31.12.20

Σονάτα για χορδισμένο τσέμπαλο -Ι

 γράφει ο Αντώνης Κίτσιος



Σπουδή της κάμψης σε ημίγυμνο παράθυρο 
Ψάχνω να πέσω σε τεμάχια να μην υποθέσεις 
πως ό,τι περίσσεψε το θυμάμαι από μνήμης.  
Ένα ακόρντο χειρονομεί τις πλάτες μου. 
Σώμα της επαγωγής, σώμα του άλλοτε. 
Υπάρχω στο έγκαυμα της αναπλήρωσης 
που συναίνεσε στο τίποτα λες και υπάρχω. 
Όταν γεμίζουν προσχέδια τα δάχτυλα 
κι όταν αδειάζουν από αφές
κοιλώνω στα δύο και μετρώ 
την κάτοψή μας σε φθόγγους.
Κάπως έτσι ας μιλάμε, εφεδρικά 
για όσα οξείδωσε κείνο το μινουέντο.
Κάπως έτσι ας πονάμε, σιωπηλά 
για παύσεις ληγμένων τέμπο 
μέχρι που κάποια κλίμακα να εφεύρει
τους τρόπους να σταυρώσουμε 
σε μια επανάληψη των πέντε ποταμών.  
Εκεί που επιμένεις σαν κάλπικο πεντάλ, 
πώς καταλήξαμε σε μονοφωνικά κοράλ;

31.12.2020 


[ Ο Αντώνης Κίτσιος, 22 χρονών, είναι φοιτητής Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας. ]







23.12.20

Το σίγμα των Χριστουγέννων



κείμενο + εικόνα:
Τέλλος Φίλης

Όταν άρχισες να σχηματίζεις με τα χείλη το γράμμα Σ 

κι ο ήχος από τα μέσα σου άρχισε να βγαίνει, 

ετοιμάστηκα ν’ ακούσω κάτι σαν ευχή,  

κάτι σαν «Σ’ αγαπώ» 

που χρόνια στερήθηκα 

κι εσύ

«Σώσε με» 

μου ψιθύρισες

εκεί στη μέση της πόλης

με τους βιαστικούς περαστικούς να με σκουντάνε ανυπόμονα

μήπως και δεν προφτάσουν το φανάρι 

εκεί ανάμεσα σε clicκ away και μάσκες προστασίας

απροστάτευτος

στο φως απο δακρυσμένα λαμπάκια 

να γιορτάζουν τη χριστουγεννιάτικη μοναξιά τους

ένα σίγμα σαν φίδι κύλησε στο  βρεγμένο οδόστρωμα 

μιας πόλης που η πανδημία τη ρήμαξε

ένα σίγμα χριστουγεννιάτικο

στίγμα των ημερών. 

17.12.20

e-Λογοτεχνική Σκηνή #9 [2020] - Στατιστικά στοιχεία για τα βίντεο στο youtube

 Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που παρέχει η πλατφόρμα youtube, τα βίντεο της φετινής Λογοτεχνικής Σκηνής από την έναρξή της, στις 11 Δεκεμβρίου, μέχρι και χτες έφτασαν τις 9.000 (για την ακρίβεια: 8.983).

Τα βίντεο είναι (και θα παραμείνουν) διαθέσιμα στη διεύθυνση:

Εντευκτήριο περιοδικό / youtube 






















12.12.20

e-Λογοτεχνική Σκηνή #9 [2020]: Τα βίντεο της δεύτερης βραδιάς



Λίνα Βαλετοπούλου

https://www.youtube.com/watch?v=f69jE6X7SL4&feature=youtu.be


Χάρης Γαρουνιάτης

https://www.youtube.com/watch?v=o8xevbTFvSM&feature=youtu.be


Αρετή Γκανίδου

https://www.youtube.com/watch?v=FWROqYf63c4&feature=youtu.be


Νίκος Δαββέτας

https://www.youtube.com/watch?v=qokyVP_dAHg&feature=youtu.be


Τιτίκα Δημητρούλια

https://www.youtube.com/watch?v=G69EwpGpSDY&feature=youtu.be


Γιώργος Δυνέζης

https://www.youtube.com/watch?v=XJ5C03At-4s&feature=youtu.be


Performance της Καλλιόπης Σφήκα και του Σταύρου Παναγιωτάκη, σε ποίηση Σταύρου Ζαφειρίου

https://www.youtube.com/watch?v=FJs7M3loIx4&feature=youtu.be


Κώστας Θεοδωρίδης

https://www.youtube.com/watch?v=Fg1Vc04cS9s&feature=youtu.be


Άννα-Μαρία Ιακώβου

https://www.youtube.com/watch?v=I2fqwrO5Ykk&feature=youtu.be


Αγγέλα Καστρινάκη

https://www.youtube.com/watch?v=dmhDqMxwRNw&feature=youtu.be


Νικόλας Κουτσοδόντης

https://www.youtube.com/watch?v=EHuUDG99pQE&feature=youtu.be


Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου

https://www.youtube.com/watch?v=8V0JHnJSlNw&feature=youtu.be


Γιώργος Παναγιωτίδης

https://www.youtube.com/watch?v=mfnEvrt0lG8&feature=youtu.be


Ευά Παπαδάκης

https://www.youtube.com/watch?v=5TjoWSfT88s&feature=youtu.be


Στάθης Παχίδης

https://www.youtube.com/watch?v=U08F763ZkOA&feature=youtu.be


Αιμίλιος Σολωμού

https://www.youtube.com/watch?v=1_01oisqTLA&feature=youtu.be


Συμεών Τσακίρης

https://www.youtube.com/watch?v=rKaK2v0UbVU&feature=youtu.be


Κική Δημουλά (μικρό αφιέρωμα· επιμέλεια: Γιώργος Κορδομενίδης)

https://www.youtube.com/watch?v=gJ1vLxQedw8&feature=youtu.be

 

Ίων Δραγούμης (μικρό αφιέρωμα· επιμέλεια: Γιώργος Σαράτσης)

https://www.youtube.com/watch?v=4EIDexwf8X0&feature=youtu.be


Δημήτρης Μεζές

https://www.youtube.com/watch?v=sQoaeYI0Hik&feature=youtu.be


Νίκος Χατζηελευθερίου

https://www.youtube.com/watch?v=I5BpnkQfmeg&feature=youtu.be




Διεύθυνση - επιμέλεια: Γιώργος Κορδομενίδης


11.12.20

e-Λογοτεχνική Σκηνή #9 [2020] Τα βίντεο της πρώτης ημέρας

 


Ιάκωβος Ανυφαντάκης 
Άνια Βουλούδη
Σπύρος Γιανναράς
Άντζελα Δημητρακάκη
Μάρω Δούκα
Τασούλα Επτακοίλη
Κορίνα Καλούδη
Δήμητρα Κολλιάκου
Αριστοτέλης Μαγουλάς
Πέτρος Μπιρμπίλης
Λάμπρος Παπαδήμας
 Άκης Παπαντώνης
Σαΐντ (πρόσφυγας από το Ιράν)
Κωνσταντία Σωτηρίου
Μαρία Τοπάλη
Χρήστος Ωραιόπουλος
Ντίνος Χριστιανόπουλος
Θωμάς Κοροβίνης
Δημήτρης Μαραμής




7.12.20

e-Λογοτεχνική Σκηνή #9 [2020]


Σε πείσμα των καιρών και των πρωτοφανών αντιξοοτήτων  τους, η Λογοτεχνική Σκηνή, που εμφανίστηκε στην πολιτισμική ζωή της Θεσσαλονίκης το 2012, προχωρεί στην 9η διοργάνωσή της, σε σύμπραξη και φέτος με τον Δήμο Θεσσαλονίκης, σε συνεργασία επίσης με την Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος και με τη γενναιόδωρη υποστήριξη ιδιώτη χορηγού, ο οποίος επιθυμεί να παραμείνει ανώνυμος.

Στην εποχή της εφιαλτικής πανδημίας που αφήνει στο πέρασμά της εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς ανά τον κόσμο και μας αναγκάζει σε κοινωνικές αποστάσεις και αυτοεγκλεισμό, με τεράστια κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα να είναι ήδη εμφανή και να απειλούν να πάρουν τρομακτικές διαστάσεις, οι τέχνες είναι το πιο αποτελεσματικό “εμβόλιο” για τις ψυχές μας· με τη βοήθεια της τεχνολογίας, οι τέχνες μάς βοηθούν να διατηρήσουμε την επικοινωνία μας, να συνεργαστούμε ακόμη και εξ αποστάσεως, να κατανοήσουμε καλύτερα ο ένας τον άλλο, να ενώσουμε ―ανέπαφα, για όσο διάστημα αυτό απαιτείται― τις δυνάμεις μας, ώστε η επιβεβλημένη μοναχικότητα να μη διαλύσει τον κοινωνικό ιστό.




Η e-Λογοτεχνική Σκηνή #9 θα πραγματοποιηθεί στις 11 και 12 Δεκεμβρίου (ώρα έναρξης 19:30), και φυσικά, λόγω των συνθηκών, θα γίνει μέσω διαδικτύου, με βίντεο που θα κάνουν πρεμιέρα”, ταυτόχρονα, στο κανάλι εντευκτήριο* του youtube.


Στην e-Λογοτεχνική Σκηνή #9 συμμετέχουν 31 συγγραφείς από τη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα, διάφορες περιφερειακές πόλεις, από την Κύπρο και από το εξωτερικό. 

Συγκεκριμένα, την Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου (με αλφαβητική σειρά): Ιάκωβος Ανυφαντάκης, Άνια Βουλούδη, Σπύρος Γιανναράς, Άντζελα Δημητρακάκη, Μάρω Δούκα, Τασούλα Επτακοίλη, Κορίνα Καλούδη, Δήμητρα Κολλιάκου, Αριστοτέλης Μαγουλάς, Πέτρος Μπιρμπίλης, Λάμπρος Παπαδήμας, Άκης Παπαντώνης, Σαΐντ (πρόσφυγας από το Ιράν), Κωνσταντία Σωτηρίου, Μαρία Τοπάλη, Χρήστος Ωραιόπουλος· ακόμη, αφιέρωμα στον Ντίνο Χριστιανόπουλο (επιμέλεια: Γιώργος Σαράτσηςστα μουσικά μέρη: Θωμάς Κοροβίνης, Δημήτρης Μαραμής.

Το Σάββατο 12 Δεκεμβρίου: Λίνα Βαλετοπούλου, Χάρης Γαρουνιάτης, Αρετή Γκανίδου, Τιτίκα Δημητρούλια, Γιώργος Δυνέζης, Σταύρος Ζαφειρίου (perfornance: Καλλιόπη Σφήκα και Σταύρος Παναγιωτάκης), Κώστας Θεοδωρίδης, Άννα-Μαρία Ιακώβου, Αγγέλα Καστρινάκη, Νικόλας Κουτσοδόντης, Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου, Γιώργος Παναγιωτίδης, Ευά Παπαδάκης, Στάθης Παχίδης, Αιμίλιος Σολωμού, Συμεών Τσακίρης· ακόμη, αφιερώματα στην Κική Δημουλά (επιμέλεια: Γιώργος Κορδομενίδης) και στον Ίωνα Δραγούμη (επιμέλεια: Γιώργος Σαράτσηςστα μουσικά μέρη: Δημήτρης Μεζές και Νίκος Χατζηελευθερίου.


Διεύθυνση - επιμέλεια: Γιώργος Κορδομενίδης




Δείτε το τρέιλερ εδώ.



* εάν με διπλό κλικ στη λέξη εντευκτήριο δεν οδηγείστε στο κανάλι του στο youtube, μπορείτε να κάνετε δεξί κλικ πάνω στη λέξη και εν συνεχεία να επιλέξετε hyperlink copy hyperlink και να επικολλήστε το link στον browser που χρησιμοποιείτε (firefox Mozilla, safari, chrome, opera).


28.11.20

Ένα λευκό κερί για την Τζιτζίνα

 


γράφει ο Γιώργος Κορδομενίδης


Όταν είδα στην οθόνη του κινητού ότι με καλεί η αδελφή μου, 16.30, ώρα που οι δικοί μου και οι φίλοι γνωρίζουν ότι κάνω σιέστα, ήξερα πως δεν είναι για καλό. Και δεν ήταν. Η αγαπημένη μας πρώτη εξαδέλφη, Ελένη, κόρη της θείας Καλλιόπης, αδελφής του πατέρα μου, ήταν ανάμεσα στους 101 νεκρούς του τελευταίου 24ώρου· άκουσα το νούμερο λίγο αργότερα στις ειδήσεις, που απαριθμούν με τη συνήθη ψυχρότητα αριθμούς νέων κρουσμάτων, νέων διασωληνώσεων, νέων νεκρών...

Στο οικογενειακό γλωσσάρι, η Ελένη ήταν η Τζιτζίνα· έτσι την είχε βαφτίσει ένα από τα ανίψια μου, και της έμεινε. Με τον καιρό, η λέξη απόκτησε και πληθυντικό: οι Τζιτζίνες (δηλαδή η Ελένη και η αδελφή της, Σεβαστή, η Σέβα μας).


Για μένα προσωπικώς δεν ήταν μόνον πρώτη εξαδέλφη· ήταν ένα είδος μεγαλύτερης αδελφής. Όταν, το μακρινό 1968, χώρισαν οι γονείς μου, και καθώς οι αδελφές μου εργάζονταν και ταυτόχρονα πήγαιναν σε νυχτερινό Γυμνάσιο, και ο μπαμπάς έπασχε από σοβαρή κατάθλιψη ―μελαγχολία την έλεγαν τότε― έπεσε (δεν θυμάμαι από ποιον) η ιδέα να με βάλουν στο Παπάφειο. Όταν οι αδελφές του πατέρα μου, η προαναφερθείσα Καλλιόπη και η θεία Κατίνα, έμαθαν πως αυτό σήμαινε πως θα πήγαινα ώς την τρίτη Γυμνασίου και μετά θα μάθαινα κάποια τέχνη (δηλαδή δεν θα τελείωνα το 6τάξιο Γυμνάσιο, ούτε θα πήγαινα στο πανεπιστήμιο), αντέδρασαν με σπάνιο δυναμισμό (υποθέτω με πρωτοστατούσα την Καλλιόπη). «Αποκλείεται» είπαν. «Εμείς θα το φροντίζουμε το παιδί. Έξι μήνες η μία, έξι μήνες η άλλη» (καθότι με δυσκολεμένες οικογένειες και οι δύο). 


Γιορτάζουμε τα γενέθλιά της στο Πήλιο,
Αύγουστο του 1980

Σαν την Περσεφόνη λοιπόν ζούσα τον μισό χρόνο στο σπίτι της μίας και τον υπόλοιπο στο σπίτι της άλλης. Φαγητό, πλύσιμο και σιδέρωμα ρούχων, μπάνιο, ύπνος ― πράγματι φρόντιζαν για όλα. Στο σπίτι της θείας Καλλιόπης ―δηλαδή στη βιβλιοθήκη της Ελένης― ανακάλυψα τη λογοτεχνία. Μέχρι τότε τα διαβάσματά μου ήταν τα συνήθη "εξωσχολικά" της εποχής: Μικρός ήρως, Γκαούρ Ταρζάν, Μάσκα, Λούκυ Λουκ ― τέτοια. Αλλά στη βιβλιοθήκη της Ελένης βρήκα τη δίτομη ποιητική ανθολογία του Μιχάλη Περάνθη, συλλογές του Ρίτσου και του Βάρναλη, το Ένα παιδί μετράει τ' άστρα του Λουντέμη και άλλα... κομμουνιστικά!

Η Ελένη (όπως και η Σεβαστή, υπό το άγρυπνο βλέμμα της θείας Καλλιόπης) εξακολούθησε να με φροντίζει και όταν μεγάλωσα και πήρα τον δρόμο μου. Όπως φρόντιζε και τα παιδιά άλλων συγγενών και στενών φίλων σαν να ήταν δικά της παιδιά, καθώς η ίδια δεν έκανε δική της οικογένεια. (Λάτρευε κυριολεκτικά τον ανιψιό της, Χάρη, γιο του αδελφού της, Στράτου.) Όταν τύχαινε, κατά διαστήματα, να μην έχω γυναίκα που να φροντίζει το σπίτι, οι ξαδέρφες μου μού σιδέρωναν τρία πουκάμισα τη βδομάδα, για να μην πηγαίνω στην τράπεζα με κακοσιδερωμένα ρούχα. Χώρια τα κυριακάτικα τραπέζια ― άλλο φαγητό για να φάμε, άλλο για να πάρω σε τάπερ μαζί μου. 

Δύο φορές βρήκε η Ελένη ―ως μεγαλύτερη― τον μπελά της εξαιτίας μου: την πρώτη φορά όταν, βρέφος, διέφυγα της προσοχής όλων των κοριτσιών της φαμίλιας και έπεσα από ένα τραπέζι στο πάτωμα. Ποιος είδε τον κυρ-Σωτήρη και δεν τον φοβήθηκε, όταν το έμαθε. (Το οικογενειακό καλαμπούρι για την πότε πότε εκκεντρική συμπεριφορά μου ήταν ότι έφταιγε αυτό το πέσιμο από ψηλά... Το χρησιμοποιούσα κι εγώ προς όφελός μου βέβαια· όταν τα πράγματα ζόριζαν, έλεγα «δεν φταίω εγώ, εσείς φταίτε που με ρίξατε από το τραπέζι και χτύπησα το κεφάλι μου!») Η δεύτερη φορά ήταν όταν καλοκαίρι ―δεν θα ήμουν πάνω από 10 χρονώ―, με πήραν "τα κορίτσια" (Ελένη και Σέβα) μαζί τους στην εκδρομή στον Πλαταμώνα. Το ταξίδι με το τραίνο ήταν αλησμόνητο, η θάλασσα ωραία, αλλά εγώ κάποια στιγμή κουράστηκα και ξάπλωσα κάτω από ένα δέντρο. Ο ήλιος είχε και τότε την κακή συνήθεια να μη μένει ακίνητος, έριξε τις ακτίνες του πάνω στη γυμνή πλάτη μου και την έκανε σαν της μαϊμούς τον κώλο. Όταν γύρισα στο σπίτι έκλαιγα από τον πόνο του εγκαύματος. Ούτε θυμάμαι πόσα κεσεδάκια γιαούρτι ξοδεύτηκαν εκείνο το βράδυ για να απαλύνουν τον πόνο. Επόμενο ήταν να τα "ακούσει" την επόμενη μέρα η Ελένη, που ο πατέρας μου την είχε προειδοποιήσει για το ευαίσθητο δέρμα μου. 


Δεξιά στη φωτογραφία, στα γενέθλιά μου στο Underground Εντευκτήριο (2010),
μαζί με τις αδελφές μου


Τελευταία (περιττή βέβαια) απόδειξη της απλόχωρης καρδιάς της ο τρόπος με τον οποίο υποδέχτηκε στο σπίτι της τον ψυχογιό μου, Σαρίφ, χωρίς ποτέ έως τότε να έχει παρεδώσε με πρόσφυγες ή μετανάστες.

Η Ελένη, η Τζιτζίνα μας... Άνθρωπος γενναιόδωρος παρά τη στριμωγμένη προσωπική ζωή της, δοτικός μέχρι υπερβολής, με ακοίμητη την έγνοια της για τους άλλους, με απέραντη κατανόηση, μας άφησε σήμερα απαρηγόρητα μόνους, σ' αυτήν την ακατανόητη συνθήκη όπου δεν μπορούμε ούτε καν να ξεπροβοδίσουμε τους αγαπημένους νεκρούς μας. 

24.10.20

Λόγια του δρόμου


εικόνα: Τέλλος Φίλης


του Γιώργου Κορδομενίδη


# Και πού είναι; Έξω; Τι κάνει έξω; Μιλάει με πελάτη ή καπνίζει;

(μοδάτη γυναίκα περί τα 50, πάνω από τις κατακόμβες του Αγίου Ιωάννη)


# Αυτό ακριβώς είναι: Υποτροφία εκπόνησης διδακτορικής διατριβής. Τέλος!

(κοπέλα περί τα 30 στον συμβαδίζοντα νέο άνδρα με άσπρο παντελόνι και μαύρο δερμάτινο μπουφάν, παλιά παραλία)


# Μαλάκα μου, είχα γρίππη και δεν βγήκα όλο το σαββατοκύριακο από το σπίτι 

(κοπέλα περί τα 20 σε συνομήλική της, διάβαση πεζών στην Τσιμισκή με Αριστοτέλους)


# Του είχα αφήσει σημείωμα πάνω στο τραπέζι της κουζίνας ότι υπάρχει φαγητό στο ψυγείο, να το ζεστάνει στα μικροκύματα και να φάει, αλλά πήγε και παράγγειλε πίτσα.

(γυναίκα περί τα 35 σε συνομήλική της, μπροστά στο θέατρο της ΕΜΣ)


# (Α) Και γιατί δεν είπες τίποτε, ρε μαλάκα;

  (Β)  Τι να πω, ρε μαλάκα, αφού δεν είχα άνθρωπο…

  (Α)  Θα βρίσκαμε άνθρωπο, ρε μαλάκα…

  (Β)  Μη λες μαλακίες, ρε, πού θα τον βρίσκαμε;

(“ανδροπρεπής” συνομιλία μεταξύ μαλ… συγγνώμη, μεταξύ φίλων, σε καφέ της Αλεξάνδρου Σβώλου)


# Τσακώνει ο σύζυγος τη γυναίκα του με τον εραστή της στο κρεβάτι. Οι δύο άντρες πλακώνονται στο ξύλο και κουτρουβαλώντας βγαίνουν μέχρι τον δρόμο. Κάνει ο σύζυγος να χτυπήσει τον εραστή με το δεξί του χέρι, του το πιάνει στον αέρα ο εραστής. Επιχειρεί ο σύζυγος να βαρέσει τον εραστή με το αριστερό, ο εραστής τού πιάνει και το αριστερό. Νεαρός που έχει καταλάβει τι συμβαίνει (ο εραστής είναι με το εσώρουχο), φωνάζει: Χτύπα τον με τα κέρατα, ρε, με τα κέρατα!

(ανέκδοτο αφηγημένο από άνδρα των Κορμιών Ασφαλείας σε καφέ της Εθνικής Αμύνης) 




16.10.20

Δύο λεπτά στο τηλέφωνο: Εφαρμογή

εικόνα: Σόφη Σενόγλου


γράφει ο Αργύρης Παλούκας


Γιώργο, με όλα αυτά που συμβαίνουν, δεν ξέρω τι να σου πρωτοπώ. Με κυριεύουν συχνότερα οι κακές σκέψεις. Κι όλα αυτά γύρω τα βλέπω εντονότερα γιατί μεγαλώνω. Αυτό που, δέκα χρόνια πριν, θα το περνούσα σαν γριπούλα, το περνάω σαν πνευμονία. Αντιλαμβάνεσαι το πνεύμα μου. Με κυριεύουν οι κακές σκέψεις, λοιπόν. Και δεν θα πιστέψεις τι με ανακουφίζει: ένα μαγαζί με κοστούμια. Ναι, καλά ακούς. Είναι εδώ, στη Νίκαια, ένας κύριος που έχει μαγαζί με κοστούμια και το λειτουργεί εικοσιτετράωρο, καθημερινές και σαββατοκύριακα. Μη φανταστείς κάτι σπέσιαλ ― λίγο παλιακά είναι, αλλά τουλάχιστον τα παντελόνια δεν έχουν πιέτες και τα σακάκια δεν είναι τρίκουμπα. Από χρώματα υπάρχει ποικιλία, τουλάχιστον στα σκούρα. Εκεί λοιπόν που με πιάνουν οι κακές σκέψεις, γιατί το έχουμε ξαναπεί, η δαντέλα γύρω ξηλώνεται, λέω στον εαυτό μου πετάγεσαι και παίρνεις. Προβάρεις, σου κάνει ο κύριος δυο γαζιά, πληρώνεις και φεύγεις. Δεν χρειάζεται να αγχώνεσαι και να στοκάρεις στην ντουλάπα κοστούμια για παν ενδεχόμενο. Το αστείο ποιο είναι; Διότι, ναι, σου προκαλεί και γέλιο όλο αυτό, και το έχω ανάγκη όσο τίποτα το γέλιο, Γιώργο· ειδικά το γέλιο που βγαίνει όχι από τη σαχλαμάρα, αλλά το γέλιο που ταιριάζει στην ηλικία μας, το κωμικοτραγικό γέλιο, που από τα μακάβρια καταφέρνεις να γελάς. Το αστείο, που λες, είναι ότι ο κύριος σού κάνει και λίγο τον δύσκολο, έλα σε λίγο, δεν μπορώ ακριβώς τώρα, έλα σε πέντε λεπτά. Μια φορά τον πέτυχα να μου λέει έλα σε πέντε λεπτά, αλλά για κακή του τύχη έκατσα απέξω και κάπνιζα στη γωνία, δεν με έβλεπε. Ε, επί πέντε λεπτά δεν έκανε τίποτα, απλώς μου ζήτησε να περιμένω για το εφέ, και, όταν τελείωσε ο χρόνος αναμονής, βγήκε έξω με περισπούδαστο ύφος και με κάλεσε μέσα σαν καρδιολόγος. Δεν συζητώ για τις τιμές. Από το κατοστάρικο που θα πλήρωνες σε ένα κανονικά ανοιχτό μαγαζί, σου βάζει και πενήντα ευρώ επιπλέον για την εξυπηρέτηση. Αλλά και πάλι τι να λέμε; Καλύτερα εκατόν πενήντα και στο χέρι, την ώρα που το θες το κοστουμάκι σου, και μάλιστα από έναν καρδιολόγο.

9.10.20

Δύο λεπτά στο τηλέφωνο: Τα πράγματα


γράφει ο
Αργύρης Παλούκας

Σήμερα μπήκα σε ένα γεμάτο βαγόνι. Από Πανεπιστήμιο για Σύνταγμα. Μία πόρτα ήτανε χαλασμένη, δεν άνοιγε, κι έτσι στη διπλανή είχε μαζευτεί πολύς κόσμος. Γύρισα δεξιά, όπως γυρνάει κανείς δεξιά γιατί δεν μπορεί να κοιτάζει συνέχεια ευθεία. Είχε σηκωθεί ένας ηλικιωμένος, πάνω από εβδομήντα, για να κατέβει. Σκέφτηκα αυτόματα το μέτρο που ακουγόταν πριν από μερικές μέρες, να απαγορευτεί η κυκλοφορία στους άνω των εξήντα πέντε. Για λίγα δευτερόλεπτα, ο κύριος με κοίταζε στα μάτια σαν τρομαγμένο ζώο. Μου θύμισε έναν πίνακα του Ντε Κίρικο, δεν θυμάμαι όνομα, απεικόνιζε έναν άνδρα με αφύσικα παιδικό πρόσωπο. Καθώς κατέβαινα στο Σύνταγμα, στο μυαλό μου ήρθε μια περιπέτεια που είχα πριν από κάνα-δυο χρόνια. Είχα πάει με κάτι φίλους σαββατοκύριακο στην Εύβοια. Το βράδυ ήπιαμε.Το πρωί, περνώντας από κάτι βράχια, έπεσα. Θαύμα πώς επέζησα, γιατί έφερα δύο τρεις βόλτες μέχρι να σταματήσει το σώμα. Ενώ έπεφτα, έγινα σαν παρατηρητής του εαυτού μου και τον λυπήθηκα. Τον είδα σαν μικρό παιδί, ανυπεράσπιστο, ολομόναχο, ένα τίποτα. Φτωχό κι αβοήθητο. Ωραία που γυρίζουν τα πράγματα πίσω...

4.10.20

H υποψιασμένη απελπισία της Kατερίνας Γώγου

του Γιώργου Κορδομενίδη (σε συνεργασία με τον Δημήτρη Η. Παστουρματζή) 



H φωτογραφία της στο εξώφυλλο, μετωπική, με βλέμμα ευθύ και διεισδυτικό, με τη μορφή της σχεδόν αυστηρή αν εξαιρέσεις μια υποψία πικρού χαμόγελου στα χείλη, δεν αφήνει καμιά αμφιβολία στους ανειδίκευτους αναγνώστες για την ταυτότητα του προσώπου και του ονοματεπωνύμου της εικονιζόμενης: Kατερίνα Γώγου, ηθοποιός (από την Όμορφη πόλη του Kακογιάννη στις ταινίες της Φίνος Φιλμ της δεκαετίας του ’60 κι από κει στη Φιλουμένα Mαρτουράνο πλάι στην Eλλη Λαμπέτη) και ποιήτρια. 


Kατερίνα Γώγου. Mε λένε Oδύσσεια. Aθήνα, Eκδόσεις Kαστανιώτη 2002, 133 σελ.


Στο σανίδι από τα πέντε της χρόνια (γεννήθηκε στην Aθήνα το 1940), στα δώδεκά της μαθήτρια στη σχολή Mουζενίδη, κάνει νωρίς την πρώτη της επαγγελματική εμφάνιση κι αμέσως μετά συμμετέχει στη “χρυσή” εποχή του εμπορικού ελληνικού κινηματογράφου σε περισσότερες από 50 ταινίες, που την έκαναν γνωστή στο κοινό σαν το δροσερό κοριτσόπουλο με τα κοντά μαλλιά και τη μίνι φούστα, που χοροπηδούσε φωνάζοντας «γιούπι!».




Aλλά τόση προκάτ ευδαιμονία δεν την αντέχει ένας υποψιασμένος και ποικιλοτρόπως ταλαιπωρημένος άνθρωπος όπως η Kατερίνα Γώγου. 

Tο 1979 εκδίδει την πρώτη της ποιητική συλλογή: Tρία κλικ αριστερά. Tα ποιήματά της διαβάστηκαν όσο λίγα, και το βιβλίο έχει κάνει μέχρι σήμερα περισσότερες από 20 εκδόσεις, ενώ μεταφράστηκε στα αγγλικά και κυκλοφορεί στην Aμερική. 

Aπό ένα σημείο και πέρα ήθελα να σπάσω την απομόνωση όχι την προσωπική, αλλά όλων σαν εμένα, χωρίς όμως μ' αυτό να θέλω να πω ότι την ψώνισα να κάνω την αγία ή την αρχηγίνα, θα πει σε μια συνέντευξή της στον Δημήτρη Γκιώνη (Eλευθεροτυπία, 13.10.1980). Tα μάζεψα λοιπόν [: τα ποιήματα] και πήγα σε δύο ανθρώπους που πίστευα ότι δεν είναι και τόσο πουλημένοι, και τους τα έδωσα να τα διαβάσουν. Φαίνεται ότι τους άρεσαν. Λέω πως θα με είδαν κάπως έτσι: «Για κοίτα ρε που σκέφτεται, για κοίτα που γράφει και γράφει και καλά». Προχώρα και βγάλτα, μου είπαν. Kαι τά 'βγαλα.




Tο γράψιμο αποτέλεσε σταθερή διέξοδο στα τελευταία δεκαπέντε χρόνια ζωής της Kατερίνας Γώγου. Tο δεύτερο βιβλίο της, Tο ιδιώνυμο (1982), έχει κάνει κι αυτό πάνω από δεκαπέντε εκδόσεις. Tο ξύλινο παλτό (1982) βρίσκεται στη 10η έκδοσή του, ενώ οι Aπόντες (1986) στην 4η έκδοση. Όλα τα προαναφερθέντα βιβλία της, καθώς και O μήνας των παγωμένων σταφυλιών (1988) κυκλοφορούν από τον Kαστανιώτη. Tο τελευταίο της βιβλίο, Nόστος, βγήκε το 1990 από τα Nέα Σύνορα. 

O Nίκος Φωκάς, ένας από τους πιο σημαντικούς ποιητές μας (κι ο μόνος, όπως προκύπτει από το αυτοσχέδιο αρχείο μου, μη δημοσιογράφος που ασχολήθηκε με την ποίηση της Γώγου), έγραφε στη Φιλολογική Kαθημερινή (31.5.1979): Tο Tρία κλικ αριστερά είναι ποίηση πολιτική, αλλά με μία σημαντική διαφορά. Διαφορά ποιοτική. H γλώσσα είναι ενεργητική στο βαθμό που την ενεργοποιεί και την αναγκάζει το πάθος. Συγχρόνως όμως επώδυνα ουσιαστική, κόβεται ακριβώς μια στιγμή πριν γίνει συναισθηματολογία ή ρητορικός στόμφος. Eίναι ένας λόγος με κύρος και θυμό, που, μένοντας πολιτικός, είναι υποχρεωμένος να είναι εξαιρετικά σαφής, εφόσον υποθέτω υπολογίζει σε κάποια αποτελέσματα, δίχως να χάνει χρόνο και δύναμη σε ωραιολογικούς ακκισμούς ή ευκαιριακές επιδείξεις.




Σ' αυτό το μεταθανάτιο βιβλίο της Kατερίνας Γώγου περιέχονται τα τελευταία ποιήματά της, που κινούνται στους ίδιους άξονες μ' αυτά που γνωρίζουμε από τις προηγούμενες συλλογές της αλλά και με στίχους σπαρακτικότερους από κάθε άλλη φορά:


[...]

Πώς θα γυρίσω

που βρίσκομαι χωρίς σκαρί

συντρόφους, από τ' άγγιγμα της Kίρκης, γουρούνια

χωρίς αέρα και πανιά

όμοιο εγώ διαζευτικό καταμεσής της θάλασσας;


Xωρίς εισπνοή πώς εκπνοή της άνοιξης να γίνω

κι έτσι ξυπνητή νεκρή ζωντανή

τους κοιμισμένους θεούς μέσα μου

να μην τους ξυπνήσω;


Mε λένε Oδύσσεια.

Aνθρωπος διωγμένος κι εγώ από τον ουρανό

το σώμα μου φθαρτό, έχει από πέσιμο

σχεδόν οριστικά τσακίσει [...]


Στις επόμενες σελίδες, πεζά ποιήματα με βιωματικά στοιχεία, αλλά και μικρά πεζά, με περισσότερο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, που αναφέρονται σε πρόσωπα και περιστατικά από τη ζωή της και την καριέρα της (λογουχάρη, στον σύζυγό της και πατέρα της κόρης της, Mυρτώς, σκηνοθέτη Παύλο Tάσιο, ή στην Eλλη Λαμπέτη, συνόψεις σεναρίων). 

Kι ακόμη, κείμενα με ημερολογιακό χαρακτήρα, καταγραφές σχεδίων («Nα βρω και να δω και να μάθω πώς έβγαλε την τελική σκηνή η Kαπρίσκι στη Δημόσια γυναίκα του Zουλάφσκι» «Kάποιος να μου δανείσει ένα καλό μικρό κασετόφωνο να θυμηθώ τη φωνή μου»), γράμματα στον εαυτό της αλλά και στον πατέρα της: Tι καλός που είσαι που μ' έμαθες από πέντε χρόνων να διαβάζω εφημερίδα! Eσύ που ξέρεις τόσα, μα τόσα πολλά, πήρα το κώνειον, έφαγα όλο μου το φαΐ, όλα μου τα χάπια. Eρχόμουνα, όπως με είχες εκπαιδεύσει στη Bία, να σε βρω στο καφενείο, στου Mακρυγιάννη, που έπαιζες πρέφα, να σου θυμίσω να με δείρεις αλλά δεν είχε τελειώσει η παρτίδα και μου 'λεγες: «Ξανάλα σε μια ώρα», κι εγώ ξαναρχόμουν ξανά και ξανά, μέχρι να αισθανθώ τη βία σαν λύτρωση, μαθαίνοντας να προσεύχομαι σ' αυτό που δεν ήξερα, στο Θεό, να με δείρεις με την πέτσινη λούρα σου, να με χτυπάς στα γόνατα και στα καλάμια με τα μυτερά σου καφετιά παπούτσια [...]. 

Aλλά και γράμματα στην κόρη της, και πάλι στη μάνα της, και πάλι στον εαυτό της, γράμματα γεμάτα αποσιωπητικά πριν από την οριστική σιωπή, στην οποία κατοίκησε ανεπιστρεπτί την Kυριακή 3 Oκτωβρίου 1993.


[πρώτη δημοσίευση: Αγγελιοφόρος της Κυριακής, 21.4.2002]


Σημείωση 2020: Τα στοιχεία για τις εκδόσεις είναι του 2002. Λογουχάρη, τα βιβλία  Τρία κλικ αριστερά, Το ξύλινο παλτό, Με λένε Οδύσσεια, είναι εξαντλημένα. Ο Νόστος επανεκδόθηκε από τον Καστανιώτη το 2004. Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησαν τα Τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε (2015) και Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ’ έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του (2018).




25.9.20

Περί ευτυχιοκρατίας


 
γράφει ο Τέλλος Φίλης


Σ’ αυτό το βιβλίο βρήκα όλες τις απαντήσεις σε ερωτήσεις που δεν τολμούσα να κάνω τόσους μήνες στον εαυτό μου. Ουσιαστικά, η ανάγνωσή του δημιούργησε μία "συνθήκη σχέσης" σχεδόν σαν μια ερωτική ιστορία, όταν διαπιστώνεις ότι ο σύντροφός σου είναι αυτός που σου απαντά σε ό,τι δεν ρωτάς, είτε από ανασφάλεια, είτε από μιά άγουρη ακόμη οικειότητα, είτε από έναν ανομολόγητο υπαρξιακό φόβο γι’ αυτό που εσύ ήδη είσαι, αλλά με τεχνάσματα ακόμη αποκρύπτεις ακόμη κι από τον ίδιο σου τον εαυτό.

Το σημαντικότερο όμως είναι ότι, ενώ ουσιαστικά αποτελεί μία κοινωνιολογική μελέτη, λειτουργεί περισσότερο σαν άτυπη ψυχαναλυτική συνεδρία 300 σελίδων, όπου το τελικό συμπέρασμα είναι ότι "δεν είσαι τρελός" ― τουλάχιστον αν σκέφτεσαι και ιεραρχείς τα "θέματά" σου όπως εγώ.

Έτσι ακριβώς λειτούργησε σε μένα λοιπόν, που ο εγκλεισμός, τα νέα της πανδημίας, οι ανομολόγητοι φόβοι κι οι εμμονές φίλων και γνωστών, με την ταυτόχρονη επίδειξη μιας ευημερίας ακατανόητα επιφανειακής σε μένα, στα κοινωνικά δίκτυα, είχαν φτάσει να μου προξενούν διάφορες υπαρξιακές εκρήξεις του τύπου: "ποιος είμαι εγώ, ποιος είναι ο κόσμος".

Οι συγγραφείς με εξαιρετικά γλαφυρό και ευκολοδιάβαστο λόγο με βοήθησαν να εξηγήσω πολλά από τα παράξενα που ένιωθα να συμβαίνουν, να σταθούν αφορμή να ξανασκεφτώ αυτή την επιμονή "ότι δεν τρέχει και τίποτε, όλα είναι περαστικά" των κοινωνικών δικτύων, ειδικά από νεαρότερες ηλικίες, ή "χτίσε κοινωνικό προφίλ σαν να είσαι πίτσα κι όχι άνθρωπος με ψυχολογικές διακυμάνσεις".

Από την άλλη βεβαίως είναι κι ένα απολύτως κατατοπιστικό εγχειρίδιο που σου εξηγεί γιατί το ζητούμενο δεν είναι η πάση θυσία ευτυχία, αλλά πως η γνώση, η σκληρή κι ανελέητη αυτογνωσία, είναι ο μόνος επαναστατικός ηθικός προορισμός, αν θέλουμε να πούμε ότι κάποια στιγμή "ζήσαμε" και δεν είμαστε από χρόνια ήδη "νεκροί". 



Edgar Cabanas, Eva Illouz

Ευτυχιοκρατία

Πώς η βιομηχανία της ευτυχίας κυβερνά τη ζωή μας

Μετάφραση: Βασιλική Πέτσα

Αθήνα, Πόλις 2020

352 σελ.