25.6.07

ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ 1987-2007 (Η ΑΛΛΗ ΟΨΗ)

Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 78, επετειακό για τα 20χρονα του Εντευκτηρίου

― ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΓΙΩΡΓΟ;
― ΥΠΟΜΟΝΗ ΓΙΑΝΝΗ

γράφει ο Ιωάννης Επαμεινώνδας


Το Εντευκτήριο ήταν η πρώτη μου απόπειρα να ασχοληθώ με τη γραφιστική και το σχεδιασμό εντύπων. Απόπειρα δεν είναι η σωστή διατύπωση: καταναγκασμός ήταν, γιατί εγώ κατά βάση ήμουν, και παραμένω, αρχιτέκτονας. Ο Κορδομενίδης είναι εκείνος που με έψησε με το πες-πες να ασχοληθώ και εκείνος φταίει για ότι κακό του συνέβη μετά. Όταν πρωτοβγήκε το Εντευκτήριο, το 1987, υπηρετούσα τη θητεία μου. Τα πρώτα τεύχη τα είχε σχεδιάσει ο Μαυρογένης, και ευτυχώς, γιατί χρειαζόταν ένας σοβαρός επαγγελματίας να στήσει το πρώτο κασέ. Πάνω στα δικά του ίχνη βαδίσαμε κατόπιν, αρχικά αντιγράφοντάς τον ξεδιάντροπα και ίσως χωρίς μεγάλη επιτυχία. Ο Μαυρογένης πάντως μας είχε δείξει έναν πιο "μοντέρνο" δρόμο για την εμφάνιση του περιοδικού. Μετά, ο εκδότης περιέκοψε την πολύ απλόχερη εικονογράφηση –μετρήστε μόνον πόσες ολοσέλιδες φωτογραφίες υπάρχουν στα πρώτα τεύχη– και το περιοδικό οδηγήθηκε στην κάπως στεγνή, γκρίζα μορφή, που έγινε αργότερα η χαρακτηριστική του εικόνα.

Σε αυτό συνέβαλε και το γεγονός ότι και εγώ κατά βάθος δεν ήμουν γραφίστας, αλλά αρχιτέκτονας που έκανε και γραφιστική. Φαίνεται αυτό και από το στήσιμο, τη δομή και την κάποια ακαμψία που αποπνέουν κυρίως τα εξώφυλλα: ως αρχιτέκτονας δεν μπορούσα παρά να δουλεύω με κάναβο, περασιές, κανονικότητα. Δεν είμαι ζωγράφος, άρα το πρωτογενές υλικό ήταν άλλων καλλιτεχνών το οποίο εγώ έστηνα σε εξώφυλλο. Οι καμπύλες, όταν υπάρχουν, δεν ξεφεύγουν από τον έλεγχο του ορθογωνικού, οι διαγώνιες είναι πάντα σε γωνίες 30, 45, 60 μοιρών. Θλιβερό μεν, αλλά πραγματικότητα. Ίσως βέβαια για το Εντευκτήριο –που εμένα μου φαίνεται ως ένα περιοδικό του Μοντερνισμού με "ακαδημαϊκή" νοοτροπία– αυτή να είναι η πιο ταιριαστή εμφάνιση: συνάδει απολύτως με το περιεχόμενο!

Η πιο ενδιαφέρουσα, για τον επιμελητή, φάση ήταν ο σχεδιασμός του εξωφύλλου. Χρησιμοποιούσαμε συνήθως δύο χρώματα –όταν στο τεύχος 17 θέλησα να χρησιμοποιήσω και τρίτο, εισέπραξα το σύνηθες κορδομενίδειο σχόλιο "γιατί, το έχουμε ξανακάνει αυτό;", με αποτέλεσμα να καταργήσω τελικά το μαύρο και η φωτογραφία να βγει, σε πράσινο και μπλε, σαν αρνητικό! Κάθε προηγούμενη εφαρμογή θεωρούνταν κατάκτηση και αποτελούσε κάτι σαν προδεδικασμένο, πρότυπο και όριο ταυτόχρονα για τα επόμενα τεύχη. Από την πλευρά μου υπήρχε διάθεση για συνεχώς καινούργιες λύσεις, αλλά η δεδομένη απειρία μου έκανε –και ευτυχώς– τον εκδότη να με συμμαζεύει όταν οι πειραματισμοί γίνονταν υπερβολικά ριψοκίνδυνοι.


προσχέδια του Ιωάννη Επαμεινώνδα για το εξώφυλλο του τεύχους 16


Κανείς από τους δύο μας πάντως δεν φαίνεται να ξέχασε την περίπτωση του 4ου τεύχους, στο εξώφυλλο του οποίου είχα βάλει –και τελικά εκτυπώσει– ένα δίχρωμο σχέδιο του Γιάννη Σβορώνου. Ο Κορδομενίδης, που το μαύρο-ροζ σχέδιο το βρήκε κακέκτυπο, αχρηστεύει το ήδη τυπωμένο εξώφυλλο και ξανατυπώνει –χωρίς να μου πει τίποτε– νέο εξώφυλλο με μία ολοσέλιδη φωτογραφία του ίδιου του Σβορώνου σε αχνό, αχνότατο ράστερ. Το στέλνει για βιβλιοδεσία και το τεύχος κυκλοφορεί όπως κυκλοφόρησε. Όταν εισέπραξε την αρνητική κριτική των φίλων και αναγνωστών –μετά τα δύο ωραία προηγούμενα εξώφυλλα, αυτό το τελευταίο ήταν αποτυχία– μου λέει: τελικά το αρχικό εξώφυλλο δεν ήταν κακέκτυπο, ήταν απλώς καλύτερο! Έχει και η δουλειά του γραφίστα κάποιες τέτοιες μικρές ικανοποιήσεις.
Από τα αγαπημένα μου εξώφυλλα –που προσδιορίζουν κατά κάποιον τρόπο και τις διαδοχικές κατακτήσεις, από μέρους μου, της τεχνολογίας της γραφιστικής– είναι του τεύχους 3 με το σχέδιο του Τσαρούχη: η εφαρμογή του έκκεντρου κατακόρυφου άξονα, του τεύχους 7 με το Λούβρο: η ανακάλυψη των ντεγκραντέ ράστερ, του 16 με το τρένο του Μαυρομάτη: η διτονική φωτογραφία, του 19 γιατί εικονογραφούσε κάποια κείμενά μου για την αρχιτεκτονική, επίσης του τεύχους 28-29 για την πολυπλοκότητα των χρωματικών συνδυασμών. Τέλος, τα εξώφυλλα 34 με τον Λάιος Σαλάι, 35 με το κόμπο της Κεραμέα στην Πάτμο και 36 με τον Ασλάνογλου, γιατί είναι οι πιο ώριμες στιγμές.
Όταν ξεκινήσαμε δεν υπήρχε το desk top publishing και όλα τα ωραία σημερινά συστήματα. Τα κείμενα διορθώνονταν και εκτυπώνονταν μέχρι δύο φορές. Μετά, οι διορθώσεις γίνονταν πάνω στην τελευταία εκτύπωση του χαρτιού της φωτοσύνθεσης με το χέρι: αφαιρούσες με το κοπίδι τη λάθος λέξη (το γράμμα, τον τόνο, την τελεία) και πρόσθετες τη σωστή. Σωστή κοπτοραπτική! Κάποια στιγμή ψάξαμε να βρούμε έναν τίτλο, μια περιγραφή για τη δική μου απασχόληση: γραφίστας, επιμελητής, layout-ίστας, σχεδιαστής, ή –τα βαρύγδουπα– καλλιτεχνικός υπεύθυνος, διευθυντής, μάνατζερ και τα τοιαύτα. Αφού περάσαμε από διάφορα αμήχανα, καταλήξαμε στο "καλλιτεχνική επιμέλεια", παρόλο που εμένα μου θύμιζε εκείνα τα ύποπτα "καλλιτεχνικά" πρακτορεία!


αριστερά: το εξώφυλλο του τεύχους 4 που σχεδίασε ο Ιωάννης Επαμεινώνδας· 
τυπώθηκε αλλά δεν χρησιμοποιήθηκε


δεξιά: μακέτα πρότυπης σελίδας του περιοδικού όταν άρχισε να γράφεται και να σελιδοποιείται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή (classic tης Μacintosh, 1993)

Η εμπλοκή μου ήταν ανισοβαρής από τεύχος σε τεύχος. Έκανα από στήσιμο των σελίδων μέχρι τη χειροτεχνία της φωτοσύνθεσης ενώ, στο τεύχος 37, που ήταν και το τελευταίο με το οποίο ασχολήθηκα, μόνο το σχεδιασμό του εξωφύλλου. Η –γενικά φθίνουσα– ενασχόλησή μου με το περιοδικό σχετιζόταν με την αυξομειούμενη επαγγελματική μου δραστηριότητα ως αρχιτέκτονα, με την έμφυτη κωλοπαιδαροσύνη μου απέναντι στα χρονοδιαγράμματα και τις προθεσμίες –ο εκδότης μπορεί να περίμενε και μήνες μέχρι να αποφασίσει η ευγένειά μου να ασχοληθεί με το τρέχον κάθε φορά τεύχος– αλλά και με την αυξανόμενη ικανότητα του Γιώργου Κορδομενίδη να μαθαίνει, άρα και να φορτώνεται όλο και περισσότερες ευθύνες του περιοδικού, επομένως, γιατί όχι και την καλλιτεχνική επιμέλεια. Πέρα από αυτό, τον τιμά η απόφαση να ξεκαθαρίσει κάποια στιγμή τα της συνεργασία μας –πράγμα που εγώ δεν φαινόμουν ικανός να κάνω– και να πει: ας σταματήσουμε καλύτερα, μπας και σώσουμε τίποτα από την ψυχή μας.

Η εικοσάχρονη φιλία είχε περάσει πάνω από σαράντα κύματα και άντεξε σε διαφωνίες, καυγάδες, ψύχη και καύσωνες. Επιβίωσε μέσα από τη διαφορετικότητα, τις παρεξηγήσεις και μια δύσκολη συνεργασία. Άντεξες, Γιώργο, στις κυκλοθυμικές μου ιδιορρυθμίες και επιβίωσα από τα "επαναλαμβανόμενα αστεία" σου. Μου έδωσες τη δυνατότητα να μάθω και έμαθα πάνω στην καμπούρα του Εντευκτηρίου ένα δεύτερο επάγγελμα, να διευρύνω τους ορίζοντές μου, ακόμη και τους συγγραφικούς. Κι αν η αρχιτεκτονική έφτασε να καταλαμβάνει τον μισό μόνον από τον συνολικό επαγγελματικό μου χρόνο, αυτό οφείλεται σε σένα και στο Εντευκτήριο. Όπως το είχες προβλέψει, με κατέστρεψε, εκείνος ο άνθρωπος. Θα συμπλήρωνα: και αυτό το περιοδικό!

24.6.07

ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ 1987-2007

ΜΕΣΑ ΓΙΑ ΜΕΣΑ

Γράφει ο Γιώργος Κορδομενίδης



Όλα άρχισαν το 1986, όταν βρέθηκα ξέμπαρκος από κάθε δημοσιογραφική δραστηριότητα· είχα πάψει από χρόνια να γράφω στον «Ελληνικό Βορρά», εκείνο τον καιρό είχα αναγκαστεί να διακόψω τη συνεργασία μου με το κρατικό ραδιόφωνο, με είχε ... απολύσει κι ο Καλοκύρης από «Το Τέταρτο»... Τότε έπεσε στα χέρια μου το «Πλανόδιον», που έβγαινε ακόμη ολιγοσέλιδο και πιασμένο με σύρμα· αυτό μου έβαλε την ιδέα ενός περιοδικού με λίγες επίσης σελίδες, κάποιες λογοτεχνικές συνεργασίες και πολλά σχόλια ― κυρίως για την πολιτιστική ζωή και κίνηση στη Θεσσαλονίκη, θέμα που τότε με απασχολούσε πολύ. Η σχετική αυτοπεποίθησή μου ότι θα μπορούσα να τα βγάλω πέρα οφειλόταν κυρίως στη μέχρι τότε σχέση μου με ποικίλα περιοδικά· είχα θητεύσει, ποικιλοτρόπως, στη «Διαγώνιο» κατά την τελευταία της περίοδο, είχα συνεργαστεί για ένα διάστημα σποραδικά με «Το Δέντρο» και με «Το Τέταρτο», ενώ σποραδικά μόνο με το «Τραμ» στη δεύτερη διαδρομή του και με τον «Παρατηρητή». Κυρίως όμως πόνταρα στην εμπειρία μου από δύο αφιερώματα στη Θεσσαλονίκη που οργάνωσα, το 1985, με αφορμή τον εορτασμό των 2.300 χρόνων της πόλης: στο «Διαβάζω» και στο «Εμείς», το περιοδικό της Εθνικής Τράπεζας για το προσωπικό της.

ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ σκέφτηκα να εμπλέξω στην έκδοση του περιοδικού τον αδελφικό φίλο Μανόλη Ξεξάκη, κι έτσι συζητήσαμε γι' αυτό αρκετές φορές, καταναλώνοντας συνεταιριστικά κρασιά, κριθαρένια παξιμάδια κι εξαιρετική γραβιέρα Κρήτης. Τελικά, αποφάσισα να κάνω το μεγάλο τόλμημα μόνος. (Μου έμεινε βέβαια η φιλία με τον Ξεξάκη αδιατάραχτη· μου έμεινε και η προτίμηση στα κριθαρένια παξιμιάδια και την γραβιέρα Κρήτης...) Με ενθάρρυναν πολλοί· και με πάγωσε, ευτυχώς προσωρινά, η απαισιόδοξη οικονομική ανάλυση του εγχειρήματος από τον Ηλία Ευθυμιόπουλο, εκδότη τότε (1986) του περιοδικού «Οικολογία», αργότερα υφυπουργό ΠΕΧΩΔΕ επί κυβερνήσεως Πασόκ. Ας είναι καλά ο επιστήθιος φίλος, τυπογράφος Γιάννης Μουγκός, που ανέλαβε χρέη όχι μόνο τεχνικού συμβούλου αλλά και εμψυχωτή, σε κάθε κρίσιμη στιγμή αμφιταλάντευσης.

ΕΜΠΝΕΥΣΤΗΚΑ τον τίτλο του περιοδικού από έναν ορισμό της λέξης “εντευκτήριο” που άκουσα διά χειλέων Χριστινόπουλου, σχετικά με ομότιτλο βιβλίο του που περιλαμβάνει διάφορες μεταφράσεις του.
Η αλήθεια είναι πάντως ότι το «Εντευκτήριο» ―ασχέτως του όποιου ρόλου διαδραμάτισε, πιθανόν, με την έκδοσή του, προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση― υπήρξε καθαρώς ατομικό διάβημα κι όχι απόρροια κάποιου συλλογικού, σιωπηλού έστω, αιτήματος· όπως δεν υπήρξε όργανο καμιάς ομάδας, λογοτεχνικής ή άλλης, ούτε μέσον προώθησης κάποιου συγκεκριμένου αισθητικού ρεύματος.
Η αντίστροφη μέτρηση για την έκδοση του περιοδικού άρχισε το επόμενο βράδυ αφότου ο πατέρας μου πέρασε ήσυχα στην άλλη όχθη· φαίνεται πως ήταν η στιγμή να επινοήσω για τον εαυτό μου έναν νέο ρόλο. Η κυοφορία του πρώτου τεύχους κράτησε δύο συναπτούς μήνες. Στις 8 Νοεμβρίου 1987 το «Εντευκτήριο» διεκδικούσε μία θέση στους πάγκους και στις προθήκες των βιβλιοπωλείων της Θεσσαλονίκης, και μερικές ημέρες αργότερα και της Αθήνας και μερικών ακόμη, λίγων πάντων, άλλων μεγάλων πόλεων.



Στο εξώφυλλο του πρώτου τεύχους, πλάι στον τίτλο, υπήρχε ένα σχέδιο που είχε φιλοτεχνήσει, για να χρησιμοποιηθεί ως λογότυπος, η πρόωρα χαμένη φίλη μου, γλύπτρια Χριστίνα Ζερβού. Κανείς όμως δεν φαίνεται να κατάλαβε πως το σχέδιο εκείνο αντιπροσώπευε ένα έψιλον ― μολονότι όλες οι προτάσεις της Ζερβού δημοσιεύονταν σε σελίδα του τεύχους― κι έτσι, με βαριά καρδιά, το απέσυρα.

ΤΟ ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ αποφάσισε, από μιας αρχής, να μην εκφράζει μόνο την παραγωγή των Θεσσαλονικέων λογοτεχνών, θέλοντας να διαφοροποιηθεί (και) με αυτόν τον τρόπο από τα άλλα δύο περιοδικά που μόλις είχαν εκδοθεί τότε στη Θεσσαλονίκη και έδειχναν να έχουν τέτοια, κυρίως, κατεύθυνση. Ένα σύντομο κείμενο, με τίτλο «Κατάθεση προθέσεων», που δημοσιεύτηκε στο δεύτερο τεύχος, διευκρίνιζε ακόμη ότι το «Εντευκτήριο» δεν είναι ούτε αυτοσκοπός ούτε μέσον βιοπορισμού, κι ότι θα εκδίδεται όσο κατορθώνει να πληροί το μίνιμουμ των προδιαγραφών που είχαν τεθεί εξαρχής. Οι προγραμματικές αυτές αρχές εξακολουθούν να ισχύουν.
Αποκλεισμοί για λόγους γεωγραφικής προέλευσης των συνεργατών ή προσωπικών αντιπαθειών δεν υπήρξαν. Θέλω να πιστεύω ότι αποφασιστικό κριτήριο σε όλες τις επιλογές της ύλης υπήρξε το βεληνεκές των κειμένων και η φυγόκεντρη σχέση τους με τις κυρίαρχες τάσεις της εκδοτικής αγοράς. Αν θέλετε, βάλτε και λίγο νερό ―αλλά μόνον λίγο!― σ' αυτόν τον ισχυρισμό, γιατί κάθε άνθρωπος έχει τις αδυναμίες του. Οι περισσότεροι πάντως από όσους, στη διάρκεια αυτής της εικοσάχρονης διαδρομής, κατέβηκαν από το τραίνο, πήραν οι ίδιοι την απόφαση. Σπάνια το «Εντευκτήριο» απομάκρυνε κάποιον συνεργάτη, πιστεύοντας ότι δεν ανταποκρίνεται στις αρχές του.


από τη συνέντευξη Τύπου για την παρουσίαση του πρώτου τεύχους του «Εντευκτηρίου», 11.11.1987, στα γραφεία του Συνδέσμου Εκδοτών Βόρειας Ελλάδας. Στο δεξί άκρο ο διευθυντής του περιοδικού, Γιώργος Κορδομενίδης και δίπλα του οι βασικοί, τότε, συνεργάτες του «Εντευκτηρίου», Ντίνος Χριστιανόπουλος, Νίκος Μπακόλας, Μανόλης Ξεξάκης και Σάκης Παπαδημητρίου



ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ έτυχε, ήδη από το πρώτο τεύχος του, αρκετά καλής υποδοχής, τόσο από το κοινό όσο και από τον Τύπο, γεγονός που αποτέλεσε σημαντική ενθάρρυνση. Κυρίως όμως το «Εντευκτήριο» βοηθήθηκε από την ύπαρξη ενός πυρήνα σταθερών συνεργατών, ορισμένοι από τους οποίους εμμένουν σε αυτή τη σχέση από το πρώτο ακόμη τεύχος. Ανάμσά τους, σε διακεκριμένη θέση, πρώτα πρώτα οι οριστικώς απόντες: Τόλης Καζαντζής, Νίκος Μπακόλας και, προς το τέλος της ζωής του, Ανέστης Ευαγγέλου. Ακόμη, ο μέντοράς μου (κι ας μην με αναγνωρίζει για πνευματικό του παιδί) Ντίνος Χριστιανόπουλος, από τους σταθερότερους συμβουλάτορές μου κυρίως στην πρώτη δεκαετία· ο ποιητής, δοκιμιογράφος και βιβλιογράφος Δημήτρης Δασκαλόπουλος, πρόθυμος πάντα (μαζί με τη σύζυγό του, φιλόλογο, κριτικό και πεζογράφο, Μαρία Στασινοπούλου) να συζητήσει προβλήματα και να προτείνει λύσεις, ήδη από την προ-εκδοτική περίοδο του «Εντευκτηρίου»· ο άλλος δάσκαλός μου ―εξωπανεπιστημιακώς, εννοείται―, Δ. Ν. Μαρωνίτης (που τον γνώρισα, έμφοβος, μόλις το 1989, χάρη στην επιμονή της Νατάσας Πεπονή), από τους ελάχιστους που σχολιάζουν τα περιεχόμενα κάθε τεύχους ένα προς ένα, με ―κατά περίσταση― μετρημένη αυστηρότητα ή σπανίζουσα γενναιοδωρία. Επίσης, οι κριτικοί Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Μισέλ Φάις, Τιτίκα Δημητρούλια και η νεότερη Λίνα Πανταλέων, που συνεργάζονται αδιάκοπα με το περιοδικό. Τέλος, συγγραφείς που μαζί με τους προαναφερθέντες, συνεργάστηκαν κατ’ αποκλειστικότητα ή με προνομιακή προς το «Εντευκτήριο» κλίση, ταυτιζόμενοι κατά περιόδους μαζί του και συμβάλλοντας στην παγίωση της φυσιογνωμίας του, όπως οι: Πάνος Θεοδωρίδης, Σάκης Παπαδημητρίου, Ξενοφών Μπρουντζάκης, Μανόλης Ξεξάκης, Σάκης Σερέφας, Ματούλα Σκαλτσά, Κ. Ν. Πλαστήρας, Δημήτρης Η. Παστουρματζής, Δημήτρης Νόλλας, Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, Διαμαντής Αξιώτης, Μαργαρίτα Μέλμπεργκ, Τάσος Χατζητάτσης, Βασίλης Αμανατίδης, Σπύρος Καρυδάκης και άλλοι πολλοί.

ΤΟΝ ΓΡΑΦΙΣΤΙΚΟ σχεδιασμό του περιοδικού στην αρχή ανέλαβε εξ Αθηνών ο Ερρίκος Μαυρογένης, κάνοντας ένα γενικό layout, την υλοποίηση του οποίου επωμίστηκε ο Ιωάννης Επαμεινώνδας. Ο τελευταίος ανέλαβε από το τεύχος 4 την όλη καλλιτεχνική επιμέλεια του «Εντευκτηρίου» και την κράτησε ―μορφάζοντας ενίοτε από δυσαρέσκεια― μέχρι και το τεύχος 36 (φθινόπωρο 1996), ενώ για το τεύχος 37 περιορίστηκε στον σχεδιασμό του εξωφύλλου. Για να πω και του στραβού το δίκιο πάντως, όλα αυτά τα χρόνια ο Επαμεινώνδας υπήρξε ο στενότερος συνεργάτης του «Εντευκτηρίου» κι ο πρώτος άνθρωπος που συμβουλευόμουν για οτιδήποτε αφορούσε το περιοδικό, από προτεινόμενες συνεργασίες μέχρι γενικότερους σχεδιασμούς και προσανατολισμούς. Οφείλω επίσης να αποκαλύψω ότι κλήθηκε επίσης αρκετές φορές να συνδράμει στη μεταφορά πακέτων με τεύχη από το βιβλιοδετείο στους διάφορους χώρους αποθήκευσης του περιοδικού. (Στο «Εντευκτήριο» άλλωστε αυτό είναι κανόνας: όσο υψηλότερα τα καθήκοντα τόσο βαρύτερο το χαμαλίκι.)
Το 1997 έκανα μόνος μερικές αλλαγές, ακούγοντας τις υποδείξεις του έμπειρου Δημήτρη Καλοκύρη (και ελάχιστο διάστημα αργότερα τον αδίκησα με ένα λοξό και επιπόλαιο σχόλιό μου για τα περιοδικά της Πολιτιστικής!) Έκτοτε το εξώφυλλο σχεδιάζεται από τον Άρι Γεωργίου, που έχει και τη γενική εποπτεία της εμφάνισης του περιοδικού, ενώ ο ίδιος ανέλαβα και τη σελιδοποίηση.

Ο ΤΥΠΟΓΡΑΦΟΣ Γιάννης Μουγκός στήριξε με κάθε τρόπο το «Εντευκτήριο» στην πρώτη, κρίσιμη περίοδό του. Όμως από το τεύχος 3 το περιοδικό αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το ατελιέ-τυπογραφείο Μουγκού, που δεν διέθετε πια μηχανή offset. Τότε άρχισε η συνεργασία μας με το ατελιέ του Αρνάλντο Τροϊάνι (ο πρόωρος θάνατός του μας βύθισε σε μεγάλη λύπη, που κρατάει ακόμη) και με το τυπογραφείο του Θανάση Αλτιντζή, όπου τυπωνόταν το «Εντευκτήριο» μέχρι και το καλοκαίρι του 2006. Έκτοτε η εκτύπωσή του μεταφέρθηκε στην εταιρεία Grafo ― η επεξεργασία των εικόνων γίνεται και πάλι στο ατελιέ Τροϊάνι (De novo), τώρα πλέον από τα παιδιά του, Βαλεριάνο και Μικέλε Τροϊάνι. Τέλος, βιβλιοδέτες του περιοδικού ήταν: στα τεύχη 1-8 ο Μυρώδης Μπακιρτζίδης, στα τεύχη 9-10 ο Γιώργος Δεληδημητρίου και έκτοτε, σταθερά, ο Ιωακείμ Τρικαλιάρης.
Η διακίνηση του «Εντευκτηρίου»» από το 1987 μέχρι και το 1999 στη Θεσσαλονίκη, μερικές πόλεις της Μακεδονίας και προς τους συνδρομητές γινόταν συνήθως από τον επιγραφόμενο (και σπανιότερα με τη βοήθεια, κατά διαστήματα, φίλων όπως η Σίσυ Κανίογλου, ο Γιάννης Ρισάφης, ο Σάκης Σερέφας και ο Δημήτρης Πλαζομίτης ― καλή τους ώρα!) Τα τελευταία χρόνια η διακ΄κινηση στη Βόρεια Ελλάδα γίνεται από το «Κέντρο του Βιβλίου».
Τη διακίνηση στην Αθήνα και τη νότια Ελλάδα ανέλαβαν καταρχάς ο Σάκης (Διονύσης) Μαραθιάς (γνώριμος από τον καιρό που κρατούσε το βιβλιοπωλείο των εκδόσεων Οδυσσέας στη Θεσσαλονίκη) και ο Σάκης Πομώνης, οι οποίοι, όταν βάρεσαν φαλιμέντο το 1989, φόρεσαν στο «Εντευκτήριο» (δηλαδή στη μισθοσυντήρητη τσέπη μου) ένα καθόλου ευκαταφρόνητο χρέος 600.000 δραχμών (το 1989, επαναλαμβάνω), έναντι του οποίου δεν κατέβαλαν έκτοτε ούτε δεκάρα τσακιστή. Αν αυτά είναι τα συναλλακτικά “ήθη” της ελληνικής αγοράς, μερσί, δεν θα πάρω... (Ελπίζω πάντοτε ότι ο “πτωχεύσας” προ ετών Μαραθιάς δεν είναι το ίδιο πρόσωπο με τον φερώνυμο σημερινό εκδότη βιβλίων bloggers...) Μικρότερη ποσότητα διακινούσε επίσης εξαρχής το βιβλιοπωλείο «Νεφέλη» και συνεχίζει το διάδοχό του «Κατάρτι» του Γεράσιμου Τούμπα, ενώ τον κύριο όγκο της διανομής στην Αθήνα και τη λοιπή νότια Ελλάδα ―μετά την ολιγόμηνη, ευτυχή πάντως συνεργασία με την «Πρόοδο» του Τάσου Κωσταμπάρη, που κι αυτός αργότερα φαλίρισε― διεκπεραιώνει από το 1990 και εξής ο παλαιός γνώριμος Σπύρος Μαρίνης.

ΤΟ ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ υπήρξε για μεγάλο διάστημα ζημιογόνο. Η χασούρα του αντιμετωπίστηκε (ως έναν βαθμό) από έσοδα μέσω διαφημιστικών καταχωρίσεων, πενιχρότατη ―και πάντως απολύτως διαφανή― επιχορήγηση από το Κράτος, την ίδια που προνοείται για την πλειονότητα των περιοδικών, και κατά το υπόλοιπο με... αυτοχρηματοδότηση από τον διευθυντή-εκδότη του. Κανείς συνεργάτης δεν πλήρωσε ποτέ δραχμή ―ούτε αμέσως ούτε εμμέσως, εγγράφοντας λ.χ. συνδρομητές― για συνεργασία του που τυπώθηκε στο περιοδικό. Αλλά και κανείς, δυστυχώς (με την εξαίρεση των γραφιστών Μαυρογένη και Επαμεινώνδα) δεν πληρώθηκε για συνεργασία του, μολονότι αυτός ήταν ο μεγάλος καημός του «Εντευκτηρίου»: να μπορεί να αμείβει, συμβολικά έστω, τους συγγραφείς των κειμένων που δημοσιεύει.
Στην οικονομική αντοχή του περιοδικού συνέβαλαν ―καθένας με τον τρόπο του και σε διαφορετικό βαθμό― όλα αυτά τα χρόνια όχι λίγοι άνθρωποι. Μνημονεύω, ίσως πρόχειρα, με κίνδυνο μάλιστα (αν λησμονώ κάποιους) να φανώ αχάριστος και άδικος, τους: Αθηνά Καλαϊτζόγλου, Γιώργο Τσοκόπουλο, Αλίκη Τέλλογλου, Γιάννη Μπουτάρη, Χρήστο Μπακαλάκο και Κώστα Φέκκα, Λουκία Σαράντη, Αντώνη Κιούκα, Γιώργο Δαυίδ (της 3Ε), Μαργαρίτα Μιχαλά, Δημήτρη Μαντέ και Στέλλα Ιατρού, Αχιλλέα Έξαρχο, Μίμη Φατούρο, Άρη Κυλίτη, Γιώργο Κωνσταντινίδη, Θεόδωρο Καρατζά και Τάκη Αράπογλου (διοικητές της Εθνικής Τράπεζας), Παναγή Βουρλούμη (διοικητή του ΟΤΕ), Γιώργο Ορφανό (υφυπουργό Αθλητισμού), καθώς και πολλούς εκδότες στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, που κράτησαν σταθερά το «Εντευκτήριο» μεταξύ των εντύπων από τα οποία προβάλλουν τα βιβλία τους. Φυσικά, και αμεσότερα, όλοι οι συνδρομητές του ―πολλοί από τους οποίους σταθερά από το 1ο τεύχος― και οι αναγνώστες του, μόνιμοι ή περιστασιακοί, στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ, είναι αλήθεια, ανέτοιμος (αλλά και απρόθυμος) για κάθε αξιολόγηση της πορείας που διήνυσε όλα αυτά τα χρόνια το περιοδικό, ή του βαθμού συμμετοχής του στην ελληνική πνευματική ζωή. Μου φαίνεται ευκολότερο και πιο τίμιο να αναγνωρίσω πόσο ωφελήθηκα ο ίδιος από την εμπειρία του «Εντευκτηρίου», πόσους ανθρώπους γνώρισα ουσιαστικότερα και από πόσους ευεργετήθηκα, τιμώμενος με την εμπιστοσύνη της συνεργασίας τους αλλά και της αναγνωστικής τους εμμονής.
Τα προβλήματα, οι στενοχώριες, οι απογοητεύσεις φυσικά δεν έλειψαν. Αλλά γι’ αυτά δεν υπάρχει εδώ χώρος.
Ευχαριστίες και ευχές σε όλους: συνεργάτες, αναγνώστες, φίλους.

8.6.07

ΤΑ «ΟΡΙΑ» ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ Η ΕΛΛΕΙΨΗ ΟΡΙΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ

Σε έναν τόπο και σε μια εποχή όπου τα μείζονα θέματα ευτελίζονται στα τηλεοπτικά δελτία των 8 και υποβαθμίζονται στη μεγαλύτερη μερίδα του Τύπου, τα κείμενα που λένε το αυτονόητο σπανίζουν και ξεχωρίζαν σαν τη μύγα μες στο γάλα.
Διαβάστε το εύστοχο σχόλιο του Φώτη Γεωργελέ στην Athens Voice που κυκλοφορεί.

http://www.athensvoice.gr/100/3/7/0/1/61/7/showdoct.html