωσιακά επίκαιρο διήγημα του Εμίλ Ζολά «Ένα θύμα της διαφήμισης», για το τι μπορεί να πάθει κάποιος αν παίρνει τοις μετρητοίς όσα ισχυρίζονται οι διαφημίσεις αλλά και με αιχμές για τον τρόπο με τον οποίο ενίοτε ασκείται (ήδη από την εποχή του Ζολά) η κριτική της λογοτεχνίας. 

Επίσης, δημοσιεύεται ένα διήγημα τού (πιθανότατα πρωτομεταφραζόμενου στα ελληνικά) Ολλανδού Φ. Μπ. Χοτζ που είχε μεταφράσει για το «Εντευκτήριο» η επίσης πρόσφατα και πρόωρα χαμένη Στέλλα Τιμωνίδου, γεννημένη στη Θεσσαλονίκη, που όμως εργάστηκε πολλά χρόνια ως εκπαιδευτικός στη βόρεια Ευρώπη.

Η Μαρία Λαϊνά δημοσιεύει έξι «Βήματα για τη νύχτα» (μικρά ποιήματα), ο Γιώργος Μαρκόπουλος υμνεί ένα «Νεκροταφείο αυτοκινήτων», ενώ νέα ποιήματά τους δημοσιεύουν ακόμη οι Χάρης Βλαβιανός, Γιάννης Γκούμας, Ιωσήφ Βεντούρας, Δημήτρης Λεοντζάκος, Δήμητρα Κατιώνη, Γιώτα Αργυροπούλου και ο Αλβανός μετανάστης Λουάν Τζούλις, που συστεγάζει τα ποιήματά του υπό τον εύγλωττο υπέρτιτλο «Δεν είμαι ξένος στα ποιήματά μου».

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ     Πολυσέλιδη είναι και στο τεύχος αυτό η ενότητα των βιβλιοκρισιών και παρουσιάσεων νέων εκδόσεων, όπου γράφουν οι: Βαγγέλης Βαγγέλης Χατζηβασιλείου (για το βιβλίο της Μαρίνας Καραγάτση, «Το Ευχαριστημένο ή Οι δικοί μου άνθρωποι»), Τιτίκα Δημητρούλια (Πέτρου Μάρκαρη, «Παλιά, πολύ παλιά»), Αθανασία Τσατσάκου (Τίτου Πατρίκιου, «Η νέα χάραξη»), Δημήτρης Δασκαλόπουλος (Γ. Θεοτοκά - Γ. Κ. Κατσίμπαλη, «Αλληλογραφία [1930-1966]»), Θανάσης Ε. Μαρκόπουλος (Μάριου Χάκκα, «Άπαντα»), Λίνα Πανταλέων (Γιάννη Μακριδάκη, «Ανάμισης ντενεκές»), Γιώργος Κορδομενίδης (Μιγιούκι Μιγιάμπε, «Πύρινη άμαξα»), Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου (Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν, «Να λέω λόγια σκοτεινά»), Δημήτρης Κόκορης (Γρηγόρη Παπαδογιάννη, «Σνιφ!»), Σοφία Νικολαΐδου (Θόδωρου Παπαγγελή, «Πανωστάφυλα»), Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης (Norberto Fuentes, «Η αυτοβιογραφία του Φιντέλ Κάστρο»), Αγνή Κουβελά (Πάνου Τζώνου, «Μουσείο και Νεωτερικότητα»)· ακόμη, οι Βασίλης Τομανάς, Γιάννης Κεσσόπουλος και Κώστας Θεολόγου προτείνουν βιβλία των Theodor Roszak, Δημήτρη Στεφανάκη και Χρύσας Φάντη, η Ελένη Χοντολίδου σχολιάζει στα πεταχτά μια σειρά από λευκώματα, ενώ στη στήλη «Βιβλία στο κομοδίνο» ο Γιώργος Κορδομενίδης ρίχνει λοξές ματιές σε μεγάλο αριθμό πρόσφατων εκδόσεων.  

«ΚΑΠΝΙΣΤΗΡΙΟ»:  Η Ελένη Κοσμά και ο Στέργιος Μήτας γράφουν για τον επιστολογράφο Φλωμπέρ, με αφορμή την έκδοση στο εξωτερικό του πέμπτου και τελευταίου τόμου της Αλληλογραφίας του, που καλύπτει την εποχή κατά την οποία ο συγγραφέας έφερε βαρέως την επιτυχία του, απεκδυόταν τις λογοτεχνικές ετικέτες και εξαπατούσε (κατά περίπτωση) ερωμένες και βιογράφους. 


Θεωρώντας μάλιστα ότι η λογοτεχνική ιστορία γύρω του “στερεοποιείται”, αγωνιζόταν πεισματικά να κρατηθεί στο περιθώριο της δημοσιότητας. «Το να δίνεις στο κοινό λεπτομέρειες για τον εαυτό σου», έγραφε έξι μήνες προτού πεθάνει, «είναι ένας μπουρζουάδικος πειρασμός στον οποίο πάντοτε αντιστάθηκα.» «Δεν έχω βιογραφία», ήταν η σταθερή απάντησή του απέναντι στην ευγενή αδιακρισία του βιογράφου.

Από την άλλη, η Βάλια Τσάιτα-Τσιλιμένη αναφέρεται στα ημερολόγια του μοντερνιστή και νεοκλασικιστή συνθέτη Σεργκέι Προκόφιεφ (1891-1953), τα οποία στο σύνολό τους αποτελούν ένα ταξιδιωτικό φιλμ, ένα ευπαρουσίαστο χρονικό γεγονότων με δραματικές αντιπαραθέσεις και εξομολογητικό τόνο. Μικρό δείγμα μια εγγραφή του 1919: «Το πρώτο μου ρεσιτάλ: Ανησυχούσα λιγάκι σχετικά με τον Bach, αλλά το ξεπέρασα χωρίς δυσκολίες. Οι Contredanses του Beethoven πήγαν πολύ καλά και η Σονάτα του Schumann πήγε επίσης αρκετά καλά […]. Μετά το ρεσιτάλ υπήρχε πλήθος ανθρώπων στο πράσινο δωμάτιο. Με τραβούσαν από τα χέρια και τους ώμους με βία λόγω της έκστασής τους.»

ΑΠΟΥΣΙΟΛΟΓΙΟ    Ο Μιλτιάδης Πολυβίου νεκρολογεί τον ποιητή και κριτικό Πάνο Θασίτη και ο Άκης Σακισλόγλου την πεζογράφο Στέλλα Βογιατζόγλου.


ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ     Την ενότητα της λογοτεχνίας σ’ αυτό το τεύχος του «Εντευκτηρίου» κοσμούν ζωγραφιές της Φωτεινής Χαμιδιελή, που γεννήθηκε και κατοικεί στη Βέροια, σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Rhode Island των ΗΠΑ, διδάσκει στη Μέση Εκπαίδευση και έχει στο ενεργητικό της 12 ατομικές εκθέσεις και συμμετοχή σε πάνω από 75 ομαδικές. Για το έργο της Χαμιδιελή γράφει η Δήμητρα Μήττα.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΝΘΕΤΟ     Στην Camera Obscura, το ένθετο του «Εντευκτηρίου» για τη δημιουργική φωτογραφία, που επιμελείται ο Άρις Γεωργίου και παράγεται με τη χορηγική υποστήριξη της THINK BEAUTY, παρουσιάζεται το πορτφόλιο του Άκη Παπαδόπουλου «Τα ιδρωμένα αλώνια». 


Γράφει ο Ηρακλής Παπαϊωάννου σχολιάζοντας τη συγκεκριμένη εργασία, που καταγράφει παραδοσιακούς αγώνες πάλης στη μακεδονική ενδοχώρα: [Πρόκειται για μια] σειρά ασπρόμαυρων έντεχνων ντοκουμέντων, όπου ξεδιπλώνεται όλη η τελετουργία: το κάλεσμα του κοινού από τους παλαιστές πριν από τον αγώνα, η πανηγυρική ατμόσφαιρα, το γυάλισμα των σωμάτων, η ένταση της μονομαχίας, το σμίξιμο ιδρώτα, χώματος και λαδιού πάνω στη γυμνή, μυώδη σάρκα. Στην ζωντανή αυτή αφήγηση παρεμβάλλονται, σαν απαραίτητα σημεία στίξης, τα πορτραίτα των παλαιστών που ποζάρουν στον φακό με αιχμηρό βλέμμα λίγο πριν από τον αγώνα. 


Οι εκφραστικές φωτογραφίες του Παπαδόπουλου ζωντανεύουν ψήγματα από τη δράση και τον χώρο στον οποίο αυτή συμβαίνει. Εδώ δεν υπάρχουν περιθώρια λαθραίας καταγραφής. Ο φωτογράφος πρέπει να μυηθεί στο τυπικό και αναπόφευκτα να γίνει αποδεκτός από την κοινότητα. […] Η φωτογραφία τέτοιων δρώμενων τελικά, πέρα από λαογραφικές επισημάνσεις, ανοίγει σήμερα ένα παράθυρο σε ένα κομμάτι του εαυτού μας επιμελώς κρυμμένο, όπου ―πέρα από το λούστρο και τις ουσιαστικές ή επιφανειακές κατακτήσεις του σύγχρονου πολιτισμού― αντηχεί ακόμη ο ζωτικός χτύπος του αρχέγονου κόσμου.»

Τέλος, από το τεύχος αυτό στην ύλη του «Εντευκτηρίου» προστίθεται μια νέα ενότητα, υπό τον προβοκατόρικο επίτιτλο «Φωτογραφίες που ίσως δεν εγκρίνει ο κ. Άρις Γεωργίου». Η αρχή γίνεται με τη σειρά «Το τέλος της ζωής όπως την ήξερα», του Γαβρήλου Κοντομανίκη.

Τα τέσσερα τεύχη ενός χρόνου κοστίζουν τουλάχιστον 40 ευρώ. Ως συνδρομητές, τα έχετε κάθε τρεις μήνες στο σπίτι σας μόνο με 30 ευρώ ετησίως.  Γραφτείτε σήμερα συνδρομητές, στέλντοντάς το μήνυμά σας στο entefktirio@translatio.gr

Επίσης, μπορείτε να έχετε σημαντικές εκπτώσεις στα βιβλία και τα cd των Εκδόσεων Εντευκτηρίου.