Της Αμάντας Μιχαλοπούλου
πηγή: www.tanea.gr
Διάβασα
για πρώτη φορά διήγημα της Αλις Μονρό σε ένα τεύχος του «New Yorker».
Εχει περάσει μια δεκαετία από τότε, αλλά θυμάμαι με ακρίβεια την οξύτητα
της ζήλειας που ένιωσα. Η ιστορία διαδραματιζόταν σε τρένο. Κάποιος
αυτοκτονούσε, κάποια ερωτευόταν, ζωές διασταυρώνονταν.
Τελειώνοντας την ανάγνωση είχα την αίσθηση που έχουν συνήθως οι
αναγνώστες της Μονρό: λες κι έχεις διαβάσει ένα μυθιστόρημα σε δύο ώρες.
Η δυσκολία αποκοπής από την ιστορία δημιουργεί μια πρόσκαιρη
μελαγχολία. Αυτός είναι και ο λόγος που μια συλλογή διηγημάτων της Μονρό
δεν διαβάζεται ποτέ απνευστί. Ο αναγνώστης χρειάζεται χρόνο ανάμεσα
στις ιστορίες, χρόνο για να αποχαιρετήσει τους ήρωες και την ασυνήθιστη
ζωή τους.
Η συλλογή «Πάρα πολλή ευτυχία» ήταν το πρώτο βιβλίο της που διάβασα
σε ελληνική μετάφραση. Βρήκα εκεί τη συμπύκνωση νοήματος που με
αναστάτωνε πάντα στα βιβλία της Μονρό, τη χαρακτηριστική τραγική νότα
της. Η ζωή επιφυλάσσει μεγάλες εκπλήξεις. Και ο συγγραφέας μπορεί να
μιλήσει γι' αυτές με απλότητα, κάνοντας χρήση των υπαινιγμών,
αποκαλύπτοντας όπως θα έλεγε και ο Χέμινγουεϊ, μόνο την κορυφή του
παγόβουνου.
Το κύριο γνώρισμα στο βιβλίο αυτής της πολύ ιδιαίτερης Καναδής
είναι η αίσθηση ότι θυσιάζει κάθε φορά ένα μυθιστορηματικό θέμα για να
γράψει ένα διήγημα. Η Μονρό είναι ένα τέρας επινόησης και
επινοητικότητας και αξιοποιεί σε είκοσι σελίδες λεπτομέρειες που ένας
συγγραφέας μυθιστορημάτων θα διαφύλασσε με ζήλο προκειμένου να στηρίξει
πλοκή εκατοντάδων σελίδων. Ταυτόχρονα δημιουργεί μια ψευδαίσθηση βάθους
που σχετίζεται με την αντίληψη του χρόνου.
Στο διήγημα «Πεζό» - που θα έπρεπε να διδάσκεται σε όλες τις τάξεις
δημιουργικής γραφής - οι ήρωες ερωτεύονται, χωρίζουν, ξαναπαντρεύονται,
κάνουν παιδιά και γερνούν πειστικά μέσα σε τριάντα πέντε σελίδες. Μια
γυναίκα αποπλανά ύπουλα την κόρη τής αντιζήλου της για να αποσπάσει
πληροφορίες, η κόρη μεγαλώνει και γίνεται συγγραφέας που γράφει ένα
διήγημα - τη δική της εκδοχή για την ύπουλη γυναίκα που την ξεγέλασε
όταν ήταν παιδί. Και η γυναίκα, που έχει μεγαλώσει κι έχει ξεχάσει την
ποταπή της πράξη, αναγκάζεται να τη διαβάσει διασκευασμένη και να την
αναγνωρίσει στις φράσεις ενός διηγήματος. Ετσι το διήγημα μέσα στο
διήγημα φωτίζει την πραγματικότητα με την επίγνωση της πραγματικότητας:
δεν αρκεί να ζεις, πρέπει και να αναγνωρίζεις αυτό που ζεις.
Αυτές οι στιγμές επιφοίτησης είναι κυρίαρχες στα διηγήματα της
Μονρό. Η ζωή είναι αβίωτη και μηχανική μέχρι τη στιγμή που κάτι
συνταρακτικό συμβαίνει. Το συνταρακτικό στο διήγημα «Γουένλοκ Ετζ» είναι
η στιγμή που ο πλούσιος εραστής μιας κοπέλας ταπεινώνει τη συγκάτοικό
της με μια εξευτελιστική πρόταση: να δειπνήσει μαζί του γυμνή και
κατόπιν να του διαβάσει αποσπάσματα λογοτεχνίας «χωρίς να σταυρώσει τα
πόδια της».
Ενα μεγάλο θέμα στη διηγηματογραφία της Μονρό είναι τα
ανυπεράσπιστα κορίτσια, η έλλειψη ετοιμολογίας που βάζει τις ηρωίδες της
σε μεγάλους μπελάδες. Αλλά και η αδυναμία αντίδρασης γενικά, όπως
εκείνη που φυλακίζει μια γυναίκα σε έναν λάθος γάμο. Στο διήγημα
«Διαστάσεις» περιγράφει ένα τέτοιο ασύμβατο ζευγάρι, έναν παρανοϊκό
σύζυγο που σκοτώνει τα παιδιά του στη διάρκεια μια κρίσης. Η σύζυγός του
βιώνει το πένθος ως εξής: «Σχεδόν για δύο χρόνια δεν έδινε καμιά
προσοχή στα πράγματα που συνήθως κάνουν ευτυχισμένους τους ανθρώπους,
όπως ο καλός καιρός, τα ανθισμένα λουλούδια ή η μυρωδιά από κάποιο
φούρνο».
Στις «Βαθιές τρύπες» ένα αγόρι αποσπάται από την οικογένεια προς
την οποία πάντα ένιωθε ξένο, ενώ στις «Ελεύθερες ρίζες» μια χήρα ξεχνάει
για λίγο το πένθος της επειδή πέφτει θύμα ενός παρανοϊκού νεαρού μέσα
στο ίδιο της το σπίτι.
Στο «Πρόσωπο» ένα κορίτσι πετσοκόβει το μάγουλό του για να μοιάσει
στο αγόρι που της αρέσει. Και στο «Ξύλο» ο ταπετσέρης επίπλων που
φοβάται ότι θα του πάρουν τη δουλειά καταλαβαίνει, όταν
αυτοτραυματίζεται, ότι ο πραγματικός εχθρός είναι ο εαυτός του. Στο
μεταξύ οι πληροφορίες για τα καυσόξυλα, τις κερασιές, τον φλοιό του
σφενταμιού («έχει μια βολική ανεμελιά, ταιριαστή στο σφεντάμι, που είναι
ζεστό και οικείο και είναι αυτό που φέρνουν στο νου τους οι
περισσότεροι όταν σκέφτονται δέντρο») λειτουργούν ως στέρεο
πραγματολογικό πλαίσιο. Είναι σαν να μιλούσε μήνες με τους ξυλοκόπους η
συγγραφέας για να γράψει είκοσι σελίδες πυκνής αληθοφάνειας.
Τέλος, στην ομότιτλη «Πάρα πολλή ευτυχία» η μαθηματικός Σοφία
Κοβαλέφσκι (1850-1891) υπερασπίζεται το δικαίωμά της στην ευτυχία με
ανορθόδοξους για την εποχή τρόπους. Και σε όλες αυτές τις ιστορίες η
συγγραφέας δεν είναι ούτε για μια στιγμή ρητορική, διδακτική ή μαχόμενη
φεμινίστρια.
Αν κοιτάξεις τη φωτογραφία της Αλις Μονρό καταλαβαίνεις πόσο τα
φαινόμενα απατούν. Μια κυρία, μια χαμογελαστή κυρία μεγάλης ηλικίας με
μαλλιά κομμωτηρίου και κραγιόν έχει κάνει όλα αυτά τα θαύματα. Και γιατί
όχι; Μήπως είναι το γράψιμο προνόμιο διοπτροφόρων με βασανισμένο
βλέμμα;
Το σχόλιο του Τζόναθαν Φράνζεν στο οπισθόφυλλο του βιβλίου δείχνει
πόσο ζηλεύουν το μυθοπλαστικό σύμπαν της Καναδής οι συγγραφείς που την
εγκωμιάζουν. Μετρήστε πόσοι λάκκοι στην ίδια φράση: «Η Αλις Μονρό θέτει
σοβαρότατη υποψηφιότητα (σ.σ. υποψηφιότητα;) για τον τίτλο του καλύτερου
εν ζωή (σ.σ. εν ζωή;) συγγραφέα της Βόρειας (σ.σ. μόνο;) Αμερικής». Η
Μονρό είναι μια καθηλωτική συγγραφέας και δεν θέτει υποψηφιότητα για
τίποτα επειδή έχει επιτύχει τα πάντα.
Η Αμάντα Μιχαλοπούλου σπούδασε γαλλική φιλολογία, εργάστηκε ως δημοσιογράφος και εμφανίστηκε στα γράμματα το 1994. Το μυθιστόρημά της «Γιάντες» τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος του «Διαβάζω» και μεταξύ των άλλων έχει γράψει τα: «Παλιόκαιρος», «Θα ήθελα», «Λαμπερή μέρα» κ.ά.
Η Αμάντα Μιχαλοπούλου σπούδασε γαλλική φιλολογία, εργάστηκε ως δημοσιογράφος και εμφανίστηκε στα γράμματα το 1994. Το μυθιστόρημά της «Γιάντες» τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος του «Διαβάζω» και μεταξύ των άλλων έχει γράψει τα: «Παλιόκαιρος», «Θα ήθελα», «Λαμπερή μέρα» κ.ά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου