10.2.19

Χαιρετισμός κι αποχαιρετισμός*

-->



γράφει ο Βασίλης Παπάς


Την προηγούμενη φορά στο Θέατρο των Μακεδονικών Σπουδών το 2006, την είχες πει «Σχεδόν Πρωταπριλιά» την εκδήλωση που είχε διοργανωθεί προς τιμήν σου από το Κρατικό Βορείου Ελλάδος. Τώρα, όμως, ήθελες να ακριβολογήσεις και την ονόμασες σκέτη «Πρωτοχρονιά».
Πάλι διάλεξες μια ωραία ημερομηνία, όπου ο κόσμος όλος χαλαρός, μέσα στη διασκέδαση και το ξενύχτι για τη νέα χρονιά να είναι αλλού κι εσύ να έχεις πάρει την απόφαση ν’ ανηφορίσεις προς τ’ αστέρια.
Δεν ήταν βέβαια και η πρώτη φορά που επέδειξες ανάλογη συμπεριφορά απέναντι στα πράγματα. Να σου θυμίσω μόνο, τον Φεβρουάριο του ’92, όταν ένα κορδόνι ατέλειωτο εκούσιο κι ακούσιο κατέβαινε προς τη Θεσσαλονίκη, εσύ, με τον παλιό καλό «Απολλιναίρ», το Ντεσεβό σου τότε, ερχόσουν μοναχικός οχούμενος στο άλλο ρεύμα, προς την Έδεσσα.
Ο κόντρα ρόλος ήταν αυτό που επέλεξες και υπηρέτησες πιστά σ’ όλη σου τη ζωή, με χίλια δύο εμπόδια στην πορεία, γι’ αυτό και σε τιμούν σήμερα οι πάντες, αναγνωρίζοντας το άφθαρτο ηθικό στοιχείο που σε διέκρινε και την ακεραιότητά σου.
Γιατί η έγνοια σου ήτανε πάντα πως κάποια μέρα θα λογοδοτούσες στους ανθρώπους που επέλεξες, που πίστεψες και πορεύτηκες μαζί τους, και με τη στάση τους μες στη ζωή και μες στα γεγονότα, τα λίγα λόγια ή τη σιωπή τους, σου δώσανε το φίλτρο και τα εφόδια να ορίσεις τις συντεταγμένες σου στον κόσμο και να γράψεις το δικό σου κεφάλαιο.
Και όπως έλεγε κι ο Άμος Όζ, ο σπουδαίος Ισραηλινός συγγραφέας που αναχώρησε κι αυτός πριν λίγες μέρες, η πραγματική λογοτεχνία είναι η επαρχιακή, γιατί αυτή μπορεί να σκάβει και να ξανασκάβει σ’ έναν τόπο με επιμονή και το υλικό που θα προκύψει έχει τις περισσότερες προδιαγραφές να παγκοσμιοποιηθεί.
Έτσι ανέδειξες τον τόπο σου, τον έβαλες στον χάρτη κι έτσι οι άνθρωποί του γίνανε ψηφίδες σ’ ένα τεράστιο ψηφιδωτό, απέκτησαν φωνή, ακούμπησες επάνω τους, ακούμπησαν κι αυτοί σ’ εσένα. Ήσουν ο Κούλης, ο δικός τους άνθρωπος, ο εκπρόσωπός τους στους κύκλους της Αθήνας.
 Αν και η Αθήνα, παρά τις δυνατές φιλίες που σου χάρισε, με πρώτο τον αθόρυβο, αδερφικό και χαρισματικό Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο, τον πιο σημαντικό δοκιμιογράφο της γενιάς σου, που είναι σήμερα εδώ, τον ποιητή Μάριο Μαρκίδη και βέβαια την Κική Δημουλά, που τόσο δέθηκες μαζί της και πολλούς άλλους, δεν αποτέλεσε ποτέ το δυνατό σημείο σου.
Γι’ αυτό και κάποιος στο επεσήμανε στην τιμητική εκδήλωση του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών πριν από μια δεκαετία: «κύριε Μέσκο γιατί δεν γράψατε κάτι για την Αθήνα μετά από τόσα χρόνια που ζήσατε εδώ;». Έχεις γράψει μερικά, στο υπενθύμισα λίγο αργότερα κι η απάντησή σου ήτανε κοφτή: «Και πολλά της είναι».
Διαβάζω σήμερα στις εφημερίδες, στο διαδίκτυο και ακούω στο ραδιόφωνο τα εγκωμιαστικά σχόλια που γίνονται για τον σπουδαίο ποιητή, από τους σημαντικότερους της μεταπολεμικής Ελλάδας. Δίκαια, απολύτως, όλα, έστω κι αν κάποια έρχονται κάπως ετεροχρονισμένα και δεν μπορώ να ξεχάσω πως αυτή η καθολική σημερινή αναγνώριση κτίστηκε σιγά σιγά και με πολύ κόπο, με μια μεγάλη περίοδο αποσιώπησης της πραγματικής σου αξίας και άρχισε να εκδηλώνεται, κυρίως, όταν το έργο, που προέκυπτε διαρκώς περιόριζε δραστικά στη σκακιέρα, τις επιλογές της αμφισβήτησης. Η σημερινή αναγνώριση όμως είναι καθαρή, δεν περιέχει καθόλου σιλικόνη υπερεκτίμησης που κάποια στιγμή μοιραία θα αφαιρούνταν.
Θα ’λεγα πως ο καιρός είναι πλέον με το μέρος σου μέσα στην ιστορία.  Σ’ ακούω όμως να μου ψιθυρίζεις τώρα. «Άντε, σταμάτα». Όπως το λέει κι ο Έλιοτ κάπου στα Κουαρτέτα, πως πάνω από τους τάφους μας ψιθυρίζουν οι νεκροί.
Όπως αντιλαμβάνεσαι, δεν είχα έτοιμο κανένα coccodrillo στο συρτάρι, έτσι όπως αποκαλούν οι Ιταλοί τα κείμενα που έχουν γραμμένα έτοιμα οι εφημερίδες, για να καλύψουν, αυτομάτως, το μοιραίο. Εξάλλου, είχα μείνει με τις εκκρεμότητες από την τελευταία φορά, μ’ αυτά που αφήσαμε στο μέσον της συζήτησης. Γιατί η πορεία προς τον θάνατο δεν έχει χολιγουντιανή υπόκρουση αλλά ένα μικρό τραντζιστοράκι, ενδεχομένως, που κάτι λέει συνέχεια με ήχο ξερό κι απόκοσμο, έτσι όπως είχατε μάθει εσείς να προσλαμβάνετε τον κόσμο, να περιμένεις να ψαρέψεις κανένα αποτέλεσμα του Ηρακλή και τα τηλεφωνήματα, ταυτόχρονα, των φίλων, που βάζανε θέματα και θέλαν απαντήσεις.
«Πάρτον ξανά», ξεφώνιζες με κόπο την απαίτησή σου στη Νέλλη.
«Μα, κύριε Μάρκο, μόλις μιλήσατε.»
«Πού ξέρεις εσύ τι είπαμε και τι δεν είπαμε...»
Κάτι έπρεπε να προστεθεί ακόμα για να τελειώσει η συζήτηση. Μ’ αυτά τα τρέχοντα πέρασε τελικά η ώρα. Ούτε με απολογισμούς ούτε με σούμες. Μόνο με ένα θάρρος παιδικό να διασχίζεις με τη σκέψη σου αυτό το βομβαρδισμένο τοπίο του εαυτού σου, γιατί όλα ακόμα στο μυαλό σου ήτανε μπροστά.
«Αν αισθανθώ καλύτερα, Βασίλη, θα πάω στην Αθήνα. Ν’ αλλάξει λίγο η ζωή μου», μου είπες κάποια στιγμή κι ύστερα από λίγο μου ψιθύρισες : «Πήγαινε τώρα».
Ξέρω πως είσαι ανυπόμονος να φτάσεις στο Γραμματικό. Είναι σχεδόν η ώρα που πάντα ήθελες ν’ αναχωρείς από την Έδεσσα. Η ώρα Μάρκου, δηλαδή. Γι’ αυτό επισπεύδω να σου πω ένα μεγάλο ευχαριστώ, για τη φροντίδα που μου πρόσφερες απλόχερα, για όσα καταφέραμε μαζί σε μια εικοσαετία στον «Αλέξανδρο» για όσα μοιραστήκαμε προσωπικά, σε δύσκολες κι ευχάριστες στιγμές, εξάλλου ήμουνα πάντα ο μικρός σου αδερφός, όπως συνήθιζες να γράφεις στις αφιερώσεις.
Γι’ αυτό και παίρνω τώρα, την πρωτοβουλία να ευχαριστήσω εκ μέρους σου όλες και όλους που στάθηκαν δίπλα σου με αγάπη και πραγματικό ενδιαφέρον, τους δύσκολους αυτούς μήνες της αρρώστιας. Την Καίτη, τον Παναγιώτη, τον Ρίζο, την Ελένη, την Εριφύλη, τον Νίκο, τον Γιάννη, τον Παναγιώτη, τον Γιώργο, την κυρία Νέλλη και την κόρη της και, φυσικά, την οικογένειά σου, τη Μαίρη την αδερφή σου, τα δυο σου ανίψια, τον Γιάννη και τον Θανάση και, προφανώς, την Πόπη, που έδωσε τη ψυχή της, σε μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, για τον θείο της.
Και θεωρώ επίσης δίκαιο στο σημείο αυτό, να ευχαριστήσω εκ μέρους της οικογένειας τον Βαγγέλη και τον Γιάννη Σηφάκη τον βουλευτή που υπενθύμισαν στο Υπουργείο Πολιτισμού την ελάχιστη υποχρέωσή του απέναντί σου.
Και τέλος, παίρνω, επίσης, την πρωτοβουλία να αποχαιρετίσω εκ μέρους σου, όλες τις αγαπητές σου φίλες και φίλους που έφτασαν σήμερα εδώ, αυτή τη δύσκολη, καιρικά, ημέρα και από μακριά, να καταθέσουν την αγάπη τους, να σε ξεπροβοδίσουν, με ένα ποίημα.

Με τον «Επίλογό» σου, από την τελευταία συλλογή Όνειρα στον Άδη.

«Το ποίημα περίεργο γεγονός μονολογούσες
μυστήριο φλεγόμενη βάτος ψύχωση
σκληρό αδιέξοδο χάραμα κι απόβραδο
στον Άδη τα όνειρα, σκιές στον Παράδεισο.

Τελικά
μια λέξη μόνο – Αντίο!»

-->



[ * πρόκειται για την μόνη ομιλία που εκφωνήθηκε στην κηδεία του Μάρκου Μέσκου ]

«κανενός πολίτης/ καμιάς πηγής δεν ήπιαμε νερό»



κείμενο: Ε.Χ. 

Μικρό και οριστικά μισοτελειωμένο σημείωμα για τον Μάρκο Μέσκο

Ο ποιητής ήξερε την ελληνική γλώσσα μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια. Τα τελικά ν, την ευφωνία, τη μεταφορά και τη μετωνυμία, την καθημερινή γλώσσα εις διπλούν μάλιστα. Το μετεμφυλιακό εκδικητικό κράτος έστελνε στην εθνικά επικίνδυνη ενδοχώρα τους «αντεθνικώς δρώντες» και «ανήσυχους» φιλολόγους, και αυτοί έκαναν τη δουλειά τους με μεράκι. Έτσι, ο μικρός Μάρκος ευτύχησε να έχει φιλολόγους πρώτης γραμμής. Στη Σχολή Δοξιάδη, η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, μετά την πρώτη έκθεση των σπουδαστών, τον ξεχώρισε αμέσως: «Ποιος είναι Μέσκος;»
Ο Μέσκος ήξερε καλά και σε βάθος την ελληνική ποίηση, από το δημοτικό τραγούδι και τον δίγλωσσο Σολωμό μέχρι και τη σύγχρονή του παραγωγή· αγαπούσε και την ξενόγλωσση ποίηση που διάβαζε από καλές μεταφράσεις.
Ειρήσθω εν παρόδω ότι ευτύχησε να δει την ποίησή του μεταφρασμένη σε πολλές ευρωπαϊκές (αρκετές από αυτές βαλκανικές) γλώσσες· το εύρος των μεταφράσεων αυτών θα φανεί, όταν ολοκληρωθεί η σύνταξη ενός σχετικού καταλόγου.
Ο Μέσκος συνδύασε την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού με τον Μοντερνισμό. Καλά δουλεμένοι στίχοι μικρής έκτασης αλλά και ποιήματα μεγαλύτερα, ενσωματωμένα σε 21 συλλογές, που συνέχονται από μια κόκκινη κλωστή. Πάντοτε και εμμονικά σχεδόν αναφορά στον θάνατο (στην αρχή στον θάνατο των άλλων και, προς το τέλος, τον επερχόμενο δικό του), στο τραύμα του εμφυλίου, στη δύναμη και την ευλογία της φιλίας. Οι νεκροί παρόντες σχεδόν όσο και οι ζώντες.
Οι τίτλοι των συλλογών του διαβασμένοι ο ένας πίσω από τον άλλο σαν ποίημα: Πριν από τον θάνατο, Μαυροβούνι, Τα ανώνυμα, Άλογα στον ιππόδρομο, Ιδιωτικό νεκροταφείο, Τα ισόβια ποιήματα, Δώδεκα Μάηδες, Τα φαντάσματα της ελευθερίας, Μαύρο δάσος, Άνθη στο καταραμένο φίδι, Στον Ίσκιο της γης, Χαιρετισμοί, Ψιλόβροχο, Τα δέοντα, Ελεγείες, Στον ενικό και πληθυντικό ψίθυρο, Τα λύτρα, Τα ποιήματα της σκάλας, Άλφα Βήτα, Στην όχθη του παραδείσου, Όνειρα στον Άδη.
Και οι στίχοι γραμμένοι ξανά και ξανά. Από τα πακέτα των τσιγάρων σε χαρτί Α4, πολυτονικά και καλλιγραφημένα, και μετά στη γραφομηχανή. Ένα αντίγραφο ασφαλείας μέχρι να εκδοθεί.
Με τον συνονόματο παππού του που κοσμεί το εξώφυλλο του Μουχαρέμ μοιραζόταν το ίδιο δωμάτιο. Ο παππούς Μάρκος τον έκανε παραμυθά και του ακόνισε την παρατηρητικότητα τόσο για τα της φύσης όσο και για τα της κοινωνίας. Είναι αξιοσημείωτο εξάλλου ότι υπάρχει μια αδιάσπαστη ενότητα φύσης και κοινωνίας στην ποίηση του Μέσκου, ένα και αδιαίρετο όλον.
Με τον παππού μιλούσαν στη γλώσσα «χωρίς όνομα». Στη γλώσσα αυτή έμαθε για τα πουλιά, τα φυτά, τα παραμύθια, τις σκληρές ιστορίες της οικογένειας και του τόπου του. Και οσάκις πήγαινε «μέσα» ή «πάνω» με τον φυσικό τρόπο που οι ντόπιοι το κάνουν συνεχώς, συνομιλούσε με τους συγγενείς, τους μπράτκους του εκεί. Στην καθημερινή γλώσσα, γιατί την επίσημη «χωρίς όνομα γλώσσα» δεν διδάχτηκε ποτέ κανείς σε ελληνικό έδαφος. Οι ομιλητές της γλώσσας αυτής αναγνωρίζουν την επίδρασή της στο έργο του Μέσκου. Δεν μιλώ μόνο για την παράθεση αυτούσιων λέξεων που εξηγούνται στο γλωσσάρι, μιλώ για υιοθεσία φράσεων και μεταφορά τους από τη μία γλώσσα στην άλλη. («Στείλε το φως έλεγε η μάικω μόλις σουρούπωνε/πασχίζοντας να περάσει στη βελόνα την κλωστή» XXIV Ψιλόβροχο. Αθήνα: Νεφέλη, 2000, σ. 32 και τώρα Ποιήματα, Μαύρο δάσος ΙΙ συγκεντρωτική έκδοση. Αθήνα: Γαβριηλίδης, 2011, σ. 144).

Στο νοσοκομείο τον Ιούνιο που μας πέρασε πήρε μεγάλη χαρά για τη συμφωνία των Πρεσπών. Προς Θεού, να μην παρεξηγηθώ: ο Μέσκος δεν μπαίνει σε καλούπια. Ήταν «μαζί μας» όσο και απέναντί μας, «μαζί τους» όσο και απέναντί τους, με τον τρόπο που κάποιοι παλιοί αριστεροί ήταν σε θέση να δηλώνουν: «συντροφικά μόνος, συντροφικά ελεύθερος». Σταθερά ήταν απέναντι στον εθνικισμό, την κοινωνική αδικία, τις ανισότητες. Για όλα αυτά έλεγε και έγραψε συγκλονιστικές ιστορίες. Με την αθωότητα του παιδιού, με τη σοφία του ενηλίκου και τον πόνο του πάσχοντος και παθόντος. Μακριά από κάθε φτηνή συγκίνηση που φέρνει εύκολα δάκρυα.

[ Ο τίτλος του παρόντος είναι στίχος από το Ιδιωτικό νεκροταφείο, 1975 ]