Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η εκδίκηση της Ιθάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η εκδίκηση της Ιθάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

13.12.18

Σπουδή σε δύο φεγγίτες


του Θάνου Λουμπρούκου



Ημέρα 1η
Θα 'τανε Νοέμβρης του ‘66; Δεκέμβρης; Δεν θυμάμαι, ρε παιδί μου, πάει καιρός. Μας είχε φωνάξει ο κυρ-Χρήστος για κάτι μερεμέτια σ’ ένα σπίτι στο Μαρούσι. Φορτώσαμε πρωί πρωί τα εργαλεία και ξεκινήσαμε. Σκαλωσιές, μαδέρια, σκεπάρνια και δεν συμμαζεύεται. Πιάσαμε αμέσως δουλειά, ούτε καφέ δεν ήπιαμε. Κατά το μεσημεράκι, στο κολατσιό, εκείνος εμφανίστηκε στον κήπο. Πώς πάτε, παιδιά; μας ρώτησε. Ήμασταν τρεις κι αυτός τέσσερις. Πώς να πάμε, κυρ-Γιάννη, προχωράμε, απάντησ’ ο κυρ-Χρήστος, έχουμε και τον καινούργιο μαζί μας, τον Αντώνη. Και έδειξε εμένα. Εγώ ντράπηκα.
Κάποια στιγμή τελειώσαμε. Όπως πλενόμουνα στη βρύση του κήπου, ήρθε να μου μιλήσει: Πού κάθεσαι; Είπα: στην Καισαριανή. Θα στείλω ένα ταξί αύριο το πρωί να σε πάρει, είπε δυνατά, να το ακούσουν όλοι... Έγνεψα ναι κι έτρεξα στο φορτηγάκι του κυρ-Χρήστου.

Ημέρα 2η
Ο πατέρας μου ήταν πολύ θρήσκος. Έλεγε ότι μόνο με τη βοήθεια του Θεού μπορούμε να προκόψουμε. Γι’ αυτό πηγαίναμε στην εκκλησία όλοι μαζί κάθε Κυριακή: ο πατέρας μου, η μάνα μου, ο αδερφός μου ο μεγάλος, η αδερφή μου κι εγώ. Θυμάμαι, η μάνα μου μου είχε πάντα πουκάμισο φρεσκοσιδερωμένο. Τα χέρια μου, που ήταν γεμάτα γρατζουνιές, μου έλεγε να τα κρύβω στις τσέπες. 
Μετά την εκκλησία, το ταξί με περίμενε έξω απ’ το σπίτι. Προτού προλάβει να ρωτήσει η μάνα μου πού πάω και να φωνάξει ότι θα με περιμένει για φαΐ το μεσημέρι, το ταξί γκαζάριζε.
Εκείνος με περίμενε καπνίζοντας στην εξώπορτα. Μου έκανε μια δυνατή χειραψία: Καλωσήρθες στο σπιτικό μου. Μπήκαμε. Από το πάνω πάτωμα ακουγόταν μουσική. Κάτι ρεμπέτικα. Μου έψησε καφέ μερακλίδικο, όπως τονε γουστάρω, και αρχίσαμε την κουβεντούλα. Πόσω χρονώ είμαι, από πού κατάγομαι, αν έχω πάει σχολείο, αν με πληρώνει καλά ο μάστορας, πότε θα παντρευτώ, τέτοια. Εκεί γέλασα. Γιατί γελάς, μου λέει, νέο παιδί είσαι, δεν θες να παντρευτείς; «Πώς δε θέλω, αργότερα όμως, είμαι μικρός». Τι μικρός, μου λέει, εικοσιπέντε χρονών παλικάρι. «Έχει ο Θεός, κυρ-Γιάννη». Αφού ήπια τον καφέ, είπε να πάμε να μου δείξει τους δύο φεγγίτες. Τι είναι φεγγίτες; τον ρώτησα.
Ανεβήκαμε στο δεύτερο πάτωμα, στο δώμα. Η τελευταία σκάλα ήταν πολύ στενή· σκέφτηκα: αν παχύνει πώς θα ανεβαίνει; Μου εξήγησε τι είναι φεγγίτες. Πολύ φως, ρε παιδί μου. Το δώμα ήταν μακρόστενο και είχε ένα παράθυρο στο βάθος. Παντού πίνακες, πινέλα, μπογιές, χαρτιά. Δίπλα στο παράθυρο, στο πάτωμα, είχε ριγμένο ένα μαύρο πανί και κάτι άλλα χρωματιστά υφάσματα κουβαριασμένα σαν μπόγο. Στον έναν τοίχο είχε κολλήσει ένα κρεβάτι με κάμποσα μαξιλάρια. Τι τα θες τόσο μαξιλάρια, κυρ Γιάννη, τον ρώτησα. Πάψε πια να με λες κυρ-Γιάννη, με μάλωσε, για σένα Γιάννης σκέτο. Εντάξει, σκέφτηκα, Γιάννης σκέτο. Δεν απάντησε τι τα ήθελε τόσα μαξιλάρια.
Με έβαλε κάτω ακριβώς από τους φεγγίτες και μου είπε να σταθώ να με φωτογραφίσει. Δεν είχα δει φωτογραφική μηχανή από τόσο κοντά, μία φορά μόνο στο Ζάππειο, που βγήκαμε οικογενειακώς φωτογραφία Δεν μπορούσα να σταθώ ακίνητος, το θυμάμαι καλά αυτό. Είχα εκνευρισμό. Ντρεπόμουν. Βρε κάτσε σε μια θέση, μου έλεγε. Εγώ με τίποτα. Τι μου βρίσκεις κυρ-Γιάννη, ε, Γιάννη; τον ρώτησα. Εσύ έχεις ελληνική ομορφιά, μου απάντησε. Ακόμα δεν έχω καταλάβει τι εννοούσε μ’ αυτό το «ελληνική ομορφιά». Δηλαδή οι ξένοι είν’ άσχημοι; Κάτσε σε τούτη την καρέκλα, μου είπε κάποια στιγμή, και κοίταξε τον πίνακα σε εκείνον τον τοίχο. Χάζευα εγώ κάτι ναύτες και κάτι αγγέλους παραπέρα κι εκείνος μου τράβαγε φωτογραφίες. 
Πάω να φέρω κάτι, είπε αργότερα, μη φύγεις. Σηκώθηκα, πήγα στο παράθυρο, άναψα τσιγάρο και κοίταξα στον κήπο. Τον είδα που είχε πάει πέρα από τον δρόμο και κάτι έκοβε σε μια γωνιά μ’ ένα μαχαίρι. Γύρισε με μια κόφα γεμάτη φύλλα από βάγια. Μου 'φτιαξε στεφάνι και μου το φόρεσε στα μαλλιά. Κάθισε τώρα ήσυχα, μου είπε, και τράβηξε τρεις-τέσσερις φωτογραφίες. Ύστερ’ από λίγο, μου ζήτησε να βγάλω το πουκάμισό μου. Ήρθε να με βοηθήσει: σιγά, Γιάννη, σιγά, το 'χει σιδερώσει η μάνα μου, του λέω. Μη φοβάσαι, λέω, θα σου το σιδερώσω εγώ μετά. Όλα ξέρει να τα κάνει ο κυρ-Γιάννης, είπα από μέσα μου. Ωραία, λέει, τώρα κοίτα εμένα. Τον κοίταξα, έβγαλε δυο-τρεις φωτογραφίες και μου είπε να καθίσουμε στο κρεβάτι.



Ημέρα 3η
Το ταξί με περίμενε μετά τη δουλειά. Μάστορα, περίμενε να πλυθώ κι έρχομαι, φώναξα στον οδηγό. Ρώταγ’ η μάνα μου άμα θα φάω και πότε θα γυρίσω, ούτε που της απάντησα. Έφτασα γρήγορα. Έκανε κρύο κι είχε ανάψει το μαγκάλι. Μου ζήτησε να σταθώ καθιστός να με φωτογραφίσει, μετά όρθιος, μετά ξαπλωτός. Έβγαλα μόνος μου το πουκάμισό μου. Δεν με ένοιαζε που έπεσε στο πάτωμα, θα μου το σιδέρωνε εκείνος μετά. 

Ημέρα 4η
Το ταξί ήρθε βράδυ και πάτησε το κλάξον. Βγαίνω, φώναξα του οδηγού. Βρήκα την πόρτα ξεκλείδωτη. Ανέβηκα στο δώμα, στεκόταν δίπλα στο παράθυρο. Δεν είδα κάπου τη φωτογραφική μηχανή.

Ημέρα 5η
Το ταξί με περίμενε μετά την εκκλησία: «Μάστορα, δε θα 'ρθω σήμερα, πες στον κυρ-Γιάννη ότι αρρώστησα και μου κάνει η μάνα μου βεντούζες».

Ημέρα 6η
Το ταξί ήρθε μια πριν και μια μετά τη δουλειά, άρρωστος έλεγα ότι ήμουνα. 

Ημέρα 7η
Πέρασα από το σπίτι του πηγαίνοντας σ’ ένα γιαπί για μεροκάματο. Κοίταξα μέσα. Στο παράθυρο στο πρώτο πάτωμα μου φάνηκε ότι είδα κάποιον πιτσιρικά να κοιτάει προς τα έξω. Νόμιζα κάτι με πείραξε μέσα μου, στην καρδιά μου, ρε παιδί μου.
Από τότε δεν έχω ξαναπάει στο Μαρούσι. Αποφεύγω.


Ο Θάνος Λουμπρούκος γεννήθηκε το 1983 στο Διαβολίτσι Μεσσηνίας. Ξεκίνησε να γράφει ποιήματα σε ηλικία 20 ετών. Σπούδασε Ηλεκτρολόγος Μηχανικός και Μηχανικός Υπολογιστών στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης στην Ξάνθη. Εργάζεται ως ειδικός πληροφορικής στην Αθήνα και ασχολείται ερασιτεχνικά με τη στιχουργική και τη δημοσιογραφία. Ποιήματά του δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς στο περιοδικό Εντευκτήριο. Το 2007 κυκλοφόρησε σε ιδιωτική έκδοση τη συλλογή ποιημάτων λιτοί + δεμένοι. Aπό τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή του Η εκδίκηση της Ιθάκης (2015).

9.6.15

«Η εκδίκηση της Ιθάκης» του Θάνου Λουμπρούκου

Ρωτήσαμε έναν νέο ποιητή γιατί γράφει ποίηση

του Γιάννη Νένε


http://www.athensvoice.gr


Ο Θάνος Λουμπρούκος είναι 32 ετών. Το πρώτο πράγμα που μπορεί να σε κάνει να τον θυμάσαι, αν μάθεις μερικά πράγματα γι’αυτόν, είναι ότι η αγάπη του για τους Abba τον έκανε να μεταναστεύσει, έτσι στα ξαφνικά, στη Σουηδία χωρίς να ξέρει ούτε λέξη σουηδικά.  Μετά όμως ανακαλύπτεις και άλλα πράγματα γι’αυτόν: την Ιθάκη του (αν και κατάγεται από το Διαβολίτσι Μεσσηνίας). Τα ποιήματά του, που ξεκίνησε να τα γράφει από 20 ετών. Το πάθος του για τη μουσική και την ένθερμη άποψή του για αυτό που λέμε «ελληνικό τραγούδι».  Ο Θάνος σπούδασε Ηλεκτρολόγος Μηχανικός και Μηχανικός Υπολογιστών στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, στην Ξάνθη. Τώρα εργάζεται ως σύμβουλος ανθρώπινου δυναμικού στην Αθήνα και ασχολείται ερασιτεχνικά με τη στιχουργική και τη δημοσιογραφία. Ποιήματά του δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς στο περιοδικό Εντευκτήριο. Το 2007 κυκλοφόρησε σε ιδιωτική έκδοση τη συλλογή ποιημάτων «λιτοί + δεμένοι». «Ξ εκδίκηση της Ιθάκης» είναι το πρώτο του βιβλίο και η αφορμή για την παρακάτω συνέντευξη:

Πολύ νέος για ποιητής ή ήδη ώριμος;
Όπως συμβαίνει συνήθως στην πορεία προς την ωριμότητα, κανένας δεν τολμά να πει ότι την έχει κατακτήσει, ότι έχει καρφώσει τη σημαία του στην κορυφή της. Έτσι κι εγώ, που δεν είμαι παρά ένας, απρόσεκτος πολλές φορές, ορειβάτης στην απότομη πλαγιά της ζωής αλλά και της ποίησης. Θεωρώ τον εαυτό μου εξαιρετικά νέο, έχω χιλιάδες πράγματα ακόμα να μάθω. Αφουγκράζομαι όμως, διαβάζω και γράφω ποίηση με πάθος.

Πώς έφτασες στα πρώτα σου ποιήματα;
Γυμνάσιο πήγαινα, θυμάμαι, όταν έγραψα τα πρώτα μου σουρεαλιστικά στιχάκια τα οποία είχαν επιρροές από τη ροκ μουσική που άκουγα, κυρίως Doors. Αργότερα, στα φοιτητικά χρόνια και μάλλον ασυναίσθητα, έβαλα τα στιχάκια μου μέσα σε πλαίσια και, με μαγικό τρόπο, προέκυψαν τα πρώτα ποιήματα με αρχή, μέση και τέλος.

Και πώς έφτασες στη Σουηδία;
Πέρασα διάφορες περιπέτειες μετά την ενηλικίωσή μου: σπούδασα, αγωνίστηκα στον σκληρό στίβο της εργασίας, ξενιτεύτηκα, επέστρεψα στη χώρα μου, δοκιμάστηκα στην ακόμα πιο σκληρή αρένα της λογοτεχνίας. Στη Σουηδία βρέθηκα το 2011 εξαιτίας της αγάπης μου για τους ΑΒΒΑ! Ακούγεται περίεργο, κι όμως είναι η αλήθεια. Ξέρεις, αν κάτι με εμπνεύσει το διεκδικώ και το ακολουθώ σαν πιστό σκυλί. Στη μουσική των ΑΒΒΑ είδα μια κουλτούρα καθαρή, χαρούμενη και δημιουργική. Θέλησα λοιπόν να βιώσω το σουηδικό-σκανδιναβικό γίγνεσθαι. Αφού αποχώρησα από τη δουλειά μου, γέμισα μία τεράστια κόκκινη βαλίτσα με χειμωνιάτικα ρούχα και πέταξα για το αεροδρόμιο Αρλάντα της Στοκχόλμης. Προσγειώθηκα ακούγοντας ΑΒΒΑ στο κινητό μου. Δούλεψα για 2 χρόνια περίπου στην πόλη του Λινσέπιν, υπό τη σκέπη 2 εξαιρετικών φίλων γιατρών, της Μίνας και του Αντρέα, και επέστρεψα. Από τότε σπάνια πλέον ακούω ΑΒΒΑ. Ό,τι είχε να μου δώσει η ιδιαίτερη αυτή χώρα, εξαντλήθηκε στο ταξίδι του επαναπατρισμού, το 2013. Καλό είναι να δοκιμάζουμε τον εαυτό μας.

Γιατί «Η εκδίκηση της Ιθάκης»;
Πάντα με απασχολούσε τι έγινε στην Ιθάκη του Οδυσσέα μετά το happy end που παραθέτει ο Όμηρος. Λογικά η Πηνελόπη βρήκε έναν σύζυγο 20 χρόνια πιο γερασμένο, 20 χρόνια πιο ξένο, ο Οδυσσέας βρήκε μια γυναίκα που πιστά κρατήθηκε από το υφαντό της μακρινής φήμης του γυρισμού του καθώς κι έναν γιο ολόκληρο παλικάρι, ενώ ο Τηλέμαχος βρήκε έναν πατέρα προκάτ. Με τον τρόπο της η Ιθάκη εκδικήθηκε και τους 3 πρωταγωνιστές της ιστορίας. Άρα είναι ο πολυμήχανος χρόνος αυτός που τα καταστρέφει όλα, αυτός ο κόλακας, ο γητευτής. Μας έχει πείσει ότι τον έχουμε άπλετο ενώ ανυποψίαστους μας λεηλατεί κάθε πρωί με τον δούρειο ίππο της καινούριας άσπρης τρίχας που βρίσκουμε στα μαλλιά μας.
Παράλληλα, όλοι έχουμε μια Ιθάκη, έναν σκοπό ή έναν στόχο δηλαδή, για τον οποίο αγωνιζόμαστε, σωστά; Τι γίνεται όταν τον πετυχαίνουμε; Βάζουμε αμέσως πλώρη για τα επόμενα. Μας εκδικείται επομένως η Ιθάκη: αποδεικνύει ότι δεν είναι όπως την περιμέναμε∙ μας διώχνει για νέες περιπέτειες, για νέους σκοπέλους, για νέους βυθούς.  Η δική μου πολυπόθητη Ιθάκη ήταν να μεγαλώσω, και αυτό ακριβώς πραγματεύεται το βιβλίο: την πορεία από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση. Βιαζόμουν να φτάσω τα 18-20, και τι κατάλαβα τελικά; Πικρά νοσταλγώ τώρα τον μικρό μου εαυτό – τα χρόνια της ξεγνοιασιάς, της ανεμελιάς, της αθωότητας. Ο αγαπημένος μου σούπερ ήρωας ήταν ο Οδυσσέας, τον θαύμαζα για το σθένος του. Από τους παραπάνω παράγοντες και από μια παταγώδη αποτυχία που είχα στις πανελλήνιες εξετάσεις των κειμένων νεοελληνικής λογοτεχνίας με θέμα την «Ιθάκη» του Καβάφη, προήλθε ο τίτλος του βιβλίου.

Στα ποιήματά σου υπάρχουν η Μεθώνη, η Ιθάκη και η Ξάνθη. Πώς σε επηρεάζουν οι τόποι στην ποιητική σου;
Η ανθρωπογεωγραφική διάσταση της ποίησης έχει εξαιρετική σημασία για μένα και δεν σου κρύβω πως αποτελεί το σημαντικότερο ερέθισμα για την, ξεδιάντροπη πολλές φορές από πλευράς μου, έκφρασή της. Εμπνέομαι σε απόλυτο βαθμό από τον τόπο. Μεγάλωσα σ’ ένα πανέμορφο χωριό της βόρειας Μεσσηνίας, το Διαβολίτσι, μέρος το οποίο έχει εξελιχθεί στο μόνιμο θέατρο του ποιητικού μου σύμπαντος –μου παρέχει τα καλύτερα αντισεισμικά υλικά. Ακόμα κι όταν γράφω για μια χειμωνιάτικη εκδρομή στη Μεθώνη, ή για τον αυγουστιάτικο καύσωνα της Ξάνθης ή για την Ελαφόνησο στην οποία αφιερώνεται το βιβλίο που θα ακολουθήσει την «Εκδίκηση της Ιθάκης», ή ακόμα και για το Φαρμακονήσι όπου έκανα φαντάρος, ουσιαστικά όλα διαδραματίζονται στον πατρογονικό μου τόπο. Από εκεί ξεκινώ κι εκεί επιστρέφω. Τα ποιήματα, εξάλλου, πάντα για αυτόν που τα γράφει, μιλούν. Είναι η μόνη πατρίδα που θυμάται.

Η Αθήνα έχει υπάρξει μέσα στις ευαισθησίες σου; Και πώς;
Ζω στην Αθήνα 4 χρόνια συνολικά. Έχω γράψει αρκετά γκρίζα ποιήματα, μοναχικά, εσωστρεφή, οπότε εκ των πραγμάτων υπάρχει μέσα στο έργο μου άκοπα. Αγαπώ την Αθήνα και ειδικά το κέντρο, όπου ζω, βολτάρω και ερωτεύομαι. Θα την ήθελα πιο καθαρή και πιο ήσυχη. Η Αθήνα είναι η μισότρελη γριά που μας βρίζει αλλά της αφήνουμε φαγητό έξω από την πόρτα της όταν πέσει ο ήλιος και μαλακώνουν οι τύψεις, οι συνειδήσεις και οι εγωισμοί.

Ποιος είναι ο στίχος σου που σε εκφράζει αυτή την εποχή;
«Δεν μου έταξες ποτέ τη θάλασσα // Μαζί σου ερμήνευα εξαρχής ένα βουνό», από το ποίημα «Κρατάς άμυνες» που περιλαμβάνεται στην «Εκδίκηση της Ιθάκης». Κρεμόμαστε από την ξεφτισμένη κλωστή της υπόσχεσης για τη διαθεσιμότητα ενός άλλου, συνήθως μακρινού, ανθρώπου. Τεράστιο λάθος. Δεν υπάρχει απεραντοσύνη συναισθημάτων, παρά μόνο τρικυμίες ανασφάλειας. Από βουνά όμως, εμφανίζεται υπερπληθώρα. Κουραστήκαμε ν’ ανεβαίνουμε ανηφόρες παρεξηγήσεων. Καιρός για λίγη ευκολία.

Υπάρχει η ποίηση στην καθημερινότητά σου;
Υπάρχει σε κάθε μου δευτερόλεπτο. Στα πρωινά, νυσταγμένα φλερτ μέσα στο μετρό, στο ζευγάρι των γερόντων που παίζουν χαρτιά στο απέναντι μπαλκόνι για να σκοτώσουν την ώρα τους (τι αντιφατικό κίνητρο, αλήθεια), στον καφέ που πίνω κάτω από τα πλατάνια του χωριού μου τα καλοκαίρια. Αντλώ, παράγω και διανέμω ποίηση από και προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο ποιητής, ας το έχουμε υπόψη μας, έχει κοινά στοιχεία με τον μάντη του αρχαίου κόσμου: είναι καταδικασμένος να ζει απομονωμένος και να τον θεωρούν λίγο φευγάτο∙ όλοι όμως κρέμονται από τα χείλη του. Είναι ο ποιητής λοιπόν ο ανελέητος προφήτης της στιγμής.

Ποιοι ποιητές έχουν επηρεάσει το έργο σου;
Πρώτα και κύρια ο απόλυτος μάστορας του λόγου, Οδυσσέας Ελύτης∙ πιστεύω μάλιστα ότι έχω κατορθώσει (με αρκετό κόπο και πόνο, παραδέχομαι), να μην είναι εμφανής η επιρροή του στα ποιήματά μου. Από εκεί και πέρα, έχω μελετήσει σε βάθος την Κική Δημουλά, αγαπώ τον Καβάφη, την Τζένη Μαστοράκη, τον Μίλτο Σαχτούρη, τον Νίκο Καρούζο, την αιχμηρή Κατερίνα Γώγου, τον Ντίνο Χριστιανόπουλο οπωσδήποτε, τη Δήμητρα Χριστοδούλου, τον Ένγκαρ Άλλαν Πόου, τον Τζιμ Μόρρισον, την εύθραυστη Σύλβια Πλαθ, τον Νίκο Καββαδία, τον Μιχάλη Γκανά, την απίστευτη Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ και πολλούς άλλους, υπάρχοντες και μη.

Τι είσαι, στιχουργός ή ποιητής; Ή και τα δύο;
Προτιμώ τη δεύτερη λύση γιατί η ποίηση δίνει απίστευτες ελευθερίες. Δεν υπάρχουν κανόνες, παρά μόνο το προσωπικό ύφος το οποίο αποκτάται με τον καιρό και χτίζεται πάνω στα θεμέλια των επιρροών. Τα ποιήματα δεν τα παρεξηγεί κανείς. Γράφω και στίχους για τραγούδια αλλά φοβάμαι ότι επαναλαμβάνω ή αναπαράγω λόγια που έχουν γράψει άλλοι, πολύ πιο ικανοί στιχουργοί ή στιχοπλόκοι. Προσπαθώ όμως, θέλει η στιχουργική αρκετή δουλειά και ταλαντούχους συνεργάτες.

Ποιος/ποιοι θα ήθελες να μελοποιήσουν ποιήματά ή στίχους σου;
Οπωσδήποτε νεαροί συνθέτες, γιατί φέρνουν δροσερές αναπνοές δημιουργίας. Αν είναι ν’ ακουστούν τραγούδια μου, θα προτιμούσα να είναι γραμμένα από παρθένα μυαλά και χέρια, ανεπηρέαστα από το ψυχαναγκαστικό κυνήγι της επιτυχίας. Η καλλιτεχνική έκφραση προϋποθέτει ειλικρίνεια, ταπεινότητα και εγρήγορση.

Έχεις στείλει δουλειά σου σε Έλληνες μουσικούς ή σε παραγωγούς της δισκογραφίας;
Έχω αποπειραθεί συνεργασίες με γνωστούς δημιουργούς, βρήκα όμως πόρτες κλειστές. Είναι κάτι που μάλλον δεν με ενδιαφέρει πλέον. Τα κριτήρια και τα κίνητρα του χώρου είναι συγκεκριμένα. Κρατώ τις κεραίες μου ανοιχτές για νέους δημιουργούς, μάλιστα συνεργάζομαι με έναν εξαιρετικά ταλαντούχο νεαρό συνθέτη, τον Γιώργο Κυριάκο. Είναι φοβερό αυτό που συμβαίνει με τον Γιώργο: αν του δώσω στιχάκι μου, μέσα σε 10 λεπτά μού το έχει στείλει πίσω μελοποιημένο.

Πόσο δύσκολο είναι να εκδώσει ένας ποιητής τα ποιήματά του σήμερα; Το δικό σου βιβλίο πώς προέκυψε;
Υπάρχουν δύο συνιστώσες στην πρόκληση της έκδοσης, που μπορεί εύκολα να γίνει και κανιβαλιστική παγίδα ματαιοδοξίας. Η πρώτη είναι καθαρά λογιστική. Η αλήθεια είναι ότι με μεγάλο δισταγμό ένας εκδοτικός οίκος προχωρά στην κυκλοφορία του έργου ενός ποιητή και μάλιστα νέου, αφού είναι δύσκολο να εισπράξει τα χρήματα που θα ξοδέψει για την έκδοση. Ποιος θα πάει να το αγοράσει; Δεν συζητάμε για κέρδος φυσικά, εκτός αν πρόκειται για γνωστό όνομα.


Η δεύτερη συνιστώσα είναι η αγοραστική ανάγκη για ποίηση. Λένε πως η εποχή μας είναι η πλέον ακατάλληλη για ποίηση, η πιο στεγνή, προσωπικά όμως θεωρώ πως σήμερα η δίψα είναι πιο έντονη, πιο υψηλή, πιο κραυγαλέα από ποτέ. Βρίσκει πράγματα πολύ δικά του κανείς μέσα στα ποιήματα. Δεν εμφανίζονται πλέον ο χλευασμός και η απαξίωση που υπήρχαν κάποτε για τους ποιητές, ευτυχώς. Εξάλλου ο ποιητής πάντα αφουγκράζεται την εποχή του ∙ εκεί επάνω χτίζει με τα γυμνά του χέρια τα ματωμένα, οπότε όσο πιο δύσκολοι και ταραγμένοι είναι οι καιροί, τόσο αυξάνονται η προσφορά και η ζήτηση για ποιητική έκφραση.

Στη δική μου περίπτωση το βιβλίο ήρθε ακριβώς 10 χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευση ποιήματός μου στο περιοδικό Εντευκτήριο («Συναισθηματική ρητορεία», τεύχος 69). Είχαν υπάρξει κάποιες συζητήσεις στο παρελθόν με τον εκδότη του, Γιώργο Κορδομενίδη, αλλά προφανώς δεν είχε συνωμοτήσει αρκετά το σύμπαν ώστε να τελεσφορήσουν. Τα καταφέραμε τον Μάρτιο του 2015 και είμαστε πολύ ευχαριστημένοι που το βιβλίο κινείται εμπορικά, ειδικά μέσω του διαδικτύου. Το ενδιαφέρον για την «Εκδίκηση της Ιθάκης», προς το παρόν, είναι μεγαλύτερο απ’ όσο περιμέναμε. Ευχαριστώ από καρδιάς τον Γιώργο Κορδομενίδη για τη μεγάλη του αγκαλιά. Χωρίς αυτόν και τον Νίκο Κανάκη με την ευγενική του χορηγία και το υπέροχο εξώφυλλο, δεν θα ταξίδευε η «Εκδίκηση της Ιθάκης».

Πώς μπορεί να σταθεί, να αντέξει ένα βιβλίο με ποιήματα στο χάος της ψηφιακής πληροφορίας χωρίς να χαθεί;
Νομίζω πως ο άνθρωπος που έχει χτίσει πνευματικές άμυνες και αντιστάσεις, ξέρει να εκτιμά την αξία της τέχνης γενικότερα και της ποίησης ειδικότερα, οπότε είναι σύμμαχός του δημιουργού ισχυρός. Εξάλλου ο σκοπός του ποιητή, θαρρώ, εκτός από τη συλλογή παρηγοριάς για τον ίδιο, είναι να φωλιάσει με το έργο του στην καρδιά του αναγνώστη. Όταν ο τελευταίος διαβάζει ένα ωραίο ποίημα που θα μιλήσει στην ψυχή του, τότε αυτόματα και απρόσωπα θα ενωθεί με τον δημιουργό του. Έτσι, κανένα χάος δεν είναι δυνατό να διαταράξει τη μοναδικά ερωτική-προστατευτική σχέση ευγνωμοσύνης μεταξύ ποιητή και αναγνώστη. Τα καλά ποιήματα δεν έχουν να φοβηθούν καμία αντίξοη συνθήκη.

Και πώς ορίζονται τα καλά ποιήματα;
Είναι αυτά που αγγίζουν σώματα και καρδιές, εκείνα που αφού τα διαβάσεις, ύστερα από λίγο καιρό τα αναζητάς πάλι, σαν να κατεβάζεις από το ράφι έναν παλιό έρωτα, τον ξεσκονίζεις τρυφερά, τον περιεργάζεσαι νοσταλγικά με την αφή σου και τον επανατοποθετείς στη θέση του με αγάπη ∙ καλά είναι τα ποιήματα που όταν τα διασχίζεις με τα μάτια σου, σκέφτεσαι «χμ, κάτι συμβαίνει εδώ, ας σταθώ».

Για ποιο λόγο να διαβάσει κάποιος την «Εκδίκηση της Ιθάκης»;
Γιατί θα βρει αρκετά δικά του στοιχεία στα 24 ποιήματα του βιβλίου, ειδικά περιοχές που αγγίζουν τις μνήμες της παιδικής ηλικίας: νοσταλγία, μελαγχολία, αισιοδοξία, αθωότητα, χιούμορ, ειρωνεία, στόχους, επιτυχίες, ανυπομονησία. Η εκδίκηση της Ιθάκης δεν είναι παρά το έναυσμα για νέες περιπέτειες στην περίκλειστη θάλασσα της ζωής.

* «Η εκδίκηση της Ιθάκης» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου (Θεσσαλονίκη).
Η παρουσίαση του βιβλίου θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 10 Ιουνίου και ώρα 20.00 στο Θέατρο 104 (Ευμολπιδών 42, στάση μετρό Κεραμεικός).


Για το βιβλίο θα μιλήσει ο συγγραφέας Νίκος Καραγεώργος. Ποιήματα θα διαβάσουν οι ηθοποιοί Ιωάννα Αγγελίδη, Δημήτρης Παπαδάτος και Μαρία Καμακάρη, ενώ ανέκδοτα τραγούδια σε στίχους του ποιητή και μουσική του Γιώργου Κυριάκου θα ερμηνεύσει ο Χαράλαμπος Παπανικολάου. Στην κιθάρα θα είναι ο Άγγελος Κατσέλης.