28.8.12

Εκτός από τη Μέρκελ, υπάρχει και ο Βάλτερ Μπένγιαμιν


του Αναστάση Βιστωνίτη

πηγή: www.tovima.gr

Στη δεκαετία του 1920 το Βερολίνο πέρασε τη χρυσή εποχή του
Εκτός από τη Μέρκελ, υπάρχει και ο Βάλτερ Μπένγιαμιν

Φωτογραφία της Αλεξάντερπλατς το 1903. Η σημερινή, ουδέτερη και αδιάφορη εκδοχή της δεν έχει καμία σχέση με τη μυθική βερολινέζικη πλατεία



Εχουν περάσει πάνω από 50 χρόνια που ο τότε Γενικός Γραμματέας της Σοβιετικής Ενωσης Νικίτα Χρουστσόφ, ο οποίος έδωσε εντολή το 1961 να χτιστεί το Τείχος του Βερολίνου, έλεγε το εξής αμίμητο: «Το Βερολίνο είναι το αρχ... της Δύσης. Οποτε θέλω να την κάνω να τσιρίξει, το σφίγγω». Μπορεί αυτό σήμερα να ακούγεται αστείο ή και χυδαίο, αλλά - έστω κι έτσι - επιβεβαιώνει εκείνο που είχε πει ο Λένιν: «Οποιος ελέγχει το Βερολίνο, ελέγχει τη Γερμανία. Και όποιος ελέγχει τη Γερμανία, ελέγχει την Ευρώπη».

Το Βερολίνο του Σόιμπλε, της Μέρκελ και των σύγχρονων απογόνων της προτεσταντικής ηθικής έχει μπει με δραματικό τρόπο στη ζωή μας, υπάρχει όμως και το άλλο Βερολίνο: του Μπέρτολτ Μπρεχτ, του Αλφρεντ Ντέμπλιν, του Βάλτερ Μπένγιαμιν και του κορυφαίου σκηνοθέτη του θεάτρου και του κινηματογράφου Μαξ Ράινχαρντ, παθιασμένος μαθητής του οποίου υπήρξε ο Δημήτρης Ροντήρης. Υπάρχει το Βερολίνο του Κουρτ Βάιλ και του Χανς Αϊσλερ, όχι ως απλή ανάμνηση της χρυσής δεκαετίας του 1920 στην περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, αλλά μέσα στα έργα που σημάδεψαν την ποίηση, το θέατρο, τη μουσική, τη ζωγραφική και την αρχιτεκτονική.

Αυτό το Βερολίνο αξίζει να θυμάται κανείς, που τώρα προσπαθεί να ανακτήσει το δημιουργικό πνεύμα εκείνης της εποχής. Σήμερα είναι μια πόλη νεανική και σύμφωνα με τον πεζογράφο Εντγκαρ Χίλσενρατ «το μόνο μέρος στη Γερμανία στο οποίο οι Γερμανοί δεν πίνουν μπίρα».

Πριν από 20 χρόνια όμως η εικόνα ήταν πολύ διαφορετική. Το Τείχος στην ανατολική του πλευρά καλυπτόταν από συρματόπλεγμα και στη δυτική από γκράφιτι. Το Βερολίνο, έλεγε ένας γερμανός κριτικός στον «πάπα» της αμερικανικής πρωτοπορίας Ρίτσαρντ Κοστελάνετς, ήταν «μια πόλη που πεθαίνει. Και οι πόλεις που πεθαίνουν έχουν ένα ιδιαίτερο άρωμα. Και αφού πεθαίνει αργά, είναι καλό μέρος να ζήσει κανείς για 100 χρόνια».

Ο Κοστελάνετς είχε βρεθεί εκεί ως υπότροφος της DAD, η οποία δινόταν από τη Δυτική Γερμανία σε συγγραφείς και καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο προκειμένου να μείνουν για ένα διάστημα εκεί και να κρατήσουν ζωντανή την παράδοση μιας κουλτούρας που είχε δεχτεί τρομερό χτύπημα το 1933, όταν ανήλθε ο Χίτλερ στην εξουσία. Την υποτροφία αυτή την έλαβαν ανάμεσα σε άλλους και οι Γκομπρόβιτς, Κούντερα, Στανισλάβ Λεμ και Μάριο Βάργκας Λιόσα. Αλλά και δικοί μας συγγραφείς: ο Βασίλης Βασιλικός, ο Θανάσης Βαλτινός, η Μαντώ Αραβαντινού, ο Μένης Κουμανταρέας.


Εμπειρία συνόρων

Το Τείχος υπήρξε η αντιπροσωπευτικότερη εικόνα του Ψυχρού Πολέμου. Τόσο η παρουσία του παλαιότερα όσο και η απουσία του σήμερα ορίζουν αποφασιστικά τη λογοτεχνία που γράφεται από τους συγγραφείς οι οποίοι ζουν στην πόλη. Παραμένει μια «εμπειρία συνόρων», όπως τη μετέφερε η Μαντώ Αραβαντινού στον τίτλο του βιβλίου της «Μετα-γραφή ή Εμπειρία συνόρων». Τώρα όμως που δεν υπάρχει, εγείρεται ένα άλλο ερώτημα: ποιος έχει δικαίωμα στη μνήμη του Βερολίνου, δηλαδή στη μήτρα κάθε αφήγησης;

Η εμπειρία συνόρων υπήρξε καθοριστική στη λογοτεχνία των συγγραφέων του Ανατολικού Βερολίνου και ιδιαίτερα των πιο γνωστών: της Κρίστα Βολφ και του Χάινερ Μίλερ, αλλά το μυθικό Βερολίνο υπήρξε πριν από αυτή, στη σπουδαία μεσοπολεμική κουλτούρα του. Εδώ στις αρχές του 20ού αιώνα έζησε ο Ρόμπερτ Βάλζερ, που πρόσφατα τον μάθαμε και στη χώρα μας, και έγραψε τις «Ιστορίες του Βερολίνου». Ενας συγγραφέας που «αν μπορείς να καταπιείς τις ιστορίες του, τον αγαπάς αμέσως», έλεγε ο Χέρμαν Εσε.

Εδώ ο εξπρεσιονιστής ζωγράφος Χέρβαρτ Βάλντεν διηύθυνε από το 1910 ως το 1932 ένα από τα σημαντικότερα πρωτοποριακά περιοδικά, το «Der Strum». Εδώ γεννήθηκε ο Αουερμπαχ: υπό την επίβλεψή του έκανε το διδακτορικό του στο Γέιλ ο θεωρητικός του μεταμοντερνισμού Φρέντρικ Τζέιμσον.

Ο Ρόμπερτ Βάλζερ ήταν ένας αληθινός «πλάνης», ένας flaneur, όπως τον όρισε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ο οποίος θαύμαζε αυτόν τον ιδιότυπο συγγραφέα. Ο Μπένγιαμιν μας άφησε τo εξαίρετo - αν και αποσπασματικό - έργο για την πόλη στις αρχές του 20ού αιώνα Παιδικά χρόνια στο Βερολίνο γύρω στο 1900, όπου βρίσκονται και οι ρίζες του δικού του ονείρου της ουτοπίας, που το προέκτεινε αργότερα στο Παρίσι των στοών.

Η πατρίδα της παιδικής ηλικίας του Μπένγιαμιν είναι ένα παλίμψηστο. Το ίδιο και η γραφή και οι αναμνήσεις. Πολύ αργότερα, μετά τον πόλεμο, θα αναπτυσσόταν αυτή η ας πούμε θεωρία της ενατένισης του Μπένγιαμιν και το κρόνιο αίσθημα που τον χαρακτήριζε, σύμφωνα με τη Σούζαν Σόντακ. Πέραν όμως αυτών, το Βερολίνο ήταν η πόλη όπου τα κείμενα, η μουσική και η ζωγραφική του Μεσοπολέμου θα λειτουργούσαν ως μορφή κοινωνικής κριτικής.


Τα βιβλία στην πυρά

Τον Μάιο του 1933 ναζιστές νεολαίοι έκαιγαν στην πλατεία Opernplatz (τη σημερινή Bebelplatz) χιλιάδες βιβλία εβραίων, σοσιαλιστών και φιλελεύθερων συγγραφέων. Ο καθένας μπορεί να κάνει τις υποθέσεις του ανατρέχοντας απλώς στα γνωστότερα ονόματα: Καρλ Κράους, Ζίγκμουντ Φρόιντ, Μαξίμ Γκόρκι, Αντρέ Ζιντ, Οσκαρ Ουάιλντ, Στέφαν Τσβάιχ, Απτον Σίνκλερ, Ντ. Χ. Λόρενς, Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ερνστ Μπλοχ, Τζον ντος Πάσος, Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, Ερνεστ Χέμινγκγουεϊ, Γιαροσλάβ Χάσεκ, Βικτόρ Ουγκό, Αλντους Χάξλεϊ, Τζέιμς Τζόις, Φραντς Κάφκα, Αντρέ Μαλρό, Τόμας και Χάινριχ Μαν, Ρόμπερτ Μούζιλ, Γιόζεφ Ροτ, Χ. Γκ. Γουέλς, Χάινριχ Χάινε. Ο τελευταίος, λες και προφήτευε τι θα συνέβαινε, είχε πει τον προηγούμενο αιώνα: «Εκείνοι που καίνε βιβλία θα καταλήξουν να καίνε ανθρώπους». Δέκα χρόνια έπειτα από εκείνον τον Μάιο τα Κρεματόρια του Αουσβιτς τον επιβεβαίωναν.

Είκοσι πέντε χιλιάδες βιβλία ρίχτηκαν τότε στην πυρά. Σήμερα κάποιοι αναθεωρητικοί ιστορικοί προσπαθούν να συγκρίνουν το γεγονός με το ότι το 1946 και οι Σύμμαχοι κατέστρεψαν στη Γερμανία 30.000 τίτλους - αλλά βέβαια δεν είναι το ίδιο πράγμα, αφού τα βιβλία εκείνα ήταν εκπαιδευτικά κυρίως, τουτέστιν εγχειρίδια απροκάλυπτης ναζιστικής προπαγάνδας. Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης είναι της μόδας πλέον να αγνοείται (για να το πούμε επιεικώς) πως όταν κατέρρεε το Τρίτο Ράιχ, οι γερμανοί στρατιώτες παραδίδονταν σχετικά εύκολα στους Αγγλοαμερικανούς, αλλά με τευτονικό μένος και αυτοκτονικό πάθος πολέμησαν εναντίον των Σοβιετικών ως την τελευταία σφαίρα.


Η πιο πολιτική κουλτούρα

Και όμως, στην πρωτεύουσα μιας χώρας που λάτρεψε τον Χίτλερ, έναν «ψυχοπαθή θεό», όπως τον χαρακτήρισε ο Γ. Χ. Οντεν στο ποίημά του «1 September, 1939», αναπτύχθηκε η πιο πολιτική κουλτούρα που είχαμε στον 20ό αιώνα. Πολύ πιο πολιτική από τα ετοιματζίδικα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Ανεπανάληπτες λ.χ. παραμένουν οι καρικατούρες του Γκέοργκ (ή Τζορτζ) Γκρος της δεκαετίας του 1920, που σατίριζαν τις τέσσερις κατηγορίες «γουρουνιών» όπως αποκαλούσε τους καπιταλιστές, τους γραφειοκράτες, τους παπάδες και τις πόρνες.

Το 1933 όμως σήμανε το τέλος γι' αυτό το μεγάλο ταλέντο. Ο Γκρος αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί στις ΗΠΑ, όπου ασχολήθηκε με θέματα ουσιαστικά αδιάφορα. Τα έργα του αυτά είναι πολύ κατώτερα από τα παλαιά του επιτεύγματα.

Οπως και ο Μπρεχτ και πλήθος άλλοι, την αυτοεξορία επέλεξε και ο Ερνστ Τόλερ, ένας εξαίρετος συγγραφέας, αλλά δεν την άντεξε και αυτοκτόνησε το 1939 σε ξενοδοχείο της Νέας Υόρκης. Στην ίδια πόλη πέθανε και ο μουσικοσυνθέτης Κουρτ Βάιλ το 1950, μόλις 50 ετών, που και εκείνος μετανάστευσε στην Αμερική με την άνοδο των ναζιστών στην εξουσία. Ο,τι έχανε η Γερμανία το κέρδιζαν οι ΗΠΑ, αφού η μουσική του Βάιλ θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του αμερικανικού μιούζικαλ. Και από τους αμέτρητους που έχουν τραγουδήσει το περίφημο «Die Moritat von Mackie Messer» (ή «The Ballad of Mack the Knife») από την «Οπερα της πεντάρας» αρκεί μόνο να αναφέρω την Ελα Φιτζέραλντ, τον Φρανκ Σινάτρα, τον Λούις Αρμστρονγκ και τον Ρόμπι Γουίλιαμς.

Στον Νέο Κόσμο μετανάστευσε και ο Μαξ Ράινχαρτ, που από το 1905 ως το 1930 διηύθυνε το Deutsches Theater στο Βερολίνο, για να αφιερωθεί στον κινηματογράφο και να ιδρύσει μια σπουδαία θεατρική σχολή στη Sunset Boulevard του Χόλιγουντ.


Η «Αθήνα πάνω στον Σπρέε»

Περνώντας σήμερα την πύλη του Βρανδεμβούργου, την «Αθήνα πάνω στον Σπρέε» (τον ποταμό της πόλης), και πηγαίνοντας βόρεια, προς το Ράιχσταγκ, δεν μπορείς να αποφύγεις τη σκέψη ότι η ιστορία του Βερολίνου στον 20ό αιώνα μοιάζει να κρύβει τη σπουδαία κουλτούρα του. Τα βράδια όμως, όταν η νεολαία της πόλης ξεχύνεται στα μπαρ, στα καμπαρέ και στα εστιατόρια, ξεχνάς ακόμη και την Ιστορία. Το παρόν διεκδικεί τη λάμψη του παρελθόντος και αγνοεί το δράμα του. Το τελευταίο συντηρείται μόνον από την τέχνη, που έχει τη δύναμη να προβάλλει τον χαμένο χρόνο στον πραγματικό κόσμο.

Η σημερινή, ουδέτερη και αδιάφορη Αλεξάντερπλατς, για παράδειγμα, δεν έχει καμιά σχέση με τη μυθική πλατεία που περιγράφει στο ομώνυμο μυθιστόρημά του ο Ντέμπλιν. Ομως αυτό το σπουδαίο βιβλίο σε μεταφέρει 90 χρόνια πίσω, αν κλείσεις τα μάτια και τη φανταστείς όπως την περιγράφει. Ενα βιβλίο μοντέρνο, πολύ κοντά σε ό,τι συνηθίζουμε να αποκαλούμε κινηματογραφική γραφή. Αλλωστε, συγκρίνοντάς το με τον «Οδυσσέα», ο Μπένγιαμιν έλεγε πως, ενώ το μυθιστόρημα του Τζόις βασίζεται στον εσωτερικό μονόλογο, το «Μπερλίν Αλεξάντερπλατς» στηρίζεται στο μοντάζ.


Η αυλαία του 20ού αιώνα

Τέκνο του Βερολίνου είναι ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, ο μεγαλύτερος πολιτικός ποιητής του 20ού αιώνα. Η πόλη φέρει τη σφραγίδα του όχι μόνο - ή όχι τόσο - επειδή δημιούργησε εδώ το Μπερλίνερ Ανσάμπλ το 1949, αλλά γιατί πάνω στην εικόνα της πρόβαλε το είδωλο μιας οικουμενικής πόλης. Ο Μπρεχτ για την τέχνη είναι μια επικράτεια, μια εποχή, ένας κόσμος και μια χώρα από μόνος του. Φαντάζεται κανείς πως ήταν 25 ετών όταν έγραψε τη «Ζούγκλα των πόλεων» και 30 την αριστουργηματική «Οπερα της πεντάρας» (1928), για την οποία εξίσου αριστουργηματική μουσική έγραψε ο Κουρτ Βάιλ, που και αυτός ήταν τότε μόνον 28 ετών;

Τα «τρομερά παιδιά» στο Βερολίνο της δεκαετίας του 1920 ήταν ο κανόνας. Σε αυτά ανήκουν και οι άλλοι σπουδαίοι μουσικοί με τους οποίους συνεργάστηκε ο Μπρεχτ: ο Πάουλ Ντεσάου, ο Χανς Αϊσλερ, ο Πάουλ Χίντεμιτ. Αυτοί και αρκετοί άλλοι δεν ανήκαν απλώς στους επιφανέστερους εκπροσώπους μιας γενιάς νέων στην Ευρώπη, αλλά εξέφραζαν την ίδια τη συνείδησή της, που είχε συλλάβει έναν διαφορετικό κόσμο σε μια νέα και ζωντανή κουλτούρα η οποία στρεφόταν προς το μέλλον.

Οι σκιές τους σήμερα συνοδεύουν εκείνους που τους αγάπησαν, όταν οι τελευταίοι περνούν από την Πύλη του Βρανδεμβούργου. Σκιές που θα συνεχίσουν να ζουν στα όνειρα και στις αναμνήσεις της πόλης ακόμη και όταν στο λυκόφως της Ιστορίας (που οι χιτλερικοί τη μετέτρεψαν σε κακιά μητριά) θα αρχίσουν να λειαίνονται τα περιγράμματα. Υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι η Γερμανία θα δείξει στην Ευρώπη το άλλο της πρόσωπο, όπως το εκφράζει η βερολινέζικη νεολαία σήμερα και όχι μόνον οι έμποροι, οι βιομήχανοι και οι τραπεζίτες του Αμβούργου, οι οποίοι μοιάζει να ξεχνούν ότι το 1989, όταν γκρεμιζόταν το Τείχος, έπεφτε μαζί του και η αυλαία στο δράμα που λέγεται 20ός αιώνας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: