22.9.07

ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ... ΚΟΥΖΙΝΑ ΤΟΥ «ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟΥ»

Γράφει ο Γιώργος Κορδομενίδης

(αποσπάσματα από εκτενέστερο κείμενο που περιλαμβάνεται στο υπό έκδοση γιορταστικό τεύχος για τα 20χρονα του Εντευκτηρίου, που θα κυκλοφορήσει στις 15 Οκτωβρίου)


[...]

Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει συνήθως, το Εντευκτήριο υπήρξε καρπός προσωπικής εκφραστικής ασφυξίας αλλά και, κατά κάποιον τρόπο, διαφυγή από το δεσμευτικό πλαίσιο μιας βιοποριστικής εργασίας. Πάντως, δεν το γέννησε ο επαναστατικός οίστρος για ανατροπή του λογοτεχνικού κατεστημένου, ούτε η αναζήτηση της υπερδιέγερσης που προκαλεί σε κάποιον νέο η προετοιμασία ενός περιοδικού και ο έντονος συγχρωτισμός με πρόσωπα από τον χώρο της λογοτεχνίας. Ελπίζω επίσης ότι η έκδοση του Εντευκτηρίου δεν περιείχε τη φιλοδοξία να ασκηθεί, μέσω του περιοδικού, κάποιου είδους εξουσία. Παρά το γεγονός ότι το Εντευκτήριο αποτέλεσε εξαρχής ατομικό άθλημα, δεν υπήρξε, νομίζω, σε οποιαδήποτε φάση του χώρος προνομιακής έκφρασης του δημιουργού του· κι έτσι, ευτυχώς, παραμένει στα λόγια των άλλων «το Εντευκτήριο» (κι όχι το «Εντευκτήριο του Κορδομενίδη» ή «το περιοδικό του Κορδομενίδη»).
«Εμπνεύστηκα» ―ή δανείστηκα, αν θέλετε― το όνομα του περιοδικού από έναν ορισμό της λέξης εντευκτήριο όπως τον διατύπωσε, σε μια συνομιλία μας, ο Nτίνος Χριστιανόπουλος για το βιβλίο του με τίτλο Εντευκτήριο, που συστεγάζει ετερόκλητες μεταφράσεις του, από ποιήματα της Σαπφώς μέχρι ποιήματα Άγγλων και Αμερικανών. Κατ’ αναλογία, το περιοδικό Εντευκτήριο είναι ο «έντυπος χώρος» όπου «συναντώνται» ποικίλα πρόσωπα και ετερόκλητα κείμενα, για μια γόνιμη ανταλλαγή ιδεών και απόψεων.
Το πρώτο τεύχος έκανε την εμφάνισή του στα βιβλιοπωλεία στις 8 Νοεμβρίου 1987. H «Κατάθεση προθέσεων», που δημοσιεύθηκε στο δεύτερο τεύχος, δήλωνε ότι το Εντευκτήριο είναι ανοιχτό περιοδικό: δεν ανήκει σε καμιά ομάδα, δεν προωθεί τη μία ή την άλλη λογοτεχνική τάση. Επίσης, ότι δεν επιδιώκει να εκφράζει μόνο την παραγωγή των Θεσσαλονικέων λογοτεχνών, θέλοντας να διαφοροποιηθεί (και) με αυτόν τον τρόπο από τα άλλα δύο περιοδικά (το Τραμ και τον Παρατηρητή) που μόλις είχαν εκδοθεί τότε στη Θεσσαλονίκη κι έδειχναν να έχουν τέτοια, κυρίως, κατεύθυνση. Oι αρχές που διατυπώθηκαν στην «Kατάθεση προθέσεων» εξακολουθούν να ισχύουν.
Αποκλεισμοί για λόγους γεωγραφικής προέλευσης των συνεργατών ή προσωπικών αντιπαραθέσεων δεν υπήρξαν. Αποφασιστικό μέτρο σε όλες τις επιλογές της ύλης υπήρξε το βεληνεκές των κειμένων και η φυγόκεντρη σχέση τους με τις κυρίαρχες τάσεις της εκδοτικής αγοράς. (Αν θέλετε, βάλτε και λίγο νερό ―αλλά μόνον λίγο!― σ’ αυτόν τον ισχυρισμό, γιατί κάθε άνθρωπος έχει τις αδυναμίες του). Ισχυρίζομαι ότι το Εντευκτήριο: ενδιαφέρεται πρωτίστως για τα αντικείμενα κι όχι για τα υποκείμενα. ενδιαφέρεται δηλαδή για τα κείμενα που του υποβάλλονται και όχι για τα πρόσωπα που τα υπογράφουν. επίσης ότι, όπως και άλλα περιοδικά της Θεσσαλονίκης στο παρελθόν, δεν επιδίωξε να κολακέψει τους αναγνώστες, υιοθετώντας την αντίληψη περί λογοτεχνίας που προωθούν μαζικά κατά τα τελευταία χρόνια οι εκδοτικοί οίκοι και που την πριμοδοτούν δίχως κριτήρια ―ή μάλλον με τα δικά τους κριτήρια― τα περισσότερα ένθετα βιβλίου των εφημερίδων και τα περιοδικά ποικίλης ύλης και λάιφ στάιλ.
Το περιοδικό έτυχε, ήδη από το πρώτο τεύχος του, αρκετά καλής υποδοχής, τόσο από το κοινό όσο και από τον Τύπο, γεγονός που αποτέλεσε σημαντική ενθάρρυνση. Κυρίως όμως το Εντευκτήριο βοηθήθηκε από την ύπαρξη ενός πυρήνα σταθερών συνεργατών, ορισμένοι από τους οποίους εμμένουν σε αυτή τη σχέση από το πρώτο ακόμη τεύχος. Ανάμεσά τους, εκτός από τους οριστικώς απόντες Τόλη Καζαντζή και Νίκο Μπακόλα, ο μέντοράς μου (κι ας μην με αναγνωρίζει για πνευματικό του παιδί), Ντίνος Χριστιανόπουλος, από τους σταθερότερους συμβουλάτορές μου επί σειράν ετών. ο ποιητής, δοκιμιογράφος και βιβλιογράφος Δημήτρης Δασκαλόπουλος και η σύζυγός του, φιλόλογος και κριτικός, Μαρία Στασινοπούλου, πρόθυμοι πάντα να συζητήσουν προβλήματα και να προτείνουν λύσεις. ο άλλος δάσκαλός μου ―εξωπανεπιστημιακώς― Δ.Ν. Μαρωνίτης, από τους ελάχιστους (μαζί με τον προρρηθέντα Χριστιανόπουλο) που σχολιάζουν τα περιεχόμενα κάθε τεύχους ένα προς ένα, με ―κατά περίσταση― μετρημένη αυστηρότητα ή σπανίζουσα γεναιοδωρία. Επίσης, οι κριτικοί Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Μισέλ Φάις και Τιτίκα Δημητρούλια, που συνεργάζονται σταθερά και σχεδόν δίχως διακοπή με το περιοδικό. Τέλος, συγγραφείς που, μαζί με τους προαναφερθέντες, συνεργάστηκαν κατ’ αποκλειστικότητα ή με προνομιακή προς το Εντευκτήριο κλίση, ταυτιζόμενοι κατά περιόδους μαζί του και συμβάλλοντας στην παγίωση της φυσιογνωμίας του, όπως οι: Κλείτος Κύρου, Πάνος Θεοδωρίδης, Σάκης Παπαδημητρίου, Ξενοφών Μπρουντζάκης, Μανόλης Ξεξάκης, Σάκης Σερέφας, Ματούλα Σκαλτσά, Κ.Ν. Πλαστήρας, Δημήτρης Η. Παστουρματζής, Δημήτρης Νόλλας, Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, Διαμαντής Αξιώτης, Μαργαρίτα Μέλμπεργκ, Τάσος Χατζητάσης, Δημήτρης Μίγγας, Σπύρος Καρυδάκης, Βασίλης Αμανατίδης, Σταύρος Ζαφειρίου και άλλοι.
Τον γραφιστικό σχεδιασμό του περιοδικού στην αρχή ανέλαβε εξ Αθηνών ο Ερρίκος Μαυρογένης, κάνοντας ένα γενικό layout, την υλοποίηση του οποίου επωμίστηκε ο Ιωάννης Επαμεινώνδας. O τελευταίος ανέλαβε από το τεύχος 4 την όλη καλλιτεχνική επιμέλεια του Εντευκτηρίου και την κράτησε μέχρι και το τεύχος 36 (Φθινόπωρο 1996). Επιπλέον, όλα αυτά τα χρόνια ο Ι. Επαμεινώνδας υπήρξε ο στενότερος συνεργάτης του Εντευκτηρίου κι ο πρώτος άνθρωπος που συμβουλευόμουν για οτιδήποτε αφορούσε το περιοδικό, από προτεινόμενες συνεργασίες μέχρι γενικότερους σχεδιασμούς και προσανατολισμούς. O ίδιος κλήθηκε αρκετές φορές να συνδράμει στη μεταφορά πακέτων με τεύχη από το βιβλιοδετείο στους διάφορους χώρους αποθήκευσης του περιοδικού. (Στο Εντευκτήριο άλλωστε αυτό είναι κανόνας: όσο υψηλότερος ο τίλος στην “ταυτότητα” του περιοδικού τόσο βαρύτερο το χαμαλίκι).
Το 1997 έκανα μερικές αλλαγές στην εμφάνιση του περιοδικού, κατά τις υποδείξεις του έμπειρου Δημήτρη Καλοκύρη και ανέλαβα και τη σελιδοποίηση. Έκτοτε, το εξώφυλλο σχεδιάζεται από τον Άρι Γεωργίου, που έχει και τη γενική εποπτεία της εμφάνισης του περιοδικού. Oφείλω να πω ότι ο Γεωργίου προσφέρει αφιλοκερδώς τις γραφιστικές του υπηρεσίες όχι μόνο για το εξώφυλλο του περιοδικού αλλά και για τα εξώφυλλα των βιβλίων του, των σιντί, τις αφίσες κτλ.
Ο τυπογράφος Γιάννης Μουγκός στήριξε με κάθε τρόπο το Εντευκτήριο στα δύο πρώτα, κρίσιμα τεύχη του. Από το τεύχος 3 μέχρι και το τέυχος 63 το μοντάζ του περιοδικού γινόταν στο ατελιές του Αρνάλντο Τροϊάνι, ο οποίος έφυγε από κοντά μας βιαστικά όσο και πρόωρα. από το τεύχος 3 άρχισε και η 18χρονη συνεργασία με το τυπογραφείο του Θανάση Αλτιντζή, όπου εκτός από την εκτύπωση γινόταν και η φωτοστοιχειοθεσία μέχρις ότου το περιοδικό απέκτησε, το 1992, δικό του επιτραπέζιο εκδοτικό σύστημα, που το χειρίζεται ο επιγραφόμενος. Tον τελευταίο χρόνο το περιοδικό τυπώνεται από την Grafo AE του Λευτέρη Nτουρανίδη.
Η διακίνηση του περιοδικού από το 1987 μέχρι και το 1999 στη Θεσσαλονίκη, σε μερικές πόλεις της Μακεδονίας και προς τους συνδρομητές γινόταν από τον ομιλούντα (και σπανιότερα με τη βοήθεια, κατά διαστήματα, φίλων όπως η Σίσυ Κανίογλου, ο Γιάννης Ρισάφης, ο Σάκης Σερέφας και ο Δημήτρης Πλαζομίτης). Τα τελευταία χρόνια η διακίνηση στη Βόρειο Ελλάδα γίνεται από το «Κέντρο του Βιβλίου», μέσα σε εξαιρετικά αγαπητικό κλίμα συνεργασίας.
Τη διακίνηση του περιοδικού στην Αθήνα και τη νότιο Ελλάδα ανέλαβαν καταρχάς ο Σάκης Μαραθιάς και ο Σάκης Πομώνης, οι οποίοι, όταν βάρεσαν φαλιμέντο το 1989, φόρεσαν στο Εντευκτήριο (δηλαδή στη μισθοσυντήρητη τσέπη του υποκειμένου μου) ένα καθόλου αμελητέο χρέος 600.000 δρχ., έναντι του οποίου δεν κατέβαλαν έκτοτε ούτε δεκάρα τσακιστή... (Tέτοιου είδους συναλλακτικά “ήθη” να με συγχωρείτε αλλά ,ακόμη και στα μεσήλικά μου χρόνια, αρνούμαι να κατανοήσω.) Μικρότερη ποσότητα διακινούσε επίσης εξαρχής το βιβλιοπωλείο «Νεφέλη» και συνεχίζει το διάδοχό του «Κατάρτι», ενώ τον κύριο όγκο της διανομής στην Αθήνα και τη λοιπή νότια Ελλάδα διεκπεραιώνει από το 1990 και εξής ο παλαιός γνώριμος Σπύρος Μαρίνης.
Το περιοδικό υπήρξε για μεγάλο διάστημα ζημιογόνο. Η χασούρα του αντιμετωπίσθηκε (ως έναν βαθμό) από έσοδα μέσω διαφημίσεων, πενιχρότατη ―και πάντα απολύτως διαφανή― επιχορήγηση από το Κράτος, την ίδια που προνοείται για την πλειονότητα των περιοδικών, και κατά το υπόλοιπο με... αυτοχρηματοδότηση από την αφεντιά μου, που για να έχει την άνεση αυτή μετέρχεται και άλλων (πλην του τραπεζιτικού) επαγγελμάτων. Κανείς συνεργάτης δεν πλήρωσε δραχμή ―ούτε αμέσως ούτε εμμέσως, εγγράφοντας, λ.χ. συνδρομητές― για κείμενό του που τυπώθηκε στο περιοδικό. Αλλά και κανείς, δυστυχώς δεν πληρώθηκε για συνεργασία του, μολονότι αυτός είναι ο μεγάλος καημός του Εντευκτηρίου: να μπορεί να αμείβει, συμβολικά έστω, τους συγγραφείς των κειμένων που δημοσιεύει. Στην οικονομική αντοχή του περιοδικού συνέβαλαν ― καθένας με τον τρόπο του και σε διαφορετικό βαθμό― όλα αυτά τα χρόνια μερικοί φιλότεχνοι επιχειρηματίες αφενός (δίνοντάς μας διαφημίσεις των εταιριών τους), αφετέρου αρκετοί εκδότες, στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, που κράτησαν σταθερά το Εντευκτήριο μεταξύ των εντύπων από τα οποία προβάλλουν τα νέα βιβλία τους. Φυσικά, και αμεσότερα, οι μεγάλοι ευεργέτες του Εντευκτηρίου είναι όλοι οι συνδρομητές του ―πολλοί από αυτούς σταθερά από το πρώτο τεύχος― και οι αναγνώστες του, μόνιμοι ή περιστασιακοί. Γιατί έχει δίκιο ο Νίκος Χουλιαράς να γράφει σε ένα μυθιστόρημά του: O Πασχάλης ο Λάλιζας τα τελευταία χρόνια ζει με τον τρόπο που καταφέρνουν να κρατιούνται στη ζωή όλα σχεδόν τα λογοτεχνικά περιοδικά αυτής της χώρας: με τις συνδρομές των φίλων. Πράγματι, αν εξαιρέσει κανείς τα περιοδικά που βγαίνουν από εκδοτικούς οίκους (για να σταθώ στα περιοδικά που εξακολουθούν να εκδίδονται, η Νέα Εστία από το Βιβλιοπωλείο της «Εστίας», η Ποίηση από τις Εκδόσεις Νεφέλη, η Νέα Συντέλεια από τις Εκδόσεις Άγκυρα, το Κ από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, τα Θέματα Λογοτεχνίας από τις Εκδόσεις Γκοβόστη, κ.ο.κ.), τα λογοτεχνικά περιοδικά στη συντριπτική πλειονότητα τους αποτελούν “ερασιτεχνικές”, δηλαδή μη επαγγελματικές, μη βιοποριστικές δραστηριότητες, που επιβιώνουν χάρη στις διαφημίσεις, τις πωλήσεις (κόντρα σε ένα δυσμενές και ανεπαρκές δίκτυο διανομής), καθώς και χάρη στις συνδρομές ιδιωτών (έτσι όπως οι δημόσιες και σχολικές βιβλιοθήκες είναι εξαιρετικά ολιγάριθμες, αντίθετα με το εξωτερικό όπου σημαντικό μέρος του τιράζ ενός περιοδικού έχει εξασφαλισμένη την απορρόφησή του από τις δημόσιες βιβλιοθήκες).
Είμαι ανέτοιμος (αλλά και απρόθυμος) να αξιολογήσω εγώ την πορεία που διήνυσε όλα αυτά τα χρόνια το περιοδικό, ή τον βαθμό συμμετοχής του στην ελληνική πνευματική ζωή. Μιλώντας πραγματολογικά, αντιγράφω μερικές επισημάνσεις του Κώστα Πλαστήρα στο γιορταστικό τεύχος 50 του Εντευκτηρίου:
Άρχισα να γράφω αυτό το κείμενο με τη φιλοδοξία να τραβήξω την βαριά κουρτίνα που καλύπτει το “μαγειρείο” ενός περιοδικού (που δεν το βγάζει κάποιος εκδοτικός οίκος) από τα μάτια όχι μόνο του “ανειδίκευτου” αναγνωστικού κοινού αλλά και των λογοτεχνών, των κριτικών και των κάθε άλλης κατηγορίας συγγραφέων, ακόμη και συνεργατών των περιοδικών, από τους οποίους συχνά διαφεύγουν οι συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιείται κάθε τέτοια έκδοση, παρότι κάτι τέτοιο θα ωθούσε στο μη περαιτέρω την περιαυτολογία και θα με εξέθετε ως αυτοπροτεινόμενο για «αγιοποίηση». Ίσως μέσα μου ήθελα να διεμβολίσω την αναπόφευκτη σοβαρότητα ενός τέτοιου, απολογιστικού, κειμένου· ή μπορεί να σκόπευα να υπονομεύσω τη σοβαροφάνεια που απειλεί το υποκείμενό μου ― ακόμη ακόμη και για να εκμαιεύσω τη συμπάθειά σας. Ετσι ή αλλιώς, η μεταφορά επί χρόνια από το σπίτι στα βιβλιοπωλεία αντιτύπων του εκάστοτε νέου τεύχους είχε ως συνέπεια μια πρόωρη οστεοαρθρίτιδα, όπως και η έκθεσή μου στην υγρασία ενός υπογείου κατά τη δημιουργία του «Underground Εντευκτήριο» προκάλεσε μία, παροδική ευτυχώς, ρευματοειδή αρθροπάθεια («παίζεις πολύ ποδόσφαιρο; τα γόνατά σου έχουν ηλικία 15 χρόνια πάνω από τη δική σου!», σχολίασε ο ορθοπεδικός μου, Αλέξανδρος Καραθανάσης, όταν με χίλια βάσανα προσκόμισα στο ιατρείο του το τουμπανιασμένο μου γόνατο). προσθέστε σ’ αυτές τις (σχετικά ελαφρές) σωματικές βλάβες, μία βαρύτατη σεξουαλική παρενόχληση από επιθετική ποιήτρια, η οποία θεώρησε ότι επειδή «μου άνοιξε την πόρτα της ψυχής της δίνοντάς μου τα ποιήματά» της, έπρεπε κι εγώ να της ανοίξω την πόρτα του σπιτιού μου και της καρδιάς μου. Ίσως ακούγεται αστείο, αλλά δεν είναι: καταιγισμός τηλεφωνικών κλήσεων με απόκρυψη, ακόμη και αργά τη νύχτα· αισχρό γκράφιτι στην πόρτα του διαμερίσματός μου· καταγγελία (!) εις βάρος μου σε αστυνομικό τμήμα για παρενόχληση! Επειδή όμως ουδέν κακόν αμιγές καλού, μπορεί τουλάχιστον κάποια στιγμή η απίστευτη αυτή ιστορία να αποτελέσει υλικό λογοτεχνικής αφήγησης. (Έχω ήδη διαλέξει τον τίτλο: «Η `“σφυριγμένη”* ποιήτρια που ήθελε να με παντρευτεί και να κάνουμε πολλά παιδιά». Μένει τώρα να γραφεί το διήγημα...)
Υπάρχουν βέβαια και τα μικρότερα (;) “κακά”: η κολακευτική προσέγγιση από φιλόδοξους νέους ή και όχι κατ’ανάγκην νέους που επιθυμούν να δημοσιεύσουν. η κατεδαφιστική ερώτηση «ποιος είσαι εσύ» που εκστομίζει συχνά κάποιος δυσαρεστημένος επειδή δεν γίνεται αποδεκτό για δημοσίευση το κείμενό του ― μια ερώτηση που εκτοξεύεται πιο εύκολα όταν ο διευθυντής του περιοδικού δεν διαθέτει ισχυρό λογοτεχνικό όνομα, ή φιλολογικές περγαμηνές, ή μια πολυπρόσωπη (άρα ανθεκτικότερη στην άμυνα) συντακτική ομάδα. η εξαφάνιση και η θανάσιμη σιωπή μερικών συγγραφέων αφότου τυπωθεί η συνεργασία τους και μέχρις ότου κρίνουν ότι ήρθε η στιγμή να δώσουν την καινούρια τους συνεργασία. η αδιαφορία και η σιωπή επίσης πολλών συνεργατών για τα κείμενα που δημοσιεύονται πριν ή μετά από το δικό τους κείμενο. οι αξιώσεις για «καλή σειρά δημοσίευσης» (αλλά κάθε τεύχος έχει μόνο μία πρώτη σελίδα!...)· οι απόπειρες να μεταφερθούν στο περιοδικό ανταλλαγές φιλοφρονήσεων και επαίνων (του τύπου γράφω εγώ στο Εντευκτήριο για το βιβλίο σου και γράφεις εσύ, πάλι στο Εντευκτήριο, ή σε κάποιο άλλο περιοδικό, λίγο αργότερα, για το δικό μου βιβλίο...). κι ακόμη η έλλειψη κάθε δημόσιας κριτικής για τα περιοδικά, όπως κι η απουσία διαλόγου με και για τα κείμενα που δημοσιεύονται σ’ αυτά.

[η συνέχεια στις σελίδες του τεύχους 78 του Εντευκτηρίου - από τις 16 Οκτωβρίου στα ενημερωμένα βιβλιοπωλεία]